CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 23 November, 2025

Sunday, October 13, 2019

Τα Μυστικά της Μύησης στην Ελευσίνα Β'


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Η ΟΥΣΙΑ

Ο Ωκεανός της Ουσίας
Η Δημιουργία στο Επίπεδο της Αντίληψης, τα Επίπεδα της Δημιουργίας με την Επιλογή
Η Αντίληψη του Όλου και του Μέρους
Η Αντίληψη της Ύπαρξης σαν Ουσίας, σαν Ύπαρξης, σαν Χώρου και σαν Δραστηριότητας

Η ΦΥΣΗ-ΨΥΧΗ, ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Η Ουσία, Η Φύση σαν Αντίληψη του Όλου, Η Ψυχή σαν Αντίληψη του Μέρους
Το Υπόβαθρο
Η Ψυχή σαν Χώρος
Η Ψυχή σαν Δραστηριότητα

Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟ ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ (Η ΨΥΧΗ ΣΑΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ)

Η Ψυχή στο Σώμα, Θέση, Άμεση Δράση, Δραστηριότητες, Ταύτιση
Η Λύσις της Ψυχής από την Γη
Ανύψωση πάνω από το Νερό, τον Αέρα, το Πυρ
Η Απελευθέρωση στην Αιθέρια Μη Δυαδική Συνείδηση, στον Αληθινό Εαυτό


Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟΝ ΝΑΟ (Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ)


Η Ελευσίνα υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, για πολλούς αιώνες, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρύτερης Περιοχής της Μεσογείου. Πέρασαν από αυτόν τον Ιερό Τόπο (και τον Ναό) εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ένας Ναός, και μάλιστα σαν αυτόν της Ελευσίνας, δεν είναι απλά μια ανθρώπινη αρχιτεκτονική κατασκευή που επιτελεί κάποιους ιδιαίτερους σκοπούς. Ασφαλώς είναι ανθρώπινο δημιούργημα κι ασφαλώς γίνεται με κάποια κριτήρια κι έχει κάποια συγκεκριμένη χρήση, Όμως η Χρήση του Ναού, όταν γίνεται με τους όρους και εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια, τον χρόνο και την ιστορία. Ο Ναός γίνεται η Πύλη για τους Άλλους Κόσμους, πέρα από την ανθρώπινη πραγματικότητα, η Πύλη για την Είσοδο στην Μεταφυσική Πραγματικότητα.
Σε ένα Ναό εισέρχεται κάποιος σαν επισκέπτης, σαν λάτρης της Αλήθειας για να προσευχηθεί ή σαν πραγματικός μύστης για να βιώσει την Ανώτερη Εσωτερική Υπερβατική Πραγματικότητα. Ασφαλώς ο Ιερός Ναός της Ελευσίνας που Επόπτευε η Θεά Δήμητρα στο Όνομα του Αιωνίου ήταν πάντα ανοιχτός κι ερχόντουσαν εδώ πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι. Στην διάρκεια του έτους γίνονταν γιορτές κι ιερουργίες και προσέρχονταν πλήθη. Αποκορύφωση όλων των εκδηλώσεων ήταν τα Ελευσίνα Μυστήρια της Φθινοπωρινής Ισημερίας και η Μυστική Περίοδος που ακολουθούσε μέχρι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, όπου ο Θεός (ο Γιός του Θεού, ο Διόνυσος-Απόλλωνας, χάνονταν στο Χάος για να Γεννηθεί Ξανά στις Ιερές Τελετουργίες των Δελφών.
Πρέπει λοιπόν να είναι κατανοητό ότι η απλή είσοδος στον Ναό (στον κυρίως Ναό, όχι στο Άδυτο) δεν έχει καμία σχέση με την Μυητική Είσοδο στον Ναό. Όταν ο Μύστης, που είχε περάσει την Μικρή Μύηση στο Πλουτώνιο κι είχε κυριαρχήσει στις δυνάμεις της Ψυχής με την Περισυλλογή στον Εαυτό (και βίωνε την Μη Δυαδική Συνείδηση) Εισέρχονταν Μυητικά στον Ναό στην πραγματικότητα εισέρχονταν σε ένα άλλο Οντολογικό Χώρο, στον Εσωτερικό Χώρο της Ψυχής. Πως γίνονταν αυτό; Αυτό θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε στην συνέχεια, μολονότι πρέπει κάποιος να βιώσει αυτή την εμπειρία για να καταλάβει. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει κάποιος να το κάνει πρακτικά.
Στην Μικρή Μύηση στο Πλουτώνιο δίνονται επαρκείς οδηγίες για την Περισυλλογή της Ψυχής στον Εαυτό, για την περισυλλογή των εξωτερικών δυνάμεων-δράσεων- δραστηριοτήτων στον εαυτό. Περισυλλογή δεν σημαίνει κάποια δράση ή μη-δράση, ούτε βουλητική εγκατάλειψη αυτών των δραστηριοτήτων (που θα ήταν πάλι κάποιο είδος δράσης). Σημαίνει (αν αυτό μπορεί να εξηγηθεί έτσι και να γίνει κατανοητό) μια εσωτερική παραίτηση, χάνεται το ενδιαφέρον και σβήνει η τάση προς την εξωτερική δράση. Για να το κάνει κάποιος αυτό πρέπει να είναι ώριμος για αυτό και να κατανοεί την ζωή και τους μηχανισμούς της. Αυτή η «πράξη», στην ουσία, είναι (ή επιφέρει) μια «μετατόπιση» της Ψυχής στην Βαθύτερη Έδρα της, στον Εαυτό. Κι από αυτή την Θέση Ισορροπίας αντιλαμβάνεται πλέον και χρησιμοποιεί κατά βούληση τις εξωτερικές δραστηριότητες με τον ορθό τρόπο (χωρίς να εμπλέκεται, να προσκολλάται ή να απορροφιέται και να «ξεχνιέται» σε όλη αυτή την δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα Παραμένει Αμετακίνητος στην Σταθερότητα του Εαυτού ενώ μπορεί να σκέπτεται να αισθάνεται και να δρα στον εξωτερικό κόσμο. Επειδή ακριβώς τώρα δρούμε από Μια θέση Ισορροπίας στον Εαυτό και δεν μας παραπλανά η σκέψη που δημιουργεί τον περιορισμό, την απομόνωση, τον διαχωρισμό από τα άλλα η επίγνωσή μας απλώνεται και αγκαλιάζει τα πάντα σε μια ενότητα. Δεν μας χωρίζει τίποτα από τίποτα. Όλα Είναι Εδώ, Τώρα, Ταυτόχρονα Παρόντα. Αυτή είναι η Εμπειρία της Μη Δυαδικής Συνείδησης που Βιώνει η Ψυχή που απελευθερώθηκε από τις εξωτερικές δραστηριότητες. Αλλά είναι επίσης μια κατάσταση στην οποία είμαστε ακόμα σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο.
Η Μεγάλη Μύηση που σημαίνει την Μυητική Είσοδο στον Ναό, στον Εσώτερο Κόσμο της Ψυχής, σημαίνει στην πραγματικότητα είσοδο σε ένα άλλο τελείως διαφορετικό κόσμο από αυτόν που γνωρίζουμε όταν ζούμε προσανατολισμένοι προς τον εξωτερικό κόσμο. Είναι σαν να στεκόμαστε σε μια «Πύλη» που διαχωρίζει το Μέσα από το έξω. Στην πραγματικότητα βέβαια όλα αυτά τα δημιουργεί η αντιληπτικότητά μας στην συγκεκριμένη φάση εξέλιξης. Έτσι τα βιώνουμε στην Μυητική Διαδικασία κατά την «εξέλιξή» μας προς την Τελική Απελευθέρωση, σαν να στεκόμαστε σε μια «Πύλη». Όταν στρεφόμαστε έξω έχουμε εμπειρία μιας περιορισμένης ύπαρξης μέσα σε ένα «αντικειμενικό κόσμο που είναι απέναντί μας. Όταν όμως στρεφόμαστε Μέσα τότε νοιώθουμε τι συμβαίνει σε Εμάς, στον Εαυτό, Νοιώθουμε την Εσωτερική Φύση μας, το Βάθος και την Έκτασή της, δεν υπάρχει κανένας εξωτερικός κόσμος. Όλα είναι Μέσα στην Ψυχή Ακόμα κι ο εξωτερικός κόσμος (με τον οποίο μπορούμε ξανά να συνδεθούμε όταν στραφούμε προς τα έξω και ξανά περιοριστούμε στην ατομικότητα και στο σώμα για να λειτουργήσει η εξωτερική αντίληψη, οι αισθήσεις κι η επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αν όμως Προχωρήσουμε Μέσα τότε Νοιώθουμε τι είναι πραγματικά η Ουσία της Ψυχής. Και σιγά Νοιώθουμε την Απεραντοσύνη της Αιωνιότητάς της. Στην πραγματικότητα η Περισυλλογή εδώ λειτουργεί σαν μια «Μετατόπισή» μας σε όλο Μεγαλύτερα Βάθη, σε όλο και πιο Εσωτερικές Θέσεις της Ψυχής, μέχρι την Οριστική Έξοδο στην Απεραντοσύνη του Χάος Αυτού που Υπάρχει Πάντα.
Πως γίνεται όμως η Μυητική Είσοδος στον Εσωτερικό Κόσμο; Πως ασκείται εδώ η Περισυλλογή; Τι κάνουμε ακριβώς. Η Μεγάλη Μύηση δεν είναι θεωρητική ερμηνεία των Εσωτερικών Καταστάσεων. Είναι πρακτικές οδηγίες για την δράση μας από εδώ και πέρα.


Απόσπαση από το σώμα

Για να μπορέσουμε να εισέλθουμε πραγματικά στον Εσωτερικό Κόσμο της Ψυχής μας πρέπει να εγκαταλείψουμε τον εξωτερικό κόσμο, να σταματήσουμε κάθε «πληροφόρηση» από το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο. Κι εδώ είναι χρήσιμη η εμπειρία από την «ακινησία» του σώματος που βιώνουμε στην Μικρή Μύηση στο Πλουτώνιο. Πρέπει να χαλαρώσουμε το σώμα, μέχρι την πλήρη «αναισθησία». Στην πραγματικότητα δεν καταλύεται ο σύνδεσμος με το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο κι οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε να «επανέλθουμε» στον εξωτερικό κόσμο.
Μετά πρέπει πραγματικά να έχουμε Πλήρη Εμπειρία της Απελευθέρωσης που μας δίνει η Μικρή Μύηση και να Βιώνουμε την Μη Δυαδική Συνείδηση για να μπορέσουμε να Εισέλθουμε με «Ασφάλεια» στον Εσωτερικό Κόσμο του Ουράνιου Φωτός. Σε διαφορετική περίπτωση αν το επιχειρήσουμε αυτό μεταβαίνουμε στους κατώτερους κόσμους της εξωτερικής δημιουργίας, (στον αστρικό κόσμο ή στον νοητικό κόσμο, η στα Ηλύσια Πεδία νομίζοντας ότι είναι ο τελικός προορισμός μας).
Τηρώντας αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε πραγματικά να αποσπαστούμε από το σώμα. Η Χαλάρωση κι η Απόσπαση δεν γίνεται με «προσπάθεια» αλλά με «Μετατόπιση» της Προσοχής από το σώμα στον Εαυτό, στην Ψυχή. Γι αυτούς που έχουν Περάσει την Μικρή Μύηση είναι και κατανοητό και σχετικά εύκολο.
Τι συμβαίνει όταν αποσπόμαστε από το σώμα. Επειδή η Ψυχή παύει να περιορίζεται εδώ, στο σώμα, απελευθερώνεται στην Απεραντοσύνη της Φύσης της. Αυτό που Νοιώθουμε δεν είναι η Κατάσταση σε όλο το Βάθος της μεμιάς, αλλά μια Διαρκής Μεταμόρφωση, μια Διαρκής Επέκταση της Ψυχής που Απελευθερώνεται κι Επεκτείνεται στο Άπειρο.


Αιώριση, Προσανατολισμός, Έξοδος στα Κατώτερα Επίπεδα ( Δεν συνιστάται, γι’ αυτό κι η προετοιμασία), Έξοδος στον Αντικειμενικό Χώρο
Η Εμπειρία του Εσωτερικού Χώρου
Σφαιρική Αντίληψη

Σε αυτή την Κατάσταση Νοιώθουμε μόνο αυτό που Είμαστε κι όχι κάτι «εξωτερικό». Νοιώθουμε ότι δεν υπάρχει «βάρος» ούτε όριο στην ύπαρξή μας, σαν να «επιπλέουμε» στον χώρο, προς τον οποίο επεκτεινόμαστε συνεχώς. Αυτό που νοιώθουμε, επειδή δεν υπάρχει συγκεκριμένη θέση όρασης, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει μπρος πίσω, αριστερά δεξιά, πάνω κάτω. Η αντίληψή μας είναι σφαιρική και συνεχώς επεκτεινόμενη. Για τον Νεοεισερχόμενο Εδώ είναι λίγο δύσκολο στην αρχή να «προσαρμοστεί», αλλά η «Αίσθηση» αλλάζει συνεχώς. Η Επίγνωση συνεχώς Βαθαίνει κι Επεκτείνεται κι η Δυνατότητα ακριβώς να αντιλαμβανόμαστε είναι Φως, Εμπειρία του Φωτός, που περνά από διάφορες φάσεις καθώς αλλάζει η «αίσθησή» μας.
Στην διάρκεια της Μύησης δίνονται σαφείς οδηγίες (και στην ανάγκη υπάρχει επανάληψη κι υπενθύμιση) για το πως αυτός που βιώνει την Εμπειρία θα μπορεί να ξεχωρίζει το Αληθινό από το ψεύτικο και το κατασκευασμένο. Όταν Εισερχόμαστε στον Εσωτερικό Κόσμο της Ψυχής Εισερχόμαστε στον Χώρο του Μεγάλου Υποκειμένου που Είναι Αντικειμενικός Χώρος (για κάποιον που βλέπει μέσα από ένα περιορισμένο κέντρο, ένα εγώ), εφόσον τηρούνται οι όροι κι οι προϋποθέσεις κι υπάρχει ορθή δράση. Συνεχώς υπενθυμίζεται πως να ασκείται η Περισυλλογή, ή η Εσωτερική Αίσθηση για να μην γλιστρήσουμε σε φαντασιώσεις. Τότε ο Αντικειμενικός Χώρος που Αποκαλύπτεται όταν απλά τον Αποδεχόμαστε «θολώνει» από άστοχες δράσεις κι εισερχόμαστε στον χώρο της Φαντασίας. Το Φως έχει πάντα τις Σκιές του και δεν είναι λίγοι που χάθηκαν στον Κόσμο της Σκιάς. Για αυτό χρειάζεται εδώ να ακούμε με προσοχή τον Εσωτερικό Καθοδηγητή γιατί εδώ είμαστε μόνοι χωρίς την βοήθεια του εξωτερικού Μύστη που μας μύησε.
Βλέπουμε (διαπιστώνουμε) ότι ακόμα και στον Ουράνιο Κόσμο του Φωτός μπορεί να γλιστρήσουμε στην Σκιά, στον Κόσμο της Φαντασίας (που είναι η αιτία για την γέννηση των κατώτερων κόσμων). Υπάρχει στην διάρκεια της Μεγάλης Μύησης μια μυστική εντολή που μας «δίνεται» που είναι ταυτόχρονα φυλακτό και το φωτεινό ξίφος που σκίζει το σκοτάδι για να φτάσουμε στο Ξέφωτο. Αυτό είναι το πολύτιμο «δώρο» του Μύστη στον μυούμενο, το μυστικό που δείχνει τον Τελικό Προορισμό.
Τώρα γίνεται κατανοητό πόσοι μεγαλύτεροι κίνδυνοι υπάρχουν για αυτούς που χωρίς καν να περάσουν την Μικρή Μύηση επιχειρούν την έξοδο στους μεταφυσικούς κόσμους. Εδώ ανήκουν σκοτεινές ψυχές, κακοί αποκρυφιστές, μαύροι μάγοι, κλπ.

Άπλωσις

Στην αρχή, όταν Εισερχόμαστε στον Εσώτερο Κόσμο μας, υπάρχει (κι αυτό είναι τελείως φυσιολογικό) μια Αίσθηση Συνεχούς Επέκτασης. Σιγά-σιγά αυτή η Αίσθηση εξασθενίζει καθώς Σταθεροποιούμαστε στην Βαθύτερη Εσωτερική Έδρα μας και Βιώνουμε την Απεραντοσύνη της Φύσης μας. Στην πραγματικότητα όλα αυτά που βιώνουμε είναι ακόμα προσωρινές καταστάσεις, για αυτό και τα βιώνουμε σαν κάτι που μας συμβαίνει. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην Απόλυτη Αίσθηση Εαυτού.

Πληρότητα

Αυτό που Νοιώθει ο Μύστης που Ολοκληρώνει την Εμπειρία του Εσωτερικού Χώρου, η Τελική Αίσθηση, είναι ότι Υπάρχει Παντού στον Χώρο, ότι Πληρώνει Όλον τον Χώρο. Που Είναι Άπειρος, Χωρίς Όρια. Αυτή η Αίσθηση χάνεται μέσα στην Ασάφεια του Όλου.

Η ΨΥΧΗ ΣΑΝ ΧΩΡΟΣ


Εμπειρία του  Ανώτερου Παγκόσμιου Εαυτού

Στην πραγματικότητα, αυτός που έλαβε την Μεγάλη Μύηση κι ανέβηκε στον Βαθμό της Εποπτείας και Βίωσε την Εσωτερική Πραγματικότητα της Απεραντοσύνης της Αιωνιότητας μετατοπίστηκε στην Βαθύτερη Έδρα της Ύπαρξης. Αυτό έγινε με την εγκατάλειψη της αντίληψης της περιορισμένης ύπαρξης, για αυτό και γίνεται αντιληπτό σαν μεταμόρφωση, σαν εξέλιξη και σαν απελευθέρωση στην Απεραντοσύνη. Αυτή η Κατάσταση που Σταθεροποιείται στην Πληρότητα (στην Πανταχού Παρουσία) δεν είναι παρά η Βάση για την Πραγματική Εσωτερική Εξέλιξη και Πορεία προς το Ύστατο. Όλοι αυτοί οι όροι που χρησιμοποιούμε (εξέλιξη, πορεία) είναι αντιληπτικοί, οντολογικοί κι όχι οντικοί όροι, αναφέρονται δηλαδή στο Ον που Ανέρχεται Αντιληπτικά κι όχι στο Ον καθεαυτό.
Η Αίσθηση της Απεραντοσύνης και Πανταχού Παρουσίας του Παγκόσμιου Εαυτού μολονότι είναι Πραγματική και Αληθινή δεν είναι όμως Απόλυτα Πραγματική. Κι αυτό γιατί υπάρχει η Αντίληψη μιας Παρουσίας που Πληροί τον Χώρο, μια αίσθηση διαχωρισμού της Ουσίας από τον Χώρο. Αυτό παραμένει ακόμα ένας περιορισμός. Η Μετατόπιση Ακόμα Πιο Βαθιά στην Ύπαρξη, σε Μια Βαθύτερη Έδρα αποκαλύπτει μια άλλη Όψη της Πραγματικότητας.

Η Εμπειρία της Μοναδικής Ουσίας

Για κάποιον που έχει Ολοκληρωτική Εμπειρία του Παγκόσμιου Εαυτού ο Δρόμος Ανοίγει πλέον από μόνος του κι Αντίληψη Ανασύρεται κυριολεκτικά προς το Απόλυτο Κέντρο της Ύπαρξης. Όλοι οι κίνδυνοι έχουν μείνει πίσω. Η Αίσθηση διαχωρισμού ανάμεσα στην Ουσία, στον Εαυτό, σε Εμάς, και τον Χώρο εξασθενίζει και σβήνει κι Ανατέλλει μια Ανώτερη Πραγματικότητα. Βιώνεται και Γίνεται Κατανοητό ότι «Η Ουσία Είναι ο Χώρος». Αυτή είναι Μια Βαθιά Αίσθηση Ενότητας της Εσωτερικής Πραγματικότητας, πολύ διαφορετική από προηγούμενες Εμπειρίες

Η Εμπειρία του  Ηλιακού  Λόγου, η Αντίληψη του Όλου σαν Βάσης των Φαινομένων

Στο Τέλος η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Περιορισμούς, Μια Ολόλευκη Πραγματικότητα, Ένα Εκτυφλωτικό Φως, που Είναι η Βάση κι η Ουσία των Πάντων. Είναι ο Ηλιακός Λόγος. Ο Διόνυσος στο Μεσουράνημά του. Ο Λαμπρός Απόλλωνας. Αυτός που Βιώνει Αυτή την Κατάσταση Γίνεται ο Ίδιος Ηλιακός Λόγος, το Μοναδικό Υποκείμενο, το Πρόσωπο του Θείου, πίσω από όλα τα προηγούμενα προσωπεία του Θεού.
Βέβαια, όλα αυτά που περιγράφουμε είναι Εμπειρίες μέσα στην Περισυλλογή και ενόσω είμαστε συνδεδεμένοι ακόμα με ένα σώμα. Πρέπει λοιπόν να είναι κατανοητό ότι αυτή η Εμπειρία διαφέρει από την Εμπειρία της Ουσίας που έχει αποχωρισθεί πραγματικά (με τον θάνατο) από κάθε σώμα.
Κι ασφαλώς όλες αυτές οι Καταστάσεις που Βιώνουμε βρίσκονται πάντα μέσα στα Πλαίσια της Δημιουργίας. Η έξοδος από την Δημιουργία είναι μια τελείως διαφορετική Εμπειρία, που δεν είναι πλέον εμπειρία, γιατί δεν υπάρχει καμία αντίληψη για να έχει (σαν περιεχόμενο) κάποια εμπειρία. Στην πραγματικότητα είναι μια άλλου είδους Άμεσης Επίγνωσης του Πραγματικού Εαυτού.

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ


Η Εμπειρία της Νύχτας, του Μαύρου Φωτός, της Αντίληψης του Όλου

Στο Άδυτο του Ναού δεν μπορεί να « Μπει» κανένας «μυητικά» παρά μόνο ο Μύστης που φτάνει και Περνά το «Όριο» της Δημιουργίας. Τι σημαίνει αυτό. Η Μεγάλη Μύηση στον Ναό Οδηγεί τον Μύστη στην Συνειδητοποίηση της Ουσίας του Ηλιακού Λόγου, του Προσώπου του Θεού μέσα στην Δημιουργία του Μεγάλου Υποκειμένου που είναι Αντανάκλαση της Θείας Ουσίας μέσα στο Κόσμο. Αυτή η Κατάσταση μολονότι είναι η Υπέρτατη Κατάσταση μέσα στην Δημιουργία δεν είναι όμως η Τελική Κατάσταση. Υπάρχει, στην Αντίληψη του Μύστη (που Έγινε Ηλιακός Λόγος) ακόμα ένας περιορισμός, υπάρχει μια τελευταία αδιόρατη διάκριση ανάμεσα στο Καθαρό Είναι, το Φως της Δημιουργίας και το Μη Είναι (το «Τίποτα»). Από την άποψη της βιωματικής εμπειρίας (κι αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε και νοητικά) η Κατάσταση του Καθαρού Είναι του Ηλιακού Λόγου είναι Χωρίς Ιδιότητες (Μια Λευκή Κατάσταση). Αλλά το Ίδιο, Χωρίς Ιδιότητες είναι κι η Κατάσταση όπου δεν υπάρχει Τίποτα (το Μαύρο Φως). Οι Καταστάσεις είναι ακριβώς το ίδιο. Αλλά πως ο Μύστης βιώνει και κατανοεί αυτή την πραγματικότητα; Ο Μύστης έχει καθοδηγηθεί στην βαθύτερη σημασία της Δράσης και της Μη-Δράσης. Εγκαταλείποντας κάθε Δράση της Αντίληψης βυθίζεται στην Ακινησία του Τίποτα, Βιώνει την Ουσία της Προκοσμικής Νύχτας. Κι ενώ Βιώνει το Απόλυτο Κενό και δεν βλέπει πλέον καμιά διαφορά ανάμεσα στο Μη-Είναι και την Ολόλαμπρη Ουσία του Είναι ταυτόχρονα Συνειδητοποιεί ότι Μέσα στους Κόλπους της Νύχτας Ανατέλλει το Φως και πάλι Μέσα στους Κόλπους της Νύχτας Αναπαύεται Αιώνια.
Αυτός ο τελευταίος διαχωρισμός (της διάκρισης του Είναι και του Μη-Είναι) αποτελεί το τελικό σύνορο της Δημιουργίας, για αυτό οι Μυημένοι το ονόμαζαν το «Όριο».
Τώρα ο Μύστης Απόλυτα Ελεύθερος, Τέλεια Εξαγνισμένος μπορεί να Μπει στο Άδυτο και να λάβει την Ύστατη Μύηση και να Βιώσει την Ύστατη Απόλυτη Πραγματικότητα της Θείας Ουσίας του Εαυτού.

Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ (Η ΘΕΪΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ)


Η Εμπειρία του Πραγματικού Εαυτού

Η Είσοδος στο Άδυτο σηματοδοτεί την Είσοδο του Απελευθερωμένου Όντος (Ψυχής, Ανθρώπου, Μύστη) σε Μια Κατάσταση όπου δεν υπάρχει ούτε Μη Δράση (Νύχτα, Μη-Είναι)  ούτε Δράση (Ηλιακός Λόγος, Είναι). Σε μια ύστατη Περισυλλογή η Ουσία Εισέρχεται στην Κατάσταση της Αυτοαναβλύζουσας Επίγνωσης του Εαυτού. Εδώ δεν υπάρχει Δραστηριότητα ή Αντίληψη κάτι «εξωτερικού». Η Αυτοαναβλύζουσα Επίγνωση που Πηγάζει από τα Αχανή Βάθη της Ουσίας Φανερώνει την Απέραντη Ουσία, Αναδεικνύει την Αυτοαντίληψη και Περικλείνει την Αιώνια Πληρότητα και Μακαριότητα. Εδώ η Ψυχή Αναδύεται σε Θεία Ουσία κι ο Μύστης Βιώνει την Ένωση, την Ενότητα και την Ταύτιση με το  Θείο.
Είναι Ελάχιστοι οι άνθρωποι που έφτασαν σε αυτή την Κατάσταση της Υπέρτατης Μύησης, αλλά και ταυτόχρονα πάρα πολλοί αν αναλογιστούμε για τι πράγμα μιλάμε. Μιλάμε για την Αποθέωση του Όντος, του Ανθρώπου.
Οι Μύστες, άσχετα από τον Βαθμό Επίγνωσης που Βίωναν και το Βάθος της Ύπαρξης που Συνειδητοποιούσαν, Κατανοούσαν και Γνώριζαν τον Αληθινό Θείο Κόσμο στον οποίο ζούσαν και προετοιμάζονταν με την Περισυλλογή και τον Ορθό Τρόπο Ζωής για τους Ανώτερους Κόσμους του Φωτός όπου θα προσέρχονταν όταν θα αποχωρίζονταν από το σώμα (με αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν θάνατο). Για τους Μύστες ο αποχωρισμός από το σώμα και τον κόσμο των αισθήσεων δεν ήταν το τέλος της ζωής, ήταν η Αρχή της Αληθινής Ζωής στους ανώτερους Κόσμους, στα Ηλύσια Πεδία, στους Φωτεινούς Ουρανούς, στους Κόλπους της Νύχτας όπου Αναπαύονται Όλα και πιο Ψηλά, στην Πραγματική Θεία Κατοικία Όλων των Όντων, στο Θεό όπως κι αν τον ονομάζουμε (γιατί τα ονόματα τα δίνουν οι άνθρωποι και δεν έχουν τόση σημασία.

Τα Μυστήρια του Υπέρτατου Θείου, της Νύχτας και του Ηλιακού Λόγου ήταν το αντικείμενο των Εργασιών (των Ιερών Έργων) του Ανώτερου Μυητικού Κέντρου των Δελφών όπου Προσέρχονταν οι Μύστες για να Εμβαθύνουν Περισσότερο στην Θεία Πραγματικότητα. Οι Δελφοί ήταν Ανώτερο Μυητικό Κέντρο για τους Μύστες και δεν ήταν μόνο το Λαϊκό Μαντείο των Δελφών, όπως εσφαλμένα νομίζουν ακόμα και (δήθεν) σοβαροί ιστορικοί και μελετητές.



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
Monday, 24 November, 2025

2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path

 

In the vast cathedral of human longing, where countless souls have knelt before altars both visible and invisible, there exists a threshold that cannot be crossed by willing, a door that opens only when no hand reaches for its latch. This is the paradox that lies at the heart of true meditation—that most elusive of spiritual graces which arrives not as reward for discipline, but as spontaneous benediction in moments when the seeker has ceased all seeking.

The mystics of every age have circled this mystery like moths drawn to a flame they cannot touch without dissolving. They have spoken of it in whispers and in songs, in the silences between prayers and in the sudden arrests of breath when the veil momentarily parts. Yet what they describe defies the architecture of human endeavor, for it is a movement that belongs to no mover, a song that has no singer, a presence that fills only the space emptied of all presence.

The Illusion of Method

Consider the earnest pilgrim who rises before dawn, who arranges cushions just so, who lights incense and assumes the prescribed posture, believing that through repetition and dedication, through the accumulation of minutes and hours logged in stillness, the divine will be somehow obligated to appear. How touching is this faith in transaction, this belief that the Infinite operates according to the logic of commerce—so much discipline traded for so much enlightenment, so many prayers exchanged for so many moments of grace.

But the sacred does not keep accounts. It cannot be summoned by ritual, however beautifully performed, nor compelled by sincerity, however profound. The very notion that one can "practice meditation" as one might practice scales upon a piano reveals a fundamental misunderstanding of the nature of what is sought. For meditation, in its truest sense, is not a technique to be mastered but a flowering that occurs when all techniques have been abandoned, when the practitioner himself has vanished like morning mist before the sun.

The scheduled appointment with the divine—twenty minutes in the morning, thirty minutes in the evening—this represents perhaps the most subtle form of spiritual materialism, the ego's last desperate attempt to colonize even that territory where it cannot exist. To set aside a "period for meditation" is already to have missed the essential point, for in doing so one creates a boundary between the sacred and the mundane, between the time when one is "meditating" and the time when one is merely living. But the truth moves like underground water, flowing beneath all such artificial distinctions, recognizing no sabbath separate from ordinary days, no temple more holy than the common ground beneath one's feet.

The Heart's Impossible Opening

The teachers speak of opening the heart, and their students dutifully set about trying to pry open that most intimate chamber, using the crowbar of concentration or the key of visualization. They imagine the heart as a locked box containing treasures, and they labor to find the right combination, the correct mantra, the perfect breathing technique that will spring the latch and reveal the jewels within.

But the heart that opens to the divine does not open through effort. It is not a door that swings on hinges installed by the will, not a flower that can be forced to bloom by tugging at its petals. The opening spoken of by those who have glimpsed beyond the veil is of an entirely different order—not an action but a cessation, not a doing but an undoing, not an opening but a dissolution of all that has kept it closed.

When the heart is described as being "as open as the skies without a cloud," this is no mere poetic flourish but a precise description of a state that cannot be manufactured. The sky does not open; it is openness itself. It does not contain space; it is space, unbounded and without circumference. Similarly, the heart that knows the touch of the sacred has ceased to be a container and has become instead a vast expanse in which all things arise and dissolve without leaving trace or memory.

The intellect, that faithful servant which has served us so well in navigating the world of objects and causes, of problems and solutions, finds itself utterly defeated before this threshold. It can catalog experiences, can create elaborate maps of spiritual territories, can construct intricate philosophies of transcendence. But it cannot think its way into that which lies beyond all thinking. The intellect can make the heart safe, can build walls of concept and doctrine around it, can install security systems of belief and dogma. Yet in doing so, it ensures that the heart remains forever closed to that which arrives only in absolute vulnerability, in the nakedness that comes when all defenses have crumbled.

The Coming of the Uncalled

There are moments—and they arrive without announcement, without herald or preparation—when the membrane between worlds grows suddenly thin. Perhaps it happens while washing dishes, hands deep in soapy water, when the play of light on bubbles arrests all thought. Perhaps it occurs while walking down a familiar street, when something in the quality of the afternoon light stops the heart mid-beat. Perhaps it comes in the depths of sorrow, when grief has scoured the soul clean of all pretense.

In such moments, what has always been present but unseen reveals itself, not as something new that has arrived but as that which has never been absent. This is the benediction that comes when it is least expected, when no one is waiting for it, when the mind has finally exhausted itself with seeking and has collapsed into a stillness not achieved but discovered, not created but stumbled upon.

This grace recognizes no merit system. It does not come more readily to the disciplined than to the wayward, to the virtuous than to the broken, to the believer than to the doubter. Indeed, there is a strange democracy in its distribution, for it seems to favor those moments when the carefully constructed identity has momentarily failed, when the story one tells about oneself has been interrupted, when the guardian at the gate of self has fallen asleep at his post.

The one who systematizes their life, who follows carefully prescribed routines of morality and practice, may find that these very structures become obstacles, walls behind which they shelter from the wild wind of the sacred. For that which they seek is not tame, not domesticated, not contained within any system however sophisticated or time-honored. It blows where it will, this wind from unknown shores, and it cannot be channeled or directed by human intention.

The Poverty of Possession

How desperately the spiritual seeker wishes to capture what has been glimpsed, to hold it close, to make it permanent. Having tasted once the nectar of transcendence, the mind immediately begins its work of preservation, seeking to guard this treasure, to worship it, to build a shrine around it. But in this very grasping, the thing grasped vanishes like water squeezed between fingers.

The meditation that is meditation—the neverending movement that the mystics speak of in hushed tones—cannot be possessed because it is not a thing. It is more like a breeze that blows through an open window, refreshing the stale air of self-concern, bringing with it the scent of impossible distances. The moment one reaches to capture it, to hold it still, to make it one's own, it is already gone, and what remains is only memory, only the ghost of presence, only the ache of absence.

This is why the spiritual traditions speak so often in negatives, in renunciations, in lettings-go. Not because they are life-denying or pessimistic, but because they have discovered through centuries of exploration that the sacred reveals itself only in the space created by relinquishment. Every attempt to grasp, to keep, to worship what has been experienced in moments of opening serves only to ensure that it will "never come again." No matter what techniques are employed, what austerities undertaken, what prayers offered—if these are done in the hope of commanding or controlling the visitation of grace, they become obstacles rather than aids.

The beauty of this meditation, when it flowers unexpectedly in the prepared ground of an unguarded moment, is not the beauty of the one who experiences it. This is a crucial distinction that the ego finds almost impossible to accept. For the ego wishes to claim ownership, to say "I am meditating," "I have achieved enlightenment," "I possess spiritual insight." But in the genuine moment of transcendence, there is no "I" to make such claims. The beauty belongs to the meditation itself, not to the meditator. The light that shines is not the light of any individual soul but the light that illuminates all souls, the uncreated light that exists prior to and independent of any observer.

To this beauty, nothing can be added. It is complete in itself, perfect in itself, requiring no enhancement or improvement. The mind wishes to elaborate, to embellish, to build upon the foundation of a genuine insight, creating vast edifices of interpretation and meaning. But all such additions are subtractions from the pure simplicity of what is. They are like paintings hung in front of a window, obscuring the view they purport to enhance.

The Vigil That Defeats Itself

The spiritual seeker stations himself by the window of consciousness, watching, waiting, hoping to catch the approach of the divine. He sits in darkened rooms, cultivating silence, creating optimal conditions for the arrival of grace. He monitors his thoughts, his breathing, his posture, believing that through vigilance he can remain ready for the moment of breakthrough.

But this very watching is what prevents the seeing. The one who looks "hoping to catch it unawares" has already defeated his purpose, for in hoping he has created a separation between himself and what he hopes for. He has positioned himself as subject looking for object, as seeker pursuing goal, as one who lacks attempting to fill that lack. And in this duality, the non-dual reality that he seeks remains forever beyond reach.

The meditation that is described here—the neverending movement—comes "only when you are not there at all." This is not a metaphorical absence but a literal one. Not the absence of the body or even the quieting of mental chatter, but the absence of the one who claims to be meditating, the absence of the entity who seeks, who hopes, who waits. When that absence is complete, when there is truly no one left to receive the benediction, then the benediction floods in like sunlight through an open door.

This is the supreme paradox that confounds all spiritual ambition: the seeker can never find what is sought, because the seeker himself is the obstacle. Yet the seeker cannot deliberately eliminate himself through an act of will, for such an act would only reinforce the illusion of a self that acts. The dissolution of the seeker happens not through doing but through seeing—through the sudden recognition that the seeker has never existed as a separate entity, that the search itself has been a dream, that what was sought has never been absent.

The Discontinuous Bliss

We are conditioned to think of spiritual attainment as something that, once achieved, becomes a permanent possession. Enlightenment is imagined as a state that, once entered, continues without interruption. But the bliss spoken of here—the bliss that comes with the meditation that is meditation—has "no continuity." It cannot be sustained or maintained. It comes and goes according to no law that the human mind can discern.

This discontinuity is not a flaw but an essential feature of the experience. For if such bliss were continuous, the mind would quickly adapt to it, would categorize it, would make it ordinary. The very fact that it comes and goes, that it cannot be predicted or controlled, keeps it forever fresh, forever new, forever capable of shattering the calcified structures of self-knowing.

There is a profound humility in accepting this discontinuity. It means relinquishing the desire for spiritual security, the wish to achieve a state from which one can never fall. It means living with radical uncertainty, never knowing when the veil will part, never able to guarantee that what has been glimpsed once will ever be glimpsed again. This uncertainty keeps the heart tender, keeps the soul malleable, prevents the fossilization that comes from believing one has arrived at a final destination.

The mystics of various traditions have noted this same characteristic. The divine presence, they report, comes and goes like a mysterious guest who arrives without invitation and departs without explanation. All the soul can do is remain in a state of readiness that is not readiness, of waiting that is not waiting, of openness that does not strain to be open. It is the readiness of a field that has been plowed and planted but that cannot make the seed germinate or the rain fall. All the necessary preparation has been done, and now there is nothing left but to continue with ordinary life, without anticipation, without agenda.

The Negation of Importance

Perhaps the most devastating realization for the spiritual aspirant is this: "In meditation, you are not important, you have no place in it." Everything in the human psyche rebels against this truth. For are we not taught from birth to make something of ourselves, to be important, to matter? And does not the spiritual path seem to promise the ultimate importance—becoming enlightened, becoming realized, becoming one with the Divine?

But this promise is a seduction, a trap baited with the ego's own desires. The genuine meditation, the real opening to transcendence, requires the complete abandonment of personal importance. Not a false humility that secretly believes itself important for being so humble, but a genuine vanishing, a dissolution of the point of view that says "I am here, and I am experiencing something significant."

When the sacred reveals itself—and it does so only in moments when the guardian of personal identity has absented himself—there is simply the revelation, without anyone to whom it is revealed. There is seeing without a seer, knowing without a knower, experiencing without an experiencer. This is why the great mystics, when they return from their encounters with the Infinite, often find themselves at a loss for words. How can one describe an experience in which the experiencer was absent? Who is there to report on what occurred when no one was there to witness it?

This absence of the personal is not a loss but the most profound liberation. For the burden of maintaining the story of "me"—of my spiritual progress, my achievements, my failures, my questions, my insights—is finally set down. In its place comes a lightness, an ease, a sense of moving with rather than against the current of existence.

The Return to Wonder

What remains, then, for one who has understood this paradox? If meditation cannot be practiced, if the heart cannot be forced open, if the divine cannot be summoned, if the self must be absent for truth to reveal itself—what is to be done?

Perhaps the answer is nothing. Or rather, the answer is to live without the burden of spiritual ambition, to move through the world without the constant self-monitoring that asks "Am I making progress? Am I getting closer? Am I more enlightened than I was yesterday?" The meditation that is meditation happens of itself when the conditions are right, just as flowers bloom when spring arrives, not because they have practiced blooming but because it is their nature to respond to warmth and light.

The invitation, if invitation it can be called, is to return to wonder—not the wonder of the child who has never questioned, but the second wonder, the deeper wonder, that comes after all questions have been exhausted and found wanting. It is the wonder that arises when the mind finally admits defeat in its attempt to grasp the mystery of existence, when it recognizes that the most profound truths cannot be thought but only lived, cannot be understood but only surrendered to.

This wonder does not strain to see beyond the veil but discovers the sacred in what is immediately present—in the weight of the body, in the rhythm of the breath, in the passing of clouds across an autumn sky. It does not seek extraordinary experiences but finds the extraordinary in the ordinary, not through any technique or practice but through a simplicity of attention that comes when attention is no longer directed by agenda or purpose.

The Silence That Sings

In the end—though there is no end to this neverending movement—what remains is a kind of silence. Not the silence of an empty room or the silence between sounds, but the silence that exists prior to and beneath all sound, the silence from which music emerges and to which it returns. This silence is not the absence of something but the fullness of everything, the pregnant void that contains all possibilities without manifesting any.

It is the silence of the heart that has finally stopped its clamoring, its demanding, its negotiating with the Divine. It is the silence that comes when all questions have dissolved, not because they have been answered but because the questioner has recognized that the deepest questions point not toward answers but toward mystery. It is the silence of the mind that has exhausted itself with seeking and has collapsed into being.

And in this silence, paradoxically, there is a song—though no one sings it, though no one hears it. It is the song of existence itself, the eternal symphony that plays whether anyone listens or not. The meditation that is meditation is simply the falling away of all that prevents the hearing of this song that has always been singing, the seeing of this light that has always been shining, the feeling of this presence that has never been absent.

The benediction, when it comes—and it comes always unexpectedly, always unannounced—is the recognition that there is nowhere to go, nothing to achieve, no one to become. The open sky has always been here. The vast heart has always been beating. The infinite has always been infinitely present. All that was needed was the dissolution of the seeker, and even that dissolution was never something that could be done, only something that happened when the time was right, when the fruit was ripe, when the season turned.

And so the mystic—no longer seeking, no longer waiting, no longer hoping—continues to walk through the world, ordinary among the ordinary, carrying this secret that cannot be kept and cannot be shared: that the sacred is not elsewhere, that meditation is not a practice, that the door was never closed.

Η Απροσδόκητη Χάρη: Ένας Διαλογισμός στον Δρόμο χωρίς Μονοπάτι

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου αμέτρητες ψυχές έχουν γονατίσει μπροστά σε βωμούς ορατούς και αόρατους, υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να διαβεί κανείς με τη θέληση, μια πόρτα που ανοίγει μόνο όταν κανένα χέρι δεν απλώνεται προς το πόμολο της. Αυτός είναι ο παράδοξος πυρήνας της αληθινής διαλογιστικής εμπειρίας — αυτή η πιο άπιαστη από τις πνευματικές χάρες που έρχεται όχι ως ανταμοιβή για πειθαρχία, αλλά ως αυθόρμητη ευλογία σε στιγμές όπου ο αναζητητής έχει πάψει κάθε αναζήτηση.

Οι μυστικοί όλων των εποχών έχουν περιστραφεί γύρω από αυτό το μυστήριο σαν σκόροι που έλκονται από φλόγα την οποία δεν μπορούν να αγγίξουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν περιγράψει με ψιθύρους και με τραγούδια, στις σιωπές ανάμεσα στις προσευχές και στις ξαφνικές παύσεις της αναπνοής όταν το πέπλο για λίγο σχίζεται. Όμως αυτό που περιγράφουν αψηφά την αρχιτεκτονική της ανθρώπινης προσπάθειας, γιατί είναι μια κίνηση που δεν ανήκει σε κανέναν κινητήρα, ένα τραγούδι χωρίς τραγουδιστή, μια παρουσία που γεμίζει μόνο τον χώρο που έχει αδειάσει από κάθε παρουσία.

Η Ψευδαίσθηση της Μεθόδου

Σκεφτείτε τον ειλικρινή προσκυνητή που σηκώνεται πριν την αυγή, που τακτοποιεί τα μαξιλάρια με ακρίβεια, που ανάβει θυμίαμα και παίρνει την προβλεπόμενη στάση, πιστεύοντας ότι με την επανάληψη και την αφοσίωση, με τη συσσώρευση λεπτών και ωρών ακινησίας, το θείο θα υποχρεωθεί να εμφανιστεί. Πόσο συγκινητική είναι αυτή η πίστη στη συναλλαγή, αυτή η πεποίθηση ότι το Άπειρο λειτουργεί με τη λογική του εμπορίου — τόση πειθαρχία ανταλλάσσεται με τόσο φωτισμό, τόσες προσευχές με τόσες στιγμές χάρης.

Αλλά το ιερό δεν κρατάει λογαριασμούς. Δεν μπορεί να κληθεί με τελετουργίες, όσο όμορφα κι αν εκτελούνται, ούτε να εξαναγκαστεί με ειλικρίνεια, όσο βαθιά κι αν είναι. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί κανείς να «εξασκηθεί στον διαλογισμό» όπως εξασκείται κάποιος σε γκάμες στο πιάνο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη παρεξήγηση της φύσης αυτού που αναζητείται. Γιατί ο διαλογισμός, με την αληθέστερη έννοιά του, δεν είναι τεχνική που κατακτάται αλλά άνθισμα που συμβαίνει όταν όλες οι τεχνικές έχουν εγκαταλειφθεί, όταν ο ίδιος ο ασκούμενος έχει εξαφανιστεί σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ήλιο.

Το προγραμματισμένο ραντεβού με το θείο — είκοσι λεπτά το πρωί, τριάντα το βράδυ — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο λεπτή μορφή πνευματικού υλισμού, την τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα του εγώ να αποικιοποιήσει ακόμα και εκείνο το έδαφος όπου δεν μπορεί να υπάρξει. Το να ορίσει κανείς μια «περίοδο διαλογισμού» σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει το ουσιώδες: δημιουργεί όριο ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό, ανάμεσα στον χρόνο που «διαλογίζεται» και στον χρόνο που απλώς ζει. Αλλά η αλήθεια κινείται σαν υπόγεια νερά, ρέει κάτω από όλες αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, δεν αναγνωρίζει σάββατο ξεχωριστό από τις καθημερινές, ούτε ναό πιο ιερό από το κοινό χώμα κάτω από τα πόδια μας.

Το Αδύνατο Άνοιγμα της Καρδιάς

Οι δάσκαλοι μιλούν για το άνοιγμα της καρδιάς, και οι μαθητές τους επιμελώς βάζουν τα δυνατά τους να παραβιάσουν αυτό το πιο απόκρυφο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας το λοστό της συγκέντρωσης ή το κλειδί της ορατοποίησης. Φαντάζονται την καρδιά σαν κλειδωμένο σεντούκι που περιέχει θησαυρούς και κοπιάζουν να βρουν τον σωστό συνδυασμό, το σωστό μάντρα, την τέλεια τεχνική αναπνοής που θα ανοίξει το λουκέτο και θα αποκαλύψει τα κοσμήματα.

Αλλά η καρδιά που ανοίγει στο θείο δεν ανοίγει με προσπάθεια. Δεν είναι πόρτα που περιστρέφεται σε μεντεσέδες εγκατεστημένους από τη θέληση, ούτε λουλούδι που μπορεί να εξαναγκαστεί να ανθίσει τραβώντας τα πέταλά του. Το άνοιγμα για το οποίο μιλούν όσοι έχουν ρίξει μια ματιά πέρα από το πέπλο είναι τελείως διαφορετικής τάξης — όχι δράση αλλά παύση, όχι πράξη αλλά αναίρεση, όχι άνοιγμα αλλά διάλυση όλων όσων την κρατούσαν κλειστή.

Όταν η καρδιά περιγράφεται ως «ανοιχτή σαν ουρανός χωρίς σύννεφο», αυτό δεν είναι απλή ποιητική υπερβολή αλλά ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Ο ουρανός δεν ανοίγει· είναι το ίδιο το άνοιγμα. Δεν περιέχει χώρο· είναι χώρος, απεριόριστος και χωρίς περίμετρο. Παρομοίως, η καρδιά που δέχεται την αφή του ιερού έχει πάψει να είναι δοχείο και έχει γίνει απέραντη έκταση όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται χωρίς να αφήνουν ίχνος ή μνήμη.

Ο νους, αυτός ο πιστός υπηρέτης που μας έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά στην πλοήγηση του κόσμου των αντικειμένων και των αιτιών, των προβλημάτων και των λύσεων, βρίσκεται εντελώς ηττημένος μπροστά σε αυτό το κατώφλι. Μπορεί να καταγράψει εμπειρίες, να δημιουργήσει περίπλοκους χάρτες πνευματικών εδαφών, να κατασκευάσει δαιδαλώδεις φιλοσοφίες υπέρβασης. Αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τον δρόμο του προς αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη. Ο νους μπορεί να κάνει την καρδιά ασφαλή, να χτίσει τείχη από έννοιες και δόγματα γύρω της, να εγκαταστήσει συστήματα ασφαλείας από πεποιθήσεις και δόγματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως εξασφαλίζει ότι η καρδιά θα μείνει για πάντα κλειστή σε αυτό που έρχεται μόνο μέσα σε απόλυτη ευαλωτότητα, στη γύμνια που έρχεται όταν όλες οι άμυνες έχουν καταρρεύσει.

Η Έλευση του Απροσκάλεστου

Υπάρχουν στιγμές — και έρχονται χωρίς αναγγελία, χωρίς κήρυκα ή προετοιμασία — που η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους γίνεται ξαφνικά λεπτή. Ίσως συμβαίνει ενώ πλένουμε πιάτα, με τα χέρια βυθισμένα σε αφρώδες νερό, όταν το παιχνίδι του φωτός πάνω στις φυσαλίδες παγώνει κάθε σκέψη. Ίσως συμβαίνει ενώ περπατάμε σε έναν γνώριμο δρόμο, όταν κάτι στην ποιότητα του απογευματινού φωτός σταματά την καρδιά στη μέση του χτύπου. Ίσως έρχεται στα βάθη της θλίψης, όταν ο πόνος έχει ξύσει την ψυχή από κάθε προσποίηση.

Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που ήταν πάντα παρόν αλλά αόρατο αποκαλύπτεται — όχι σαν κάτι καινούργιο που ήρθε, αλλά σαν αυτό που ποτέ δεν έλειπε. Αυτή είναι η ευλογία που έρχεται όταν λιγότερο την περιμένουμε, όταν κανείς δεν την περιμένει, όταν ο νους έχει επιτέλους εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει σε μια σιωπή όχι επιτευγμένη αλλά ανακαλυφμένη, όχι δημιουργημένη αλλά προσκρούσασα τυχαία.

Αυτή η χάρη δεν αναγνωρίζει σύστημα αξιών. Δεν έρχεται πιο εύκολα στον πειθαρχημένο παρά στον παραστρατημένο, στον ενάρετο παρά στον σπασμένο, στον πιστό παρά στον αμφιβάλωντα. Υπάρχει μάλιστα μια παράξενη δημοκρατία στη διανομή της, γιατί φαίνεται να ευνοεί τις στιγμές που η προσεκτικά δομημένη ταυτότητα έχει για λίγο αποτύχει, όταν η ιστορία που λέει κανείς για τον εαυτό του έχει διακοπεί, όταν ο φύλακας στην πύλη του εαυτού έχει αποκοιμηθεί στη θέση του.

Αυτός που συστηματοποιεί τη ζωή του, που ακολουθεί προσεκτικά προδιαγεγραμμένες ρουτίνες ηθικής και άσκησης, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι δομές γίνονται εμπόδια, τείχη πίσω από τα οποία προφυλάσσεται από τον άγριο άνεμο του ιερού. Γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι ήμερο, δεν είναι εξημερωμένο, δεν περιορίζεται μέσα σε κανένα σύστημα όσο εκλεπτυσμένο ή αρχαίο κι αν είναι. Φυσά όπου θέλει, αυτός ο άνεμος από άγνωστες ακτές, και δεν μπορεί να κατευθυνθεί ή να διοχετευθεί από ανθρώπινη πρόθεση.

Η Φτώχεια της Κατοχής

Πόσο απεγνωσμένα ο πνευματικός αναζητητής επιθυμεί να αιχμαλωτίσει αυτό που έχει για λίγο αντικρίσει, να το κρατήσει κοντά του, να το κάνει μόνιμο. Αφού γεύτηκε μια φορά το νέκταρ της υπέρβασης, ο νους αμέσως αρχίζει το έργο της διατήρησης, προσπαθώντας να φυλάξει αυτόν τον θησαυρό, να τον λατρέψει, να χτίσει ιερό γύρω του. Αλλά ακριβώς σε αυτή την αρπαγή, το αρπαγμένο εξαφανίζεται σαν νερό που σφίγγεται ανάμεσα στα δάχτυλα.

Ο διαλογισμός που είναι πραγματικά διαλογισμός — η ατέρμονη κίνηση για την οποία μιλούν οι μυστικοί με χαμηλωμένη φωνή — δεν μπορεί να κατεχθεί επειδή δεν είναι πράγμα. Μοιάζει περισσότερο με αεράκι που φυσά από ανοιχτό παράθυρο, δροσίζοντας τον μπαγιάτικο αέρα της αυτο-ανησυχίας, φέρνοντας μαζί του άρωμα αδύνατων αποστάσεων. Τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι να το πιάσει, να το ακινητοποιήσει, να το κάνει δικό του, έχει ήδη χαθεί· μένει μόνο η ανάμνηση, μόνο το φάντασμα της παρουσίας, μόνο ο πόνος της απουσίας.

Γι’ αυτό οι πνευματικές παραδόσεις μιλούν τόσο συχνά με αρνήσεις, με αποκηρύξεις, με αφήσεις. Όχι επειδή είναι αρνητικές της ζωής ή απαισιόδοξες, αλλά επειδή έχουν ανακαλύψει μέσα από αιώνες εξερεύνησης ότι το ιερό αποκαλύπτεται μόνο στον χώρο που δημιουργείται από την παραίτηση. Κάθε απόπειρα αρπαγής, διατήρησης, λατρείας αυτού που έχει βιωθεί σε στιγμές ανοίγματος εξασφαλίζει ότι «δεν θα ξανάρθει ποτέ». Όποιες τεχνικές κι αν εφαρμοστούν, όποιες ασκήσεις κι αν αναληφθούν, όποιες προσευχές κι αν προσφερθούν — αν γίνονται με την ελπίδα να διαταχθεί ή να ελεγχθεί η επίσκεψη της χάρης, γίνονται εμπόδια αντί για βοηθήματα.

Η ομορφιά αυτού του διαλογισμού, όταν ανθίζει απροσδόκητα στο προετοιμασμένο έδαφος μιας αφύλαχτης στιγμής, δεν είναι η ομορφιά αυτού που τον βιώνει. Αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση που το εγώ δυσκολεύεται υπερβολικά να δεχτεί. Γιατί το εγώ θέλει να διεκδικήσει ιδιοκτησία, να πει «εγώ διαλογίζομαι», «εγώ πέτυχα φώτιση», «εγώ κατέχω πνευματική διορατικότητα». Αλλά στη γνήσια στιγμή υπέρβασης δεν υπάρχει «εγώ» για να κάνει τέτοιες αξιώσεις. Η ομορφιά ανήκει στον ίδιο τον διαλογισμό, όχι στον διαλογιζόμενο. Το φως που λάμπει δεν είναι φως κάποιας ατομικής ψυχής αλλά το φως που φωτίζει όλες τις ψυχές, το άκτιστο φως που υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παρατηρητή.

Σε αυτή την ομορφιά τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Είναι πλήρης από μόνη της, τέλεια από μόνη της, δεν χρειάζεται βελτίωση ή ενίσχυση. Ο νους θέλει να επεξεργαστεί, να στολίσει, να χτίσει πάνω στο θεμέλιο μιας γνήσιας διορατικότητας, δημιουργώντας τεράστια οικοδομήματα ερμηνείας και νοήματος. Αλλά όλες αυτές οι προσθήκες είναι αφαιρέσεις από την καθαρή απλότητα αυτού που είναι. Μοιάζουν με πίνακες που κρεμιούνται μπροστά σε παράθυρο, εμποδίζοντας τη θέα που υποτίθεται ότι ενισχύουν.

Η Αγρυπνία που Αυτοαναιρείται

Ο πνευματικός αναζητητής σταθμεύει δίπλα στο παράθυρο της συνείδησης, παρακολουθώντας, περιμένοντας, ελπίζοντας να συλλάβει την προσέγγιση του θείου. Κάθεται σε σκοτεινά δωμάτια, καλλιεργώντας σιωπή, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την άφιξη της χάρης. Παρακολουθεί τις σκέψεις του, την αναπνοή του, τη στάση του, πιστεύοντας ότι με την επαγρύπνηση μπορεί να παραμείνει έτοιμος για τη στιγμή της ανακάλυψης.

Αλλά αυτή ακριβώς η παρακολούθηση είναι που εμποδίζει το βλέπειν. Αυτός που κοιτάζει «ελπίζοντας να το πιάσει εξαπίνης» έχει ήδη νηστεύσει τον σκοπό του, γιατί με την ελπίδα έχει δημιουργήσει διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και σε αυτό που ελπίζει. Έχει τοποθετηθεί ως υποκείμενο που ψάχνει αντικείμενο, ως αναζητητής που κυνηγά στόχο, ως κάποιος που στερείται και προσπαθεί να γεμίσει το κενό. Και μέσα σε αυτή τη δυϊκότητα, η μη-δυαδική πραγματικότητα που αναζητά μένει για πάντα απρόσιτη.

Ο διαλογισμός που περιγράφεται εδώ — η ατέρμονη κίνηση — έρχεται «μόνο όταν δεν είσαι καθόλου εκεί». Αυτή δεν είναι μεταφορική απουσία αλλά κυριολεκτική. Όχι η απουσία του σώματος ή ακόμα και η ησυχία των νοητικών φλυαριών, αλλά η απουσία αυτού που ισχυρίζεται ότι διαλογίζεται, η απουσία της οντότητας που αναζητά, που ελπίζει, που περιμένει. Όταν αυτή η απουσία είναι πλήρης, όταν πραγματικά δεν έχει μείνει κανείς για να δεχτεί την ευλογία, τότε η ευλογία πλημμυρίζει σαν ηλιακό φως από ανοιχτή πόρτα.

Αυτό είναι το υπέρτατο παράδοξο που κατατροπώνει κάθε πνευματική φιλοδοξία: ο αναζητητής δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει, επειδή ο ίδιος ο αναζητητής είναι το εμπόδιο. Κι όμως ο αναζητητής δεν μπορεί να αυτοεξαλειφθεί σκόπιμα με πράξη θέλησης, γιατί μια τέτοια πράξη θα ενίσχυε μόνο την ψευδαίσθηση ενός εαυτού που πράττει. Η διάλυση του αναζητητή δεν συμβαίνει με πράξη αλλά με όραση — με την ξαφνική αναγνώριση ότι ο αναζητητής ποτέ δεν υπήρξε ως ξεχωριστή οντότητα, ότι η ίδια η αναζήτηση ήταν όνειρο, ότι αυτό που αναζητούνταν ποτέ δεν έλειπε.

Η Ασυνεχής Ευδαιμονία

Είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε την πνευματική επίτευξη ως κάτι που, όταν επιτευχθεί, γίνεται μόνιμη κατοχή. Ο φωτισμός φαντάζεται ως κατάσταση που, όταν εισέλθει κανείς, συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Αλλά η ευδαιμονία για την οποία μιλάμε εδώ — η ευδαιμονία που συνοδεύει τον διαλογισμό που είναι διαλογισμός — «δεν έχει συνέχεια». Δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί. Έρχεται και φεύγει χωρίς κανέναν νόμο που ο ανθρώπινος νους μπορεί να διακρίνει.

Αυτή η ασυνέχεια δεν είναι ελάττωμα αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Γιατί αν μια τέτοια ευδαιμονία ήταν συνεχής, ο νους γρήγορα θα προσαρμοζόταν, θα την κατηγοριοποιούσε, θα την έκανε συνηθισμένη. Το γεγονός ότι έρχεται και φεύγει, ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί, την κρατά για πάντα φρέσκια, για πάντα καινούργια, για πάντα ικανή να συντρίψει τις απολιθωμένες δομές της αυτογνωσίας.

Υπάρχει βαθιά ταπείνωση στο να αποδεχτεί κανείς αυτή την ασυνέχεια. Σημαίνει παραίτηση από την επιθυμία για πνευματική ασφάλεια, από την επιθυμία να επιτύχει μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να πέσει ποτέ. Σημαίνει να ζει με ριζική αβεβαιότητα, χωρίς να ξέρει ποτέ πότε θα σχιστεί το πέπλο, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που έχει αντικριστεί μια φορά θα ξαναντικριστεί. Αυτή η αβεβαιότητα κρατά την καρδιά τρυφερή, την ψυχή εύπλαστη, εμποδίζει την απολίθωση που έρχεται όταν πιστεύει κανείς ότι έχει φτάσει σε τελικό προορισμό.

Οι μυστικοί διαφόρων παραδόσεων έχουν παρατηρήσει το ίδιο χαρακτηριστικό. Η θεία παρουσία, αναφέρουν, έρχεται και φεύγει σαν μυστηριώδης επισκέπτης που φτάνει χωρίς πρόσκληση και φεύγει χωρίς εξήγηση. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραμένει σε μια ετοιμότητα που δεν είναι ετοιμότητα, σε μια αναμονή που δεν είναι αναμονή, σε ένα άνοιγμα που δεν αγωνίζεται να είναι ανοιχτό. Είναι η ετοιμότητα ενός χωραφιού που έχει οργωθεί και σπαρθεί αλλά που δεν μπορεί να κάνει τον σπόρο να βλαστήσει ή τη βροχή να πέσει. Όλη η απαραίτητη προετοιμασία έχει γίνει, και τώρα δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει κανείς την κανονική ζωή, χωρίς προσδοκία, χωρίς ατζέντα.

Η Άρνηση της Σημασίας

Ίσως η πιο καταστροφική συνειδητοποίηση για τον πνευματικό υποψήφιο είναι αυτή: «Στον διαλογισμό, εσύ δεν είσαι σημαντικός, δεν έχεις θέση μέσα του». Όλα στην ανθρώπινη ψυχή επαναστατούν ενάντια σε αυτή την αλήθεια. Δεν μας έχουν διδάξει από τη γέννησή μας να κάνουμε κάτι από τον εαυτό μας, να είμαστε σημαντικοί, να μετράμε; Και ο πνευματικός δρόμος δεν φαίνεται να υπόσχεται την υπέρτατη σημασία — να γίνει κανείς φωτισμένος, συνειδητοποιημένος, ένα με το Θείο;

Αλλά αυτή η υπόσχεση είναι αποπλάνηση, παγίδα στολισμένη με τις ίδιες τις επιθυμίες του εγώ. Ο γνήσιος διαλογισμός, το πραγματικό άνοιγμα στην υπέρβαση, απαιτεί την πλήρη εγκατάλειψη της προσωπικής σημασίας. Όχι ψεύτικη ταπείνωση που κρυφά πιστεύει τον εαυτό της σημαντικό επειδή είναι τόσο ταπεινός, αλλά γνήσια εξαφάνιση, διάλυση της οπτικής γωνίας που λέει «είμαι εδώ, και βιώνω κάτι σημαντικό».

Όταν το ιερό αποκαλύπτεται — και το κάνει μόνο σε στιγμές που ο φύλακας της προσωπικής ταυτότητας έχει απουσιάσει — υπάρχει απλώς η αποκάλυψη, χωρίς κανέναν στον οποίο αποκαλύπτεται. Υπάρχει βλέπειν χωρίς βλέποντα, γνώση χωρίς γνωρίζοντα, εμπειρία χωρίς βιωτή. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, όταν επιστρέφουν από τις συναντήσεις τους με το Άπειρο, συχνά μένουν άφωνοι. Πώς να περιγράψει κανείς μια εμπειρία στην οποία ο βιωτής έλειπε; Ποιος υπάρχει για να αναφέρει τι συνέβη όταν κανείς δεν ήταν εκεί να το δει;

Αυτή η απουσία του προσωπικού δεν είναι απώλεια αλλά η πιο βαθιά απελευθέρωση. Γιατί το βάρος της διατήρησης της ιστορίας του «εγώ» — της πνευματικής μου προόδου, των επιτευγμάτων μου, των αποτυχιών μου, των ερωτημάτων μου, των διορατικοτήτων μου — επιτέλους αφήνεται κάτω. Στη θέση του έρχεται ελαφρότητα, ευκολία, αίσθηση κίνησης μαζί με το ρεύμα της ύπαρξης αντί εναντίον του.

Η Επιστροφή στο Θαύμα

Τι μένει, λοιπόν, σε αυτόν που έχει κατανοήσει αυτό το παράδοξο; Αν ο διαλογισμός δεν μπορεί να εξασκηθεί, αν η καρδιά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ανοίξει, αν το θείο δεν μπορεί να κληθεί, αν ο εαυτός πρέπει να απουσιάζει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια — τι μένει να γίνει;

Ίσως τίποτα. Ή μάλλον, να ζει κανείς χωρίς το βάρος της πνευματικής φιλοδοξίας, να κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς τη συνεχή αυτοπαρακολούθηση που ρωτά «Κάνω πρόοδο; Πλησιάζω; Είμαι πιο φωτισμένος από χτες;» Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός συμβαίνει από μόνος του όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όπως τα λουλούδια ανθίζουν όταν έρχεται η άνοιξη, όχι επειδή έχουν εξασκηθεί στο άνθισμα αλλά επειδή είναι στη φύση τους να ανταποκριθούν στη ζέστη και στο φως.

Η πρόσκληση — αν μπορεί να ονομαστεί πρόσκληση — είναι να επιστρέψει κανείς στο θαύμα — όχι το θαύμα του παιδιού που ποτέ δεν έχει αμφισβητήσει, αλλά το δεύτερο θαύμα, το βαθύτερο θαύμα, που έρχεται αφού όλα τα ερωτήματα έχουν εξαντληθεί και βρεθεί ανεπαρκή. Είναι το θαύμα που αναδύεται όταν ο νους επιτέλους παραδέχεται την ήττα του στην προσπάθεια να συλλάβει το μυστήριο της ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει ότι οι πιο βαθιές αλήθειες δεν μπορούν να συλληφθούν αλλά μόνο να βιωθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν αλλά μόνο να παραδοθούν.

Αυτό το θαύμα δεν αγωνίζεται να δει πέρα από το πέπλο αλλά ανακαλύπτει το ιερό σε αυτό που είναι άμεσα παρόν — στο βάρος του σώματος, στον ρυθμό της αναπνοής, στο πέρασμα των νεφών σε έναν φθινοπωρινό ουρανό. Δεν αναζητά εξαιρετικές εμπειρίες αλλά βρίσκει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, όχι με καμία τεχνική ή άσκηση αλλά με μια απλότητα προσοχής που έρχεται όταν η προσοχή δεν κατευθύνεται πλέον από ατζέντα ή σκοπό.

Η Σιωπή που Τραγουδά

Τελικά — αν και δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ατέρμονη κίνηση — αυτό που μένει είναι ένα είδος σιωπής. Όχι η σιωπή ενός άδειου δωματίου ή η σιωπή ανάμεσα σε ήχους, αλλά η σιωπή που υπάρχει πριν και κάτω από κάθε ήχο, η σιωπή από την οποία αναδύεται η μουσική και στην οποία επιστρέφει. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία κάτι αλλά πληρότητα των πάντων, το έγκυο κενό που περιέχει όλες τις δυνατότητες χωρίς να εκδηλώνει καμία.

Είναι η σιωπή της καρδιάς που έχει επιτέλους σταματήσει την κραυγή της, τις απαιτήσεις της, τις διαπραγματεύσεις της με το Θείο. Είναι η σιωπή που έρχεται όταν όλα τα ερωτήματα έχουν διαλυθεί, όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών έχει αναγνωρίσει ότι τα βαθύτερα ερωτήματα δεν δείχνουν προς απαντήσεις αλλά προς μυστήριο. Είναι η σιωπή του νου που έχει εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει στην ύπαρξη.

Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, παραδόξως, υπάρχει ένα τραγούδι — αν και κανείς δεν το τραγουδά, κανείς δεν το ακούει. Είναι το τραγούδι της ίδιας της ύπαρξης, η αιώνια συμφωνία που παίζει είτε κάποιος ακούει είτε όχι. Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός είναι απλώς η απομάκρυνση όλων όσων εμποδίζουν την ακρόαση αυτού του τραγουδιού που πάντα τραγουδούσε, το βλέπειν αυτού του φωτός που πάντα έλαμπε, το αισθάνεσθαι αυτής της παρουσίας που ποτέ δεν έλειπε.

Η ευλογία, όταν έρχεται — και έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα χωρίς αναγγελία — είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει κανείς, τίποτα να επιτύχει, κανείς να γίνει. Ο ανοιχτός ουρανός ήταν πάντα εδώ. Η απέραντη καρδιά πάντα χτυπούσε. Το άπειρο ήταν πάντα απείρως παρόν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η διάλυση του αναζητητή, κι ακόμα κι αυτή η διάλυση δεν ήταν ποτέ κάτι που μπορούσε να γίνει, μόνο κάτι που συνέβη όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος, όταν ο καρπός ωρίμασε, όταν η εποχή γύρισε.

Και έτσι ο μυστικός — πια όχι αναζητών, πια όχι περιμένων, πια όχι ελπίζων — συνεχίζει να περπατά μέσα στον κόσμο, συνηθισμένος ανάμεσα στους συνηθισμένους, κουβαλώντας αυτό το μυστικό που δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε να μοιραστεί: ότι το ιερό δεν είναι αλλού, ότι ο διαλογισμός δεν είναι άσκηση, ότι η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. ...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~