CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
16. The Emergence into Timelessness: A Journey Beyond the Veil of Time
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 12 October, 2025

Tuesday, July 5, 2011

Πρωταγόρας, Σοφιστές… Το Αληθινό Πρόσωπο της Σοφίας

Εισαγωγή 
Αλήθειες και ψεύδη για τους Σοφιστές
Αποκατάσταση της αλήθειας για τους Σοφιστές
Οντολογία και Γνωσιοθεωρία στους Σοφιστές
Η Διδασκαλία της Σοφίας
Η Μέθοδος Διδασκαλίας των Σοφιστών
Αποκρυπτογραφώντας την Σκέψη του Γοργία
Επίλογος

Εισαγωγή
Ο όρος «Σοφιστής» (από το «σοφίζομαι») σημαίνει (σύμφωνα με τον αρχηγέτη και κυριότερο εκπρόσωπο των Σοφιστών, Πρωταγόρα) τον «των σοφών επιστήμονα», δηλαδή τον σοφό, τον κάτοχο της σοφίας, τον επιστήμονα (γνώστη) σοφών (σπουδαίων) πραγμάτων… Αυτό δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν προσδιορίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε σοφία, σοφά (σπουδαία) πράγματα. Η σοφία (στην πραγματική της σημασία απαιτεί (προϋποθέτει) να έχουμε αυτογνωσία (αντίληψη «αυτού» που αντιλαμβάνεται, δηλαδή του «ποιος» είναι αυτός που αντιλαμβάνεται), να χρησιμοποιούμε θεμελιωμένη γνωσιολογική πράξη, να αντιλαμβανόμαστε ορθά (σύμφωνα με «κάποιους» κανόνες) την πραγματικότητα, και να ιεραρχούμε «σωστά» το περιεχόμενο της πραγματικότητας…
Ο ορισμός της σοφίας (που συναντάμε στα λεξικά) σαν «την ικανότητα κάποιου να αναλύει σε βάθος τα γεγονότα, να συστοιχίζει στοιχεία, να κατανοεί την πραγματικότητα, και να αξιοποιεί την πείρα και τις γνώσεις του παράγοντας λογικές ωφέλιμες κρίσεις και να δίνει σωστές και δίκαιες συμβουλές», είναι ελλιπής, εσφαλμένος, και επιφανειακός, γιατί δεν «απαντάει» στο «ποιός αντιλαμβάνεται», «πως αντιλαμβάνεται» και με ποιους κανόνες καλείται να αναλύσει «αυτό που αντιλαμβάνεται», μιλά αφηρημένα και γενικά για μία ορθή σκέψη… Με άλλα λόγια είναι ελλιπής γιατί δεν έχει οντολογική θεμελίωση, είναι εσφαλμένος γιατί δεν έχει γνωσιολογική επεξήγηση, και είναι επιφανειακός γιατί αναφέρεται μόνο στο περιεχόμενο της αντίληψης, που είναι έξω από τον σκεπτόμενο νου, ασχολείται μόνο με τα «εξωτερικά πράγματα»…
Ούτε μπορεί εξάλλου να χαρακτηριστεί σαν σοφία η «πολυμάθεια», η συσσώρευση πληροφοριών, γιατί η πραγματική σοφία πρέπει να αναφέρεται σε μία δραστηριότητα στην ποιότητα αυτού που αντιλαμβάνεται, και στην ποιότητα της αντίληψής του) κι όχι σε ποσότητα μνήμης (γνώσεων)…
Συμπερασματικά λοιπόν «Σοφός» είναι αυτός που έχει Αυτογνωσία κατά το ανθρωπίνως δυνατό, στέρεα (θεμελιωμένη) γνώση (γνωστική δραστηριότητα), αντίληψη των αιώνιων νόμων της αλήθειας, της δικαιοσύνης, κλπ, και ερμηνεύει την ζωή (την ζωή του, την ζωή των ανθρώπων) κάτω από το «φως» αυτής της προσωπικής αντικειμενικής αντίληψης, και πορεύεται σύμφωνα με αυτή την οδό της γνώσης, της αλήθειας, της αρετής…
Αυτός είναι ο «Σοφός του Πρωταγόρα», των Σοφιστών, ο «Ιδεώδης Άνθρωπος» (που πρέπει να είμαστε… αν δεν είμαστε ήδη), κι αυτή την «Σοφία» πρέπει να επιδιώκουμε, κι αυτή την «Σοφία» (Γνώση, Αλήθεια, Αρετή) πρέπει να διδάσκουμε στους «νέους»…

Αλήθειες και ψεύδη για τους Σοφιστές
Ενώ όμως αυτή είναι η αλήθεια για τον «Σοφό των Σοφιστών», η αντίληψη που επικρατεί μέχρι σήμερα είναι τελείως αντίθετη (και λανθασμένη). Σύμφωνα με αυτή την λανθασμένη αντίληψη «σοφιστής» είναι ο ευρυμαθής δάσκαλος (στην κλασική αρχαιότητα του 5ου π.Χ. αιώνα) που συνήθως ταξίδευε σε διάφορες πόλεις και προσέφερε επί πληρωμή τις γνώσεις του στην φιλοσοφία, την ρητορική, κλπ., επιδιώκοντας συχνά να κάνει τους μαθητές του ικανούς να «πείθουν», ανεξάρτητα από την ορθότητα της άποψής τους… Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό…
Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη ξεκίνησε από τον Πλάτωνα που κατηγόρησε τους Σοφιστές ότι εμπορεύονται την γνώση, ότι δεν κατέχουν αληθινή γνώση αλλά ψευδή γνώση (ελλιπή ή εσφαλμένη), ότι εισάγουν στην γνώση (στην διανοητική επιχειρηματολογία) και στην πολιτική τον παραλογισμό (την αντιλογική), κι ότι κατευθύνουν λάθος τους νέους ανθρώπους στην ζωή, στην πολιτική, στους τρόπους…
Ασφαλώς όλοι οι Σοφιστές, στην εποχή του Πλάτωνα δεν είναι ίδιοι ούτε ομονοούσαν, ούτε ομοφωνούσαν… Όμως ο Πλάτωνας, «αγνοώντας συνειδητά» το «αληθινό πρόσωπο» του Σοφιστή (τον Σοφό, Αληθινό, Ενάρετο, Άνθρωπο), στον Πρωταγόρα, στον Ιππία, στον Γοργία, θεωρούσε όλους τους Σοφιστές «ψευδοφιλοσόφους», εμπόρους της γνώσης, διαστρεβλωτές της ορθής διανόησης, ανήθικους, κλπ… Σε αυτούς τους ψευδοφιλοσόφους σοφιστές (που βρίσκονται όμως μόνο μέσα στην σκέψη του Πλάτωνα) «αντιπαραθέτει» τον «Σοφό Σωκράτη» σαν αντίποδα… Ήταν όμως άδικος.
Η αντίληψη του Πλάτωνα επηρέασε όλη την αρχαιότητα, και τον Αριστοτέλη, και τους μετέπειτα έλληνες, μέχρι σήμερα… Στην πραγματικότητα όμως ο Σοφός, ο Σοφός των Σοφιστών, όπως τον προσδιορίσαμε πιο πάνω, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Σοφό Σωκράτη του Πλάτωνα. Και μάλιστα ο Σωκράτης είναι ο Μεγαλύτερος των Σοφιστών (με την καλή έννοια που προσδιορίσαμε πιο πάνω)… Οι «σοφιστές» του Πλάτωνα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι κάποιοι (σαν τον Ευθύδημο και τον Διονυσόδωρο) που στο όνομα της Σοφιστικής και χωρίς αληθινή σοφία, εκμεταλλεύονταν τους συνανθρώπους τους… Οι Αληθινοί Σοφιστές δεν είχαν καμία σχέση με αυτούς τους ψευδοφιλοσόφους…
Πολλούς αιώνες μετά, ο Χέγκελ (κι αργότερα ο Γκρόουτ) προσπάθησε να ανατρέψει αυτή την εικόνα του Πλάτωνα για τους Σοφιστές και να τους επανεισαγάγει στην ιστορία της φιλοσοφίας… Αλλά ακόμα μέχρι σήμερα υπάρχει άγνοια και σύγχυση για το ποιοι ήταν τελικά οι Σοφιστές, ο Πρωταγόρας, ο Ιππίας, ο Γοργίας, και ποια «Σοφία» δίδασκαν…

Αποκατάσταση της αλήθειας για τους Σοφιστές
Όπως θα αποδείξουμε πιο κάτω, οι Σοφιστές ήταν Αληθινοί Σοφοί (κι όχι ψευδοφιλόσοφοι όπως έλεγε ο Πλάτωνας) κι όλες οι κατηγορίες του Πλάτωνα εναντίον τους μπορούν να ανασκευαστούν.
1) Η κατηγορία ότι οι Σοφιστές ήταν έμποροι γνώσης είναι πολύ επιπόλαιη και επιφανειακή. Μήπως ο ίδιος ο Πλάτωνας δεν είχε αποδεχτεί τον (ανήθικο) θεσμό της ιδιοκτησίας, της κατοχής πλούτου; Δεν ήταν κάτοχος πλούτου, δεν είχε στην ιδιοκτησία του κτήμα δίπλα στον δημόσιο κήπο της Ακαδημίας; Ή μήπως ο Αριστοτέλης για παράδειγμα, όταν δίδασκε τον Αλέξανδρο τον γιό του Φιλίππου αρκούνταν σε ένα πιάτο φαγητό, χωρίς άλλη αμοιβή; Το να «λειτουργείς» σε μία κοινωνία σύμφωνα με θεσμούς της κοινωνίας (με τους οποίους μπορεί να μην συμφωνείς) σε τι είναι επιλήψιμο; Οι Σοφιστές μπορεί να λειτουργούσαν σύμφωνα με τους θεσμούς της κοινωνίας αλλά συχνά έκαναν κριτική σε θεσμούς όπως η ιδιοκτησία, ο πλούτος, κλπ. Ανήθικο θα ήταν να μην έλεγχαν τους θεσμούς όχι να λειτουργούν (αναγκαστικά, για να επιβιώσουν) σύμφωνα με τα θεσμοθετημένα… Άλλωστε δεν είχαν φτιάξει αυτοί τους θεσμούς…
2) Η κατηγορία ότι οι Σοφιστές δεν κατείχαν αληθινή  σοφία και γνώση είναι επίσης ψεύτικη και άδικη. Θα το αποδείξουμε πιο κάτω.
3) Η κατηγορία ότι οι Σοφιστές δεν είχαν Βαθιά Σοφία, δεν είχαν Μεταφυσικές Βάσεις στις αντιλήψεις τους κι ασχολούνταν μόνο με την διανοητική αντιλογία, την πολιτική, ή την ρητορική, και μάλιστα με μη-θεμελιωμένο τρόπο είναι επίσης ψεύτικη κι άδικη και θα το αποδείξουμε πιο κάτω.
4) Η πραγματικότητα είναι ότι οι Σοφιστές ήταν ισάξιοι (το ίδιο Μεγάλοι Σοφοί) με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, και τους άλλους έλληνες σοφούς…

Οντολογία και Γνωσιοθεωρία στους Σοφιστές
1) Ο Πρωταγόρας (κι οι Σοφιστές) ξεκινούν (τον φιλοσοφικό στοχασμό τους) από το ολοφάνερο, το αυτονόητο: Ο άνθρωπος (ο παρών άνθρωπος, ο τυχαίος αλλά συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι ο άνθρωπος σαν γένος), σαν ύπαρξη (και σαν συνείδηση, σαν αντίληψη) καταρχήν (και χωρίς περαιτέρω διερεύνηση για την «φύση του ανθρώπου») αποτελεί Προϋπόθεση κάθε Αντίληψης της Αλήθειας. Αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος (δεν θα υπήρχε κανείς για να αναρωτηθεί για την Αλήθεια) δεν θα ετίθετο θέμα Αλήθειας. Μετά, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια Αλήθεια (αντικειμενική), έξω από τον άνθρωπο (τον παρόντα, τυχαίο άνθρωπο), δεν μπορεί να μην ληφθεί υπ’ όψιν ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται (με όποιο τρόπο αντιλαμβάνεται) ούτε να αγνοηθούν οι όροι με τους οποίους αντιλαμβάνεται αυτή την έξωθεν αλήθεια… αφού τελικά είναι ο άνθρωπος που πρέπει να αντιληφθεί (αυτό είναι που μας ενδιαφέρει)… Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος (ο παρών, ο τυχαίος άνθρωπος καταρχήν) είναι (σαν ύπαρξη) προϋπόθεση για να θεμελιωθεί οποιαδήποτε δυνατότητα και διαδικασία γνώσης, οποιαδήποτε Αλήθεια. Αυτό είναι κάτι ολοφάνερο, αυτονόητο, αλλά πολλοί άνθρωποι, ακόμα και «σκεπτόμενοι» επιμένουν να το αγνοούν. Όλοι οι «δογματικοί» ξεκινούν από «γενικές αρχές» για να φτάσουν απαγωγικά στον άνθρωπο, ενώ το αντίθετο θα έπρεπε να γίνεται. Αυτό το επισήμαναν πρώτοι οι Σοφιστές. Πολλούς αιώνες μετά οι σύγχρονοι υπαρξιστές ξαναγύρισαν πίσω στην ολοφάνερη και αυτονόητη θέση των Σοφιστών… Έτσι ο Πρωταγόρας καταλήγει, τελείως φυσικά, (στο σύγγραμμά του «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες») στην γνωστή φράση του: «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν». Αυτή είναι η Πρώτη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

2) Αλλά τι είναι άνθρωπος (κατά τον Πρωταγόρα); Ο άνθρωπος, σαν ύπαρξη, ο παρών, τυχαίος, άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος τι είναι; Προφανώς ο «Άνθρωπος στην Ουσία του», αυτό που είναι πραγματικά, είναι κάτι αντικειμενικό, κι ανεξάρτητο από την όποια τυχαία αντίληψη έχει ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του. Αλλά και η «συγκροτημένη αντίληψη» που έχει ο άνθρωπος (ο τυχαίος άνθρωπος) για τον εαυτό του (δηλαδή όλες οι υποκειμενικές συγκροτήσεις) είναι επίσης ένα «αντιληπτικό γεγονός» το οποίο εκδηλώνεται στην ύπαρξη και λειτουργεί στην ζωή. Οφείλουμε λοιπόν να «διακρίνουμε» τον Αληθινό Φυσικό Αντικειμενικό Άνθρωπο (σαν Ύπαρξη, Ψυχική Οντότητα, Αντίληψη, κλπ) από την όποια υποκειμενική διαμόρφωση αυτού του ανθρώπου (αυτό που ονομάζουμε «προσωπικότητα»), Αυτή είναι η Δεύτερη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

3) Έτσι όμως οδηγούμαστε ξανά στο αρχικό ερώτημα: Τελικά ποιος είναι ο Αληθινός Άνθρωπος; Αληθινός άνθρωπος είναι ο Αληθινός Φυσικός Άνθρωπος, ο Ιδεώδης Άνθρωπος, που Οφείλουμε να Γνωρίσουμε μέσα από την Διαδικασία της Αυτογνωσίας, για να μπορέσουμε να θεμελιώσουμε έτσι την Ύπαρξή μας, την Δυνατότητα και την Βεβαιότητα της Γνώσης μας, την Γνησιότητα της Αλήθειας μας, την Ακεραιότητα της Αρετής μας, την Ολοκλήρωση της Ενάρετης Πράξης… Αληθινός άνθρωπος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ο υποκειμενικά διαμορφωμένος άνθρωπος… αυτός ο άνθρωπος είναι «αμαθής» και χρειάζεται (φιλοσοφική) παιδεία…
Για τον Πρωταγόρα άνθρωπος είναι ο Αληθινός Φυσικός Άνθρωπος (όπως θα αποδείξουμε πιο κάτω), ο Ιδεώδης άνθρωπος. Μόνο έτσι έχει νόημα η Αυτογνωσία, μόνο έτσι μπορεί να θεμελιωθεί μία Οντολογία, να δομηθεί μία Γνωσιοθεωρία, και να δικαιολογηθεί μία Αντικειμενική  Γνώση και μία Πανανθρώπινη Αρετή (Αγαθότητα, Δικαιοσύνη, κλπ). Μόνο έτσι έχει νόημα η Διδασκαλία της Γνώσης που πρέπει να μας Οδηγήσει να Γνωρίσουμε την Αληθινή Φύση μας, που πρέπει να μας οδηγήσει στην Αλήθεια, στην Αρετή… Η Διδασκαλία της Σοφίας (με αυτή την έννοια) είναι Δραστηριότητα Αυτογνωσίας, Πράξη Γνώσης (της Φύσης μας), Πράξη Αρετής… η Διδασκαλία της Σοφίας δεν είναι μετάδοση γνώσεων, πληροφοριών.
Αντίθετα, αν πιστέψουμε (λανθασμένα) ότι ο Πρωταγόρας άνθρωπο εννοεί τον απλό τυχαίο άνθρωπο της παρούσης στιγμής (τον «αμαθή» άνθρωπο) στην υποκειμενική του διαμόρφωση τότε καταλήγουμε στον απόλυτο υποκειμενισμό, στον διανοητικό σχετικισμό, αλλά και στον ατομικισμό αντιλήψεων και αισθήσεων. Καθένας ζει στον δικό του κόσμο, καθίσταται αδύνατη η «ανάπτυξή» του με περισσότερη γνώση, δεν είναι δυνατή η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, και δεν έχει νόημα καμία «διδασκαλία» της γνώσης ή της αρετής. Όχι πως δεν υπάρχει υποκειμενισμός και σχετικότητα στην διανόηση, την αντίληψη και τις αισθήσεις… αλλά επειδή ακριβώς υπάρχουν αυτά τα φαινόμενα υπάρχει απόλυτη ανάγκη να ανυψωθούμε σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης και θεώρησης της πραγματικότητας. Έτσι καθίσταται απολύτως απαραίτητη η «Διδασκαλία του ανθρώπου (του «αμαθή» ανθρώπου). Κι αυτό ακριβώς το Έργο ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν οι Σοφιστές.
Η Αυτογνωσία, (κατά την ρήση του Χείλωνα του Λακεδαιμόνιου το «Γνώθι σαυτόν» που ήταν χαραγμένο στην κύρια πύλη του Ιερού Χώρου των Δελφών, αλλά και σε άλλα σημεία), είναι η Τρίτη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

4) Αυτογνωσία σημαίνει να Γνωρίσουμε τον Αληθινό Φυσικό Άνθρωπο (που είμαστε), την Αληθινή Ουσία του Ανθρώπου (που είμαστε)… Έχοντας σαν Φόντο την Ορφική Παράδοση που διαποτίζει όλη την ελληνική σκέψη, τα Ελευσίνια Μυστήρια, όλη την Φιλοσοφική Παράδοση των Προσωκρατικών, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Πρωταγόρας (κι οι άλλοι Σοφιστές) αναζητώντας την Αληθινή Ουσία του Ανθρώπου, Αναζητούν τον Άνθρωπο σαν Οντότητα, σαν Ψυχή, σαν Συνείδηση, σαν Νου, σαν Αντίληψη… δηλαδή σαν μία Μεταφυσική Ουσία…
Ήδη όμως η Ψυχή (και από τους Ορφικούς, και από τους Μύστες των Μυστηρίων, και από τους άλλους Μεγάλους Φιλοσόφους) είχε προσδιορισθεί σαν Ζωντανή Συνειδητή Αρχή, Άυλη, «χωρίς ιδιότητες» (η Ψυχή Καθεαυτή) που όμως «διαμορφώνεται» εξαιτίας της σχέσης της με το σώμα, συγκροτώντας μία υλική ψυχή, μία ψυχοσωματική λειτουργία. Οι «αμαθείς» άνθρωποι, λειτουργούν όχι στο ανώτερο επίπεδο (σαν Καθαρή Ψυχή) αλλά στο κατώτερο επίπεδο των ψυχοσωματικών διαδικασιών… γι’ αυτό και χρειάζονται (φιλοσοφική) παιδεία… Έτσι με αυτή την έννοια οι Σοφιστές μεταφέρουν την Ορφική Παράδοση, και την Ουσία των Μυστηρίων, σε απλή, συστηματική, καθοδήγηση, προκειμένου να διαμορφώσουν ολοκληρωμένους ανθρώπους και κατ’ επέκταση καλούς πολίτες… Η Γνώση της Αληθινής Ουσίας της Ψυχής (σαν Δραστηριότητα, σαν Πράξη) είναι η Τέταρτη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

5) Για να φτάσει λοιπόν ο Σοφός (ο Πρωταγόρας) στον Αληθινό Φυσικό Άνθρωπο μέσω της Αυτογνωσίας, στην Αληθινή Ουσία, στον Εσώτερο Εαυτό (στην Ψυχή), κι έτσι, πάνω σε μία Στέρεα Οντολογική Βάση να δομήσει μία Ασφαλή Γνωσιολογία, μία Βέβαιη Γνώση, και Βασικές Ηθικές Αρχές που θα στηρίξουν τον βίο… θα πρέπει να ελέγξει όλες τις ψυχοσωματικές δραστηριότητες (της υλικής ψυχής) ως προς την αλήθεια τους, (κατά πόσο δηλαδή μπορούν να μας δώσουν ασφαλή γνώση)…
α) οι αισθήσεις από την φύση τους είναι ατομικές και σχετικές και δεν μπορούν να αποτελούν ασφαλές θεμέλιο γνώσης.
β) Προσωπικά αισθήματα και αντιλήψεις είναι υποκειμενικά και σχετικά,  αλλά και κοινωνικά ήθη και θεσμοί είναι επίσης δημιουργήματα των ανθρώπων (και κατά συνθήκη αποδεκτά) και δεν έχουν καμία αντικειμενική βάση.
γ) Ακόμα και στο επίπεδο της διανόησης δεν υπάρχει καμία αντικειμενική και ασφαλής αλήθεια. Η λογική μπορεί να υποστηρίξει με επιχειρήματα τόσο μία άποψη όσο και η αντίθετή της. Η εισαγωγή της αντιλογικής, η τέχνη να παρουσιάζεται το ίδιο θέμα και ως ορθό και ως ψευδές, είχε  σκοπό απλά και μόνο να κάνει εμφανή την διττότητα της σκέψης, την διπλή όψη της λογικής (Μήπως ακόμα και σήμερα σε ένα δικαστήριο το ίδιο περιστατικό δεν ερμηνεύεται διαφορετικά και ίσως αντίθετα από την κατηγορούσα και την υπερασπιστική αρχή;).
Το τελικό συμπέρασμα λοιπόν είναι πως ούτε οι αισθήσεις, ούτε προσωπικές αντιλήψεις και ήθη και θεσμοί, ούτε καν η διανόηση μπορεί να οδηγήσει στην Αλήθεια, σε μία ασφαλή γνώση. Τότε;
Μόνο όταν ο άνθρωπος αναζητήσει και αποκτήσει Αληθινή Αυτογνωσία, Γνώση της Αληθινής Ουσίας του, της Μεταφυσικής Αρχής του, της Ψυχής (σαν Καθαρής ουσίας, κι όχι (μέσω των ψυχοσωματικών λειτουργιών) σαν διαμορφωμένης (λόγω ακριβώς των σχέσεων με το σώμα) αντίληψης του εαυτού… μπορεί να Είναι (να Γίνει και να Ονομαστεί) Αληθινός Άνθρωπος. Η Αποκάλυψη της Αληθινής Ουσίας (του Είναι), πέρα από την σχετικότητα των αισθήσεων, πέρα από την σχετικότητα της αντίληψης, πέρα από την διττότητα του νου, αποκαλύπτει Μία Ουσία που «μετέχει» ή «μοιάζει» του «θείου», «Μία Ουσία χωρίς ιδιότητες», Μία Ουσία (που εξαιτίας ακριβώς της απουσίας χαρακτηριστικών) οδηγεί στην Αντίληψη του Ενός (της Μίας Ουσίας, της Ενότητας), της Ταυτότητας, της Ισότητας των όντων…
Πάνω σε αυτή την Καθαρή Οντολογική Βάση (που Φτάνουμε με την Αυτογνωσία) μπορεί να στηριχθεί η Αληθινή Γνώση. Αυτή η Γνώση που έχει σαν Περιεχόμενο το Είναι (την Ενότητα, την Ταυτότητα, την Ισότητα, κλπ) είναι η Αλήθεια. Πάνω σε Αυτή την Αλήθεια μπορεί να οικοδομηθεί η Αρετή που κύρια έκφρασή της είναι, στον κόσμο της δράσης, η Δικαιοσύνη, με συνακόλουθες όλες τις άλλες αρετές…
Η Καλλιέργεια της Αυτογνωσίας, η Γνώση του Αληθινού Όντος, του Είναι (σαν Αποτέλεσμα της Διαδικασίας της Αυτογνωσίας) είναι η Πέμπτη Αρχή της Σοφίας των σοφιστών.

6) Η Αναγκαιότητα της Αυτογνωσίας οδηγεί φυσιολογικά στην Διδασκαλία της Αληθινής Γνώσης, της Αληθινής Αρετής, της Ολοκληρωμένης Πράξης. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο όχι μόνο γίνεται κατανοητή η διδασκαλία της Γνώσης, της Αρετής, αλλά και κρίνεται αναγκαία η Διδασκαλία αυτή για την διαμόρφωση των νέων και την δημιουργία μίας πιο ώριμης και πιο δίκαιης κοινωνίας ανθρώπων.
Έτσι όχι μόνο ο Πρωταγόρας κι οι Σοφιστές κατέχουν, και μιλούν για, και διδάσκουν την Αληθινή Ουσία, αλλά και αποτελούν τους αληθινούς διαφωτιστές του ανθρώπου και της κοινωνίας. Έτσι καταρρίπτονται όλες οι κατηγορίες του Πλάτωνα και των άλλων εναντίον τους. Σκοπός του Σοφιστή (Πρωταγόρα) είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο να γίνει ο Ιδεώδης Άνθρωπος, ο Αληθινός Φυσικός Άνθρωπος που θα Αναζητήσει σε Βαθύτερο Οντολογικό Πεδίο την Αλήθεια και την Γνώση και θα στηρίξει την πράξη του… κι όχι στο επιφανειακό επίπεδο της αίσθησης, της αντίληψης ή των θεσμών, ή της διττής σκεπτοδιαδικασίας… Ο Σοφιστής (Πρωταγόρας) θέλει να  φτιάξει ολοκληρωμένους ανθρώπους που θα είναι ικανοί να δημιουργήσουν μία αληθινή (δίκαιη) κοινωνία ανθρώπων… Μήπως ο Πλάτωνας δεν ήθελε μία ιδανική πολιτεία με ιδανικούς ανθρώπους; Πως μπορούσε να κατηγορεί τους Σοφιστές;…
Αυτή η Διδασκαλία της Σοφίας, είναι η Έκτη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

7) Βεβαίως η Αναζήτηση της Αυτογνωσίας, η Προσπάθεια να στηριχθεί ο άνθρωπος στην Αληθινή Μεταφυσική Αρχή του, πέρα ακόμα και από την διττότητα της σκέψης οδηγεί αναγκαστικά στην σύγκρουση με όλα τα καθιερωμένα. Πρέπει να συγκρουστούμε (ο Σοφιστής, κι ο καθένας μας), όχι μόνο με τις κατώτερες δράσεις της (υλικής) ψυχής (αισθήσεις, αντιλήψεις, διττή σκέψη) αλλά και με την ίδια την κοινότητα που συχνά στηρίζεται σε αντί-φυσικούς και αντί-ανθρωπίνους θεσμούς, ακόμα και παράλογους θεσμούς.
Με αυτή την έννοια η κριτική πολιτισμού που ασκούσαν οι Σοφιστές αφορά όλα τα πεδία της ανθρώπινης ύπαρξης, την εξωτερική πολιτική ζωή, θεσμούς, αντιλήψεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πράξεις, τα πάντα. Όλα αυτά, δεν είναι «φύσει» (ιερά και απαραβίαστα) αλλά γέννημα της σύμβασης («νόμω», «θέσει»), άρα μπορούν να αλλάξουν και να βελτιωθούν… Όλα θεωρούνται απλά ανθρώπινα δημιουργήματα, όλα είναι υπό έλεγχο, υπό αίρεση. Όλα μπορούν να αναθεωρηθούν και ο άνθρωπος και η κοινωνία να ξεκινήσουν από μηδενική βάση. Μία τέτοια ανατρεπτική θεώρηση δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί χωρίς ισχυρές μεταφυσικές βάσεις. Η κατά φύσιν ύπαρξη, το κατά φύσιν ζειν, η αληθινή αρετή, αποτελούν την προϋπόθεση, όχι μόνο για την ολοκλήρωση του ανθρώπου, αλλά και για την κοινωνική οργάνωση μίας δίκαιης πολιτείας. Αυτή η φιλοσοφία (η κριτική) πολιτισμού είναι η Έβδομη Αρχή της Σοφίας των Σοφιστών.

Η Διδασκαλία της Σοφίας
Ο Πραγματικός Σκοπός της Διδασκαλίας του Πρωταγόρα (και των Σοφιστών, τουλάχιστον των Αληθινών Σοφιστών, κι όχι των κακών μιμητών τους) ήταν να οδηγήσει τον άνθρωπο στην Αυτογνωσία. Μόνο όταν ο άνθρωπος νοιώσει (δεν έχει σημασία σε ποιο βαθμό) την Στέρεα Βάση του Είναι, της Ψυχής (που είναι Θεία Ουσία, μετέχει του Θείου), μία αντίληψη απαλλαγμένη  από την ταλάντευση της ανθρώπινης σκέψης, τότε μόνο μπορεί να υπάρξει (και να αποδειχτεί ότι υπάρχει) δυνατότητα γνώσης, μόνο τότε μπορούν να θεμελιωθούν οι βασικές ηθικές αρχές (αιώνιες, πανανθρώπινες), και μόνο τότε μπορεί να υποδειχτεί στον άνθρωπο ο αληθινός προορισμός του, ένας σκοπός στην ζωή και στην δράση του… ένας σκοπός που στηρίζεται, αντλείται από, κι αναδεικνύεται κι ολοκληρώνεται στο Βάθος της Ουσίας του…
Αν ο άνθρωπος δεν είναι ολοκληρωμένος (στο μέτρο που μπορεί να είναι ο καθένας) βρίσκεται χαμένος μέσα στον λαβύρινθο της διττής σκέψης, στην αυθαιρεσία της αντίληψης και των θεσμών, στο χάος της εξωτερικής και κακό-οργανωμένης ζωής…
Η Αληθινή Ανθρώπινη Φύση Αποκαλύπτεται στο Βάθος της, Θεία, Αγαθή, Ολοκληρωμένη. Η Ηθική που πηγάζει από αυτή την Φύση («φύσει») έχει σαν Βάση της το Αγαθό, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, την Ενότητα, κλπ… κι από εδώ πηγάζουν όλες οι άλλες αρετές. Η ηθική κι η αρετή που θεμελιώνονται από τους ανολοκλήρωτους ανθρώπους της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι δημιουργήματα της ανθρώπινης (διττής) λογικής και συχνά αυτές οι («νόμω», «θέσει») αρχές, αυτοί οι θεσμοί, είναι αυθαίρετοι κι άδικοι. Γι’ αυτό και είναι (στην σκέψη των Σοφιστών) υπό αίρεση…
Αυτό που επιδιώκουν λοιπόν οι Σοφιστές με την Αυτογνωσία του ανθρώπου είναι να φτιάξουν ολοκληρωμένους ανθρώπους (και πολίτες) που θα μπορέσουν να εφαρμόσουν στην ζωή την Αλήθεια και την Δικαιοσύνη, να «παρέμβουν» στους ανθρώπινους θεσμούς, να τους βελτιώσουν, να φτιάξουν μία καλύτερη κοινωνία… Ο Πρωταγόρας (σε αντίθεση με τον Ησίοδο) πίστευε σε μία «πρόοδο» της ανθρώπινης κοινωνίας, μέσω του διαφωτισμού της.
Βέβαια, υπήρξαν Σοφιστές που (χωρίς να γνωρίζουν τι λένε και τι κάνουν) υποστήριξαν ότι η «φύση του ανθρώπου» είναι άγρια, κακή, και γι’ αυτό θεσπίζονται νόμοι για να μετριασθεί αυτή η αγριότητα… Άρα η «φύση» είναι κακή και ο «νόμος» είναι καλός… Αυτό το επιχείρημα όμως καταρρίπτεται από την πραγματικότητα. Στην ζωή, στην κοινωνία οι νόμοι (θεσπισμένοι από ανθρώπους που έχουν συμφέροντα) διατηρούν ένα στάτους άδικο (αφού επιτρέπει την συσσώρευση πλούτου από λίγους, την εκμετάλλευση των ανθρώπων, την «νόμιμη» κλοπή από κάποιες ομάδες, κλπ…)… Το επιχείρημα της «κακής φύσης» και του «καλού νόμου» το επικαλούνται όσοι έχουν συμφέρον να διατηρούν το άδικο στάτους στην κοινωνία. Αλλά η ηθική γυμνότητα των νόμων των ανθρώπινων κοινωνιών αποκαλύπτεται εκ των πραγμάτων, από την κατάσταση των κοινωνιών, και την ανθρώπινη δυστυχία.
Συνεπώς οι (Αληθινοί) Σοφιστές είχαν δίκαιο που ήθελαν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να Στηριχθούν στην Στέρεα Ηθική Βάση της Αληθινής Ύπαρξης, από την οποία θα μπορούσαν όχι μόνο να έχουν Αληθινή Γνώση, Καθαρή Ηθική (Αρετή) αλλά και να ελέγξουν και όλα τα ανθρώπινα… και να βελτιώσουν την ζωή τους και την κοινωνία. Άραγε ο Σωκράτης ή ο Πλάτωνας, ή οι άλλοι Μεγάλοι Σοφοί, είχαν κάποιο διαφορετικό σκοπό;
Είναι σίγουρο ότι όλοι οι Σοφιστές δεν ήταν στο ύψος ενός Πρωταγόρα, είναι σίγουρο ότι για να καταλάβουμε όσα έλεγε ο Γοργίας περί «όντος» χρειαζόταν να τα ερμηνεύσουμε στα πλαίσια της γενικότερης αντίληψής του για την ύπαρξη, κι είναι ακόμα σίγουρο ότι υπήρξαν σοφιστές (σαν τον Ευθύδημο και τον Διονυσόδωρο) που εκφύλισαν την Σοφιστική σε ανοησία, σε λογικά τεχνάσματα και σοφίσματα, δυσφημίζοντας έτσι και τους υπόλοιπους Σοφιστές… Είναι όμως άδικο για τον Πλάτωνα (ή τον σημερινό ιστορικό της φιλοσοφίας) να μην γίνεται διάκριση ανάμεσα στους Αληθινούς Σοφιστές (που ήταν διαφωτιστές που δίδασκαν φιλοσοφία της ύπαρξης, φιλοσοφία του πολιτισμού, φιλοσοφία της ζωής) και τους άθλιους μιμητές τους.

Η Μέθοδος της Διδασκαλίας των Σοφιστών
Η Διδασκαλία της Σοφίας απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στους νέους (αλλά και σε όσους μεγαλύτερους ήθελαν να αποκτήσουν φιλοσοφική παιδεία). Γίνονταν κυρίως με διαλέξεις. Οι Σοφιστές διοργάνωναν κύκλους διαλέξεων με συγκεκριμένο θέμα (σειρές μαθημάτων), ή ελεύθερες διαλέξεις με κάποιο συγκεκριμένο θέμα ή με θέμα προτεινόμενο από το ακροατήριο. Γίνονταν ακόμα μαθήματα με διαλογική μορφή.
Μέχρι την εποχή των Σοφιστών η μόρφωση της νεολαίας περιοριζόταν σε ανάγνωση και γραφή, ενασχόληση με την ποίηση (κυρίως τον Όμηρο, που ήταν η «Βίβλος» της αρχαιότητας) και την μουσική, και γυμναστική. Όποιος ήθελε να προχωρήσει βαθύτερα, στα μυστήρια της ζωής έπρεπε να το κάνει με προσωπική προσπάθεια καταφεύγοντας σε κάποιο Σοφό, ή σε θρησκευτικούς κύκλους, ή στους Μύστες των Μυστηρίων… Τον 5ο π.Χ. αιώνα όμως (και μετά τα «Μηδικά», 492-479 π.Χ.) όλα αυτά ήταν ανεπαρκή. Οι άνθρωποι χρειάζονταν περισσότερη μόρφωση και σε αυτή την ανάγκη ανταποκρίθηκαν οι Σοφιστές, άλλοι επάξια, κι άλλοι όχι
1) (Πρωταγόρας, «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες»). Το Βασικό Κεντρικό Θέμα της Διδασκαλίας των Σοφιστών είναι ο άνθρωπος, η πραγματική έννοια του ανθρώπου. Όταν ο Πρωταγόρας αναφέρεται στον άνθρωπο, δεν εννοεί ούτε τον τυχαίο άνθρωπο (που είναι συνήθως χωρίς φιλοσοφική παιδεία), ούτε τον άνθρωπο σαν γένος, σαν είδος. Εννοούσε αποδεδειγμένα τον «φιλόσοφο άνθρωπο», τον Ιδεώδη Άνθρωπο. Μόνο ο άνθρωπος που έχει Αυτογνωσία είναι Αληθινός Άνθρωπος. Μόνο Αυτός μπορεί να είναι Αληθινός Άνθρωπος, να έχει Αληθινή Αρετή,  μόνο Αυτός μπορεί να είναι σωστός κυβερνήτης ή σωστός πολίτης… Άραγε ο Πλάτωνας δίδασκε κάτι διαφορετικό;
2) (Πρωταγόρας, «Αντιλογίαι»). Άλλο Κεντρικό θέμα της Διδασκαλίας των Σοφιστών ήταν η Αληθινή Γνώση, η διττότητα της σκέψης, η σχετικότητα των αντιλήψεων και η ατομικότητα των αισθήσεων. Ο Πρωταγόρας στο σύγγραμμά του «Αντιλογίαι», αλλά και σε διαλέξεις και συζητήσεις (κατά τις μαρτυρίες) αποδείκνυε έμπρακτα ότι για οποιοδήποτε θέμα είναι αληθείς δύο (ή περισσότερες) αντιφατικές προτάσεις, αναιρώντας έτσι το λογικό αξίωμα της αντίφασης. Οι Σοφιστές πολύ πριν τους Δάσκαλους του Ζεν στην μακρινή Κίνα (και Ιαπωνία) απόδειξαν ότι σύμφωνα με την λογική «κάτι» μπορεί να είναι μαύρο και άσπρο και κάτι άλλο, και τίποτα από όλα αυτά…
Ο «φαινομενικός» οντολογικός και γνωσιολογικός μηδενισμός του Γοργία είχε σκοπό να οδηγήσει ακριβώς σε μία ανώτερη θεώρηση της πραγματικότητας. Το «Ον», για τον Γοργία, βρίσκεται σε μία ανώτερη σφαίρα αντίληψης, «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μέσα στην σκέψη, να συλληφθεί από την σκέψη». Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να υπάρξει μέσα στην σκέψη (σαν απόσταγμα ανώτερης βιωματικής εμπειρίας), ότι μπορεί να συλληφθεί κάποια «έννοια του όντος», δεν μπορεί να μεταδοθεί (να ανακοινωθεί) στους άλλους, γιατί αυτό που «μεταδίδεται» είναι όχι το «ον» αλά το «σύμβολό» του, ο λόγος, η λέξη…
Το πρόβλημα για τους Σοφιστές δεν ήταν να βρούμε την αλήθεια στο επίπεδο της διττής σκέψης. Ούτε να υποστηρίξουμε την μία ή την άλλη άποψη κατά το συμφέρον μας, αλλά να ανυψωθούμε σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης, πάνω από την διττή σκέψη, να θεωρήσουμε την πραγματικότητα με ένα διαφορετικό τρόπο. Η Αλήθεια Βιώνεται στο Δικό της Οντολογικό Επίπεδο (σαν Ύπαρξη, Καθαρή Αντίληψη, Γνώση, Αλήθεια, Αρετή) κι όχι μέσα στην διανόηση. Στο επίπεδο της σκέψης πάντα τα πράγματα θα είναι αυθαίρετα, σχετικά, κατασκευασμένα και υπό αίρεση…
Με άλλα λόγια διδάσκοντας οι Σοφιστές τους ανθρώπους να χειρίζονται την διττή σκέψη το έκαναν για να τους οδηγήσουν σε μία ανώτερη θεώρηση, να αποκτήσουν με την υπέρβαση της σκέψης Αληθινή Γνώση, και Αρετή και με αυτά τα εφόδια να χρησιμοποιήσουν την σκέψη, να κατευθύνουν την σκέψη σε αγαθές προθέσεις και σκοπούς, την αντίληψη στην ορθότητα και την ζωή και την πράξη σε αληθινή δικαιοσύνη και σε αληθινή κοινωνική τάξη και ευημερία… κι όχι εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες της σκέψης, του συλλογισμού και του λόγου, να «παραπλανούν» τους συνανθρώπους τους.
3) (Πρωταγόρας, «Περί θεών»). Οι Σοφιστές δεν αρνιόνταν ούτε την Ενότητα της Μεταφυσικής Οντολογικής Βάσης των όντων (που κληρονόμησαν από την «ορφική θεολογία» και την «φιλοσοφική παράδοση»), ούτε αρνιόνταν την θειότητα της Ανθρώπινης Ψυχής, (μόνο την «υλική ψυχή» θεωρούσαν «διαμορφωμένη» και προσωρινή…), αλλά φυσικά έκριναν ότι οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τους θεούς ούτε επαρκείς είναι (αφού δεν οδηγούν στην Ενότητα του Όντος), ούτε ηθικές (αφού συχνά είναι υποκριτικές), ούτε επωφελείς (αφού συχνά οι άνθρωποι, στην θρησκευτική ζωή, εξαπατούνται από τον εαυτό τους, είτε από άλλους)… Λογικό (τουλάχιστον για τους Σοφούς) ήταν λοιπόν όλες αυτές οι αντιλήψεις να κριθούν και να ανασκευαστούν… Βεβαίως αυτό δεν συνέφερε το (οποιοδήποτε) καθεστώς… Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη…
4) (Πρωταγόρας, «Περί της εν αρχή καταστάσεως»). Η Βασική Αντίληψη των Σοφιστών (για το Δίκαιο), όπως διατυπώθηκε από τον Πρωταγόρα, όπως διακηρύχθηκε από τον Ιππία, κι όπως καταγράφηκε από τον Αντιφώντα, ήταν  ότι «Οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι καθορισμοί, οι νόμοι όμως της φύσεως υπάρχουν κατ’ αναγκαιότητα. Και οι μεν διατάξεις των νόμων είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας συμφωνίας και δεν έχουν φυσική προέλευση. Όσα όμως προέρχονται από την φύση είναι αυτοφυή και δεν προέρχονται από συμφωνία»…. Οι Σοφιστές όχι μόνο Όρισαν το Φυσικό Δίκαιο, αλλά και το «διέκριναν» από τον «νόμο», και προσδιόρισαν την σύγκρουση του «νόμου» με το Αληθινό δίκαιο (που είναι το Φυσικό Δίκαιο)…
Πολλούς αιώνες μετά ο Ρουσσώ («Κοινωνικό Συμβόλαιο») απλά θα επαναλάβει όσα έχουν ήδη αναλύσει διεξοδικά οι Σοφιστές…
Ξεκινώντας από αυτή την «θέση» (σύμφωνα με τους Σοφιστές) κρίνεται αναγκαίο, όχι μόνο να Αναφερθούμε στην Φύση για να βρούμε την Αλήθεια, την Δικαιοσύνη, και να οργανώσουμε την κοινωνική ζωή, αλλά πολύ περισσότερο κρίνεται αναγκαίο να «κρίνουμε» και να «αναθεωρήσουμε» όλους τους ανθρώπινους θεσμούς, εφόσον αντίκεινται στην Αγαθή Φύση και εφόσον δεν οδηγούν στην ευημερία των ανθρώπων.
Έτσι οι Σοφιστές κήρυξαν πόλεμο ενάντια στους ανθρώπους που κοιμούνται ανυποψίαστοι και νομίζουν ότι ζουν σε μία αληθινή και δίκαιη ανθρώπινη κοινωνία, στους ανόητους που παρασύρονται από φαύλους πολιτικούς, αλλά και στους ανήθικους πολιτικούς που με ψευτορητορείες (και χωρίς ηθική και αίσθημα δικαιοσύνης) κρατούν τους πολίτες δέσμιους σε μία άδικη κοινωνία.
Θέλοντας οι Σοφιστές να διαμορφώσουν ολοκληρωμένους ανθρώπους και δίκαιους πολίτες, τους δίνουν τα εφόδια, για να διεκδικήσουν από τους φαύλους την πολιτική, την ζωή… Όσο οι άνθρωποι δεν «ξυπνούν» να διεκδικήσουν την Αλήθεια και το Δίκαιο θα χειραγωγούνται και θα είναι έρμαια στην ψευτοπολιτική, και θα ζουν με άδικους νόμους την αδικία. Μόνο μέσα από την Διαφώτιση της Ψυχής, με Στέρεες Ηθικές Αρχές και με «Άμεση Δημοκρατία» μπορούν οι άνθρωποι να φτιάξουν μία αληθινή κοινωνία ανθρώπων (κι όχι μία αγέλη που κρατιέται με την βία σε μία άδικη κι ανισσόροπη συνοχή).
Το αποτέλεσμα ήταν οι Σοφιστές από άλλους να θαυμάζονται για την Σοφία τους και την Ωριμότητά τους, και την αληθινή και δίκαια κριτική των θεσμών, από άλλους (που είχαν συμφέρον) να πολεμιούνται, και άλλους (πολιτικούς άρχοντες) να διώκονται. Όχι μόνο ο Πρωταγόρας (στο τέλος της ζωής του) διώχτηκε αλλά και άλλοι Σοφιστές οδηγήθηκαν στον θάνατο…
Όχι μόνο οι Σοφιστές αλλά και κάθε άνθρωπος (σαν τον Σωκράτη που ακολουθούσε τον δικό του δρόμο) που τολμούσε να πει την Αλήθεια οδηγούνταν στην φυλακή και τον θάνατο…
5) Με το Σύνολο της Διδασκαλίας τους οι Σοφιστές προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον άνθρωπο (τον άνθρωπο που ήθελε να μορφωθεί φιλοσοφικά) να ζήσει πιο σωστά, πιο δίκαια, πιο ευτυχισμένα. Πέρα από όλα τα άλλα λοιπόν η Φιλοσοφία τους ήταν «φιλοσοφία της ζωής», διερεύνηση και διαφώτιση της ζωής σε όλα της τα πεδία, και το εσωτερικό και το εξωτερικό, και το ατομικό και το κοινωνικό, και το φυσικό και το πολιτικό…
Οι Σοφιστές υπήρξαν  «Φιλόσοφοι της Ύπαρξης», «Θεωρητικοί του πολιτισμού» και «Δάσκαλοι της τέχνης της ζωής». Συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού και είναι άδικο να μην τους αναγνωρίζουμε το μερίδιό τους σε αυτή την προσπάθεια…

Αποκρυπτογραφώντας την Σκέψη του Γοργία
(Γοργίας, «Περί του μη όντος, είτε περί φύσεως)
Στο έργο αυτό («Περί του μη όντος»), από το οποίο έμειναν μόνο δύο επιτομές ο Γοργίας υποστηρίζει τρία αξιώματα: πως τίποτα δεν υπάρχει, πως κι αν υπάρχει δεν μπορεί να γίνει γνωστό, πως κι αν γίνει γνωστό δεν μπορεί να ανακοινωθεί (στους άλλους)… Εμβαθύνοντας λίγο στην Φιλοσοφική Σκέψη του Γοργία και διαβάζοντας σωστά αυτά που λέει, μπορούμε να καταλήξουμε σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά στα οποία καταλήγει κάποιος με την επιφανειακή ανάγνωση των λεγομένων του…
Είναι παραπάνω από ολοφάνερο (κι αυτό είναι Βασική Αρχή της Σοφιστικής Σκέψης, κι  ο Γοργίας δεν το αμφισβητεί) ότι  η Αρχή της Σκέψης (Αυτός που Σκέπτεται, που αναρωτιέται) Ανήκει στο Είναι, Υπάρχει.. κι όχι μόνο Υπάρχει αλλά είναι η Βάση της Σκέψης… διαφορετικά (αν δεν υπάρχει η Αρχή της Σκέψης) δεν μπορεί να υπάρξει σκέψη… Όμως Αυτή η Αρχή του Είναι, η Αρχή της Σκέψης, είναι Ουσία Άγνωστη, κι Απροσπέλαστη (τουλάχιστον από την σκέψη)… Όταν, στο επίπεδο της σκέψης, προσπαθούμε να προσεγγίσουμε το ον τότε βρισκόμαστε σε αδιέξοδο.
«Τίποτα δεν υπάρχει» (σαν αντικείμενο της σκέψης), αφού η σκέψη δεν μπορεί να συλλάβει το «ον». Αυτό που συλλαμβάνει η σκέψη είναι μόνο έννοιες.
«Αν υπάρχει κάτι δεν μπορεί να γίνει γνωστό» με τους όρους της σκέψης, αφού η σκέψη δεν μπορεί να ανυψωθεί πάνω από τις έννοιες ως το Αληθινό Είναι.
«Κι αν κάτι γίνει γνωστό» (μέσα από βιωματική εμπειρία) «δεν μπορεί να ανακοινωθεί στους άλλους», αφού ότι μεταδίδεται είναι σύμβολα των όντων, οι λέξεις, όχι τα πραγματικά όντα (δηλαδή η βιωματική εμπειρία των όντων).
Αν λοιπόν (σύμφωνα με την Σκέψη του Γοργία) θέλουμε να ανυψωθούμε ως την Σφαίρα του Είναι (του «όντος») πρέπει να ανυψωθούμε πάνω από την σκέψη. Μένοντας στο επίπεδο της σκέψης όλα είναι και παραμένουν σχετικά. Στο επίπεδο της σκέψης όλα είναι «ρητορεία», «ρητορική». Αν κάποιος δεν έχει Ασφαλείς Οντολογικές Βάσεις, Στέρεα Φυσική Ηθική, χάνεται στο χάος της σκέψης και των λέξεων… κι η «ρητορική» γίνεται «δίκοπο μαχαίρι»… Μόνο με την Φωτισμένη Λογική Σκέψη μπορεί να αναπτυχθεί ο άνθρωπος, κι ο πολιτισμός, κι οι ανθρώπινες κοινωνίες…
Αν κάποιος δεν κατανοήσει (το Βάθος της Σκέψης, τις Προϋποθέσεις της Σκέψης, και) την σκέψη του Γοργία και μείνει στο επίπεδο της διττής (και χαώδους) σκέψης, είναι αναγκασμένος να υιοθετήσει τελικά δύο τελείως αντίθετους δρόμους, δύο ολότελα αντίθετες θεωρίες για το «φυσικό δίκαιο»… Η μία θεωρία που ακολουθεί ο Καλλικλής (σύμφωνα με τον Πλάτωνα), κι ο Μένων (σύμφωνα με τον Ξενοφώντα) είναι η θεωρία για το «Δίκαιο του ισχυρότερου», σύμφωνα με την οποία έθιμα και νόμοι είναι έργο της πλειοψηφίας των αδύνατων ανθρώπων που έτσι θέλουν να ελέγξουν την ανεξέλεγκτη δράση των ισχυρών… Από την φύση του όμως ο «ισχυρός» μπορεί να «σπάσει» όλους αυτούς τους θεσμούς και να κυριαρχήσει… Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια θεωρία δεν ισχύει στην πράξη αφού τους νόμους τους φτιάχνουν «ισχυροί» για να «ασφαλίσουν» τα συμφέροντά τους σε βάρος των αδύνατων. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ζωή… Ακριβώς τα αντίθετα για το «Φυσικό Δίκαιο» υποστήριζε ο Λυκόφρων κι ο Αλκιδάμας. Σύμφωνα με τον Λυκόφρονα «Ο νόμος είναι συμβόλαιο που σ’ αυτό ο καθένας εγγυάται αμοιβαία το δίκαιο του άλλου. Δεν είναι όμως (ο νόμος) σε θέση να παιδαγωγήσει τους πολίτες σε ηθικότητα και δικαιοσύνη» Αναγκαστικά λοιπόν ο νόμος πρέπει να συμμορφωθεί με το Φυσικό Δίκαιο, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, την Ελευθερία, να «αναθεωρηθεί», να «διορθωθεί»… Σύμφωνα με τον Αλκιδάμα στο όνομα του φυσικού δικαίου έπρεπε να καταργηθεί η «δουλεία», αφού ο Θεός άφησε όλους τους ανθρώπους ελεύθερους. Η φύση δεν έπλασε κανέναν για σκλάβο.

Επίλογος
Η Σοφία των Σοφιστών προσέφερε πολλά στην «φιλοσοφική σκέψη», στον ελληνικό πολιτισμό, και στον άνθρωπο…
Καταρχήν η Σοφιστική έστρεψε την ελληνική διανόηση στον άνθρωπο διατυπώνοντας βασικές φιλοσοφικές αρχές της σκέψης του υπαρξισμού, πολλούς αιώνες πριν τους σύγχρονους υπαρξιστές.
Δεύτερον οι Σοφιστές αποσαφήνισαν την διττότητα (και την σχετικότητα) της σκέψης, πολλούς αιώνες πριν μιλήσουν οι Δάσκαλοι του Ζεν.
Τρίτον ανέπτυξαν μια φιλοσοφία του πολιτισμού που είναι ακόμα επίκαιρη και μία θεωρία για το Φυσικό Δίκαιο, πολλούς αιώνες πριν τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και τον Ρουσσώ.
Τέταρτον έβαλαν τις βάσεις της αληθινής πολιτικής και της άμεσης δημοκρατίας, πέρα από την πολιτική φαυλότητα.
Πέμπτον θεμελίωσαν την συστηματική μόρφωση της νεολαίας, πάνω σε υγιείς βάσεις.
Έκτον ήταν αληθινοί «δάσκαλοι της ζωής» αφού βοηθούσαν τους ανθρώπους όχι μόνο να καλυτερέψουν την ζωή τους αλλά και να είναι σωστοί πολίτες σε μία κοινωνία δικαίου (κι όχι αρπακτικά σε μία αγέλη ζώων).
Τέλος οι Σοφιστές ήταν Αληθινοί Άνθρωποι, Αληθινοί Σοφοί, έστω κι αν το έργο τους δεν είχε την απήχηση που θα άξιζε να έχει… αφού τελικά δεν μπόρεσαν παρά ελάχιστα να «βελτιώσουν» την κοινωνία των ανθρώπων… Αυτό όμως δεν οφείλεται στην δική τους μη ικανότητα αλλά στο ότι οι άνθρωποι μέσα στην «αμάθειά» τους βαδίζουν στα «πατροπαράδοτα» μονοπάτια. Ακόμα κι ο μεγαλύτερος επαναστάτης, χρειάζεται κάποιους να τον ακολουθήσουν… αλλιώς τα πράγματα δεν αλλάζουν…
Πρωταγόρας, Πρόδικος, Ιππίας, Γοργίας, Λυκόφρων, Αλκιδάμας, και τόσοι άλλοι Μεγάλοι Έλληνες, Έλληνες που τους έχουμε ανάγκη σήμερα στην «ελλάδα της παρακμής», της λογικής ανοησίας, της πολιτικής αλητείας, και της υλιστικής αισχρότητας. Οι Γνήσιοι Έλληνες αναγνωρίζουν τους Προγόνους τους και την σκέψη τους, ακούνε, ακόμα σήμερα, την φωνή τους…
Οι «εχθροί που αναθρέψαμε» έλληνες στην καταγωγή αλλά «αλλόφρονες» στην ψυχή είναι της άλλης σχολής των σοφιστών, (των ψευδοφιλοσόφων του Πλάτωνα), του λογικού τεχνάσματος, των σοφισμάτων, του ξύλινου λόγου, της πολιτικής απάτης, της οικονομικής αλητείας, και του κοινωνικού χάους που ντύνεται τον μανδύα της «δημοκρατίας», της κοινωνικής τάξης… δυστυχώς,  σήμερα, ζούμε την «μεγάλη πολιτική απάτη»…







~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 16. The Sacred Return: A Journey into the Eternal Stillness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 1. The Sacred Emptiness: A Journey Beyond the Self
Monday, 13 October, 2025

1. The Sacred Emptiness: A Journey Beyond the Self

 

The False Gardens of Seeking

 

In the vastness of the human heart, there exists a peculiar hunger—a restlessness that drives the soul toward distant horizons, seeking visions of light and experiences of transcendence. Yet this hunger, born of incompleteness, carries within itself the seeds of its own deception. For the seeker who ventures forth with maps drawn by desire finds only the territories his own longing has created, landscapes that mirror the contours of his fear rather than the boundless reality that lies beyond all naming.

 

The immature consciousness, small as a fist clutching at shadows, dreams itself into expansiveness. It experiences what it calls awakening, what it names enlightenment, what it celebrates as breakthrough—and yet these experiences are but reflections in a pond disturbed by its own reaching. The mind recognizes only what it has been conditioned to recognize, sees only through the colored glass of its accumulated knowledge. A man raised among mirrors mistakes reflections for windows and believes he has seen beyond the walls of his prison.

 

Such souls often achieve great success in the marketplace of spirituality. They gather followers as a merchant gathers coins, they speak with authority born not of silence but of borrowed words, they wear the robes of wisdom as costume rather than nakedness. The gurus they follow are themselves dwellers in the same illusion—guides who know only the paths they have memorized from ancient books, teachers whose certainty is the rigidity of fear disguised as knowledge. Together, teacher and disciple construct elaborate architectures of belief, building towers toward heaven with bricks made of concepts, never noticing that the foundation itself rests upon nothing but air.

 

True meditation does not dwell in such marketplaces. It is not a commodity to be purchased through effort, not a state to be achieved through technique, not an experience to be collected and preserved in the museum of memory. The realm of meditation lies forever beyond the reach of the seeker, for seeking itself is the barrier that prevents entry. As long as one searches, one confirms the existence of the searcher—that persistent shadow self that believes itself separate from what it seeks, that imagines a distance between here and there, between now and then, between itself and the infinite.

 

The comfort the seeker derives from his spiritual practices becomes the morality by which he measures his progress. He creates a hierarchy of states, a ladder of attainment, and climbs steadily upward, never suspecting that each rung is woven from the threads of his own fear of groundlessness. He wants certainty where only mystery can flower. He wants arrival where only journey exists. He wants to possess the unpossessable, to contain the infinite within the thimble of his understanding.

 

The Death of Conviction

 

Freedom is not a distant shore to be reached after long meditation. It is not the fruit of practice, not the reward for discipline, not the achievement that crowns a lifetime of spiritual effort. Freedom is the first breath, the initial movement, the primary condition without which meditation remains forever a word without substance, a promise without fulfillment.

 

This freedom demands something that few are willing to offer: the total death of everything one has been taught to value. Society constructs its elaborate web of moralities, each thread a constraint disguised as virtue. From birth, the individual is wrapped in these threads until he forgets the sensation of nakedness, until he mistakes the cocoon for his skin. Social morality teaches him what to seek and what to avoid, what to call good and what to name evil, how to measure himself against others and find himself either superior or lacking. All of this—the entire structure of social values, religious dogmas, and collective beliefs—must be seen through completely, not gradually but instantaneously, like a veil torn away in a single gesture.

 

The man who carries belief cannot enter meditation's territory. Belief is always about something not present, something hoped for or remembered, something constructed by thought to fill the abyss of not-knowing. Whether one believes in God or in atheism, in rebirth or in annihilation, in progress or in decline—all such beliefs are furniture arranged in the mind's room, decorations meant to make emptiness feel inhabited. But meditation is not a furnished room. It is the vast desert where no structure stands, the ocean without islands, the sky that contains no borders.

 

Dogma is thought's attempt to crystallize the living into the dead, to transform the flowing river into ice that can be grasped and held. Religious doctrines, philosophical systems, psychological theories—all are maps claiming to describe a territory that exists beyond all mapping. The mystics of old spoke in paradox and poetry not because they lacked clarity but because direct expression of truth would immediately become false the moment it hardened into statement. They pointed at the moon and warned against mistaking the finger for the destination.

 

This denial of social morality and the structures of belief is not rebellion. Rebellion is merely the opposite pole of conformity, still bound to what it rejects. True freedom is neither conformity nor rebellion but a stepping outside the entire field where these opposites exist. It is not a public affair, not something that can be practiced in congregations or shared in gatherings. Meditation stands alone as each soul stands alone before the infinite—not isolated but singular, not separate but unique, not divided but whole unto itself.

 

Beyond the Borders of Thought

 

Truth does not reside in the realm of thought. This must be understood not conceptually but with the entirety of one's being. Thought is a magnificent instrument for navigating the practical world, for building bridges and solving equations, for organizing experience into categories that can be communicated. But thought is always and only a response to memory, a reaction born of the past. It knows nothing of the present except through the lens of what has been. It encounters the new and immediately translates it into the known, reducing the infinite to the familiar, taming the wild into the domesticated.

 

What thought calls truth is merely an arrangement of ideas that achieves internal consistency. Philosophical systems pride themselves on their logical coherence, religious theologies claim validity through scriptural reference, scientific theories demonstrate their worth through predictive power. Yet all of these are constructions within thought's domain, edifices built from thought's materials, monuments to thought's capacity to organize symbols. They may be useful, even beautiful, but they are not truth in the sense that meditation reveals truth.

 

For meditation opens a door—or rather, dissolves the wall—into a dimension where thought cannot follow. This is not the absence of thinking, not a blank unconsciousness or a void of mental activity. Rather, it is consciousness aware of itself without the mediation of thought, perception unfiltered by the screen of concept, being itself without the constant narration of becoming. When thought falls silent not through suppression but through the seeing of its own limitations, something else emerges—or perhaps it was always present but obscured by thought's noise.

 

This something cannot be named without betraying it, yet the mystic impulse throughout ages has attempted to point toward it through symbol and metaphor. It has been called the Ground of Being, the Absolute, the Void, the Tao, the Divine Presence, Pure Consciousness, the Eternal Now. Each name immediately becomes inadequate, each description falls short, yet the pointing continues because the human heart cannot contain such recognition without expressing it, even knowing the expression will fail.

 

The complete negation of thought's entire structure is the positive reality of meditation. This sounds paradoxical to the rational mind, which understands construction but not dissolution, which comprehends building up but not emptying out. How can negation be positive? How can the denial of structure lead to presence rather than absence? Yet this paradox resolves itself not through intellectual understanding but through direct experience. The man who spends his life filling his house with possessions and one day removes everything discovers not emptiness but space itself—that living spaciousness which was always present but hidden beneath accumulation.

 

The Luminous Desert

 

When the seeker ceases seeking, when belief releases its grip, when thought recognizes its boundaries and rests—what remains is not nothing but everything. The mystics speak of this in languages of light and darkness, of fullness and emptiness, of sound and silence, knowing that any description will be misunderstood yet trusting that something will reach across the gulf of words to kindle recognition in another heart.

 

There is a quality of vastness to this state that meditation reveals—not the vastness of space that extends infinitely outward, but an inner boundlessness that has no dimensions yet contains all possibilities. It is like standing in a desert at midnight, the sky so full of stars that darkness itself becomes luminous, and feeling oneself both infinitesimally small and identical with the entire cosmos. The boundaries that normally define the self as separate from the world become porous, then transparent, then disappear entirely—not in a loss of identity but in a recognition of one's true nature as not separate from the whole.

 

This is the union the mystics describe, though union implies two things joining whereas this is the recognition that there never was a division. The wave discovers it is the ocean. The ray of light realizes it is the sun. The individual consciousness awakens to its nature as consciousness itself, not enclosed in a body but appearing through this particular form as the universal appears through every particular, as the infinite dances in every finite manifestation.

 

In such moments—though moment is the wrong word, for this exists outside time—there is no experience of transcendence because there is no experiencer separate from what is experienced. There is simply being, pure and unmediated. The sacred is not somewhere else, not in heavens above or depths below, but right here in the ordinary made extraordinary through complete attention. The ineffable reveals itself not as something hidden that must be uncovered but as the obvious that was overlooked because it was too close, too simple, too immediate to be noticed by a mind always reaching elsewhere.

 

The Silence That Speaks

 

Yet one cannot dwell permanently in such recognition any more than one can hold the wind or capture the sky in a jar. The body continues its breathing, thought resumes its movement, daily life calls with its endless demands and necessities. The transformation meditation brings is not an escape from the world but a different way of being within it—a presence that no longer mistakes the surface for the depths, the wave for the ocean, the dream for the dreamer.

 

After touching this reality, the individual returns to thought's realm carrying something inexpressible—not as memory but as a fragrance that clings to all subsequent experience. Colors appear more vivid yet less important. Relationships deepen yet burden less. Suffering occurs but does not define. Joy arises but need not be clutched. Everything continues as before yet nothing is the same, for the one who acts and perceives and thinks has been fundamentally altered at a level beneath personality, beneath character, beneath all that makes one person different from another.

 

This is the sacred ordinariness that mystics celebrate—not an extraordinary state achieved through heroic practice but the recognition of the extraordinary within the ordinary, the eternal within the temporal, the infinite within the finite. The sacred reveals itself in the fall of light through a window, in the breath entering and leaving the body, in the movement of thought across the mind's sky like clouds across the blue expanse. Everything becomes sacramental not because it has changed but because perception has been cleansed.

 

The peace that arises is not the peace of escape or the tranquility of suppression. It is the peace that comes from no longer being at war—with oneself, with others, with existence itself. Resistance ceases when there is nothing to resist, struggle ends when there is nowhere to go, seeking stops when it is seen that what was sought was seeking itself. This peace coexists with action, with passion, with the full engagement with life. It is not passivity but a groundedness that allows everything to flow through without leaving residue, without creating the karmic knots that bind consciousness to perpetual becoming.

 

The Pathless Path

 

To speak of meditation as a path is already to mislead, for a path implies movement from here to there, from ignorance to knowledge, from bondage to liberation. Yet meditation is not a going but a staying, not an achieving but a being, not a becoming but a recognizing of what already is. The pathless path is this paradox: that one must make tremendous effort to realize that no effort was ever needed, must seek intensely to discover that seeking is the obstacle, must strive to reach the point where striving dissolves into effortless presence.

 

This is why true meditation cannot be taught as technique or transmitted as method. A teacher can point, can create circumstances where understanding might flower, can remove obstacles through questioning and challenging—but the essential breakthrough must occur alone, in the privacy of one's own consciousness, where no external authority can reach. The guru who promises to give enlightenment, who claims to transfer wisdom through initiation or grace, is offering comfort rather than truth, a pleasant dream rather than the awakening that shatters all dreams.

 

The aloneness of meditation is not loneliness. It is the aloneness of a mountain peak that stands complete unto itself yet is inseparable from the earth, the aloneness of consciousness that cannot be shared yet is the very ground of all sharing, the aloneness of existence that each must face directly without intermediary yet which reveals itself as the unity that contains all apparent separation.

 

In this aloneness, boundaries dissolve. The carefully maintained walls between inner and outer, between observer and observed, between self and other, are seen as mental constructs that have no reality beyond the thought that creates them. What remains when these walls fall is not a merging—for there were never truly separate things to merge—but a recognition of the seamless wholeness that was always present but obscured by the mind's habitual division of reality into fragments.

 

The Return to Silence

 

Words eventually exhaust themselves attempting to describe what lies beyond language. The mystic, having spoken, must finally fall silent, not in defeat but in recognition that silence itself is the most eloquent expression of truth. For silence is not the absence of sound but the space in which sound arises and into which it returns. It is the canvas upon which all experience is painted, the screen upon which all phenomena appear, the consciousness within which all content emerges and dissolves.

 

Meditation is the practice of returning to this silence—not as escape but as homecoming, not as achievement but as recognition of what never left. It is available in any moment, not as a future attainment but as present reality obscured only by the mind's constant motion, by thought's endless commentary, by the seeker's perpetual reaching toward what he imagines lies elsewhere.

 

The revolution that meditation brings is total because it occurs not in the content of consciousness but in consciousness itself. It is not a rearrangement of psychological furniture but a recognition of the space in which all furniture appears. Political revolutions change external structures while leaving internal patterns intact. Psychological revolutions modify behavior and attitude while maintaining the fundamental sense of separate self. But meditation's revolution dissolves the very ground upon which all other revolutions are built—the illusion of the separate self struggling for survival, for meaning, for purpose in a universe imagined as alien and threatening.

 

What emerges from this dissolution is not nothing but everything—not in the sense of possessing all things but in the sense of being one with the totality, no longer standing apart as observer but recognized as the very consciousness through which the universe becomes aware of itself. This is the ultimate mystical recognition: that the seeker and the sought are one, that the meditator and meditation are not two, that the individual and the Absolute were never separate except in the dream of separation.

 

And so the journey that seemed to travel immense distances arrives where it began, seeing with new eyes what was always present. The sacred that was sought in distant temples and exotic practices reveals itself in this breath, this moment, this ordinary extraordinary here and now. The revolution that transformed everything leaves everything exactly as it is—only now, nothing is merely what it appears to be. Every moment opens into eternity, every atom vibrates with the infinite, every breath is the respiration of the Divine.

 

In this recognition, there is peace—not as the opposite of conflict but as the ground from which both conflict and harmony arise. There is freedom—not as the achievement of will but as the surrender of will's burden. There is love—not as emotion but as the recognition of unity, the seeing that all apparent others are movements of the one consciousness that wears infinite masks while remaining forever itself.

 

The mystic falls silent. The meditation deepens. The word dissolves into the wordless. And in that dissolution, everything is revealed as it truly is: sacred, ineffable, eternally present, waiting only for recognition to flower into the peace that was never truly lost.

 

The revolution is complete. Nothing has changed. Everything is transformed.

Η Ιερή Κενότητα: Ένα Ταξίδι Πέρα από τον Εαυτό

 

Οι Ψεύτικοι Κήποι της Αναζήτησης

 

Στην απεραντοσύνη της ανθρώπινης καρδιάς, υπάρχει μια περίεργη πείνα—μια ανησυχία που ωθεί την ψυχή προς μακρινούς ορίζοντες, αναζητώντας οράματα φωτός και εμπειρίες υπέρβασης. Ωστόσο, αυτή η πείνα, γεννημένη από την ατέλεια, φέρει μέσα της τους σπόρους της δικής της απάτης. Γιατί ο αναζητητής που προχωρά με χάρτες σχεδιασμένους από την επιθυμία βρίσκει μόνο τα εδάφη που η δική του λαχτάρα έχει δημιουργήσει, τοπία που αντανακλούν τα περιγράμματα του φόβου του και όχι την απεριόριστη πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από κάθε ονομασία.

 

Η ανώριμη συνείδηση, μικρή σαν μια γροθιά που αρπάζει σκιές, ονειρεύεται τον εαυτό της σε επέκταση. Βιώνει αυτό που αποκαλεί αφύπνιση, αυτό που ονομάζει φώτιση, αυτό που γιορτάζει ως ρήγμα—και όμως αυτές οι εμπειρίες είναι μόνο αντανακλάσεις σε μια λιμνούλα ταραγμένη από την ίδια της την προσπάθεια. Ο νους αναγνωρίζει μόνο ό,τι έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει, βλέπει μόνο μέσα από το χρωματιστό γυαλί της συσσωρευμένης γνώσης του. Ένας άνθρωπος που μεγάλωσε ανάμεσα σε καθρέφτες μπερδεύει τις αντανακλάσεις με παράθυρα και πιστεύει ότι έχει δει πέρα από τα τείχη της φυλακής του.

 

Τέτοιες ψυχές συχνά επιτυγχάνουν μεγάλη επιτυχία στην αγορά της πνευματικότητας. Συγκεντρώνουν οπαδούς όπως ένας έμπορος συγκεντρώνει νομίσματα, μιλούν με αυθεντία γεννημένη όχι από τη σιωπή αλλά από δανεικές λέξεις, φορούν τα ρούχα της σοφίας ως κοστούμι και όχι ως γυμνότητα. Οι γκουρού που ακολουθούν είναι οι ίδιοι κάτοικοι της ίδιας ψευδαίσθησης—οδηγοί που γνωρίζουν μόνο τα μονοπάτια που έχουν απομνημονεύσει από αρχαία βιβλία, δάσκαλοι των οποίων η βεβαιότητα είναι η ακαμψία του φόβου μεταμφιεσμένη σε γνώση. Μαζί, δάσκαλος και μαθητής κατασκευάζουν περίπλοκες αρχιτεκτονικές πίστης, χτίζοντας πύργους προς τον ουρανό με τούβλα φτιαγμένα από έννοιες, χωρίς ποτέ να παρατηρούν ότι το θεμέλιο βασίζεται σε τίποτα άλλο παρά σε αέρα.

 

Ο αληθινός διαλογισμός δεν κατοικεί σε τέτοιες αγορές. Δεν είναι εμπόρευμα που αγοράζεται με προσπάθεια, δεν είναι κατάσταση που επιτυγχάνεται με τεχνική, δεν είναι εμπειρία που συλλέγεται και διατηρείται στο μουσείο της μνήμης. Το βασίλειο του διαλογισμού βρίσκεται για πάντα πέρα από την εμβέλεια του αναζητητή, γιατί η αναζήτηση η ίδια είναι το εμπόδιο που εμποδίζει την είσοδο. Όσο κάποιος αναζητά, επιβεβαιώνει την ύπαρξη του αναζητητή—εκείνης της επίμονης σκιάς του εαυτού που πιστεύει ότι είναι χωριστός από αυτό που αναζητά, που φαντάζεται μια απόσταση μεταξύ εδώ και εκεί, μεταξύ τώρα και τότε, μεταξύ εαυτού και του άπειρου.

 

Η άνεση που αντλεί ο αναζητητής από τις πνευματικές του πρακτικές γίνεται η ηθική με την οποία μετρά την πρόοδό του. Δημιουργεί μια ιεραρχία καταστάσεων, μια σκάλα επίτευξης, και σκαρφαλώνει σταθερά προς τα πάνω, χωρίς ποτέ να υποψιάζεται ότι κάθε σκαλί είναι υφασμένο από τα νήματα του δικού του φόβου για την απουσία εδάφους. Θέλει βεβαιότητα εκεί όπου μόνο το μυστήριο μπορεί να ανθίσει. Θέλει άφιξη εκεί όπου υπάρχει μόνο ταξίδι. Θέλει να κατέχει το ακατέχτητο, να περιέχει το άπειρο μέσα στη δαχτυλήθρα της κατανόησής του.

 

Ο Θάνατος της Πίστης

 

Η ελευθερία δεν είναι μια μακρινή ακτή που φτάνεται μετά από μακρύ διαλογισμό. Δεν είναι ο καρπός της πρακτικής, δεν είναι η ανταμοιβή για την πειθαρχία, δεν είναι το επίτευγμα που στεφανώνει μια ζωή πνευματικής προσπάθειας. Η ελευθερία είναι η πρώτη ανάσα, η αρχική κίνηση, η πρωταρχική συνθήκη χωρίς την οποία ο διαλογισμός παραμένει για πάντα μια λέξη χωρίς ουσία, μια υπόσχεση χωρίς εκπλήρωση.

 

Αυτή η ελευθερία απαιτεί κάτι που λίγοι είναι πρόθυμοι να προσφέρουν: τον ολοκληρωτικό θάνατο όλων όσων έχουν διδαχθεί να εκτιμούν. Η κοινωνία κατασκευάζει τον περίπλοκο ιστό των ηθικών της, κάθε νήμα ένας περιορισμός μεταμφιεσμένος σε αρετή. Από τη γέννηση, το άτομο τυλίγεται σε αυτά τα νήματα μέχρι να ξεχάσει την αίσθηση της γυμνότητας, μέχρι να μπερδέψει το κουκούλι με το δέρμα του. Η κοινωνική ηθική του διδάσκει τι να αναζητά και τι να αποφεύγει, τι να αποκαλεί καλό και τι να ονομάζει κακό, πώς να μετρά τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους και να βρίσκει τον εαυτό του είτε ανώτερο είτε ελλιπή. Όλο αυτό—η ολόκληρη δομή των κοινωνικών αξιών, των θρησκευτικών δογμάτων και των συλλογικών πεποιθήσεων—πρέπει να διαπεραστεί πλήρως, όχι σταδιακά αλλά ακαριαία, σαν ένα πέπλο που σκίζεται με μια μόνο χειρονομία.

 

Ο άνθρωπος που κουβαλά πίστη δεν μπορεί να εισέλθει στο έδαφος του διαλογισμού. Η πίστη αφορά πάντα κάτι που δεν είναι παρόν, κάτι που ελπίζεται ή θυμάται, κάτι που κατασκευάζεται από τη σκέψη για να γεμίσει το χάος του μη-γνωρίζειν. Είτε κάποιος πιστεύει στον Θεό είτε στον αθεϊσμό, στην αναγέννηση είτε στην εξόντωση, στην πρόοδο είτε στην παρακμή—όλες αυτές οι πίστεις είναι έπιπλα τοποθετημένα στο δωμάτιο του νου, διακοσμήσεις προορισμένες να κάνουν το κενό να φαίνεται κατοικημένο. Αλλά ο διαλογισμός δεν είναι ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Είναι η απέραντη έρημος όπου καμία δομή δεν στέκεται, ο ωκεανός χωρίς νησιά, ο ουρανός που δεν έχει σύνορα.

 

Το δόγμα είναι η προσπάθεια της σκέψης να κρυσταλλώσει το ζωντανό στο νεκρό, να μετατρέψει το ρέον ποτάμι σε πάγο που μπορεί να αρπαχτεί και να κρατηθεί. Οι θρησκευτικές δοξασίες, τα φιλοσοφικά συστήματα, οι ψυχολογικές θεωρίες—όλα είναι χάρτες που ισχυρίζονται ότι περιγράφουν ένα έδαφος που υπάρχει πέρα από κάθε χαρτογράφηση. Οι μυστικιστές των παλιών εποχών μιλούσαν με παράδοξα και ποίηση όχι επειδή έλειπε η σαφήνεια αλλά επειδή η άμεση έκφραση της αλήθειας θα γινόταν αμέσως ψευδής τη στιγμή που σκληραινόταν σε δήλωση. Δείχνανε το φεγγάρι και προειδοποιούσαν ενάντια στο να μπερδέψουν το δάχτυλο με τον προορισμό.

 

Αυτή η άρνηση της κοινωνικής ηθικής και των δομών της πίστης δεν είναι επανάσταση. Η επανάσταση είναι απλώς ο αντίθετος πόλος της συμμόρφωσης, ακόμα δεμένη με αυτό που απορρίπτει. Η αληθινή ελευθερία δεν είναι ούτε συμμόρφωση ούτε επανάσταση αλλά ένα βήμα έξω από ολόκληρο το πεδίο όπου αυτά τα αντίθετα υπάρχουν. Δεν είναι δημόσια υπόθεση, δεν είναι κάτι που μπορεί να ασκηθεί σε συγκεντρώσεις ή να μοιραστεί σε συναντήσεις. Ο διαλογισμός στέκεται μόνος όπως κάθε ψυχή στέκεται μόνη μπροστά στο άπειρο—όχι απομονωμένη αλλά μοναδική, όχι χωριστή αλλά μοναδική, όχι διαιρεμένη αλλά ολόκληρη από μόνη της.

 

Πέρα από τα Σύνορα της Σκέψης

 

Η αλήθεια δεν κατοικεί στο βασίλειο της σκέψης. Αυτό πρέπει να κατανοηθεί όχι εννοιολογικά αλλά με ολόκληρο το ον του ανθρώπου. Η σκέψη είναι ένα υπέροχο εργαλείο για την πλοήγηση στον πρακτικό κόσμο, για την κατασκευή γεφυρών και την επίλυση εξισώσεων, για την οργάνωση της εμπειρίας σε κατηγορίες που μπορούν να επικοινωνηθούν. Αλλά η σκέψη είναι πάντα και μόνο μια απάντηση στη μνήμη, μια αντίδραση γεννημένη από το παρελθόν. Δεν γνωρίζει τίποτα για το παρόν εκτός από μέσα από τον φακό του ό,τι υπήρξε. Συναντά το νέο και αμέσως το μεταφράζει στο γνωστό, μειώνοντας το άπειρο στο οικείο, εξημερώνοντας το άγριο στο οικιακό.

 

Αυτό που η σκέψη αποκαλεί αλήθεια είναι απλώς μια διάταξη ιδεών που επιτυγχάνει εσωτερική συνέπεια. Τα φιλοσοφικά συστήματα υπερηφανεύονται για τη λογική τους συνοχή, οι θρησκευτικές θεολογίες ισχυρίζονται εγκυρότητα μέσω αναφορών στις γραφές, οι επιστημονικές θεωρίες αποδεικνύουν την αξία τους μέσω προβλεπτικής δύναμης. Ωστόσο, όλα αυτά είναι κατασκευές μέσα στο πεδίο της σκέψης, οικοδομήματα χτισμένα από υλικά της σκέψης, μνημεία στην ικανότητα της σκέψης να οργανώνει σύμβολα. Μπορεί να είναι χρήσιμα, ακόμα και όμορφα, αλλά δεν είναι αλήθεια με την έννοια που ο διαλογισμός αποκαλύπτει την αλήθεια.

 

Γιατί ο διαλογισμός ανοίγει μια πόρτα—ή μάλλον, διαλύει το τείχος—σε μια διάσταση όπου η σκέψη δεν μπορεί να ακολουθήσει. Αυτό δεν είναι η απουσία σκέψης, όχι μια κενή ασυνειδησία ή ένα κενό πνευματικής δραστηριότητας. Μάλλον, είναι η συνείδηση που γνωρίζει τον εαυτό της χωρίς τη μεσολάβηση της σκέψης, η αντίληψη χωρίς το φίλτρο της έννοιας, το ον το ίδιο χωρίς την συνεχή αφήγηση της γένεσης. Όταν η σκέψη σιωπά όχι μέσω καταστολής αλλά μέσω της όρασης των δικών της περιορισμών, κάτι άλλο αναδύεται—ή ίσως ήταν πάντα παρόν αλλά κρυμμένο από τον θόρυβο της σκέψης.

 

Αυτό το κάτι δεν μπορεί να ονομαστεί χωρίς να προδοθεί, ωστόσο το μυστικιστικό ένστικτο μέσα στους αιώνες έχει προσπαθήσει να δείξει προς αυτό μέσω συμβόλων και μεταφορών. Έχει ονομαστεί το Έδαφος του Όντος, το Απόλυτο, το Κενό, το Ταο, η Θεϊκή Παρουσία, η Καθαρή Συνείδηση, το Αιώνιο Τώρα. Κάθε όνομα γίνεται αμέσως ανεπαρκές, κάθε περιγραφή πέφτει κοντά, ωστόσο το δείξιμο συνεχίζεται επειδή η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί να περιέχει τέτοια αναγνώριση χωρίς να την εκφράσει, ακόμα και γνωρίζοντας ότι η έκφραση θα αποτύχει.

 

Η πλήρης άρνηση ολόκληρης της δομής της σκέψης είναι η θετική πραγματικότητα του διαλογισμού. Αυτό ακούγεται παράδοξο στον ορθολογικό νου, ο οποίος κατανοεί την κατασκευή αλλά όχι τη διάλυση, ο οποίος καταλαβαίνει το χτίσιμο αλλά όχι το άδειασμα. Πώς μπορεί η άρνηση να είναι θετική; Πώς μπορεί η άρνηση της δομής να οδηγήσει σε παρουσία και όχι σε απουσία; Ωστόσο, αυτό το παράδοξο επιλύεται όχι μέσω διανοητικής κατανόησης αλλά μέσω άμεσης εμπειρίας. Ο άνθρωπος που περνά τη ζωή του γεμίζοντας το σπίτι του με αντικείμενα και μια μέρα αφαιρεί τα πάντα ανακαλύπτει όχι κενό αλλά τον ίδιο τον χώρο—εκείνη τη ζωντανή ευρυχωρία που ήταν πάντα παρούσα αλλά κρυμμένη κάτω από τη συσσώρευση.

 

Η Φωτεινή Έρημος

 

Όταν ο αναζητητής σταματά να αναζητά, όταν η πίστη απελευθερώνει το κράτημά της, όταν η σκέψη αναγνωρίζει τα όριά της και ησυχάζει—αυτό που μένει δεν είναι τίποτα αλλά τα πάντα. Οι μυστικιστές μιλούν γι' αυτό σε γλώσσες φωτός και σκότους, πληρότητας και κενότητας, ήχου και σιωπής, γνωρίζοντας ότι οποιαδήποτε περιγραφή θα παρεξηγηθεί ωστόσο εμπιστευόμενοι ότι κάτι θα φτάσει πέρα από το χάσμα των λέξεων για να ανάψει αναγνώριση σε μια άλλη καρδιά.

 

Υπάρχει μια ποιότητα απεραντοσύνης σε αυτή την κατάσταση που αποκαλύπτει ο διαλογισμός—όχι η απεραντοσύνη του χώρου που εκτείνεται άπειρα προς τα έξω, αλλά μια εσωτερική απεραντοσύνη  που δεν έχει διαστάσεις ωστόσο περιέχει όλες τις δυνατότητες. Είναι σαν να στέκεσαι σε μια έρημο τα μεσάνυχτα, ο ουρανός τόσο γεμάτος αστέρια που το ίδιο το σκοτάδι γίνεται φωτεινό, και να νιώθεις τον εαυτό σου τόσο απειροελάχιστα μικρό όσο και ταυτόσημο με ολόκληρο τον κόσμο. Τα όρια που κανονικά ορίζουν τον εαυτό ως χωριστό από τον κόσμο γίνονται πορώδη, μετά διαφανή, μετά εξαφανίζονται εντελώς—όχι σε απώλεια ταυτότητας αλλά σε αναγνώριση της αληθινής φύσης ως μη χωριστή από το σύνολο.

 

Αυτή είναι η ένωση που περιγράφουν οι μυστικιστές, αν και η ένωση υπονοεί δύο πράγματα που ενώνονται ενώ αυτό είναι η αναγνώριση ότι ποτέ δεν υπήρχε διαίρεση. Το κύμα ανακαλύπτει ότι είναι ο ωκεανός. Η ακτίνα φωτός συνειδητοποιεί ότι είναι ο ήλιος. Η ατομική συνείδηση ξυπνά στη φύση της ως συνείδηση η ίδια, όχι κλεισμένη σε ένα σώμα αλλά εμφανιζόμενη μέσω αυτής της συγκεκριμένης μορφής όπως το καθολικό εμφανίζεται μέσω κάθε συγκεκριμένου, όπως το άπειρο χορεύει σε κάθε πεπερασμένη εκδήλωση.

 

Σε τέτοιες στιγμές—αν και η λέξη στιγμή είναι λάθος, γιατί αυτό υπάρχει έξω από τον χρόνο—δεν υπάρχει εμπειρία υπέρβασης επειδή δεν υπάρχει εμπειρογνώμονας χωριστός από αυτό που βιώνεται. Υπάρχει απλώς ον, καθαρό και χωρίς μεσολάβηση. Το ιερό δεν είναι κάπου αλλού, όχι σε ουρανούς πάνω ή βάθη κάτω, αλλά εδώ ακριβώς στο συνηθισμένο που γίνεται εξαιρετικό μέσω πλήρους προσοχής. Το ανέκφραστο αποκαλύπτει τον εαυτό του όχι ως κάτι κρυμμένο που πρέπει να αποκαλυφθεί αλλά ως το προφανές που παραβλέφθηκε επειδή ήταν πολύ κοντά, πολύ απλό, πολύ άμεσο για να το παρατηρήσει ένας νους που πάντα απλώνεται αλλού.

 

Η Σιωπή που Μιλά

 

Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να κατοικεί μόνιμα σε τέτοια αναγνώριση περισσότερο από όσο μπορεί να κρατήσει τον άνεμο ή να πιάσει τον ουρανό σε ένα βάζο. Το σώμα συνεχίζει την αναπνοή του, η σκέψη επαναλαμβάνει την κίνησή της, η καθημερινή ζωή καλεί με τις ατελείωτες απαιτήσεις και ανάγκες της. Η μεταμόρφωση που φέρνει ο διαλογισμός δεν είναι μια απόδραση από τον κόσμο αλλά ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης μέσα σε αυτόν—μια παρουσία που δεν μπερδεύει πια την επιφάνεια με τα βάθη, το κύμα με τον ωκεανό, το όνειρο με τον ονειρευόμενο.

 

Μετά την αγκαλιά αυτής της πραγματικότητας, το άτομο επιστρέφει στο βασίλειο της σκέψης φέροντας κάτι ανέκφραστο—όχι ως μνήμη αλλά ως άρωμα που κολλά σε όλες τις επόμενες εμπειρίες. Τα χρώματα φαίνονται πιο ζωντανά αλλά λιγότερο σημαντικά. Οι σχέσεις βαθαίνουν αλλά βαραίνουν λιγότερο. Ο πόνος συμβαίνει αλλά δεν ορίζει. Η χαρά αναδύεται αλλά δεν χρειάζεται να αρπαχτεί. Τα πάντα συνεχίζονται όπως πριν αλλά τίποτα δεν είναι το ίδιο, γιατί αυτός που ενεργεί και αντιλαμβάνεται και σκέφτεται έχει αλλάξει ριζικά σε ένα επίπεδο κάτω από την προσωπικότητα, κάτω από τον χαρακτήρα, κάτω από όλα όσα κάνουν ένα άτομο διαφορετικό από ένα άλλο.

 

Αυτή είναι η ιερή καθημερινότητα που γιορτάζουν οι μυστικιστές—όχι μια εξαιρετική κατάσταση που επιτυγχάνεται μέσω ηρωικής πρακτικής αλλά η αναγνώριση του εξαιρετικού μέσα στο συνηθισμένο, του αιώνιου μέσα στο χρονικό, του άπειρου μέσα στο πεπερασμένο. Το ιερό αποκαλύπτει τον εαυτό του στην πτώση του φωτός μέσα από ένα παράθυρο, στην ανάσα που μπαίνει και βγαίνει από το σώμα, στην κίνηση της σκέψης πάνω από τον ουρανό του νου όπως τα σύννεφα πάνω από την γαλάζια έκταση. Τα πάντα γίνονται μυστηριακά όχι επειδή έχουν αλλάξει αλλά επειδή η αντίληψη έχει καθαριστεί.

 

Η ειρήνη που αναδύεται δεν είναι η ειρήνη της απόδρασης ή η ηρεμία της καταστολής. Είναι η ειρήνη που έρχεται από το να μην είσαι πια σε πόλεμο—με τον εαυτό σου, με τους άλλους, με την ίδια την ύπαρξη. Η αντίσταση σταματά όταν δεν υπάρχει τίποτα να αντισταθείς, ο αγώνας τελειώνει όταν δεν υπάρχει πουθενά να πας, η αναζήτηση σταματά όταν φανεί ότι αυτό που αναζητούνταν ήταν η ίδια η αναζήτηση. Αυτή η ειρήνη συνυπάρχει με δράση, με πάθος, με πλήρη εμπλοκή με τη ζωή. Δεν είναι παθητικότητα αλλά μια σταθερότητα που επιτρέπει τα πάντα να ρέουν μέσα χωρίς να αφήνουν κατάλοιπα, χωρίς να δημιουργούν τους καρμικούς κόμπους που δένουν τη συνείδηση σε αιώνια γένεση.

 

Η Ατραπός Χωρίς Μονοπάτι

 

Το να μιλάς για τον διαλογισμό ως μονοπάτι είναι ήδη να παραπλανάς, γιατί ένα μονοπάτι υπονοεί κίνηση από εδώ προς εκεί, από την άγνοια στη γνώση, από τη δουλεία στη λύτρωση. Ωστόσο, ο διαλογισμός δεν είναι ένα πήγαινε αλλά ένα μένει, όχι ένα επίτευγμα αλλά ένα ον, όχι μια γένεση αλλά μια αναγνώριση αυτού που ήδη είναι. Η ατραπός χωρίς μονοπάτι είναι αυτό το παράδοξο: ότι πρέπει να κάνεις τεράστια προσπάθεια για να συνειδητοποιήσεις ότι καμία προσπάθεια δεν χρειαζόταν ποτέ, πρέπει να αναζητήσεις έντονα για να ανακαλύψεις ότι η αναζήτηση είναι το εμπόδιο, πρέπει να αγωνιστείς για να φτάσεις στο σημείο όπου ο αγώνας διαλύεται σε αβίαστη παρουσία.

 

Αυτός είναι ο λόγος που ο αληθινός διαλογισμός δεν μπορεί να διδαχθεί ως τεχνική ή να μεταδοθεί ως μέθοδος. Ένας δάσκαλος μπορεί να δείξει, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες όπου η κατανόηση μπορεί να ανθίσει, μπορεί να αφαιρέσει εμπόδια μέσω ερωτήσεων και προκλήσεων—αλλά το ουσιαστικό ρήγμα πρέπει να συμβεί μόνο, στην ιδιωτικότητα της δικής σου συνείδησης, όπου καμία εξωτερική αυθεντία δεν μπορεί να φτάσει. Ο γκουρού που υπόσχεται να δώσει φώτιση, που ισχυρίζεται ότι μεταφέρει σοφία μέσω μύησης ή χάριτος, προσφέρει άνεση αντί για αλήθεια, ένα ευχάριστο όνειρο αντί για την αφύπνιση που σπάει όλα τα όνειρα.

 

Η μοναξιά του διαλογισμού δεν είναι μοναχικότητα. Είναι η μοναξιά μιας κορυφής βουνού που στέκεται πλήρης από μόνη της ωστόσο αδιαχώριστη από τη γη, η μοναξιά της συνείδησης που δεν μπορεί να μοιραστεί ωστόσο είναι το ίδιο το έδαφος όλου του μοιράσματος, η μοναξιά της ύπαρξης που ο καθένας πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα χωρίς μεσάζοντα ωστόσο που αποκαλύπτει τον εαυτό της ως την ενότητα που περιέχει όλη την εμφανή διαίρεση.

 

Σε αυτή τη μοναξιά, τα όρια διαλύονται. Τα προσεκτικά διατηρούμενα τείχη μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου, μεταξύ εαυτού και άλλου, φαίνονται ως νοητικές κατασκευές που δεν έχουν πραγματικότητα πέρα από τη σκέψη που τις δημιουργεί. Αυτό που μένει όταν αυτά τα τείχη πέσουν δεν είναι μια συγχώνευση—γιατί ποτέ δεν υπήρχαν πραγματικά χωριστά πράγματα να συγχωνευτούν—αλλά μια αναγνώριση της άψογης ολότητας που ήταν πάντα παρούσα αλλά κρυμμένη από τη συνήθεια του νου να διαιρεί την πραγματικότητα σε κομμάτια.

 

Η Επιστροφή στη Σιωπή

 

Οι λέξεις τελικά εξαντλούνται προσπαθώντας να περιγράψουν αυτό που βρίσκεται πέρα από τη γλώσσα. Ο μυστικιστής, έχοντας μιλήσει, πρέπει τελικά να σιωπήσει, όχι σε ήττα αλλά σε αναγνώριση ότι η σιωπή η ίδια είναι η πιο εύγλωττη έκφραση της αλήθειας. Γιατί η σιωπή δεν είναι η απουσία ήχου αλλά ο χώρος στον οποίο ο ήχος αναδύεται και στον οποίο επιστρέφει. Είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται όλη η εμπειρία, η οθόνη πάνω στην οποία εμφανίζονται όλα τα φαινόμενα, η συνείδηση μέσα στην οποία όλο το περιεχόμενο αναδύεται και διαλύεται.

 

Ο διαλογισμός είναι η πρακτική της επιστροφής σε αυτή τη σιωπή—όχι ως απόδραση αλλά ως επιστροφή στο σπίτι, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αναγνώριση αυτού που ποτέ δεν έφυγε. Είναι διαθέσιμη σε οποιαδήποτε στιγμή, όχι ως μελλοντική επίτευξη αλλά ως παρούσα πραγματικότητα που κρύβεται μόνο από την συνεχή κίνηση του νου, από τον ατελείωτο σχολιασμό της σκέψης, από το αιώνιο άπλωμα του αναζητητή προς αυτό που φαντάζεται ότι βρίσκεται αλλού.

 

Η επανάσταση που φέρνει ο διαλογισμός είναι ολοκληρωτική επειδή συμβαίνει όχι στο περιεχόμενο της συνείδησης αλλά στη συνείδηση η ίδια. Δεν είναι μια αναδιάταξη ψυχολογικών επίπλων αλλά μια αναγνώριση του χώρου στον οποίο εμφανίζονται όλα τα έπιπλα. Οι πολιτικές επαναστάσεις αλλάζουν εξωτερικές δομές ενώ αφήνουν εσωτερικά μοτίβα άθικτα. Οι ψυχολογικές επαναστάσεις τροποποιούν συμπεριφορά και στάση ενώ διατηρούν την θεμελιώδη αίσθηση χωριστού εαυτού. Αλλά η επανάσταση του διαλογισμού διαλύει το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο χτίζονται όλες οι άλλες επαναστάσεις—την ψευδαίσθηση του χωριστού εαυτού που αγωνίζεται για επιβίωση, για νόημα, για σκοπό σε ένα σύμπαν που φαντάζεται ως ξένο και απειλητικό.

 

Αυτό που αναδύεται από αυτή τη διάλυση δεν είναι τίποτα αλλά τα πάντα—όχι με την έννοια της κατοχής όλων των πραγμάτων αλλά με την έννοια του να είσαι ένα με την ολότητα, χωρίς πια να στέκεσαι χωριστά ως παρατηρητής αλλά αναγνωρισμένος ως η ίδια η συνείδηση μέσω της οποίας το σύμπαν γίνεται ενήμερο του εαυτού του. Αυτή είναι η απόλυτη μυστικιστική αναγνώριση: ότι ο αναζητητής και το αναζητούμενο είναι ένα, ότι ο διαλογιστής και ο διαλογισμός δεν είναι δύο, ότι το άτομο και το Απόλυτο ποτέ δεν ήταν χωριστά εκτός από στο όνειρο της διαίρεσης.

 

Και έτσι το ταξίδι που φάνηκε να ταξιδεύει απεριόριστες αποστάσεις φτάνει εκεί όπου ξεκίνησε, βλέποντας με νέα μάτια αυτό που ήταν πάντα παρόν. Το ιερό που αναζητήθηκε σε μακρινούς ναούς και εξωτικές πρακτικές αποκαλύπτει τον εαυτό του σε αυτή την ανάσα, αυτή τη στιγμή, αυτό το συνηθισμένο εξαιρετικό εδώ και τώρα. Η επανάσταση που μεταμόρφωσε τα πάντα αφήνει τα πάντα ακριβώς όπως είναι—μόνο τώρα, τίποτα δεν είναι απλώς αυτό που φαίνεται. Κάθε στιγμή ανοίγει στην αιωνιότητα, κάθε άτομο δονείται με το άπειρο, κάθε ανάσα είναι η αναπνοή του Θεϊκού.

 

Σε αυτή την αναγνώριση, υπάρχει ειρήνη—όχι ως το αντίθετο της σύγκρουσης αλλά ως το έδαφος από το οποίο αναδύονται και η σύγκρουση και η αρμονία. Υπάρχει ελευθερία—όχι ως επίτευγμα της θέλησης αλλά ως παράδοση του βάρους της θέλησης. Υπάρχει αγάπη—όχι ως συναίσθημα αλλά ως αναγνώριση ενότητας, το βλέμμα ότι όλοι οι εμφανείς άλλοι είναι κινήσεις της μιας συνείδησης που φορά άπειρες μάσκες ενώ παραμένει για πάντα ο εαυτός της.

 

Ο μυστικιστής σιωπά. Ο διαλογισμός βαθαίνει. Η λέξη διαλύεται στο άλεκτο. Και σε αυτή τη διάλυση, τα πάντα αποκαλύπτονται όπως πραγματικά είναι: ιερά, ανέκφραστα, αιώνια παρόντα, περιμένοντας μόνο την αναγνώριση για να ανθίσουν στην ειρήνη που ποτέ δεν χάθηκε πραγματικά.

 

Η επανάσταση ολοκληρώνεται. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τα πάντα έχουν μεταμορφωθεί.


 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
15. The Ineffable Path: Toward the Experiential Heart of Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~