CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΕΝΤΕ ΜΕΓΑΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ, η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, (αυτό που συμβαίνει πραγματικά) μπορεί να γίνει αντιληπτό ολοκληρωτικά (δηλαδή στο βάθος, την έκταση και το περιεχόμενο του) μονάχα από το Ελεύθερο Πνεύμα που συλλαμβάνει άμεσα αυτό που συμβαίνει στο όλο και στις επιμέρους λειτουργίες που δημιουργούν μια “τοπική”  όψη της πραγματικότητας. Το Ελεύθερο Πνεύμα που δεν δεσμεύεται σε τίποτα χρησιμοποιεί την ολική αντίληψη και τις μερικές αντιλήψεις γνωρίζοντας την σχετικότητά τους και τους περιορισμούς τους. Έτσι έχει πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας, ολοκληρωτική και τελεσίδικη. Έχει αντίληψη του όλου και χρησιμοποιεί τις επιμέρους λειτουργίες αναγνωρίζοντας την αλήθεια τους (σαν λειτουργίας) αλλά δεν υιοθετεί το περιεχόμενό τους.
Η αποδοχή μιας επιμέρους λειτουργίας (της αντίληψης, της σκέψης, της ψυχικής διάθεσης, της εξωτερικής αίσθησης) σαν εκφραστή της πραγματικότητας οδηγεί σε μια παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Η υιοθέτηση του περιεχομένου σαν αλήθειας οδηγεί στην υποκειμενικότητα, την προσωπική απομόνωση, την φαντασία, δηλαδή σε μια κατασκευασμένη, μη αληθινή όψη της πραγματικότητας.
Ενώ το Ελεύθερο Πνεύμα αναγνωρίζει, για παράδειγμα, την διανόηση σαν λειτουργία, σαν αληθινή, όμως κατανοεί πως ό,τι κατασκευάζει η σκέψη (δηλαδή το περιεχόμενο της σκέψης) είναι μια τεχνητή κατασκευή. Το λάθος των ανθρώπων είναι ακριβώς ότι πιστεύουν (είναι πεπεισμένοι) πως ό,τι σκέφτονται (η σκέψη τους και τα δημιουργήματά της) είναι η πραγματικότητα, η αλήθεια. Από αυτή την διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας πηγάζουν προσανατολισμοί, διαθέσεις και πράξεις των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα φαίνεται στις κοινωνίες, στην κοινωνική ζωή.
Τι είναι λοιπόν Αλήθεια; Αλήθεια είναι αυτό που αντιλαμβάνεται το Ελεύθερο Πνεύμα, όχι το πνεύμα που ανακηρύσσει μια επιμέρους λειτουργία (όπως η σκέψη) σαν  όραμα της αλήθειας και δέχεται ό,τι παράγει αυτή η λειτουργία σαν αληθινό. Αυτό είναι μια “αλήθεια”, η αλήθεια (σαν ιδέα) στο διανοητικό επίπεδο και ήδη από την διατύπωσή της αυτή η αλήθεια οδηγεί στην  υπέρβαση της διανόησης, στην κατάργηση της σκέψης. Όλα όσα σκέφτονται οι άνθρωποι, όσα κατασκευάζουν με την σκέψη τους, είναι ψεύτικες όψεις της πραγματικότητας. Πως ακριβώς συμβαίνει αυτό;
Η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται το Ελεύθερο Πνεύμα είναι μια κίνηση που υπάρχει μόνο την στιγμή που εξελίσσεται και που ρέει κάθε στιγμή κι αλλάζει κι ανανεώνεται και ο μόνος πραγματικός χρόνος είναι ακριβώς αυτή η στιγμή, το απόλυτο παρόν. Σε αυτή την αντίληψη που συλλαμβάνει και το όλο και το μερικό και τοπικό, οι λειτουργίες είναι αληθινές, σαν λειτουργίες, αλλά όχι το ψεύτικο περιεχόμενό τους. Δηλαδή αντιλαμβανόμαστε, εννοούμε (σκεπτόμαστε) συναισθανόμαστε, αισθανόμαστε, σε μια αντίληψη χωρίς όρια, περιορισμούς, διαχωρισμούς του όλου και του μερικού. Δρούμε άμεσα, χωρίς παραμορφώσεις ή περισπασμούς, όπου χρειάζεται, χωρίς να χάνουμε ποτέ την ροή της ζωής. Οι άνθρωποι όμως, με την σκέψη τους, δεν κρατιούνται σε επαφή με την κίνηση, την αέναη αλλαγή των φαινομένων, στην ροή της ζωής. Φτιάχνουν σταθερές εικόνες του “χώρου”, των αντικειμένων, των φαινομένων κι εκεί που υπάρχει μόνο κίνηση κι εξέλιξη βλέπουν σταθερές ουσίες που “εξελίσσονται” κι “αλλάζουν”  (κι αυτό είναι διαφορετικό). Το αποτέλεσμα είναι πως οι άνθρωποι δεν ζουν την ζωή στην ροή της αλλά σκέφτονται (στεκόμενοι έξω από το ρεύμα της ζωής) την ζωή, τα αντικείμενα, τις σχέσεις τους, προσανατολίζονται σύμφωνα με την ιδεολογική “αποθήκη” τους και πράττουν προσπαθώντας να εφαρμόσουν τις επιθυμίες τους. Προσπαθούν να εφαρμόσουν το μοντέλο της σκέψης τους (που συνεχώς ανανεώνουν και αναπροσαρμόζουν στις νέες συνθήκες, αλλά πάντα είναι κάτι “στατικό”) στην πραγματικότητα. Ζουν στην φαντασία τους και προσπαθούν να εφαρμόσουν την φαντασία τους στην ζωή. Φυσικό είναι να αποτυγχάνουν τις πιο πολλές φορές και να απογοητεύονται.
Η αλήθεια λοιπόν βρίσκεται μόνο στην άμεση επαφή με την πραγματικότητα, με αυτό που συμβαίνει, στην παρακολούθηση της ροής της ζωής, στο απόλυτο παρόν, στην στιγμή που ρέει.  Η αλήθεια δεν βρίσκεται στην σκέψη των ανθρώπων. Όλη η σκέψη των ανθρώπων, ο πολιτισμός τους, οι φιλοσοφίες κι οι θρησκείες τους (σαν δόγματα) κι οι πράξεις των ανθρώπων, είναι όλα μάταιες ειδωλολατρείες. Δεν ανήκουν στην πραγματική ζωή αλλά στην φαντασία που έχουν ανακηρύξει οι άνθρωποι σε αλήθεια.
Αλήθεια στον σχετικό κόσμο των ανθρώπων είναι ό,τι οδηγεί προς την Πραγματικότητα πέρα από τις φαντασίες κι αυταπάτες των ανθρώπων. Όλη η σκέψη είναι για πέταμα. Όλες οι επιθυμίες κι οι προσανατολισμοί που μας απομακρύνουν από την Αλήθεια είναι πάθη κι ανοησία και σπατάλη χρόνου. Όλες οι πράξεις των ανθρώπων, ακόμα και αυτές που θεωρούνται οι πιο ιερές, όπως τα ψευτομυστήρια κι οι μαγικές τελετουργίες, είναι αφελής ειδωλολατρεία, που δεν μας ανυψώνει προς την Αλήθεια.
Ο Δρόμος της απάρνησης των περιττών στον κόσμο, της απάθειας στο σκοτάδι των επιθυμιών, της σιωπής μέσα στον θόρυβο της σκέψης, της άμεσης επαφής με ό,τι συμβαίνει πραγματικά (κι όχι με ό,τι σκεφτόμαστε), της απελευθέρωσης από περιορισμούς κι αυταπάτες, είναι ο Μόνος Δρόμος που Οδηγεί στην Ελευθερία, στην Ολοκλήρωση, στην Αλήθεια. Όχι σαν επίτευξη κάποιου εγώ, σαν αποτέλεσμα κάποιας προσπάθειας, αλλά ακριβώς σαν διάλυση κάθε αυταπάτης που αφήνει την Φύση να Λειτουργήσει Ελεύθερα, Αντικειμενικά κι Ολοκληρωμένα.
Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Κι αυτή η “αλήθεια” δεν είναι ένα διανόημα, μια θεωρία, αλήθεια που πρέπει να πιστεύουμε και να διδάσκουμε και να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε. Είναι κάτι που διαπιστώθηκε πρακτικά, απαύγασμα εμπειρίας, ο Μόνος Ορθός Τρόπος Ζωής, κάτι απόλυτα πρακτικό. Η Ίδια η Ζωή.
...

2. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ σαν Ανοιχτή Διαδικασία Αντίληψης δεν έχει ιδιότητες. Ούτε ταυτίζεται με το περιεχόμενό της, την Ενότητα, το Υποκείμενο, το Αντικείμενο, Καταστάσεις, Εμπειρίες ή Δραστηριότητες. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία αντίληψης, μονάχα όταν είναι άμεση, ανόθευτη σύλληψη αυτού που συμβαίνει, είναι αντικειμενική και συλλαμβάνει την Πραγματικότητα. Όταν η αντίληψη γίνεται επεξεργασία ή συμβολική απεικόνιση ή επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο, τότε δεν αντανακλά την Πραγματικότητα αλλά μια “κατασκευασμένη” πλασματική πραγματικότητα.
Η Συνείδηση Αποτελεί το Απόλυτο Υπόβαθρο κάθε αντίληψης, κάθε εμπειρίας. Όταν η Συνείδηση αυτοπεριορίζεται σε ένα κέντρο αντίληψης (σε ένα υποκείμενο) διαχωρίζεται από το Όλον και βιώνει την δυαδικότητα του υποκειμένου που έχει απέναντι το αντικειμενικό. Το Ον (τα όντα, οι άνθρωποι) με απόλυτα δική του ευθύνη αυτοπεριορίζεται σε ένα αντιληπτικό (υπαρξιακό, νοητικό, ψυχικό, ψυχοβιολογικό) κέντρο κι εισέρχεται στον κόσμο της δυαδικότητας που είναι κατασκευασμένος και πλασματικός. Αυτή η δραστηριότητα είναι μια απομονωτική διαδικασία κι η απομόνωση είναι τόσο πιο μεγάλη όσο ισχυρότερο είναι το εγωιστικό κέντρο. Στην πραγματικότητα, το ον, όταν εισέρχεται σε αυτή την κατάσταση, τρόπο ζωής, εισέρχεται σε ένα προσωπικό κόσμο, στον δικό του προσωπικό λαβύρινθο, ύπαρξης, σκέψης, ζωής. Μονάχα αυτός ο ίδιος μπορεί να κατανοήσει τι συμβαίνει και μονάχα αυτός ο ίδιος μπορεί να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς κι αυταπάτες και να ξαναβρεί μέσα του (μέσα στην ίδια του την φύση) την Ελευθερία, την Απεραντοσύνη της Ύπαρξης, το Άχρονο, το Πραγματικό. Αυτή η Πορεία προς το Πραγματικό σημαίνει την εγκατάλειψη της προσωπικής ύπαρξης, του εγώ, των περιορισμών, των εξαρτήσεων κι όλων των παραπλανητικών εμπειριών. Μονάχα όταν το ον ανυψώνεται πάνω από την δυαδικότητα, πάνω από το εγώ, τον διαχωρισμό υποκείμενο-αντικείμενο, στην Άμεση Αντίληψη της Πραγματικότητας (στην άμεση επαφή με αυτό που συμβαίνει), βιώνει την Ενότητα της Ύπαρξης και την άμεση επαφή με όλα (την βαθύτερη ουσία τους κι όχι τις επιφανειακές δραστηριότητές τους). Αυτό όμως, το Αίσθημα Ενότητας της Ύπαρξης, δεν μπορεί να οδηγήσει στην παρεξήγηση ή να στηρίξει την αυταπάτη ότι (σε Αυτή την Κατάσταση Ενότητας) είμαστε σωτήρες του παντός κι ότι πρέπει να σώσουμε όλα τα πλάσματα. Είναι η τελευταία αυταπάτη του εγώ που διαλύεται μέσα στο Παγκόσμιο (και προσπαθεί να αγκιστρωθεί στην ιδέα του “σωτήρα”, του “μποντισάττβα”, του αγίου, κλπ.. Όταν κάποιος βιώνει την Ενότητα είναι πραγματικά Ένα με όλα αλλά κάθε ον ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Όπως με δική του ευθύνη μπήκε μέσα στην προσωπική αυταπάτη, μέσα στον λαβύρινθο της ίδιας του της αντίληψης, έτσι πρέπει αυτός ο ίδιος να κατανοήσει την αυταπάτη του και να απελευθερωθεί. Κανένας δεν μπορεί να σώσει κανέναν.
Όταν κάποιος ζει μέσα στην αυταπάτη της σκέψης, του εγώ, της δυαδικότητας, του χρόνου, της εξέλιξης, πιστεύει ότι μπορεί να εξελιχθεί, να κατανοήσει την αλήθεια, να φωτισθεί. Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι δραστηριότητες ανήκουν στην πλασματική κατασκευασμένη πραγματικότητα του εγώ. Όλες οι φιλοσοφίες που φτιάχνουν οι άνθρωποι της σκέψης είναι θεωρητικά οικοδομήματα κι όλες οι θρησκείες είναι ειδωλολατρείες γιατί έχουν να κάνουν με ψεύτικα πράγματα (αντιλήψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, συμπεριφορές, πράξεις) κι όχι με αυτά που συμβαίνουν πραγματικά, με πραγματικά πράγματα που υπάρχουν. Η κατανόηση αυτού που συμβαίνει δεν είναι κατανόηση κάποιου πράγματος αλλά διάλυση της αυταπάτης, παύση της διαστρεβλωτικής διαδικασία της σκέψης. Μονάχα στην Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει, χωρίς αναλύσεις, διαστρεβλώσεις, μας τοποθετεί στην πραγματικότητα, στον πραγματικό χρόνο, στο απόλυτο παρόν, στην Στιγμή που Ρέει, στην Αλήθεια.
Η Πραγματική Ολοκληρωτική Πλήρης Προσοχή, Εδώ, Τώρα, σε ό,τι συμβαίνει πραγματικά, η άμεση επαφή με την ροή της πραγματικότητας, δεν αφήνει περιθώριο για άλλη ενασχόληση. Πρέπει να ακολουθούμε συνεχώς το Ρεύμα της Ζωής. Το να βγούμε από αυτή την Άμεση Επαφή με την Ζωή σημαίνει ακριβώς ότι βυθιζόμαστε στην προσωπική ονειροπόληση. Κι όσο κι αν αυτή η ονειροπόληση μοιάζει πραγματική εμπειρία δεν παύει να είναι μια διαστρεβλωτική διαδικασία που μας βγάζει από την Πραγματικότητα στο ψεύτικο. Αυτή η Απλή Ολοκληρωτική Πλήρης Προσοχή είναι Αληθινός Διαλογισμός, Αληθινή Όραση, που αγκαλιάζει το σύνολο της ζωής. Όταν Ρέουμε με την Ζωή  δεν έχουμε διαχωρισμούς στον χρόνο ή στις καταστάσεις. Η Ροή είναι Συνεχής, η εμπειρία είναι πραγματική κι όλη αυτή η ζωή είναι διαλογισμός. Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τις παιδιάστικες δραστηριότητες που ονομάζουν οι αμαθείς διαλογισμό, δραστηριότητες του εγώ που ζει μέσα στην δυαδικότητα, συγκέντρωση, προσευχή, ή οτιδήποτε άλλο. Η Μόνη Διέξοδος στην Πραγματικότητα είναι Εδώ, Τώρα, στην Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει.
Όταν κάποιος κατανοεί αυτό που συμβαίνει, όχι με την έννοια να κατανοήσουμε κάτι αλλά να διαλύσουμε τις αυταπάτες, διαλύονται οι περιορισμοί της Συνείδησης, η Συνείδηση Απελευθερώνεται. Η Συνείδηση δεν ταυτίζεται με κανένα περιεχόμενο αλλά Στέκεται Αιώνια, στην Στιγμή που Ρέει, Πέρα από τον Χρόνο, την Δημιουργία, τις Εμπειρίες, τα Φαινόμενα. Μια Τέτοια Ελεύθερη Συνείδηση, εφόσον είναι συνδεδεμένη με ένα σώμα, μπορεί ελεύθερα να ενεργεί όπου καλείται από τις ανάγκες της ύπαρξης, άμεσα (χωρίς χρόνο) και χωρίς να κρατιέται πουθενά. Βρίσκεται ταυτόχρονα έξω από όλα και μέσα σε όλα. Έχει μια τελείως διαφορετική εμπειρία ζωής από αυτές τις συνειδήσεις που περιορίζονται σε ένα αντιληπτικό κέντρο, σε ένα εγώ και στους περιορισμούς και στις αυταπάτες ενός εγώ. Αυτή η Ελεύθερη Συνείδηση είναι η Αληθινή Φύση του Ανθρώπου.

3. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ

Όλοι αυτοί που ασχολούνται με τον Εσωτερισμό, τον Μυστικισμό, τις Θρησκευτικές Πρακτικές Πνευματικής Ανάπτυξης, αργά ή γρήγορα βρίσκονται μπροστά σε ένα καθαρά πρακτικό πρόβλημα. Πώς να Δουν πραγματικά, πώς να Βιώσουν την Πραγματικότητα, πώς να ζήσουν Ορθά. Στην πραγματικότητα, σε όποια κατάσταση επίγνωσης κι αν βρίσκεται το ον (τα όντα, οι άνθρωποι) πάντα έχει μια αντίληψη της πραγματικότητας, είτε καθαρή είτε παραμορφωμένη, κατασκευασμένη, πλασματική. Και σε κάθε περίσταση κάποιος έχει μια αντίληψη, μια γνώμη, για οποιοδήποτε θέμα. Προφανώς μιλάμε για το πώς μπορεί να έχει κάποιος πραγματική θέαση της Πραγματικότητας, πώς να ζει πραγματικά, πώς να ζει την πραγματική ζωή κι όχι τις φαντασιώσεις του.
Όλοι οι Μεγάλοι Σοφοί, ο Λάο Τσε, ο Βούδας, οι Διδάσκαλοι της Βεδάντα, ο Πανταζάλι, ο Ορφέας, ο Ιησούς, ο Προφήτης, μέχρι τους σύγχρονους θεόσοφους και τον Κρισναμούρτι, μίλησαν για το πώς μπορούμε να Βιώσουμε την Πραγματικότητα. Όχι σαν μια μέθοδο, σαν μια προσπάθεια, σαν διανοητική κατανόηση ή σαν επίτευξη ενός εγώ, αλλά σαν Άμεση Όραση, Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας, χωρίς τις διαστρεβλώσεις της αντίληψης, της σκέψης ή των εξωτερικών αισθήσεων. Το να Δει κάποιος με Πλήρη Προσοχή αυτό που συμβαίνει είναι ο μόνος τρόπος να Δούμε. Τι σημαίνει να Δούμε με Προσοχή; Σημαίνει πολλά πράγματα. Καταρχήν σημαίνει ότι είμαστε εδώ, «παρόντες» αυτή την στιγμή. Ότι βλέπουμε αυτό που συμβαίνει, την ροή των φαινομένων, την αλλαγή, την ανανέωση, (και εσωτερικά, μέσα μας, και εξωτερικά, στο σώμα, στον κόσμο). Είμαστε στο Ρεύμα της Ζωής, στην κίνηση αυτού που συμβαίνει. Σε μια τέτοια Άμεση Επαφή μπορούμε όχι  μόνο να δούμε τα εξωτερικά πράγματα χωρίς παρεμβολές και διαστρεβλώσεις αλλά και να αναγνωρίσουμε όλες τις εσωτερικές κινήσεις, συναισθήματα, σκέψη (ανάλυση, σχολιασμό, σχετιζόμενες μνήμες) και γενικά όλο τον αντιληπτικό μηχανισμό.  Η Άμεση Θέαση είναι απλή θέαση χωρίς τίποτα πρόσθετο κι αποκαλύπτει ακριβώς αυτό που συμβαίνει, μια ανοιχτή αντίληψη ενότητας της ύπαρξης που τα περιλαμβάνει όλα κι όπου δεν αναδύονται ατομικές αντιλήψεις, διαχωρισμοί υποκειμένου-αντικειμένου. Σε μια Κατάσταση Επίγνωσης η Συνείδηση βρίσκεται παντού ταυτόχρονα, σε όλες τις λειτουργίες και δρα όπου την καλεί η ζωή χωρίς να καθυστερεί πουθενά περισσότερο από όσο χρειάζεται η ίδια η ζωή.
Προφανώς μια Τέτοια Προσοχή, μια Συνεχής Εγρήγορση και Παρακολούθηση του Ρεύματος της Ζωής απαιτεί νοημοσύνη και δύναμη. Η Εγρήγορση, το να είσαι συνεχώς «ξύπνιος» απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας και τελικά είναι κουραστικό. Από μόνη της η ίδια η ζωή αναστέλλει αυτή την κατάσταση για να φέρει ισορροπία  και ξεκούραση (με τον ύπνο). Οι άνθρωποι, στην διάρκεια της εξέλιξής τους, προκειμένου να διατηρήσουν την εγρήγορση, την επαφή με την πραγματικότητα, κατέφυγαν στην «αυτοματοποίηση». Οι άνθρωποι δημιουργούν ένα σταθερό πρότυπο (μια σταθερή νοητική αφηρημένη εικόνα) του χώρου, της πραγματικότητας, των αντικειμένων, της ζωής και εντάσσουν μέσα σε αυτό τις δραστηριότητές τους, στρέφοντας την προσοχή τους σε ιδιαίτερα πράγματα. Αυτή η αυτοματοποίηση εξοικονομεί ενέργεια και οι άνθρωποι μπορούν να έχουν πολλές ώρες δραστηριότητας μέχρι πάλι να εξαντληθούν και να πέσουν σε ύπνο (με την αναγκαστική αναστολή της εγρήγορσης). Η ζωή των ανθρώπων μοιράζεται ανάμεσα στην εγρήγορση και τον ύπνο.
Την ίδια στιγμή όμως, ενώ η αυτοματοποίηση βοηθά τον άνθρωπο στην δράση του, ταυτόχρονα τον αποσπά από την άμεση θέαση αυτού που συμβαίνει (αφού στην αντίληψη «παρεμβάλλονται» τα σταθερά πρότυπα χώρου, πραγματικότητας, αντικειμένων) και τον βάζει σε μια κατασκευασμένη πραγματικότητα (που «αναπροσαρμόζεται, σαν πληροφορία, όταν είναι ανάγκη). Έτσι οι άνθρωποι (οι περισσότεροι) δεν έχουν πραγματική εγρήγορση (δηλαδή άμεση θέαση αυτού που συμβαίνει και παρακολούθηση της ροής της ζωής) αλλά ζουν σε μια κατάσταση μισο-συνειδητού, μισο-ύπνου. Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι ζουν σε αυτή την κατάσταση του μισοξύπνιου. Αυτό αποδεικνύεται και από την Πειραματική Ψυχολογία (που μελετά την συνείδηση, την εγρήγορση, την αυτοματοποίηση, τα νοητικά πρότυπα και την παρεκτροπή της αντιληπτικής διαδικασίας) αλλά και από την συμπεριφορά των ανθρώπων. Όλοι σκέπτονται την ζωή. Έχουν σταθερά πρότυπα της πραγματικότητας, των αντικειμένων, των σχέσεων, μνήμες, γνώσεις, πληροφορίες. Όλη αυτή η διαμόρφωση της αντίληψης, της συμπεριφοράς και της εξωτερικής δράσης γίνεται με την κοινωνικοποίηση, την εκπαίδευση (την εκμάθηση της γλώσσας και των όρων που περιγράφουν την πραγματικότητα) και την ζωή μέσα στην κοινωνία, (την πολιτικοοικονομική κατάσταση, την μαζική πληροφόρηση, κλπ.) κι ασφαλώς τις προσωπικές εμπειρίες. Οι άνθρωποι σκέπτονται την ζωή αντί να την ζουν και εφαρμόζουν όσα σκέφτονται στην πραγματική ζωή, άλλοτε με επιτυχία αλλά συνήθως με αποτυχία κι απογοήτευση.
Έτσι, οι άνθρωποι που δεν έχουν Πραγματική Εγρήγορση κι έχουν αυτοματοποιήσει την αντίληψή τους, έχουν ιδέες για τα πράγματα, τα αντικείμενα, τον εαυτό, τον κόσμο. Δημιουργούν, δομούν, ένα αντιληπτικό ψυχολογικό κέντρο, ένα εγώ, μια προσωπικότητα και ζουν την δυαδικότητα του υποκειμένου-αντικειμένου. Παραμένοντας μέσα σε αυτή την κατάσταση επίγνωσης οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ύπαρξη μέσα από το εγώ (μια «απομονωμένη» συνειδησιακή κατάσταση) και προσπαθούν να εξελιχθούν, να κατανοήσουν, να ζήσουν την αλήθεια, μέσα από το εγώ. Οι άνθρωποι, αδυνατώντας να Αφυπνιστούν πραγματικά, να Δουν, να Προσέξουν τι συμβαίνει, να Αντιληφθούν, Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, ό,τι συμβαίνει, να Μπουν στην Ροή της Πραγματικής Ζωής, σκέπτονται την πραγματικότητα, το εγώ, την εξέλιξη, την αλήθεια, την φώτιση. Φτιάχνουν (μέσα στην σκέψη) μια απομίμηση της πραγματικής ζωής, της αφυπνισμένης ζωής και νομίζουν ότι με δραστηριότητες του εγώ (εφαρμόζοντας όσα σκέπτονται) θα φτάσουν στην αλήθεια. Όταν αυτοί οι άνθρωποι (και μπορεί και εμείς να ανήκουμε σε αυτούς) μιλούν για την θρησκευτική πρακτική, για διαλογισμό, προσευχή, πνευματική άσκηση, κλπ. αντιλαμβάνονται και ξεκινούν ήδη μέσα από τα δεδομένα του εγώ. Λες και το εγώ είναι κάτι πραγματικό, αυτοί οι ίδιοι, η ύπαρξή τους. Δεν κατανοούν ότι το εγώ είναι μια διαστρεβλωτική διαδικασία αντίληψης κι ότι όλα αυτά που ζουν είναι «ψευδαισθητικά». Έτσι, εφαρμόζουν τον εξωτερικό διαλογισμό της δυαδικότητας (του υποκειμένου που έχει απέναντί του το υποκείμενο, ένα αντικείμενο). Ο Πανταζάλι περιέγραψε (ακριβώς για αυτούς τους ανθρώπους) τον Διαλογισμό με υποστήριγμα. Στην πραγματικότητα όλη η διαδικασία του εξωτερικού διαλογισμού (της δυαδικότητας) έχει σκοπό την υπέρβαση της διάκρισης υποκειμένου-αντικειμένου. Το Σαμπράτζνατα Σαμάντι είναι μια κατάσταση επίγνωσης της Ενότητας της Ύπαρξης, όπου διαλύονται οι διαχωρισμοί υποκειμένου-αντικειμένου. Για τους ανθρώπους της δυαδικότητας αυτό είναι μια άγνωστη, θαυμάσια, θεϊκή κατάσταση. Συνήθως όμως αυτό δεν κρατά και οι άνθρωποι της δυαδικότητας ξαναπέφτουν στο εγώ, στην διάκριση από τον κόσμο, στην δυαδικότητα. Στην πραγματικότητα όλη αυτή η προσπάθεια έχει στόχο να σταθεροποιηθούμε στην Κατάσταση του Σαμάντι. Σε αυτή την Κατάσταση έχουμε Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας, ζούμε στην πραγματική ζωή, στο απόλυτο παρόν, σε αυτό που συμβαίνει, στην ροή της ζωής. Αυτή η Κατάσταση είναι ακριβώς η Πραγματική Εγρήγορση για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Κι εδώ (στην «συνέχεια») βιώνουμε τις διάφορες ποικιλίες του Σαμάντι χωρίς υποστήριγμα (Ασαμπράτζνατα Σαμάντι) που περιέγραψε ο Πανταζάλι με τεχνικούς όρους. Στην πραγματικότητα, όλοι οι Μεγάλοι Σοφοί μίλησαν για το Βίωμα της Εγρήγορσης και τις Εμπειρίες της Συνείδησης στις Εσωτερικές Καταστάσεις.
Τα είναι λοιπόν Διαλογισμός; Πραγματικός ή Αληθινός Διαλογισμός; Είναι η Πραγματική Εγρήγορση, η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, η Ζωή στο Παρόν, Εδώ, Τώρα, στην Στιγμή που Ρέει κι ανανεώνεται συνεχώς, στην Ίδια την Αιωνιότητα που είναι πέρα από τον χρόνο των ανθρώπων. Ο εξωτερικός διαλογισμός των ανθρώπων της δυαδικότητας δεν είναι παρά μια προετοιμασία για την ενοποίηση της επίγνωσης και την υπέρβαση του διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου. Αλλά και αυτόν τον εξωτερικό διαλογισμό οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα να τον ασκήσουν. Οι πιο πολλοί άνθρωποι ζουν μισοξύπνιοι με κατασκευασμένες εικόνες της πραγματικότητας που συνήθως αποδέχονται με την κοινωνικοποίηση, με την συμμετοχή τους σε μια κοινωνία και είναι προσανατολισμένοι προς την εξωτερική κοινωνική-υλική-οικονομική και πρακτική ζωή. Έτσι ξοδεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι τον χρόνο τους. Στην πραγματικότητα χρειάζονται χρόνο, περισσότερο χρόνο (σύμφωνα με την αντίληψη των ανθρώπων για τον χρόνο) για να Αφυπνιστούν. Οι πιο πολλοί άνθρωποι περνούν την ζωή τους σε αυτή την κατάσταση της ονειροπόλησης. Για κάποιους που έχουν αφυπνιστεί και βλέπουν την κατάσταση των ανθρώπων είναι θλιβερό. Από την άλλη  όμως δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Δεν μπορείς να ξυπνήσεις κάποιον από το όνειρό του. Μονάχα όταν χορτάσει ύπνο κι όνειρα θα ξυπνήσει μόνος του. Αυτό λέει η Εμπειρία της ζωής. Για αυτό οι Αφυπνισμένοι ζουν ήσυχα χωρίς να κάνουν θόρυβο στην κοινωνία. Δεν θέλουν να ξυπνήσουν βίαια όσους κοιμούνται. Αυτοί που κάνουν θόρυβο μέσα στην κοινωνία είναι αυτοί που ονειρεύονται ότι είναι ηγέτες, θρησκευτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, ή οτιδήποτε άλλο.
Όλη η ζωή των ανθρώπων, οι αντιλήψεις τους, οι φιλοσοφίες τους, οι θρησκείες τους, ο πολιτισμός τους, η ζωή τους, οι συμπεριφορές τους, είναι όλα μέσα στο όνειρο, όνειρο (αλήθεια αναμεμιγμένη με πολύ ψευδαίσθηση). Η Πραγματική Ζωή είναι έξω από όλο αυτό, στην Εγρήγορση, στην Πραγματική Ζωή, έξω από τον χρόνο, στην Αιωνιότητα.
...

4. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Η Γνήσια Θρησκεία (ή κάθε γνήσιο θρησκευτικό φαινόμενο) είναι καταρχήν «Εμπειρία της Πραγματικότητας», Ολοκληρωτική Αποκάλυψη και Βίωση της Αλήθειας μέσα μας, δηλαδή Βίωση Μιας Απόλυτης Κατάστασης. Είναι Μια Κατάσταση Παρουσίας Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Αντιληπτικούς Περιορισμούς, Ζωντανή, Ρέουσα, Χωρίς Αλλοιώσεις, Χωρίς Χρόνο. Είναι Μια Αντίληψη Ανοιχτή Χωρίς Όρια, Μια Αντίληψη Ενοποιημένης Ύπαρξης όπου δεν υφίσταται κανένας «διαχωρισμός». Είναι Μια Ελεύθερη Επεκτεινόμενη Αιώνια Αντίληψη που δεν «στέκεται» πουθενά. Είναι τελικά το Βίωμα της Αληθινής Ύπαρξης. Είναι το Αιώνιο Βασίλειο πέρα από όλες τις ψευδαισθητικές δραστηριότητες.
Η Γνήσια Θρησκεία είναι κατά δεύτερο λόγο «Κωδικοποίηση του Βιώματος», σε όποια γλώσσα είναι δυνατόν, σε όλα τα «επίπεδα» στα οποία αντιλαμβάνεται και λειτουργεί το ον. Μεταφέρεται σαν Αλήθεια στο Επίπεδο και στην Γλώσσα της Αντίληψης και γίνεται (μέσα στην εμπειρία του όντος) «Άμεση Θέαση», Ενόραση, Εσωτερική Διαίσθηση, κλπ. Οργανώνεται σαν ιδέα, έννοια,  «πληροφορία», στο επίπεδο και στην γλώσσα της διανόησης και γίνεται αλήθεια, γνώση, διδασκαλία, δόγμα, κλπ. Συνδέεται ακόμα με ψυχολογικές στάσεις, προσανατολισμούς, ή διαθέσεις και γίνεται «θρησκευτικότητα», κλπ. Μπορεί ακόμα να αντιστοιχεί με εξωτερικές δραστηριότητες, λατρευτικές πράξεις, προσευχές, κινήσεις ή στάσεις, κλπ.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που έχει πραγματική, ουσιαστική, σημασία είναι η ίδια η «Εμπειρία» στην οποία «δείχνουν» και οδηγούν ή καταλήγουν, Αντίληψη, διανόηση, ψυχική διάθεση, εξωτερικές πράξεις. Σε μια Ανάδυση προς το Πραγματικό, προς την Εμπειρία της Πραγματικότητας, όλα τα εξωτερικά εγκαταλείπονται ή εσωτερικοποιούνται και μετουσιώνονται σε Εσωτερική Προσοχή, «Υπέρβαση», Σιωπή. Η Αληθινή Θρησκεία, η Αληθινή Προσευχή, ο Αληθινός Διαλογισμός, είναι Σιωπηλά, Είναι Σιωπή. Παραδείγματα τέτοιας Ανάβασης είναι οι Πέντε Μυήσεις του Ορφέα, η Ευγενής Οκταπλή Ατραπός του Βούδα, το Οκταπλό Μονοπάτι (Αστάνγκα Γιόγκα) του Πανταζάλι, η χριστιανική μυστική πρακτική κι ανάλογες πρακτικές σε άλλες παραδόσεις.
Έτσι, Ορίζοντας την Θρησκεία σαν «Εμπειρία της Πραγματικότητας», σαν «Ανάδυση στο Αληθινό», πέρα από όλες τις εξωτερικές εκφράσεις, θα πρέπει να απορρίψουμε την ελλιπή αντίληψη ότι θρησκεία μπορεί να είναι ένα «μέρος» της διαδικασίας, ή μια εξωτερική δραστηριότητα. Θρησκεία (Ολόκληρη Θρησκεία, Ολοκληρωμένη Θρησκεία) δεν μπορεί να είναι μόνο η ενορατική πίστη ή η εσωτερική διαίσθηση της Θείας Παρουσίας. Θρησκεία δεν είναι οι Διδασκαλίες και τα Δόγματα. Θρησκεία δεν είναι η ψυχολογική πίστη και τάση προς το Θείο. Θρησκεία δεν είναι όλη η εξωτερική θρησκεία, των ναών, της τελετουργίας, των εξωτερικών προσευχών και μυστηρίων, των αφιερωμάτων, προσκυνημάτων, κλπ. Όλα αυτά (μόνα τους) είναι αποσπασματικές όψεις της αληθινής θρησκείας.
Τελικά η Αληθινή Θρησκεία είναι μια Πραγματική Εσωτερική Ανάβαση προς το Εσωτερικό Βάθος της Ύπαρξης, προς το Πραγματικό Μέσα μας και ταυτόχρονη εγκατάλειψη των εξωτερικών δραστηριοτήτων, του εξωτερικού κόσμου και των εξωτερικών πράξεων. Αυτός είναι ο Μόνος Αληθινός Δρόμος. Κι Όλοι οι Σοφοί για αυτόν τον Δρόμο μίλησαν. Για αυτόν τον Δρόμο μιλάμε.
...

5. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΥΗΣΗ

Στην Πλήρη Άμεση Αντίληψη της Πραγματικότητας Είναι Όλα Εδώ, Τώρα, Πέρα από την Ακινησία ή την Κίνηση (δηλαδή την απουσία ή την ύπαρξη φαινομένων), πέρα από τον χρόνο, στον Μόνο Πραγματικό Χρόνο που υπάρχει, στην Στιγμή που Ρέει. Είναι Μια Κατάσταση Ολότητας (αφού Όλα Είναι εδώ ταυτόχρονα, Τώρα), Μια Ενοποιημένη Κατάσταση της Συνείδησης που Αναγνωρίζει την Ενότητα της Ύπαρξης, τόσο στο Βάθος της Ύπαρξης όσο και στις επιφανειακές εκδηλώσεις (πίσω και πέρα από τις επιφανειακές εκδηλώσεις τις οποίες αναγνωρίζει, αλλά μόνον σαν εκδηλώσεις, φαινόμενα και όχι σαν πραγματικότητα).
Είναι ακριβώς η Μεταφυσική Άγνοια (δηλαδή η μη πλήρης άμεση αντίληψη της πραγματικότητας) που δημιουργεί σύγχυση και παρουσιάζει μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα όλα τα φαινόμενα της ύπαρξης δεν είναι παρά δραστηριότητες χωρίς δική τους υπαρξιακή ουσία, υπόσταση, είναι δηλαδή απλά φαινόμενα. Κι αυτή η Κατάσταση (της Ύπαρξης, της παρουσίας φαινομένων) δεν είναι κάτι διαφορετικό από την Κατάσταση της Ακινησίας, της Ηρεμίας, της απουσίας φαινομένων. Είναι ο σε κατάσταση σύγχυσης νους (των όντων) που δημιουργεί τον διαχωρισμό, την δυαδικότητα, την αναγνώριση αντιθέσεων. Κι είναι αυτός ο “νους σε σύγχυση” που προσπαθεί μέσα από την διαλεκτική σχέση των αντιθέτων να κατανοήσει το φαινόμενα της ύπαρξης, τα φαινόμενα. Αλλά όλες οι ερμηνείες του δεν είναι παρά κατασκευές του διαχωρισμένου δυαδικού νου.
Πάντα, στη γη, στην ιστορία της ανθρωπότητας, στον ιστορικό χρόνο της μνήμης, υπήρχαν κι υπάρχουν άνθρωποι που Κατανοούν ότι η Πραγματικότητα Είναι Εδώ, Μπροστά μας, στην Άμεση Επαφή με αυτό που συμβαίνει πραγματικά (κι όχι μέσα από διαστρεβλωτικές διαδικασίες). Αυτοί οι άνθρωποι Διαπιστώνουν ότι η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα είναι κάτι άμεσο που γίνεται εδώ, στον πραγματικό χρόνο, τώρα και δεν είναι ζήτημα εξέλιξης του διαμορφωμένου (δυαδικού) νου ή προσπάθειας ή επίτευξης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία “ενότητα της συνείδησης” που πρέπει να πραγματοποιηθεί, υπάρχει μόνο δυαδικότητα (μια ψευδής κατάσταση-εμπειρία) που πρέπει να αναγνωριστεί (πραγματικά, με πραγματική δράση). Κι αυτό μπορεί να γίνει Βλέποντας στην Ρίζα των φαινομένων, εκεί που αναδύεται η ψευδής αντίληψη της διαχωρισμένης ύπαρξης, εκεί που διαμορφώνεται το “εγώ”. Αυτοί οι άνθρωποι “Δημιούργησαν” μια Παγκόσμια Εσωτερική Παράδοση ξεπερνώντας τις τοπικές εκφράσεις της Αλήθειας, τις περιορισμένες περιγραφές της πραγματικότητας. Βιώνοντας την Μοναδική Εσωτερική Πνευματική Πραγματικότητα “Συνδέονται” με Πνευματικούς Δεσμούς (κι όχι με εξωτερικούς δεσμούς, στον κόσμο των φαινομένων). Είναι οι Αληθινοί Διδάσκαλοι της Ανθρωπότητας. Αυτή η Εσωτερική Παράδοση δεν έχει καμία σχέση με όσα αντιλαμβάνονται ή πιστεύουν ή ισχυρίζονται οι άνθρωποι στον κόσμο της δυαδικότητας, στον κόσμο των φαινομένων. Έτσι από παλιά υπάρχει Μια (και Μόνο) Ιερή Παράδοση που είναι η Ουσία όλων των παραδόσεων και το περιεχόμενό της συνίσταται στην Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, στην Μετάδοση της Ζωής, του Βιώματος της Αληθινής Ζωής, πέρα από την δυαδικότητα και πέρα από διδασκαλίες, θεωρίες, φιλοσοφίες, διανοητικές ερμηνείες. Κατά φτωχή απομίμηση της Αληθινής Ιερής Παράδοσης οι άνθρωποι της δυαδικότητας φτιάχνουν θρησκείες, θρησκευτικές παραδόσεις, θρησκευτικούς οργανισμούς, εκκλησίες, θρησκευτικές ομάδες. Σε όλες αυτές τις δραστηριότητες, σε όλους αυτούς τους ανθρώπινους οργανισμούς, λείπει το Πραγματικό Βίωμα της Πραγματικότητας, που παραμένει πάντα ζητούμενο. Αντί αυτού (του Εσωτερικού Βιώματος) οι άνθρωποι κηρύσσουν θεωρίες για την Πραγματικότητα ή τον Θεό, διδάσκουν αντιλήψεις και τρόπους ζωής και τελούν τελετουργίες, εξωτερικές πράξεις, που ονομάζουν μυστήρια, μυήσεις, αυτογνωσία, κλπ. Όλα αυτά είναι παιδιάστικα παιχνίδια, είναι ειδωλολατρεία.
Η Αληθινή Ιερή Παράδοση, πέρα από την Πραγματική Εσωτερική και Ιστορική Διαδοχή και Συνέχεια (των Διδασκάλων και των Φυλάκων της Παράδοσης (την Μετάδοση του Ζωντανού Βιώματος) από “δάσκαλο” σε “μαθητή” έχει και μια ουσία, ένα περιεχόμενο, αυτό της Άμεσης Αφύπνισης στην Πραγματικότητα, δηλαδή της Πραγματικής Πνευματικής Εμπειρίας. Κάθε γνήσια λοιπόν Παράδοση, για να είναι γνήσια κι όχι μια απάτη, πρέπει να πληροί αυτούς τους δύο ελάχιστους όρους, εκτός από τις υπόλοιπες προϋποθέσεις. Παραδόσεις που υποτίθεται ότι στηρίζονται στην άμεση διαδοχή από τον θείο ή ανθρώπινο ιδρυτή τους, (τον Βούδα, τον Χριστό, τον Προφήτη, κλπ.)  κι έτσι διεκδικούν την αποκλειστική κατοχή της αλήθειας, αλλά δεν είναι σε θέση να Μεταδώσουν την Ζωή, το Ζωντανό Βίωμα, την Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα (άμεσα και αποδεδειγμένα) είναι απλά ιστορικοί θεσμοί (μιας κοινωνίας σε άγνοια) χωρίς πραγματική πνευματική δράση και χωρίς, τελικά, ιστορική σημασία. Πρόκειται για ιστορικές απάτες. Σε αυτές τις Παραδόσεις “διασώζονται” μόνον κάποιες μυστικές ομάδες που διατήρησαν το βίωμα ζωντανό. Τέτοιες Παραδόσεις είναι για παράδειγμα οι χριστιανικές εκκλησίες, για να μην πάμε πιο μακριά. Πρόκειται (αποδεδειγμένα, με ιστορικά, φιλοσοφικά και πνευματικά επιχειρήματα) για μια ιστορική απάτη που για να δημιουργηθεί απορρόφησε το Μήνυμα του Ιησού, εβραϊκά στοιχεία και ελληνικές αντιλήψεις, πεποιθήσεις, ακόμα και γιορτές.
Από την άλλη μεριά, Παραδόσεις, Μυστικές Εταιρείες και Μυητικές Οργανώσεις (που πηγάζουν από την θρησκευτική σύγχυση της Ύστερης  Ελληνικής Αρχαιότητας, στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή και), που μεταδίδουν όχι το Ζωντανό Βίωμα (την Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα) αλλά μια υποτιθέμενη πνευματική επήρεια (δύναμη) μέσω της μύησης, που θα πρέπει να ενεργοποιηθεί ή να καλλιεργηθεί από τον μυούμενο εκ των υστέρων (μιλάμε ουσιαστικά για μια εν δυνάμει μύηση και αφύπνιση) είναι επίσης ψευτοπαραδόσεις και ιστορικές απάτες. Κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει και να βεβαιώσει ότι η υποτιθέμενη επήρεια (δύναμη) υπάρχει. Η Αληθινή Μύηση δεν έχει καμία σχέση με τις θεατρικές αναπαραστάσεις των ψευδομυητικών οργανώσεων Παράδειγμα τέτοιων παραδόσεων είναι πολλοί επονομαζόμενοι Ροδόσταυροι, πολλά Τάγματα Ελευθεροτεκτόνων και κάθε είδους τέτοιες οργανώσεις. Ακόμα κι η Θεοσοφική Εταιρεία έχει χάσει την Μυητική της Ζωντάνια κι οι άνθρωποί της είναι απλά θεωρητικοί αναζητητές ή σχολιαστές.
Παραδείγματα ψευδομύησης έχουν εμφανιστεί ακόμα και στις ανατολικές θρησκείες, στο Θιβέτ για παράδειγμα (όπως κατέγραψε η Αλεξάνδρα Νταβίντ Νελ). Οι τελετουργικές μυήσεις δεν έχουν καμία σχέση με την Αληθινή Μύηση που είναι μυστικιστική βιωματική εμπειρία, πραγματική αφύπνιση.
Τι είναι λοιπόν η Αληθινή Πνευματική Μύηση; Είναι η Μέσω της Αληθινής Μύησης Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα, δηλαδή η Αναγνώριση, Εδώ, Τώρα, της Πραγματικότητας που τα Περιλαμβάνει Όλα (πέρα από τις διακρίσεις που κάνει ο “νους σε σύγχυση”). Είναι Μια Συνείδηση που Είναι Ελεύθερη, Χωρίς Όρια και δεν δεσμεύεται από την απουσία ή παρουσία φαινομένων (αφού “αναγνωρίζει” τα φαινόμενα σαν φαινόμενα που δεν αλλοιώνουν την Βαθύτερη Πραγματικότητα). Είναι Μια Ύπαρξη που Βιώνεται στον Πραγματικό Χρόνο, στην Αιωνιότητα που Ρέει (είτε υπάρχουν φαινόμενα, είτε όχι). Είναι η Αντίληψη που Είναι Πλήρως Ενοποιημένη κι είναι πέρα από περιορισμένες αντιλήψεις ή διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας.
Μιλάμε πάντα για την Πραγματική Ζωή, για πράγματα που συμβαίνουν, που “υπάρχουν” (σαν ροές φαινομένων) αυτά τα ίδια, σαν γεγονότα, όχι για πράγματα που σκεφτόμαστε ή φανταζόμαστε. Η Εμπειρία ή υπάρχει (εκδηλώνεται) ή όχι. Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Η Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα είναι εγγενής στο ον, στον άνθρωπο, ανήκει στην ίδια του την φύση. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί, αναγνωρίζοντας την φύση του (την αληθινή βαθύτερη φύση του) να Αφυπνισθεί στην Πραγματικότητα, χωρίς την μεσολάβηση εξωτερικής δραστηριότητας, εξωτερικής πληροφόρησης ή βοήθειας. Αλλά είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι που “έρχονται” στην γη “έτοιμοι” (από προηγούμενες ζωές) για αυτό. Οι πιο πολλοί άνθρωποι, παγιδευμένοι μέσα στους περιορισμούς, στην ατομική αντίληψη στην δυαδικότητα, συχνά απορροφημένοι στα εξωτερικά φαινόμενα, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν την ίδια τους την φύση, να αποσπαστούν από τα εξωτερικά φαινόμενα και να κατανοήσουν την πραγματική “Ουσία” τους, Ελεύθερη, Απέραντη, Αιώνια, Χωρίς Ιδιότητες, Κενή.
Όταν η Συνείδηση Περιορίζεται, περιορίζεται σαν “αντίληψη του χώρου” και στην συνέχεια απορροφάται στο περιεχόμενο (στα περιεχόμενα) του χώρου ύπαρξης, υιοθετεί μια περιορισμένη αντιληπτική “θέση” και βιώνει την ύπαρξη σαν ατομικότητα, βιώνει την δυαδικότητα, τον διαχωρισμό από το “περιβάλλον” , τον κόσμο και τέλος μέσω του δημιουργημένου δυναμισμού της ατομικής ύπαρξης εξωτερικεύεται, βιώνει την εξωτερική εμπειρία στον εξωτερικό κόσμο, μέσα από την σύνδεση με ένα εξωτερικό “σώμα”. Σε κάθε περίσταση κάποιος βρίσκεται σε μια δεδομένη κατάσταση επίγνωσης, έχει μια δεδομένη συγκεκριμένη κατανόηση της πραγματικότητας, μια επίκαιρη τωρινή αντίληψη της πραγματικότητας και βιώνει μια συγκεκριμένη, αυτός ο ίδιος σαν οντότητα, σχέση με το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο. Θα πρέπει λοιπόν κάποιος να ξεκινήσει από αυτή την δεδομένη συνείδηση που είναι, από την τωρινή επίγνωσή του, από την παρούσα σχέση του με το σώμα, από την κατάστασή του εδώ, τώρα. Συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργούν στο επίπεδο του νου (εδώ και κάμποσες χιλιάδες χρόνια συμβαίνει αυτό). Παρόλα αυτά  επειδή οι άνθρωποι με την κοινωνικοποίησή τους έχουν αποκτήσει λανθασμένες πεποιθήσεις, συμπεριφορές, δραστηριότητες, χρειάζεται να αναμορφώσουν την δράση τους. Αυτό ακριβώς είναι η Είσοδος στην Οδό, στην Οδό της Απελευθέρωσης, της “Πραγμάτωσης”, της Αυτογνωσίας.
Χρειάζεται κάποιος (ακριβώς για να μην έχει εμπόδια στην Οδό και πριν ασχοληθεί με τον νου, τον διαλογισμό, κλπ) να κατανοήσει την σχέση του με το σώμα. Να μάθει πως λειτουργεί μέσα στο σώμα, πως να κάθεται ήσυχος, απλά να κάθεται και πως να αποσύρει την “πνευματική ενέργεια” από το σώμα. Αυτό είναι η Ηρεμία του σώματος. Χρειάζεται επίσης να κατανοήσει πως λειτουργεί ο ψυχισμός, οι συμπεριφορές, οι επιθυμίες, πως να προσανατολίζεται στον κόσμο και πως να αποκτήσει ησυχία. Αυτό είναι η Ησυχία ή Απάθεια της ψυχής. Συνήθως οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον νου, τον διαχωρισμένο νου τους, τον διαλογισμό, ενεργούν ήδη μέσα από μια περιορισμένη ατομική αντίληψη. Δεν κατανοούν ούτε τι είναι ο ίδιος ο νους, η περιορισμένη ατομική αντίληψη, ούτε πως συντηρείται και τροφοδοτείται, ούτε πως ακριβώς “γίνεται” όλη αυτή η δραστηριότητα του εξωτερικού διαλογισμού, του διαλογισμού με υποστήριγμα (δηλαδή της συγκέντρωσης σε κάποιο “αντικείμενο”, οτιδήποτε είναι αυτό το αντικείμενο). Κι ασφαλώς (σαν αποτέλεσμα) δεν μπορούν να έχουν βαθιά κατανόηση του τι ακριβώς είναι το Σαμάντι, η Ενοποιημένη Επίγνωση, η Βαθιά Αίσθηση της Ενότητας της Ύπαρξης. Δεν Βιώνουν το Πραγματικό Σαμάντι, την Οριστική, ολοκληρωτική και Τελειωτική Ενοποίηση της Επίγνωσης. Βιώνουν μια “πειθαρχημένη κατάσταση ένωσης” ένα ψευδοσαμάντι. Οι άνθρωποι που φτάνουν έτσι στο σαμάντι το κάνουν με προσπάθεια, πειθαρχία, ένταση κι όχι όπως θα έπρεπε και για αυτό μετά το τέλος της διαλογιστικής προσπάθειας αναδύεται ξανά η ατομική αντίληψη, το εγώ, ο διαχωρισμός, και η εμπειρία της δυαδικότητας. Προφανώς κάτι γίνεται λάθος, με λάθος τρόπο. Υπάρχει εδώ κάποιο μυστικό που αποκαλύπτεται μονάχα από αυτόν που γνωρίζει σε αυτόν που ενδιαφέρεται και δεν αναφέρεται στις Οδηγίες που υπάρχουν στα Ιερά Κείμενα, ούτε εξηγείται σε βιβλία που ασχολούνται με το θέμα. Ίσως επειδή αυτοί που γράφουν δεν θέλουν (για κάποιους λόγους) να το αποκαλύψουν ή ίσως επειδή κι οι ίδιοι το αγνοούν, δεν το γνωρίζουν.
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένας πιο άμεσος τρόπος να Βιώσουμε την Ενότητα της Ύπαρξης, την Παγκόσμια Συνείδηση κι αυτό ονομάζεται Αληθινός Πραγματικός Διαλογισμός. Είναι η άμεση διάλυση της ατομικής αντίληψης, που οδηγεί στην Επίγνωση της Ενότητας της Ύπαρξης. Είναι η Άμεση Αφύπνιση στην Πραγματικότητα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να δειχθεί από κάποιον που γνωρίζει. Αυτή είναι η Σιωπή του Νου, ο Όχι-Νους, το Πνεύμα που Ξυπνά.
Η Κατανόηση του Εσωτερικού Βάθους της Συνείδησης Οδηγεί στην Υπέρτατη Αντίληψη ότι η Συνείδηση Είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Αυτή είναι η Αντίληψη του Ισβάρα των ανατολικών θρησκειών, η Χριστότητα των χριστιανών μυστικών. Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε εδώ. Όταν οι άνθρωποι δεν κατανοούν τον νου τους, αυτά που έχουν μπροστά τους, τι νόημα έχει να μιλάς για τα Βάθη του Πνεύματος;
Η Αφύπνιση στην Πραγματικότητα Υπάρχει (δεν πραγματοποιείται, δεν επιτυγχάνεται, εδώ χρειάζεται προσοχή) όταν διαλύεται η Ίδια η Συνείδηση στο Πρωταρχικό Πραγματικό που Γεννά τα Πάντα, στο Άγνωστο Χωρίς Αντίληψη, στο Θείο Σκότος.
Στην πραγματικότητα η Αληθινή Μύηση Είναι Εμπειρία Μεταμόρφωσης της Συνείδησης (αν και γίνεται χωρίς προσπάθεια ή εξέλιξη, σαν Εσωτερική Κατανόηση, Διαφωτισμός), Μετάβαση σε Ανώτερα Εσωτερικά Πεδία Επίγνωσης, Απελευθέρωση από τους περιορισμούς. Πρακτικά είναι Απόσυρση της Πνευματικής Ενέργειας από τις κατώτερες λειτουργίες, λειτουργικά κέντρα, προς την Πλήρη Απελευθέρωση κι Εμπειρία του Πραγματικού Εδώ που τα Περιλαμβάνει Όλα. Είναι Μια Κατάσταση της Συνείδησης που δεν γνωρίζει εμπόδια, που δεν εμπλέκεται στις δραστηριότητες και τα φαινόμενα, ούτε παγιδεύεται πουθενά. Με αυτή την έννοια η Αληθινή Μύηση είναι μία διαδικασία και μπορεί να γίνει άμεσα, εδώ, τώρα, ξαφνικά.
Οι άνθρωποι όμως δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν άμεσα και για αυτό προχωρούν σταδιακά (προσαρμόζοντας την διαδικασία στην δική τους κατάσταση στις δικές τους δυνάμεις κατανόησης). Με αυτή την έννοια η Μύηση, τελείως τυπικά, μπορεί να ταξινομηθεί σε βαθμίδες με διάφορους τρόπους, Η ταξινόμηση είναι θέμα αντίληψης κι επιλογών κι ανάλογα με το σε ποιες λειτουργίες ή διαδικασίες αναφερόμαστε μπορεί να ταξινομηθεί ως εξής.
Άμεση Βίωση του Υπέρτατου, πέρα από κάθε αντίληψη.
Δυο Βαθμίδες Απορρόφησης στο Υπέρτατο.
Τρεις Βαθμίδες Μύησης στην Πραγματικότητα.
Πέντε Βαθμίδες Πνευματικής Αυτογνωσίας.
Επτά Βαθμίδες Διαλογισμού.
Εννέα Βαθμίδες Άσκησης.
Όλα αυτά είναι λίγο πολύ “αυθαίρετα” κι έχουν λίγη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η Αναγνώριση της Πραγματικότητας, που Είναι Απόλυτη Ελευθερία και είναι πέρα από ταξινομήσεις, πέρα από την “εξέλιξη”. Είναι Πραγματική Μετάβαση στο Άχρονο, στο Αιώνιο, στο Αληθινό (χωρίς προσπάθεια, εξέλιξη κι οτιδήποτε αντιλαμβάνεται ή φαντάζεται ο ανθρώπινος διαμορφωμένος νους).
...




~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~