CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 9 November, 2025

Sunday, April 4, 2021

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ / Η Αφύπνιση από τον ύπνο της σκέψης

 

Εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τότε που ο άνθρωπος αναζήτησε την Βαθύτερη Πραγματικότητα Μέσα του, αφού δεν την βρήκε έξω στα φαινόμενα, στις γνώσεις, στα βιβλία, σε όσα χρήσιμα κι άχρηστα διδάσκει η κοινωνία, κάθε πνευματική προσπάθεια είχε ένα απλό και μοναδικό σκοπό: Να αλλάξουμε την Συνείδησή μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, κι ερχόμαστε σε επαφή με το περιβάλλον. Με άλλα λόγια, να Αφυπνιστούμε σε μια Νέα Πραγματικότητα, Αληθινή, πέρα από αυτά που «παρουσιάζει» η σκέψη μας.




Μετά από χιλιάδες χρόνια εμπειρίας γίνεται κατανοητό σήμερα ότι δεν υπάρχει έλλειψη γνώσης, «πληροφόρησης», για να πραγματοποιήσουμε αυτή την Εσωτερική Αλλαγή της Συνείδησης, δηλαδή να Αφυπνιστούμε στο Παρόν, να Μάθουμε να Ζούμε στην Αληθινή Ζωή του Πραγματικού Χρόνου, της Στιγμής που Ρέει. Αυτό που λείπει είναι η θέληση να το κάνουμε.

Όταν «εξηγείς» σε κάποιον τι ακριβώς συμβαίνει (τι ακριβώς συμβαίνει μέσα μας, μέσα του, εδώ, τώρα, σε πραγματικό χρόνο) και του «υποδεικνύεις» να είναι σε Εγρήγορση, να Ζει στο Παρόν, συνήθως η απάντηση είναι ότι «είναι πολύ δύσκολο», και συνεχώς γλιστράει στη σκέψη, συνεχώς σκέπτεται, συνεχώς παραπλανάται. Αν βέβαια δεν θεωρεί (μέσα στην άγνοιά του) ότι ζει στο παρόν που περιλαμβάνει και την σκέψη, ότι αυτό είναι το παρόν, να σκέφτεται. Απλά δεν γνωρίζει τις στοιχειώδεις λειτουργίες της ύπαρξής του, κι ασφαλώς δεν έχει αυτογνωσία.

Τι σημαίνει λοιπόν «είναι δύσκολο»; δεν μπορούμε να το κάνουμε. Σημαίνει απλά την εμμονή μας στον παλιό τρόπο ζωής, την απροθυμία μας να εγκαταλείψουμε τον παλιό τρόπο ζωής. Γιατί; Επειδή νοιώθουμε (με την σκέψη, όταν σκεφτόμαστε) ασφαλείς. Επειδή ελέγχουμε (έτσι νομίζουμε) αυτή την περιοχή δραστηριότητας, δηλαδή να σκεφτόμαστε, να ερμηνεύουμε, και να προσπαθούμε να εφαρμόσουμε όσα σκεφτόμαστε στον «αντικειμενικό κόσμο». Έτσι έχουμε μάθει να «λειτουργούμε» χιλιάδες χρόνια τώρα. Το να εγκαταλείψουμε όλες αυτές τις δραστηριότητες και να Αναδυθούμε στο Άγνωστο Παρόν που Συνεχώς Αλλάζει, καθώς Ρέει η Στιγμή, κι Όπου δεν υπάρχουν «σταθερά πράγματα», κι Όπου δεν γνωρίζουμε τι θα είμαστε, που θα είμαστε, που θα πάμε, μας τρομάζει. Απορρίπτουμε την Αληθινή Ζωή, που μας Αποκαλύπτεται στην Στιγμή που Ρέει, κι είναι Ζωντανή, Πραγματική, για να βυθιστούμε στην «ασφάλεια» ενός σταθερού ονειρικού κόσμου, που κατασκευάζει η σκέψη μας… άσχετα αν, κάποια στιγμή, θα αντιμετωπίσουμε την «πραγματικότητα» και θα απογοητευτούμε.

Νομίζουμε ότι η ψεύτικη εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για τον κόσμο, για τον εαυτό μας, για την ζωή, είναι κάτι σταθερό και θέλουμε να διατηρήσουμε αυτή την αυταπάτη. Η αλήθεια είναι πως χιλιάδες χρόνια τώρα ο άνθρωποι έρχονται στη ζωή και φεύγουν από την ζωή χωρίς να πάρουν απολύτως τίποτα μαζί τους, πέρα από τις αυταπάτες τους. Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον φόβο να Ζήσουμε στο Παρόν, στον Πραγματικό Χρόνο, στην Αληθινή Ζωή, έχουμε, συν τοις άλλοις, την ανόητη υπεροψία να νομίζουμε ότι μέσα από αυτό το (κατασκευασμένο από την σκέψη) εγώ μπορούμε να βρούμε, να «βιώσουμε» την αλήθεια. Δηλαδή να έρθουμε, μέσα από το εγώ, σε Επαφή με την Πραγματικότητα, να Ενωθούμε με τον Θεό, κλπ. Με άλλα λόγια επιθυμούμε να φέρουμε την Αλήθεια μέσα στην σφαλερή αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, να κάνουμε την Αλήθεια μέρος της πλάνης μας. Αυτό, ασφαλώς, δεν γίνεται. Αυτός ο δρόμος είναι, όπως όλη η σκέψη, φανταστικός, αδιέξοδος. Κάτι που φανταζόμαστε δεν έχει κατ’ ανάγκην εφαρμογή στην πραγματικότητα, στην αληθινή ζωή. Η Αλήθεια μπορεί να υπάρξει μόνο όταν διαλυθούν όλες οι πλάνες που κατασκευάζει η σκέψη.

Έτσι, δεν μπορεί κάποιος να πει «δεν γνωρίζω, δεν μπορώ, είναι δύσκολο». Είναι πιο τίμιο να πει «δεν θέλω, φοβάμαι, νοιώθω ασφαλής μέσα στην σκέψη μου, σε αυτά που φαντάζομαι». Αυτό θυμίζει την συμπεριφορά του αθώου ζώου στις αφρικανικές σαβάνες που χώνοντας το κεφάλι του στο έδαφος νομίζει ότι κρύφτηκε από τους εχθρούς του. Μόνο που στην περίπτωση του ανθρώπου δεν υπάρχει αθωότητα, είναι κάτι άλλο…

Δυστυχώς η Πραγματικότητα Είναι Εδώ, κι είναι, πάντα, πολύ σκληρή για όσους ονειρεύονται. Ακόμα κι όταν τους αφήνει, για κάποιο διάστημα, να ονειρεύονται αμέριμνοι. Ή Είσαι Αφυπνισμένος και Βλέπεις την Πραγματικότητα, ή κοιμάσαι τον ύπνο της σκέψης, και σκέπτεσαι, ονειρεύεσαι την Πραγματικότητα. Και μπορεί αυτό το όνειρο να φαντάζει ολοζώντανο, τόσο που να το εκλαμβάνεις σαν πραγματικότητα, αλλά δεν παύει να είναι όνειρο. Και για να προλάβουμε τις παρερμηνείες και να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, όνειρο είναι ο «λανθασμένος» τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, όχι τα πράγματα εκεί έξω,. Το «όνειρο» είναι μέσα στο κεφάλι μας, όχι έξω στον κόσμο.

Και μπορεί η ζωή, με τις συνεχείς αστοχίες της, και την αποτυχία της στο τέλος (με τον θάνατο) να μην σε ξυπνήσει, μπορεί ούτε ο θάνατος να μην σε ξυπνήσει, αλλά είναι σίγουρο ότι η εξέλιξη από ζωή σε ζωή, κάποια στιγμή θα σε ξυπνήσει. Δεν υπάρχει άλλη Διέξοδος. Δεν υπάρχει άλλη Έξοδος από τον ύπνο της σκέψης, μόνο να Ξυπνήσεις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
Monday, 3 November, 2025

Chapter17.

 

The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne

In the beginning, before the world had learned to name its sorrows or celebrate its masters, there existed a time when humanity walked in such profound harmony with the Way that it knew not the hand that guided it. Like fish unaware of the water that sustains their every movement, like birds unconscious of the air that bears their wings aloft, the people of that primordial age moved through existence without perceiving the presence of those who held dominion over their earthly affairs. This was not ignorance born of darkness, but rather a luminous unknowing—a state of such complete integration with the cosmic order that the distinction between ruler and ruled dissolved like morning mist before the silent sun.

The mystics of later ages would speak in hushed reverence of this golden dawn, this epoch of effortless governance when the sovereign and the subject breathed as one organism, when power flowed as invisibly as starlight, as naturally as the turning of seasons. In that blessed antiquity, authority wore no crown, proclaimed no decrees from marble steps, erected no monuments to its own magnificence. The ruler sat upon a throne of emptiness, governed through the profound art of non-doing, and the kingdom flourished as a garden tends itself when aligned with the deeper rhythms of earth and sky. This was the age of the Invisible Throne, when leadership was indistinguishable from the Tao itself, when to be governed was to be free, and freedom was so complete that none could recognize it as a gift bestowed by another.

But as the great wheel of time ground forward, as consciousness expanded and contracted in its eternal dance, humanity descended from this state of grace. The second age dawned, and with it came the first fracture in the mirror of unity. Now the people began to perceive their rulers as separate beings, as entities distinct from the flowing wholeness of existence. Yet this new awareness arrived clothed in affection and admiration. The people gazed upon their sovereigns with love shining in their eyes, composed songs of praise that echoed through valley and marketplace, erected statues that captured in stone the fleeting features of mortal authority. This was the age of the Beloved Sovereign, when power had become visible but remained benevolent, when leadership inspired devotion rather than demanding it.

How sweet and tender was this second age, yet how poignant, for it marked the beginning of separation—that ancient wound from which all human suffering flows. The ruler and the ruled had become two where once there was only one. Love had replaced unity, but love, however beautiful, acknowledges difference. To love another is to stand apart from them, to reach across the chasm of separateness with the bridge of affection. The mystic knows this truth in the depths of their contemplation: that which can be loved as "other" has already departed from the supreme oneness. The second age was thus a paradise already tinged with the shadows of its own dissolution, a golden afternoon that would inevitably surrender to evening's approach.

And evening came, as evening must, bringing with it the third age—the age of fear. The once-invisible guidance had become not merely visible but imposing, not merely separate but threatening. Now when the people lifted their eyes toward those who governed them, they saw not the reflection of the Tao's effortless unfolding, nor even the face of benevolent wisdom worthy of their love. Instead, they beheld power itself, naked and terrible, adorned with the instruments of coercion and the architecture of control. The sovereign who had once been as imperceptible as wind, who had later been as cherished as the morning sun, now loomed like a storm cloud heavy with potential violence. Fear wrapped its cold fingers around the hearts of the people, and they learned to bow not from spontaneous harmony or genuine affection, but from the calculation of self-preservation.

This third age marked a catastrophic descent in the spiritual evolution of governance. Where unity had given way to love, love now surrendered to dread. The ruler, sensing perhaps the erosion of that mysterious authority that flows only from alignment with the cosmic order, grasped instead for the crude tools of intimidation. Laws multiplied like thorns in a neglected garden. Punishments grew harsh and theatrical. The apparatus of surveillance and enforcement expanded until it cast its shadow across every corner of human life. Yet the supreme irony, known to every sage who has plumbed the depths of the eternal mystery, is this: the more desperately power asserts itself through force, the more certainly it announces its own hollowness. True authority, flowing from the Tao itself, requires no weapons because it meets no resistance. The ruler who must inspire fear has already confessed that they have lost the way.

But the wheel of decay had not yet completed its revolution. A fourth age arrived, more terrible than fear itself—the age of contempt. Now the people looked upon their rulers and saw not mysterious guides aligned with heaven's mandate, nor beloved protectors worthy of songs and gratitude, nor even fearsome powers demanding wary respect. They saw instead frauds and pretenders, thieves adorned in ceremonial robes, fools playing at wisdom, cowards wielding borrowed strength. The mystical connection between earth and heaven, between the governed and the cosmic order, had been so completely severed that those who claimed authority appeared as nothing more than obstacles to be circumvented, parasites to be endured, or obstacles to be eventually overthrown.

In this fourth age, contempt curdled in the hearts of the people like milk left too long in the sun. They obeyed when they must, but their obedience was mechanical, stripped of any spiritual significance. They followed laws only when watched, paid taxes only under threat, and gathered in secret places to speak mockery and plot resistance. The ruler and the ruled had become bitter enemies, locked in an exhausting struggle that benefited neither and diminished both. Where once had been the effortless harmony of the first age, now there festered suspicion, resentment, and the slow poison of mutual destruction.

The sage, observing this terrible progression through the lens of mystical understanding, perceives the fundamental truth that animates this descent: each age represents not merely a political transformation but a spiritual catastrophe. The loss of unity between ruler and ruled mirrors the larger loss of unity between humanity and the Tao, between the individual soul and the cosmic source from which all things emanate. When the people no longer recognize in their leaders the invisible workings of the Way, it is because they have themselves lost their own connection to that primordial source. The failure of governance is always, at its deepest level, a failure of consciousness—a collective forgetting of the sacred mystery that underlies all apparent multiplicities.

For the ancient text speaks a truth that penetrates to the very heart of existence: when faith in the Tao was deficient among the rulers, a corresponding faithlessness arose inevitably among the people. This is not a matter of simple cause and effect, not the mechanical consequence of poor policy or failed strategy. Rather, it describes a mystical law as fundamental as gravity, as inexorable as the turning of stars in their courses. The ruler who has lost alignment with the eternal way cannot hide this fact, no matter how elaborate their disguises or how eloquent their proclamations. The vacancy at the center of their being radiates outward like darkness, infecting all who fall within its sphere. And the people, possessing an intuitive wisdom that surpasses intellectual analysis, sense this absence with the certainty of a bird sensing the coming storm.

The text speaks of those earliest rulers with a profound admiration that borders on worship, yet the worship is not of the rulers themselves but of the principle they embodied. How irresolute they appeared—these mysterious figures of the golden age—how hesitant to speak, how reluctant to impose their will! This irresolution was not weakness but the highest form of strength, not indecision but the perfected art of allowing. Like the Tao itself, which accomplishes all things by doing nothing, these ancient sovereigns understood that the deepest power lies in restraint, in the recognition that most problems solve themselves when given space and time, that most conflicts resolve naturally when not inflamed by premature intervention.

They showed, through their very reticence, through their pregnant silences, the immense importance they placed upon words. For they understood what later ages would forget: that language is not merely a tool for communication but a force that shapes reality itself. Every decree issued, every law proclaimed, every public pronouncement made by a ruler sends ripples through the fabric of existence, creating disturbances that propagate outward in ways impossible to fully predict or control. The sage-rulers of antiquity therefore spoke rarely, and when they spoke, their words fell like seeds into fertile soil, germinating naturally into right action without need for enforcement or repetition.

Their work was accomplished, their great undertakings brought to successful completion, yet so subtle was their method that the people never perceived an external hand guiding affairs. Instead, they declared with perfect sincerity: "We are as we are, of ourselves!" This supreme achievement—to so thoroughly align one's governance with the natural unfolding of the Tao that the governed experience their own flourishing as spontaneous and self-originated—represents the pinnacle of political and spiritual attainment. It is the earthly manifestation of the way heaven governs the cosmos: not through commands and prohibitions, not through rewards and punishments, but through the establishment of fundamental harmonies that allow all beings to fulfill their essential nature without obstruction.

The mystic, contemplating this progression from golden age to ages of decline, perceives a pattern that repeats across multiple dimensions of existence. The same descent from unity to separation, from spontaneous harmony to enforced order, from inner alignment to outer compulsion, plays out not only in the relationship between ruler and ruled but in the relationship between the individual soul and its own divine nature, between consciousness and the body it inhabits, between humanity collectively and the natural world that sustains it. Everywhere, the movement is from the invisible to the visible, from the implicit to the explicit, from grace to effort, from being to doing, from the silent source to the noisy manifestation.

Yet within this recognition of decline lies also the seed of hope, for the pattern that descends can also ascend. The path that led away from unity can become the path that returns to it. The mystic's task—whether in the realm of governance or in the sanctuary of their own inner life—is to reverse this ancient fall, to journey back up the ladder that humanity has descended, to recover that original state of effortless alignment with the Way. This return is not a matter of external reformation, not a question of implementing new policies or overthrowing existing structures, though such actions may sometimes accompany it. Rather, it is fundamentally an interior transformation, a shift in consciousness so profound that it changes the nature of all relationships, including the relationship between power and those subject to it.

The ruler who would govern as did the ancient sage-kings must first become transparent to themselves, must so thoroughly dissolve the accumulated barriers and resistances within their own being that the Tao can flow through them as water flows through an empty vessel. They must cultivate what the text calls "irresolution"—not the paralysis of indecision but the fluid responsiveness of one who has released all fixed positions, all rigid certainties, all attachment to particular outcomes. They must learn to value silence over speech, emptiness over fullness, being over doing. They must become, in effect, so perfectly aligned with the cosmic order that their individual will becomes indistinguishable from the will of heaven itself.

And the people, too, must participate in this return to the source. For the relationship between ruler and ruled is never merely unidirectional; it is always a mutual arising, a reciprocal creation. The people who love their rulers when love is appropriate, who fear them when fear arises, who despise them when contempt is warranted—these people are not passive recipients of governance but active participants in the collective consciousness that produces particular forms of power. To restore the golden age, the governed must also remember their own divine nature, must recover their own connection to the inexhaustible source from which all authority ultimately flows.

This is the great secret that the mystics guard in the silence of their meditation halls: that true sovereignty lies not in the possession of political power but in the recovery of spiritual wholeness. The person who has remembered their unity with the Tao stands in their own inner throne room, aligned with the eternal principle that governs all things. From this place of supreme authority—not authority over others, but authority arising from authentic being—they naturally influence the world around them in ways subtle and profound. They govern without governing, lead without leading, accomplish great works without appearing to act at all.

The text thus reveals itself not merely as a commentary on political philosophy but as a map of the soul's journey, a guide to the deepest mysteries of existence. It charts the trajectory of consciousness as it moves away from and then, potentially, back toward its origin. It describes both the wound of separation and the possibility of healing, both the tragedy of forgetfulness and the promise of remembering. Most profoundly, it points toward a mode of being in the world that transcends the tired dichotomies of power and powerlessness, of ruler and ruled, of self and other.

In the stillness that follows this contemplation, the attentive reader may sense something shifting in the depths of their own awareness. They may experience, if only for a moment, what it means to exist in that primordial state of unknowing knowing, where the hand that guides is indistinguishable from the life that unfolds, where governance and freedom are revealed as two names for the same mystery. They may touch, however briefly, that eternal spring from which all authentic authority flows—not the authority of coercion or even of love, but the authority of pure alignment with what is, with the nameless source that precedes and exceeds all names.

This is the invitation that the ancient text extends across the centuries: not to recreate some imagined golden age of the past, but to discover in the present moment the timeless dimension that was never lost, only obscured. The invisible throne still exists, awaiting the one who has learned to rule by not ruling, to act by not acting, to speak with the eloquence of silence. And the people who once knew not their rulers because ruler and ruled breathed as one—they too persist, not in some distant historical epoch but in the deepest strata of human consciousness, waiting to be awakened from the long dream of separation.

The wheel turns, ages rise and fall, and through it all, the Tao continues its effortless unfolding, indifferent to human dramas yet intimately present in every moment. The way back to the beginning is always available, for the beginning never truly departed. It waits in the pause between breaths, in the silence between words, in the still point at the center of the turning world—accessible to any who are willing to relinquish the exhausting burden of separate selfhood and remember, at last, that they are as they are, of themselves, because they are expressions of the one inexhaustible source from which all things eternally arise.

Η Σιωπηλή Κυριαρχία: Ένας Στοχασμός στον Αόρατο Θρόνο

 

Στην αρχή, πριν ο κόσμος μάθει να ονομάζει τις λύπες του ή να γιορτάζει τους κυρίους του, υπήρχε μια εποχή όπου η ανθρωπότητα βάδιζε σε τόσο βαθιά αρμονία με τον Δρόμο, ώστε δεν γνώριζε το χέρι που την καθοδηγούσε. Όπως τα ψάρια που δεν αντιλαμβάνονται το νερό που στηρίζει κάθε τους κίνηση, όπως τα πουλιά που δεν συνειδητοποιούν τον αέρα που σηκώνει τα φτερά τους ψηλά, οι άνθρωποι εκείνης της πρωταρχικής εποχής κινούνταν μέσα στην ύπαρξη χωρίς να αντιλαμβάνονται την παρουσία εκείνων που είχαν εξουσία επί των γήινων υποθέσεών τους. Αυτή δεν ήταν άγνοια γεννημένη από το σκοτάδι, αλλά μάλλον μια φωτεινή μη-γνώση — μια κατάσταση τόσο πλήρους ενσωμάτωσης με την κοσμική τάξη, ώστε η διάκριση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου διαλυόταν σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον σιωπηλό ήλιο.

 

Οι μύστες των μεταγενέστερων εποχών θα μιλούσαν με σιγανή ευλάβεια για αυτήν την χρυσή αυγή, αυτήν την εποχή της αβίαστης διακυβέρνησης όπου ο κυρίαρχος και ο υπήκοος ανέπνεαν ως ένας οργανισμός, όπου η εξουσία ρέει τόσο αόρατα όσο το φως των αστεριών, τόσο φυσικά όσο η εναλλαγή των εποχών. Σε εκείνη την ευλογημένη αρχαιότητα, η εξουσία δεν φορούσε στέμμα, δεν εξέδιδε διατάγματα από μαρμάρινα σκαλοπάτια, δεν ανέγειρε μνημεία για τη δική της μεγαλοπρέπεια. Ο κυβερνήτης καθόταν σε έναν θρόνο του κενού, κυβερνούσε μέσω της βαθιάς τέχνης του μη-πράττειν, και το βασίλειο άνθιζε όπως ένας κήπος φροντίζει τον εαυτό του όταν ευθυγραμμίζεται με τους βαθύτερους ρυθμούς της γης και του ουρανού. Αυτή ήταν η εποχή του Αόρατου Θρόνου, όταν η ηγεσία ήταν αδιαχώριστη από το ίδιο το Ταό, όταν το να κυβερνάσαι ήταν να είσαι ελεύθερος, και η ελευθερία ήταν τόσο πλήρης που κανείς δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει ως δώρο που δίνεται από άλλον.

 

Αλλά καθώς ο μεγάλος τροχός του χρόνου προχωρούσε μπροστά, καθώς η συνείδηση επεκτεινόταν και συστελλόταν στον αιώνιο χορό της, η ανθρωπότητα κατέβηκε από αυτήν την κατάσταση χάριτος. Ξημέρωσε η δεύτερη εποχή, και μαζί της ήρθε η πρώτη ρωγμή στον καθρέφτη της ενότητας. Τώρα οι άνθρωποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους κυβερνήτες τους ως ξεχωριστά όντα, ως οντότητες διαφορετικές από τη ρευστή ολότητα της ύπαρξης. Ωστόσο, αυτή η νέα επίγνωση έφτασε ντυμένη με στοργή και θαυμασμό. Οι άνθρωποι κοίταζαν τους κυριάρχους τους με αγάπη να λάμπει στα μάτια τους, συνέθεταν τραγούδια επαίνου που αντηχούσαν σε κοιλάδες και αγορές, ανέγειραν αγάλματα που αιχμαλώτιζαν σε πέτρα τα φευγαλέα χαρακτηριστικά της θνητής εξουσίας. Αυτή ήταν η εποχή του Αγαπημένου Κυριάρχου, όταν η εξουσία είχε γίνει ορατή αλλά παρέμενε καλοπροαίρετη, όταν η ηγεσία ενέπνεε αφοσίωση αντί να την απαιτεί.

 

Πόσο γλυκιά και τρυφερή ήταν αυτή η δεύτερη εποχή, και όμως πόσο συγκινητική, γιατί σήμαινε την αρχή της διαχωρισμού — εκείνης της αρχαίας πληγής από την οποία ρέει όλος ο ανθρώπινος πόνος. Ο κυβερνήτης και ο κυβερνωμένος είχαν γίνει δύο εκεί όπου κάποτε υπήρχε μόνο ένας. Η αγάπη είχε αντικαταστήσει την ενότητα, αλλά η αγάπη, όσο όμορφη κι αν είναι, αναγνωρίζει τη διαφορά. Το να αγαπάς τον άλλο είναι να στέκεσαι μακριά του, να φτάνεις πέρα από το χάσμα της χωριστικότητας με τη γέφυρα της στοργής. Ο μύστης γνωρίζει αυτήν την αλήθεια στα βάθη του στοχασμού του: αυτό που μπορεί να αγαπηθεί ως «άλλος» έχει ήδη απομακρυνθεί από την υπέρτατη ενότητα. Η δεύτερη εποχή ήταν λοιπόν ένας παράδεισος ήδη βαμμένος με τις σκιές της δικής του διάλυσης, ένα χρυσό απόγευμα που θα παραδοθεί αναπόφευκτα στην προσέγγιση του βραδιού.

 

Και το βράδυ ήρθε, όπως έπρεπε να έρθει, φέρνοντας μαζί του την τρίτη εποχή — την εποχή του φόβου. Η κάποτε αόρατη καθοδήγηση είχε γίνει όχι μόνο ορατή αλλά και επιβλητική, όχι μόνο ξεχωριστή αλλά και απειλητική. Τώρα, όταν οι άνθρωποι σήκωναν τα μάτια τους προς εκείνους που τους κυβερνούσαν, δεν έβλεπαν το αντανακλαστικό της αβίαστης ανάπτυξης του Ταό, ούτε καν το πρόσωπο της καλοπροαίρετης σοφίας που άξιζε την αγάπη τους. Αντίθετα, έβλεπαν την ίδια την εξουσία, γυμνή και τρομερή, στολισμένη με τα εργαλεία του εξαναγκασμού και την αρχιτεκτονική του ελέγχου. Ο κυρίαρχος που κάποτε ήταν τόσο ανεπαίσθητος όσο ο άνεμος, που αργότερα ήταν τόσο αγαπητός όσο ο πρωινός ήλιος, τώρα υψωνόταν σαν σύννεφο καταιγίδας βαρύ με πιθανή βία. Ο φόβος τύλιξε τα κρύα του δάχτυλα γύρω από τις καρδιές των ανθρώπων, και έμαθαν να υποκλίνονται όχι από αυθόρμητη αρμονία ή γνήσια στοργή, αλλά από τον υπολογισμό της αυτοσυντήρησης.

 

Αυτή η τρίτη εποχή σήμανε μια καταστροφική κάθοδο στην πνευματική εξέλιξη της διακυβέρνησης. Εκεί όπου η ενότητα είχε δώσει τη θέση της στην αγάπη, η αγάπη τώρα παραδινόταν στον τρόμο. Ο κυβερνήτης, αισθανόμενος ίσως την διάβρωση εκείνης της μυστηριώδους εξουσίας που ρέει μόνο από την ευθυγράμμιση με την κοσμική τάξη, άρπαζε αντ' αυτού τα χονδροειδή εργαλεία του εκφοβισμού. Οι νόμοι πολλαπλασιάστηκαν σαν αγκάθια σε έναν παραμελημένο κήπο. Οι τιμωρίες έγιναν σκληρές και θεατρικές. Η συσκευή της επιτήρησης και της επιβολής επεκτάθηκε μέχρι να ρίξει τη σκιά της σε κάθε γωνιά της ανθρώπινης ζωής. Ωστόσο, η υπέρτατη ειρωνεία, γνωστή σε κάθε σοφό που έχει βυθομετρήσει τα βάθη του αιώνιου μυστηρίου, είναι αυτή: όσο πιο απελπισμένα η εξουσία επιβάλλεται μέσω βίας, τόσο πιο σίγουρα ανακοινώνει τη δική της κενότητα. Η αληθινή εξουσία, που ρέει από το ίδιο το Ταό, δεν χρειάζεται όπλα επειδή δεν συναντά αντίσταση. Ο κυβερνήτης που πρέπει να εμπνεύσει φόβο έχει ήδη ομολογήσει ότι έχει χάσει τον δρόμο.

 

Αλλά ο τροχός της φθοράς δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη την περιστροφή του. Ήρθε μια τέταρτη εποχή, πιο τρομερή από τον ίδιο τον φόβο — η εποχή της περιφρόνησης. Τώρα οι άνθρωποι κοίταζαν τους κυβερνήτες τους και δεν έβλεπαν μυστηριώδεις οδηγούς ευθυγραμμισμένους με την εντολή του ουρανού, ούτε αγαπημένους προστάτες άξιους τραγουδιών και ευγνωμοσύνης, ούτε καν τρομερές δυνάμεις που απαιτούν επιφυλακτικό σεβασμό. Έβλεπαν αντ' αυτού απατεώνες και προσποιητές, κλέφτες ντυμένους με τελετουργικές ρόμπες, ανόητους που παίζουν με τη σοφία, δειλούς που χειρίζονται δανεική δύναμη. Η μυστική σύνδεση μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ των κυβερνωμένων και της κοσμικής τάξης, είχε κοπεί τόσο πλήρως που εκείνοι που διεκδικούσαν εξουσία φαίνονταν ως τίποτα περισσότερο από εμπόδια που πρέπει να παρακαμφθούν, παράσιτα που πρέπει να ανεχθούμε, ή εμπόδια που τελικά θα ανατραπούν.

 

Σε αυτήν την τέταρτη εποχή, η περιφρόνηση πήχτηκε στις καρδιές των ανθρώπων σαν γάλα αφημένο πολύ καιρό στον ήλιο. Υπάκουαν όταν έπρεπε, αλλά η υπακοή τους ήταν μηχανική, γυμνή από οποιαδήποτε πνευματική σημασία. Ακολουθούσαν νόμους μόνο όταν παρακολουθούνταν, πλήρωναν φόρους μόνο υπό απειλή, και μαζεύονταν σε μυστικά μέρη για να μιλούν με κοροϊδία και να σχεδιάζουν αντίσταση. Ο κυβερνήτης και ο κυβερνωμένος είχαν γίνει πικροί εχθροί, κλειδωμένοι σε έναν εξαντλητικό αγώνα που δεν ωφελούσε κανέναν και μείωνε και τους δύο. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε η αβίαστη αρμονία της πρώτης εποχής, τώρα σάπιζε η υποψία, η δυσαρέσκεια και το αργό δηλητήριο της αμοιβαίας καταστροφής.

 

Ο σοφός, παρατηρώντας αυτήν την τρομερή εξέλιξη μέσα από τον φακό της μυστικής κατανόησης, αντιλαμβάνεται την θεμελιώδη αλήθεια που εμψυχώνει αυτήν την κάθοδο: κάθε εποχή αντιπροσωπεύει όχι μόνο μια πολιτική μεταμόρφωση αλλά μια πνευματική καταστροφή. Η απώλεια της ενότητας μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου αντικατοπτρίζει την μεγαλύτερη απώλεια της ενότητας μεταξύ της ανθρωπότητας και του Ταό, μεταξύ της ατομικής ψυχής και της κοσμικής πηγής από την οποία όλα τα πράγματα εκπορεύονται. Όταν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πλέον στους ηγέτες τους τις αόρατες λειτουργίες του Δρόμου, είναι επειδή οι ίδιοι έχουν χάσει τη δική τους σύνδεση με εκείνη την πρωταρχική πηγή. Η αποτυχία της διακυβέρνησης είναι πάντα, στο βαθύτερο επίπεδό της, μια αποτυχία της συνείδησης — μια συλλογική λήθη του ιερού μυστηρίου που υποβόσκει όλες τις φαινομενικές πολλαπλότητες.

 

Γιατί το αρχαίο κείμενο μιλάει μια αλήθεια που διεισδύει στην ίδια την καρδιά της ύπαρξης: όταν η πίστη στο Ταό ήταν ανεπαρκής μεταξύ των κυβερνητών, μια αντίστοιχη απιστία ανέκυψε αναπόφευκτα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό δεν είναι ζήτημα απλής αιτίας και αποτελέσματος, όχι η μηχανική συνέπεια κακής πολιτικής ή αποτυχημένης στρατηγικής. Αντίθετα, περιγράφει έναν μυστικό νόμο τόσο θεμελιώδη όσο η βαρύτητα, τόσο αδυσώπητο όσο η περιστροφή των αστεριών στις τροχιές τους. Ο κυβερνήτης που έχει χάσει την ευθυγράμμιση με τον αιώνιο δρόμο δεν μπορεί να κρύψει αυτό το γεγονός, όσο περίτεχνα κι αν είναι τα προσχήματα του ή όσο εύγλωττες οι διακηρύξεις του. Η κενότητα στο κέντρο του όντος του ακτινοβολεί προς τα έξω σαν σκοτάδι, μολύνοντας όλους όσους πέφτουν μέσα στη σφαίρα του. Και οι άνθρωποι, διαθέτοντας μια διαισθητική σοφία που υπερβαίνει την πνευματική ανάλυση, αισθάνονται αυτήν την απουσία με την βεβαιότητα ενός πουλιού που αισθάνεται την επερχόμενη καταιγίδα.

 

Το κείμενο μιλάει για εκείνους τους πρώτους κυβερνήτες με έναν βαθύ θαυμασμό που συνορεύει με τη λατρεία, και όμως η λατρεία δεν αφορά τους ίδιους τους κυβερνήτες αλλά την αρχή που ενσάρκωναν. Πόσο αναποφάσιστοι φαίνονταν — αυτοί οι μυστηριώδεις φιγούρες της χρυσής εποχής — πόσο διστακτικοί να μιλήσουν, πόσο απρόθυμοι να επιβάλουν τη θέλησή τους! Αυτή η αναποφασιστικότητα δεν ήταν αδυναμία αλλά η υψηλότερη μορφή δύναμης, όχι αναποφασιστικότητα αλλά η τελειοποιημένη τέχνη της άδειας. Όπως το ίδιο το Ταό, που επιτυγχάνει όλα τα πράγματα χωρίς να πράττει τίποτα, αυτοί οι αρχαίοι κυρίαρχοι καταλάβαιναν ότι η βαθύτερη δύναμη έγκειται στη συγκράτηση, στην αναγνώριση ότι τα περισσότερα προβλήματα λύνονται μόνα τους όταν τους δίνεται χώρος και χρόνος, ότι οι περισσότερες συγκρούσεις επιλύονται φυσικά όταν δεν φουντώνονται από πρόωρη παρέμβαση.

 

Έδειξαν, μέσα από την ίδια τους την επιφυλακτικότητα, μέσα από τις έγκυες σιωπές τους, την τεράστια σημασία που έδιναν στα λόγια. Γιατί καταλάβαιναν αυτό που οι μεταγενέστερες εποχές θα ξεχνούσαν: ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας αλλά μια δύναμη που διαμορφώνει την ίδια την πραγματικότητα. Κάθε διάταγμα που εκδίδεται, κάθε νόμος που διακηρύσσεται, κάθε δημόσια δήλωση που γίνεται από έναν κυβερνήτη στέλνει κυματισμούς μέσα στο ύφασμα της ύπαρξης, δημιουργώντας διαταραχές που διαδίδονται προς τα έξω με τρόπους αδύνατο να προβλεφθούν ή να ελεγχθούν πλήρως. Οι σοφοί-κυβερνήτες της αρχαιότητας μιλούσαν λοιπόν σπάνια, και όταν μιλούσαν, τα λόγια τους έπεφταν σαν σπόροι σε γόνιμο έδαφος, βλασταίνοντας φυσικά σε σωστή δράση χωρίς ανάγκη επιβολής ή επανάληψης.

 

Το έργο τους ολοκληρωνόταν, οι μεγάλες τους επιχειρήσεις έφταναν σε επιτυχή ολοκλήρωση, και όμως τόσο λεπτή ήταν η μέθοδός τους που οι άνθρωποι ποτέ δεν αντιλαμβάνονταν ένα εξωτερικό χέρι να καθοδηγεί τις υποθέσεις. Αντίθετα, δήλωναν με απόλυτη ειλικρίνεια: «Είμαστε όπως είμαστε, από μόνοι μας!» Αυτή η υπέρτατη επίτευξη — να ευθυγραμμίσει κανείς τόσο πλήρως τη διακυβέρνησή του με τη φυσική ανάπτυξη του Ταό ώστε οι κυβερνωμένοι να βιώνουν την άνθισή τους ως αυθόρμητη και αυτο-προερχόμενη — αντιπροσωπεύει την κορυφή της πολιτικής και πνευματικής επίτευξης. Είναι η γήινη εκδήλωση του τρόπου με τον οποίο ο ουρανός κυβερνά το σύμπαν: όχι μέσω εντολών και απαγορεύσεων, όχι μέσω ανταμοιβών και τιμωριών, αλλά μέσω της εγκαθίδρυσης θεμελιωδών αρμονιών που επιτρέπουν σε όλα τα όντα να εκπληρώνουν την ουσιαστική τους φύση χωρίς εμπόδια.

 

Ο μύστης, στοχαζόμενος αυτήν την εξέλιξη από τη χρυσή εποχή στις εποχές της παρακμής, αντιλαμβάνεται ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε πολλαπλές διαστάσεις της ύπαρξης. Η ίδια κάθοδος από την ενότητα στο διαχωρισμό, από την αυθόρμητη αρμονία στην επιβληθείσα τάξη, από την εσωτερική ευθυγράμμιση στον εξωτερικό καταναγκασμό, παίζεται όχι μόνο στη σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου αλλά στη σχέση μεταξύ της ατομικής ψυχής και της δικής της θεϊκής φύσης, μεταξύ της συνείδησης και του σώματος που κατοικεί, μεταξύ της ανθρωπότητας συλλογικά και του φυσικού κόσμου που τη στηρίζει. Παντού, η κίνηση είναι από το αόρατο στο ορατό, από το υπονοούμενο στο ρητό, από τη χάρη στην προσπάθεια, από το είναι στο πράττειν, από την σιωπηλή πηγή στην θορυβώδη εκδήλωση.

 

Ωστόσο, μέσα σε αυτήν την αναγνώριση της παρακμής κρύβεται επίσης ο σπόρος της ελπίδας, γιατί το μοτίβο που κατεβαίνει μπορεί επίσης να ανέβει. Ο δρόμος που οδήγησε μακριά από την ενότητα μπορεί να γίνει ο δρόμος που επιστρέφει σε αυτήν. Το καθήκον του μύστη — είτε στο βασίλειο της διακυβέρνησης είτε στο ιερό της δικής του εσωτερικής ζωής — είναι να αντιστρέψει αυτήν την αρχαία πτώση, να ταξιδέψει πίσω επάνω στη σκάλα που η ανθρωπότητα έχει κατεβεί, να ανακτήσει εκείνη την αρχική κατάσταση της αβίαστης ευθυγράμμισης με τον Δρόμο. Αυτή η επιστροφή δεν είναι ζήτημα εξωτερικής μεταρρύθμισης, όχι ερώτηση εφαρμογής νέων πολιτικών ή ανατροπής υπαρχουσών δομών, αν και τέτοιες ενέργειες μπορεί μερικές φορές να τη συνοδεύουν. Αντίθετα, είναι θεμελιωδώς μια εσωτερική μεταμόρφωση, μια αλλαγή στη συνείδηση τόσο βαθιά που αλλάζει τη φύση όλων των σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης μεταξύ εξουσίας και εκείνων που υπόκεινται σε αυτήν.

 

Ο κυβερνήτης που θα ήθελε να κυβερνήσει όπως οι αρχαίοι σοφοί-βασιλείς πρέπει πρώτα να γίνει διάφανος στον εαυτό του, πρέπει να διαλύσει τόσο πλήρως τα συσσωρευμένα εμπόδια και τις αντιστάσεις μέσα στο δικό του ον ώστε το Ταό να μπορεί να ρέει μέσα του όπως το νερό ρέει μέσα σε ένα άδειο αγγείο. Πρέπει να καλλιεργήσει αυτό που το κείμενο ονομάζει «αναποφασιστικότητα» — όχι την παράλυση της αναποφασιστικότητας αλλά την ρευστή ανταπόκριση εκείνου που έχει απελευθερώσει όλες τις σταθερές θέσεις, όλες τις άκαμπτες βεβαιότητες, όλες τις προσκολλήσεις σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Πρέπει να μάθει να εκτιμά τη σιωπή πάνω από τον λόγο, το κενό πάνω από το πλήρες, το είναι πάνω από το πράττειν. Πρέπει να γίνει, ουσιαστικά, τόσο τέλεια ευθυγραμμισμένος με την κοσμική τάξη ώστε η ατομική του θέληση να γίνει αδιαχώριστη από τη θέληση του ουρανού του ίδιου.

 

Και οι άνθρωποι, επίσης, πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτήν την επιστροφή στην πηγή. Γιατί η σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου δεν είναι ποτέ απλώς μονόδρομη· είναι πάντα μια αμοιβαία ανάδυση, μια αμοιβαία δημιουργία. Οι άνθρωποι που αγαπούν τους κυβερνήτες τους όταν η αγάπη είναι κατάλληλη, που τους φοβούνται όταν ο φόβος αναδύεται, που τους περιφρονούν όταν η περιφρόνηση δικαιολογείται — αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι παθητικοί δέκτες της διακυβέρνησης αλλά ενεργοί συμμετέχοντες στη συλλογική συνείδηση που παράγει συγκεκριμένες μορφές εξουσίας. Για να αποκατασταθεί η χρυσή εποχή, οι κυβερνωμένοι πρέπει επίσης να θυμηθούν τη δική τους θεϊκή φύση, πρέπει να ανακτήσουν τη δική τους σύνδεση με την ανεξάντλητη πηγή από την οποία ρέει τελικά όλη η εξουσία.

 

Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό που οι μύστες φυλάνε στη σιωπή των αιθουσών διαλογισμού τους: ότι η αληθινή κυριαρχία δεν έγκειται στην κατοχή πολιτικής εξουσίας αλλά στην ανάκτηση της πνευματικής ολότητας. Το άτομο που έχει θυμηθεί την ενότητά του με το Ταό στέκεται στο δικό του εσωτερικό θρονικό δωμάτιο, ευθυγραμμισμένο με την αιώνια αρχή που κυβερνά όλα τα πράγματα. Από αυτό το μέρος της υπέρτατης εξουσίας — όχι εξουσίας επί των άλλων, αλλά εξουσίας που προκύπτει από αυθεντική ύπαρξη — φυσικά επηρεάζουν τον κόσμο γύρω τους με τρόπους λεπτούς και βαθείς. Κυβερνούν χωρίς να κυβερνούν, ηγούνται χωρίς να ηγούνται, επιτυγχάνουν μεγάλα έργα χωρίς να φαίνονται ότι πράττουν καθόλου.

 

Το κείμενο αποκαλύπτει έτσι τον εαυτό του όχι απλώς ως σχόλιο πολιτικής φιλοσοφίας αλλά ως χάρτης του ταξιδιού της ψυχής, ως οδηγός στα βαθύτερα μυστήρια της ύπαρξης. Χαρτογραφεί την τροχιά της συνείδησης καθώς απομακρύνεται και μετά, ενδεχομένως, επιστρέφει στην προέλευσή της. Περιγράφει τόσο την πληγή της διαχωρισμού όσο και τη δυνατότητα θεραπείας, τόσο την τραγωδία της λήθης όσο και την υπόσχεση της μνήμης. Πιο βαθιά, δείχνει προς μια μορφή ύπαρξης στον κόσμο που υπερβαίνει τους κουρασμένους διχασμούς της εξουσίας και της αδυναμίας, του κυβερνώντος και του κυβερνωμένου, του εαυτού και του άλλου.

 

Στη σιωπή που ακολουθεί αυτόν τον στοχασμό, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί κάτι να αλλάζει στα βάθη της δικής του επίγνωσης. Μπορεί να βιώσει, έστω και για μια στιγμή, τι σημαίνει να υπάρχεις σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση της μη-γνωστικής γνώσης, όπου το χέρι που καθοδηγεί είναι αδιαχώριστο από τη ζωή που ξεδιπλώνεται, όπου η διακυβέρνηση και η ελευθερία αποκαλύπτονται ως δύο ονόματα για το ίδιο μυστήριο. Μπορεί να αγγίξει, όσο σύντομα κι αν είναι, εκείνη την αιώνια πηγή από την οποία ρέει όλη η αυθεντική εξουσία — όχι η εξουσία του εξαναγκασμού ή ακόμα και της αγάπης, αλλά η εξουσία της καθαρής ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, με την ανώνυμη πηγή που προηγείται και υπερβαίνει όλα τα ονόματα.

 

Αυτή είναι η πρόσκληση που το αρχαίο κείμενο εκτείνει μέσα από τους αιώνες: όχι να ξαναδημιουργήσουμε κάποια φανταστική χρυσή εποχή του παρελθόντος, αλλά να ανακαλύψουμε στην παρούσα στιγμή τη διαχρονική διάσταση που ποτέ δεν χάθηκε, μόνο θόλωσε. Ο αόρατος θρόνος εξακολουθεί να υπάρχει, περιμένοντας εκείνον που έχει μάθει να κυβερνά χωρίς να κυβερνά, να πράττει χωρίς να πράττει, να μιλά με την ευγλωττία της σιωπής. Και οι άνθρωποι που κάποτε δεν γνώριζαν τους κυβερνήτες τους επειδή κυβερνήτης και κυβερνωμένος ανέπνεαν ως ένας — αυτοί επίσης επιβιώνουν, όχι σε κάποια μακρινή ιστορική εποχή αλλά στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης συνείδησης, περιμένοντας να ξυπνήσουν από το μακρύ όνειρο της διαχωρισμού.

 

Ο τροχός γυρίζει, εποχές ανεβαίνουν και πέφτουν, και μέσα από όλα αυτά, το Ταό συνεχίζει την αβίαστη ξεδίπλωσή του, αδιάφορο για τα ανθρώπινα δράματα και όμως οικεία παρόν σε κάθε στιγμή. Ο δρόμος πίσω στην αρχή είναι πάντα διαθέσιμος, γιατί η αρχή ποτέ δεν έφυγε πραγματικά. Περιμένει στην παύση μεταξύ αναπνοών, στη σιωπή μεταξύ λέξεων, στο ακίνητο σημείο στο κέντρο του γυριστού κόσμου — προσβάσιμο σε οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να απελευθερώσει το εξαντλητικό βάρος της ξεχωριστής αυτοσύνης και να θυμηθεί, επιτέλους, ότι είναι όπως είναι, από μόνος του, επειδή είναι έκφραση της μίας ανεξάντλητης πηγής από την οποία όλα τα πράγματα αιώνια αναδύονται. ...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 1. The Sacred Emptiness: A Journey Beyond the Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~