CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Friday, 7 November, 2025

Sunday, March 13, 2022

ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ 2798 (2022)

 

Η Διάταξη των Μυστηρίων στο Έτος. Ηλιοστάσια και Ισημερίες.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Δελφική Κοινότητα ήταν μια Ιερή Κοινότητα, όπως ήταν κάποιοι Ορφικοί Θίασοι, Πυθαγόρειοι Σύλλογοι, Κοινότητες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από κάποια Ιερά, όπως της Ελευσίνας κι άλλα Ιερά στην Ευρύτερη Περιοχή της Ελλάδας. Ακόμα κι η Ακαδημία του Πλάτωνα είχε οργανωθεί με αυτά τα Πρότυπα σαν Μυστική Κοινότητα και δεν ήταν απλά μια εξωτερική Ακαδημία, ένα απλό σχολείο όπου οι άνθρωποι υποτίθεται ότι φιλοσοφούσαν ή ασχολούνταν με εξωτερικές γνώσεις. Τι γνωρίζουμε πραγματικά από όλα όσα συνέβαιναν τότε στην Ελλάδα; Πολλές από τις Εργασίες της Δελφικής Κοινότητας ήταν Μυστικές, γίνονταν αθόρυβα κι ο πολύς κόσμος δεν μάθαινε τίποτα. Το ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες σημαίνει ότι δεν συνέβαιναν; Η μόνη έγκυρη πληροφόρηση είναι αυτή που έρχεται από την Εσωτερική Παράδοση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Βεβαίως θα μπορούσε να πει κάποιος πως (και πολλά από αυτά που λέμε) δεν συνέβαιναν γιατί τότε θα γνώριζαν από τότε τι πραγματικά εξελισσόταν. Αυτό είναι σωστό. Από την άλλη μεριά όμως είναι γνωστό ότι υπήρχε αυστηρή μυστικότητα στα Μυστήρια. Ακόμα και αν δεν πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει εσωτερική πληροφόρηση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρκεί να χρησιμοποιήσει απλά την λογική, να βάλει σε σωστή θέση τα γεγονότα και να ερμηνεύσει σωστά τις «ενδείξεις».




Οι Όσιοι των Δελφών θεωρούσαν το Έτος Ιερό Χρόνο αφιερωμένο στην πνευματική συνειδητοποίηση. Το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, η πιο Ιερή Εποχή του Έτους, ήταν το Τέλος της Παλιάς Εποχής κι η Αναγέννηση της Δημιουργίας μέσα στην Σιωπή της «Ανάπαυσης». Η Εαρινή Ισημερία σηματοδοτούσε την Φυσική Ανάπτυξη που θα έπρεπε να προσανατολιστεί ορθά προς την δημιουργία. Το Θέρος (το Καλοκαίρι) ήταν το Απόγειο της Δημιουργίας, η Εποχή της Συλλογής των Καρπών της Δημιουργίας και το Θερινό Ηλιοστάσιο σήμαινε την ολοκλήρωση της εξωτερικής δραστηριότητας και την Μεταστροφή όλων των δημιουργικών δυνάμεων προς τα Έσω (ήταν η Αρχή της Περισυλλογής). Η Φθινοπωρινή Ισημερία ήταν η Εποχή της Μεγάλης Αποκάλυψης του Μυστηρίου της Ύπαρξης και της Εισόδου στον Έσω Κόσμο, στα Ηλύσια Πεδία, μέσα στην ωρίμανση του Χρόνου. Η Εποχή της Μεσολάβησης από την Φθινοπωρινή Ισημερία μέχρι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο ήταν μια Εποχή Εσωτερικής Εργασίας που Αποκάλυπτε την Ουράνια Φύση της Ύπαρξής μας και Προετοίμαζε για την Χειμερινή Επιστροφή στην Απεραντοσύνη της Αντιληπτικής Απροσδιοριστίας που Αποτελεί το Βάθρο των Πάντων, το Ακατάληπτο Μυστήριο της Ύπαρξης.

Έτσι, στην πραγματικότητα, για τους Μυημένους, ολόκληρη η Δημιουργία, στην Εξέλιξή της  (και την Εισέλιξή της) είναι μια Μυσταγωγία. Το ίδιο είναι και η ζωή του ανθρώπου, μια Συνεχής Πορεία προς την Αυτογνωσία και την Αναγνώριση της Εσώτερης Φύσης σαν της Απόλυτης Ύπαρξης. Η Μυσταγωγία του Ιερού Έτους βοηθούσε όσους ανθρώπους κατανοούσαν να πορευθούν στον Ορθό Δρόμο της Επιστροφής στους Ουράνιους Κόσμους και στο Απόλυτο. Η Συμμετοχή στα Μυστήρια, η Μύηση, η Μυσταγωγία, η Περισυλλογή και το Μυστικό Βίωμα δεν είχαν άλλο προορισμό από την Ολοκλήρωση της Ύπαρξης και της ζωής, την Αποθέωση του Ανθρώπου.


Τα Φανερά Μικρά Μυστήρια της Άνοιξης

Τα Μυστήρια της Εαρινής Ισημερίας ήταν τα Μυστήρια της Προετοιμασίας και η Βάση της Αληθινής Αυτογνωσίας, όπου ο άνθρωπος συνειδητοποιούσε τον εαυτό του σαν Ψυχή που «συνδέεται» με ένα σώμα. Στην Μύηση αποκαλυπτόταν στον μυούμενο, έμπρακτα (και το βίωνε) ότι το σώμα δεν είναι παρά ένας εξωτερικός φορέας εκδήλωσης στον κόσμο της εξωτερικής εμπειρίας και των φαινομένων. Η ουσία της Μύησης ήταν η Εμπειρία αυτού του πραγματικού οντολογικού διαχωρισμού.

Τέτοια Μυστήρια ήταν τα Μυστήρια της Περσεφόνης, που γίνονταν κάθε Άνοιξη στους πρόποδες του Λόφου Αρδηττού που ανήκε στον Δήμο «Άγραι», («Αγροί», «Εξοχή») περιοχή που εκτεινόταν ανατολικά του Ιλισού, δίπλα στο ποτάμι που κυλούσε τότε ήρεμα προς την θάλασσα, σε μια πευκόφυτη ειδυλλιακή τοποθεσία που περιγράφει θαυμάσια ο Πλάτωνας στην εισαγωγή του «Φαίδρου», (σήμερα η περιοχή είναι κατεστραμμένη από τον «πολιτισμό» των ανθρώπων). Τέτοια Μυστήρια ασφαλώς γινόντουσαν και στους Δελφούς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Απλά τα «Μικρά Εν Άγραις Μυστήρια» ήταν τα πιο γνωστά.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ουσία των Μυστηρίων λίγη σχέση είχε με τις εξωτερικές τελετές και τελετουργίες, τις θυσίες και τους συμβολικούς καθαρμούς. Τα Μυστήρια ήταν (κι είναι) Εσωτερική Διαδικασία Κάθαρσης, Διεύρυνσης της Συνείδησης, Επίγνωσης κι Απελευθέρωσης από τα εξωτερικά δεσμά, κι όχι απλές γιορτές και τελετές. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι έβλεπαν μόνο αυτό, την «επιφάνεια».

 

Οι Μυστικές Τελετές του Θέρους                                                     

Οι Ιερές Τελετές του Θερινού Ηλιοστασίου γίνονταν με άκρα μυστικότητα στους Δελφούς και σε άλλες περιοχές όπου ζούσαν μυημένοι και σχετίζονταν με την πρακτική της Απόσυρσης και της Προετοιμασίας για την τελική Αποδέσμευση της Ψυχής από το σώμα. Με άλλα λόγια  αυτή η Εποχή ήταν αφιερωμένη στην Εσωτερική Άσκηση μέχρι την Τελική Αποκάλυψη της Αληθινής Φύσης της Ψυχής, της Φωτεινής Ουσίας, που γίνονταν στην Μύηση των Μεγάλων Μυστηρίων με την Αυτοψία, ή την Όραση του Εσωτερικού Φωτός.

Η Διαδικασία της Απόσυρσης είναι μια εγγενής φυσική δυνατότητα της Ψυχής κι είναι θέμα «Βούλησης». Αν όμως δεν εντάσσεται (σαν Πρακτική) σε μια Ολοκληρωμένη Θεολογική Αντίληψη και Μεταφυσική Θεωρία κι αν δεν γίνεται με την Ιερή Καθοδήγηση των Ιεροφαντών μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένους ατραπούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μύστες των Δελφών (αλλά και των άλλων Ιερών Τόπων) επεδίωκαν την «εξάρτηση» από Αυτούς των μυουμένων αλλά έδειχνε απλά το βαθύ ανθρωπιστικό (και ανιδιοτελές) ενδιαφέρον αυτών που Βίωναν την Μεταφυσική Πραγματικότητα προς αυτούς που δεν είχαν ακόμα απαλλαγεί από τα δεσμά της αυταπάτης ενός ξεχωριστού εαυτού μέσα σε ένα εξωτερικό «αντικειμενικό» κόσμο.

Στην πραγματικότητα, στην Εσωτερική Εργασία, στην Απόσυρση και στην Βίωση των Εσωτερικών Καταστάσεων της Ψυχής, κάποιος είναι μόνος του, μέχρι να αναδυθεί στο Φως της Ολότητας, στην Αντικειμενική Φωτεινή Ουσία, που είναι η Πραγματικότητα, πίσω από τις αυταπάτες και τα φαινόμενα. Όταν κάποιος έβγαινε στο Φως της Παγκόσμιας Συνείδησης οι Μύστες τον καλωσόριζαν σαν Μύστη. Άλλωστε Εδώ δεν υπάρχουν διακρίσεις, «άτομα» και «πρόσωπα». Εδώ η Επίγνωση είναι Ανοιχτή, Παγκόσμια και Κοινή. Αυτή η Εμπειρία γίνεται (από ένα περιορισμένο ον) σαν Συμμετοχή και «Διάλυση» μέσα σε μια Υπερσυνείδηση.


Τα Απόκρυφα Μυστήρια του Φθινοπώρου

Για τα Μεγάλα Μυστήρια της Φθινοπωρινής Ισημερίας έχουν ειπωθεί πολλά, και καλά και κακά και αληθή και αναληθή.  Έχουμε αναλύσει ήδη, πολλές φορές, στα Άρθρα μας, ότι η αληθινή ουσία των Μεγάλων Μυστηρίων του Φθινοπώρου είναι η Εμπειρία της Αυτοψίας (η Δεύτερη Βαθμίδα της Μύησης) που καθίσταται δυνατή μόνο όταν η Ψυχή αποδεσμευθεί πραγματικά και πρακτικά, βιωματικά, από το σώμα.

Στην πραγματικότητα η Μύηση στα Μυστήρια του Φθινοπώρου δεν θα ήταν δυνατή αν δεν γινόταν ορθά η Εργασία του Θέρους. Είναι λάθος να νομίζει κάποιος ότι στην Μύηση θα του Αποκαλυπτόταν έτσι άμεσα και χωρίς προετοιμασία το Εσωτερικό Φως. Αυτό γίνεται με την αληθινή προσωπική βουλητική δράση και μόνο όταν κάποιος είναι ήδη προετοιμασμένος κατάλληλα μπορεί να δεχθεί την Μύηση. Αλλιώς αυτό που συλλαμβάνει είναι κάποια καθοδήγηση, κάποιες τελετουργικές πράξεις, ενώ η ουσία (η βιωματική εμπειρία της Αληθινής Εσωτερικής Φύσης) του διαφεύγει τελείως. Σε αυτές της περιπτώσεις αυτός που «απέτυχε» συμπληρώνει με την φαντασία του τα στοιχεία της πραγματικότητας που δεν βίωσε κι είτε προσπαθεί να καπηλευθεί την Εσωτερική Εμπειρία, είτε την συκοφαντεί ή την δυσφημεί. Τέτοια περιστατικά έχουν γίνει (όπως αυτό του «Αλκιβιάδη»).

Τα πιο γνωστά Φθινοπωρινά Μυστήρια, πέρα από τις Εσωτερικές Εργασίες στους Δελφούς, που στήριζαν απόλυτα τις Ιερουργίες της Ελευσίνας, σαν Αδελφό Τόπο, γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ευρύτερης Ελλάδας που κάποια εποχή εκτείνονταν μέχρι την Κάτω Ιταλία και την Σικελία στην Δύση και μέχρι την Μικρά Ασία, σε μεγάλο βάθος, στην Ανατολή.

Όλα ήταν υπό την Ιερή Εποπτεία και Καθοδηγούνταν από το Ανώτερο Μυητικό Κέντρο των Δελφών. Αυτό δεν είναι ένας αυθαίρετος ισχυρισμός. Πέρα από τις όποιες πληροφορίες έχουμε (μέσω της Εσωτερικής Οδού) υπάρχουν και σαφείς και ξεκάθαρες ενδείξεις για αυτό. Όλα αυτά τα Ιερά Έργα, τα Φθινοπωρινά Μυστήρια, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τα Μυστήρια στους άλλους Ιερούς Τόπους στην πραγματικότητα ήταν Προετοιμασία για την Τελετουργική Υποδοχή των Μεγάλων Μυστηρίων των Ανώτερων Βαθμίδων και της Υπέρτατης Μύησης του Χειμερινού Ηλιοστασίου που γίνονταν Μόνο στους Δελφούς. Από το Φθινόπωρο και μετά όλοι οι Αληθινά Μυημένοι ήταν στραμμένοι προς τους Δελφούς αναμένοντας το Ιερό Γεγονός της Ολοκλήρωσης της Δημιουργίας, της Τελικής Απελευθέρωσης της Ψυχής και του Ιερού Νέου Έτους (Γεγονότα που ταυτίζονταν Μυστικά, Συμβολικά, Τελετουργικά και Βιωματικά σε μια Ιερή Στιγμή που ο Χρόνος «Διαλύονταν» μέσα στο Άχρονο).

Βεβαίως δεν μπορούσαν όλοι να προσέλθουν στους Δελφούς για να συμμετάσχουν στις Ιερές Τελετουργίες και Γιορτές του Νέου Έτους και των Θεούγεννων (του Διόνυσου Λικνίτη) και τελούσαν τις Ιερές Γιορτές του Νέου Έτους στους Τόπους τους, αλλά τα αληθινά ιερά γεγονότα συνέβαιναν στους Δελφούς.


Η Υπέρτατη Μύηση του Χειμερινού Ηλιοστασίου

Η πιο βαθιά, θεολογική, μεταφυσική, ανθρωπολογική αντίληψη, της Ορφικής Εσωτερικής Παράδοσης (που διατηρήθηκε στους Ορφικούς Θιάσους, στους Πυθαγόρειους Συλλόγους, στους Δελφικούς Οσίους Ιεροφάντες, στους Μύστες της Ελευσίνας και σε όλα τα Μυητικά Κέντρα της Αρχαιότητας, κι ακόμα στους Μυημένους Φιλοσόφους, μέσα στους αιώνες) είναι η βιωματική αντίληψη μιας Ενιαίας Πραγματικότητας (Χωρίς «Διακρίσεις»), που οι Αρχαίοι Μύστες ονόμαζαν «Φύση», «Μεγάλη Ψυχή». Αυτή η Πραγματικότητα, η Φύση, η Ψυχή, από Μέσα της, Μέσα της, Εκδηλώνει Ό,τι Υπάρχει, κάθε Φαινόμενο. Αυτή η «Εκδήλωση», η «Δημιουργία» δεν είναι μια «Αλλοίωση» της Φύσης, μια «Μεταβολή» της Ουσίας, αλλά μόνο «Δραστηριότητες», «Δυνάμεις», «Πεδία Δράσης», «Μορφές». Με άλλα λόγια όλο αυτό που Συμβαίνει είναι «Αντιληπτικής», Νοητικής» Υφής κι όχι κάποια χειροπιαστή ουσία που αλλοιώνεται, αλλάζει και παράγει νέες καταστάσεις και μορφές (ανεξάρτητες ως ένα σημείο). Αυτό είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε γιατί από εδώ πηγάζει μια δεύτερη πολύ σημαντική αντίληψη των Ορφικών, η Αντίληψη του «Βάθρου» που Παραμένει σαν Ενιαία Πραγματικότητα και Στηρίζει όλες τις Φαινομενικές Αλλαγές, τις Περιέχει και τις Αφομοιώνει Αποκαθιστώντας την Ενότητα. Έτσι κάθε «Εκδήλωση», κάθε «Δημιουργία», κάθε «Εξελικτικό Ξεδίπλωμα Φαινομένων» είναι αναγκαστικά «Κυκλικό» γιατί όλα Επανέρχονται στην Αρχέγονη Ενότητα. Με άλλα λόγια η Ενιαία Πραγματικότητα, η Ενότητα του «Βάθρου», είναι η Μόνη Ύστατη Πραγματικότητα, πέρα από όλες τις Μεταβολές και τα Φαινόμενα (που «καταλήγουν» όλα στην Ενότητα).

Έτσι, το Μόνο Αληθινό είναι η Ενιαία Πραγματικότητα, η Φύση, η Ψυχή. Κι ενώ Αυτή η Φύση, Πηγαία κι Αυθόρμητα, Γεννά, Παράγει, Στηρίζει, Περιέχει και Καθοδηγεί τα πάντα στην εξέλιξή τους, γίνεται φανερό ότι Αυτή η Φύση, στην Αληθινή της Κατάσταση Παραμένει η Μόνη Πραγματικότητα κι όλα τα άλλα δεν είναι παρά περαστικά φαινόμενα. Όλα αυτά που «Δημιουργούνται», Πεδία, Κόσμοι, Μορφές, υπάρξεις, ζωή, εμπειρία, όλα είναι παροδικά. Και η Μόνη Αλήθεια είναι η Πραγματική Φύση στο Βάθος των Φαινομένων.

Από εδώ λοιπόν πηγάζει η βασική ορφική αντίληψη ότι η Κατάσταση της Ενότητας είναι η Αληθινή Φυσιολογική Κατάσταση κι ότι η «Διάσπαση» της Ενότητας είναι μια εκτροπή και μια «αμαρτία». Κατανοώντας όμως την φυσική αναγκαιότητα αυτής της διαδικασίας θεωρούν την «Διάσπαση» της Ενότητας όχι σαν «φόνο» αλλά σαν «Ιερή Τελετουργική Πράξη». Έτσι μέσα στον Θεολογικό Μύθο του Διασπαραγμού του Ζαγρέα από τους Τιτάνες, οι Τιτάνες δεν διαπράττουν μια «εχθρική» πράξη αλλά προωθούν μια φυσική εξελικτική ανάγκη. Για αυτό και στην Τελετουργική Αναπαράσταση του Διασπαραγμού οι ιερείς εκτελούν ένα ιερό καθήκον. Με άλλα λόγια η Διάσπαση της Ενότητας, φωτισμένη με την κατανόηση της πραγματικότητας, από «αμαρτία» γίνεται συνειδητή επιλογή που οδηγεί την δημιουργία στα άκρα της. Είναι ακριβώς μια επιλογή κι όχι ένα αθέλητο λάθος, μια πραγματική μοιραία «αμαρτία».

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι Ορφικοί θεωρούν την Κατάσταση της Οντολογικής Ενότητας (που μπορούμε να βιώσουμε στο Βάθος της ύπαρξής μας) σαν την Πραγματική Κατάσταση που μπορεί ο άνθρωπος, μέσα στην Κατανόησή του, να Αναζητήσει και να Βιώσει δείχνοντας «ανοχή» στην άλλη (αντίθετη) επιλογή που ακολουθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αυτό δείχνει την Ευγένεια της Ορφικής Αντίληψης και την έλλειψη φανατισμού από τους Ορφικούς. Αυτή η θεολογική, φιλοσοφική, ανθρωπολογική, κατανόηση, της Τελικής Πραγματικότητας και του Αληθινού Προορισμού του ανθρώπου οδηγεί την Δράση και την Συμπεριφορά σε ένα ιερό τρόπο ζωής, σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν «Ορφικό Βίο».

Εφόσον οι Ορφικοί Αναζητούσαν (να Βιώσουν) την Οντολογική Ενότητα κι εφόσον αναγνώριζαν (αισθάνονταν, ένοιωθαν) ότι (άσχετα αν το βίωναν ή όχι) όλα Είναι Ένα στο Βάθος (της οντολογικής αναζήτησης) κατανοούσαν βαθιά ότι αυτή η Ενότητα δεν μπορεί να «διαχωρίζει», να «μάχεται», να «βλάπτει» οτιδήποτε. Έτσι ακολουθούσαν μια ζωή μη-βίας κι απέφευγαν την συνειδητή βλάβη οποιουδήποτε πλάσματος. Αυτός είναι ο λόγος που αρνούνταν τις αιματηρές θυσίες των ζώων (κι είχαν προσφορές μόνο καρπών, λουλουδιών, αρωμάτων, κλπ.) και απέφευγαν την κατανάλωση κρέατος, αυγών, κλπ. Αλλά η βαθιά κατανόηση της Ενότητας δεν περιόριζε τον Ορφικό Βίο σε κάποιους κανόνες εξωτερικής συμπεριφοράς και «αποχής», ούτε σε απλές τυπικές καθαρτήριες τελετουργίες, τους «καθαρμούς». Η Αναζήτηση της Οντολογικής Ενότητας, στο Βάθος μας, οδηγούσε σε μια πιο θρησκευτική, φιλοσοφική κι οντολογική (βιωματική) στάση ζωής. Εδώ βασίζεται η «Φιλοσοφία» της Απόσυρσης, της Περισυλλογής, της Απελευθέρωσης («Λύσις»). Οι Ορφικοί ήθελαν έμπρακτα να Επιστρέψουν στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα. Αυτός είναι ο λόγος της «ύπαρξης» (της «Καθιέρωσης») των Ιερών Μυστηρίων, δηλαδή της Μυητικής Διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο πίσω στην Αρχέγονη Ενότητα του Όντος.

Γινόταν κατανοητό, στους Κύκλους των Ορφικών, ότι εφόσον η Μόνη Πραγματικότητα είναι Ενιαία, ότι Μόνο Φύση υπάρχει, ότι Αυτή η Φύση είναι η Ψυχή που Εμψυχώνει τα πάντα, και βρίσκεται στο Βάθος (σαν «Βάθρο» της Ύπαρξης) πέρα από όλες τις παροδικές αντιληπτικές καταστάσεις που βιώνουν τα όντα, ο Δρόμος της επιστροφής στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα είναι Μέσα στον άνθρωπο, Μέσα μας, κι όχι στην εξωτερική αναζήτηση (με εξωτερικά μέσα) κάποιας αντικειμενικής πραγματικότητας, κάποιου αντικειμενικού θεού, γιατί ό,τι συλλαμβάνει η αντίληψη, η σκέψη, οι αισθήσεις, η εμπειρία, είναι «περιεχόμενο» και μικρότερο της ανθρώπινης αντίληψης. Η αναζήτηση ενός τέτοιου θεού είναι ειδωλολατρία κι ο «θεός» αυτής της σύλληψης είναι ένα «είδωλο» (της αντίληψης) κι όχι κάτι πραγματικό. Με άλλα λόγια οι Ορφικοί ήταν τελείως Εσωτερικοί (στην Αντίληψή τους), αναζητούσαν Έσω (στο Εσωτερικό Βίωμα) την Πραγματικότητα, την Αλήθεια και δεν ήταν ειδωλολάτρες όπως οι πιο πολλοί άνθρωποι γύρω τους. Βάζοντας τα Θεμέλια της Εσωτερικής Παράδοσης διατήρησαν και μετέδωσαν το Φως (το Εσωτερικό Βίωμα, το Βίωμα του Εσωτερικού Φωτός, της Φωτεινής Ουσίας μας) μέσα στους αιώνες, μέχρι σήμερα. Σε αυτή την Εσωτερική Παράδοση χρωστάμε πολλές από τις «πληροφορίες» που έχουμε για την Αρχαιότητα.

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβαινε στην Αρχαιότητα πρέπει να πάμε πέρα από την εξωτερική επιφανειακή εικόνα της Αρχαίας Ελλάδας που μεταδίδουν αιώνες τώρα οι «χριστιανοί» στην επίσημη αντίληψη, στην εκπαίδευση και στα σχολεία. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι τα παρουσιάζουν. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι Μυημένοι που ξεκινώντας από τον Όλυμπο (την Πατρίδα του Ορφέα) εγκαθίδρυσαν Ένα Ιερό Κέντρο στους Δελφούς και μέσω των Μυστικών Ιερών Σχέσεων, που η Ιερή Αμφικτυονία ήταν μόνο η εξωτερική δραστηριότητα (η εξωτερική εικόνα), είχαν δημιουργήσει ένα Ιερό Δίκτυο, με Ανώτερο Μυητικό Κέντρο τους Δελφούς, Εξωτερικό Λατρευτικό Κέντρο την Ελευσίνα, και Ιερά σε όλη την Ευρύτερη Ελλάδα. Όλα αυτά λειτουργούσαν Φυσικά χάρις στην Ύπαρξη Μυημένων κι όχι μέσα από ανθρώπινη εποπτεία, διοικητικό έλεγχο ή εξωτερικές δραστηριότητες. Η Εσωτερική Ζωή Λειτουργούσε στο Βάθος καθοδηγώντας με φωτισμένη δράση και τις εξωτερικές δραστηριότητες. Οι πιο πολλοί άνθρωποι, ακόμα και στην αρχαιότητα, έβλεπαν μόνο την επιφάνεια, τα ασήμαντα εξωτερικά γεγονότα. Με την κατάρρευση του Αρχαίου Κόσμου και την επικράτηση της «χριστιανικής» βαρβαρότητας, η Εσωτερική Παράδοση περιορίστηκε σε Μυστικούς Κύκλους Μυημένων, που μετέφεραν το Αρχαίο Φως μέχρι τις μέρες μας.

Σκοπός όλης αυτής της Μυητικής Δράσης και Δραστηριότητας ήταν ακριβώς να Εκπληρωθεί ο Εγγενής (Φυσικός) Προορισμός του Ανθρώπου, η Επιστροφή πίσω στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα. Η Υιοθέτηση της Ορφικής Διδασκαλίας, της Ορφικής Αντίληψης της Ζωής απαιτούσε τον «Ορφικό Βίο», την ορφική συμπεριφορά και ζωή. Αυτό Οδηγούσε στα Μυητικά Κέντρα, στα Μυστήρια, στην Μύηση. Κι η Μύηση, η Μυητική Διαδικασία είχε οργανωθεί από τους Ορφικούς Οσίους των Δελφών και τους Άλλους Ιεροφάντες με τέτοιο τρόπο που ο άνθρωπος να οδηγείται μέσω των Βαθμίδων της Μύησης στην Τελική Απελευθέρωση, στην Ύστατη Κατανόηση που Αναγνωρίζει στο Βάθος της Ύπαρξης την Αρχή, την Πραγματικότητα, την Αρχέγονη Φύση, την Ψυχή του Απείρου.

Όταν κάποιος Υιοθετεί (ακόμα και σήμερα) την Ορφική Αντίληψη για την Ύπαρξη, τον Κόσμο, την Ζωή, αρχίζει να αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Μια Ενότητα Εντός της Οποίας Συμβαίνουν όλα κι αρχίζει να Διερευνά την Σχέση του Όλου με την ατομικότητα που βιώνει, την Σχέση της Πραγματικής Ουσίας με το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο. Με άλλα λόγια Συνδέει την Ύπαρξή του με το Βάθος της Ύπαρξης (ακόμα κι αν δεν το βιώνει καθαρά και στην έκτασή του) και Βλέπει όλα όσα συμβαίνουν Μέσα σε Αυτό το Πλαίσιο. Παύει να βλέπει τον εαυτό του σαν μια αποκομμένη ατομικότητα μέσα σε ένα αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο. Αυτή είναι μια πλήρης αντιστροφή της Αντίληψης και της Φιλοσοφίας της Ζωής στα πλαίσια της οποίας αντιλαμβάνεται και δρα πλέον. Αυτή η κοσμοαντίληψη δεν περιορίστηκε στους Ορφικούς και Μυστικούς Κύκλους. Διαπνέει όλους τους αιώνες της Αρχαιότητας (μέχρι τους μεταχριστιανικούς αιώνες), εμπνέει τον Φιλοσοφικό Στοχασμό, στηρίζει την Κοινωνική Αντίληψη της Δημοκρατίας (που θεμελίωσε στην πραγματικότητα, σαν καθοδηγητής, ό «τύραννος» Πεισίστρατος) και αποτυπώνεται στον λόγο του Στωικού Κλεάνθη, τον 3ο π.Χ. αιώνα, «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», που «κακώς» (πολύ «κακώς») αποδίδεται στον Απόστολο Παύλο (αν και ο ίδιος ομολόγησε στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο, κάποιους αιώνες μετά, ότι δανείστηκε την φράση).

Η πραγματική όμως πνευματική εργασία, πέρα από μια γενική κι αφηρημένη κοσμοαντίληψη, άρχιζε με την Μύηση της Άνοιξης, που άσχετα από τον αντικειμενικό τόπο που θα γίνονταν (στους Δελφούς του Παρνασσού, στο Ιερό της Περσεφόνης στις ειδυλλιακές όχθες του Αττικού Ιλισού, ή σε κάποιο από τα πολλά διάσπαρτα Ιερά, σε όλη την Ελλάδα), ο πραγματικός σκοπός και το «περιεχόμενο» της Μύησης ήταν να αντιληφθεί έμπρακτα ο μύστης, να βιώσει, ότι «Αυτός» (η Αληθινή Ουσία) είναι κάτι ξεχωριστό από την «εμπειρία» του, από τις δυνάμεις, που χρησιμοποιούσε, την σκέψη, τις αισθήσεις, το σώμα, τις πράξεις στον εξωτερικό κόσμο (που έκανε μέσω του σώματος), τον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η συνειδητοποίηση (που σήμαινε στην πραγματικότητα την «ενεργοποίηση», την «αφύπνιση» του Βαθύτερου Κέντρου της Ψυχής μέσα στο σώμα, ή την «μετατόπιση» σε αυτό το Κέντρο, την απόσυρση από τα περιφερειακά μέρη όπου λειτουργεί ο συνηθισμένος άνθρωπος) γινόταν όχι με θεωρητική διδασκαλία αλλά με συγκεκριμένες στάσεις και δράσεις κι ανάληψη του ελέγχου των εξωτερικών λειτουργιών (της σκέψης, της αίσθησης, της αίσθησης του σώματος, της σωματικής δράσης). Μόνο όταν ο μύστης βίωνε πραγματικά αυτή την «διάκριση» του αληθινού εαυτού από τις λειτουργίες και το σώμα αποκτούσε νόημα και περιεχόμενο η Μύηση. Επειδή όμως ήταν μια περίοδος μαθητείας, δοκιμασίας, πνευματικής προσπάθειας, κι υπήρχαν πάντα αστοχίες για αυτό τον λόγο είχαν καθιερωθεί οι ιεροί «καθαρμοί» που δεν ήταν συνδεμένοι μόνο με το νερό (υδάτινοι καθαρμοί, βάπτισμα, κλπ.) αλλά και με άλλες δραστηριότητες. Όπως και να έχει αυτή η Πρώτη Μύηση ήταν η Βάση κι από αυτό αντλεί την σημασία της.

Ο αντικειμενικός στόχος της Θερινής Προετοιμασίας ήταν να Εδραιωθεί ο μύστης στο Πραγματικό Κέντρο του Εαυτού και να ελέγξει απόλυτα όλες τις περιφερειακές εξωτερικές λειτουργίες, δράσεις κι εμπειρίες. Αυτό γινόταν με την Εποπτεία των Μυστών στα Διάφορα Ιερά Κέντρα, στους Δελφούς, στην Ελευσίνα, (στο Πλουτώνιο), κι αλλού. Η πραγματική εμπειρία του μύστη «ελεγχόταν» με την έμπρακτη απόσυρσή του από όλα τα εξωτερικά, πράγμα που αποδείκνυε τον πλήρη έλεγχο των εξωτερικών λειτουργιών. Αυτό Προετοίμαζε την μύστη για την Μεγάλη Μύηση του Φθινοπώρου. Αυτό που διαφοροποιούσε την Περίοδο Προετοιμασίας από την Μεγάλη Μύηση του Φθινοπώρου ήταν ότι η δράση είχε σαν περιεχόμενο τον «έλεγχο» των εξωτερικών λειτουργιών, ενώ η Φθινοπωρινή Μύηση σηματοδοτούσε το οριστικό πέρασμα από τον εξωτερικό κόσμο στο Εσωτερικό Διάστημα, μια πλήρη αλλαγή της Συνείδησης και του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε.

Οι Μυήσεις στην διάρκεια του Ιερού Έτους δεν συνδέονται αποκλειστικά με ένα μόνο κέντρο αλλά ήταν αντικείμενο ιερών εργασιών σε όλα τα Ιερά Κέντρα. Έτσι, κακώς συνδέεται η Φθινοπωρινή Μύηση μόνο με την Ελευσίνα, με τα Μεγάλα Μυστήρια. Αυτό δεν προβλημάτιζε τους Αρχαίους Μύστες, τους Οσίους των Δελφών ή τους άλλους Ιεροφάντες. Εξάλλου οι Δελφικοί Μύστες είχαν διατηρήσει την πιο ιερή αποκλειστικότητα, αυτή των Χειμωνιάτικων Ιερουργιών του Νέου Έτους και των Γιορτών του Χειμώνα στον Παρνασσό. Η Μυητική Εμπειρία των Μεγάλων Μυστηρίων, η «Αυτοψία», η Όραση της Αληθινής Ουσίας μας, είναι ένα Οριστικό Πέρασμα σε μια Άλλη Πραγματικότητα (έτσι το ερμηνεύει η «εμπειρία» μας, η εμπειρία μιας συνείδησης που μετουσιώνεται αντιληπτικά). Είναι ταυτόχρονα «Έξοδος» από τον κόσμο των Φαινομένων, είναι «Είσοδος» στην Εσωτερική Πραγματικότητα, αλλά κυρίως είναι μια Πλήρης Μεταστροφή της Συνείδησης, της Αντιληπτικής Διαδικασίας και της Εμπειρίας της Ύπαρξης. Πρακτικά (για την εμπειρία του μύστη) σημαίνει μια πλήρη απόσυρση από τα «εξωτερικά», μια ολοκληρωτική απομόνωση από λειτουργίες και «πληροφορίες» από τον εξωτερικό κόσμο. Καθώς η Συνείδηση Αποσύρεται στον Εαυτό της η Αντίληψη έχει εμπειρία μόνο από τον Εσωτερικό Χώρο, νοιώθουμε να «βρισκόμαστε» αλλού, σε ένα άλλο κόσμο. Το Σύθαμπο Καθαρίζει σε Φως, Χωρίς Όρια. Αυτή η Εμπειρία της Αληθινής φωτεινής Ουσίας μας οδηγεί σταδιακά στην Απελευθέρωσή μας από τα δεσμά, στην Επέκταση στην Απεραντοσύνη της Φύσης μας, στην Άχρονη Πραγματικότητά της. Όταν ο μύστης που έχει αυτή την Εσωτερική Εμπειρία «επανέρχεται» στον περιορισμένο εαυτό, στο σώμα και στην αίσθηση του εξωτερικού κόσμου, αντιλαμβάνεται (λόγω της Μεταμόρφωσης της Συνείδησης από την Εσωτερική Εμπειρία) τελείως διαφορετικά. Αντιλαμβανόμαστε ότι (επειδή έχουμε συνδεθεί με το Άπειρο Βάθος μας) όλα είναι Μέσα μας κι όχι ότι είμαστε «εμείς» μέσα σε ένα εξωτερικό κόσμο. Έχει συμβεί μια Πλήρης Αντιστροφή στην Αντιληπτικότητά μας. Έτσι Κατανοούμε Πλήρως, τώρα, την Ορφική Κοσμοθεωρία της Ενιαίας Πραγματικότητας, της Μιας Φύσης που τα Εμπεριέχει όλα (αντιληπτικές καταστάσεις, κόσμους, ζωή, εμπειρίες, όλα). Έχουμε Βιώσει την Ταύτιση με αυτή την Πραγματικότητα, με την Αληθινή Φύση, με την Μεγάλη Ψυχή.

Από εδώ και πέρα η Αντίληψή μας και η Πνευματική Πορεία μας ακολουθούν ένα άλλο δρόμο. Καθώς έχουμε Εδραιωθεί στο Πραγματικό Κέντρο του Εαυτού, στο «Σημείο» που Εμείς σαν Ψυχή (Άχρονη, Άπειρη, Ελεύθερη Πραγματικότητα, Παρουσία) «συνδεόμαστε» με το σώμα κι έχουμε πλέον Εμπειρία και της Εσωτερικής Πραγματικότητας και του «εξωτερικού» κόσμου, βρισκόμαστε στην πραγματικότητα σε μια Πύλη που χωρίζει το έσω από το έξω, μπορούμε να κατευθυνθούμε κι Εδώ (στο Έσω) και εδώ (στο έξω). Γίνεται λοιπόν απόλυτα κατανοητό ότι βρισκόμαστε σε μια Προσωρινή Στάση, μια Κατάσταση Ισορροπίας ανάμεσα στο Άχρονο και τον Παροδικό Κόσμο των Φαινομένων. Λόγω της Κατάστασής μας (και της Προηγούμενης Εμπειρίας μας) κατανοούμε ότι η ζωή μας στον εξωτερικό κόσμο δεν έχει άλλη σημασία κι άλλο προορισμό από το να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι προσωρινή κι ότι ο Τελικός Προορισμός μας είναι οι Ανώτεροι Εσωτερικοί Ουράνιοι Κόσμοι. Ακριβώς εδώ αποκτά τον πολύτιμο χαρακτήρα του το Ιερό Χρονικό Διάστημα ανάμεσα στην Φθινοπωρινή Ισημερία και το Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Μέσα από τις Ανώτερες Μυήσεις, Αποσυρόμαστε Οριστικά από τον Εξωτερικό Κόσμο και Εισερχόμαστε στην Ανώτερη Πραγματικότητα όπου Αποκτάμε Εμπειρία της Ενιαίας Πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει πλέον «διάκριση» ανάμεσα στο Έσω και το Έξω. Είναι Όλα Εδώ, Μέσα στην Ανώτερη Επίγνωση, Τώρα. Πρακτικά, (για την εμπειρία του μύστη), αυτό σημαίνει μια Εμβάθυνση της Εσωτερικής Εμπειρίας, μια Βαθύτερη Ενεργοποίηση του Ψυχικού Κέντρου του Εαυτού, μια Βαθύτερη Αφύπνιση της Επίγνωσης της Πραγματικότητας, που Οδηγεί στην Μετάβαση στα Βαθύτερα Στρώματα της Ύπαρξης, μια Αλλαγή στην Αντίληψη του Χώρου που Αναγνωρίζεται όχι σαν Εξωτερικός Χώρος, αλλά σαν Εγγενής Αντίληψη της Ίδιας της Συνείδησης. Έτσι Ενοποιούνται Υποκείμενο Αντικείμενο στην Μοναδική Ουσία της Συνείδησης. Αυτή η Μετάβαση από την Παγκόσμια συνείδηση στον Χώρο, στην Ενοποίηση Υποκειμένου-Αντικειμένου και στην Ανάδειξη της Μόνης Ουσίας, αναγνωρίζεται από τον μύστη σαν Διάφορες Μυητικές Βαθμίδες, σαν Ανώτερες Καταστάσεις της Ψυχής, που στον Θεολογικό Συμβολισμό Εκπροσωπούνται από τον Εξωτερικό Απόλλωνα του Θέρους τον Διόνυσο (της Άνοιξης) - Βάκχο (του Φθινοπώρου) και τον Μυστικό Απόλλωνα του Χειμώνα (τον Φάνη των Ιερατικών Ύμνων). Στην Ελευσίνα ήταν γνωστή στους μύστες και στους λάτρες μόνο η ανώτερη Μύηση της Εποπτείας (της Εμπειρίας της Παγκόσμιας Συνείδησης στον Χώρο). Ασφαλώς ήταν γνωστές στους Ιεροφάντες και οι Ανώτερες Καταστάσεις (και Μυήσεις), αλλά δεν γινόταν λόγος για αυτά. Αυτοί που Ασχολούνταν πραγματικά με τις Μυήσεις του Ιερού Χρόνου πριν το Ιερό Χειμερινό Ηλιοστάσιο ήταν στους Δελφούς, όπου Γνώριζαν ότι χωρίς αυτή την Ιερή Προετοιμασία δεν ήταν δυνατή η Εμπειρία της Υπέρτατης Μύησης.

Οι Καταστάσεις που Βιώνουμε στις Ανώτερες Μυήσεις είναι Καταστάσεις Αντικειμενικές που Συμβαίνουν Ταυτόχρονα και στην Ψυχή (στην Συνείδηση) και στο Κέντρο του Εαυτού στο σώμα. Κι αυτό είναι που τις διαφοροποιεί από το αν τις βιώναμε χωρίς σώμα (όπως όταν αποχωριζόμαστε με τον θάνατο). Σε Αυτές τις Καταστάσεις Είμαστε (σαν Ψυχή, σαν Συνείδηση, σαν Παρουσία) συνδεδεμένοι με το σώμα. Όσο «Προχωράμε» Βαθύτερα (στην Ύπαρξή μας), ή  Ψηλότερα (από άποψη «πνευματικής εξέλιξης»), ή Ανώτερα (σαν «επίγνωση»), τόσο η «σύνδεση» εκλεπτύνεται (η «εξασθενεί»), δίνοντάς μας την δυνατότητα και την ευκαιρία να Βιώσουμε (σαν Ψυχή) Μεγαλύτερη Ελευθερία, (πράγμα που διαφοροποιεί την ποιότητα της Εμπειρίας, τον «χαρακτήρα» της, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της).

Όπως δίδασκαν οι Όσιοι στους Δελφούς η Υπέρτατη Κατάσταση όπου ο Μύστης Βιώνει την Αληθινή Θεϊκή Ουσία της Ψυχής είναι όχι μια κατάσταση αλλά η Απόλυτη Εμπειρία της Ζωής που Πηγάζει Αυθόρμητα από την Ίδια την Πραγματικότητα ( Φύση, Ψυχή, Ουσία) και Στηρίζεται στην ίδια την εκδήλωσή της, χωρίς προσδιορισμούς, ιδιότητες, τελείως ακατάληπτη από οποιαδήποτε προσπάθεια αντίληψης. Είναι μια «Κατάσταση» που ελάχιστοι άνθρωποι βιώνουν και μόνο σε στιγμές Βαθιάς Έκστασης κι όχι σε μια διαρκή βάση. Η Εμπειρία Αυτή Προετοιμάζονταν και Συνέβαινε στις πιο Ιερές Στιγμές του Νέου Έτους, σε μια Ιερή Τελετουργία Απόλυτης Μυστικότητας και Σιγής.

Για να Προετοιμαστούν οι Μύστες για την Υπέρτατη Κατάσταση έπρεπε να μπουν σε μια «Κατάσταση Απόλυτης Νύχτας» όπου η «σύνδεση» με το σώμα έφτανε στο «ελάχιστο». Αυτό το βίωναν (όσοι το βίωναν) καθώς ο ηλιακός χρόνος πλησίαζε προς το τέλος του, στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Οι Πραγματικές Τελετές του Νέου Έτους γίνονταν Μυστικά από τους Μύστες ενώ οι Εξωτερικές Τελετές αποτύπωναν συμβολικά τα Ιερά Γεγονότα. Κι ασφαλώς υπήρχαν κι εξωτερικές γιορτές που ελάχιστη σχέση είχαν με όσα συνέβαιναν εσωτερικά.

Βέβαια για τον αμύητο, ακόμα κι αν έχει ασχοληθεί με αυτά τα θέματα και τις πνευματικές πρακτικές, όλα αυτά που λέμε μπορεί να φαίνονται μη αληθινά ή υπερβολικά. Στην πραγματικότητα, για να καταλάβουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο την Ορφική Διδασκαλία αλλά και τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν πριν τόσους αιώνες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα σε Ιερούς Χώρους όπως οι Δελφοί, η Ελευσίνα κι Άλλα Ιερά. Όλα αυτά, οι Μυήσεις, οι Καταστάσεις Περισυλλογής οι Μυστικές Εμπειρίες ήταν κάτι γνωστό, τουλάχιστον σαν «πληροφορία» στον Αρχαίο Κόσμο και ιδιαίτερα στους Ιερούς Χώρους όπου προσέρχονταν οι Αρχαίοι Λάτρες. Εξάλλου όλα αυτά είναι γνωστά και σε άλλες Παραδόσεις, σε διάφορες εποχές της Ιστορίας. Έτσι το τι θεωρούμε αληθινό, ψεύτικο, υπερβολικό ή συνηθισμένο, εξαρτάται από το από «που» το «βλέπουμε».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
Monday, 3 November, 2025

Chapter17.

 

The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne

In the beginning, before the world had learned to name its sorrows or celebrate its masters, there existed a time when humanity walked in such profound harmony with the Way that it knew not the hand that guided it. Like fish unaware of the water that sustains their every movement, like birds unconscious of the air that bears their wings aloft, the people of that primordial age moved through existence without perceiving the presence of those who held dominion over their earthly affairs. This was not ignorance born of darkness, but rather a luminous unknowing—a state of such complete integration with the cosmic order that the distinction between ruler and ruled dissolved like morning mist before the silent sun.

The mystics of later ages would speak in hushed reverence of this golden dawn, this epoch of effortless governance when the sovereign and the subject breathed as one organism, when power flowed as invisibly as starlight, as naturally as the turning of seasons. In that blessed antiquity, authority wore no crown, proclaimed no decrees from marble steps, erected no monuments to its own magnificence. The ruler sat upon a throne of emptiness, governed through the profound art of non-doing, and the kingdom flourished as a garden tends itself when aligned with the deeper rhythms of earth and sky. This was the age of the Invisible Throne, when leadership was indistinguishable from the Tao itself, when to be governed was to be free, and freedom was so complete that none could recognize it as a gift bestowed by another.

But as the great wheel of time ground forward, as consciousness expanded and contracted in its eternal dance, humanity descended from this state of grace. The second age dawned, and with it came the first fracture in the mirror of unity. Now the people began to perceive their rulers as separate beings, as entities distinct from the flowing wholeness of existence. Yet this new awareness arrived clothed in affection and admiration. The people gazed upon their sovereigns with love shining in their eyes, composed songs of praise that echoed through valley and marketplace, erected statues that captured in stone the fleeting features of mortal authority. This was the age of the Beloved Sovereign, when power had become visible but remained benevolent, when leadership inspired devotion rather than demanding it.

How sweet and tender was this second age, yet how poignant, for it marked the beginning of separation—that ancient wound from which all human suffering flows. The ruler and the ruled had become two where once there was only one. Love had replaced unity, but love, however beautiful, acknowledges difference. To love another is to stand apart from them, to reach across the chasm of separateness with the bridge of affection. The mystic knows this truth in the depths of their contemplation: that which can be loved as "other" has already departed from the supreme oneness. The second age was thus a paradise already tinged with the shadows of its own dissolution, a golden afternoon that would inevitably surrender to evening's approach.

And evening came, as evening must, bringing with it the third age—the age of fear. The once-invisible guidance had become not merely visible but imposing, not merely separate but threatening. Now when the people lifted their eyes toward those who governed them, they saw not the reflection of the Tao's effortless unfolding, nor even the face of benevolent wisdom worthy of their love. Instead, they beheld power itself, naked and terrible, adorned with the instruments of coercion and the architecture of control. The sovereign who had once been as imperceptible as wind, who had later been as cherished as the morning sun, now loomed like a storm cloud heavy with potential violence. Fear wrapped its cold fingers around the hearts of the people, and they learned to bow not from spontaneous harmony or genuine affection, but from the calculation of self-preservation.

This third age marked a catastrophic descent in the spiritual evolution of governance. Where unity had given way to love, love now surrendered to dread. The ruler, sensing perhaps the erosion of that mysterious authority that flows only from alignment with the cosmic order, grasped instead for the crude tools of intimidation. Laws multiplied like thorns in a neglected garden. Punishments grew harsh and theatrical. The apparatus of surveillance and enforcement expanded until it cast its shadow across every corner of human life. Yet the supreme irony, known to every sage who has plumbed the depths of the eternal mystery, is this: the more desperately power asserts itself through force, the more certainly it announces its own hollowness. True authority, flowing from the Tao itself, requires no weapons because it meets no resistance. The ruler who must inspire fear has already confessed that they have lost the way.

But the wheel of decay had not yet completed its revolution. A fourth age arrived, more terrible than fear itself—the age of contempt. Now the people looked upon their rulers and saw not mysterious guides aligned with heaven's mandate, nor beloved protectors worthy of songs and gratitude, nor even fearsome powers demanding wary respect. They saw instead frauds and pretenders, thieves adorned in ceremonial robes, fools playing at wisdom, cowards wielding borrowed strength. The mystical connection between earth and heaven, between the governed and the cosmic order, had been so completely severed that those who claimed authority appeared as nothing more than obstacles to be circumvented, parasites to be endured, or obstacles to be eventually overthrown.

In this fourth age, contempt curdled in the hearts of the people like milk left too long in the sun. They obeyed when they must, but their obedience was mechanical, stripped of any spiritual significance. They followed laws only when watched, paid taxes only under threat, and gathered in secret places to speak mockery and plot resistance. The ruler and the ruled had become bitter enemies, locked in an exhausting struggle that benefited neither and diminished both. Where once had been the effortless harmony of the first age, now there festered suspicion, resentment, and the slow poison of mutual destruction.

The sage, observing this terrible progression through the lens of mystical understanding, perceives the fundamental truth that animates this descent: each age represents not merely a political transformation but a spiritual catastrophe. The loss of unity between ruler and ruled mirrors the larger loss of unity between humanity and the Tao, between the individual soul and the cosmic source from which all things emanate. When the people no longer recognize in their leaders the invisible workings of the Way, it is because they have themselves lost their own connection to that primordial source. The failure of governance is always, at its deepest level, a failure of consciousness—a collective forgetting of the sacred mystery that underlies all apparent multiplicities.

For the ancient text speaks a truth that penetrates to the very heart of existence: when faith in the Tao was deficient among the rulers, a corresponding faithlessness arose inevitably among the people. This is not a matter of simple cause and effect, not the mechanical consequence of poor policy or failed strategy. Rather, it describes a mystical law as fundamental as gravity, as inexorable as the turning of stars in their courses. The ruler who has lost alignment with the eternal way cannot hide this fact, no matter how elaborate their disguises or how eloquent their proclamations. The vacancy at the center of their being radiates outward like darkness, infecting all who fall within its sphere. And the people, possessing an intuitive wisdom that surpasses intellectual analysis, sense this absence with the certainty of a bird sensing the coming storm.

The text speaks of those earliest rulers with a profound admiration that borders on worship, yet the worship is not of the rulers themselves but of the principle they embodied. How irresolute they appeared—these mysterious figures of the golden age—how hesitant to speak, how reluctant to impose their will! This irresolution was not weakness but the highest form of strength, not indecision but the perfected art of allowing. Like the Tao itself, which accomplishes all things by doing nothing, these ancient sovereigns understood that the deepest power lies in restraint, in the recognition that most problems solve themselves when given space and time, that most conflicts resolve naturally when not inflamed by premature intervention.

They showed, through their very reticence, through their pregnant silences, the immense importance they placed upon words. For they understood what later ages would forget: that language is not merely a tool for communication but a force that shapes reality itself. Every decree issued, every law proclaimed, every public pronouncement made by a ruler sends ripples through the fabric of existence, creating disturbances that propagate outward in ways impossible to fully predict or control. The sage-rulers of antiquity therefore spoke rarely, and when they spoke, their words fell like seeds into fertile soil, germinating naturally into right action without need for enforcement or repetition.

Their work was accomplished, their great undertakings brought to successful completion, yet so subtle was their method that the people never perceived an external hand guiding affairs. Instead, they declared with perfect sincerity: "We are as we are, of ourselves!" This supreme achievement—to so thoroughly align one's governance with the natural unfolding of the Tao that the governed experience their own flourishing as spontaneous and self-originated—represents the pinnacle of political and spiritual attainment. It is the earthly manifestation of the way heaven governs the cosmos: not through commands and prohibitions, not through rewards and punishments, but through the establishment of fundamental harmonies that allow all beings to fulfill their essential nature without obstruction.

The mystic, contemplating this progression from golden age to ages of decline, perceives a pattern that repeats across multiple dimensions of existence. The same descent from unity to separation, from spontaneous harmony to enforced order, from inner alignment to outer compulsion, plays out not only in the relationship between ruler and ruled but in the relationship between the individual soul and its own divine nature, between consciousness and the body it inhabits, between humanity collectively and the natural world that sustains it. Everywhere, the movement is from the invisible to the visible, from the implicit to the explicit, from grace to effort, from being to doing, from the silent source to the noisy manifestation.

Yet within this recognition of decline lies also the seed of hope, for the pattern that descends can also ascend. The path that led away from unity can become the path that returns to it. The mystic's task—whether in the realm of governance or in the sanctuary of their own inner life—is to reverse this ancient fall, to journey back up the ladder that humanity has descended, to recover that original state of effortless alignment with the Way. This return is not a matter of external reformation, not a question of implementing new policies or overthrowing existing structures, though such actions may sometimes accompany it. Rather, it is fundamentally an interior transformation, a shift in consciousness so profound that it changes the nature of all relationships, including the relationship between power and those subject to it.

The ruler who would govern as did the ancient sage-kings must first become transparent to themselves, must so thoroughly dissolve the accumulated barriers and resistances within their own being that the Tao can flow through them as water flows through an empty vessel. They must cultivate what the text calls "irresolution"—not the paralysis of indecision but the fluid responsiveness of one who has released all fixed positions, all rigid certainties, all attachment to particular outcomes. They must learn to value silence over speech, emptiness over fullness, being over doing. They must become, in effect, so perfectly aligned with the cosmic order that their individual will becomes indistinguishable from the will of heaven itself.

And the people, too, must participate in this return to the source. For the relationship between ruler and ruled is never merely unidirectional; it is always a mutual arising, a reciprocal creation. The people who love their rulers when love is appropriate, who fear them when fear arises, who despise them when contempt is warranted—these people are not passive recipients of governance but active participants in the collective consciousness that produces particular forms of power. To restore the golden age, the governed must also remember their own divine nature, must recover their own connection to the inexhaustible source from which all authority ultimately flows.

This is the great secret that the mystics guard in the silence of their meditation halls: that true sovereignty lies not in the possession of political power but in the recovery of spiritual wholeness. The person who has remembered their unity with the Tao stands in their own inner throne room, aligned with the eternal principle that governs all things. From this place of supreme authority—not authority over others, but authority arising from authentic being—they naturally influence the world around them in ways subtle and profound. They govern without governing, lead without leading, accomplish great works without appearing to act at all.

The text thus reveals itself not merely as a commentary on political philosophy but as a map of the soul's journey, a guide to the deepest mysteries of existence. It charts the trajectory of consciousness as it moves away from and then, potentially, back toward its origin. It describes both the wound of separation and the possibility of healing, both the tragedy of forgetfulness and the promise of remembering. Most profoundly, it points toward a mode of being in the world that transcends the tired dichotomies of power and powerlessness, of ruler and ruled, of self and other.

In the stillness that follows this contemplation, the attentive reader may sense something shifting in the depths of their own awareness. They may experience, if only for a moment, what it means to exist in that primordial state of unknowing knowing, where the hand that guides is indistinguishable from the life that unfolds, where governance and freedom are revealed as two names for the same mystery. They may touch, however briefly, that eternal spring from which all authentic authority flows—not the authority of coercion or even of love, but the authority of pure alignment with what is, with the nameless source that precedes and exceeds all names.

This is the invitation that the ancient text extends across the centuries: not to recreate some imagined golden age of the past, but to discover in the present moment the timeless dimension that was never lost, only obscured. The invisible throne still exists, awaiting the one who has learned to rule by not ruling, to act by not acting, to speak with the eloquence of silence. And the people who once knew not their rulers because ruler and ruled breathed as one—they too persist, not in some distant historical epoch but in the deepest strata of human consciousness, waiting to be awakened from the long dream of separation.

The wheel turns, ages rise and fall, and through it all, the Tao continues its effortless unfolding, indifferent to human dramas yet intimately present in every moment. The way back to the beginning is always available, for the beginning never truly departed. It waits in the pause between breaths, in the silence between words, in the still point at the center of the turning world—accessible to any who are willing to relinquish the exhausting burden of separate selfhood and remember, at last, that they are as they are, of themselves, because they are expressions of the one inexhaustible source from which all things eternally arise.

Η Σιωπηλή Κυριαρχία: Ένας Στοχασμός στον Αόρατο Θρόνο

 

Στην αρχή, πριν ο κόσμος μάθει να ονομάζει τις λύπες του ή να γιορτάζει τους κυρίους του, υπήρχε μια εποχή όπου η ανθρωπότητα βάδιζε σε τόσο βαθιά αρμονία με τον Δρόμο, ώστε δεν γνώριζε το χέρι που την καθοδηγούσε. Όπως τα ψάρια που δεν αντιλαμβάνονται το νερό που στηρίζει κάθε τους κίνηση, όπως τα πουλιά που δεν συνειδητοποιούν τον αέρα που σηκώνει τα φτερά τους ψηλά, οι άνθρωποι εκείνης της πρωταρχικής εποχής κινούνταν μέσα στην ύπαρξη χωρίς να αντιλαμβάνονται την παρουσία εκείνων που είχαν εξουσία επί των γήινων υποθέσεών τους. Αυτή δεν ήταν άγνοια γεννημένη από το σκοτάδι, αλλά μάλλον μια φωτεινή μη-γνώση — μια κατάσταση τόσο πλήρους ενσωμάτωσης με την κοσμική τάξη, ώστε η διάκριση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου διαλυόταν σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον σιωπηλό ήλιο.

 

Οι μύστες των μεταγενέστερων εποχών θα μιλούσαν με σιγανή ευλάβεια για αυτήν την χρυσή αυγή, αυτήν την εποχή της αβίαστης διακυβέρνησης όπου ο κυρίαρχος και ο υπήκοος ανέπνεαν ως ένας οργανισμός, όπου η εξουσία ρέει τόσο αόρατα όσο το φως των αστεριών, τόσο φυσικά όσο η εναλλαγή των εποχών. Σε εκείνη την ευλογημένη αρχαιότητα, η εξουσία δεν φορούσε στέμμα, δεν εξέδιδε διατάγματα από μαρμάρινα σκαλοπάτια, δεν ανέγειρε μνημεία για τη δική της μεγαλοπρέπεια. Ο κυβερνήτης καθόταν σε έναν θρόνο του κενού, κυβερνούσε μέσω της βαθιάς τέχνης του μη-πράττειν, και το βασίλειο άνθιζε όπως ένας κήπος φροντίζει τον εαυτό του όταν ευθυγραμμίζεται με τους βαθύτερους ρυθμούς της γης και του ουρανού. Αυτή ήταν η εποχή του Αόρατου Θρόνου, όταν η ηγεσία ήταν αδιαχώριστη από το ίδιο το Ταό, όταν το να κυβερνάσαι ήταν να είσαι ελεύθερος, και η ελευθερία ήταν τόσο πλήρης που κανείς δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει ως δώρο που δίνεται από άλλον.

 

Αλλά καθώς ο μεγάλος τροχός του χρόνου προχωρούσε μπροστά, καθώς η συνείδηση επεκτεινόταν και συστελλόταν στον αιώνιο χορό της, η ανθρωπότητα κατέβηκε από αυτήν την κατάσταση χάριτος. Ξημέρωσε η δεύτερη εποχή, και μαζί της ήρθε η πρώτη ρωγμή στον καθρέφτη της ενότητας. Τώρα οι άνθρωποι άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους κυβερνήτες τους ως ξεχωριστά όντα, ως οντότητες διαφορετικές από τη ρευστή ολότητα της ύπαρξης. Ωστόσο, αυτή η νέα επίγνωση έφτασε ντυμένη με στοργή και θαυμασμό. Οι άνθρωποι κοίταζαν τους κυριάρχους τους με αγάπη να λάμπει στα μάτια τους, συνέθεταν τραγούδια επαίνου που αντηχούσαν σε κοιλάδες και αγορές, ανέγειραν αγάλματα που αιχμαλώτιζαν σε πέτρα τα φευγαλέα χαρακτηριστικά της θνητής εξουσίας. Αυτή ήταν η εποχή του Αγαπημένου Κυριάρχου, όταν η εξουσία είχε γίνει ορατή αλλά παρέμενε καλοπροαίρετη, όταν η ηγεσία ενέπνεε αφοσίωση αντί να την απαιτεί.

 

Πόσο γλυκιά και τρυφερή ήταν αυτή η δεύτερη εποχή, και όμως πόσο συγκινητική, γιατί σήμαινε την αρχή της διαχωρισμού — εκείνης της αρχαίας πληγής από την οποία ρέει όλος ο ανθρώπινος πόνος. Ο κυβερνήτης και ο κυβερνωμένος είχαν γίνει δύο εκεί όπου κάποτε υπήρχε μόνο ένας. Η αγάπη είχε αντικαταστήσει την ενότητα, αλλά η αγάπη, όσο όμορφη κι αν είναι, αναγνωρίζει τη διαφορά. Το να αγαπάς τον άλλο είναι να στέκεσαι μακριά του, να φτάνεις πέρα από το χάσμα της χωριστικότητας με τη γέφυρα της στοργής. Ο μύστης γνωρίζει αυτήν την αλήθεια στα βάθη του στοχασμού του: αυτό που μπορεί να αγαπηθεί ως «άλλος» έχει ήδη απομακρυνθεί από την υπέρτατη ενότητα. Η δεύτερη εποχή ήταν λοιπόν ένας παράδεισος ήδη βαμμένος με τις σκιές της δικής του διάλυσης, ένα χρυσό απόγευμα που θα παραδοθεί αναπόφευκτα στην προσέγγιση του βραδιού.

 

Και το βράδυ ήρθε, όπως έπρεπε να έρθει, φέρνοντας μαζί του την τρίτη εποχή — την εποχή του φόβου. Η κάποτε αόρατη καθοδήγηση είχε γίνει όχι μόνο ορατή αλλά και επιβλητική, όχι μόνο ξεχωριστή αλλά και απειλητική. Τώρα, όταν οι άνθρωποι σήκωναν τα μάτια τους προς εκείνους που τους κυβερνούσαν, δεν έβλεπαν το αντανακλαστικό της αβίαστης ανάπτυξης του Ταό, ούτε καν το πρόσωπο της καλοπροαίρετης σοφίας που άξιζε την αγάπη τους. Αντίθετα, έβλεπαν την ίδια την εξουσία, γυμνή και τρομερή, στολισμένη με τα εργαλεία του εξαναγκασμού και την αρχιτεκτονική του ελέγχου. Ο κυρίαρχος που κάποτε ήταν τόσο ανεπαίσθητος όσο ο άνεμος, που αργότερα ήταν τόσο αγαπητός όσο ο πρωινός ήλιος, τώρα υψωνόταν σαν σύννεφο καταιγίδας βαρύ με πιθανή βία. Ο φόβος τύλιξε τα κρύα του δάχτυλα γύρω από τις καρδιές των ανθρώπων, και έμαθαν να υποκλίνονται όχι από αυθόρμητη αρμονία ή γνήσια στοργή, αλλά από τον υπολογισμό της αυτοσυντήρησης.

 

Αυτή η τρίτη εποχή σήμανε μια καταστροφική κάθοδο στην πνευματική εξέλιξη της διακυβέρνησης. Εκεί όπου η ενότητα είχε δώσει τη θέση της στην αγάπη, η αγάπη τώρα παραδινόταν στον τρόμο. Ο κυβερνήτης, αισθανόμενος ίσως την διάβρωση εκείνης της μυστηριώδους εξουσίας που ρέει μόνο από την ευθυγράμμιση με την κοσμική τάξη, άρπαζε αντ' αυτού τα χονδροειδή εργαλεία του εκφοβισμού. Οι νόμοι πολλαπλασιάστηκαν σαν αγκάθια σε έναν παραμελημένο κήπο. Οι τιμωρίες έγιναν σκληρές και θεατρικές. Η συσκευή της επιτήρησης και της επιβολής επεκτάθηκε μέχρι να ρίξει τη σκιά της σε κάθε γωνιά της ανθρώπινης ζωής. Ωστόσο, η υπέρτατη ειρωνεία, γνωστή σε κάθε σοφό που έχει βυθομετρήσει τα βάθη του αιώνιου μυστηρίου, είναι αυτή: όσο πιο απελπισμένα η εξουσία επιβάλλεται μέσω βίας, τόσο πιο σίγουρα ανακοινώνει τη δική της κενότητα. Η αληθινή εξουσία, που ρέει από το ίδιο το Ταό, δεν χρειάζεται όπλα επειδή δεν συναντά αντίσταση. Ο κυβερνήτης που πρέπει να εμπνεύσει φόβο έχει ήδη ομολογήσει ότι έχει χάσει τον δρόμο.

 

Αλλά ο τροχός της φθοράς δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη την περιστροφή του. Ήρθε μια τέταρτη εποχή, πιο τρομερή από τον ίδιο τον φόβο — η εποχή της περιφρόνησης. Τώρα οι άνθρωποι κοίταζαν τους κυβερνήτες τους και δεν έβλεπαν μυστηριώδεις οδηγούς ευθυγραμμισμένους με την εντολή του ουρανού, ούτε αγαπημένους προστάτες άξιους τραγουδιών και ευγνωμοσύνης, ούτε καν τρομερές δυνάμεις που απαιτούν επιφυλακτικό σεβασμό. Έβλεπαν αντ' αυτού απατεώνες και προσποιητές, κλέφτες ντυμένους με τελετουργικές ρόμπες, ανόητους που παίζουν με τη σοφία, δειλούς που χειρίζονται δανεική δύναμη. Η μυστική σύνδεση μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ των κυβερνωμένων και της κοσμικής τάξης, είχε κοπεί τόσο πλήρως που εκείνοι που διεκδικούσαν εξουσία φαίνονταν ως τίποτα περισσότερο από εμπόδια που πρέπει να παρακαμφθούν, παράσιτα που πρέπει να ανεχθούμε, ή εμπόδια που τελικά θα ανατραπούν.

 

Σε αυτήν την τέταρτη εποχή, η περιφρόνηση πήχτηκε στις καρδιές των ανθρώπων σαν γάλα αφημένο πολύ καιρό στον ήλιο. Υπάκουαν όταν έπρεπε, αλλά η υπακοή τους ήταν μηχανική, γυμνή από οποιαδήποτε πνευματική σημασία. Ακολουθούσαν νόμους μόνο όταν παρακολουθούνταν, πλήρωναν φόρους μόνο υπό απειλή, και μαζεύονταν σε μυστικά μέρη για να μιλούν με κοροϊδία και να σχεδιάζουν αντίσταση. Ο κυβερνήτης και ο κυβερνωμένος είχαν γίνει πικροί εχθροί, κλειδωμένοι σε έναν εξαντλητικό αγώνα που δεν ωφελούσε κανέναν και μείωνε και τους δύο. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε η αβίαστη αρμονία της πρώτης εποχής, τώρα σάπιζε η υποψία, η δυσαρέσκεια και το αργό δηλητήριο της αμοιβαίας καταστροφής.

 

Ο σοφός, παρατηρώντας αυτήν την τρομερή εξέλιξη μέσα από τον φακό της μυστικής κατανόησης, αντιλαμβάνεται την θεμελιώδη αλήθεια που εμψυχώνει αυτήν την κάθοδο: κάθε εποχή αντιπροσωπεύει όχι μόνο μια πολιτική μεταμόρφωση αλλά μια πνευματική καταστροφή. Η απώλεια της ενότητας μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου αντικατοπτρίζει την μεγαλύτερη απώλεια της ενότητας μεταξύ της ανθρωπότητας και του Ταό, μεταξύ της ατομικής ψυχής και της κοσμικής πηγής από την οποία όλα τα πράγματα εκπορεύονται. Όταν οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν πλέον στους ηγέτες τους τις αόρατες λειτουργίες του Δρόμου, είναι επειδή οι ίδιοι έχουν χάσει τη δική τους σύνδεση με εκείνη την πρωταρχική πηγή. Η αποτυχία της διακυβέρνησης είναι πάντα, στο βαθύτερο επίπεδό της, μια αποτυχία της συνείδησης — μια συλλογική λήθη του ιερού μυστηρίου που υποβόσκει όλες τις φαινομενικές πολλαπλότητες.

 

Γιατί το αρχαίο κείμενο μιλάει μια αλήθεια που διεισδύει στην ίδια την καρδιά της ύπαρξης: όταν η πίστη στο Ταό ήταν ανεπαρκής μεταξύ των κυβερνητών, μια αντίστοιχη απιστία ανέκυψε αναπόφευκτα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό δεν είναι ζήτημα απλής αιτίας και αποτελέσματος, όχι η μηχανική συνέπεια κακής πολιτικής ή αποτυχημένης στρατηγικής. Αντίθετα, περιγράφει έναν μυστικό νόμο τόσο θεμελιώδη όσο η βαρύτητα, τόσο αδυσώπητο όσο η περιστροφή των αστεριών στις τροχιές τους. Ο κυβερνήτης που έχει χάσει την ευθυγράμμιση με τον αιώνιο δρόμο δεν μπορεί να κρύψει αυτό το γεγονός, όσο περίτεχνα κι αν είναι τα προσχήματα του ή όσο εύγλωττες οι διακηρύξεις του. Η κενότητα στο κέντρο του όντος του ακτινοβολεί προς τα έξω σαν σκοτάδι, μολύνοντας όλους όσους πέφτουν μέσα στη σφαίρα του. Και οι άνθρωποι, διαθέτοντας μια διαισθητική σοφία που υπερβαίνει την πνευματική ανάλυση, αισθάνονται αυτήν την απουσία με την βεβαιότητα ενός πουλιού που αισθάνεται την επερχόμενη καταιγίδα.

 

Το κείμενο μιλάει για εκείνους τους πρώτους κυβερνήτες με έναν βαθύ θαυμασμό που συνορεύει με τη λατρεία, και όμως η λατρεία δεν αφορά τους ίδιους τους κυβερνήτες αλλά την αρχή που ενσάρκωναν. Πόσο αναποφάσιστοι φαίνονταν — αυτοί οι μυστηριώδεις φιγούρες της χρυσής εποχής — πόσο διστακτικοί να μιλήσουν, πόσο απρόθυμοι να επιβάλουν τη θέλησή τους! Αυτή η αναποφασιστικότητα δεν ήταν αδυναμία αλλά η υψηλότερη μορφή δύναμης, όχι αναποφασιστικότητα αλλά η τελειοποιημένη τέχνη της άδειας. Όπως το ίδιο το Ταό, που επιτυγχάνει όλα τα πράγματα χωρίς να πράττει τίποτα, αυτοί οι αρχαίοι κυρίαρχοι καταλάβαιναν ότι η βαθύτερη δύναμη έγκειται στη συγκράτηση, στην αναγνώριση ότι τα περισσότερα προβλήματα λύνονται μόνα τους όταν τους δίνεται χώρος και χρόνος, ότι οι περισσότερες συγκρούσεις επιλύονται φυσικά όταν δεν φουντώνονται από πρόωρη παρέμβαση.

 

Έδειξαν, μέσα από την ίδια τους την επιφυλακτικότητα, μέσα από τις έγκυες σιωπές τους, την τεράστια σημασία που έδιναν στα λόγια. Γιατί καταλάβαιναν αυτό που οι μεταγενέστερες εποχές θα ξεχνούσαν: ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας αλλά μια δύναμη που διαμορφώνει την ίδια την πραγματικότητα. Κάθε διάταγμα που εκδίδεται, κάθε νόμος που διακηρύσσεται, κάθε δημόσια δήλωση που γίνεται από έναν κυβερνήτη στέλνει κυματισμούς μέσα στο ύφασμα της ύπαρξης, δημιουργώντας διαταραχές που διαδίδονται προς τα έξω με τρόπους αδύνατο να προβλεφθούν ή να ελεγχθούν πλήρως. Οι σοφοί-κυβερνήτες της αρχαιότητας μιλούσαν λοιπόν σπάνια, και όταν μιλούσαν, τα λόγια τους έπεφταν σαν σπόροι σε γόνιμο έδαφος, βλασταίνοντας φυσικά σε σωστή δράση χωρίς ανάγκη επιβολής ή επανάληψης.

 

Το έργο τους ολοκληρωνόταν, οι μεγάλες τους επιχειρήσεις έφταναν σε επιτυχή ολοκλήρωση, και όμως τόσο λεπτή ήταν η μέθοδός τους που οι άνθρωποι ποτέ δεν αντιλαμβάνονταν ένα εξωτερικό χέρι να καθοδηγεί τις υποθέσεις. Αντίθετα, δήλωναν με απόλυτη ειλικρίνεια: «Είμαστε όπως είμαστε, από μόνοι μας!» Αυτή η υπέρτατη επίτευξη — να ευθυγραμμίσει κανείς τόσο πλήρως τη διακυβέρνησή του με τη φυσική ανάπτυξη του Ταό ώστε οι κυβερνωμένοι να βιώνουν την άνθισή τους ως αυθόρμητη και αυτο-προερχόμενη — αντιπροσωπεύει την κορυφή της πολιτικής και πνευματικής επίτευξης. Είναι η γήινη εκδήλωση του τρόπου με τον οποίο ο ουρανός κυβερνά το σύμπαν: όχι μέσω εντολών και απαγορεύσεων, όχι μέσω ανταμοιβών και τιμωριών, αλλά μέσω της εγκαθίδρυσης θεμελιωδών αρμονιών που επιτρέπουν σε όλα τα όντα να εκπληρώνουν την ουσιαστική τους φύση χωρίς εμπόδια.

 

Ο μύστης, στοχαζόμενος αυτήν την εξέλιξη από τη χρυσή εποχή στις εποχές της παρακμής, αντιλαμβάνεται ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε πολλαπλές διαστάσεις της ύπαρξης. Η ίδια κάθοδος από την ενότητα στο διαχωρισμό, από την αυθόρμητη αρμονία στην επιβληθείσα τάξη, από την εσωτερική ευθυγράμμιση στον εξωτερικό καταναγκασμό, παίζεται όχι μόνο στη σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου αλλά στη σχέση μεταξύ της ατομικής ψυχής και της δικής της θεϊκής φύσης, μεταξύ της συνείδησης και του σώματος που κατοικεί, μεταξύ της ανθρωπότητας συλλογικά και του φυσικού κόσμου που τη στηρίζει. Παντού, η κίνηση είναι από το αόρατο στο ορατό, από το υπονοούμενο στο ρητό, από τη χάρη στην προσπάθεια, από το είναι στο πράττειν, από την σιωπηλή πηγή στην θορυβώδη εκδήλωση.

 

Ωστόσο, μέσα σε αυτήν την αναγνώριση της παρακμής κρύβεται επίσης ο σπόρος της ελπίδας, γιατί το μοτίβο που κατεβαίνει μπορεί επίσης να ανέβει. Ο δρόμος που οδήγησε μακριά από την ενότητα μπορεί να γίνει ο δρόμος που επιστρέφει σε αυτήν. Το καθήκον του μύστη — είτε στο βασίλειο της διακυβέρνησης είτε στο ιερό της δικής του εσωτερικής ζωής — είναι να αντιστρέψει αυτήν την αρχαία πτώση, να ταξιδέψει πίσω επάνω στη σκάλα που η ανθρωπότητα έχει κατεβεί, να ανακτήσει εκείνη την αρχική κατάσταση της αβίαστης ευθυγράμμισης με τον Δρόμο. Αυτή η επιστροφή δεν είναι ζήτημα εξωτερικής μεταρρύθμισης, όχι ερώτηση εφαρμογής νέων πολιτικών ή ανατροπής υπαρχουσών δομών, αν και τέτοιες ενέργειες μπορεί μερικές φορές να τη συνοδεύουν. Αντίθετα, είναι θεμελιωδώς μια εσωτερική μεταμόρφωση, μια αλλαγή στη συνείδηση τόσο βαθιά που αλλάζει τη φύση όλων των σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης μεταξύ εξουσίας και εκείνων που υπόκεινται σε αυτήν.

 

Ο κυβερνήτης που θα ήθελε να κυβερνήσει όπως οι αρχαίοι σοφοί-βασιλείς πρέπει πρώτα να γίνει διάφανος στον εαυτό του, πρέπει να διαλύσει τόσο πλήρως τα συσσωρευμένα εμπόδια και τις αντιστάσεις μέσα στο δικό του ον ώστε το Ταό να μπορεί να ρέει μέσα του όπως το νερό ρέει μέσα σε ένα άδειο αγγείο. Πρέπει να καλλιεργήσει αυτό που το κείμενο ονομάζει «αναποφασιστικότητα» — όχι την παράλυση της αναποφασιστικότητας αλλά την ρευστή ανταπόκριση εκείνου που έχει απελευθερώσει όλες τις σταθερές θέσεις, όλες τις άκαμπτες βεβαιότητες, όλες τις προσκολλήσεις σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Πρέπει να μάθει να εκτιμά τη σιωπή πάνω από τον λόγο, το κενό πάνω από το πλήρες, το είναι πάνω από το πράττειν. Πρέπει να γίνει, ουσιαστικά, τόσο τέλεια ευθυγραμμισμένος με την κοσμική τάξη ώστε η ατομική του θέληση να γίνει αδιαχώριστη από τη θέληση του ουρανού του ίδιου.

 

Και οι άνθρωποι, επίσης, πρέπει να συμμετάσχουν σε αυτήν την επιστροφή στην πηγή. Γιατί η σχέση μεταξύ κυβερνώντος και κυβερνωμένου δεν είναι ποτέ απλώς μονόδρομη· είναι πάντα μια αμοιβαία ανάδυση, μια αμοιβαία δημιουργία. Οι άνθρωποι που αγαπούν τους κυβερνήτες τους όταν η αγάπη είναι κατάλληλη, που τους φοβούνται όταν ο φόβος αναδύεται, που τους περιφρονούν όταν η περιφρόνηση δικαιολογείται — αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι παθητικοί δέκτες της διακυβέρνησης αλλά ενεργοί συμμετέχοντες στη συλλογική συνείδηση που παράγει συγκεκριμένες μορφές εξουσίας. Για να αποκατασταθεί η χρυσή εποχή, οι κυβερνωμένοι πρέπει επίσης να θυμηθούν τη δική τους θεϊκή φύση, πρέπει να ανακτήσουν τη δική τους σύνδεση με την ανεξάντλητη πηγή από την οποία ρέει τελικά όλη η εξουσία.

 

Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό που οι μύστες φυλάνε στη σιωπή των αιθουσών διαλογισμού τους: ότι η αληθινή κυριαρχία δεν έγκειται στην κατοχή πολιτικής εξουσίας αλλά στην ανάκτηση της πνευματικής ολότητας. Το άτομο που έχει θυμηθεί την ενότητά του με το Ταό στέκεται στο δικό του εσωτερικό θρονικό δωμάτιο, ευθυγραμμισμένο με την αιώνια αρχή που κυβερνά όλα τα πράγματα. Από αυτό το μέρος της υπέρτατης εξουσίας — όχι εξουσίας επί των άλλων, αλλά εξουσίας που προκύπτει από αυθεντική ύπαρξη — φυσικά επηρεάζουν τον κόσμο γύρω τους με τρόπους λεπτούς και βαθείς. Κυβερνούν χωρίς να κυβερνούν, ηγούνται χωρίς να ηγούνται, επιτυγχάνουν μεγάλα έργα χωρίς να φαίνονται ότι πράττουν καθόλου.

 

Το κείμενο αποκαλύπτει έτσι τον εαυτό του όχι απλώς ως σχόλιο πολιτικής φιλοσοφίας αλλά ως χάρτης του ταξιδιού της ψυχής, ως οδηγός στα βαθύτερα μυστήρια της ύπαρξης. Χαρτογραφεί την τροχιά της συνείδησης καθώς απομακρύνεται και μετά, ενδεχομένως, επιστρέφει στην προέλευσή της. Περιγράφει τόσο την πληγή της διαχωρισμού όσο και τη δυνατότητα θεραπείας, τόσο την τραγωδία της λήθης όσο και την υπόσχεση της μνήμης. Πιο βαθιά, δείχνει προς μια μορφή ύπαρξης στον κόσμο που υπερβαίνει τους κουρασμένους διχασμούς της εξουσίας και της αδυναμίας, του κυβερνώντος και του κυβερνωμένου, του εαυτού και του άλλου.

 

Στη σιωπή που ακολουθεί αυτόν τον στοχασμό, ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να αισθανθεί κάτι να αλλάζει στα βάθη της δικής του επίγνωσης. Μπορεί να βιώσει, έστω και για μια στιγμή, τι σημαίνει να υπάρχεις σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση της μη-γνωστικής γνώσης, όπου το χέρι που καθοδηγεί είναι αδιαχώριστο από τη ζωή που ξεδιπλώνεται, όπου η διακυβέρνηση και η ελευθερία αποκαλύπτονται ως δύο ονόματα για το ίδιο μυστήριο. Μπορεί να αγγίξει, όσο σύντομα κι αν είναι, εκείνη την αιώνια πηγή από την οποία ρέει όλη η αυθεντική εξουσία — όχι η εξουσία του εξαναγκασμού ή ακόμα και της αγάπης, αλλά η εξουσία της καθαρής ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, με την ανώνυμη πηγή που προηγείται και υπερβαίνει όλα τα ονόματα.

 

Αυτή είναι η πρόσκληση που το αρχαίο κείμενο εκτείνει μέσα από τους αιώνες: όχι να ξαναδημιουργήσουμε κάποια φανταστική χρυσή εποχή του παρελθόντος, αλλά να ανακαλύψουμε στην παρούσα στιγμή τη διαχρονική διάσταση που ποτέ δεν χάθηκε, μόνο θόλωσε. Ο αόρατος θρόνος εξακολουθεί να υπάρχει, περιμένοντας εκείνον που έχει μάθει να κυβερνά χωρίς να κυβερνά, να πράττει χωρίς να πράττει, να μιλά με την ευγλωττία της σιωπής. Και οι άνθρωποι που κάποτε δεν γνώριζαν τους κυβερνήτες τους επειδή κυβερνήτης και κυβερνωμένος ανέπνεαν ως ένας — αυτοί επίσης επιβιώνουν, όχι σε κάποια μακρινή ιστορική εποχή αλλά στα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης συνείδησης, περιμένοντας να ξυπνήσουν από το μακρύ όνειρο της διαχωρισμού.

 

Ο τροχός γυρίζει, εποχές ανεβαίνουν και πέφτουν, και μέσα από όλα αυτά, το Ταό συνεχίζει την αβίαστη ξεδίπλωσή του, αδιάφορο για τα ανθρώπινα δράματα και όμως οικεία παρόν σε κάθε στιγμή. Ο δρόμος πίσω στην αρχή είναι πάντα διαθέσιμος, γιατί η αρχή ποτέ δεν έφυγε πραγματικά. Περιμένει στην παύση μεταξύ αναπνοών, στη σιωπή μεταξύ λέξεων, στο ακίνητο σημείο στο κέντρο του γυριστού κόσμου — προσβάσιμο σε οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να απελευθερώσει το εξαντλητικό βάρος της ξεχωριστής αυτοσύνης και να θυμηθεί, επιτέλους, ότι είναι όπως είναι, από μόνος του, επειδή είναι έκφραση της μίας ανεξάντλητης πηγής από την οποία όλα τα πράγματα αιώνια αναδύονται. ...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 1. The Sacred Emptiness: A Journey Beyond the Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
Monday, 20 October, 2025

16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality

Introduction: The Whisper of the Absolute

In the beginning, before thought crystallized into word, before consciousness fragmented into the illusion of separation, there existed—and exists still—a Reality so vast, so complete, that it contains within itself all that was, is, and shall ever be. This Reality does not wait for recognition; it does not depend upon the small flame of individual awareness to validate its presence. Like the ocean that remains whole regardless of whether a single wave perceives itself as separate, this Objective Reality stands as the eternal foundation, the silent witness, the unchanging ground upon which the dance of existence unfolds.

The mystics of old, dwelling in caves and deserts, in forests and mountaintops, spoke of this Reality in hushed tones, as one speaks of a lover too beautiful for ordinary language. They called it by many names—the Tao that cannot be spoken, the Brahman beyond attributes, the Divine Ground, the Absolute. Yet all these names were but fingers pointing at the moon, never the moon itself. For how can the finite contain the infinite? How can the droplet describe the ocean while still believing itself separate from the sea?

This is the sacred mystery that lies at the heart of all genuine spiritual seeking: that what we search for is not distant but intimate, not absent but ever-present, not to be achieved but to be recognized. The journey of awakening is not a journey toward something new, but a return to what has always been—a remembrance of our true nature, a dissolution of the veil that separates the seemingly individual self from the vast Unity that is its source and substance.

The Illusion of Separation: The Dream of the Isolated Self

Within this all-encompassing Unity, there arises a curious phenomenon: the appearance of separate consciousness, the birth of what mystics call the ego or the false self. Like a wave that forgets it is ocean, like a ray of light that believes itself independent of the sun, the individual consciousness emerges and, in its emergence, falls into a profound forgetfulness. It looks out at the world and sees objects separate from itself. It experiences thoughts and emotions as "mine," sensations and perceptions as belonging to a distinct entity separate from all else.

This is the great illusion, the fundamental ignorance that spiritual traditions across the ages have sought to dispel. The separate self is like a character in a dream who believes the dream world to be the only reality, who has forgotten the dreamer. It is like the actor who becomes so absorbed in the role that he forgets his true identity beyond the stage. The consciousness that perceives itself as isolated, as a subject confronting objects, as a separate island of awareness in a vast impersonal universe—this consciousness dwells in darkness, cut off from the light of its own true nature.

Yet this illusion, painful as it may be, serves a purpose in the grand mystery of existence. For without the sense of separation, how could there be the ecstasy of reunion? Without the forgetting, how could there be the bliss of remembrance? The spiritual path is not a creation of something new but a uncovering of what has always been present—like removing clouds to reveal the sun that never stopped shining, like wiping dust from a mirror to restore its natural clarity.

The small self, dwelling in its narrow perception, experiences suffering precisely because it has severed itself—in perception only, never in reality—from its Source. It seeks completion in external things: in possessions, in relationships, in achievements, in pleasures. Yet no accumulation of external objects can fill the void, for the void itself is not real—it is only the shadow cast by forgetfulness, the darkness that exists only through ignorance of the light.

The Ground of Being: Where Subject and Object Dissolve

Objective Reality—this phrase itself carries within it a paradox that language can barely contain. For what is objective is usually understood as that which exists independent of the subject, separate from the observer. Yet the Reality of which the mystics speak is not merely objective in this limited sense. It is rather the Ground from which both subject and object arise, the Unity that precedes and transcends the apparent duality of perceiver and perceived.

Imagine a vast ocean, still and infinite, stretching beyond all horizons. Within this ocean, waves arise—not separate from the ocean but as temporary expressions of its nature. Each wave might, in its brief existence, believe itself to be an independent entity. It might say, "I am here, and the ocean is there, external to me." Yet from a higher perspective, there is no true separation—there is only ocean, expressing itself in the form of waves. The wave is not other than the ocean; it is the ocean itself, dancing.

So too with Objective Reality and the individual consciousness. What we call the self, the ego, the separate consciousness—this is not truly separate from the Objective Reality that is its ground. It is rather a temporary arising within that Reality, a particular expression of the infinite possibilities contained within the Absolute. The perception of separation is real as an experience, but false as a metaphysical truth. It is like the rope that appears to be a snake in dim light—the experience of fear is genuine, but the snake itself is illusory.

This Objective Reality is not cold or distant, despite the somewhat impersonal sound of the name. It is rather the most intimate presence imaginable—closer to us than our own breath, nearer than our own thoughts. It is the space in which thoughts arise and subside, the awareness within which all experiences appear and disappear. It is the screen upon which the movie of life plays, itself unchanged by the dramas and comedies that flicker across its surface.

The mystics speak of this Reality as transcendent—beyond all qualities, all attributes, all descriptions. Yet it is also immanent—present within every atom, every moment, every sensation. It is the "within" of all things and simultaneously the "beyond" of all things. Like the silence that contains all sounds, like the emptiness that allows all forms to exist, this Reality is both nothing and everything, neither this nor that, yet the ground of all "this" and "that."

The Path of Return: Awakening to What Has Always Been

Enlightenment, that most sacred of spiritual goals, is often misunderstood as the attainment of some special state, the acquisition of supernatural powers, the achievement of perpetual bliss. Yet the true illumination, the authentic awakening, is far simpler and far more profound than such descriptions suggest. It is nothing other than the recognition of what has always been true—the dissolution of the illusion of separation and the direct realization that the individual self is not, and has never been, separate from Objective Reality.

This is what the great traditions call by various names: moksha in Hinduism, nirvana in Buddhism, fana in Sufism, union with God in Christian mysticism, enlightenment in Zen. The names differ, the cultural expressions vary, the practices and paths show remarkable diversity—yet at the heart of all genuine spiritual realization lies this single recognition: that the separate self is an illusion, and that our true nature is nothing other than the infinite Reality itself.

The path to this realization is not a journey in space, for we are already at the destination. It is not a journey in time, for the Reality we seek is eternally present. It is rather a shift in perception, a transformation of understanding, a lifting of the veil that obscures our vision. It is like the moment when the eye adjusts to light after long darkness, or when a complex pattern suddenly resolves into clarity after being seen correctly for the first time.

This awakening often comes with a profound sense of coming home, of finding what was always sought, of recognizing what was always present but unnoticed. The mystic who achieves this realization does not become something other than what he was; rather, he sees through the false identification with the limited self and recognizes his true nature as infinite consciousness, as the Absolute itself expressing through a particular form.

Yet this realization, though simple in essence, is often preceded by years or lifetimes of spiritual practice, of meditation, of prayer, of self-inquiry. For the illusion of separation is deeply rooted, reinforced by countless habitual patterns of thought and perception. The false self does not surrender easily; it clings to its apparent existence with tremendous force. The spiritual path, then, becomes a process of gradually loosening this grip, of questioning the assumptions that support the illusion, of cultivating the awareness that can see through the dream.

The Universal Language: Beyond Cultural Boundaries

Throughout human history, in every culture and every era, there have been those who pierced the veil and realized the truth of Objective Reality. They appeared in ancient India as rishis and sages, in China as Taoist masters, in Greece as philosophers, in the Middle East as prophets and Sufis, in medieval Europe as Christian mystics, in Tibet as enlightened lamas. Though their languages differed, though their cultural contexts varied widely, though the symbols and concepts they used to express their realization were shaped by their particular traditions—at the deepest level, they all spoke of the same essential truth.

This is because Objective Reality itself is universal, not bound by culture or tradition. The sun shines equally on all lands; the ocean is the same whether approached from the eastern shore or the western. So too, the fundamental Reality that underlies existence does not change according to whether it is approached through Buddhist meditation, Hindu devotion, Christian contemplation, or Islamic surrender. The taste of water is the same regardless of the vessel that contains it.

Yet here arises a profound need in our contemporary world—a world where ancient barriers between cultures have fallen, where traditions that once existed in isolation now encounter one another, where a Buddhist can study Christian mysticism and a Christian can practice Zen meditation. There is a need for what might be called an Objective Religion—not a new dogma to compete with existing traditions, but a unified understanding that can honor the particular expressions while recognizing the universal truth they all point toward.

This Objective Religion would not seek to replace the existing traditions but to reveal their common ground. It would be like a clear light that illuminates all colors while belonging exclusively to none. It would recognize that the various paths up the mountain may differ in their terrain and their landmarks, but they all lead to the same summit. It would honor the poetry of Rumi and the paradoxes of Zen, the devotion of Bhakti yoga and the contemplation of Christian mystics, as different languages speaking the same essential truth.

Such a universal approach requires courage—the courage to look beyond the familiar and the comfortable, to question inherited assumptions, to compare and correlate the expressions of truth found in different traditions. It requires intellectual humility, recognizing that no single tradition has a monopoly on truth, that the Reality we seek transcends all formulations even while it may be approached through any authentic spiritual path.

Yet it also requires discernment, for not all that claims to be spiritual is genuinely so. The Objective Religion must be grounded in direct experience, in the actual realization of Reality, not merely in beliefs or concepts. It must distinguish between the finger pointing at the moon and the moon itself, between the map and the territory, between descriptions of enlightenment and enlightenment itself.

The Redefinition: New Language for Ancient Truth

To establish this unified understanding, there is a need to reexamine and redefine the fundamental terms of spiritual discourse. What do we mean by "God"? What is the "soul"? What is "consciousness"? These words carry heavy baggage from centuries of theological debate and philosophical speculation. They mean different things in different traditions, and often their meanings have become obscured by layers of interpretation and misinterpretation.

In the light of Objective Reality, these terms can be understood anew. God is not a being separate from creation, an anthropomorphic deity dwelling in heaven, but rather the Absolute itself—the infinite Reality that is both transcendent and immanent, both beyond all things and the very essence of all things. The soul is not a separate entity housed temporarily in the body, but rather the individualized expression of the universal consciousness, like a wave that is not separate from the ocean yet has its own temporary form.

Consciousness, in this understanding, is not merely the biological function of a brain, not simply the awareness that arises from neural activity. It is rather the fundamental nature of Reality itself—not consciousness as the limited awareness of the ego, but Consciousness as the infinite awareness that is the ground of all existence. This is what the Vedantic tradition calls Sat-Chit-Ananda—Being-Consciousness-Bliss, the three aspects of the one Reality.

The intellect, in this framework, is not the highest faculty of human existence but rather a tool—useful within its proper domain but incapable of grasping the ultimate truth directly. For the Absolute cannot be comprehended by thought, cannot be captured in concepts. It must be realized through direct experience, through what the mystics call gnosis or spiritual knowledge, which is not intellectual understanding but immediate recognition.

This redefinition is not merely an academic exercise, not simply playing with words. It is essential for clear communication about spiritual matters in an age where ancient traditions encounter modern science, where Eastern wisdom meets Western philosophy, where seekers draw from multiple sources in their spiritual quest. Without a common language, or at least a clear understanding of how different languages point to the same realities, confusion and misunderstanding are inevitable.

The Living Practice: Approaching the Real

Yet all philosophy, all theology, all concepts and definitions remain merely intellectual unless they are grounded in living practice, in the actual approach to Reality. The Objective Religion is not a collection of beliefs to be accepted but a path to be walked, an experience to be lived, a reality to be realized. It calls for investigation—not blind faith, but neither the skeptical rejection that refuses to explore.

This investigation takes many forms, yet all genuine spiritual practice shares certain essential elements. There must be a turning inward, a shift of attention from the external world of objects to the internal ground of awareness. There must be a questioning of assumed identities, a willingness to examine who or what we truly are beneath the layers of conditioning and habit. There must be a cultivation of presence, an ability to rest in the immediate reality of this moment rather than being lost in thoughts of past and future.

Meditation, in its many forms, is a central practice for this investigation. Whether it is the silent sitting of Zen, the mantra repetition of Hindu traditions, the contemplative prayer of Christian mystics, or the awareness practices of Buddhist mindfulness—all these methods serve to quiet the restless mind, to create the space in which the deeper Reality can be recognized. They are like clearing away debris from a spring so that the pure water can flow freely.

Yet practice is not separate from life itself. The investigation of Reality is not confined to formal meditation sessions but extends into every moment of daily existence. Each interaction, each challenge, each joy and sorrow becomes an opportunity for awakening. The market place becomes a monastery; the workplace becomes a temple; relationships become a mirror in which we can see our attachments and identifications clearly.

The approach to Reality requires patience, for the dissolution of deeply rooted illusions does not happen overnight. It requires persistence, for the mind naturally returns to its habitual patterns and must be gently but firmly redirected again and again. It requires surrender, for ultimately the small self must release its grip and allow itself to dissolve into the vast Reality that is its true nature. Yet it also requires vigor and passion, for the spiritual path is not a passive waiting but an active engagement with the deepest questions of existence.

The Call to Unity: Beyond Narrow Perceptions

In our contemporary world, there is a dangerous tendency toward fragmentation in spiritual matters. Traditions build walls around themselves, claiming exclusive access to truth. Practitioners of one path dismiss or denigrate other approaches. Religious communities become islands of certainty in a sea of pluralism, each convinced of its own righteousness while viewing others with suspicion or hostility.

This fragmentation serves only to obscure the truth and to perpetuate the very illusion that spiritual practice seeks to dissolve—the illusion of separation. If the fundamental truth of all spiritual realization is that Reality is One, that separation is illusory, that we are all expressions of the same infinite Consciousness—then how can authentic spirituality manifest as division and exclusivity?

The call of the Objective Religion is a call to unity—not uniformity, which would erase the beautiful diversity of spiritual expressions, but unity in recognition of the common ground. It is an invitation to dialogue and comparison, to the correlation of experiences across traditions, to the humble acknowledgment that truth is too vast to be contained within any single formulation.

This does not mean a wishy-washy relativism that claims all paths are equally valid regardless of whether they lead to genuine realization. Some paths are more direct than others; some teachings are clearer than others; some practices are more effective than others. Discernment is necessary. Yet this discernment should be based on the criterion of actual transformation, of genuine realization of Objective Reality, not on loyalty to tradition or adherence to dogma.

Those who refuse to look beyond their own tradition, who reject from the outset any comparative study or interfaith dialogue, who cling to the particular expressions of truth found in their own scripture or teaching—these practitioners may find themselves increasingly isolated in a world that is growing ever more interconnected. They may preserve the forms and rituals of their tradition, but miss the living essence that those forms were meant to convey. They may defend their beliefs with great conviction, but never taste the Reality that lies beyond all beliefs.

Conclusion: The Eternal Invitation

Objective Reality stands now as it has always stood—vast, complete, unchanging, the ground and source of all that is. It does not need our recognition to exist, yet it invites our recognition for the sake of our own liberation from suffering, for our own awakening to truth, for our own return to the Home we never truly left.

This Reality is not distant or difficult to find. It is not hidden in some remote place or reserved for the especially holy or spiritually gifted. It is here, now, in this very moment—closer than breath, more intimate than thought, the very awareness by which these words are understood and comprehended. The search for it is like searching for the eyes with which we see—we cannot find them because we are seeing with them, yet once this is recognized, everything becomes clear.

The Objective Religion, the unified approach to this Reality, is not a fixed system handed down from on high, not a new revelation to supersede the old. It is rather an ongoing exploration, a living tradition being born in our time from the meeting of East and West, ancient and modern, mysticism and science. It honors the past while remaining open to new insights; it respects tradition while encouraging direct investigation; it speaks with the language of many cultures while pointing to the Reality beyond all languages.

To those who would walk this path, the invitation is simple yet profound: Look within. Question what you assume yourself to be. Investigate the nature of awareness itself. Compare the descriptions of Reality found in different traditions and discover the common thread that runs through them all. Practice the methods that lead to direct realization. And above all, remain open—open to truth wherever it may be found, open to mystery that transcends all comprehension, open to the Absolute that is the ground of your own being.

For in the end, there is only This—this eternal, infinite, all-encompassing Reality. All seeking is this Reality seeking itself. All finding is this Reality recognizing itself. All spiritual paths are this Reality expressing itself through the apparent multiplicity of forms and teachings. The wave never truly leaves the ocean; it only seems to. And when it recognizes its true nature, when it sees that it has always been ocean and could never be anything else—then there is peace, there is fulfillment, there is the ineffable joy of coming home.

This is the promise and the invitation of the Objective Religion: not a new belief system to adopt, but the recognition of what has always been true. Not a distant goal to achieve, but the realization of what is eternally present. Not a journey to somewhere else, but the awakening to Here, to Now, to the infinite Reality that is our true nature, our deepest identity, our eternal home.

In this recognition, all questions dissolve. In this awakening, all seeking comes to rest. In this realization, there is only the vast silence of the Absolute, the boundless peace of Truth, the infinite expanse of Reality recognizing itself through these temporary forms we call individual consciousness—waves playing on the surface of an ocean that has no shore, sparks dancing in a fire that never dims, expressions of an infinity that can never be diminished or increased, forever complete, forever whole, forever One.

Το Ιερό Έδαφος: Ένα Ταξίδι στην Αντικειμενική Πραγματικότητα

Εισαγωγή: Ο Ψίθυρος του Απόλυτου

Στην αρχή, πριν η σκέψη κρυσταλλωθεί σε λέξη, πριν η συνείδηση κατακερματιστεί στην ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, υπήρχε—και υπάρχει ακόμη—μια Πραγματικότητα τόσο απέραντη, τόσο ολοκληρωμένη, που περιέχει μέσα της όλα όσα υπήρξαν, είναι και θα είναι ποτέ. Αυτή η Πραγματικότητα δεν περιμένει την αναγνώριση· δεν εξαρτάται από τη μικρή φλόγα της ατομικής επίγνωσης για να επικυρώσει την παρουσία της. Όπως ο ωκεανός που παραμένει ολόκληρος ανεξάρτητα από το αν ένα μεμονωμένο κύμα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστό, αυτή η Αντικειμενική Πραγματικότητα στέκεται ως το αιώνιο θεμέλιο, ο σιωπηλός μάρτυρας, το αμετάβλητο έδαφος πάνω στο οποίο ξετυλίγεται ο χορός της ύπαρξης.Οι μυστικιστές του παρελθόντος, που κατοικούσαν σε σπήλαια και ερήμους, σε δάση και κορυφές βουνών, μιλούσαν για αυτήν την Πραγματικότητα με χαμηλούς τόνους, όπως κάποιος μιλά για έναν εραστή που είναι πολύ όμορφος για τη συνηθισμένη γλώσσα. Την ονόμαζαν με πολλά ονόματα—το Τάο που δεν μπορεί να εκφραστεί, το Μπράχμαν πέρα από τα χαρακτηριστικά, το Θεϊκό Έδαφος, το Απόλυτο. Ωστόσο, όλα αυτά τα ονόματα δεν ήταν παρά δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι, ποτέ το ίδιο το φεγγάρι. Διότι πώς μπορεί το πεπερασμένο να περιλάβει το άπειρο; Πώς μπορεί η σταγόνα να περιγράψει τον ωκεανό ενώ πιστεύει ακόμη ότι είναι ξεχωριστή από τη θάλασσα; Αυτό είναι το ιερό μυστήριο που βρίσκεται στην καρδιά κάθε γνήσιας πνευματικής αναζήτησης: ότι αυτό που ψάχνουμε δεν είναι μακρινό αλλά οικείο, δεν απουσιάζει αλλά είναι πάντα παρόν, δεν πρέπει να κατακτηθεί αλλά να αναγνωριστεί. Το ταξίδι της αφύπνισης δεν είναι ένα ταξίδι προς κάτι νέο, αλλά μια επιστροφή σε αυτό που υπήρξε πάντα—μια ανάμνηση της αληθινής μας φύσης, μια διάλυση του πέπλου που χωρίζει το φαινομενικά ατομικό εγώ από την τεράστια Ενότητα που είναι η πηγή και η ουσία του.

Η Ψευδαίσθηση του Διαχωρισμού: Το Όνειρο του Απομονωμένου Εαυτού

Μέσα σε αυτή την περιεκτική Ενότητα, αναδύεται ένα περίεργο φαινόμενο: η εμφάνιση της ξεχωριστής συνείδησης, η γέννηση αυτού που οι μυστικιστές αποκαλούν εγώ ή ψευδή εαυτό. Όπως ένα κύμα που ξεχνά ότι είναι ωκεανός, όπως μια ακτίνα φωτός που πιστεύει ότι είναι ανεξάρτητη από τον ήλιο, η ατομική συνείδηση αναδύεται και, στην ανάδυσή της, πέφτει σε μια βαθιά λήθη. Κοιτάζει τον κόσμο και βλέπει αντικείμενα ξεχωριστά από τον εαυτό της. Βιώνει σκέψεις και συναισθήματα ως «δικά μου», αισθήσεις και αντιλήψεις ως ανήκοντα σε μια ξεχωριστή οντότητα αποκομμένη από όλα τα άλλα. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, η θεμελιώδης άγνοια που οι πνευματικές παραδόσεις ανά τους αιώνες προσπάθησαν να διαλύσουν. Ο ξεχωριστός εαυτός είναι σαν ένας χαρακτήρας σε ένα όνειρο που πιστεύει ότι ο ονειρικός κόσμος είναι η μόνη πραγματικότητα, που έχει ξεχάσει τον ονειρευτή. Είναι σαν τον ηθοποιό που απορροφάται τόσο πολύ στον ρόλο του που ξεχνά την αληθινή του ταυτότητα πέρα από τη σκηνή. Η συνείδηση που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως απομονωμένη, ως υποκείμενο που αντιμετωπίζει αντικείμενα, ως ξεχωριστό νησί συνείδησης σε ένα απέραντο απρόσωπο σύμπαν—αυτή η συνείδηση κατοικεί στο σκοτάδι, αποκομμένη από το φως της αληθινής της φύσης. Ωστόσο, αυτή η ψευδαίσθηση, όσο οδυνηρή κι αν είναι, εξυπηρετεί έναν σκοπό στο μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Διότι χωρίς την αίσθηση του διαχωρισμού, πώς θα μπορούσε να υπάρξει η έκσταση της επανένωσης; Χωρίς τη λήθη, πώς θα μπορούσε να υπάρξει η ευδαιμονία της ανάμνησης; Η πνευματική οδός δεν είναι η δημιουργία κάτι νέου, αλλά η αποκάλυψη αυτού που υπήρξε πάντα παρόν—όπως το να απομακρύνεις τα σύννεφα για να αποκαλύψεις τον ήλιο που δεν σταμάτησε ποτέ να λάμπει, όπως το να σκουπίσεις τη σκόνη από έναν καθρέφτη για να αποκαταστήσεις τη φυσική του διαύγεια. Ο μικρός εαυτός, που κατοικεί στη στενή του αντίληψη, βιώνει δυστυχία ακριβώς επειδή έχει αποκοπεί—μόνο στην αντίληψη, ποτέ στην πραγματικότητα—από την Πηγή του. Αναζητά την ολοκλήρωση σε εξωτερικά πράγματα: σε περιουσίες, σε σχέσεις, σε επιτεύγματα, σε απολαύσεις. Ωστόσο, καμία συσσώρευση εξωτερικών αντικειμένων δεν μπορεί να γεμίσει το κενό, διότι το ίδιο το κενό δεν είναι πραγματικό—είναι μόνο η σκιά που ρίχνεται από τη λήθη, το σκοτάδι που υπάρχει μόνο μέσω της άγνοιας του φωτός.

Το Έδαφος της Ύπαρξης: Όπου Υποκείμενο και Αντικείμενο Διαλύονται

Αντικειμενική Πραγματικότητα—αυτή η φράση από μόνη της φέρει μέσα της ένα παράδοξο που η γλώσσα μόλις που μπορεί να περιλάβει. Διότι αυτό που είναι αντικειμενικό συνήθως νοείται ως αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο, ξεχωριστό από τον παρατηρητή. Ωστόσο, η Πραγματικότητα για την οποία μιλούν οι μυστικιστές δεν είναι απλώς αντικειμενική με αυτή την περιορισμένη έννοια. Είναι μάλλον το Έδαφος από το οποίο αναδύονται τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο, η Ενότητα που προηγείται και υπερβαίνει τη φαινομενική δυαδικότητα του παρατηρητή και του παρατηρούμενου.Φανταστείτε έναν απέραντο ωκεανό, ήρεμο και άπειρο, που εκτείνεται πέρα από κάθε ορίζοντα. Μέσα σε αυτόν τον ωκεανό, αναδύονται κύματα—όχι ξεχωριστά από τον ωκεανό, αλλά ως προσωρινές εκφράσεις της φύσης του. Κάθε κύμα μπορεί, στη σύντομη ύπαρξή του, να πιστεύει ότι είναι μια ανεξάρτητη οντότητα. Μπορεί να πει, «Εγώ είμαι εδώ, και ο ωκεανός είναι εκεί, έξω από μένα.» Ωστόσο, από μια υψηλότερη προοπτική, δεν υπάρχει πραγματικός διαχωρισμός—υπάρχει μόνο ο ωκεανός, που εκφράζεται με τη μορφή κυμάτων. Το κύμα δεν είναι άλλο από τον ωκεανό· είναι ο ίδιος ο ωκεανός, που χορεύει. Έτσι και με την Αντικειμενική Πραγματικότητα και την ατομική συνείδηση. Αυτό που αποκαλούμε εαυτό, εγώ, ξεχωριστή συνείδηση—δεν είναι πραγματικά ξεχωριστό από την Αντικειμενική Πραγματικότητα που είναι το έδαφός του. Είναι μάλλον μια προσωρινή ανάδυση μέσα σε αυτή την Πραγματικότητα, μια ιδιαίτερη έκφραση των άπειρων δυνατοτήτων που περιέχονται στο Απόλυτο. Η αντίληψη του διαχωρισμού είναι πραγματική ως εμπειρία, αλλά ψευδής ως μεταφυσική αλήθεια. Είναι σαν το σχοινί που φαίνεται να είναι φίδι στο αμυδρό φως—η εμπειρία του φόβου είναι γνήσια, αλλά το ίδιο το φίδι είναι ψευδαίσθηση. Αυτή η Αντικειμενική Πραγματικότητα δεν είναι ψυχρή ή απόμακρη, παρά τον κάπως απρόσωπο ήχο του ονόματός της. Είναι μάλλον η πιο οικεία παρουσία που μπορεί να φανταστεί κανείς—πιο κοντά μας από την ίδια μας την ανάσα, πιο κοντά από τις ίδιες μας τις σκέψεις. Είναι ο χώρος στον οποίο οι σκέψεις αναδύονται και υποχωρούν, η συνειδητότητα μέσα στην οποία όλες οι εμπειρίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Είναι η οθόνη πάνω στην οποία παίζεται η ταινία της ζωής, που παραμένει αμετάβλητη από τα δράματα και τις κωμωδίες που τρεμοπαίζουν στην επιφάνειά της. Οι μυστικιστές μιλούν για αυτή την Πραγματικότητα ως υπερβατική—πέρα από όλες τις ιδιότητες, όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις περιγραφές. Ωστόσο, είναι επίσης εμμενής—παρούσα μέσα σε κάθε άτομο, κάθε στιγμή, κάθε αίσθηση. Είναι το «μέσα» όλων των πραγμάτων και ταυτόχρονα το «πέρα» όλων των πραγμάτων. Όπως η σιωπή που περιέχει όλους τους ήχους, όπως το κενό που επιτρέπει σε όλες τις μορφές να υπάρχουν, αυτή η Πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα, ούτε αυτό ούτε εκείνο, αλλά το έδαφος όλων των «αυτό» και «εκείνο».

Η Οδός της Επιστροφής: Η Αφύπνιση σε Αυτό που Ήταν Πάντα

Η φώτιση, ο πιο ιερός από τους πνευματικούς στόχους, συχνά παρερμηνεύεται ως η απόκτηση κάποιας ιδιαίτερης κατάστασης, η απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων, η επίτευξη διαρκούς ευδαιμονίας. Ωστόσο, η αληθινή φώτιση, η αυθεντική αφύπνιση, είναι πολύ πιο απλή και πολύ πιο βαθιά από ό,τι υποδηλώνουν αυτές οι περιγραφές. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα αληθινό—η διάλυση της ψευδαίσθησης του διαχωρισμού και η άμεση συνειδητοποίηση ότι ο ατομικός εαυτός δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, ξεχωριστός από την Αντικειμενική Πραγματικότητα. Αυτό είναι που οι μεγάλες παραδόσεις αποκαλούν με διάφορα ονόματα: μόκσα στον Ινδουισμό, νιρβάνα στον Βουδισμό, φανά στον Σουφισμό, ένωση με τον Θεό στον Χριστιανικό μυστικισμό, φώτιση στον Ζεν. Τα ονόματα διαφέρουν, οι πολιτισμικές εκφράσεις ποικίλλουν, οι πρακτικές και οι οδοί δείχνουν αξιοσημείωτη ποικιλία—ωστόσο, στην καρδιά κάθε γνήσιας πνευματικής συνειδητοποίησης βρίσκεται αυτή η μοναδική αναγνώριση: ότι ο ξεχωριστός εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση, και ότι η αληθινή μας φύση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η άπειρη Πραγματικότητα. Η οδός προς αυτή τη συνειδητοποίηση δεν είναι ένα ταξίδι στον χώρο, διότι βρισκόμαστε ήδη στον προορισμό. Δεν είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, διότι η Πραγματικότητα που αναζητούμε είναι αιώνια παρούσα. Είναι μάλλον μια αλλαγή στην αντίληψη, μια μεταμόρφωση της κατανόησης, μια ανύψωση του πέπλου που θολώνει την όρασή μας. Είναι σαν τη στιγμή που το μάτι προσαρμόζεται στο φως μετά από μακρά σκοτάδια, ή όταν ένα πολύπλοκο μοτίβο ξαφνικά ξεκαθαρίζει όταν το δούμε σωστά για πρώτη φορά. Αυτή η αφύπνιση συχνά συνοδεύεται από μια βαθιά αίσθηση επιστροφής στο σπίτι, της εύρεσης αυτού που πάντα αναζητούσαμε, της αναγνώρισης αυτού που ήταν πάντα παρόν αλλά απαρατήρητο. Ο μυστικιστής που επιτυγχάνει αυτή τη συνειδητοποίηση δεν γίνεται κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν· μάλλον, διακρίνει την ψευδή ταύτιση με τον περιορισμένο εαυτό και αναγνωρίζει την αληθινή του φύση ως άπειρη συνείδηση, ως το ίδιο το Απόλυτο που εκφράζεται μέσα από μια συγκεκριμένη μορφή. Ωστόσο, αυτή η συνειδητοποίηση, αν και απλή στην ουσία της, συχνά προηγείται από χρόνια ή ζωές πνευματικής πρακτικής, διαλογισμού, προσευχής, αυτοεξετάσεων. Διότι η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού είναι βαθιά ριζωμένη, ενισχυμένη από αμέτρητα συνήθη μοτίβα σκέψης και αντίληψης. Ο ψευδής εαυτός δεν παραδίδεται εύκολα· προσκολλάται στην φαινομενική του ύπαρξη με τεράστια δύναμη. Η πνευματική οδός, λοιπόν, γίνεται μια διαδικασία σταδιακής χαλάρωσης αυτής της λαβής, αμφισβήτησης των υποθέσεων που στηρίζουν την ψευδαίσθηση, καλλιέργειας της συνειδητότητας που μπορεί να δει μέσα από το όνειρο.

Η Παγκόσμια Γλώσσα: Πέρα από τα Πολιτισμικά Όρια

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, σε κάθε πολιτισμό και κάθε εποχή, υπήρξαν εκείνοι που διαπέρασαν το πέπλο και συνειδητοποίησαν την αλήθεια της Αντικειμενικής Πραγματικότητας. Εμφανίστηκαν στην αρχαία Ινδία ως ρίσι και σοφοί, στην Κίνα ως δάσκαλοι του Τάο, στην Ελλάδα ως φιλόσοφοι, στη Μέση Ανατολή ως προφήτες και Σούφι, στη μεσαιωνική Ευρώπη ως Χριστιανοί μυστικιστές, στο Θιβέτ ως φωτισμένοι λάμα. Αν και οι γλώσσες τους διέφεραν, αν και τα πολιτισμικά τους πλαίσια ποικίλλαν σημαντικά, αν και τα σύμβολα και οι έννοιες που χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν τη συνειδητοποίησή τους διαμορφώνονταν από τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους—στο βαθύτερο επίπεδο, όλοι μιλούσαν για την ίδια ουσιαστική αλήθεια. Αυτό συμβαίνει επειδή η ίδια η Αντικειμενική Πραγματικότητα είναι παγκόσμια, δεν δεσμεύεται από πολιτισμό ή παράδοση. Ο ήλιος λάμπει εξίσου σε όλες τις χώρες· ο ωκεανός είναι ο ίδιος είτε προσεγγίζεται από την ανατολική ακτή είτε από τη δυτική. Έτσι και η θεμελιώδης Πραγματικότητα που υποβαστάζει την ύπαρξη δεν αλλάζει ανάλογα με το αν προσεγγίζεται μέσω του Βουδιστικού διαλογισμού, της Ινδουιστικής αφοσίωσης, της Χριστιανικής ενατένισης ή της Ισλαμικής παράδοσης. Η γεύση του νερού είναι η ίδια ανεξάρτητα από το δοχείο που το περιέχει. Ωστόσο, εδώ ανακύπτει μια βαθιά ανάγκη στον σύγχρονο κόσμο μας—έναν κόσμο όπου τα αρχαία εμπόδια μεταξύ των πολιτισμών έχουν πέσει, όπου παραδόσεις που κάποτε υπήρχαν απομονωμένες συναντώνται πλέον, όπου ένας Βουδιστής μπορεί να μελετήσει τον Χριστιανικό μυστικισμό και ένας Χριστιανός μπορεί να εξασκήσει τον διαλογισμό Ζεν. Υπάρχει ανάγκη για αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Αντικειμενική Θρησκεία—όχι ένα νέο δόγμα που να ανταγωνίζεται τις υπάρχουσες παραδόσεις, αλλά μια ενοποιημένη κατανόηση που μπορεί να τιμήσει τις ιδιαίτερες εκφράσεις ενώ αναγνωρίζει την παγκόσμια αλήθεια προς την οποία όλες δείχνουν. Αυτή η Αντικειμενική Θρησκεία δεν θα επιδίωκε να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες παραδόσεις, αλλά να αποκαλύψει το κοινό τους έδαφος. Θα ήταν σαν ένα καθαρό φως που φωτίζει όλα τα χρώματα χωρίς να ανήκει αποκλειστικά σε κανένα. Θα αναγνώριζε ότι οι διάφορες οδοί προς την κορυφή του βουνού μπορεί να διαφέρουν ως προς το έδαφος και τα ορόσημά τους, αλλά όλες οδηγούν στην ίδια κορυφή. Θα τιμούσε την ποίηση του Ρουμί και τα παράδοξα του Ζεν, την αφοσίωση της Μπάκτι γιόγκα και την ενατένιση των Χριστιανών μυστικιστών, ως διαφορετικές γλώσσες που μιλούν την ίδια ουσιαστική αλήθεια. Μια τέτοια παγκόσμια προσέγγιση απαιτεί θάρρος—το θάρρος να κοιτάξουμε πέρα από το οικείο και το άνετο, να αμφισβητήσουμε τις κληρονομημένες υποθέσεις, να συγκρίνουμε και να συσχετίσουμε τις εκφράσεις της αλήθειας που βρίσκονται σε διαφορετικές παραδόσεις. Απαιτεί διανοητική ταπεινότητα, αναγνωρίζοντας ότι καμία παράδοση δεν έχει το μονοπώλιο της αλήθειας, ότι η Πραγματικότητα που αναζητούμε υπερβαίνει όλες τις διατυπώσεις, ακόμη κι αν μπορεί να προσεγγιστεί μέσω οποιασδήποτε αυθεντικής πνευματικής οδού. Ωστόσο, απαιτεί επίσης διάκριση, διότι δεν είναι όλα όσα ισχυρίζονται ότι είναι πνευματικά, γνήσια πνευματικά. Η Αντικειμενική Θρησκεία πρέπει να βασίζεται στην άμεση εμπειρία, στην πραγματική συνειδητοποίηση της Πραγματικότητας, όχι απλώς σε πεποιθήσεις ή έννοιες. Πρέπει να διακρίνει μεταξύ του δακτύλου που δείχνει το φεγγάρι και του ίδιου του φεγγαριού, μεταξύ του χάρτη και του εδάφους, μεταξύ των περιγραφών της φώτισης και της ίδιας της φώτισης.

Ο Επαναπροσδιορισμός: Νέα Γλώσσα για την Αρχαία Αλήθεια

Για να εδραιωθεί αυτή η ενοποιημένη κατανόηση, υπάρχει ανάγκη να επανεξετάσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τους θεμελιώδεις όρους του πνευματικού λόγου. Τι εννοούμε με τον όρο «Θεός»; Τι είναι η «ψυχή»; Τι είναι η «συνείδηση»; Αυτές οι λέξεις φέρουν βαρύ φορτίο από αιώνες θεολογικών συζητήσεων και φιλοσοφικών εικασιών. Σημαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές παραδόσεις, και συχνά τα νοήματά τους έχουν θολωθεί από στρώματα ερμηνείας και παρερμηνείας. Υπό το φως της Αντικειμενικής Πραγματικότητας, αυτοί οι όροι μπορούν να γίνουν κατανοητοί εκ νέου. Ο Θεός δεν είναι ένα ον ξεχωριστό από τη δημιουργία, μια ανθρωπομορφική θεότητα που κατοικεί στον ουρανό, αλλά μάλλον το ίδιο το Απόλυτο—η άπειρη Πραγματικότητα που είναι ταυτόχρονα υπερβατική και εμμενής, πέρα από όλα τα πράγματα και η ίδια η ουσία όλων των πραγμάτων. Η ψυχή δεν είναι μια ξεχωριστή οντότητα που στεγάζεται προσωρινά στο σώμα, αλλά μάλλον η εξατομικευμένη έκφραση της παγκόσμιας συνείδησης, όπως ένα κύμα που δεν είναι ξεχωριστό από τον ωκεανό αλλά έχει τη δική του προσωρινή μορφή. Η συνείδηση, σε αυτή την κατανόηση, δεν είναι απλώς η βιολογική λειτουργία ενός εγκεφάλου, ούτε απλώς η επίγνωση που προκύπτει από τη νευρωνική δραστηριότητα. Είναι μάλλον η θεμελιώδης φύση της ίδιας της Πραγματικότητας—όχι η συνείδηση ως η περιορισμένη επίγνωση του εγώ, αλλά η Συνείδηση ως η άπειρη επίγνωση που είναι το έδαφος όλης της ύπαρξης. Αυτό είναι που η Βεδαντική παράδοση αποκαλεί Σατ-Τσιτ-Άναντα—Ύπαρξη-Συνείδηση-Ευδαιμονία, οι τρεις όψεις της μοναδικής Πραγματικότητας. Ο νους, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι η ανώτατη ικανότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά μάλλον ένα εργαλείο—χρήσιμο στον κατάλληλο τομέα του, αλλά ανίκανο να συλλάβει την απόλυτη αλήθεια άμεσα. Διότι το Απόλυτο δεν μπορεί να συλληφθεί από τη σκέψη, δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έννοιες. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί μέσω της άμεσης εμπειρίας, μέσω αυτού που οι μυστικιστές αποκαλούν γνώση ή πνευματική γνώση, η οποία δεν είναι διανοητική κατανόηση αλλά άμεση αναγνώριση. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση, ούτε απλώς παιχνίδι με λέξεις. Είναι απαραίτητος για τη σαφή επικοινωνία για πνευματικά ζητήματα σε μια εποχή όπου οι αρχαίες παραδόσεις συναντούν τη σύγχρονη επιστήμη, όπου η Ανατολική σοφία συναντά τη Δυτική φιλοσοφία, όπου οι αναζητητές αντλούν από πολλαπλές πηγές στην πνευματική τους αναζήτηση. Χωρίς μια κοινή γλώσσα, ή τουλάχιστον μια σαφή κατανόηση του πώς διαφορετικές γλώσσες δείχνουν τις ίδιες πραγματικότητες, η σύγχυση και η παρεξήγηση είναι αναπόφευκτες.

Η Ζωντανή Πρακτική: Προσεγγίζοντας το Πραγματικό

Ωστόσο, όλη η φιλοσοφία, όλη η θεολογία, όλες οι έννοιες και οι ορισμοί παραμένουν απλώς διανοητικές αν δεν βασίζονται σε ζωντανή πρακτική, στην πραγματική προσέγγιση της Πραγματικότητας. Η Αντικειμενική Θρησκεία δεν είναι μια συλλογή πεποιθήσεων που πρέπει να γίνουν αποδεκτές, αλλά μια οδός που πρέπει να βαδιστεί, μια εμπειρία που πρέπει να βιωθεί, μια πραγματικότητα που πρέπει να συνειδητοποιηθεί. Καλεί σε έρευνα—όχι σε τυφλή πίστη, αλλά ούτε και στην σκεπτικιστική απόρριψη που αρνείται να εξερευνήσει. Αυτή η έρευνα παίρνει πολλές μορφές, ωστόσο όλες οι γνήσιες πνευματικές πρακτικές μοιράζονται ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία. Πρέπει να υπάρχει μια στροφή προς τα μέσα, μια μετατόπιση της προσοχής από τον εξωτερικό κόσμο των αντικειμένων στο εσωτερικό έδαφος της επίγνωσης. Πρέπει να υπάρχει μια αμφισβήτηση των υποτιθέμενων ταυτοτήτων, μια προθυμία να εξετάσουμε ποιοι ή τι είμαστε πραγματικά κάτω από τα στρώματα της συνθήκευσης και της συνήθειας. Πρέπει να υπάρχει μια καλλιέργεια της παρουσίας, μια ικανότητα να αναπαυόμαστε στην άμεση πραγματικότητα αυτής της στιγμής αντί να χανόμαστε σε σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον. Ο διαλογισμός, στις πολλές του μορφές, είναι μια κεντρική πρακτική για αυτή την έρευνα. Είτε πρόκειται για το σιωπηλό κάθισμα του Ζεν, την επανάληψη μάντρα των Ινδουιστικών παραδόσεων, την ενατενιστική προσευχή των Χριστιανών μυστικιστών, ή τις πρακτικές επίγνωσης του Βουδισμού—όλες αυτές οι μέθοδοι χρησιμεύουν για να ηρεμήσουν τον ανήσυχο νου, να δημιουργήσουν τον χώρο στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί η βαθύτερη Πραγματικότητα. Είναι σαν να καθαρίζεις τα συντρίμμια από μια πηγή ώστε το καθαρό νερό να μπορεί να ρέει ελεύθερα. Ωστόσο, η πρακτική δεν είναι ξεχωριστή από την ίδια τη ζωή. Η έρευνα της Πραγματικότητας δεν περιορίζεται σε επίσημες συνεδρίες διαλογισμού, αλλά επεκτείνεται σε κάθε στιγμή της καθημερινής ύπαρξης. Κάθε αλληλεπίδραση, κάθε πρόκληση, κάθε χαρά και λύπη γίνεται μια ευκαιρία για αφύπνιση. Η αγορά γίνεται μοναστήρι· ο χώρος εργασίας γίνεται ναός· οι σχέσεις γίνονται ένας καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να δούμε καθαρά τις προσκολλήσεις και τις ταυτοποιήσεις μας. Η προσέγγιση της Πραγματικότητας απαιτεί υπομονή, διότι η διάλυση των βαθιά ριζωμένων ψευδαισθήσεων δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί επιμονή, διότι ο νους επιστρέφει φυσικά στα συνήθη μοτίβα του και πρέπει να επανακατευθύνεται ήπια αλλά σταθερά ξανά και ξανά. Απαιτεί παράδοση, διότι τελικά ο μικρός εαυτός πρέπει να απελευθερώσει τη λαβή του και να επιτρέψει στον εαυτό του να διαλυθεί στη τεράστια Πραγματικότητα που είναι η αληθινή του φύση. Ωστόσο, απαιτεί επίσης ζωντάνια και πάθος, διότι η πνευματική οδός δεν είναι μια παθητική αναμονή, αλλά μια ενεργή εμπλοκή με τα βαθύτερα ερωτήματα της ύπαρξης.

Η Κλήση για Ενότητα: Πέρα από Στενές Αντιλήψεις

Στον σύγχρονο κόσμο μας, υπάρχει μια επικίνδυνη τάση προς τον κατακερματισμό σε πνευματικά ζητήματα. Οι παραδόσεις χτίζουν τείχη γύρω τους, διεκδικώντας αποκλειστική πρόσβαση στην αλήθεια. Οι ασκούμενοι μιας οδού απορρίπτουν ή υποτιμούν άλλες προσεγγίσεις. Οι θρησκευτικές κοινότητες γίνονται νησιά βεβαιότητας σε μια θάλασσα πλουραλισμού, καθεμία πεπεισμένη για τη δική της δικαιοσύνη ενώ βλέπει τις άλλες με καχυποψία ή εχθρότητα. Αυτός ο κατακερματισμός χρησιμεύει μόνο για να θολώσει την αλήθεια και να διαιωνίσει την ίδια την ψευδαίσθηση που η πνευματική πρακτική επιδιώκει να διαλύσει—την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Αν η θεμελιώδης αλήθεια κάθε πνευματικής συνειδητοποίησης είναι ότι η Πραγματικότητα είναι Ένα, ότι ο διαχωρισμός είναι ψευδαίσθηση, ότι όλοι είμαστε εκφράσεις της ίδιας άπειρης Συνείδησης—τότε πώς μπορεί η αυθεντική πνευματικότητα να εκδηλώνεται ως διαίρεση και αποκλειστικότητα; Η κλήση της Αντικειμενικής Θρησκείας είναι μια κλήση για ενότητα—όχι ομοιομορφία, που θα εξάλειφε την όμορφη ποικιλία των πνευματικών εκφράσεων, αλλά ενότητα στην αναγνώριση του κοινού εδάφους. Είναι μια πρόσκληση για διάλογο και σύγκριση, για τη συσχέτιση των εμπειριών μεταξύ των παραδόσεων, για την ταπεινή αναγνώριση ότι η αλήθεια είναι πολύ απέραντη για να περιοριστεί σε οποιαδήποτε μεμονωμένη διατύπωση. Αυτό δεν σημαίνει έναν ευσεβή πλουραλισμό που ισχυρίζεται ότι όλες οι οδοί είναι εξίσου έγκυρες ανεξάρτητα από το αν οδηγούν σε γνήσια συνειδητοποίηση. Ορισμένες οδοί είναι πιο άμεσες από άλλες· ορισμένες διδασκαλίες είναι πιο σαφείς από άλλες· ορισμένες πρακτικές είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες. Η διάκριση είναι απαραίτητη. Ωστόσο, αυτή η διάκριση θα πρέπει να βασίζεται στο κριτήριο της πραγματικής μεταμόρφωσης, της γνήσιας συνειδητοποίησης της Αντικειμενικής Πραγματικότητας, όχι στην πίστη στην παράδοση ή την προσκόλληση στο δόγμα. Όσοι αρνούνται να κοιτάξουν πέρα από τη δική τους παράδοση, που απορρίπτουν εξαρχής κάθε συγκριτική μελέτη ή διαθρησκειακό διάλογο, που προσκολλώνται στις ιδιαίτερες εκφράσεις της αλήθειας που βρίσκονται στη δική τους γραφή ή διδασκαλία—αυτοί οι ασκούμενοι μπορεί να βρεθούν όλο και πιο απομονωμένοι σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο διασυνδεδεμένος. Μπορεί να διατηρήσουν τις μορφές και τα τελετουργικά της παράδοσής τους, αλλά να χάσουν την ζωντανή ουσία που αυτές οι μορφές προορίζονταν να μεταφέρουν. Μπορεί να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους με μεγάλη πεποίθηση, αλλά να μην γευτούν ποτέ την Πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από όλες τις πεποιθήσεις.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Πρόσκληση

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα στέκεται τώρα όπως στεκόταν πάντα—απέραντη, πλήρης, αμετάβλητη, το έδαφος και η πηγή όλων όσων υπάρχουν. Δεν χρειάζεται την αναγνώρισή μας για να υπάρχει, ωστόσο μας προσκαλεί στην αναγνώρισή της για χάρη της δικής μας απελευθέρωσης από τον πόνο, για τη δική μας αφύπνιση στην αλήθεια, για την δική μας επιστροφή στο Σπίτι που ποτέ δεν αφήσαμε πραγματικά. Αυτή η Πραγματικότητα δεν είναι μακρινή ή δύσκολο να βρεθεί. Δεν κρύβεται σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος ούτε προορίζεται για τους ιδιαίτερα ιερούς ή πνευματικά προικισμένους. Είναι εδώ, τώρα, αυτή τη στιγμή—πιο κοντά από την ανάσα μας, πιο οικεία από τη σκέψη μας, η ίδια η επίγνωση με την οποία αυτά τα λόγια γίνονται κατανοητά και αντιληπτά. Η αναζήτησή της είναι σαν την αναζήτηση των ματιών με τα οποία βλέπουμε—δεν μπορούμε να τα βρούμε επειδή βλέπουμε με αυτά, ωστόσο μόλις αυτό αναγνωριστεί, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Η Αντικειμενική Θρησκεία, η ενοποιημένη προσέγγιση αυτής της Πραγματικότητας, δεν είναι ένα σταθερό σύστημα που παραδίδεται από ψηλά, ούτε μια νέα αποκάλυψη που αντικαθιστά την παλιά. Είναι μάλλον μια συνεχιζόμενη εξερεύνηση, μια ζωντανή παράδοση που γεννιέται στην εποχή μας από τη συνάντηση της Ανατολής και της Δύσης, του αρχαίου και του σύγχρονου, του μυστικισμού και της επιστήμης. Τιμά το παρελθόν ενώ παραμένει ανοιχτή σε νέες γνώσεις· σέβεται την παράδοση ενώ ενθαρρύνει την άμεση έρευνα· μιλά με τη γλώσσα πολλών πολιτισμών ενώ δείχνει την Πραγματικότητα πέρα από όλες τις γλώσσες. Σε όσους θα βαδίσουν αυτή την οδό, η πρόσκληση είναι απλή αλλά βαθιά: Κοιτάξτε μέσα σας. Αμφισβητήστε αυτό που υποθέτετε ότι είστε. Εξερευνήστε τη φύση της ίδιας της επίγνωσης. Συγκρίνετε τις περιγραφές της Πραγματικότητας που βρίσκονται σε διαφορετικές παραδόσεις και ανακαλύψτε το κοινό νήμα που τις διαπερνά όλες. Εξασκήστε τις μεθόδους που οδηγούν στην άμεση συνειδητοποίηση. Και πάνω απ’ όλα, παραμείνετε ανοιχτοί—ανοιχτοί στην αλήθεια όπου κι αν βρεθεί, ανοιχτοί στο μυστήριο που υπερβαίνει κάθε κατανόηση, ανοιχτοί στο Απόλυτο που είναι το έδαφος της ίδιας σας της ύπαρξης. Διότι στο τέλος, υπάρχει μόνο Αυτό—αυτή η αιώνια, άπειρη, περιεκτική Πραγματικότητα. Κάθε αναζήτηση είναι αυτή η Πραγματικότητα που αναζητά τον εαυτό της. Κάθε εύρεση είναι αυτή η Πραγματικότητα που αναγνωρίζει τον εαυτό της. Όλες οι πνευματικές οδοί είναι αυτή η Πραγματικότητα που εκφράζεται μέσα από τη φαινομενική πολλαπλότητα των μορφών και των διδασκαλιών. Το κύμα δεν αφήνει ποτέ πραγματικά τον ωκεανό· μόνο φαίνεται να το κάνει. Και όταν αναγνωρίζει την αληθινή του φύση, όταν βλέπει ότι ήταν πάντα ο ωκεανός και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι άλλο—τότε υπάρχει ειρήνη, υπάρχει πληρότητα, υπάρχει η ανείπωτη χαρά της επιστροφής στο σπίτι. Αυτή είναι η υπόσχεση και η πρόσκληση της Αντικειμενικής Θρησκείας: όχι ένα νέο σύστημα πεποιθήσεων για να υιοθετηθεί, αλλά η αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα αληθινό. Όχι ένας μακρινός στόχος για να επιτευχθεί, αλλά η συνειδητοποίηση αυτού που είναι αιώνια παρόν. Όχι ένα ταξίδι κάπου αλλού, αλλά η αφύπνιση στο Εδώ, στο Τώρα, στην άπειρη Πραγματικότητα που είναι η αληθινή μας φύση, η βαθύτερη ταυτότητά μας, το αιώνιο σπίτι μας. Σε αυτή την αναγνώριση, όλες οι ερωτήσεις διαλύονται. Σε αυτή την αφύπνιση, κάθε αναζήτηση αναπαύεται. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, υπάρχει μόνο η απέραντη σιωπή του Απόλυτου, η απεριόριστη ειρήνη της Αλήθειας, η άπειρη έκταση της Πραγματικότητας που αναγνωρίζει τον εαυτό της μέσα από αυτές τις προσωρινές μορφές που αποκαλούμε ατομική συνείδηση—κύματα που παίζουν στην επιφάνεια ενός ωκεανού χωρίς ακτή, σπινθήρες που χορεύουν σε μια φωτιά που δεν σβήνει ποτέ, εκφράσεις μιας απεραντοσύνης που δεν μπορεί ποτέ να μειωθεί ή να αυξηθεί, για πάντα πλήρης, για πάντα ολόκληρη, για πάντα Ένα.

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~