CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Wednesday, September 28, 2011

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ / Θεωρία Ηθικής


(Είναι - Συνειδέναι – Αγαθόν
Κοσμογονία
Το Ον και η Ανάπτυξή του
Το Είναι και το Δέον
Το Πρόσωπο και το Ήθος
Ποια Ηθική; Το θεμελιώδες ερώτημα
Οι κοινωνίες της ανηθικότητας
Η Οδός των Έξη Αρετών ή Οδηγός επιβίωσης)

Είναι – Συνειδέναι - Αγαθόν
Η Αληθινή Θρησκεία (όπως την Βίωσαν και όπως την μετέφεραν, σαν μυστικό βίωμα, στην γλώσσα του νου, στην ανθρώπινη γλώσσα, οι Ιδρυτές των θρησκευμάτων… κι όχι η θρησκεία όπως εξελίχθηκε μετά, μέσα στην ιστορία, σαν θεωρία, θεολογία, θρησκευτικοί οργανισμοί, λατρευτική ζωή, κλπ…), καθώς και η Αληθινή Φιλοσοφία που Αναζητά το Αληθινό Είναι (δηλαδή η Μεταφυσική… κι όχι η φιλοσοφία σαν απλός μεταλογισμός των φαινομένων της σκέψης…) όχι μόνο προσδιορίζουν (κατά το δυνατόν) το ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΙΝΑΙ σε όλο το Βάθος του (δηλαδή «τι είναι το ΕΙΝΑΙ») αλλά και σε όλο το Πλάτος του («το ΕΙΝΑΙ στις Εκδηλώσεις του»), αλλά και Καθορίζουν τον τρόπο (ή τους τρόπους) της Βίωσης του Αληθινού Είναι συνάγοντας από αυτό μία Ηθική (και μία Πρακτική)…
Το ΑΛΗΘΙΝΟ ΕΙΝΑΙ, σαν «ΟΥΣΙΑ», (Αυτό που είναι πραγματικά), είναι κατά βάση (και κατ’ αρχήν) Απροσδιόριστο, Χωρίς Ιδιότητες, χωρίς χαρακτηριστικά, (μία «Κενότητα» για την αντίληψη, όσο βαθιά κι αν προχωράμε στην «αντίληψη»… αλλά «Πλήρης Ζωής» και «Δραστηριότητας»…)… Από Αυτή την Μυστηριώδη Ουσία «δημιουργούνται» (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο… είναι καθαρά θέμα αντίληψης, περιγραφής) όλες οι Εκδηλώσεις… Αυτές οι Εκδηλώσεις όμως της Μυστηριώδους Ουσίας (που γίνονται «ορατές») «φανερώνονται» σαν διαδικασίες, διεργασίες, λειτουργίες, φαινόμενα κι όχι σαν «κάποια ουσία»… Η αντίληψη της «ουσίας» (του χειροπιαστού υλικού) είναι μία χονδροειδής αντίληψη που έχουμε στον υλικό κόσμο με τις υλικές αισθήσεις. Στην πραγματικότητα ακόμα και η «υλική ουσία» όταν «αναλύεται» εμφανίζεται με μία τελείως διαφορετική όψη από αυτή της «ουσίας», σαν ενέργεια, σχέσεις, φαινόμενο, κλπ… (με αυτούς τους όρους η Νέα Φυσική περιγράφει τον υλικό κόσμο…)… Έτσι η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ που θεμελιώνεται πάνω στην «Αντίληψη της Ουσίας» είναι στην πραγματικότητα μία «Οντολογία Μίας Μυστηριώδους Ουσίας», που «Φανερώνεται» σαν Διαδικασία, Φαινόμενο, κλπ… Είναι μία Οντολογία Μίας Ουσίας που δεν «ανιχνεύεται» (σαν κάτι χειροπιαστό)…
Στην πραγματικότητα το ΕΙΝΑΙ (στην πιο Σαφή Περιγραφή του) είναι «ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ», ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ… Όχι Κάποια Ουσία που Αντιλαμβάνεται τον Εαυτό της (πράγμα που διαχωρίζει Ουσία και Αντίληψη) αλλά Η ΙΔΙΑ Η ΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ (πράγμα που σημαίνει ότι Ουσία, Συνειδέναι, Ταυτίζονται, είναι το ίδιο πράγμα). Μολονότι είναι δύσκολο να κατανοήσουμε όλες αυτές τις «έννοιες» (που είναι μόνο περιγραφικές) η μόνη ορθή (λογική, επαρκής και πλήρης) αντίληψη είναι ότι ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΑΓΜΑ. Η Συνείδηση Είναι η Αρχή του Είναι. Όλα Είναι Συνείδηση, συνειδησιακά φαινόμενα, συνειδησιακές καταστάσεις, κι εξωτερικά φαινόμενα… Έτσι η ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ που θεμελιώνεται πάνω σε αυτή την «Αντίληψη του Συνειδέναι» (που Ταυτίζεται με την Ουσία) Είναι Ταυτόχρονα Οντολογία. Με άλλα λόγια η Οντολογία μπορεί να Ερμηνευτεί σαν Γνωσιολογία, ενώ η Γνωσιολογία αποκτά Οντολογικό Χαρακτήρα… Γι’ αυτό και από την αρχαιότητα (σε όλες τις Μεγάλες Θρησκείες και στην Φιλοσοφία) ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ και χρησιμοποιούνται σαν «συνώνυμα»…
Το ΕΙΝΑΙ (η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ) πέρα από τον πραγματικό Χαρακτήρα του που είναι Απροσπέλαστος, (Ακατάληπτος, Απερίγραπτος, κλπ…), στις Εκδηλώσεις του είναι, εκδηλώνεται, σαν Δραστηριότητα, Διαδικασία, που Εκκινεί από τον Εαυτό (από τον Δυναμισμό που Υπάρχει στην Ίδια την Φύση του) και Προσανατολίζεται προς την Πλήρη Διερεύνηση της Φύσης του, (την Πλήρη Ανάπτυξή του), κι Ολοκληρώνεται στην Αποκάλυψη της Ίδιας της Πραγματικής Φύσης του. Με άλλα λόγια, στην Ίδια την ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ενυπάρχουν όλες οι Δυνατότητες Ανάπτυξης κι ο Προσανατολισμός προς την Ολοκλήρωση, την Οντολογική και Γνωσιολογική Ολοκλήρωση ταυτόχρονα. Αυτή η Ολοκλήρωση είναι το ΑΓΑΘΟΝ, κι αυτή η Δραστηριότητα Εμπνέεται, Καθοδηγείται, κι Ολοκληρώνεται στο ΑΓΑΘΟΝ. Κι αυτή είναι η Φυσική Δραστηριότητα κι Ολοκλήρωση, η Ορθή, που όταν «παγιώνεται» γίνεται ΗΘΙΚΗ, κι όταν εφαρμόζεται γίνεται «Πρακτική Ζωής», Οδός Ζωής, Κανόνας Ζωής. Έτσι, το ΕΙΝΑΙ, το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ, είναι το ΑΓΑΘΟΝ, ταυτίζεται με το ΑΓΑΘΟΝ. Το ΑΓΑΘΟΝ είναι η Δραστηριότητα κι η Ολοκλήρωση του ΕΙΝΑΙ…. Έτσι η ΗΘΙΚΗ που θεμελιώνεται πάνω στην «Αντίληψη του Αγαθού» (σαν Δραστηριότητας κι Ολοκλήρωσης του ΕΙΝΑΙ, του ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ), έχει Οντολογικό και Γνωσιολογικό Χαρακτήρα. Το ΟΝ, η ΓΝΩΣΗ, η ΑΡΕΤΗ, είναι το ίδιο πράγμα…
Στην πραγματικότητα, στην «Αληθινή Μεταφυσική», δεν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ Οντολογίας, Γνωσιολογίας, και Ηθικής (Πρακτικής Φιλοσοφίας). Ο διαχωρισμός γίνεται για καθαρά περιγραφικούς λόγους, ή γίνεται (σαν πραγματικός διαχωρισμός) από τους «αμαθείς»…
Στην Αληθινή Θρησκεία, και στην Αληθινή Φιλοσοφία, η Αντίληψη αυτή της «Τριπλής Όψης του Όντος» που Εκδηλώνεται σαν ΕΙΝΑΙ-ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ-ΑΓΑΘΟΝ συζητείται εδώ και κάποιες χιλιετίες… Στα Ουπανισάδ (πριν τρεις χιλιετηρίδες) το Ον περιγράφεται σαν ΣΑΤ-ΤΣΙΤ-ΑΝΑΝΤ (Ύπαρξη-Συνείδηση-Μακαριότητα ή Ολοκλήρωση), που στον Εξωτερικό Ινδουισμό λαμβάνει την Μορφή της Παραδοσιακής Θεότητας (Τριμούρτι) ΒΙΣΝΟΥ-ΒΡΑΧΜΑ-ΣΙΒΑ… Πάνω στην ίδια αντίληψη στηρίζεται κι η αντίληψη της Χριστιανικής Τριάδας ΠΑΤΗΡ-ΛΟΓΟΣ-ΠΝΕΥΜΑ… Στην Καμπάλα το Ον περιγράφεται (στην Τριπλή Όψη Του) σαν ΕΪΝ-ΕΪΝ ΣΟΦ- ΕΪΝ ΣΟΦ ΑΟΥΡ… Κι αυτά είναι λίγα παραδείγματα… Αλλά και στην Φιλοσοφία η Αντίληψη του Όντος σαν ΕΙΝΑΙ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΑΓΑΘΟΝ έχει σχολιασθεί επαρκώς ήδη από την εποχή του Παρμενίδη και του Πλάτωνα και των άλλων Ελλήνων Σοφών…

Κοσμογονία
Εξηγήθηκε πριν ότι ΕΙΝΑΙ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΑΓΑΘΟΝ (ΑΓΑΘΟΝ σαν Δραστηριότητα Ενότητας, Πληρότητας, κι Οντολογικής και Γνωσιολογικής Ολοκλήρωσης…) είναι το ίδιο πράγμα (ταυτίζονται) μολονότι για την περιορισμένη αντίληψή μας, ή λόγω αδυναμίας της περιγραφικής γλώσσας μας, διαχωρίζονται νοηματικά… Αυτό το ΑΛΗΘΙΝΟ ΟΝ (που στις θρησκείες ονομάζεται η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ο ΘΕΟΣ, το ΤΕΛΕΙΩΣ ΕΙΝΑΙ, κλπ…) Προσδιορίζεται όχι σαν «κάποια ουσία» (κάποιο υλικό) αλλά μάλλον σαν ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΥΠΑΡΞΗΣ, Αυτογνωσία και Γνώση, ή αλλιώς με ένα τεχνικό όρο σαν ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (που σαν έννοια μπορεί να συμπεριλάβει πολλές επιμέρους έννοιες…). Αυτό το ΑΛΗΘΙΝΟ ΟΝ, η ΑΝΤΙΛΗΨΗ (που στην Φυσική Κατάστασή της Είναι Πλήρης, Καθαρή, κλπ…) Εκδηλώνεται στα «Πλαίσια της Ενιαίας Πραγματικότητας» και με άλλους (πιο περιορισμένους τρόπους) παράγοντας πιο περιορισμένες «αντιλήψεις της ύπαρξης» δημιουργώντας νέα (κατώτερα) πεδία ύπαρξης… Ενώ λοιπόν η Πραγματικότητα είναι Μία, Ενιαία, εντούτοις (όπως έχουμε  σημειώσει κι αλλού) δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή σαν «οντολογικός ενισμός» αλλά θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι στα Πλαίσια του ΟΛΟΥ υπάρχουν διαβαθμίσεις αντιλήψεων της ύπαρξης (Με άλλα λόγια και το «Ένα» είναι Πραγματικό σαν Ουσία, και τα «πολλά» είναι πραγματικά σαν «δραστηριότητες» της Ουσίας). Έτσι τα διάφορα Κοσμικά Πεδία, του Πνεύματος, του Νου, της Ψυχής, της Υλικής Ψυχής (ή Φύσης κατά τον Πλωτίνο), της Ύλης, όλα αυτά, είναι Αντίληψη στην Ουσία τους, Διαδικασίες. Πηγάζουν, Στηρίζονται κι Ολοκληρώνονται στην ΑΝΤΙΛΗΨΗ. Πίσω από όλα τα Φαινόμενα είναι η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥΣ, η ΑΝΤΙΛΗΨΗ…
Όσο Προχωράμε από τα Ανώτερα Πεδία προς το Κατώτερο Πεδίο της Ύλης, η ΑΝΤΙΛΗΨΗ γίνεται πιο περιορισμένη, πιο χονδροειδής, πιο «συμπαγής». Κι αν το Πνεύμα είναι «Εικόνα» του ΑΠΕΙΡΟΥ ΘΕΙΟΥ, οι κατώτερες οντολογικές καταστάσεις είναι πιο «χονδροειδείς». Είναι σχετικά εύκολο να κατανοήσουμε νοηματικά (στο επίπεδο που ζούμε στην γήινη ζωή μας) πως οι Ανώτερες Αντιλήψεις, το Πνεύμα, ο Νους, είναι «Αντιλήψεις», αλλά είναι πιο δύσκολο να το κατανοήσουμε για την Ψυχή που εκδηλώνεται σαν «Δυναμισμός» (ότι είναι «Αντίληψη») και πολύ περισσότερο για την Ύλη ότι είναι κι αυτή «Αντίληψη». Πως είναι δυνατόν η Ύλη να είναι «Αντίληψη» όταν «εμφανίζεται» στην αντίληψή μας, στις αισθήσεις μας σαν κάτι «συμπαγές», χειροπιαστό, (υλικό). Κι όμως δεν είναι δύσκολο να το κατανοήσουμε… Το Πνεύμα (σαν Διαδικασία) είναι η Αντίληψη της Ενότητας, Αυτής Καθεαυτής, της Ενότητας στο Βάθος του Παντός, της Ενότητας μέσα στην πολλαπλότητα (σε μία τριπλή μεταβατική αντίληψη από την Ενότητα στην πολλαπλότητα κι αντίστροφα). Ο Νους (σαν Διαδικασία) είναι η Αντίληψη του Όντος (του περιορισμένου όντος), της Εικόνας του Αληθινού Όντος, της Ιδέας (όπως έλεγε ο Πλάτωνας) και λειτουργεί σαν (προσωπικός) οντολογικός πυρήνας στους κατώτερους κόσμους. Η Ψυχή είναι η «Εμμονή» στην Ιδέα του Όντος σε προσδιορισμένες καταστάσεις που δημιουργεί γύρω από την Ιδέα του Όντος ένα «πεδίο ενέργειας» μία «συσσώρευση δύναμης» που μπορεί να επηρεάζει τον «χώρο» με την παρουσία της, ή αλλιώς γίνεται αντιληπτή σαν «παρουσία», σαν «κάτι που είναι εκεί». Η Ύλη δεν είναι παρά η «στερεοποιημένη» ψυχική ενέργεια που εμφανίζεται πλέον συμπαγής, χειροπιαστή, υλική. Με άλλα λόγια, στην αντίληψή μας (στις αισθήσεις μας) η «ύλη» έχει τόσο «δυναμισμό», τόση «αντίσταση» που φαίνεται σαν κάτι «στέρεο». Αυτό όμως είναι μία ψευδαίσθηση των αισθήσεων. Το τι «είναι» η ύλη δεν μπορούν να το φανερώσουν οι αισθήσεις. Η Ύλη που οργανώνεται (όπως εξήγησε επαρκώς ο Πλάτωνας) σύμφωνα με την Ιδέα (το Πρότυπο) με την βοήθεια της Ψυχής (της Ψυχικής Ενέργειας, και της Φύσης), δεν είναι παρά μία «παραμόρφωση» του παγκόσμιου ενεργειακού πεδίου, (της Φύσης), που από την μεριά της Ψυχής είναι ψυχική ενέργεια, ενώ από την μεριά των αισθήσεων είναι ένα ενεργειακό πεδίο όπου η ενέργεια «εμφανίζεται» σαν «μάζα». Μόνο αν «δεχθούμε» αυτή την «διπλή» όψη του Παγκόσμιου Ενεργειακού Πεδίου (σαν Ψυχικής Ενέργειας, και σαν Ενέργειας-Μάζας, ανάλογα αν το «θεωρούμε από την πλευρά της Ψυχής, ή από την πλευρά των υλικών αισθήσεων) μπορεί να ερμηνευθεί το Φαινόμενο της Ύλης. Με αυτή την «προοπτική» εξηγείται» ότι και η «ύλη» είναι «Αντίληψη», Διαδικασία, ενώ η «εμφάνιση» της «ύλης» σαν κάτι χειροπιαστό είναι απλά ψευδαίσθηση των υλικών αισθήσεων…
Πίσω από το Φαινόμενο της Ύλης (στο Υλικό Πεδίο) βρίσκονται όλες οι Ανώτερες Καταστάσεις της Ύπαρξης. Πίσω από το Υλικό Φαινόμενο βρίσκεται η Ψυχική Ενέργεια, η Παγκόσμια Φύση, το Παγκόσμιο Ενεργειακό Πεδίο, που «παραμορφώνει» το  Ενεργειακό Πεδίο (που αντιλαμβανόμαστε εμείς με τις «αισθήσεις») δίνοντας συγκεκριμένες υλικές μορφές (σύμπαν, γαλαξίες, συστήματα, πλανήτες, όντα, πράγματα…). Η ίδια η υλική μορφή (όπως αναλύεται από την Σύγχρονη Φυσική, είναι ενέργεια, σχέσεις κι αλληλεξαρτήσεις του μέρους με το Όλο. Ο κόσμος του (υλικού) φαινομένου αποκαλύπτεται τελικά σαν ένας κόσμος, ενέργειας, και περιγράφεται με όρους διάταξης της ενέργειας και όρους σχέσεων του ενός μέρους με το άλλο και με το Όλον…
Η παλιά εικόνα του κόσμου δεν ισχύει στον κόσμο της φυσικής επιστήμης. Μονάχα η άμεση αντίληψη (που δεν έχει υποστεί επεξεργασία) και οι περιορισμένες αισθήσεις μας συνεχίζουν να μας «ξεγελούν» και να μας δίνουν ακόμα αυτή την παλιά εικόνα του κόσμου στην οποία «πίστευαν» οι πρόγονοί μας, των υλικών (στέρεων) μορφών, κλπ… Στην πραγματικότητα ζούμε σε ένα κόσμο Αντιλήψεων, Δυναμισμού, Ενέργειας, με ένα ενεργειακό σώμα (εδώ στην γη) που γίνεται «αντιληπτό» σαν «μάζα», «υλη». Οι συσσωρεύσεις ενέργειας εμφανίζονται σαν υλικά σχήματα, υλικές μορφές, κλπ. Στην πραγματικότητα ένα υλικό σώμα δεν είναι ένα στατικό αντικείμενο αλλά ένα λειτουργικό όλο (σύνολο) που εμπεριέχει ενέργεια την οποία εκδηλώνει με την μορφή της μάζας, με την υλική μορφή που μας εμφανίζουν οι «αισθήσεις» μας…
Στην πραγματικότητα ΟΛΑ, από το Πρωταρχικό Πνεύμα (της Ενότητας) μέχρι την «χειροπιαστή ύλη», όλα, είναι Αντίληψη, Νοητική Διαδικασία, Νοητική Εμμονή, Νοητικός Δυναμισμός, Νοητική Ενέργεια, Νοητικό Φαινόμενο. Αλλά ασφαλώς, ο άνθρωπος της γης, που δεν έχει Ξανοιχτεί (σαν Συνείδηση) Έξω από τους ορίζοντες του υλικού κόσμου δεν είναι σε θέση να συλλάβει τον κόσμο όπως είναι πραγματικά, στην Νοητική Υφή του, σαν Νοητική Ενέργεια, σαν Ένα Παγκόσμιο Πεδίο Ενέργειας, μέσα στο Οποίο όλα είναι «παραμορφώσεις» του Πεδίου (όπως τα κύματα της θάλασσας) κι όλα είναι αλληλένδετα, σχετίζονται μεταξύ τους, μέσα στο Παγκόσμιο «Ύφασμα» του Κόσμου ( που από την Ανώτερη Πλευρά αποκαλύπτεται σαν Ενέργεια, ενώ από την κατώτερη πλευρά «φαίνεται» σαν ενέργεια-ύλη)… Η ανθρώπινη συνείδηση χρειάζεται να σπάσει το «τσόφλι» της συνηθισμένης συνειδητότητας για να δει τον κόσμο από «ψηλά» και όπως «είναι» πραγματικά…

Το ΟΝ και η Ανάπτυξή του
Αν και το ΟΝ (ΕΙΝΑΙ-ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ-ΑΓΑΘΟΝ) είναι Ένα, Μία Ενιαία Πραγματικότητα, στα πλαίσια Αυτής της Ενιαίας Πραγματικότητας είναι Δυνατές Άπειρες Καταστάσεις, Αντιλήψεις Ύπαρξης, και Βιώματα… (Αλλά, βέβαια, όλα αυτά δεν γίνονται «τυχαία» και χωρίς «κανόνες»)…
Η Πλήρης, Αφυπνισμένη, Συνείδηση, Αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα όπως είναι. Αλλά υπάρχουν και άλλες, πιο περιορισμένες αντιλήψεις της Πραγματικότητας, μέσα από τις οποίες η Πραγματικότητα βιώνεται διαφορετικά. Στα πλαίσια του Πνεύματος η Αντίληψη της Ενότητας «Διαφοροποιείται» από την Απόλυτη Ενότητα, στην Ενότητα του Παντός και στην Ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα. Από το Ένα γεννιούνται τα πολλά, υπαρξιακές αρχές, πνεύματα, που στους κατώτερους κόσμους θα αποτελούν την «πνευματική βάση της ύπαρξης». Η πνευματική ύπαρξη αποκτά στον Νοητικό Κόσμο ένα Οντικό Πυρήνα, ένα σταθερό σύνολο νοητικών χαρακτηριστικών που στα κατώτερα πεδία θα εκδηλώνεται σαν «Πρόσωπο» με περιορισμένο τρόπο, ανάλογα μέσα από ποιο όργανο διοχετεύεται και λειτουργεί. Το Ον αποκτά στο Κατώτερο Πεδίο της Ψυχής ένα Δυναμισμό που είναι Αρχή Ζωής στα κατώτερα πεδία. Σύμφωνα με κάποιος Φιλοσόφους σαν τον Πλάτωνα κι άλλους Έλληνες «ανάμεσα» στην Ψυχή και την Ύλη «μεσολαβεί» μια «υλική ψυχή» (ο Πλωτίνος την ονομάζει «Φύση»)… Έτσι το Ον, με όλες αυτές τις Υπαρξιακές Διαστάσεις (Δυνάμεις, Διαδικασίες, Λειτουργίες…) εκδηλώνεται μέσα σε ένα φυσικό (υλικό) σώμα…
Το Ον λοιπόν (όχι το ΑΠΟΛΥΤΟ ΟΝ, ή το Ον στην Πορεία του μέσα στους Κόσμους) αλλά το «συγκεκριμένο ον», ο καθένας μας) σε όποια Κατάσταση κι αν βρίσκεται όχι μόνο έχει ένα «Υπαρξιακό Υπόβαθρο» αλλά ταυτόχρονα είναι «Εν Δυνάμει» Ον, ένα Ον που «εξελίσσεται» (στην κλίμακα που περιγράψανε πιο πάνω). Έτσι το Ον ανάλογα με την Κατάσταση που Βρίσκεται, Δραστηριοποιείται, πορεύεται στη ζωή, διαμορφώνει μία Ηθική και μία συμπεριφορά, αλλά εφόσον είναι ένα Ον Εν Εξελίξει και η Ηθική του Όντος (η Οντική Ηθική) είναι μία Δυναμική (μία Εξελισσόμενη) Ηθική. Είναι φανερό ότι η Ανάπτυξη, η Διεύρυνση, της Συνείδησης οδηγεί στην Διαφοροποίηση της Δραστηριότητάς του (της Ηθικής του, της συμπεριφοράς του)… Έτσι η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ είναι όχι μόνο η ΑΜΕΣΗ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ του Όντος, μια ΖΩΝΤΑΝΗ ΗΘΙΚΗ, αλλά είναι ταυτόχρονα και μία ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΗΘΙΚΗ (μία Εξελισσόμενη Ηθική)…
Όσο πιο ψηλά τοποθετείται το Ον, τόσο το Είναι του, η Αντίληψή του, κι η Δραστηριότητά του, εμπνέονται από την Αρχή της Ενότητας που όταν εφαρμόζεται στην «πολλαπλότητα» περικλείνει μέσα της την Αρχή της Δικαιοσύνης, της Ισότητας, και γενικά της Αρετής.
Όταν το Ον, οντικά, αντιληπτικά, βρίσκεται σε κάποια κατώτερη κατάσταση η δραστηριότητά του εμπνέεται από την «παρούσα» κατάστασή του (της πολλαπλότητας, του «διαχωρισμού» από το Ένα, κλπ…). Η προσπάθεια να «συμμορφωθεί» με κάποιες ανώτερες αρχές δημιουργεί μία συμμορφωτική ηθική, μία τεχνητή ηθική και τελικά (ίσως) μία υποκριτική ηθική, αφού δεν είναι αυθόρμητη, πηγαία, αλλά μιμητική κάποιας άλλης κατάστασης (που δεν βιώνουμε,  δεν αφομοιώνουμε, δεν κατανοούμε…)… Αυτό δεν είναι ηθική… Κι ίσως τελικά να είναι προτιμότερο τα όντα να εκδηλώνουν την αυθόρμητη φύση τους (τηρώντας βέβαια κάποιους κανόνες, κάποιες αρχές), παρά να πιέζονται να συμμορφωθούν με μία Ηθική που ξεπερνά τα όρια της οντικής κατάστασής τους, της κατανόησής τους. Μία «κοινωνία αγγέλλων» φυσιολογικά θα πρέπει να έχει μία «ηθική αγγέλλων». Κι είναι επίσης τελικά φυσιολογικό μία κοινωνία «ανθρωποφάγων» (όπως είναι όλες οι «πολιτισμένες» κοινωνίες) να ακολουθεί μία ανάλογη ηθική. Μπορείς άραγε να επιβάλλεις μία «ανώτερη ηθική» σε «πιθήκους»; Κι έχει νόημα μία τέτοια «επιβολή» της ηθικής;

Το ΕΙΝΑΙ και το Δέον
Η Οντική Ηθική του Πλάτωνα
Το Ον (σε Όποιο Πεδίο κι αν εκδηλώνεται) όταν Βιώνει την Αληθινή (Βαθύτερη) Φύση του, όταν Βιώνει το Αγαθόν, το Εκφράζει στην Δραστηριότητά του σαν Αρετή (Αρετή της Φύσης του, Αρετή της Γνώσης, Αρετή Έμπρακτη) όχι μόνο στην δική του προσωπική ζωή αλλά και στις σχέσεις του με το περιβάλλον και τα άλλα όντα, σαν Δικαιοσύνη, Ισότητα, Ελευθερία κι Ευθύνη, Αγαθότητα και Μέτρο, κλπ… Αυτή η Πηγαία (Αυθόρμητη κι Αυθεντική και Ζωντανή) Ηθική του Όντος είναι η Ηθική του Αγαθού, η Ηθική της Γνώσης (κι Αλήθειας), η Ηθική της Δικαιοσύνης. Αυτή την Ηθική έχει ο Αληθινός Φιλόσοφος (ο Αληθινός Φιλόσοφος κατά τους αρχαίους έλληνες κα τον Πλάτωνα), ο αληθινός ηγέτης και πολιτικός, ο αληθινός άνθρωπος στον Πλάτωνα, στην Ιδανική Πολιτεία του… Οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν και να λειτουργήσουν μία Αληθινή Πολιτεία είναι η αληθινοί φιλόσοφοι, οι αληθινοί άνθρωποι. Αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο Βιώνουν το ΕΙΝΑΙ, την ΑΛΗΘΕΙΑ, το ΑΓΑΘΟΝ, αλλά και στην πραγματική πρακτική ζωή τους Διδάσκουν με Παράδειγμα όσους βρίσκονται χαμηλότερα στην κλίμακα της εξέλιξης. Δεν είναι κατηγορία για κάποιον να έχει εξελιχθεί, να αντιλαμβάνεται, και να Βιώνει το Υπέρτατο Αγαθό, ούτε είναι κατηγορία για κάποιον άλλον να βρίσκεται σε χαμηλότερη κλίμακα (έχοντας την δυνατότητα της ελευθερίας και τις ευκαιρίες να εξελιχθεί…). Στην Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα δεν έχουν όλοι τον Ίδιο Βαθμό Γνώσης, ούτε Βιώνουν όλοι την Υπέρτατη Ζωντανή Ηθική του Όντος… αλλά όλοι έχουν την θέση τους στην Κλίμακα της Εξέλιξης και την Δυνατότητα να Εξελιχθούν…
Η Αρεταϊκή Ηθική του Πλάτωνα
Όσοι δεν έχουν αναπτυχθεί πλήρως σαν άνθρωποι και δεν έχουν το «νου» του φιλοσόφου μπορούν με το Παράδειγμα των Σοφών να εμπνευσθούν από την Αρετή και να Βαδίσουν τον Δρόμο που Οδηγεί στην Αποκάλυψη του Όντος (μέσα τους), στην Αληθινή Γνώση, στην Αληθινή Ζωντανή Αρετή. Όχι μόνο η Αρετή είναι θέμα Γνώσης αλλά και μπορεί να διδαχτεί (για όποιον έχει νου να κατανοήσει, μάτια να δει, κι αυτιά να ακούσει, και διάθεση να «πράξει»…). Έτσι η Αρετή, το Αγαθόν, η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη, η Ελευθερία, κλπ. δεν είναι κάποια αφηρημένα ιδανικά που θα πρέπει να μιμηθούμε (γιατί αυτό, η μη αφομοίωση της Γνώσης και της Αρετής οδηγεί απλά στην μίμηση και στην υποκρισία και δεν είναι αυθεντική ηθική)… αλλά η Αληθινή Φύση, η Γνώση, και το Αγαθόν, που πρέπει να Βιώσουμε, να Εκδηλώσουμε και να Πραγματοποιήσουμε στην ζωή… Με άλλα λόγια η Αρεταϊκή Ηθική στην Σκέψη του Πλάτωνα, αλλά και στον Αριστοτέλη, και στους άλλους έλληνες φιλοσόφους, δεν είναι μία «αρετή συμμόρφωσης» (πράγμα που είναι ψεύτικο) αλλά Ένας Δρόμος Ανάπτυξης, να φτάσουμε να Βιώσουμε μέσα μας το Αληθινό Αγαθό..
Η κοινωνική ηθική του Πλάτωνα
Αλλά μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο εξέλιξης. Κι αυτό δεν είναι κατηγορία. Είναι όμως «ηθικά» ελέγξιμο αν αυτοί οι άνθρωποι δεν προσπαθούν στην κοινωνική ζωή τους να τηρήσουν κάποιους κανόνες (πολύ αρχαίους, πολύ λογικούς, και πολύ ανθρώπινους…). Όπως η στοιχειώδης δικαιοσύνη, η φιλαλήθεια, η μη βλάβη των άλλων, κλπ… Ίσως κάποιοι άνθρωποι να μην κατανοούν την Αγαθή Φύση τους, να μην έχουν την Υπέρτατη Γνώση, και να μην Βιώνουν το Υπέρτατο Αγαθό που γίνεται Αρετή και Βούληση, μπορούν όμως να κατανοήσουν ότι είναι καλό να μην κάνουν στους άλλους κάτι που δεν θα ήθελαν να κάνουν οι άλλοι σε αυτούς. Αυτή είναι η βασική ηθική αρχή που ξεχωρίζει την κοινωνία των ανθρώπων, από τις αγέλες των θηρίων… Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που ούτε κι αυτή την ηθική αρχή τηρούν…
Η Λογική Ηθική ή η Ηθική της Λογικής
Υπήρξαν στην Ιστορία της Φιλοσοφίας φιλόσοφοι που υποστήριξαν απόψεις για την Ηθική στις οποίες στηρίχθηκαν και κοινωνιολογικές θεωρίες και πολιτικές απόψεις, διαφορετικές από αυτές που περιγράψαμε μέχρι τώρα… Ο Καντ απορρίπτοντας κάθε υπέρβαση του νου (που θα οδηγούσε στο μυστικισμό…), κάθε μεταφυσική (που θα μπορούσε αυθαίρετα να επικαλεστεί Κάποια Υπέρτατη Αρχή με την Οποία δεν έχουμε επαφή και δεν μπορεί να αποδειχθεί…), και θέλοντας να παραμείνει στα όρια του νου, της αυστηρής λογικής και της επιστημονικής θεώρησης (δηλαδή μέσα στα όρια αυτού που μπορεί να «ελέγξει» ο άνθρωπος…), προσπάθησε να θεμελιώσει στο νου (με τις όποιες δυνάμεις λογικής έχει), όχι μόνο την αντίληψη για το Ον, για την γνώση (και το βέβαιο της γνώσης) αλλά και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η Ίδια η Λογική Είναι Ηθική ή αλλιώς η Ηθική πηγάζει από την Λογική… Στην πραγματικότητα ο Καντ απλά επανέλαβε αυτό που έλεγε ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, ότι «η Γνώση Είναι Αρετή», περιορίζοντας όμως την γνώση μέσα στα όρια του νου και της λογικής… Απλά δεν μπορούσε να «ανυψωθεί» σαν τους έλληνες φιλοσόφους ΩΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ και παρέμενε στην μικρή περιορισμένη ανθρώπινη ύπαρξή του… Για τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα και τους Έλληνες, το Ον, η Γνώση, η Αρετή Είναι ΚΑΤΙ πιο πολύ από τον νου. Ο Καντ περιόριζε το Ον στον (περιορισμένο) νου του (θέλοντας απλά να είναι «επιστημονικός»)… Στην πραγματικότητα η ταύτιση (πραγματική, συμβολική, πρακτική) της Λογικής με την Ηθική δεν μπορεί να θεμελιώσει Ηθική. Αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος αναπτυγμένος λογικός (κι ηθικός) άνθρωπος αλλά δεν ισχύει για άλλους. Αν για τον «πολιτισμένο» άνθρωπο είναι λογική η έννοια της Δικαιοσύνης που Υποκαθίσταται από την έννοια της Εξισορρόπισης, της Ισότητας, κλπ., αυτό δεν ισχύει για άλλους. Ο «ανθρωποφάγος» θεωρεί απόλυτα φυσικό και λογικό να σκοτώνει και να «καταναλώνει» τον εχθρό του. Και δεν είναι λίγοι οι «ανθρωποφάγοι» που κυκλοφορούν στον πολιτισμένο κόσμο μας και οι οποίοι «σκοτώνουν» και «καταναλώνουν» τους συνανθρώπους τους με πολλούς και διαφόρους τρόπους… Με άλλα λόγια δεν υπάρχει μία παγκόσμια πανανθρώπινη λογική, ίδια για όλους και συνεπώς μία «ηθική της λογικής». Βεβαίως οι περισσότεροι άνθρωποι συντάσσονται με την λογική, αλλά όχι όλοι… Υπάρχουν διάφορες λογικές (και συνεπώς ηθικές) που ισχύουν για μεγαλύτερους ή μικρότερους πληθυσμούς… Άλλωστε ο Καντ μολονότι ήταν μεγάλος φιλόσοφος είναι απλά μία μετριότητα μπροστά σε άλλους φιλοσόφους όπως ο Πλάτωνας ή ο Χέγκελ (που «παρεξηγήθηκε» περίεργα και ποικιλότροπα από πολλούς…)…
Η «Κοινωνιολογική» Ηθική
Έχει διατυπωθεί από κοινωνιολόγους (επιστήμονες που ερμηνεύουν την «πραγματικότητα» μέσα από την κοινωνία και την κοινωνική ζωή) η άποψη ότι η «Ηθική» είναι ένα σύνολο από κανόνες που καθορίζονται από την κοινωνική ομάδα και καθιερώνονται και θεσμοθετούνται… επηρεάζοντας ως ένα βαθμό και το «Δίκαιο» (το «θεσμοθετημένο δίκαιο», τους νόμους). Έτσι, για το άτομο, η Πηγή της Ηθικότητας δεν είναι Εσωτερική (όπως στην Φιλοσοφία του Πλάτωνα, στον Καντ, κλπ… δηλαδή δεν πηγάζει από την Οντολογική Αρχή του Ανθρώπου, ή έστω από την Νοημοσύνη, την Ορθή Λογική, κλπ…) αλλά εξωτερική, αφού επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία κατά την «κοινωνικοποίησή» του, και από την κοινωνία (με διαφόρους μηχανισμούς) κατά την κοινωνική ζωή… Αν αυτό είναι αλήθεια… και το βλέπουμε να συμβαίνει μπροστά μας… ισχύει εντούτοις ως ένα σημείο, κι είναι παραπλανητικό να υιοθετήσουμε μία τέτοια θέση σε απόλυτο βαθμό… Ακόμα κι αν παραβλέψουμε την Ανώτερη Φύση μας και την Νοημοσύνη που Ενεργεί μέσα στο άτομο σαν Προσωπική Συμβολή στην Ηθικότητά του, όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το πολύ απλό γεγονός ότι η κοινωνία (η κοινωνική ομάδα) δεν είναι κάτι αυθαίρετο (χωρίς ιστορικές καταβολές, χωρίς συνέχεια, χωρίς «ιδεολογία»)… ούτε θεσμοθετεί αυθαίρετα… Στην πραγματικότητα μία οποιαδήποτε κοινωνία σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή έχει μία πολύ παλιά ιστορία πίσω της (μία «παράδοση») και την λαμβάνει υπ’ όψιν της στην διαμόρφωση της Ηθικής και της Ιδεολογίας (έξω από πρακτικούς, κοινωνικούς, και οικονομικούς παράγοντες)… Όλες οι κοινωνίες έχουν κάποια μεταφυσική πίστη (είτε πρόκειται για πίστη σε Μία Παγκόσμια Αρχή, είτε πρόκειται για μία πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει θεός»), επικαλούνται Κάποια Ηθική Αρχή, την Λογική Αξία, όπως η Δικαιοσύνη, η Ισότητα, η Κοινωνική Συνοχή κι η Αλληλοβοήθεια, κλπ… για να θεσπίσουν κανόνες, θεσμούς, νόμους. Χωρίς αυτό το «ιστορικό ελάχιστο» (δηλαδή την συσσωρευμένη πολιτιστική εμπειρία της κοινωνίας) δεν μπορεί να οργανωθεί και να λειτουργήσει μία κοινωνία… Τώρα το κατά πόσο τηρούνται οι «κανόνες» και εφαρμόζονται οι «νόμοι», αυτό είναι ένα άλλο θέμα (που οφείλει όμως να μελετήσει και να ερμηνεύσει η Κοινωνιολογία…)… Κατά την γνώμη μας η Ηθική αυτού του είδους (η κοινωνιολογική ηθική) είναι η κοινωνική ηθική που περιγράφει ο Πλάτωνας, μία ηθική που επικαλείται Αξίες και Αρετές που δύσκολα όμως εφαρμόζονται από την κοινωνία…

Το Πρόσωπο και το Ήθος
Το Ον που αναπτύσσεται πνευματικά (κι αυτό ισχύει και για τους μεταφυσικούς κόσμους κι όχι μόνο για τον υλικό κόσμο, το γήινο κόσμο) βρίσκει μέσα του την Αληθινή Φύση του, την Ενότητα του Όντος, την Βαθύτερη Σημασία της Σχέσης των Όντων μεταξύ τους (που είναι η Ουσία της Αγάπης, της Καλοσύνης, της Συμπόνιας…), την Αληθινή Αρετή, την Αλήθεια, την Δικαιοσύνη, κι όλες τις προσωπικές και κοινωνικές αρετές… Η Ηθική του είναι Πηγαία, Ζωντανή. Δεν έχει ανάγκη να συμμορφωθεί με «έξωθεν» κανόνες… Συνήθως οι κοινωνίες στις οποίες ζουν τέτοια όντα (με μία ηθική της συμμόρφωσης) είναι στην οντολογική και ηθική κλίμακα πολύ χαμηλά… Αν το Ον, το Πρόσωπο, δεν μπορεί να βρει μέσα του την Αληθινή Πηγή της Ηθικότητας, αν δεν μπορεί (όπως πιστεύει ο Καντ) να επικαλεστεί την Νοημοσύνη, αναγκαστικά θα ζητήσει «έξω» γνώμονα για την δράση του. Θα βασιστεί στην ηθική της κοινωνίας, της οικογένειας, της κοινωνικής ομάδας, κλπ. Αλλά μία τέτοια ηθική, ούτε οντολογική αξία έχει, ούτε πραγματική (ηθική) χρησιμότητα. Είναι μία ηθική συμμόρφωσης, μιμητική, υποκριτική. Μία τέτοια ηθική μπορεί να οριοθετεί την εξωτερική συμπεριφορά αλλά δεν μπορεί ούτε Ηθική να δημιουργήσει ούτε καμία πνευματική εξέλιξη μπορεί να προωθήσει…
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, η Ηθική είναι θέμα Προσώπου κι όχι της κοινωνίας. Τι εννοούμε με αυτό; Όπως η Ύπαρξη έχει κατά κύριο λόγο Οντική (και Οντολογική) σημασία, το ίδιο κι η Δραστηριότητα της Ύπαρξης (το Ήθος, η Ηθική, η Πράξη) έχει βαθιά οντολογική σημασία. Ό,τι είναι ο άνθρωπος (ό,τι έχει μέσα στην καρδιά του, όπως έλεγε ένας παλιός Διδάσκαλος) αυτό βγάζει προς τα έξω. Αυτή είναι η γνήσια ηθική του (όποια κι αν είναι). Αντίθετα η συμμόρφωση με έξωθεν κανόνες μπορεί να αφορά κοινωνία, πολιτικούς, κλπ., που θέλουν να χειραγωγήσουν το πλήθος αλλά δεν έχει καμία ηθική αξία… Με άλλα λόγια, η Ηθική (σαν πρόβλημα) είναι κατεξοχήν φιλοσοφικό πρόβλημα και δευτερευόντως αφορά την κοινωνία, την πολιτική, κλπ…

Ποια Ηθική; Το θεμελιώδες ερώτημα
Όπως το Οντολογικό Ερώτημα (ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΥΠΑΡΞΗ;) και το Γνωσιολογικό Ερώτημα (ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; ΑΛΗΘΕΙΑ; ΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ;) έτσι και το Ηθικό Ερώτημα (ΠΩΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΜΟΥ, ΟΠΟΙΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΑΞΩ;) είναι κατά κύριο λόγο Προσωπικό. Το Ον, τον Άνθρωπο, σαν Πρόσωπο,  αφορά «Αυτό που Είναι» (αυτός ο ίδιος),  αφορά το να «αντιλαμβάνεται την αλήθεια», και το να «πράττει σωστά». Είτε το θέλουμε, είτε όχι, η Οντολογική Εξέλιξη δεν μπορεί παρά να είναι ατομική αφού στην παρούσα φάση της εξέλιξής μας έχουμε διαμορφώσει μία «ατομική συνείδηση» και ζούμε μία «προσωπική ζωή». Ούτε Θεός, ούτε κόσμος, ούτε κοινωνία, ούτε άνθρωπος, θα εξελιχθεί για λογαριασμό μας, θα «είναι» για λογαριασμό μας, θα «κατανοήσει» για λογαριασμό μας, και θα «πράξει» για λογαριασμό μας. Κι εδώ γίνεται κατανοητό το μέγεθος της Προσωπικής Ευθύνης του Καθενός μας, η Άβυσσος της Ελευθερίας μας, αλλά και η Υποχρεωτική Αποδοχή των αποτελεσμάτων των πράξεών μας. Οφείλουμε να Βαδίσουμε τον Δρόμο της Εξέλιξης εμείς οι ίδιοι, Προσωπικά, Έμπρακτα…
Αν θέλουμε λοιπόν να απαντήσουμε στο Αληθινό Θεμελιώδες Ηθικό Ερώτημα «ΠΟΙΑ ΗΘΙΚΗ;» Οφείλουμε (τουλάχιστον στον εαυτό μας) να Ξεκινήσουμε από την Βάση, από την Αρχή. Αν σαν υπάρξεις (η ύπαρξη, ο καθένας μας) Στηριζόμαστε Οντικά σε Μία Παγκόσμια Αρχή από την Οποία έχουμε «Αποσπαστεί» (κατά την «αντίληψή» μας) δημιουργώντας μία ατομική («προσωπική») συνείδηση ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ ΜΑΣ, ΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΜΑΣ. Αυτό Δίδαξαν όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι κι όλοι οι Μεγάλοι Φιλόσοφοι…
Αν η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είναι η Συνείδηση σαν Λειτουργία Αντίληψης και Πάνω σε Αυτή στηρίζονται οι προσωπικοί περιορισμοί και αυτοσχεδιασμοί και «αντιλήψεις» μας, Οφείλουμε να Ανυψωθούμε πάνω από την συνηθισμένη συνείδησή μας (το προσωπικό εγώ) και να Βιώσουμε μία «Διευρυμένη Συνείδηση» (χωρίς προσωπικά στοιχεία), που Βυθίζεται στο Παγκόσμιο Πνεύμα (κι από την Ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα, στην Αληθινή Ενότητα του Είναι… κι από Εκεί Ως το Ένα… κι Ως το Άπειρο Θείο)…
Συνεπώς η Μόνη Ηθική που μπορούμε να έχουμε είναι η Ζωντανή, Εξελισσόμενη, Δυναμική, Ηθική του Όντος, που Ανυψώνεται από το περιορισμένο ατομικό εγώ Ως το Παγκόσμιο Πνεύμα, Ως το Αρχικό Ένα. Όσο Ανυψωνόμαστε Οντικά και Γνωσιολογικά τόσο και η Ηθική που θα πηγάζει από την Οντική Κατάστασή μας και την Γνωσιολογική Κατανόησή μας θα Μετουσιώνεται από Αρετή σε Αγάπη κι από Αγάπη σε ΕΝΟΤΗΤΑ.
Άλλος δρόμος (από τον Δρόμο της Πνευματικής Εξέλιξης) δεν υπάρχει, άλλη ηθική δεν υπάρχει. Με κανένα άλλο τρόπο, ούτε θρησκευτικό, ούτε φιλοσοφικό, ούτε ιδεολογικό, ούτε κοινωνιολογικό, μπορεί να θεμελιωθεί ΗΘΙΚΗ. Μιλάμε για Γνήσια Ηθική γιατί «ηθική συμμόρφωση» μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα… Ακόμα κι ο «υπόκοσμος» έχει τον ηθικό κώδικά του… Όμως όλες αυτές οι ηθικές είναι σκουπίδια…

Οι κοινωνίες της ανηθικότητας
Κάθε οργανωμένη κοινωνία έχει τους «κανόνες» της (τον ηθικό κώδικά της) που στηρίζονται σε πρακτικές,  βιοτικές, οργανωτικές, πολιτικές, και ιδεολογικές ανάγκες… Ο άνθρωπος (ο μη εξελιγμένος, υλικός, άνθρωπος) είναι συνισταμένη των προσωπικών επιδιώξεών του και των κοινωνικών επιταγών, συνθηκών, και καταστάσεων. Βασική επιδίωξη του ανθρώπου είναι η επιβίωσή του, η κοινωνική εξέλιξή του, (η σχέση και) η οικογένεια… Από την αρχή της δημιουργίας των ανθρώπινων κοινωνιών (όταν ο άνθρωπος ήταν στο προ-ανθρώπινο στάδιο εδώ και 500.000 χρόνια), ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει… οι οργανωτικές δομές των ανθρώπινων κοινωνιών έχουν παραμείνει ουσιαστικά ίδιες. Η θεσμοθέτηση της ιδιοκτησίας (που εξυπηρετεί όχι μόνο την προσωπική επιβίωση αλλά και την συσσώρευση πλούτου, δηλαδή δύναμης, δηλαδή εξουσίας μέσα στην κοινότητα), της συναλλαγής (προϊόν, αξία, αργότερα χρήμα, κλπ), της εξουσίας (της κυριαρχίας του ισχυρού, του πιο πλούσιου, κλπ), κανόνων δικαίου (δηλαδή του κοινωνικού στάτους), κλπ… είναι μία πανάρχαια υπόθεση. Και μολονότι ο κόσμος τεχνολογικά εξελίχθηκε οι βασικές δομές της κοινωνίας παραμένουν ίδιες… Αυτή η κατάσταση της κοινωνίας ασφαλώς ευνοεί τους έχοντες και κατέχοντες μολονότι το 99% του πλήθους σε όλο τον πλανήτη δεν θα ήθελε μία διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας πιστεύοντας ότι ευνοείται, έχοντας μία μικρή ιδιοκτησία, έχοντας μία «θέση» στην κοινωνία, κλπ…
Από την άλλη μεριά οι πολιτικοί άρχοντες και θεσμοθετούντες δεν αγγίζουν τους βασικούς θεσμούς της κοινωνίας… περιορίζονται στο ρόλο του «διαχειριστή της κατάστασης». Είναι υπηρέτες των πλουτοκρατών (κι εξαρτημένοι από αυτούς) και δεν θέλουν με κανένα τρόπο να οργανώσουν μία διαφορετική κοινωνία.
Ο «λαός» εξ’ άλλου που είναι «κυρίαρχος» μόνο στο να εκλέγει τους «υπηρέτες της κυρίαρχης εξουσίας (του πλούτου), παραπλανάται, εμπαίζεται, και τελικά σέρνεται σε μία ζωή που δεν οργάνωσε, δεν διάλεξε, κι ίσως δεν θέλει (κατά βάθος)…
Οι τρεις πυλώνες της εξουσίας, η πλουτοκρατία, οι πολιτικοί, κι ο λαός έχουν εκ των πραγμάτων διαφορετικά συμφέροντα. Οι πλουτοκράτες, παλιότερα βασιλιάδες κι άρχοντες, σήμερα τραπεζίτες, χρηματιστές, επενδυτές, θέλουν να διατηρήσουν την εξουσία τους και σήμερα έχουν «καταχρεώσει» τους «συνεργάτες» τους πολιτικούς σε ολόκληρο τον πλανήτη, που ρίχνουν το βάρος της ολέθριας κακοδιαχείρισης στους λαούς… Σπάνια υπήρξαν ηγέτες που πήραν το μέρος του λαού… Σπάνια επίσης, μέσα στην ιστορία, λαοί, είχαν την ωριμότητα να αντιληφθούν την αλήθεια και να επαναστατήσουν. Συνήθως οι επαναστάσεις χειραγωγούνται και τελικά εγκαθιδρύουν παρόμοια καθεστώτα με αυτά που ήθελαν να καταργήσουν…
Έτσι ο σημερινός άνθρωπος, ριγμένος μέσα σε μία κοινωνία οργανωμένη κατά τα συμφέροντα των λίγων (της πλουτοκρατίας), με θεσμοθετημένο το «άδικο» (του πλούτου, της ιδιοκτησίας, της κερδοσκοπίας, της απάτης…) που βαφτίζει «δίκαιο», με αγύρτες και υποκριτές στην πολιτική εξουσία που ενώ υπηρετούν άλλο κύριο (τους πλουτοκράτες) ονομάζουν υποκριτικά τους εαυτούς τους «εκπρόσωπους» ή (με πιο πολύ θράσος) «υπηρέτες» του λαού… μέλος ενός λαού σε, απάθεια, αδιαφορία, χωρίς αντανακλαστικά, βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα τι να κάνει. Καθένας πρέπει να αναρωτηθεί τι «είναι», τι «συμβαίνει γύρω του», τι «κάνει». Η απάντηση που θα δώσει ο καθένας δεν αφορά μόνο την προσωπική επιβίωσή του και εξέλιξή του, αφορά και τους άλλους.
Αν δεν διαφωτιστούν οι άνθρωποι, και δεν διαφωτιστούν πολλοί άνθρωποι, θα είναι έρμαια και θύματα μίας ανήθικης κοινωνίας (όσο κι αν επικαλούνται τον «πολιτισμό» και την «ηθική» και το «δίκαιο») και δεν θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει η κοινωνία… Οι αληθινοί άνθρωποι είναι έξω από την ανήθικη κοινωνία (έξω από το «μαντρί»). Αλλά παράλληλα οι αληθινοί άνθρωποι δεν έχουν την δική τους κοινωνία, τον δικό τους «χώρο»…

Η Οδός των Έξη Αρετών ή Οδηγός επιβίωσης
1) Η Απάρνηση του  σώματος και του υλικού κόσμου
 Ο Αληθινός Άνθρωπος που Ακολουθεί την Οδό της Αυτογνωσίας (κι Αναγνωρίζει την Αληθινή Εσώτερη Φύση του…) «περνά» μέσα από τον κόσμο χωρίς να θέλει να τον «κατακτήσει» και χωρίς να τον «απαρνιέται». Αποδέχεται την ζωή όπως είναι, κι έτσι πορεύεται χωρίς κέρδη και ζημιές. Χρησιμοποιεί τα πράγματα χωρίς να σκλαβώνεται σ’ αυτά. Είναι από πεποίθηση Ακτήμονας, και μπορεί με όμοιούς του να θεμελιώσει μία κοινότητα όπου επικρατεί η «αρχή της ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗΣ» ή η «αρχή της κοινοκτημοσύνης»
2) Η Ηρεμία της Υλικής Ψυχής (των ψυχοσωματικών λειτουργιών)
Ο Αληθινός άνθρωπος, έχοντας «Διευθετήσει» τις ψυχοσωματικές λειτουργίες του μέσα στο Φως της Γνώσης του, έχοντας Προσανατολιστεί μέσα στην ζωή, κι έχοντας Αναγνωρίσει τις «πραγματικές ανάγκες» του, Πορεύεται Ήρεμα, χωρίς να «διεκδικεί» τίποτα και χωρίς να «παρεκκλίνει» από την πορεία του… Αποφεύγει τις πιέσεις χωρίς να υποχωρεί… (Πως το κάνει; Εκείνος Γνωρίζει. Λειτουργεί σε ένα βαθύτερο υψηλότερο επίπεδο, από εκείνο του συνηθισμένου ανθρώπου)… Πορεύεται με πραγματική βαθιά ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ… Δεν αποδέχεται να έχει εξουσία ούτε δέχεται άλλη εξουσία έξω από την Εξουσία του Θεού. Δεν χειραγωγεί και δεν χειραγωγείται…
3) Η Ησυχία της Ψυχής
Ο Αληθινός Άνθρωπος, έχοντας «ανυψωθεί» πάνω από τον γήινο κόσμο, έχοντας καταλύσει όλους τους δεσμούς με την ζωή στον εξωτερικό κόσμο, χωρίς «επιθυμίες», πορεύεται με Γνώμονα την Αρχή της ΙΣΟΤΗΤΑΣ, που «εξομοιώνει» όλες τις διαφορές που «διακρίνει».
4) Η Σιωπή του Νου
Ο Αληθινός Άνθρωπος έχοντας «καθαρίσει» το Νου του από όλες τις «παρεκτροπές» που οδηγούν στην απατηλή αντίληψη μίας  ύπαρξης «ξεχωριστής» από το «Παγκόσμιο Σώμα» βιώνει την Αληθινή Σιγή του Νου… και «μετουσιώνεται» σε Ήλιο της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,  της Δικαιοσύνης που αποκαθιστά ανισότητες κι αδικίες.
5) Η Ολοκλήρωση του Πνεύματος
Ο Αληθινός Άνθρωπος που «Γίνεται» (Αυτό που Πάντα Είναι) Ένα με το Παγκόσμιο Πνεύμα… είναι πραγματικά ΑΓΑΠΗ,  Αντίληψη Ενότητας, Πηγή Αυθεντικής Αγαθότητας και Πράξη Καλοσύνης… Αγάπη που θυσιάζει το εγώ στο Ένα, που δέχεται ευχάριστα ακόμα και την βλάβη του εγώ για χάρη του Ενός.
6) Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ
Ο Αληθινός Άνθρωπος Βιώνοντας την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ του, την Θεότητά Του, που είναι «η Ίδια Μία και Μόνη Πραγματικότητα» για όλα τα όντα, είναι Ένα με όλα τα όντα, ακόμα κι όταν εκείνα δεν το γνωρίζουν ή το «πολεμούν».

7) Ο Αληθινός Άνθρωπος ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ, όταν Γνωρίσεις τον Εαυτό Σου
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~