CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
16. The Emergence into Timelessness: A Journey Beyond the Veil of Time
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Friday, 10 October, 2025

Sunday, June 15, 2025

Reality Is Beyond People’s Perceptions: A Mystical Journey into the Eternal Now


 

Reality Is Beyond People’s Perceptions: A Mystical Journey into the Eternal Now

In the swirling mists of existence, where the edges of the known dissolve into the infinite unknown, there lies a truth so vast, so luminous, that the human mind stumbles in its attempt to grasp it. Reality is beyond people’s perceptions—an enigma that dances just outside the reach of our senses, a melody too subtle for the ear, a light too radiant for the eye. Yet, it is not distant. It is here, now, in the flowing moment, where the illusion of separation melts away, and the eternal unveils itself as the only truth worth knowing.

We walk through life as dreamers, weaving tapestries of thought and belief, convinced that the threads we spin are the fabric of the real. We name the colors of the world—red, blue, shadow, and gleam—and call them ours. We build histories, futures, identities, and borders, as if by naming and claiming we might tether the infinite to the finite. But reality does not bend to our naming. It flows onward, untouched by the nets we cast, a river that slips through our fingers even as we stand within its current.

What is this reality, then, if not the sum of what we see, hear, touch, and know? It is the unseen beneath the seen, the silence beneath the sound, the stillness beneath the storm. It is the vastness that holds the stars and the void, the breath that animates the clay, the pulse that beats beyond the ticking of clocks. To perceive it with the mind alone is to chase a phantom—for the mind is a mirror, reflecting only what it has been taught to see. But to experience it, to dissolve into its flow, is to step beyond the mirror, into the living heart of eternity.

The Truth of the Flowing Moment

Truth is not a thing to be held, a doctrine to be recited, or a prize to be won. Truth is a verb, a movement, a becoming. It is to stand in the flowing moment—here, now—where past and future collapse into the singularity of presence. The mystics of every age have whispered this secret: that time is a veil, a story we tell ourselves to make sense of the boundless. Beneath that veil lies eternity, not as a distant promise, but as the ever-present reality we swim within, blind only because we refuse to open our inner eyes.

Consider the river. Its waters rush forward, yet the river remains. Each wave is born and dies, yet the essence of the river is unchanged. So it is with us. We are not the fleeting thoughts that ripple across the surface of our minds, nor the bodies that age and fade. We are the river itself—the awareness that flows beneath the waves, eternal in its stillness, infinite in its motion. To live this truth is to cease clinging to the banks, to let go of the illusion of “becoming,” and to surrender to the current that has always carried us.

In the flowing moment, there is no “history” as we know it—no ledger of victories and losses, no chain of cause and effect binding us to what was or what might be. History is the mind’s attempt to freeze the river, to carve its motion into stone. But reality knows no such confinement. It is alive, pulsating, unfolding in the now with a wild and tender grace. To touch this grace is to step beyond time, to become the witness and the witnessed, the dancer and the dance.

Beyond Perception, Into Being

Perception is a window, not the sky. Through it, we glimpse fragments of the whole—shapes, sounds, sensations—but we mistake these shards for the entirety. The eye sees the tree, but not the roots beneath the earth or the unseen winds that shape its branches. The ear hears the bird’s song, but not the silence from which it rises. Our senses are gifts, yet they are also veils, filtering the infinite into a form we can bear. To seek reality through perception alone is to stand at the window and call it the world.

Yet there is a way beyond. It is not a path of effort, not a straining toward some distant shore. It is a softening, a releasing, a falling into what is. The mystics call it many names—meditation, surrender, grace—but its essence is simple: to be fully here, now, without the chatter of the mind to divide you from the moment. In this presence, perception dissolves, and what remains is not a seeing, but a being. You do not observe the river—you become the river. You do not seek eternity—you realize you have never left it.

This is the great paradox: reality is beyond perception, yet it is closer than your breath. It is not hidden in the heavens or buried in the depths—it is the very ground of your existence, the silent awareness that watches as you read these words. To live this truth is to shed the illusion of separation, to see that the “I” who perceives and the “world” perceived are not two, but one. In this oneness, time unravels, history fades, and eternity shines forth—not as a concept, but as the living pulse of your being.

Becoming Eternity

To live eternity is not to escape the world, but to embrace it fully—to see the sacred in the ordinary, the infinite in the fleeting. The falling leaf, the cry of a child, the warmth of the sun on your skin—these are not mere events in time, but portals to the timeless. When you meet them with presence, with the naked awareness of the flowing moment, they reveal their true nature as expressions of the One, the eternal reality that wears a thousand masks yet remains ever itself.

This is the mystic’s life: not a retreat from the world, but a diving into it, a love affair with the now. It is to walk through the marketplace and hear the silence beneath the noise, to touch the hand of another and feel the pulse of the infinite, to laugh and weep and know that every tear and every smile is a note in the song of eternity. It is to become what you already are—not a fragment adrift in time, but the whole, unbroken, shining in every moment.

And so, the invitation stands: step beyond the prison of perception, beyond the stories of “me” and “mine,” beyond the ticking of clocks and the weight of history. Step into the flowing moment, here, now, where reality waits—not as a mystery to be solved, but as a truth to be lived. In this surrender, you do not lose yourself—you find yourself. You do not die to the world—you awaken to it. And in that awakening, you become eternity itself, a flame that burns without beginning or end, a light that needs no source, for it is its own radiance.

Η Πραγματικότητα Είναι Πέρα Από Τις Αντιλήψεις Των Ανθρώπων: Μια Μυστική Διαδρομή Στο Αιώνιο Τώρα

Μέσα στις στροβιλιζόμενες ομίχλες της ύπαρξης, όπου τα όρια του γνωστού διαλύονται στο άπειρο άγνωστο, υπάρχει μια αλήθεια τόσο αχανής, τόσο φωτεινή, που ο ανθρώπινος νους παραπαίει στην προσπάθειά του να την κατανοήσει. Η πραγματικότητα είναι πέρα από τις αντιλήψεις των ανθρώπων—ένα αίνιγμα που χορεύει λίγο πιο πέρα από την εμβέλεια των αισθήσεών μας, μια μελωδία πολύ λεπτή για το αυτί, ένα φως πολύ λαμπρό για το μάτι. Κι όμως, δεν είναι μακρινή. Είναι εδώ, τώρα, στη ρέουσα στιγμή, όπου η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού διαλύεται και το αιώνιο αποκαλύπτεται ως η μόνη αλήθεια που αξίζει να γνωρίσουμε.

Περιδιαβαίνουμε τη ζωή σαν ονειροπόλοι, υφαίνοντας υφαντά από σκέψεις και πεποιθήσεις, πεπεισμένοι ότι οι κλωστές που υφαίνουμε είναι το ίδιο το ύφασμα της πραγματικότητας. Δίνουμε ονόματα στα χρώματα του κόσμου—κόκκινο, μπλε, σκιά και λάμψη—και τα διεκδικούμε ως δικά μας. Χτίζουμε ιστορίες, μέλλοντα, ταυτότητες και σύνορα, σαν να μπορούσαμε, με την ονομασία και την ιδιοποίηση, να δέσουμε το άπειρο στο πεπερασμένο. Όμως, η πραγματικότητα δεν υπακούει στην ονομασία μας. Κυλάει αδιάκοπα, ανέγγιχτη από τα δίχτυα που ρίχνουμε, ένα ποτάμι που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά μας, ακόμη κι όταν στεκόμαστε μέσα στη ροή του.

Τι είναι λοιπόν αυτή η πραγματικότητα, αν όχι το άθροισμα όσων βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε και γνωρίζουμε; Είναι το αθέατο κάτω από το ορατό, η σιωπή κάτω από τον ήχο, η ακινησία κάτω από την καταιγίδα. Είναι η απεραντοσύνη που κρατά τα αστέρια και το κενό, η ανάσα που ζωντανεύει τον πηλό, ο παλμός που χτυπά πέρα από τον ήχο των ρολογιών. Η προσπάθεια να την αντιληφθείς με το νου είναι σαν να κυνηγάς ένα φάντασμα—γιατί ο νους είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά μόνο ό,τι έχει διδαχθεί να βλέπει. Αλλά το να τη βιώσεις, να διαλυθείς στη ροή της, είναι να περάσεις πέρα από τον καθρέφτη, στην ίδια την καρδιά της αιωνιότητας.

Η Αλήθεια Της Ρέουσας Στιγμής

Η αλήθεια δεν είναι ένα πράγμα που μπορείς να κρατήσεις, ένα δόγμα που μπορείς να απαγγείλεις ή ένα έπαθλο που μπορείς να κατακτήσεις. Η αλήθεια είναι ρήμα, κίνηση, γίγνεσθαι. Είναι να στέκεσαι στη ρέουσα στιγμή—εδώ, τώρα—όπου το παρελθόν και το μέλλον καταρρέουν στη μοναδικότητα της παρουσίας. Οι μύστες όλων των εποχών έχουν ψιθυρίσει αυτό το μυστικό: ότι ο χρόνος είναι ένα πέπλο, μια ιστορία που λέμε στους εαυτούς μας για να κατανοήσουμε το απεριόριστο. Κάτω από αυτό το πέπλο βρίσκεται η αιωνιότητα, όχι ως μια μακρινή υπόσχεση, αλλά ως η πανταχού παρούσα πραγματικότητα μέσα στην οποία κολυμπάμε, τυφλοί μόνο επειδή αρνούμαστε να ανοίξουμε τα εσωτερικά μας μάτια.

Σκέψου το ποτάμι. Τα νερά του ορμούν προς τα εμπρός, όμως το ποτάμι παραμένει. Κάθε κύμα γεννιέται και πεθαίνει, αλλά η ουσία του ποταμού δεν αλλάζει. Έτσι είναι και με εμάς. Δεν είμαστε οι φευγαλέες σκέψεις που κυματίζουν στην επιφάνεια του νου μας, ούτε τα σώματα που γερνούν και φθίνουν. Είμαστε το ίδιο το ποτάμι—η συνειδητότητα που ρέει κάτω από τα κύματα, αιώνια μέσα στην ακινησία της, άπειρη μέσα στην κίνησή της. Να ζεις αυτή την αλήθεια σημαίνει να πάψεις να γαντζώνεσαι στις όχθες, να αφήσεις την ψευδαίσθηση του «γίγνεσθαι» και να παραδοθείς στο ρεύμα που πάντα σε μετέφερε.

Στη ρέουσα στιγμή, δεν υπάρχει «ιστορία» όπως τη γνωρίζουμε—κανένα αρχείο νικών και απωλειών, καμία αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος που μας δένει με ό,τι ήταν ή ό,τι μπορεί να είναι. Η ιστορία είναι η προσπάθεια του νου να παγώσει το ποτάμι, να χαράξει την κίνησή του πάνω στην πέτρα. Όμως, η πραγματικότητα δεν γνωρίζει τέτοιους περιορισμούς. Είναι ζωντανή, πάλλεται, ξεδιπλώνεται στο τώρα με μια άγρια και τρυφερή χάρη. Να αγγίξεις αυτή τη χάρη είναι να βγεις πέρα από τον χρόνο, να γίνεις ο μάρτυρας και το μαρτυρούμενο, ο χορευτής και ο χορός.

Πέρα Από Την Αντίληψη, Στην Ύπαρξη

Η αντίληψη είναι ένα παράθυρο, όχι ο ουρανός. Μέσα από αυτήν, βλέπουμε αποσπασματικά κομμάτια του όλου—σχήματα, ήχους, αισθήσεις—αλλά συγχέουμε αυτά τα θραύσματα με την ολότητα. Το μάτι βλέπει το δέντρο, αλλά όχι τις ρίζες κάτω από τη γη ή τους αόρατους ανέμους που διαμορφώνουν τα κλαδιά του. Το αυτί ακούει το τραγούδι του πουλιού, αλλά όχι τη σιωπή από την οποία αναδύεται. Οι αισθήσεις μας είναι δώρα, αλλά και πέπλα, φιλτράροντας το άπειρο σε μια μορφή που μπορούμε να αντέξουμε. Το να αναζητάς την πραγματικότητα μόνο μέσα από την αντίληψη είναι σαν να στέκεσαι στο παράθυρο και να το αποκαλείς αυτό κόσμο.

Κι όμως, υπάρχει ένας δρόμος πέρα από αυτό. Δεν είναι ένας δρόμος προσπάθειας, ούτε μια αγωνιώδης αναζήτηση για κάποια μακρινή ακτή. Είναι μια χαλάρωση, μια απελευθέρωση, μια πτώση μέσα σε αυτό που είναι. Οι μύστες το ονομάζουν με πολλά ονόματα—διαλογισμό, παράδοση, χάρη—αλλά η ουσία του είναι απλή: να είσαι πλήρως εδώ, τώρα, χωρίς τη φλυαρία του νου που σε χωρίζει από τη στιγμή. Σε αυτή την παρουσία, η αντίληψη διαλύεται και αυτό που απομένει δεν είναι μια θέαση, αλλά μια ύπαρξη. Δεν παρατηρείς το ποτάμι—γίνεσαι το ποτάμι. Δεν αναζητάς την αιωνιότητα—συνειδητοποιείς ότι ποτέ δεν την εγκατέλειψες.

Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο: η πραγματικότητα είναι πέρα από την αντίληψη, κι όμως, είναι πιο κοντά κι από την αναπνοή σου. Δεν είναι κρυμμένη στους ουρανούς, ούτε θαμμένη στα βάθη—είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξής σου, η σιωπηλή επίγνωση που σε παρακολουθεί καθώς διαβάζεις αυτές τις λέξεις. Να ζεις αυτή την αλήθεια σημαίνει να αποβάλλεις την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, να δεις πως το «εγώ» που αντιλαμβάνεται και ο «κόσμος» που γίνεται αντιληπτός δεν είναι δύο, αλλά ένα. Σε αυτή την ενότητα, ο χρόνος διαλύεται, η ιστορία ξεθωριάζει και η αιωνιότητα λάμπει—όχι ως ιδέα, αλλά ως ο ζωντανός παλμός της ύπαρξής σου.

Γίνοντας Αιωνιότητα

Το να ζεις την αιωνιότητα δεν σημαίνει να δραπετεύεις από τον κόσμο, αλλά να τον αγκαλιάζεις πλήρως—να βλέπεις το ιερό μέσα στο συνηθισμένο, το άπειρο μέσα στο εφήμερο. Το φθινοπωρινό φύλλο που πέφτει, το κλάμα ενός παιδιού, η ζεστασιά του ήλιου πάνω στο δέρμα σου—δεν είναι απλώς γεγονότα μέσα στον χρόνο, αλλά πύλες προς το άχρονο. Όταν τα συναντάς με πλήρη παρουσία, με τη γυμνή επίγνωση της ρέουσας στιγμής, αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση ως εκφράσεις του Ενός, της αιώνιας πραγματικότητας που φορά χίλιες μάσκες, μα παραμένει πάντα η ίδια.

Αυτή είναι η ζωή του μύστη: όχι μια φυγή από τον κόσμο, αλλά μια κατάδυση μέσα του, ένας ερωτικός χορός με το τώρα. Είναι να περπατάς στην αγορά και να ακούς τη σιωπή κάτω από τον θόρυβο, να αγγίζεις το χέρι ενός άλλου και να νιώθεις τον παλμό του απείρου, να γελάς και να κλαις και να γνωρίζεις πως κάθε δάκρυ και κάθε χαμόγελο είναι μια νότα στο τραγούδι της αιωνιότητας. Είναι να γίνεσαι αυτό που ήδη είσαι—όχι ένα θραύσμα παρασυρμένο στον χρόνο, αλλά το Όλον, άθραυστο, να λάμπει σε κάθε στιγμή.

Και έτσι, η πρόσκληση παραμένει: κάνε το βήμα πέρα από τη φυλακή της αντίληψης, πέρα από τις ιστορίες του «εγώ» και του «δικό μου», πέρα από το χτύπημα των ρολογιών και το βάρος της ιστορίας. Μπες μέσα στη ρέουσα στιγμή, εδώ, τώρα, όπου η πραγματικότητα περιμένει—όχι ως ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί, αλλά ως μια αλήθεια που πρέπει να βιωθεί. Σε αυτή την παράδοση, δεν χάνεις τον εαυτό σου—τον βρίσκεις. Δεν πεθαίνεις για τον κόσμο—ξυπνάς σε αυτόν. Και σε αυτή την αφύπνιση, γίνεσαι η ίδια η αιωνιότητα, μια φλόγα που καίει χωρίς αρχή και τέλος, ένα φως που δεν χρειάζεται πηγή, γιατί είναι η ίδια του η λάμψη.

 

 

 

 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 16. The Sacred Return: A Journey into the Eternal Stillness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
Monday, 6 October, 2025

2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming

(Viveka Chudamani 6-10)

In the deepest chambers of the human heart, where thought dissolves into silence and words falter at the edge of mystery, there exists a threshold that few dare to cross. Beyond this invisible boundary lies not another country of the mind, but rather the dissolution of all countries, all boundaries, all the carefully constructed edifices of identity that mortals build across the span of their years. It is here, in this vast and luminous emptiness, that the ancient seeker stands—not with certainty, but with a trembling that is itself a form of knowing.

 

The scriptures speak, and their words echo through temple courtyards and monastery halls, reverberating against stone walls that have witnessed countless generations of prayer. Rituals unfold with mathematical precision: offerings of flowers and incense, libations poured with careful hands, mantras chanted in rhythms older than memory. The gods receive their worship, accepting the devotion of hearts that seek solace in form, in gesture, in the familiar comfort of repetition. Yet beneath all this sacred theater, beneath the smoke of offerings and the melodious recitation of holy verses, there stirs a deeper question—one that ritual cannot answer, that no amount of ceremonial perfection can resolve.

 

For Liberation, that most elusive of all spiritual promises, cannot be purchased with the currency of works. It cannot be earned through accumulation, whether of merit or of knowledge, of sacrifices performed or deities placated. Even if one were to extend one's practice across the unimaginable expanse of a hundred cosmic cycles—those vast epochs that mark the breathing of creation itself—still the essential transformation would remain beyond reach. Liberation is not a destination to be arrived at through effort, but rather a recognition of what has always been present, hidden only by the veils of one's own ignorance.

 

The Vedas themselves, those ancient fountains of wisdom that flow through the spiritual landscape like underground rivers, make this declaration with stark clarity: immortality cannot be found in the realm of riches, in the accumulation of worldly treasures or even in the hoarding of spiritual experiences. This truth stands like a mountain against the rushing stream of human desire—unmoved, uncompromising, eternal. Works, no matter how noble or how perfectly executed, cannot serve as the causeway to Liberation. They may polish the mirror of consciousness, may prepare the ground for the seed of awakening, but they themselves are not the flowering that seekers ultimately long for.

 

What then must one do? Or perhaps more precisely, what must one cease doing? The paradox reveals itself slowly, like dawn creeping across a landscape shrouded in mist. The man or woman of learning—not learning in the sense of mere intellectual accumulation, but learning that has ripened into wisdom—must turn away from the glittering marketplace of external pleasures. This turning away is not born of ascetic hatred or world-denying bitterness, but rather from a profound recognition that the objects of desire, no matter how beautiful or enticing, cannot quench the thirst that burns in the depths of the soul.

 

This renunciation is itself a mystery. It does not mean abandoning the world in physical terms, fleeing to mountain caves or desert hermitages—though such withdrawal may serve some seekers at certain stages of their journey. Rather, it means releasing the invisible chains of attachment that bind consciousness to the surface of things, to the dance of appearances that so thoroughly captivates the unexamined mind. It is a loosening of the grip, a relaxation of the fist that has been clenched around phenomena, desperately trying to hold onto experiences that are, by their very nature, as ephemeral as morning dew.

 

Yet this renunciation is not meant to be undertaken in isolation, through the sheer force of individual will. The path requires a guide—a preceptor whose generosity flows not from material abundance but from the overflow of their own realization. To approach such a teacher is to step into a transmission that cannot be reduced to mere instruction or information transfer. The good and generous preceptor serves as a mirror in which the seeker may glimpse their own true nature, as a catalyst that activates possibilities dormant within the student's consciousness. Their words point like a finger toward the moon of truth, and the wise student learns to look not at the finger but at what it indicates.

 

The truth inculcated by such a teacher is both devastatingly simple and infinitely subtle. It whispers of an identity that has never been lost, only forgotten—the identity of the individual consciousness with the Atman, that innermost essence that is simultaneously the most intimate dimension of the self and the ultimate ground of all existence. This realization is not a merging of two separate things, not a union of soul with God as though they were two entities coming together. Rather, it is the recognition that the separation was always illusory, that the wave has never been anything other than ocean, that the apparent division between self and Self was nothing more than a trick of perception, a cosmic case of mistaken identity.

 

To fix one's mind upon this truth is to enter into a practice that transcends practice itself. It is not concentration in the ordinary sense, where the mind is forcefully held upon an object like a restless horse reined in by its rider. Rather, it is a kind of restful abiding, a settling into what has always been one's true home. The mind, accustomed to its constant movement, its endless oscillation between past and future, gradually discovers the possibility of resting in the present moment—not the thin sliver of present that separates what was from what will be, but the eternal Now that contains all time within its spacious embrace.

 

This state that the ancients called Yogarudha—that condition of being established in yoga, of having climbed the ladder of spiritual ascent and found firm footing on a higher platform of consciousness—represents a crucial threshold in the seeker's journey. Yet even here, at this elevated vantage point, the work is not complete. One must still recover oneself from the sea of birth and death, that vast ocean of cyclic existence in which consciousness has been drowning for time immemorial.

 

The metaphor of the sea is not chosen carelessly. Birth and death are not merely biological events marking the beginning and end of a single lifetime, but rather the fundamental rhythm of manifest existence itself. Each moment brings a birth—of thoughts, sensations, perceptions, emotions—and each moment brings a death as these phenomena dissolve back into the formless source from which they emerged. To be caught in this sea is to be tossed endlessly by waves of becoming, never finding solid ground, never touching the ocean floor where all movement ceases and perfect stillness reigns.

 

The means of recovery from this drowning is described as devotion to right discrimination—viveka, that faculty of discernment that can distinguish between the real and the unreal, between the eternal and the transient, between the Self and the not-Self. This discrimination is not cold or intellectual, not a matter of merely cataloging phenomena into categories. Rather, it is a living wisdom, suffused with devotion, powered by an earnest longing for truth. It sees through the masquerade of appearances not with contempt but with clear-eyed compassion, recognizing the divine play while no longer being entrapped by it.

 

The wise person, having attained even a glimpse of this discriminative wisdom, makes a radical choice: to give up all works in the conventional sense and to focus entirely on the realization of the Atman. This giving up is perhaps the most misunderstood aspect of the spiritual path. It does not mean becoming passive or inactive, lying inert like a stone while life passes by. Rather, it means ceasing to identify with the actor, no longer claiming ownership of actions and their fruits. It means allowing actions to flow naturally from the depths of being rather than being driven by the surface winds of desire and aversion.

 

This practice aims at nothing less than cutting loose the bonds of birth and death—those invisible fetters that keep consciousness bound to the wheel of becoming. These bonds are not external constraints imposed by some cosmic jailer, but rather the products of ignorance, the accumulated knots of misidentification that tie awareness to limited forms of existence. To cut them loose requires more than philosophical understanding; it requires a transformation at the deepest levels of being, a rewiring of the very circuitry through which consciousness perceives and interprets reality.

 

The image of cutting suggests both violence and precision—violence in the sense that this liberation cannot be gentle or gradual if it is to be effective, and precision in that one must know exactly where to strike, which threads of illusion to sever. Yet the cutting is not done with external implements but with the sharp blade of insight, forged in the fires of meditation and tempered in the waters of contemplation. Each stroke of understanding loosens another bind, releases another constraint, until finally the last thread snaps and consciousness stands free.

 

But what does this freedom mean? What landscape opens before one who has truly cut loose the bonds of cyclic existence? Here language reaches its absolute limit, for how can words that evolved to describe the world of form and change adequately capture that which transcends all form, all change? The liberated state is sometimes described as sat-chit-ananda: being-consciousness-bliss, yet even these words are mere pointers, fingers indicating a moon that must be seen directly to be known.

 

Perhaps it is more accurate to speak of what Liberation is not. It is not an experience, for all experiences arise and pass away, while Liberation is eternal. It is not a state to be achieved, for all states are temporary, while Liberation is one's unchanging nature. It is not something that happens to someone, for in true Liberation, the very sense of being a separate someone dissolves like morning mist before the rising sun. What remains is neither something nor nothing, neither existence nor non-existence, but rather the ground from which all such distinctions arise—the pure awareness that witnesses both being and non-being without being touched by either.

 

The path toward this realization is not marked on any map, cannot be traced by any GPS of the soul. It winds through territories of the heart that each traveler must navigate according to their own inner compass. For some, it passes through valleys of devotion, where love for the Divine burns away the dross of separation. For others, it climbs the mountain peaks of discrimination, where the thin air of pure philosophy reveals vistas of truth. Still others find themselves walking the middle way of meditation, where in the balanced stillness of equanimity, the door to the absolute swings silently open.

 

Yet regardless of the specific contours of one's journey, certain landmarks appear consistently. There is always the initial turning away from external satisfactions, that moment when the pleasures of the world reveal their ultimate inability to satisfy the deepest hunger. There is the seeking of guidance, the recognition that one cannot navigate these subtle territories alone. There is the patient work of purification, the gradual clarification of consciousness through practice and discipline. And there is finally the grace of recognition, that moment beyond all moments when what has always been true reveals itself in stunning clarity.

 

This recognition does not come as a reward for effort, though effort may prepare the ground for its appearance. It arrives as a gift, yet not from any external giver. It emerges as one's own deepest nature, which has always been waiting—patient as eternity—for the clouds of confusion to part. In that recognition, all questions dissolve not because they have been answered but because the questioner disappears into the vastness of what is discovered. The seeker becomes the sought, the lover merges into the beloved, the wave recognizes itself as ocean.

 

And so the ancient teaching, transmitted across countless generations, comes down to this: beneath all the complexity of spiritual practice, behind all the elaborate scaffolding of philosophy and technique, there lies a simple truth. One is already what one seeks to become. Liberation is not a future attainment but a present reality, obscured only by the accumulated debris of ignorance and misidentification. The spiritual journey is thus not a movement toward something new but a removal of what conceals what has always been—a homecoming to a home one has never truly left.

 

In the end, when all the rituals have been completed and set aside, when all the scriptures have been studied and released, when all the philosophical arguments have been exhausted and transcended, what remains is simply this: the quiet knowing of being, the clear light of consciousness recognizing itself, the eternal presence that was never born and can never die. This is the Liberation beyond all liberations, the freedom that needs no works to establish it, the immortality that no riches can purchase. It is the Atman revealing itself as what it has always been—not a distant goal to be achieved but the very ground upon which the seeker has always stood, the very awareness through which all seeking occurs, the very life that animates every moment of the journey.

 

Here, in this recognition, all striving ceases not in defeat but in fulfillment. The pathless path reaches its conclusion, which was also its beginning. And in the vast silence that follows, something within whispers its eternal affirmation: I am That.

Το Μονοπάτι χωρίς μονοπάτι: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Κατώφλι της Γένεσης

 

Στα βαθύτερα δωμάτια της ανθρώπινης καρδιάς, όπου η σκέψη διαλύεται σε σιωπή και οι λέξεις σκοντάφτουν στην άκρη του μυστηρίου, υπάρχει ένα κατώφλι που λίγοι τολμούν να διαβούν. Πέρα από αυτό το αόρατο όριο δεν βρίσκεται μια άλλη χώρα του νου, αλλά μάλλον η διάλυση όλων των χωρών, όλων των ορίων, όλων των προσεκτικά χτισμένων οικοδομημάτων της ταυτότητας που οι θνητοί χτίζουν κατά τη διάρκεια των ετών τους. Είναι εδώ, σε αυτή την απέραντη και φωτεινή κενότητα, που ο αρχαίος αναζητητής στέκεται—όχι με βεβαιότητα, αλλά με ένα τρέμουλο που είναι το ίδιο μια μορφή γνώσης.

 

Οι γραφές μιλούν, και τα λόγια τους αντηχούν μέσα από αυλές ναών και αίθουσες μοναστηριών, αντανακλώντας σε πέτρινους τοίχους που έχουν μαρτυρήσει αμέτρητες γενιές προσευχών. Τα τελετουργικά ξεδιπλώνονται με μαθηματική ακρίβεια: προσφορές λουλουδιών και θυμιάματος, σπονδές που χύνονται με προσεκτικά χέρια, μάντρα που ψάλλονται σε ρυθμούς παλαιότερους από τη μνήμη. Οι θεοί δέχονται τη λατρεία τους, αποδεχόμενοι την αφοσίωση καρδιών που αναζητούν παρηγοριά στη μορφή, στη χειρονομία, στην οικεία άνεση της επανάληψης. Ωστόσο, κάτω από όλο αυτό το ιερό θέατρο, κάτω από τον καπνό των προσφορών και την μελωδική απαγγελία ιερών στίχων, αναδεύεται μια βαθύτερη ερώτηση—μια που το τελετουργικό δεν μπορεί να απαντήσει, που καμία ποσότητα τελετουργικής τελειότητας δεν μπορεί να λύσει.

 

Γιατί η Απελευθέρωση, αυτή η πιο απατηλή από όλες τις πνευματικές υποσχέσεις, δεν μπορεί να αγοραστεί με το νόμισμα των έργων. Δεν μπορεί να κερδηθεί μέσω συσσώρευσης, είτε πρόκειται για αξία είτε για γνώση, για θυσίες που εκτελούνται ή για θεότητες που κατευνάζονται. Ακόμα και αν κάποιος επέκτεινε την πρακτική του σε όλη την αδιανόητη έκταση εκατό κοσμικών κύκλων—αυτών των απέραντων εποχών που σηματοδοτούν την αναπνοή της δημιουργίας—ακόμα και τότε η ουσιαστική μεταμόρφωση θα παρέμενε πέρα από την εμβέλεια. Η Απελευθέρωση δεν είναι ένας προορισμός που φτάνει κανείς μέσω προσπάθειας, αλλά μάλλον μια αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα παρόν, κρυμμένο μόνο από τα πέπλα της δικής του άγνοιας.

 

Οι ίδιες οι Βέδες, αυτές οι αρχαίες πηγές σοφίας που ρέουν μέσα από το πνευματικό τοπίο σαν υπόγειοι ποταμοί, κάνουν αυτή τη δήλωση με απόλυτη σαφήνεια: η αθανασία δεν μπορεί να βρεθεί στο βασίλειο των πλούτων, στη συσσώρευση κοσμικών θησαυρών ή ακόμα και στη συγκέντρωση πνευματικών εμπειριών. Αυτή η αλήθεια στέκεται σαν βουνό ενάντια στο ορμητικό ρεύμα της ανθρώπινης επιθυμίας—ακίνητη, ασυμβίβαστη, αιώνια. Τα έργα, όσο ευγενή ή τέλεια εκτελεσμένα και αν είναι, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως γέφυρα προς την Απελευθέρωση. Μπορεί να γυαλίσουν τον καθρέφτη της συνείδησης, μπορεί να προετοιμάσουν το έδαφος για τον σπόρο της αφύπνισης, αλλά τα ίδια δεν είναι η άνθιση που οι αναζητητές τελικά λαχταρούν.

 

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει κανείς; Ή ίσως πιο ακριβώς, τι πρέπει να σταματήσει να κάνει; Το παράδοξο αποκαλύπτεται αργά, σαν την αυγή που σέρνεται σε ένα τοπίο σκεπασμένο από ομίχλη. Ο άνδρας ή η γυναίκα της μάθησης—όχι μάθησης με την έννοια της απλής πνευματικής συσσώρευσης, αλλά μάθησης που έχει ωριμάσει σε σοφία—πρέπει να στραφεί μακριά από την αστραφτερή αγορά των εξωτερικών απολαύσεων. Αυτή η στροφή δεν γεννιέται από ασκητικό μίσος ή από πικρία που αρνείται τον κόσμο, αλλά μάλλον από μια βαθιά αναγνώριση ότι τα αντικείμενα της επιθυμίας, όσο όμορφα ή δελεαστικά και αν είναι, δεν μπορούν να σβήσουν τη δίψα που καίει στα βάθη της ψυχής.

 

Αυτή η παραίτηση είναι η ίδια ένα μυστήριο. Δεν σημαίνει εγκατάλειψη του κόσμου σε φυσικούς όρους, φυγή σε σπηλιές βουνών ή ερημιές ερήμων—αν και τέτοια απόσυρση μπορεί να εξυπηρετήσει ορισμένους αναζητητές σε ορισμένα στάδια του ταξιδιού τους. Μάλλον, σημαίνει απελευθέρωση των αόρατων αλυσίδων της προσκόλλησης που δένουν τη συνείδηση στην επιφάνεια των πραγμάτων, στον χορό των εμφανίσεων που τόσο πλήρως μαγεύει τον ανεξέταστο νου. Είναι μια χαλάρωση της λαβής, μια χαλάρωση της γροθιάς που ήταν σφιγμένη γύρω από τα φαινόμενα, προσπαθώντας απελπισμένα να κρατηθεί σε εμπειρίες που είναι, από τη φύση τους, τόσο εφήμερες όσο η πρωινή δροσιά.

 

Ωστόσο, αυτή η παραίτηση δεν προορίζεται να γίνει σε απομόνωση, μέσω της καθαρής δύναμης της ατομικής βούλησης. Ο δρόμος απαιτεί έναν οδηγό—έναν προπονητή του οποίου η γενναιοδωρία ρέει όχι από υλική αφθονία αλλά από την υπερχείλιση της δικής του πραγματοποίησης. Η προσέγγιση ενός τέτοιου δασκάλου είναι να μπεις σε μια μετάδοση που δεν μπορεί να περιοριστεί σε απλή διδασκαλία ή μεταφορά πληροφοριών. Ο καλός και γενναιόδωρος προπονητής χρησιμεύει ως καθρέφτης στον οποίο ο αναζητητής μπορεί να ρίξει μια ματιά στη δική του αληθινή φύση, ως καταλύτης που ενεργοποιεί δυνατότητες που κοιμούνται μέσα στη συνείδηση του μαθητή. Τα λόγια του δείχνουν σαν ένα δάχτυλο προς το φεγγάρι της αλήθειας, και ο σοφός μαθητής μαθαίνει να κοιτάζει όχι το δάχτυλο αλλά αυτό που δείχνει.

 

Η αλήθεια που εμφυτεύεται από έναν τέτοιο δάσκαλο είναι ταυτόχρονα καταστροφικά απλή και άπειρα λεπτή. Ψιθυρίζει για μια ταυτότητα που δεν χάθηκε ποτέ, μόνο ξεχάστηκε—την ταυτότητα της ατομικής συνείδησης με τον Άτμαν, αυτή την εσωτερική ουσία που είναι ταυτόχρονα η πιο οικεία διάσταση του εαυτού και το απόλυτο έδαφος όλης της ύπαρξης. Αυτή η πραγματοποίηση δεν είναι μια συγχώνευση δύο ξεχωριστών πραγμάτων, όχι μια ένωση ψυχής με Θεό σαν να ήταν δύο οντότητες που ενώνονται. Μάλλον, είναι η αναγνώριση ότι ο διαχωρισμός ήταν πάντα απατηλός, ότι το κύμα δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο από ωκεανός, ότι ο φαινομενικός διαχωρισμός μεταξύ εαυτού και Εαυτού δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τέχνασμα της αντίληψης, μια κοσμική περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας.

 

Το να στερεώσει κανείς το νου του σε αυτή την αλήθεια είναι να μπει σε μια πρακτική που υπερβαίνει την ίδια την πρακτική. Δεν είναι συγκέντρωση με την συνηθισμένη έννοια, όπου ο νους κρατιέται βίαια σε ένα αντικείμενο σαν ένα ανήσυχο άλογο που συγκρατείται από τον αναβάτη του. Μάλλον, είναι ένα είδος ξεκούραστης παραμονής, μια εγκατάσταση σε αυτό που ήταν πάντα το αληθινό σπίτι κάποιου. Ο νους, συνηθισμένος στην συνεχή κίνησή του, στην ατελείωτη ταλάντωσή του μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, ανακαλύπτει σταδιακά τη δυνατότητα να ξεκουραστεί στην παρούσα στιγμή—όχι το λεπτό κομμάτι του παρόντος που χωρίζει αυτό που ήταν από αυτό που θα είναι, αλλά το αιώνιο Τώρα που περιέχει όλο τον χρόνο μέσα στην ευρύχωρη αγκαλιά του.

 

Αυτή η κατάσταση που οι αρχαίοι ονόμαζαν Γιογκαρούδα—αυτή η κατάσταση του να είναι εδραιωμένος στη γιόγκα, του να έχει σκαρφαλώσει τη σκάλα της πνευματικής ανόδου και να έχει βρει σταθερό πάτημα σε μια υψηλότερη πλατφόρμα συνείδησης—αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο κατώφλι στο ταξίδι του αναζητητή. Ωστόσο, ακόμα και εδώ, σε αυτό το υπερυψωμένο σημείο θέας, το έργο δεν είναι ολοκληρωμένο. Κάποιος πρέπει ακόμα να ανακτήσει τον εαυτό του από τη θάλασσα της γέννησης και του θανάτου, αυτό τον απέραντο ωκεανό της κυκλικής ύπαρξης στον οποίο η συνείδηση πνίγεται από αμνημονεύτων χρόνων.

 

Η μεταφορά της θάλασσας δεν επιλέγεται απερίσκεπτα. Η γέννηση και ο θάνατος δεν είναι απλώς βιολογικά γεγονότα που σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος μιας μοναδικής ζωής, αλλά μάλλον ο θεμελιώδης ρυθμός της ίδιας της φανερής ύπαρξης. Κάθε στιγμή φέρνει μια γέννηση—σκέψεων, αισθήσεων, αντιλήψεων, συναισθημάτων—και κάθε στιγμή φέρνει έναν θάνατο καθώς αυτά τα φαινόμενα διαλύονται πίσω στην άμορφη πηγή από την οποία προέκυψαν. Το να είναι κανείς παγιδευμένος σε αυτή τη θάλασσα είναι να ρίχνεται ασταμάτητα από κύματα γένεσης, χωρίς ποτέ να βρίσκει στερεό έδαφος, χωρίς ποτέ να αγγίζει τον πυθμένα του ωκεανού όπου όλη η κίνηση σταματά και βασιλεύει τέλεια ησυχία.

 

Το μέσο ανάκτησης από αυτό το πνίξιμο περιγράφεται ως αφοσίωση στη σωστή διάκριση—βιβέκα, αυτή η ικανότητα διάκρισης που μπορεί να διακρίνει μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού, μεταξύ του αιώνιου και του παροδικού, μεταξύ του Εαυτού και του μη-Εαυτού. Αυτή η διάκριση δεν είναι κρύα ή πνευματική, όχι θέμα απλής καταγραφής φαινομένων σε κατηγορίες. Μάλλον, είναι μια ζωντανή σοφία, εμποτισμένη με αφοσίωση, τροφοδοτούμενη από μια ειλικρινή λαχτάρα για αλήθεια. Βλέπει μέσα από τη μεταμφίεση των εμφανίσεων όχι με περιφρόνηση αλλά με καθαρή, συμπονετική ματιά, αναγνωρίζοντας το θεϊκό παιχνίδι ενώ δεν παγιδεύεται πλέον από αυτό.

 

Ο σοφός άνθρωπος, έχοντας αποκτήσει έστω και μια ματιά αυτής της διακριτικής σοφίας, κάνει μια ριζική επιλογή: να εγκαταλείψει όλα τα έργα με την συμβατική έννοια και να εστιάσει πλήρως στην πραγματοποίηση του Άτμαν. Αυτή η εγκατάλειψη είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη πλευρά του πνευματικού δρόμου. Δεν σημαίνει να γίνει παθητικός ή αδρανής, να κείται ακίνητος σαν πέτρα ενώ η ζωή περνάει. Μάλλον, σημαίνει να σταματήσει να ταυτίζεται με τον δράστη, να μην διεκδικεί πλέον ιδιοκτησία των πράξεων και των καρπών τους. Σημαίνει να επιτρέπει στις πράξεις να ρέουν φυσικά από τα βάθη της ύπαρξης αντί να οδηγούνται από τους επιφανειακούς ανέμους της επιθυμίας και της αποστροφής.

 

Αυτή η πρακτική στοχεύει σε τίποτα λιγότερο από το να κόψει τα δεσμά της γέννησης και του θανάτου—αυτά τα αόρατα δεσμά που κρατούν τη συνείδηση δεμένη στον τροχό της γένεσης. Αυτά τα δεσμά δεν είναι εξωτερικοί περιορισμοί που επιβάλλονται από κάποιον κοσμικό δεσμοφύλακα, αλλά μάλλον τα προϊόντα της άγνοιας, οι συσσωρευμένοι κόμποι της λανθασμένης ταυτοποίησης που δένουν την επίγνωση σε περιορισμένες μορφές ύπαρξης. Για να τα κόψει κανείς απαιτείται περισσότερο από φιλοσοφική κατανόηση· απαιτείται μια μεταμόρφωση στα βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης, μια επανακαλωδίωση του ίδιου του κυκλώματος μέσω του οποίου η συνείδηση αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την πραγματικότητα.

 

Η εικόνα του κόψιμου υποδηλώνει τόσο βία όσο και ακρίβεια—βία με την έννοια ότι αυτή η απελευθέρωση δεν μπορεί να είναι ήπια ή σταδιακή αν είναι να είναι αποτελεσματική, και ακρίβεια στο ότι πρέπει να ξέρει κανείς ακριβώς πού να χτυπήσει, ποιες κλωστές της ψευδαίσθησης να κόψει. Ωστόσο, το κόψιμο δεν γίνεται με εξωτερικά εργαλεία αλλά με την κοφτερή λεπίδα της διορατικότητας, σφυρηλατημένη στις φωτιές του διαλογισμού και σκληρυμένη στα νερά της περισυλλογής. Κάθε χτύπημα κατανόησης χαλαρώνει άλλο ένα δεσμό, απελευθερώνει άλλον έναν περιορισμό, μέχρι τελικά η τελευταία κλωστή να σπάσει και η συνείδηση να σταθεί ελεύθερη.

 

Αλλά τι σημαίνει αυτή η ελευθερία; Ποιο τοπίο ανοίγεται μπροστά σε εκείνον που έχει πραγματικά κόψει τα δεσμά της κυκλικής ύπαρξης; Εδώ η γλώσσα φτάνει στο απόλυτο όριό της, γιατί πώς μπορούν λέξεις που εξελίχθηκαν για να περιγράψουν τον κόσμο της μορφής και της αλλαγής να συλλάβουν επαρκώς αυτό που υπερβαίνει κάθε μορφή, κάθε αλλαγή; Η απελευθερωμένη κατάσταση περιγράφεται μερικές φορές ως σατ-τσιτ-άναντα: ύπαρξη-συνείδηση-ευδαιμονία, ωστόσο ακόμα και αυτές οι λέξεις είναι απλώς δείκτες, δάχτυλα που δείχνουν ένα φεγγάρι που πρέπει να δει κανείς απευθείας για να το γνωρίσει.

 

Ίσως είναι πιο ακριβές να μιλήσουμε για το τι ΔΕΝ είναι η Απελευθέρωση. Δεν είναι μια εμπειρία, γιατί όλες οι εμπειρίες αναδύονται και εξαφανίζονται, ενώ η Απελευθέρωση είναι αιώνια. Δεν είναι μια κατάσταση που πρέπει να επιτευχθεί, γιατί όλες οι καταστάσεις είναι προσωρινές, ενώ η Απελευθέρωση είναι η αμετάβλητη φύση κάποιου. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε κάποιον, γιατί στην αληθινή Απελευθέρωση, η ίδια η αίσθηση του να είναι ένας ξεχωριστός κάποιος διαλύεται σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ανατέλλοντα ήλιο. Αυτό που μένει δεν είναι ούτε κάτι ούτε τίποτα, ούτε ύπαρξη ούτε μη-ύπαρξη, αλλά μάλλον το έδαφος από το οποίο αναδύονται όλες αυτές οι διακρίσεις—η καθαρή επίγνωση που μαρτυρεί τόσο την ύπαρξη όσο και τη μη-ύπαρξη χωρίς να αγγίζεται από καμία.

 

Ο δρόμος προς αυτή την πραγματοποίηση δεν είναι σημειωμένος σε κανέναν χάρτη, δεν μπορεί να εντοπιστεί από κανένα GPS της ψυχής. Περιπλανιέται μέσα από εδάφη της καρδιάς που κάθε ταξιδιώτης πρέπει να πλοηγηθεί σύμφωνα με τη δική του εσωτερική πυξίδα. Για κάποιους, περνάει μέσα από κοιλάδες αφοσίωσης, όπου η αγάπη για το Θεϊκό καίει τα σκουπίδια του διαχωρισμού. Για άλλους, σκαρφαλώνει στις κορυφές της διάκρισης, όπου ο αραιός αέρας της καθαρής φιλοσοφίας αποκαλύπτει πανοράματα αλήθειας. Άλλοι βρίσκουν τον εαυτό τους να περπατούν τον μεσαίο δρόμο του διαλογισμού, όπου στην ισορροπημένη ησυχία της ισορροπίας, η πόρτα προς το απόλυτο ανοίγει αθόρυβα.

 

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα περιγράμματα του ταξιδιού κάποιου, ορισμένα ορόσημα εμφανίζονται σταθερά. Υπάρχει πάντα η αρχική στροφή μακριά από τις εξωτερικές ικανοποιήσεις, εκείνη η στιγμή που οι απολαύσεις του κόσμου αποκαλύπτουν την απόλυτη αδυναμία τους να ικανοποιήσουν την βαθύτερη πείνα. Υπάρχει η αναζήτηση καθοδήγησης, η αναγνώριση ότι δεν μπορεί κανείς να πλοηγηθεί σε αυτά τα λεπτά εδάφη μόνος του. Υπάρχει η υπομονετική εργασία της κάθαρσης, η σταδιακή διαύγεια της συνείδησης μέσω πρακτικής και πειθαρχίας. Και υπάρχει τελικά η χάρη της αναγνώρισης, εκείνη η στιγμή πέρα από όλες τις στιγμές όταν αυτό που ήταν πάντα αληθινό αποκαλύπτεται σε εκπληκτική σαφήνεια.

 

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται ως ανταμοιβή για την προσπάθεια, αν και η προσπάθεια μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για την εμφάνισή της. Έρχεται ως δώρο, ωστόσο όχι από κάποιον εξωτερικό δωρητή. Αναδύεται ως η βαθύτερη φύση κάποιου, που πάντα περίμενε—υπομονετική σαν την αιωνιότητα—για τα σύννεφα της σύγχυσης να διαλυθούν. Σε αυτή την αναγνώριση, όλες οι ερωτήσεις διαλύονται όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών εξαφανίζεται στην απέραντη έκταση αυτού που ανακαλύπτεται. Ο αναζητητής γίνεται το αναζητούμενο, ο εραστής συγχωνεύεται στον αγαπημένο, το κύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ωκεανό.

 

Και έτσι η αρχαία διδασκαλία, που μεταδίδεται σε αμέτρητες γενιές, καταλήγει σε αυτό: κάτω από όλη την πολυπλοκότητα της πνευματικής πρακτικής, πίσω από όλο την περίτεχνη σκαλωσιά της φιλοσοφίας και της τεχνικής, κρύβεται μια απλή αλήθεια. Κάποιος είναι ήδη αυτό που επιδιώκει να γίνει. Η Απελευθέρωση δεν είναι μια μελλοντική κατάκτηση αλλά μια παρούσα πραγματικότητα, κρυμμένη μόνο από τα συσσωρευμένα συντρίμμια της άγνοιας και της λανθασμένης ταυτοποίησης. Το πνευματικό ταξίδι είναι λοιπόν όχι μια κίνηση προς κάτι νέο αλλά μια αφαίρεση αυτού που κρύβει αυτό που ήταν πάντα—ένας γυρισμός στο σπίτι, σε ένα σπίτι που δεν έχει ποτέ πραγματικά αφήσει.

 

Στο τέλος, όταν όλα τα τελετουργικά έχουν ολοκληρωθεί και παραμεριστεί, όταν όλες οι γραφές έχουν μελετηθεί και απελευθερωθεί, όταν όλα τα φιλοσοφικά επιχειρήματα έχουν εξαντληθεί και τα έχουμε υπερβεί, αυτό που μένει είναι απλά αυτό: η ήσυχη γνώση της ύπαρξης, το καθαρό φως της συνείδησης που αναγνωρίζει τον εαυτό της, η αιώνια παρουσία που δεν γεννήθηκε ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει. Αυτή είναι η Απελευθέρωση πέρα από όλες τις απελευθερώσεις, η ελευθερία που δεν χρειάζεται έργα για να εδραιωθεί, η αθανασία που κανένας πλούτος δεν μπορεί να αγοράσει. Είναι ο Άτμαν που αποκαλύπτει τον εαυτό του ως αυτό που ήταν πάντα—όχι ένα μακρινό στόχο που πρέπει να επιτευχθεί αλλά το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο ο αναζητητής στεκόταν πάντα, η ίδια η επίγνωση μέσω της οποίας συμβαίνει όλη η αναζήτηση, η ίδια η ζωή που εμψυχώνει κάθε στιγμή του ταξιδιού.

 

Εδώ, σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια σταματά όχι σε ήττα αλλά σε εκπλήρωση. Ο δρόμος χωρίς δρόμο φτάνει στο συμπέρασμά του, που ήταν επίσης και η αρχή του. Και στην απέραντη σιωπή που ακολουθεί, κάτι μέσα ψιθυρίζει την αιώνια επιβεβαίωσή του: Είμαι Αυτό.


 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / India: 15. The Timeless Gaze: A Journey into Pure Contemplation
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
15. The Ineffable Path: Toward the Experiential Heart of Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~