CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
16. The Emergence into Timelessness: A Journey Beyond the Veil of Time
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Thursday, 9 October, 2025

Sunday, March 13, 2022

ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ 2798 (2022)

 

Η Διάταξη των Μυστηρίων στο Έτος. Ηλιοστάσια και Ισημερίες.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Δελφική Κοινότητα ήταν μια Ιερή Κοινότητα, όπως ήταν κάποιοι Ορφικοί Θίασοι, Πυθαγόρειοι Σύλλογοι, Κοινότητες που ήταν συγκεντρωμένες γύρω από κάποια Ιερά, όπως της Ελευσίνας κι άλλα Ιερά στην Ευρύτερη Περιοχή της Ελλάδας. Ακόμα κι η Ακαδημία του Πλάτωνα είχε οργανωθεί με αυτά τα Πρότυπα σαν Μυστική Κοινότητα και δεν ήταν απλά μια εξωτερική Ακαδημία, ένα απλό σχολείο όπου οι άνθρωποι υποτίθεται ότι φιλοσοφούσαν ή ασχολούνταν με εξωτερικές γνώσεις. Τι γνωρίζουμε πραγματικά από όλα όσα συνέβαιναν τότε στην Ελλάδα; Πολλές από τις Εργασίες της Δελφικής Κοινότητας ήταν Μυστικές, γίνονταν αθόρυβα κι ο πολύς κόσμος δεν μάθαινε τίποτα. Το ότι δεν υπάρχουν πληροφορίες σημαίνει ότι δεν συνέβαιναν; Η μόνη έγκυρη πληροφόρηση είναι αυτή που έρχεται από την Εσωτερική Παράδοση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Βεβαίως θα μπορούσε να πει κάποιος πως (και πολλά από αυτά που λέμε) δεν συνέβαιναν γιατί τότε θα γνώριζαν από τότε τι πραγματικά εξελισσόταν. Αυτό είναι σωστό. Από την άλλη μεριά όμως είναι γνωστό ότι υπήρχε αυστηρή μυστικότητα στα Μυστήρια. Ακόμα και αν δεν πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει εσωτερική πληροφόρηση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρκεί να χρησιμοποιήσει απλά την λογική, να βάλει σε σωστή θέση τα γεγονότα και να ερμηνεύσει σωστά τις «ενδείξεις».




Οι Όσιοι των Δελφών θεωρούσαν το Έτος Ιερό Χρόνο αφιερωμένο στην πνευματική συνειδητοποίηση. Το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, η πιο Ιερή Εποχή του Έτους, ήταν το Τέλος της Παλιάς Εποχής κι η Αναγέννηση της Δημιουργίας μέσα στην Σιωπή της «Ανάπαυσης». Η Εαρινή Ισημερία σηματοδοτούσε την Φυσική Ανάπτυξη που θα έπρεπε να προσανατολιστεί ορθά προς την δημιουργία. Το Θέρος (το Καλοκαίρι) ήταν το Απόγειο της Δημιουργίας, η Εποχή της Συλλογής των Καρπών της Δημιουργίας και το Θερινό Ηλιοστάσιο σήμαινε την ολοκλήρωση της εξωτερικής δραστηριότητας και την Μεταστροφή όλων των δημιουργικών δυνάμεων προς τα Έσω (ήταν η Αρχή της Περισυλλογής). Η Φθινοπωρινή Ισημερία ήταν η Εποχή της Μεγάλης Αποκάλυψης του Μυστηρίου της Ύπαρξης και της Εισόδου στον Έσω Κόσμο, στα Ηλύσια Πεδία, μέσα στην ωρίμανση του Χρόνου. Η Εποχή της Μεσολάβησης από την Φθινοπωρινή Ισημερία μέχρι το Χειμερινό Ηλιοστάσιο ήταν μια Εποχή Εσωτερικής Εργασίας που Αποκάλυπτε την Ουράνια Φύση της Ύπαρξής μας και Προετοίμαζε για την Χειμερινή Επιστροφή στην Απεραντοσύνη της Αντιληπτικής Απροσδιοριστίας που Αποτελεί το Βάθρο των Πάντων, το Ακατάληπτο Μυστήριο της Ύπαρξης.

Έτσι, στην πραγματικότητα, για τους Μυημένους, ολόκληρη η Δημιουργία, στην Εξέλιξή της  (και την Εισέλιξή της) είναι μια Μυσταγωγία. Το ίδιο είναι και η ζωή του ανθρώπου, μια Συνεχής Πορεία προς την Αυτογνωσία και την Αναγνώριση της Εσώτερης Φύσης σαν της Απόλυτης Ύπαρξης. Η Μυσταγωγία του Ιερού Έτους βοηθούσε όσους ανθρώπους κατανοούσαν να πορευθούν στον Ορθό Δρόμο της Επιστροφής στους Ουράνιους Κόσμους και στο Απόλυτο. Η Συμμετοχή στα Μυστήρια, η Μύηση, η Μυσταγωγία, η Περισυλλογή και το Μυστικό Βίωμα δεν είχαν άλλο προορισμό από την Ολοκλήρωση της Ύπαρξης και της ζωής, την Αποθέωση του Ανθρώπου.


Τα Φανερά Μικρά Μυστήρια της Άνοιξης

Τα Μυστήρια της Εαρινής Ισημερίας ήταν τα Μυστήρια της Προετοιμασίας και η Βάση της Αληθινής Αυτογνωσίας, όπου ο άνθρωπος συνειδητοποιούσε τον εαυτό του σαν Ψυχή που «συνδέεται» με ένα σώμα. Στην Μύηση αποκαλυπτόταν στον μυούμενο, έμπρακτα (και το βίωνε) ότι το σώμα δεν είναι παρά ένας εξωτερικός φορέας εκδήλωσης στον κόσμο της εξωτερικής εμπειρίας και των φαινομένων. Η ουσία της Μύησης ήταν η Εμπειρία αυτού του πραγματικού οντολογικού διαχωρισμού.

Τέτοια Μυστήρια ήταν τα Μυστήρια της Περσεφόνης, που γίνονταν κάθε Άνοιξη στους πρόποδες του Λόφου Αρδηττού που ανήκε στον Δήμο «Άγραι», («Αγροί», «Εξοχή») περιοχή που εκτεινόταν ανατολικά του Ιλισού, δίπλα στο ποτάμι που κυλούσε τότε ήρεμα προς την θάλασσα, σε μια πευκόφυτη ειδυλλιακή τοποθεσία που περιγράφει θαυμάσια ο Πλάτωνας στην εισαγωγή του «Φαίδρου», (σήμερα η περιοχή είναι κατεστραμμένη από τον «πολιτισμό» των ανθρώπων). Τέτοια Μυστήρια ασφαλώς γινόντουσαν και στους Δελφούς και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Απλά τα «Μικρά Εν Άγραις Μυστήρια» ήταν τα πιο γνωστά.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ουσία των Μυστηρίων λίγη σχέση είχε με τις εξωτερικές τελετές και τελετουργίες, τις θυσίες και τους συμβολικούς καθαρμούς. Τα Μυστήρια ήταν (κι είναι) Εσωτερική Διαδικασία Κάθαρσης, Διεύρυνσης της Συνείδησης, Επίγνωσης κι Απελευθέρωσης από τα εξωτερικά δεσμά, κι όχι απλές γιορτές και τελετές. Βέβαια, πολλοί άνθρωποι έβλεπαν μόνο αυτό, την «επιφάνεια».

 

Οι Μυστικές Τελετές του Θέρους                                                     

Οι Ιερές Τελετές του Θερινού Ηλιοστασίου γίνονταν με άκρα μυστικότητα στους Δελφούς και σε άλλες περιοχές όπου ζούσαν μυημένοι και σχετίζονταν με την πρακτική της Απόσυρσης και της Προετοιμασίας για την τελική Αποδέσμευση της Ψυχής από το σώμα. Με άλλα λόγια  αυτή η Εποχή ήταν αφιερωμένη στην Εσωτερική Άσκηση μέχρι την Τελική Αποκάλυψη της Αληθινής Φύσης της Ψυχής, της Φωτεινής Ουσίας, που γίνονταν στην Μύηση των Μεγάλων Μυστηρίων με την Αυτοψία, ή την Όραση του Εσωτερικού Φωτός.

Η Διαδικασία της Απόσυρσης είναι μια εγγενής φυσική δυνατότητα της Ψυχής κι είναι θέμα «Βούλησης». Αν όμως δεν εντάσσεται (σαν Πρακτική) σε μια Ολοκληρωμένη Θεολογική Αντίληψη και Μεταφυσική Θεωρία κι αν δεν γίνεται με την Ιερή Καθοδήγηση των Ιεροφαντών μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένους ατραπούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μύστες των Δελφών (αλλά και των άλλων Ιερών Τόπων) επεδίωκαν την «εξάρτηση» από Αυτούς των μυουμένων αλλά έδειχνε απλά το βαθύ ανθρωπιστικό (και ανιδιοτελές) ενδιαφέρον αυτών που Βίωναν την Μεταφυσική Πραγματικότητα προς αυτούς που δεν είχαν ακόμα απαλλαγεί από τα δεσμά της αυταπάτης ενός ξεχωριστού εαυτού μέσα σε ένα εξωτερικό «αντικειμενικό» κόσμο.

Στην πραγματικότητα, στην Εσωτερική Εργασία, στην Απόσυρση και στην Βίωση των Εσωτερικών Καταστάσεων της Ψυχής, κάποιος είναι μόνος του, μέχρι να αναδυθεί στο Φως της Ολότητας, στην Αντικειμενική Φωτεινή Ουσία, που είναι η Πραγματικότητα, πίσω από τις αυταπάτες και τα φαινόμενα. Όταν κάποιος έβγαινε στο Φως της Παγκόσμιας Συνείδησης οι Μύστες τον καλωσόριζαν σαν Μύστη. Άλλωστε Εδώ δεν υπάρχουν διακρίσεις, «άτομα» και «πρόσωπα». Εδώ η Επίγνωση είναι Ανοιχτή, Παγκόσμια και Κοινή. Αυτή η Εμπειρία γίνεται (από ένα περιορισμένο ον) σαν Συμμετοχή και «Διάλυση» μέσα σε μια Υπερσυνείδηση.


Τα Απόκρυφα Μυστήρια του Φθινοπώρου

Για τα Μεγάλα Μυστήρια της Φθινοπωρινής Ισημερίας έχουν ειπωθεί πολλά, και καλά και κακά και αληθή και αναληθή.  Έχουμε αναλύσει ήδη, πολλές φορές, στα Άρθρα μας, ότι η αληθινή ουσία των Μεγάλων Μυστηρίων του Φθινοπώρου είναι η Εμπειρία της Αυτοψίας (η Δεύτερη Βαθμίδα της Μύησης) που καθίσταται δυνατή μόνο όταν η Ψυχή αποδεσμευθεί πραγματικά και πρακτικά, βιωματικά, από το σώμα.

Στην πραγματικότητα η Μύηση στα Μυστήρια του Φθινοπώρου δεν θα ήταν δυνατή αν δεν γινόταν ορθά η Εργασία του Θέρους. Είναι λάθος να νομίζει κάποιος ότι στην Μύηση θα του Αποκαλυπτόταν έτσι άμεσα και χωρίς προετοιμασία το Εσωτερικό Φως. Αυτό γίνεται με την αληθινή προσωπική βουλητική δράση και μόνο όταν κάποιος είναι ήδη προετοιμασμένος κατάλληλα μπορεί να δεχθεί την Μύηση. Αλλιώς αυτό που συλλαμβάνει είναι κάποια καθοδήγηση, κάποιες τελετουργικές πράξεις, ενώ η ουσία (η βιωματική εμπειρία της Αληθινής Εσωτερικής Φύσης) του διαφεύγει τελείως. Σε αυτές της περιπτώσεις αυτός που «απέτυχε» συμπληρώνει με την φαντασία του τα στοιχεία της πραγματικότητας που δεν βίωσε κι είτε προσπαθεί να καπηλευθεί την Εσωτερική Εμπειρία, είτε την συκοφαντεί ή την δυσφημεί. Τέτοια περιστατικά έχουν γίνει (όπως αυτό του «Αλκιβιάδη»).

Τα πιο γνωστά Φθινοπωρινά Μυστήρια, πέρα από τις Εσωτερικές Εργασίες στους Δελφούς, που στήριζαν απόλυτα τις Ιερουργίες της Ελευσίνας, σαν Αδελφό Τόπο, γίνονταν και σε άλλα μέρη της Ευρύτερης Ελλάδας που κάποια εποχή εκτείνονταν μέχρι την Κάτω Ιταλία και την Σικελία στην Δύση και μέχρι την Μικρά Ασία, σε μεγάλο βάθος, στην Ανατολή.

Όλα ήταν υπό την Ιερή Εποπτεία και Καθοδηγούνταν από το Ανώτερο Μυητικό Κέντρο των Δελφών. Αυτό δεν είναι ένας αυθαίρετος ισχυρισμός. Πέρα από τις όποιες πληροφορίες έχουμε (μέσω της Εσωτερικής Οδού) υπάρχουν και σαφείς και ξεκάθαρες ενδείξεις για αυτό. Όλα αυτά τα Ιερά Έργα, τα Φθινοπωρινά Μυστήρια, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τα Μυστήρια στους άλλους Ιερούς Τόπους στην πραγματικότητα ήταν Προετοιμασία για την Τελετουργική Υποδοχή των Μεγάλων Μυστηρίων των Ανώτερων Βαθμίδων και της Υπέρτατης Μύησης του Χειμερινού Ηλιοστασίου που γίνονταν Μόνο στους Δελφούς. Από το Φθινόπωρο και μετά όλοι οι Αληθινά Μυημένοι ήταν στραμμένοι προς τους Δελφούς αναμένοντας το Ιερό Γεγονός της Ολοκλήρωσης της Δημιουργίας, της Τελικής Απελευθέρωσης της Ψυχής και του Ιερού Νέου Έτους (Γεγονότα που ταυτίζονταν Μυστικά, Συμβολικά, Τελετουργικά και Βιωματικά σε μια Ιερή Στιγμή που ο Χρόνος «Διαλύονταν» μέσα στο Άχρονο).

Βεβαίως δεν μπορούσαν όλοι να προσέλθουν στους Δελφούς για να συμμετάσχουν στις Ιερές Τελετουργίες και Γιορτές του Νέου Έτους και των Θεούγεννων (του Διόνυσου Λικνίτη) και τελούσαν τις Ιερές Γιορτές του Νέου Έτους στους Τόπους τους, αλλά τα αληθινά ιερά γεγονότα συνέβαιναν στους Δελφούς.


Η Υπέρτατη Μύηση του Χειμερινού Ηλιοστασίου

Η πιο βαθιά, θεολογική, μεταφυσική, ανθρωπολογική αντίληψη, της Ορφικής Εσωτερικής Παράδοσης (που διατηρήθηκε στους Ορφικούς Θιάσους, στους Πυθαγόρειους Συλλόγους, στους Δελφικούς Οσίους Ιεροφάντες, στους Μύστες της Ελευσίνας και σε όλα τα Μυητικά Κέντρα της Αρχαιότητας, κι ακόμα στους Μυημένους Φιλοσόφους, μέσα στους αιώνες) είναι η βιωματική αντίληψη μιας Ενιαίας Πραγματικότητας (Χωρίς «Διακρίσεις»), που οι Αρχαίοι Μύστες ονόμαζαν «Φύση», «Μεγάλη Ψυχή». Αυτή η Πραγματικότητα, η Φύση, η Ψυχή, από Μέσα της, Μέσα της, Εκδηλώνει Ό,τι Υπάρχει, κάθε Φαινόμενο. Αυτή η «Εκδήλωση», η «Δημιουργία» δεν είναι μια «Αλλοίωση» της Φύσης, μια «Μεταβολή» της Ουσίας, αλλά μόνο «Δραστηριότητες», «Δυνάμεις», «Πεδία Δράσης», «Μορφές». Με άλλα λόγια όλο αυτό που Συμβαίνει είναι «Αντιληπτικής», Νοητικής» Υφής κι όχι κάποια χειροπιαστή ουσία που αλλοιώνεται, αλλάζει και παράγει νέες καταστάσεις και μορφές (ανεξάρτητες ως ένα σημείο). Αυτό είναι σημαντικό να το κατανοήσουμε γιατί από εδώ πηγάζει μια δεύτερη πολύ σημαντική αντίληψη των Ορφικών, η Αντίληψη του «Βάθρου» που Παραμένει σαν Ενιαία Πραγματικότητα και Στηρίζει όλες τις Φαινομενικές Αλλαγές, τις Περιέχει και τις Αφομοιώνει Αποκαθιστώντας την Ενότητα. Έτσι κάθε «Εκδήλωση», κάθε «Δημιουργία», κάθε «Εξελικτικό Ξεδίπλωμα Φαινομένων» είναι αναγκαστικά «Κυκλικό» γιατί όλα Επανέρχονται στην Αρχέγονη Ενότητα. Με άλλα λόγια η Ενιαία Πραγματικότητα, η Ενότητα του «Βάθρου», είναι η Μόνη Ύστατη Πραγματικότητα, πέρα από όλες τις Μεταβολές και τα Φαινόμενα (που «καταλήγουν» όλα στην Ενότητα).

Έτσι, το Μόνο Αληθινό είναι η Ενιαία Πραγματικότητα, η Φύση, η Ψυχή. Κι ενώ Αυτή η Φύση, Πηγαία κι Αυθόρμητα, Γεννά, Παράγει, Στηρίζει, Περιέχει και Καθοδηγεί τα πάντα στην εξέλιξή τους, γίνεται φανερό ότι Αυτή η Φύση, στην Αληθινή της Κατάσταση Παραμένει η Μόνη Πραγματικότητα κι όλα τα άλλα δεν είναι παρά περαστικά φαινόμενα. Όλα αυτά που «Δημιουργούνται», Πεδία, Κόσμοι, Μορφές, υπάρξεις, ζωή, εμπειρία, όλα είναι παροδικά. Και η Μόνη Αλήθεια είναι η Πραγματική Φύση στο Βάθος των Φαινομένων.

Από εδώ λοιπόν πηγάζει η βασική ορφική αντίληψη ότι η Κατάσταση της Ενότητας είναι η Αληθινή Φυσιολογική Κατάσταση κι ότι η «Διάσπαση» της Ενότητας είναι μια εκτροπή και μια «αμαρτία». Κατανοώντας όμως την φυσική αναγκαιότητα αυτής της διαδικασίας θεωρούν την «Διάσπαση» της Ενότητας όχι σαν «φόνο» αλλά σαν «Ιερή Τελετουργική Πράξη». Έτσι μέσα στον Θεολογικό Μύθο του Διασπαραγμού του Ζαγρέα από τους Τιτάνες, οι Τιτάνες δεν διαπράττουν μια «εχθρική» πράξη αλλά προωθούν μια φυσική εξελικτική ανάγκη. Για αυτό και στην Τελετουργική Αναπαράσταση του Διασπαραγμού οι ιερείς εκτελούν ένα ιερό καθήκον. Με άλλα λόγια η Διάσπαση της Ενότητας, φωτισμένη με την κατανόηση της πραγματικότητας, από «αμαρτία» γίνεται συνειδητή επιλογή που οδηγεί την δημιουργία στα άκρα της. Είναι ακριβώς μια επιλογή κι όχι ένα αθέλητο λάθος, μια πραγματική μοιραία «αμαρτία».

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι Ορφικοί θεωρούν την Κατάσταση της Οντολογικής Ενότητας (που μπορούμε να βιώσουμε στο Βάθος της ύπαρξής μας) σαν την Πραγματική Κατάσταση που μπορεί ο άνθρωπος, μέσα στην Κατανόησή του, να Αναζητήσει και να Βιώσει δείχνοντας «ανοχή» στην άλλη (αντίθετη) επιλογή που ακολουθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αυτό δείχνει την Ευγένεια της Ορφικής Αντίληψης και την έλλειψη φανατισμού από τους Ορφικούς. Αυτή η θεολογική, φιλοσοφική, ανθρωπολογική, κατανόηση, της Τελικής Πραγματικότητας και του Αληθινού Προορισμού του ανθρώπου οδηγεί την Δράση και την Συμπεριφορά σε ένα ιερό τρόπο ζωής, σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν «Ορφικό Βίο».

Εφόσον οι Ορφικοί Αναζητούσαν (να Βιώσουν) την Οντολογική Ενότητα κι εφόσον αναγνώριζαν (αισθάνονταν, ένοιωθαν) ότι (άσχετα αν το βίωναν ή όχι) όλα Είναι Ένα στο Βάθος (της οντολογικής αναζήτησης) κατανοούσαν βαθιά ότι αυτή η Ενότητα δεν μπορεί να «διαχωρίζει», να «μάχεται», να «βλάπτει» οτιδήποτε. Έτσι ακολουθούσαν μια ζωή μη-βίας κι απέφευγαν την συνειδητή βλάβη οποιουδήποτε πλάσματος. Αυτός είναι ο λόγος που αρνούνταν τις αιματηρές θυσίες των ζώων (κι είχαν προσφορές μόνο καρπών, λουλουδιών, αρωμάτων, κλπ.) και απέφευγαν την κατανάλωση κρέατος, αυγών, κλπ. Αλλά η βαθιά κατανόηση της Ενότητας δεν περιόριζε τον Ορφικό Βίο σε κάποιους κανόνες εξωτερικής συμπεριφοράς και «αποχής», ούτε σε απλές τυπικές καθαρτήριες τελετουργίες, τους «καθαρμούς». Η Αναζήτηση της Οντολογικής Ενότητας, στο Βάθος μας, οδηγούσε σε μια πιο θρησκευτική, φιλοσοφική κι οντολογική (βιωματική) στάση ζωής. Εδώ βασίζεται η «Φιλοσοφία» της Απόσυρσης, της Περισυλλογής, της Απελευθέρωσης («Λύσις»). Οι Ορφικοί ήθελαν έμπρακτα να Επιστρέψουν στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα. Αυτός είναι ο λόγος της «ύπαρξης» (της «Καθιέρωσης») των Ιερών Μυστηρίων, δηλαδή της Μυητικής Διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο πίσω στην Αρχέγονη Ενότητα του Όντος.

Γινόταν κατανοητό, στους Κύκλους των Ορφικών, ότι εφόσον η Μόνη Πραγματικότητα είναι Ενιαία, ότι Μόνο Φύση υπάρχει, ότι Αυτή η Φύση είναι η Ψυχή που Εμψυχώνει τα πάντα, και βρίσκεται στο Βάθος (σαν «Βάθρο» της Ύπαρξης) πέρα από όλες τις παροδικές αντιληπτικές καταστάσεις που βιώνουν τα όντα, ο Δρόμος της επιστροφής στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα είναι Μέσα στον άνθρωπο, Μέσα μας, κι όχι στην εξωτερική αναζήτηση (με εξωτερικά μέσα) κάποιας αντικειμενικής πραγματικότητας, κάποιου αντικειμενικού θεού, γιατί ό,τι συλλαμβάνει η αντίληψη, η σκέψη, οι αισθήσεις, η εμπειρία, είναι «περιεχόμενο» και μικρότερο της ανθρώπινης αντίληψης. Η αναζήτηση ενός τέτοιου θεού είναι ειδωλολατρία κι ο «θεός» αυτής της σύλληψης είναι ένα «είδωλο» (της αντίληψης) κι όχι κάτι πραγματικό. Με άλλα λόγια οι Ορφικοί ήταν τελείως Εσωτερικοί (στην Αντίληψή τους), αναζητούσαν Έσω (στο Εσωτερικό Βίωμα) την Πραγματικότητα, την Αλήθεια και δεν ήταν ειδωλολάτρες όπως οι πιο πολλοί άνθρωποι γύρω τους. Βάζοντας τα Θεμέλια της Εσωτερικής Παράδοσης διατήρησαν και μετέδωσαν το Φως (το Εσωτερικό Βίωμα, το Βίωμα του Εσωτερικού Φωτός, της Φωτεινής Ουσίας μας) μέσα στους αιώνες, μέχρι σήμερα. Σε αυτή την Εσωτερική Παράδοση χρωστάμε πολλές από τις «πληροφορίες» που έχουμε για την Αρχαιότητα.

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβαινε στην Αρχαιότητα πρέπει να πάμε πέρα από την εξωτερική επιφανειακή εικόνα της Αρχαίας Ελλάδας που μεταδίδουν αιώνες τώρα οι «χριστιανοί» στην επίσημη αντίληψη, στην εκπαίδευση και στα σχολεία. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι τα παρουσιάζουν. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι Μυημένοι που ξεκινώντας από τον Όλυμπο (την Πατρίδα του Ορφέα) εγκαθίδρυσαν Ένα Ιερό Κέντρο στους Δελφούς και μέσω των Μυστικών Ιερών Σχέσεων, που η Ιερή Αμφικτυονία ήταν μόνο η εξωτερική δραστηριότητα (η εξωτερική εικόνα), είχαν δημιουργήσει ένα Ιερό Δίκτυο, με Ανώτερο Μυητικό Κέντρο τους Δελφούς, Εξωτερικό Λατρευτικό Κέντρο την Ελευσίνα, και Ιερά σε όλη την Ευρύτερη Ελλάδα. Όλα αυτά λειτουργούσαν Φυσικά χάρις στην Ύπαρξη Μυημένων κι όχι μέσα από ανθρώπινη εποπτεία, διοικητικό έλεγχο ή εξωτερικές δραστηριότητες. Η Εσωτερική Ζωή Λειτουργούσε στο Βάθος καθοδηγώντας με φωτισμένη δράση και τις εξωτερικές δραστηριότητες. Οι πιο πολλοί άνθρωποι, ακόμα και στην αρχαιότητα, έβλεπαν μόνο την επιφάνεια, τα ασήμαντα εξωτερικά γεγονότα. Με την κατάρρευση του Αρχαίου Κόσμου και την επικράτηση της «χριστιανικής» βαρβαρότητας, η Εσωτερική Παράδοση περιορίστηκε σε Μυστικούς Κύκλους Μυημένων, που μετέφεραν το Αρχαίο Φως μέχρι τις μέρες μας.

Σκοπός όλης αυτής της Μυητικής Δράσης και Δραστηριότητας ήταν ακριβώς να Εκπληρωθεί ο Εγγενής (Φυσικός) Προορισμός του Ανθρώπου, η Επιστροφή πίσω στην Αρχέγονη Οντολογική Ενότητα. Η Υιοθέτηση της Ορφικής Διδασκαλίας, της Ορφικής Αντίληψης της Ζωής απαιτούσε τον «Ορφικό Βίο», την ορφική συμπεριφορά και ζωή. Αυτό Οδηγούσε στα Μυητικά Κέντρα, στα Μυστήρια, στην Μύηση. Κι η Μύηση, η Μυητική Διαδικασία είχε οργανωθεί από τους Ορφικούς Οσίους των Δελφών και τους Άλλους Ιεροφάντες με τέτοιο τρόπο που ο άνθρωπος να οδηγείται μέσω των Βαθμίδων της Μύησης στην Τελική Απελευθέρωση, στην Ύστατη Κατανόηση που Αναγνωρίζει στο Βάθος της Ύπαρξης την Αρχή, την Πραγματικότητα, την Αρχέγονη Φύση, την Ψυχή του Απείρου.

Όταν κάποιος Υιοθετεί (ακόμα και σήμερα) την Ορφική Αντίληψη για την Ύπαρξη, τον Κόσμο, την Ζωή, αρχίζει να αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Μια Ενότητα Εντός της Οποίας Συμβαίνουν όλα κι αρχίζει να Διερευνά την Σχέση του Όλου με την ατομικότητα που βιώνει, την Σχέση της Πραγματικής Ουσίας με το σώμα και τον εξωτερικό κόσμο. Με άλλα λόγια Συνδέει την Ύπαρξή του με το Βάθος της Ύπαρξης (ακόμα κι αν δεν το βιώνει καθαρά και στην έκτασή του) και Βλέπει όλα όσα συμβαίνουν Μέσα σε Αυτό το Πλαίσιο. Παύει να βλέπει τον εαυτό του σαν μια αποκομμένη ατομικότητα μέσα σε ένα αντικειμενικό εξωτερικό κόσμο. Αυτή είναι μια πλήρης αντιστροφή της Αντίληψης και της Φιλοσοφίας της Ζωής στα πλαίσια της οποίας αντιλαμβάνεται και δρα πλέον. Αυτή η κοσμοαντίληψη δεν περιορίστηκε στους Ορφικούς και Μυστικούς Κύκλους. Διαπνέει όλους τους αιώνες της Αρχαιότητας (μέχρι τους μεταχριστιανικούς αιώνες), εμπνέει τον Φιλοσοφικό Στοχασμό, στηρίζει την Κοινωνική Αντίληψη της Δημοκρατίας (που θεμελίωσε στην πραγματικότητα, σαν καθοδηγητής, ό «τύραννος» Πεισίστρατος) και αποτυπώνεται στον λόγο του Στωικού Κλεάνθη, τον 3ο π.Χ. αιώνα, «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», που «κακώς» (πολύ «κακώς») αποδίδεται στον Απόστολο Παύλο (αν και ο ίδιος ομολόγησε στην ομιλία του στον Άρειο Πάγο, κάποιους αιώνες μετά, ότι δανείστηκε την φράση).

Η πραγματική όμως πνευματική εργασία, πέρα από μια γενική κι αφηρημένη κοσμοαντίληψη, άρχιζε με την Μύηση της Άνοιξης, που άσχετα από τον αντικειμενικό τόπο που θα γίνονταν (στους Δελφούς του Παρνασσού, στο Ιερό της Περσεφόνης στις ειδυλλιακές όχθες του Αττικού Ιλισού, ή σε κάποιο από τα πολλά διάσπαρτα Ιερά, σε όλη την Ελλάδα), ο πραγματικός σκοπός και το «περιεχόμενο» της Μύησης ήταν να αντιληφθεί έμπρακτα ο μύστης, να βιώσει, ότι «Αυτός» (η Αληθινή Ουσία) είναι κάτι ξεχωριστό από την «εμπειρία» του, από τις δυνάμεις, που χρησιμοποιούσε, την σκέψη, τις αισθήσεις, το σώμα, τις πράξεις στον εξωτερικό κόσμο (που έκανε μέσω του σώματος), τον εξωτερικό κόσμο. Αυτή η συνειδητοποίηση (που σήμαινε στην πραγματικότητα την «ενεργοποίηση», την «αφύπνιση» του Βαθύτερου Κέντρου της Ψυχής μέσα στο σώμα, ή την «μετατόπιση» σε αυτό το Κέντρο, την απόσυρση από τα περιφερειακά μέρη όπου λειτουργεί ο συνηθισμένος άνθρωπος) γινόταν όχι με θεωρητική διδασκαλία αλλά με συγκεκριμένες στάσεις και δράσεις κι ανάληψη του ελέγχου των εξωτερικών λειτουργιών (της σκέψης, της αίσθησης, της αίσθησης του σώματος, της σωματικής δράσης). Μόνο όταν ο μύστης βίωνε πραγματικά αυτή την «διάκριση» του αληθινού εαυτού από τις λειτουργίες και το σώμα αποκτούσε νόημα και περιεχόμενο η Μύηση. Επειδή όμως ήταν μια περίοδος μαθητείας, δοκιμασίας, πνευματικής προσπάθειας, κι υπήρχαν πάντα αστοχίες για αυτό τον λόγο είχαν καθιερωθεί οι ιεροί «καθαρμοί» που δεν ήταν συνδεμένοι μόνο με το νερό (υδάτινοι καθαρμοί, βάπτισμα, κλπ.) αλλά και με άλλες δραστηριότητες. Όπως και να έχει αυτή η Πρώτη Μύηση ήταν η Βάση κι από αυτό αντλεί την σημασία της.

Ο αντικειμενικός στόχος της Θερινής Προετοιμασίας ήταν να Εδραιωθεί ο μύστης στο Πραγματικό Κέντρο του Εαυτού και να ελέγξει απόλυτα όλες τις περιφερειακές εξωτερικές λειτουργίες, δράσεις κι εμπειρίες. Αυτό γινόταν με την Εποπτεία των Μυστών στα Διάφορα Ιερά Κέντρα, στους Δελφούς, στην Ελευσίνα, (στο Πλουτώνιο), κι αλλού. Η πραγματική εμπειρία του μύστη «ελεγχόταν» με την έμπρακτη απόσυρσή του από όλα τα εξωτερικά, πράγμα που αποδείκνυε τον πλήρη έλεγχο των εξωτερικών λειτουργιών. Αυτό Προετοίμαζε την μύστη για την Μεγάλη Μύηση του Φθινοπώρου. Αυτό που διαφοροποιούσε την Περίοδο Προετοιμασίας από την Μεγάλη Μύηση του Φθινοπώρου ήταν ότι η δράση είχε σαν περιεχόμενο τον «έλεγχο» των εξωτερικών λειτουργιών, ενώ η Φθινοπωρινή Μύηση σηματοδοτούσε το οριστικό πέρασμα από τον εξωτερικό κόσμο στο Εσωτερικό Διάστημα, μια πλήρη αλλαγή της Συνείδησης και του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε.

Οι Μυήσεις στην διάρκεια του Ιερού Έτους δεν συνδέονται αποκλειστικά με ένα μόνο κέντρο αλλά ήταν αντικείμενο ιερών εργασιών σε όλα τα Ιερά Κέντρα. Έτσι, κακώς συνδέεται η Φθινοπωρινή Μύηση μόνο με την Ελευσίνα, με τα Μεγάλα Μυστήρια. Αυτό δεν προβλημάτιζε τους Αρχαίους Μύστες, τους Οσίους των Δελφών ή τους άλλους Ιεροφάντες. Εξάλλου οι Δελφικοί Μύστες είχαν διατηρήσει την πιο ιερή αποκλειστικότητα, αυτή των Χειμωνιάτικων Ιερουργιών του Νέου Έτους και των Γιορτών του Χειμώνα στον Παρνασσό. Η Μυητική Εμπειρία των Μεγάλων Μυστηρίων, η «Αυτοψία», η Όραση της Αληθινής Ουσίας μας, είναι ένα Οριστικό Πέρασμα σε μια Άλλη Πραγματικότητα (έτσι το ερμηνεύει η «εμπειρία» μας, η εμπειρία μιας συνείδησης που μετουσιώνεται αντιληπτικά). Είναι ταυτόχρονα «Έξοδος» από τον κόσμο των Φαινομένων, είναι «Είσοδος» στην Εσωτερική Πραγματικότητα, αλλά κυρίως είναι μια Πλήρης Μεταστροφή της Συνείδησης, της Αντιληπτικής Διαδικασίας και της Εμπειρίας της Ύπαρξης. Πρακτικά (για την εμπειρία του μύστη) σημαίνει μια πλήρη απόσυρση από τα «εξωτερικά», μια ολοκληρωτική απομόνωση από λειτουργίες και «πληροφορίες» από τον εξωτερικό κόσμο. Καθώς η Συνείδηση Αποσύρεται στον Εαυτό της η Αντίληψη έχει εμπειρία μόνο από τον Εσωτερικό Χώρο, νοιώθουμε να «βρισκόμαστε» αλλού, σε ένα άλλο κόσμο. Το Σύθαμπο Καθαρίζει σε Φως, Χωρίς Όρια. Αυτή η Εμπειρία της Αληθινής φωτεινής Ουσίας μας οδηγεί σταδιακά στην Απελευθέρωσή μας από τα δεσμά, στην Επέκταση στην Απεραντοσύνη της Φύσης μας, στην Άχρονη Πραγματικότητά της. Όταν ο μύστης που έχει αυτή την Εσωτερική Εμπειρία «επανέρχεται» στον περιορισμένο εαυτό, στο σώμα και στην αίσθηση του εξωτερικού κόσμου, αντιλαμβάνεται (λόγω της Μεταμόρφωσης της Συνείδησης από την Εσωτερική Εμπειρία) τελείως διαφορετικά. Αντιλαμβανόμαστε ότι (επειδή έχουμε συνδεθεί με το Άπειρο Βάθος μας) όλα είναι Μέσα μας κι όχι ότι είμαστε «εμείς» μέσα σε ένα εξωτερικό κόσμο. Έχει συμβεί μια Πλήρης Αντιστροφή στην Αντιληπτικότητά μας. Έτσι Κατανοούμε Πλήρως, τώρα, την Ορφική Κοσμοθεωρία της Ενιαίας Πραγματικότητας, της Μιας Φύσης που τα Εμπεριέχει όλα (αντιληπτικές καταστάσεις, κόσμους, ζωή, εμπειρίες, όλα). Έχουμε Βιώσει την Ταύτιση με αυτή την Πραγματικότητα, με την Αληθινή Φύση, με την Μεγάλη Ψυχή.

Από εδώ και πέρα η Αντίληψή μας και η Πνευματική Πορεία μας ακολουθούν ένα άλλο δρόμο. Καθώς έχουμε Εδραιωθεί στο Πραγματικό Κέντρο του Εαυτού, στο «Σημείο» που Εμείς σαν Ψυχή (Άχρονη, Άπειρη, Ελεύθερη Πραγματικότητα, Παρουσία) «συνδεόμαστε» με το σώμα κι έχουμε πλέον Εμπειρία και της Εσωτερικής Πραγματικότητας και του «εξωτερικού» κόσμου, βρισκόμαστε στην πραγματικότητα σε μια Πύλη που χωρίζει το έσω από το έξω, μπορούμε να κατευθυνθούμε κι Εδώ (στο Έσω) και εδώ (στο έξω). Γίνεται λοιπόν απόλυτα κατανοητό ότι βρισκόμαστε σε μια Προσωρινή Στάση, μια Κατάσταση Ισορροπίας ανάμεσα στο Άχρονο και τον Παροδικό Κόσμο των Φαινομένων. Λόγω της Κατάστασής μας (και της Προηγούμενης Εμπειρίας μας) κατανοούμε ότι η ζωή μας στον εξωτερικό κόσμο δεν έχει άλλη σημασία κι άλλο προορισμό από το να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι προσωρινή κι ότι ο Τελικός Προορισμός μας είναι οι Ανώτεροι Εσωτερικοί Ουράνιοι Κόσμοι. Ακριβώς εδώ αποκτά τον πολύτιμο χαρακτήρα του το Ιερό Χρονικό Διάστημα ανάμεσα στην Φθινοπωρινή Ισημερία και το Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Μέσα από τις Ανώτερες Μυήσεις, Αποσυρόμαστε Οριστικά από τον Εξωτερικό Κόσμο και Εισερχόμαστε στην Ανώτερη Πραγματικότητα όπου Αποκτάμε Εμπειρία της Ενιαίας Πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει πλέον «διάκριση» ανάμεσα στο Έσω και το Έξω. Είναι Όλα Εδώ, Μέσα στην Ανώτερη Επίγνωση, Τώρα. Πρακτικά, (για την εμπειρία του μύστη), αυτό σημαίνει μια Εμβάθυνση της Εσωτερικής Εμπειρίας, μια Βαθύτερη Ενεργοποίηση του Ψυχικού Κέντρου του Εαυτού, μια Βαθύτερη Αφύπνιση της Επίγνωσης της Πραγματικότητας, που Οδηγεί στην Μετάβαση στα Βαθύτερα Στρώματα της Ύπαρξης, μια Αλλαγή στην Αντίληψη του Χώρου που Αναγνωρίζεται όχι σαν Εξωτερικός Χώρος, αλλά σαν Εγγενής Αντίληψη της Ίδιας της Συνείδησης. Έτσι Ενοποιούνται Υποκείμενο Αντικείμενο στην Μοναδική Ουσία της Συνείδησης. Αυτή η Μετάβαση από την Παγκόσμια συνείδηση στον Χώρο, στην Ενοποίηση Υποκειμένου-Αντικειμένου και στην Ανάδειξη της Μόνης Ουσίας, αναγνωρίζεται από τον μύστη σαν Διάφορες Μυητικές Βαθμίδες, σαν Ανώτερες Καταστάσεις της Ψυχής, που στον Θεολογικό Συμβολισμό Εκπροσωπούνται από τον Εξωτερικό Απόλλωνα του Θέρους τον Διόνυσο (της Άνοιξης) - Βάκχο (του Φθινοπώρου) και τον Μυστικό Απόλλωνα του Χειμώνα (τον Φάνη των Ιερατικών Ύμνων). Στην Ελευσίνα ήταν γνωστή στους μύστες και στους λάτρες μόνο η ανώτερη Μύηση της Εποπτείας (της Εμπειρίας της Παγκόσμιας Συνείδησης στον Χώρο). Ασφαλώς ήταν γνωστές στους Ιεροφάντες και οι Ανώτερες Καταστάσεις (και Μυήσεις), αλλά δεν γινόταν λόγος για αυτά. Αυτοί που Ασχολούνταν πραγματικά με τις Μυήσεις του Ιερού Χρόνου πριν το Ιερό Χειμερινό Ηλιοστάσιο ήταν στους Δελφούς, όπου Γνώριζαν ότι χωρίς αυτή την Ιερή Προετοιμασία δεν ήταν δυνατή η Εμπειρία της Υπέρτατης Μύησης.

Οι Καταστάσεις που Βιώνουμε στις Ανώτερες Μυήσεις είναι Καταστάσεις Αντικειμενικές που Συμβαίνουν Ταυτόχρονα και στην Ψυχή (στην Συνείδηση) και στο Κέντρο του Εαυτού στο σώμα. Κι αυτό είναι που τις διαφοροποιεί από το αν τις βιώναμε χωρίς σώμα (όπως όταν αποχωριζόμαστε με τον θάνατο). Σε Αυτές τις Καταστάσεις Είμαστε (σαν Ψυχή, σαν Συνείδηση, σαν Παρουσία) συνδεδεμένοι με το σώμα. Όσο «Προχωράμε» Βαθύτερα (στην Ύπαρξή μας), ή  Ψηλότερα (από άποψη «πνευματικής εξέλιξης»), ή Ανώτερα (σαν «επίγνωση»), τόσο η «σύνδεση» εκλεπτύνεται (η «εξασθενεί»), δίνοντάς μας την δυνατότητα και την ευκαιρία να Βιώσουμε (σαν Ψυχή) Μεγαλύτερη Ελευθερία, (πράγμα που διαφοροποιεί την ποιότητα της Εμπειρίας, τον «χαρακτήρα» της, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της).

Όπως δίδασκαν οι Όσιοι στους Δελφούς η Υπέρτατη Κατάσταση όπου ο Μύστης Βιώνει την Αληθινή Θεϊκή Ουσία της Ψυχής είναι όχι μια κατάσταση αλλά η Απόλυτη Εμπειρία της Ζωής που Πηγάζει Αυθόρμητα από την Ίδια την Πραγματικότητα ( Φύση, Ψυχή, Ουσία) και Στηρίζεται στην ίδια την εκδήλωσή της, χωρίς προσδιορισμούς, ιδιότητες, τελείως ακατάληπτη από οποιαδήποτε προσπάθεια αντίληψης. Είναι μια «Κατάσταση» που ελάχιστοι άνθρωποι βιώνουν και μόνο σε στιγμές Βαθιάς Έκστασης κι όχι σε μια διαρκή βάση. Η Εμπειρία Αυτή Προετοιμάζονταν και Συνέβαινε στις πιο Ιερές Στιγμές του Νέου Έτους, σε μια Ιερή Τελετουργία Απόλυτης Μυστικότητας και Σιγής.

Για να Προετοιμαστούν οι Μύστες για την Υπέρτατη Κατάσταση έπρεπε να μπουν σε μια «Κατάσταση Απόλυτης Νύχτας» όπου η «σύνδεση» με το σώμα έφτανε στο «ελάχιστο». Αυτό το βίωναν (όσοι το βίωναν) καθώς ο ηλιακός χρόνος πλησίαζε προς το τέλος του, στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο. Οι Πραγματικές Τελετές του Νέου Έτους γίνονταν Μυστικά από τους Μύστες ενώ οι Εξωτερικές Τελετές αποτύπωναν συμβολικά τα Ιερά Γεγονότα. Κι ασφαλώς υπήρχαν κι εξωτερικές γιορτές που ελάχιστη σχέση είχαν με όσα συνέβαιναν εσωτερικά.

Βέβαια για τον αμύητο, ακόμα κι αν έχει ασχοληθεί με αυτά τα θέματα και τις πνευματικές πρακτικές, όλα αυτά που λέμε μπορεί να φαίνονται μη αληθινά ή υπερβολικά. Στην πραγματικότητα, για να καταλάβουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όχι μόνο την Ορφική Διδασκαλία αλλά και τις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν πριν τόσους αιώνες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα σε Ιερούς Χώρους όπως οι Δελφοί, η Ελευσίνα κι Άλλα Ιερά. Όλα αυτά, οι Μυήσεις, οι Καταστάσεις Περισυλλογής οι Μυστικές Εμπειρίες ήταν κάτι γνωστό, τουλάχιστον σαν «πληροφορία» στον Αρχαίο Κόσμο και ιδιαίτερα στους Ιερούς Χώρους όπου προσέρχονταν οι Αρχαίοι Λάτρες. Εξάλλου όλα αυτά είναι γνωστά και σε άλλες Παραδόσεις, σε διάφορες εποχές της Ιστορίας. Έτσι το τι θεωρούμε αληθινό, ψεύτικο, υπερβολικό ή συνηθισμένο, εξαρτάται από το από «που» το «βλέπουμε».

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 16. The Sacred Return: A Journey into the Eternal Stillness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
Monday, 6 October, 2025

2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming

(Viveka Chudamani 6-10)

In the deepest chambers of the human heart, where thought dissolves into silence and words falter at the edge of mystery, there exists a threshold that few dare to cross. Beyond this invisible boundary lies not another country of the mind, but rather the dissolution of all countries, all boundaries, all the carefully constructed edifices of identity that mortals build across the span of their years. It is here, in this vast and luminous emptiness, that the ancient seeker stands—not with certainty, but with a trembling that is itself a form of knowing.

 

The scriptures speak, and their words echo through temple courtyards and monastery halls, reverberating against stone walls that have witnessed countless generations of prayer. Rituals unfold with mathematical precision: offerings of flowers and incense, libations poured with careful hands, mantras chanted in rhythms older than memory. The gods receive their worship, accepting the devotion of hearts that seek solace in form, in gesture, in the familiar comfort of repetition. Yet beneath all this sacred theater, beneath the smoke of offerings and the melodious recitation of holy verses, there stirs a deeper question—one that ritual cannot answer, that no amount of ceremonial perfection can resolve.

 

For Liberation, that most elusive of all spiritual promises, cannot be purchased with the currency of works. It cannot be earned through accumulation, whether of merit or of knowledge, of sacrifices performed or deities placated. Even if one were to extend one's practice across the unimaginable expanse of a hundred cosmic cycles—those vast epochs that mark the breathing of creation itself—still the essential transformation would remain beyond reach. Liberation is not a destination to be arrived at through effort, but rather a recognition of what has always been present, hidden only by the veils of one's own ignorance.

 

The Vedas themselves, those ancient fountains of wisdom that flow through the spiritual landscape like underground rivers, make this declaration with stark clarity: immortality cannot be found in the realm of riches, in the accumulation of worldly treasures or even in the hoarding of spiritual experiences. This truth stands like a mountain against the rushing stream of human desire—unmoved, uncompromising, eternal. Works, no matter how noble or how perfectly executed, cannot serve as the causeway to Liberation. They may polish the mirror of consciousness, may prepare the ground for the seed of awakening, but they themselves are not the flowering that seekers ultimately long for.

 

What then must one do? Or perhaps more precisely, what must one cease doing? The paradox reveals itself slowly, like dawn creeping across a landscape shrouded in mist. The man or woman of learning—not learning in the sense of mere intellectual accumulation, but learning that has ripened into wisdom—must turn away from the glittering marketplace of external pleasures. This turning away is not born of ascetic hatred or world-denying bitterness, but rather from a profound recognition that the objects of desire, no matter how beautiful or enticing, cannot quench the thirst that burns in the depths of the soul.

 

This renunciation is itself a mystery. It does not mean abandoning the world in physical terms, fleeing to mountain caves or desert hermitages—though such withdrawal may serve some seekers at certain stages of their journey. Rather, it means releasing the invisible chains of attachment that bind consciousness to the surface of things, to the dance of appearances that so thoroughly captivates the unexamined mind. It is a loosening of the grip, a relaxation of the fist that has been clenched around phenomena, desperately trying to hold onto experiences that are, by their very nature, as ephemeral as morning dew.

 

Yet this renunciation is not meant to be undertaken in isolation, through the sheer force of individual will. The path requires a guide—a preceptor whose generosity flows not from material abundance but from the overflow of their own realization. To approach such a teacher is to step into a transmission that cannot be reduced to mere instruction or information transfer. The good and generous preceptor serves as a mirror in which the seeker may glimpse their own true nature, as a catalyst that activates possibilities dormant within the student's consciousness. Their words point like a finger toward the moon of truth, and the wise student learns to look not at the finger but at what it indicates.

 

The truth inculcated by such a teacher is both devastatingly simple and infinitely subtle. It whispers of an identity that has never been lost, only forgotten—the identity of the individual consciousness with the Atman, that innermost essence that is simultaneously the most intimate dimension of the self and the ultimate ground of all existence. This realization is not a merging of two separate things, not a union of soul with God as though they were two entities coming together. Rather, it is the recognition that the separation was always illusory, that the wave has never been anything other than ocean, that the apparent division between self and Self was nothing more than a trick of perception, a cosmic case of mistaken identity.

 

To fix one's mind upon this truth is to enter into a practice that transcends practice itself. It is not concentration in the ordinary sense, where the mind is forcefully held upon an object like a restless horse reined in by its rider. Rather, it is a kind of restful abiding, a settling into what has always been one's true home. The mind, accustomed to its constant movement, its endless oscillation between past and future, gradually discovers the possibility of resting in the present moment—not the thin sliver of present that separates what was from what will be, but the eternal Now that contains all time within its spacious embrace.

 

This state that the ancients called Yogarudha—that condition of being established in yoga, of having climbed the ladder of spiritual ascent and found firm footing on a higher platform of consciousness—represents a crucial threshold in the seeker's journey. Yet even here, at this elevated vantage point, the work is not complete. One must still recover oneself from the sea of birth and death, that vast ocean of cyclic existence in which consciousness has been drowning for time immemorial.

 

The metaphor of the sea is not chosen carelessly. Birth and death are not merely biological events marking the beginning and end of a single lifetime, but rather the fundamental rhythm of manifest existence itself. Each moment brings a birth—of thoughts, sensations, perceptions, emotions—and each moment brings a death as these phenomena dissolve back into the formless source from which they emerged. To be caught in this sea is to be tossed endlessly by waves of becoming, never finding solid ground, never touching the ocean floor where all movement ceases and perfect stillness reigns.

 

The means of recovery from this drowning is described as devotion to right discrimination—viveka, that faculty of discernment that can distinguish between the real and the unreal, between the eternal and the transient, between the Self and the not-Self. This discrimination is not cold or intellectual, not a matter of merely cataloging phenomena into categories. Rather, it is a living wisdom, suffused with devotion, powered by an earnest longing for truth. It sees through the masquerade of appearances not with contempt but with clear-eyed compassion, recognizing the divine play while no longer being entrapped by it.

 

The wise person, having attained even a glimpse of this discriminative wisdom, makes a radical choice: to give up all works in the conventional sense and to focus entirely on the realization of the Atman. This giving up is perhaps the most misunderstood aspect of the spiritual path. It does not mean becoming passive or inactive, lying inert like a stone while life passes by. Rather, it means ceasing to identify with the actor, no longer claiming ownership of actions and their fruits. It means allowing actions to flow naturally from the depths of being rather than being driven by the surface winds of desire and aversion.

 

This practice aims at nothing less than cutting loose the bonds of birth and death—those invisible fetters that keep consciousness bound to the wheel of becoming. These bonds are not external constraints imposed by some cosmic jailer, but rather the products of ignorance, the accumulated knots of misidentification that tie awareness to limited forms of existence. To cut them loose requires more than philosophical understanding; it requires a transformation at the deepest levels of being, a rewiring of the very circuitry through which consciousness perceives and interprets reality.

 

The image of cutting suggests both violence and precision—violence in the sense that this liberation cannot be gentle or gradual if it is to be effective, and precision in that one must know exactly where to strike, which threads of illusion to sever. Yet the cutting is not done with external implements but with the sharp blade of insight, forged in the fires of meditation and tempered in the waters of contemplation. Each stroke of understanding loosens another bind, releases another constraint, until finally the last thread snaps and consciousness stands free.

 

But what does this freedom mean? What landscape opens before one who has truly cut loose the bonds of cyclic existence? Here language reaches its absolute limit, for how can words that evolved to describe the world of form and change adequately capture that which transcends all form, all change? The liberated state is sometimes described as sat-chit-ananda: being-consciousness-bliss, yet even these words are mere pointers, fingers indicating a moon that must be seen directly to be known.

 

Perhaps it is more accurate to speak of what Liberation is not. It is not an experience, for all experiences arise and pass away, while Liberation is eternal. It is not a state to be achieved, for all states are temporary, while Liberation is one's unchanging nature. It is not something that happens to someone, for in true Liberation, the very sense of being a separate someone dissolves like morning mist before the rising sun. What remains is neither something nor nothing, neither existence nor non-existence, but rather the ground from which all such distinctions arise—the pure awareness that witnesses both being and non-being without being touched by either.

 

The path toward this realization is not marked on any map, cannot be traced by any GPS of the soul. It winds through territories of the heart that each traveler must navigate according to their own inner compass. For some, it passes through valleys of devotion, where love for the Divine burns away the dross of separation. For others, it climbs the mountain peaks of discrimination, where the thin air of pure philosophy reveals vistas of truth. Still others find themselves walking the middle way of meditation, where in the balanced stillness of equanimity, the door to the absolute swings silently open.

 

Yet regardless of the specific contours of one's journey, certain landmarks appear consistently. There is always the initial turning away from external satisfactions, that moment when the pleasures of the world reveal their ultimate inability to satisfy the deepest hunger. There is the seeking of guidance, the recognition that one cannot navigate these subtle territories alone. There is the patient work of purification, the gradual clarification of consciousness through practice and discipline. And there is finally the grace of recognition, that moment beyond all moments when what has always been true reveals itself in stunning clarity.

 

This recognition does not come as a reward for effort, though effort may prepare the ground for its appearance. It arrives as a gift, yet not from any external giver. It emerges as one's own deepest nature, which has always been waiting—patient as eternity—for the clouds of confusion to part. In that recognition, all questions dissolve not because they have been answered but because the questioner disappears into the vastness of what is discovered. The seeker becomes the sought, the lover merges into the beloved, the wave recognizes itself as ocean.

 

And so the ancient teaching, transmitted across countless generations, comes down to this: beneath all the complexity of spiritual practice, behind all the elaborate scaffolding of philosophy and technique, there lies a simple truth. One is already what one seeks to become. Liberation is not a future attainment but a present reality, obscured only by the accumulated debris of ignorance and misidentification. The spiritual journey is thus not a movement toward something new but a removal of what conceals what has always been—a homecoming to a home one has never truly left.

 

In the end, when all the rituals have been completed and set aside, when all the scriptures have been studied and released, when all the philosophical arguments have been exhausted and transcended, what remains is simply this: the quiet knowing of being, the clear light of consciousness recognizing itself, the eternal presence that was never born and can never die. This is the Liberation beyond all liberations, the freedom that needs no works to establish it, the immortality that no riches can purchase. It is the Atman revealing itself as what it has always been—not a distant goal to be achieved but the very ground upon which the seeker has always stood, the very awareness through which all seeking occurs, the very life that animates every moment of the journey.

 

Here, in this recognition, all striving ceases not in defeat but in fulfillment. The pathless path reaches its conclusion, which was also its beginning. And in the vast silence that follows, something within whispers its eternal affirmation: I am That.

Το Μονοπάτι χωρίς μονοπάτι: Ένα Ταξίδι Πέρα από το Κατώφλι της Γένεσης

 

Στα βαθύτερα δωμάτια της ανθρώπινης καρδιάς, όπου η σκέψη διαλύεται σε σιωπή και οι λέξεις σκοντάφτουν στην άκρη του μυστηρίου, υπάρχει ένα κατώφλι που λίγοι τολμούν να διαβούν. Πέρα από αυτό το αόρατο όριο δεν βρίσκεται μια άλλη χώρα του νου, αλλά μάλλον η διάλυση όλων των χωρών, όλων των ορίων, όλων των προσεκτικά χτισμένων οικοδομημάτων της ταυτότητας που οι θνητοί χτίζουν κατά τη διάρκεια των ετών τους. Είναι εδώ, σε αυτή την απέραντη και φωτεινή κενότητα, που ο αρχαίος αναζητητής στέκεται—όχι με βεβαιότητα, αλλά με ένα τρέμουλο που είναι το ίδιο μια μορφή γνώσης.

 

Οι γραφές μιλούν, και τα λόγια τους αντηχούν μέσα από αυλές ναών και αίθουσες μοναστηριών, αντανακλώντας σε πέτρινους τοίχους που έχουν μαρτυρήσει αμέτρητες γενιές προσευχών. Τα τελετουργικά ξεδιπλώνονται με μαθηματική ακρίβεια: προσφορές λουλουδιών και θυμιάματος, σπονδές που χύνονται με προσεκτικά χέρια, μάντρα που ψάλλονται σε ρυθμούς παλαιότερους από τη μνήμη. Οι θεοί δέχονται τη λατρεία τους, αποδεχόμενοι την αφοσίωση καρδιών που αναζητούν παρηγοριά στη μορφή, στη χειρονομία, στην οικεία άνεση της επανάληψης. Ωστόσο, κάτω από όλο αυτό το ιερό θέατρο, κάτω από τον καπνό των προσφορών και την μελωδική απαγγελία ιερών στίχων, αναδεύεται μια βαθύτερη ερώτηση—μια που το τελετουργικό δεν μπορεί να απαντήσει, που καμία ποσότητα τελετουργικής τελειότητας δεν μπορεί να λύσει.

 

Γιατί η Απελευθέρωση, αυτή η πιο απατηλή από όλες τις πνευματικές υποσχέσεις, δεν μπορεί να αγοραστεί με το νόμισμα των έργων. Δεν μπορεί να κερδηθεί μέσω συσσώρευσης, είτε πρόκειται για αξία είτε για γνώση, για θυσίες που εκτελούνται ή για θεότητες που κατευνάζονται. Ακόμα και αν κάποιος επέκτεινε την πρακτική του σε όλη την αδιανόητη έκταση εκατό κοσμικών κύκλων—αυτών των απέραντων εποχών που σηματοδοτούν την αναπνοή της δημιουργίας—ακόμα και τότε η ουσιαστική μεταμόρφωση θα παρέμενε πέρα από την εμβέλεια. Η Απελευθέρωση δεν είναι ένας προορισμός που φτάνει κανείς μέσω προσπάθειας, αλλά μάλλον μια αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα παρόν, κρυμμένο μόνο από τα πέπλα της δικής του άγνοιας.

 

Οι ίδιες οι Βέδες, αυτές οι αρχαίες πηγές σοφίας που ρέουν μέσα από το πνευματικό τοπίο σαν υπόγειοι ποταμοί, κάνουν αυτή τη δήλωση με απόλυτη σαφήνεια: η αθανασία δεν μπορεί να βρεθεί στο βασίλειο των πλούτων, στη συσσώρευση κοσμικών θησαυρών ή ακόμα και στη συγκέντρωση πνευματικών εμπειριών. Αυτή η αλήθεια στέκεται σαν βουνό ενάντια στο ορμητικό ρεύμα της ανθρώπινης επιθυμίας—ακίνητη, ασυμβίβαστη, αιώνια. Τα έργα, όσο ευγενή ή τέλεια εκτελεσμένα και αν είναι, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως γέφυρα προς την Απελευθέρωση. Μπορεί να γυαλίσουν τον καθρέφτη της συνείδησης, μπορεί να προετοιμάσουν το έδαφος για τον σπόρο της αφύπνισης, αλλά τα ίδια δεν είναι η άνθιση που οι αναζητητές τελικά λαχταρούν.

 

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει κανείς; Ή ίσως πιο ακριβώς, τι πρέπει να σταματήσει να κάνει; Το παράδοξο αποκαλύπτεται αργά, σαν την αυγή που σέρνεται σε ένα τοπίο σκεπασμένο από ομίχλη. Ο άνδρας ή η γυναίκα της μάθησης—όχι μάθησης με την έννοια της απλής πνευματικής συσσώρευσης, αλλά μάθησης που έχει ωριμάσει σε σοφία—πρέπει να στραφεί μακριά από την αστραφτερή αγορά των εξωτερικών απολαύσεων. Αυτή η στροφή δεν γεννιέται από ασκητικό μίσος ή από πικρία που αρνείται τον κόσμο, αλλά μάλλον από μια βαθιά αναγνώριση ότι τα αντικείμενα της επιθυμίας, όσο όμορφα ή δελεαστικά και αν είναι, δεν μπορούν να σβήσουν τη δίψα που καίει στα βάθη της ψυχής.

 

Αυτή η παραίτηση είναι η ίδια ένα μυστήριο. Δεν σημαίνει εγκατάλειψη του κόσμου σε φυσικούς όρους, φυγή σε σπηλιές βουνών ή ερημιές ερήμων—αν και τέτοια απόσυρση μπορεί να εξυπηρετήσει ορισμένους αναζητητές σε ορισμένα στάδια του ταξιδιού τους. Μάλλον, σημαίνει απελευθέρωση των αόρατων αλυσίδων της προσκόλλησης που δένουν τη συνείδηση στην επιφάνεια των πραγμάτων, στον χορό των εμφανίσεων που τόσο πλήρως μαγεύει τον ανεξέταστο νου. Είναι μια χαλάρωση της λαβής, μια χαλάρωση της γροθιάς που ήταν σφιγμένη γύρω από τα φαινόμενα, προσπαθώντας απελπισμένα να κρατηθεί σε εμπειρίες που είναι, από τη φύση τους, τόσο εφήμερες όσο η πρωινή δροσιά.

 

Ωστόσο, αυτή η παραίτηση δεν προορίζεται να γίνει σε απομόνωση, μέσω της καθαρής δύναμης της ατομικής βούλησης. Ο δρόμος απαιτεί έναν οδηγό—έναν προπονητή του οποίου η γενναιοδωρία ρέει όχι από υλική αφθονία αλλά από την υπερχείλιση της δικής του πραγματοποίησης. Η προσέγγιση ενός τέτοιου δασκάλου είναι να μπεις σε μια μετάδοση που δεν μπορεί να περιοριστεί σε απλή διδασκαλία ή μεταφορά πληροφοριών. Ο καλός και γενναιόδωρος προπονητής χρησιμεύει ως καθρέφτης στον οποίο ο αναζητητής μπορεί να ρίξει μια ματιά στη δική του αληθινή φύση, ως καταλύτης που ενεργοποιεί δυνατότητες που κοιμούνται μέσα στη συνείδηση του μαθητή. Τα λόγια του δείχνουν σαν ένα δάχτυλο προς το φεγγάρι της αλήθειας, και ο σοφός μαθητής μαθαίνει να κοιτάζει όχι το δάχτυλο αλλά αυτό που δείχνει.

 

Η αλήθεια που εμφυτεύεται από έναν τέτοιο δάσκαλο είναι ταυτόχρονα καταστροφικά απλή και άπειρα λεπτή. Ψιθυρίζει για μια ταυτότητα που δεν χάθηκε ποτέ, μόνο ξεχάστηκε—την ταυτότητα της ατομικής συνείδησης με τον Άτμαν, αυτή την εσωτερική ουσία που είναι ταυτόχρονα η πιο οικεία διάσταση του εαυτού και το απόλυτο έδαφος όλης της ύπαρξης. Αυτή η πραγματοποίηση δεν είναι μια συγχώνευση δύο ξεχωριστών πραγμάτων, όχι μια ένωση ψυχής με Θεό σαν να ήταν δύο οντότητες που ενώνονται. Μάλλον, είναι η αναγνώριση ότι ο διαχωρισμός ήταν πάντα απατηλός, ότι το κύμα δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο από ωκεανός, ότι ο φαινομενικός διαχωρισμός μεταξύ εαυτού και Εαυτού δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα τέχνασμα της αντίληψης, μια κοσμική περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας.

 

Το να στερεώσει κανείς το νου του σε αυτή την αλήθεια είναι να μπει σε μια πρακτική που υπερβαίνει την ίδια την πρακτική. Δεν είναι συγκέντρωση με την συνηθισμένη έννοια, όπου ο νους κρατιέται βίαια σε ένα αντικείμενο σαν ένα ανήσυχο άλογο που συγκρατείται από τον αναβάτη του. Μάλλον, είναι ένα είδος ξεκούραστης παραμονής, μια εγκατάσταση σε αυτό που ήταν πάντα το αληθινό σπίτι κάποιου. Ο νους, συνηθισμένος στην συνεχή κίνησή του, στην ατελείωτη ταλάντωσή του μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, ανακαλύπτει σταδιακά τη δυνατότητα να ξεκουραστεί στην παρούσα στιγμή—όχι το λεπτό κομμάτι του παρόντος που χωρίζει αυτό που ήταν από αυτό που θα είναι, αλλά το αιώνιο Τώρα που περιέχει όλο τον χρόνο μέσα στην ευρύχωρη αγκαλιά του.

 

Αυτή η κατάσταση που οι αρχαίοι ονόμαζαν Γιογκαρούδα—αυτή η κατάσταση του να είναι εδραιωμένος στη γιόγκα, του να έχει σκαρφαλώσει τη σκάλα της πνευματικής ανόδου και να έχει βρει σταθερό πάτημα σε μια υψηλότερη πλατφόρμα συνείδησης—αντιπροσωπεύει ένα κρίσιμο κατώφλι στο ταξίδι του αναζητητή. Ωστόσο, ακόμα και εδώ, σε αυτό το υπερυψωμένο σημείο θέας, το έργο δεν είναι ολοκληρωμένο. Κάποιος πρέπει ακόμα να ανακτήσει τον εαυτό του από τη θάλασσα της γέννησης και του θανάτου, αυτό τον απέραντο ωκεανό της κυκλικής ύπαρξης στον οποίο η συνείδηση πνίγεται από αμνημονεύτων χρόνων.

 

Η μεταφορά της θάλασσας δεν επιλέγεται απερίσκεπτα. Η γέννηση και ο θάνατος δεν είναι απλώς βιολογικά γεγονότα που σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος μιας μοναδικής ζωής, αλλά μάλλον ο θεμελιώδης ρυθμός της ίδιας της φανερής ύπαρξης. Κάθε στιγμή φέρνει μια γέννηση—σκέψεων, αισθήσεων, αντιλήψεων, συναισθημάτων—και κάθε στιγμή φέρνει έναν θάνατο καθώς αυτά τα φαινόμενα διαλύονται πίσω στην άμορφη πηγή από την οποία προέκυψαν. Το να είναι κανείς παγιδευμένος σε αυτή τη θάλασσα είναι να ρίχνεται ασταμάτητα από κύματα γένεσης, χωρίς ποτέ να βρίσκει στερεό έδαφος, χωρίς ποτέ να αγγίζει τον πυθμένα του ωκεανού όπου όλη η κίνηση σταματά και βασιλεύει τέλεια ησυχία.

 

Το μέσο ανάκτησης από αυτό το πνίξιμο περιγράφεται ως αφοσίωση στη σωστή διάκριση—βιβέκα, αυτή η ικανότητα διάκρισης που μπορεί να διακρίνει μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού, μεταξύ του αιώνιου και του παροδικού, μεταξύ του Εαυτού και του μη-Εαυτού. Αυτή η διάκριση δεν είναι κρύα ή πνευματική, όχι θέμα απλής καταγραφής φαινομένων σε κατηγορίες. Μάλλον, είναι μια ζωντανή σοφία, εμποτισμένη με αφοσίωση, τροφοδοτούμενη από μια ειλικρινή λαχτάρα για αλήθεια. Βλέπει μέσα από τη μεταμφίεση των εμφανίσεων όχι με περιφρόνηση αλλά με καθαρή, συμπονετική ματιά, αναγνωρίζοντας το θεϊκό παιχνίδι ενώ δεν παγιδεύεται πλέον από αυτό.

 

Ο σοφός άνθρωπος, έχοντας αποκτήσει έστω και μια ματιά αυτής της διακριτικής σοφίας, κάνει μια ριζική επιλογή: να εγκαταλείψει όλα τα έργα με την συμβατική έννοια και να εστιάσει πλήρως στην πραγματοποίηση του Άτμαν. Αυτή η εγκατάλειψη είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη πλευρά του πνευματικού δρόμου. Δεν σημαίνει να γίνει παθητικός ή αδρανής, να κείται ακίνητος σαν πέτρα ενώ η ζωή περνάει. Μάλλον, σημαίνει να σταματήσει να ταυτίζεται με τον δράστη, να μην διεκδικεί πλέον ιδιοκτησία των πράξεων και των καρπών τους. Σημαίνει να επιτρέπει στις πράξεις να ρέουν φυσικά από τα βάθη της ύπαρξης αντί να οδηγούνται από τους επιφανειακούς ανέμους της επιθυμίας και της αποστροφής.

 

Αυτή η πρακτική στοχεύει σε τίποτα λιγότερο από το να κόψει τα δεσμά της γέννησης και του θανάτου—αυτά τα αόρατα δεσμά που κρατούν τη συνείδηση δεμένη στον τροχό της γένεσης. Αυτά τα δεσμά δεν είναι εξωτερικοί περιορισμοί που επιβάλλονται από κάποιον κοσμικό δεσμοφύλακα, αλλά μάλλον τα προϊόντα της άγνοιας, οι συσσωρευμένοι κόμποι της λανθασμένης ταυτοποίησης που δένουν την επίγνωση σε περιορισμένες μορφές ύπαρξης. Για να τα κόψει κανείς απαιτείται περισσότερο από φιλοσοφική κατανόηση· απαιτείται μια μεταμόρφωση στα βαθύτερα επίπεδα της ύπαρξης, μια επανακαλωδίωση του ίδιου του κυκλώματος μέσω του οποίου η συνείδηση αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την πραγματικότητα.

 

Η εικόνα του κόψιμου υποδηλώνει τόσο βία όσο και ακρίβεια—βία με την έννοια ότι αυτή η απελευθέρωση δεν μπορεί να είναι ήπια ή σταδιακή αν είναι να είναι αποτελεσματική, και ακρίβεια στο ότι πρέπει να ξέρει κανείς ακριβώς πού να χτυπήσει, ποιες κλωστές της ψευδαίσθησης να κόψει. Ωστόσο, το κόψιμο δεν γίνεται με εξωτερικά εργαλεία αλλά με την κοφτερή λεπίδα της διορατικότητας, σφυρηλατημένη στις φωτιές του διαλογισμού και σκληρυμένη στα νερά της περισυλλογής. Κάθε χτύπημα κατανόησης χαλαρώνει άλλο ένα δεσμό, απελευθερώνει άλλον έναν περιορισμό, μέχρι τελικά η τελευταία κλωστή να σπάσει και η συνείδηση να σταθεί ελεύθερη.

 

Αλλά τι σημαίνει αυτή η ελευθερία; Ποιο τοπίο ανοίγεται μπροστά σε εκείνον που έχει πραγματικά κόψει τα δεσμά της κυκλικής ύπαρξης; Εδώ η γλώσσα φτάνει στο απόλυτο όριό της, γιατί πώς μπορούν λέξεις που εξελίχθηκαν για να περιγράψουν τον κόσμο της μορφής και της αλλαγής να συλλάβουν επαρκώς αυτό που υπερβαίνει κάθε μορφή, κάθε αλλαγή; Η απελευθερωμένη κατάσταση περιγράφεται μερικές φορές ως σατ-τσιτ-άναντα: ύπαρξη-συνείδηση-ευδαιμονία, ωστόσο ακόμα και αυτές οι λέξεις είναι απλώς δείκτες, δάχτυλα που δείχνουν ένα φεγγάρι που πρέπει να δει κανείς απευθείας για να το γνωρίσει.

 

Ίσως είναι πιο ακριβές να μιλήσουμε για το τι ΔΕΝ είναι η Απελευθέρωση. Δεν είναι μια εμπειρία, γιατί όλες οι εμπειρίες αναδύονται και εξαφανίζονται, ενώ η Απελευθέρωση είναι αιώνια. Δεν είναι μια κατάσταση που πρέπει να επιτευχθεί, γιατί όλες οι καταστάσεις είναι προσωρινές, ενώ η Απελευθέρωση είναι η αμετάβλητη φύση κάποιου. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει σε κάποιον, γιατί στην αληθινή Απελευθέρωση, η ίδια η αίσθηση του να είναι ένας ξεχωριστός κάποιος διαλύεται σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ανατέλλοντα ήλιο. Αυτό που μένει δεν είναι ούτε κάτι ούτε τίποτα, ούτε ύπαρξη ούτε μη-ύπαρξη, αλλά μάλλον το έδαφος από το οποίο αναδύονται όλες αυτές οι διακρίσεις—η καθαρή επίγνωση που μαρτυρεί τόσο την ύπαρξη όσο και τη μη-ύπαρξη χωρίς να αγγίζεται από καμία.

 

Ο δρόμος προς αυτή την πραγματοποίηση δεν είναι σημειωμένος σε κανέναν χάρτη, δεν μπορεί να εντοπιστεί από κανένα GPS της ψυχής. Περιπλανιέται μέσα από εδάφη της καρδιάς που κάθε ταξιδιώτης πρέπει να πλοηγηθεί σύμφωνα με τη δική του εσωτερική πυξίδα. Για κάποιους, περνάει μέσα από κοιλάδες αφοσίωσης, όπου η αγάπη για το Θεϊκό καίει τα σκουπίδια του διαχωρισμού. Για άλλους, σκαρφαλώνει στις κορυφές της διάκρισης, όπου ο αραιός αέρας της καθαρής φιλοσοφίας αποκαλύπτει πανοράματα αλήθειας. Άλλοι βρίσκουν τον εαυτό τους να περπατούν τον μεσαίο δρόμο του διαλογισμού, όπου στην ισορροπημένη ησυχία της ισορροπίας, η πόρτα προς το απόλυτο ανοίγει αθόρυβα.

 

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα περιγράμματα του ταξιδιού κάποιου, ορισμένα ορόσημα εμφανίζονται σταθερά. Υπάρχει πάντα η αρχική στροφή μακριά από τις εξωτερικές ικανοποιήσεις, εκείνη η στιγμή που οι απολαύσεις του κόσμου αποκαλύπτουν την απόλυτη αδυναμία τους να ικανοποιήσουν την βαθύτερη πείνα. Υπάρχει η αναζήτηση καθοδήγησης, η αναγνώριση ότι δεν μπορεί κανείς να πλοηγηθεί σε αυτά τα λεπτά εδάφη μόνος του. Υπάρχει η υπομονετική εργασία της κάθαρσης, η σταδιακή διαύγεια της συνείδησης μέσω πρακτικής και πειθαρχίας. Και υπάρχει τελικά η χάρη της αναγνώρισης, εκείνη η στιγμή πέρα από όλες τις στιγμές όταν αυτό που ήταν πάντα αληθινό αποκαλύπτεται σε εκπληκτική σαφήνεια.

 

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται ως ανταμοιβή για την προσπάθεια, αν και η προσπάθεια μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για την εμφάνισή της. Έρχεται ως δώρο, ωστόσο όχι από κάποιον εξωτερικό δωρητή. Αναδύεται ως η βαθύτερη φύση κάποιου, που πάντα περίμενε—υπομονετική σαν την αιωνιότητα—για τα σύννεφα της σύγχυσης να διαλυθούν. Σε αυτή την αναγνώριση, όλες οι ερωτήσεις διαλύονται όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών εξαφανίζεται στην απέραντη έκταση αυτού που ανακαλύπτεται. Ο αναζητητής γίνεται το αναζητούμενο, ο εραστής συγχωνεύεται στον αγαπημένο, το κύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ωκεανό.

 

Και έτσι η αρχαία διδασκαλία, που μεταδίδεται σε αμέτρητες γενιές, καταλήγει σε αυτό: κάτω από όλη την πολυπλοκότητα της πνευματικής πρακτικής, πίσω από όλο την περίτεχνη σκαλωσιά της φιλοσοφίας και της τεχνικής, κρύβεται μια απλή αλήθεια. Κάποιος είναι ήδη αυτό που επιδιώκει να γίνει. Η Απελευθέρωση δεν είναι μια μελλοντική κατάκτηση αλλά μια παρούσα πραγματικότητα, κρυμμένη μόνο από τα συσσωρευμένα συντρίμμια της άγνοιας και της λανθασμένης ταυτοποίησης. Το πνευματικό ταξίδι είναι λοιπόν όχι μια κίνηση προς κάτι νέο αλλά μια αφαίρεση αυτού που κρύβει αυτό που ήταν πάντα—ένας γυρισμός στο σπίτι, σε ένα σπίτι που δεν έχει ποτέ πραγματικά αφήσει.

 

Στο τέλος, όταν όλα τα τελετουργικά έχουν ολοκληρωθεί και παραμεριστεί, όταν όλες οι γραφές έχουν μελετηθεί και απελευθερωθεί, όταν όλα τα φιλοσοφικά επιχειρήματα έχουν εξαντληθεί και τα έχουμε υπερβεί, αυτό που μένει είναι απλά αυτό: η ήσυχη γνώση της ύπαρξης, το καθαρό φως της συνείδησης που αναγνωρίζει τον εαυτό της, η αιώνια παρουσία που δεν γεννήθηκε ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει. Αυτή είναι η Απελευθέρωση πέρα από όλες τις απελευθερώσεις, η ελευθερία που δεν χρειάζεται έργα για να εδραιωθεί, η αθανασία που κανένας πλούτος δεν μπορεί να αγοράσει. Είναι ο Άτμαν που αποκαλύπτει τον εαυτό του ως αυτό που ήταν πάντα—όχι ένα μακρινό στόχο που πρέπει να επιτευχθεί αλλά το ίδιο το έδαφος πάνω στο οποίο ο αναζητητής στεκόταν πάντα, η ίδια η επίγνωση μέσω της οποίας συμβαίνει όλη η αναζήτηση, η ίδια η ζωή που εμψυχώνει κάθε στιγμή του ταξιδιού.

 

Εδώ, σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια σταματά όχι σε ήττα αλλά σε εκπλήρωση. Ο δρόμος χωρίς δρόμο φτάνει στο συμπέρασμά του, που ήταν επίσης και η αρχή του. Και στην απέραντη σιωπή που ακολουθεί, κάτι μέσα ψιθυρίζει την αιώνια επιβεβαίωσή του: Είμαι Αυτό.


 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / India: 15. The Timeless Gaze: A Journey into Pure Contemplation
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
15. The Ineffable Path: Toward the Experiential Heart of Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~