CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 20 December, 2025

Thursday, May 1, 2025

When Nature Works Freely: A Mystical Meditation


 

When Nature Works Freely: A Mystical Meditation

When Nature is left to weave its silent threads, unhindered by the hands of man, there is a harmony that hums beneath the surface of all things—a song older than time, a rhythm that knows no beginning and seeks no end. The wind dances with the leaves, the rivers carve their own paths through stone, and the stars trace their arcs across the velvet void. Every creature, every blade of grass, every fleeting cloud finds its place in this grand tapestry, a design so vast and intricate that no mortal mind can grasp its full splendor. When Nature works freely, there is no striving, no resistance—only the eternal becoming of what is meant to be.

And yet, man stands apart, a restless shadow cast across this luminous weave. With his tools and his dreams, he seeks to mend what he perceives as broken, to perfect what he deems incomplete. He builds towers to rival the mountains, dams to tame the rivers, and machines to outpace the wind. He calls this progress, this urge to improve, and yet with every step forward, he leaves a fracture behind. Where once a forest sang with life, now lies a barren scar; where once a river flowed wild and free, now sits a stagnant pool, choked by his ambition. Why, we might ask, does man’s touch so often unravel what Nature has so patiently wrought? Why does his desire to create so often destroy?

The mystics of old might whisper that this is no accident, but a mirror of the soul’s own divided nature. Within man burns a spark of the divine—a longing to shape, to know, to transcend—and yet that spark is tethered to a body of clay, bound by fear, greed, and the illusion of separation. He sees himself apart from Nature, a master rather than a thread in its weave, and in this illusion lies the root of his trouble. When he intervenes, he does not see the whole—he sees only fragments, his own desires reflected back at him. He builds a wall and calls it shelter, heedless of the wind it silences; he fells a tree and calls it fuel, blind to the chorus of life it once sustained. His improvements are born of a half-light, a vision too narrow to hold the infinite.

Nature, in its freedom, knows no such division. It is the dance of opposites reconciled—birth and decay, light and shadow, predator and prey—all swirling in a unity that transcends human judgment. The wolf does not curse the deer it hunts, nor does the river resent the stone it erodes. Each plays its part, not out of duty, but out of being. When Nature works freely, there is no trouble, no striving—only the effortless flow of destiny unfolding. The seed falls, the root burrows, the flower blooms, and the wind scatters its petals once more. There is no waste, no error, only the endless cycle of return.

But man, caught in his restless mind, cannot abide this simplicity. He sees the flood and calls it chaos, the drought and calls it ruin. He seeks to impose his own order, to wrest control from the hands of the unseen. And yet, the more he grasps, the more he loses. The fields he plows wither under his haste; the skies he pierces grow heavy with his smoke. His trouble is not in the doing, but in the forgetting—for he has forgotten that he, too, is Nature, a child of its womb, not its conqueror. The mystics would say he has fallen asleep to his own essence, dreaming a dream of dominion while the truth whispers beneath his feet.

Imagine, for a moment, a world where man steps back, where he lets Nature work freely once more. The rivers would reclaim their winding paths, the forests would rise again in silent triumph, and the air would hum with the voices of the wild. Man would not vanish, but he would soften—his hands would learn to touch lightly, his heart to listen deeply. He would see that every leaf, every stone, every breath is a teacher, guiding him not to improve, but to belong. In this surrender, he would find not loss, but liberation—a return to the place he never truly left.

And yet, the trouble persists, for surrender is no small thing. It asks of man what he fears most: to release his illusions, to trust the unseen, to let the world spin without his reins. The mystics tell us this is the great work—not to build or to conquer, but to unbecome, to shed the layers of pride and separation until the soul stands bare before the infinite. When Nature works freely, it is not man who heals the world, but the world that heals man, drawing him back into its embrace.

Why, then, so much trouble? Because man is both the wound and the balm, the seeker and the sought. His interventions are his cries for meaning, his destructions his pleas for belonging. He destroys what exists not out of malice, but out of a longing he cannot name—a longing to touch the eternal, to merge with the dance he has forgotten. And so he stumbles, he builds, he breaks, until at last he tires of his own striving and turns his gaze inward. There, in the stillness, he finds what Nature has always known: that everything has its place, and every place its destiny.

When Nature works freely, the trouble fades—not because the world is made perfect, but because man awakens to see it was never broken. The rivers flow, the stars turn, and the soul rests at last in the arms of the infinite. So let us pause, let us listen, let us step aside. For in the silence of Nature’s freedom, we may yet hear the song that calls us home.

Όταν η Φύση Εργάζεται Ελεύθερα: Ένας Μυστικιστικός Διαλογισμός

Όταν η Φύση αφήνεται να υφαίνει τις σιωπηλές της κλωστές, ανεμπόδιστη από το χέρι του ανθρώπου, μια αρμονία αντηχεί κάτω από την επιφάνεια των πάντων—ένα τραγούδι παλαιότερο από τον χρόνο, ένας ρυθμός που δεν γνωρίζει αρχή και δεν αναζητά τέλος. Ο άνεμος χορεύει με τα φύλλα, τα ποτάμια χαράσσουν μόνα τους τις διαδρομές τους μέσα από την πέτρα, και τα αστέρια ιχνηλατούν τις τροχιές τους στο βελούδινο κενό. Κάθε πλάσμα, κάθε λεπίδα χόρτου, κάθε φευγαλέο σύννεφο βρίσκει τη θέση του σε αυτή τη μεγαλειώδη ταπισερί, ένα σχέδιο τόσο απέραντο και περίπλοκο που κανένας θνητός νους δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως τη λαμπρότητά του. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν υπάρχει αγώνας, δεν υπάρχει αντίσταση—μόνο η αιώνια γέννηση αυτού που είναι προορισμένο να γίνει.

Και όμως, ο άνθρωπος στέκει ξέχωρα, μια ανήσυχη σκιά που ρίχνει πάνω σε αυτή τη φωτεινή ύφανση. Με τα εργαλεία και τα όνειρά του, προσπαθεί να διορθώσει ό,τι αντιλαμβάνεται ως χαλασμένο, να τελειοποιήσει ό,τι θεωρεί ατελές. Χτίζει πύργους για να ανταγωνιστεί τα βουνά, φράγματα για να δαμάσει τα ποτάμια και μηχανές για να ξεπεράσει τον άνεμο. Ονομάζει αυτή την παρόρμηση πρόοδο, αυτή την επιθυμία να βελτιώσει, και όμως, με κάθε βήμα προς τα εμπρός, αφήνει πίσω του ένα ρήγμα. Εκεί όπου άλλοτε ένα δάσος τραγουδούσε με ζωή, τώρα απλώνεται μια άγονη πληγή· εκεί όπου ένα ποτάμι κυλούσε άγριο και ελεύθερο, τώρα στέκει μια στάσιμη λίμνη, πνιγμένη από τη φιλοδοξία του. Γιατί, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, η ανθρώπινη παρέμβαση τόσο συχνά ξετυλίγει ό,τι η Φύση έχει υφάνει με τόση υπομονή; Γιατί η επιθυμία του να δημιουργήσει τόσο συχνά καταστρέφει;

Οι μύστες της αρχαιότητας ίσως ψιθύριζαν πως αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά ένας καθρέφτης της ίδιας της διχασμένης φύσης της ψυχής. Μέσα στον άνθρωπο καίει μια σπίθα του θείου—μια λαχτάρα να διαμορφώσει, να γνωρίσει, να υπερβεί—και όμως, αυτή η σπίθα είναι δεμένη σε ένα σώμα από πηλό, δεμένο από φόβο, απληστία και την ψευδαίσθηση της διαίρεσης. Βλέπει τον εαυτό του χωριστά από τη Φύση, αφέντη της αντί για κλωστή στον ιστό της, και μέσα σε αυτή την ψευδαίσθηση βρίσκεται η ρίζα της ταραχής του. Όταν παρεμβαίνει, δεν βλέπει το σύνολο—βλέπει μόνο αποσπάσματα, τις δικές του επιθυμίες να αντανακλώνται πίσω του. Χτίζει έναν τοίχο και τον αποκαλεί καταφύγιο, χωρίς να σκέφτεται τον άνεμο που φιμώνει· κόβει ένα δέντρο και το αποκαλεί καύσιμο, τυφλός στη χορωδία ζωής που κάποτε συντηρούσε. Οι βελτιώσεις του γεννιούνται από ένα μισοσκόταδο, μια όραση πολύ στενή για να χωρέσει το άπειρο.

Η Φύση, στην ελευθερία της, δεν γνωρίζει τέτοιο διαχωρισμό. Είναι ο χορός των αντιθέτων συμφιλιωμένος—γέννηση και φθορά, φως και σκιά, θηρευτής και θήραμα—όλα στροβιλίζονται σε μια ενότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη κρίση. Ο λύκος δεν καταριέται το ελάφι που κυνηγά, ούτε το ποτάμι αγανακτεί με την πέτρα που διαβρώνει. Το καθένα παίζει τον ρόλο του, όχι από καθήκον, αλλά από ύπαρξη. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν υπάρχει ταραχή, δεν υπάρχει αγώνας—μόνο η αβίαστη ροή του πεπρωμένου που ξεδιπλώνεται. Ο σπόρος πέφτει, η ρίζα βυθίζεται, το λουλούδι ανθίζει, και ο άνεμος σκορπίζει τα πέταλά του για άλλη μια φορά. Δεν υπάρχει σπατάλη, δεν υπάρχει σφάλμα, μόνο ο ατελείωτος κύκλος της επιστροφής.

Αλλά ο άνθρωπος, παγιδευμένος στο ανήσυχο μυαλό του, δεν μπορεί να αντέξει αυτή την απλότητα. Βλέπει την πλημμύρα και την αποκαλεί χάος, την ξηρασία και την αποκαλεί καταστροφή. Επιζητεί να επιβάλει τη δική του τάξη, να αποσπάσει τον έλεγχο από τα χέρια του αόρατου. Και όμως, όσο περισσότερο αρπάζεται, τόσο περισσότερο χάνει. Τα χωράφια που οργώνει μαραίνονται κάτω από τη βιασύνη του· οι ουρανοί που διαπερνά βαραίνουν με τον καπνό του. Το πρόβλημά του δεν είναι η πράξη, αλλά η λήθη—γιατί έχει ξεχάσει ότι και αυτός είναι Φύση, παιδί της μήτρας της, όχι κατακτητής της. Οι μύστες θα έλεγαν ότι έχει αποκοιμηθεί στη δική του ουσία, ονειρευόμενος ένα όνειρο κυριαρχίας, ενώ η αλήθεια ψιθυρίζει κάτω από τα πόδια του.

Φαντάσου, για μια στιγμή, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος κάνει πίσω, όπου αφήνει τη Φύση να εργαστεί ελεύθερα ξανά. Τα ποτάμια θα ξαναβρίσκανε τις στροφές τους, τα δάση θα ορθώνονταν και πάλι σε σιωπηλό θρίαμβο, και ο αέρας θα αντηχούσε με τις φωνές της άγριας ζωής. Ο άνθρωπος δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα γινόταν πιο απαλός—τα χέρια του θα μάθαιναν να αγγίζουν ελαφρά, η καρδιά του να ακούει βαθιά. Θα έβλεπε ότι κάθε φύλλο, κάθε πέτρα, κάθε ανάσα είναι ένας δάσκαλος, που τον καθοδηγεί όχι να βελτιώσει, αλλά να ανήκει. Μέσα σε αυτή την παράδοση, δεν θα έβρισκε απώλεια, αλλά απελευθέρωση—μια επιστροφή στον τόπο που ποτέ δεν είχε πραγματικά εγκαταλείψει.

Και όμως, η ταραχή επιμένει, γιατί η παράδοση δεν είναι μικρό πράγμα. Ζητά από τον άνθρωπο αυτό που φοβάται περισσότερο: να εγκαταλείψει τις ψευδαισθήσεις του, να εμπιστευτεί το αόρατο, να αφήσει τον κόσμο να γυρίζει χωρίς τα ηνία του. Οι μύστες μας λένε πως αυτό είναι το μεγάλο έργο—όχι να χτίσεις ή να κατακτήσεις, αλλά να απογίνεις, να απογυμνωθείς από τα στρώματα της υπερηφάνειας και της διαίρεσης, μέχρι η ψυχή να σταθεί γυμνή μπροστά στο άπειρο. Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, δεν είναι ο άνθρωπος που θεραπεύει τον κόσμο, αλλά ο κόσμος που θεραπεύει τον άνθρωπο, τραβώντας τον ξανά στην αγκαλιά του.

Γιατί, λοιπόν, τόση ταραχή; Επειδή ο άνθρωπος είναι και η πληγή και το βάλσαμο, ο αναζητητής και το αντικείμενο της αναζήτησης. Οι παρεμβάσεις του είναι οι κραυγές του για νόημα, οι καταστροφές του οι εκκλήσεις του για ανήκειν. Καταστρέφει όχι από κακία, αλλά από μια λαχτάρα που δεν μπορεί να ονομάσει—μια λαχτάρα να αγγίξει το αιώνιο, να συγχωνευθεί με τον χορό που έχει λησμονήσει. Και έτσι σκοντάφτει, χτίζει, καταστρέφει, μέχρι που τελικά κουράζεται από τον ίδιο του τον αγώνα και στρέφει το βλέμμα του προς τα μέσα. Εκεί, μέσα στη σιγή, βρίσκει αυτό που η Φύση γνώριζε ανέκαθεν: ότι τα πάντα έχουν τη θέση τους, και κάθε θέση το πεπρωμένο της.

Όταν η Φύση εργάζεται ελεύθερα, η ταραχή ξεθωριάζει—όχι γιατί ο κόσμος γίνεται τέλειος, αλλά γιατί ο άνθρωπος αφυπνίζεται για να δει πως ποτέ δεν ήταν σπασμένος. Τα ποτάμια κυλούν, τα αστέρια γυρίζουν, και η ψυχή αναπαύεται επιτέλους στην αγκαλιά του απείρου. Ας σταθούμε, λοιπόν, ας ακούσουμε, ας κάνουμε στην άκρη. Γιατί μέσα στη σιωπή της ελευθερίας της Φύσης, ίσως ακούσουμε το τραγούδι που μας καλεί σπίτι.

 

 

 

 

 


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 18. Impurity
Monday, 22 December, 2025

Chapter 18. Impurity

 

The Island Within: A Meditation on Purity and Transcendence

 

In the vast ocean of existence, where waves of birth and death crash endlessly upon the shores of consciousness, there comes a moment when the seeker stands at the threshold of profound recognition. Like autumn leaves that have forgotten their greenness, the soul finds itself trembling before the great messengers of transformation, those silent heralds who remind us that all journeys toward embodiment must eventually turn homeward toward the infinite.

 

The ancients spoke of standing at the door of departure, that liminal space where the known world grows thin and transparent, revealing glimpses of what lies beyond. Here, in this pregnant pause between breaths, the traveler discovers a truth both terrifying and liberating: the provisions gathered for worldly journeys—wealth, reputation, the accumulated debris of desires—hold no currency in the realm that beckons. One cannot purchase passage with gold that tarnishes, nor can one carry forward the heavy baggage of unexamined living.

 

The Sacred Architecture of Self-Becoming

 

What, then, is the seeker to do when confronted with this poverty of preparation? The mystics whisper of an island, not fixed in any outer geography but rising from the depths of consciousness itself. This is no ordinary landmass, no mere refuge from the storm, but rather a sovereign territory of awareness—a place where the soul recognizes its own capacity for independence from the turbulent seas of craving and aversion that surround it.

 

To build this island is to engage in the most sacred of labors. It requires the steady, devoted application of wisdom, that luminous faculty which sees through appearances into the heart of things. The work is arduous, demanding the full presence of the artisan-soul, who must chisel away at the rock of ignorance with patient persistence. There is no hurrying this architecture of awakening; each stone of understanding must be carefully placed, each foundation of virtue solidly established.

 

When the accumulated sediments of impurity—those dark residues of unmindful action and clouded perception—are finally swept away by the wind of discernment, something miraculous emerges. The being, now free from the gravitational pull of guilt and confusion, discovers itself capable of ascending into realms previously unimagined. These are the heavenly worlds of the elect, not places located in some distant cosmic geography, but rather dimensions of consciousness available to those who have purified their vision.

 

The Alchemy of Purification

 

Consider the sacred craft of the metalworker, who stands before the forge with silver ore in hand. The master smith does not expect perfection to emerge in a single, dramatic gesture. Rather, with infinite patience and careful attention, the artisan heats the metal, watching as impurities rise to the surface. One by one, these dross elements are blown away—not all at once in some violent purging, but gradually, rhythmically, like breath itself. Little by little, from time to time, the work continues until what remains is pure, luminous, reflective of light.

 

So too must the seeker approach the purification of consciousness. The spiritual alchemy is not accomplished through dramatic renunciations or sudden conversions alone, but through the steady, incremental removal of that which obscures the soul's natural radiance. Each moment of mindfulness, each choice to act with integrity rather than impulse, each instance of seeing clearly rather than through the distorting lens of desire—these are the gentle breaths that blow away impurity.

 

Yet here lies a profound paradox that only the mystics truly understand: the very instrument meant to purify can become the source of corruption. Like iron, which spawns rust from its own substance and is thereby destroyed, so too can the seeker's own actions become the agent of downfall. The transgressor weaves a net from the threads of unmindful deeds, and this net becomes both prison and path—leading not toward liberation but deeper into the labyrinth of suffering.

 

The Subtlety of Corruption

 

In the realm of spiritual understanding, corruption wears many masks. There are the obvious taints—the neglect that allows prayer to become mere repetition empty of presence, the sloth that permits the body's vitality to decay, the thoughtlessness that renders the watchful mind dull and inattentive. These are the coarse impurities that even the beginner can recognize.

 

But there are subtler corruptions that escape notice, weaving themselves into the very fabric of daily existence. The seeker must cultivate a vision penetrating enough to perceive how even virtuous actions can be tainted when performed without wisdom, how beneficence itself can be corrupted by the greed for recognition or return. All ways, whether conventionally labeled good or evil, can become pathways to bondage when walked without awareness.

 

Among all possible taints, however, there exists one that towers above the rest like a mountain obscuring the sun: ignorance—that fundamental not-knowing which mistakes the transient for the eternal, the constructed for the real, the conditioned for the absolute. This is the greatest darkness, the primary obscuration from which all other confusions flow. To throw off this taint is not merely to acquire information but to undergo a transformation of understanding so complete that one's very mode of perceiving reality is revolutionized.

 

The Two Paths of Living

 

The contemplative tradition recognizes two fundamental modes of human existence, two paths that diverge in the garden of choice. One path is deceptively easy, requiring no courage, no self-examination, no confrontation with uncomfortable truths. This is the way of the shameless, those who live like crows—opportunistic, loud, taking what glitters without discerning its true value. Such individuals may appear bold, even heroic in their transgressions, but theirs is a wretched freedom, purchased at the cost of integrity and inner peace.

 

Life along this path may seem smooth initially, for it flows with the current of impulse and the tide of collective unconsciousness. Yet this ease is illusory, a temporary comfort that disguises the slow erosion of the soul's capacity for joy, meaning, and authentic connection.

 

The second path presents a stark contrast. Here, life reveals its difficulty to the modest seeker who continually seeks purity in thought, word, and deed. This individual moves through the world with disinterest in the clamoring demands of ego, maintaining an inner quietude that remains spotless even amid the chaos of existence. Intelligence here is not mere cleverness but a penetrating wisdom that recognizes the interdependence of all things and acts accordingly.

 

Why is this path so difficult? Because it requires constant vigilance, moment-by-moment awareness, the courage to swim against the current of collective conditioning. It demands the willingness to be unpopular, to stand alone if necessary, to choose truth over comfort repeatedly.

 

The Architecture of Self-Destruction

 

The mystical teachings identify specific behaviors that function like pickaxes, allowing the individual to excavate their own destruction even while living. To destroy life—whether through violence toward others or the slow suicide of unmindful living—is to sever oneself from the web of interconnection that sustains all beings. To speak untruth is to poison the well of communication from which all relationship drinks. To take what is not freely given is to violate the sacred boundaries that allow trust and cooperation to flourish.

 

Sexual transgression, the violation of committed relationships, represents a particularly insidious form of boundary dissolution, one that damages not only the immediate parties but sends ripples through families and communities. And the surrender to intoxication—that deliberate clouding of consciousness—represents perhaps the most direct assault on the very faculty needed for liberation.

 

Each of these actions serves to dig up one's own root, to undermine the foundation of wellbeing and spiritual progress. They are not violations of arbitrary rules imposed by external authority but rather organic consequences of misunderstanding the nature of reality itself.

 

The Poison of Comparison

 

In the contemplative life, a subtle poison often goes unnoticed: the tendency to measure one's path against another's, to fret about the provisions others receive while neglecting one's own inner work. This comparative consciousness finds no rest, for it is forever oscillating between envy and pride, never settling into the peace of acceptance.

 

The world, in its conventional operation, distributes its favors according to faith or pleasure—sometimes seemingly at random, often apparently unjust. But the seeker who has uprooted the very capacity for resentful comparison discovers a rest that persists both in daylight activity and nighttime repose. This is not the rest of inaction but the peace of one who has ceased the exhausting labor of constantly positioning oneself relative to others.

 

The Fire, the Shark, the Snare, the Torrent

 

The mystical tradition employs elemental imagery to convey the dangers that beset the path. There is no fire comparable to passion—that burning which consumes from within, never satisfied, always demanding more fuel. Like fire, passion transforms everything it touches, reducing complex realities to ash and char.

 

There is no predator as dangerous as hatred—that shark circling in the depths of consciousness, waiting to tear apart any possibility of peace or connection. Hatred sees enemies everywhere, finding perpetual justification for its aggression.

 

There is no trap as effective as folly—that snare woven from illusion and short-sightedness, which catches the unwary mind and holds it captive to repeated patterns of suffering. And there is no force as overwhelming as greed—that torrent which sweeps away discernment, carrying the grasping mind toward endless accumulation without satisfaction.

 

These four represent the primary obstacles to liberation, and the seeker must recognize them not as abstract concepts but as living forces active in consciousness.

 

The Mirror and the Shadow

 

A peculiar asymmetry characterizes human perception: the faults of others appear with crystalline clarity, while one's own faults remain conveniently obscured. Like a farmer winnowing grain, tossing chaff into the wind, the unaware individual readily identifies and broadcasts the shortcomings of neighbors, colleagues, strangers. Yet this same person conceals personal faults as skillfully as a cheat hides weighted dice from an opponent.

 

This dynamic is not mere hypocrisy but rather a structural feature of ego-consciousness, which must maintain its own coherence by projecting shadow material outward. The one who makes a habit of fault-finding and takes offense easily discovers that paradoxically, their own passions multiply. For in the very act of judging another, one strengthens the judgmental stance itself, moving further from the destruction of passion that is the goal of the path.

 

The Pathless Path

 

The authentic spiritual journey cannot be accomplished through mere external performances. There is no magical pathway through the air, no shortcuts that bypass the necessary inner work. A person does not become a true renunciate simply by adopting the robes and rituals of renunciation. The world—conventional, surface-level consciousness—delights endlessly in such vanities, mistaking appearance for substance.

 

But those who have truly awakened, those rare beings who have seen through the veil of appearances, stand free from such delusions. They recognize that no creatures possess eternal, unchanging essence; all beings arise and pass away in the vast dance of dependent origination. Yet the awakened themselves, having realized the deathless dimension, remain unshaken by this flux. They have found the island.

 

The Call to the Eternal Present

 

This, then, is the contemplative invitation: to build within oneself an island of awareness that remains stable amid the ocean of change. Not through denial of impermanence, but through recognition that within the very heart of change lies an unchanging capacity to witness, to know, to be present.

 

The work begins now, in this very moment. There is no provision needed except presence, no baggage to carry except awareness, no credential required except sincerity. The door of departure that once seemed to lead to annihilation is revealed instead as a threshold to transformation—a passageway not to non-existence but to a more authentic mode of being.

 

When impurities are blown away like dust from a mirror's surface, what remains is not emptiness but clarity—the soul's natural radiance, which has always been present but obscured. This radiance recognizes itself as both limited form and limitless awareness, both the wave and the ocean, both the island and the sea.

 

In this recognition lies the peace that transcends understanding, the freedom that requires no external validation, the love that needs no object. This is the mystical reality toward which all genuine spiritual practice points—not some distant future attainment but a present possibility, available in each breath, each moment of clear seeing, each choice to align with wisdom rather than confusion.

 

The path is walked one step at a time, yet each step contains the entirety of the journey. The island is built slowly, yet in each moment of authentic practice, it is already complete. This paradox cannot be resolved through logic but only through the direct experience of those who dare to make themselves sovereign in the midst of dissolution, wise in the face of ignorance, awake in the dream of existence.

 

Το Νησί Εντός: Ένας Διαλογισμός στην Καθαρότητα και την Υπέρβαση

Στον απέραντο ωκεανό της ύπαρξης, όπου τα κύματα της γέννησης και του θανάτου σκάζουν ασταμάτητα στις ακτές της συνείδησης, έρχεται μια στιγμή όπου ο αναζητητής στέκεται στο κατώφλι μιας βαθιάς αναγνώρισης. Σαν τα φθινοπωρινά φύλλα που έχουν ξεχάσει το πράσινό τους, η ψυχή βρίσκεται να τρέμει μπροστά στους μεγάλους αγγελιοφόρους της μεταμόρφωσης, αυτούς τους σιωπηλούς κήρυκες που μας υπενθυμίζουν ότι όλα τα ταξίδια προς την ενσάρκωση πρέπει τελικά να στραφούν προς το σπίτι, προς το άπειρο.

Οι αρχαίοι μιλούσαν για το να στέκεται κανείς στην πόρτα της αναχώρησης, εκείνο τον οριακό χώρο όπου ο γνωστός κόσμος γίνεται λεπτός και διαφανής, αποκαλύπτοντας ματιές από ό,τι βρίσκεται πέρα. Εδώ, σε αυτή την έγκυο παύση ανάμεσα στις αναπνοές, ο ταξιδιώτης ανακαλύπτει μια αλήθεια ταυτόχρονα τρομακτική και απελευθερωτική: τα εφόδια που συγκεντρώθηκαν για τα κοσμικά ταξίδια — πλούτος, φήμη, τα συσσωρευμένα συντρίμμια των επιθυμιών — δεν έχουν καμία αξία στο βασίλειο που καλεί. Δεν μπορεί κανείς να αγοράσει πέρασμα με χρυσό που αμαυρώνεται, ούτε να κουβαλήσει μπροστά το βαρύ φορτίο μιας ανεξέταστης ζωής.

Η Ιερή Αρχιτεκτονική της Αυτο-Γένεσης

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνει ο αναζητητής όταν αντιμετωπίζει αυτή την φτώχεια προετοιμασίας; Οι μυστικοί ψιθυρίζουν για ένα νησί, όχι σταθερό σε καμία εξωτερική γεωγραφία αλλά αναδυόμενο από τα βάθη της ίδιας της συνείδησης. Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο κομμάτι γης, ούτε απλή καταφυγή από την καταιγίδα, αλλά μάλλον ένα κυρίαρχο έδαφος επίγνωσης — ένα μέρος όπου η ψυχή αναγνωρίζει την ίδια της την ικανότητα για ανεξαρτησία από τις ταραγμένες θάλασσες της λαχτάρας και της απέχθειας που την περιβάλλουν.

Το να χτίσει κανείς αυτό το νησί σημαίνει να εμπλακεί στην πιο ιερή από τις εργασίες. Απαιτεί την σταθερή, αφοσιωμένη εφαρμογή της σοφίας, εκείνης της φωτεινής ικανότητας που βλέπει πέρα από τις εμφανίσεις στην καρδιά των πραγμάτων. Η εργασία είναι κοπιαστική, απαιτώντας την πλήρη παρουσία της ψυχής-τεχνίτη, που πρέπει να σμιλεύει τον βράχο της άγνοιας με υπομονετική επιμονή. Δεν υπάρχει βιάση σε αυτή την αρχιτεκτονική της αφύπνισης· κάθε πέτρα κατανόησης πρέπει να τοποθετηθεί προσεκτικά, κάθε θεμέλιο αρετής να εδραιωθεί σταθερά.

Όταν τα συσσωρευμένα ιζήματα της ακαθαρσίας — εκείνα τα σκοτεινά κατάλοιπα της απρόσεκτης δράσης και της θολωμένης αντίληψης — σαρωθούν τελικά από τον άνεμο της διάκρισης, κάτι θαυμαστό αναδύεται. Το ον, πλέον ελεύθερο από την βαρυτική έλξη της ενοχής και της σύγχυσης, ανακαλύπτει τον εαυτό του ικανό να ανυψωθεί σε βασίλεια προηγουμένως αδιανόητα. Αυτά είναι οι ουράνιοι κόσμοι των εκλεκτών, όχι μέρη τοποθετημένα σε κάποια μακρινή κοσμική γεωγραφία, αλλά μάλλον διαστάσεις συνείδησης διαθέσιμες σε όσους έχουν καθαρίσει την όρασή τους.

Η Αλχημεία της Καθαρότητας

Σκεφτείτε την ιερή τέχνη του μεταλλουργού, που στέκεται μπροστά στη φωτιά με αργυρομετάλλευμα στο χέρι. Ο δάσκαλος σιδηρουργός δεν περιμένει η τελειότητα να αναδυθεί σε μια μοναδική, δραματική χειρονομία. Αντίθετα, με άπειρη υπομονή και προσεκτική προσοχή, ο τεχνίτης θερμαίνει το μέταλλο, παρακολουθώντας τις ακαθαρσίες να ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Μία προς μία, αυτά τα απόβλητα στοιχεία φυσούνται μακριά — όχι όλα μαζί σε κάποια βίαιη κάθαρση, αλλά σταδιακά, ρυθμικά, σαν την ίδια την αναπνοή. Σιγά σιγά, από καιρό σε καιρό, η εργασία συνεχίζεται μέχρι να μείνει καθαρό, φωτεινό, ανακλαστικό του φωτός.

Έτσι ακριβώς πρέπει και ο αναζητητής να προσεγγίσει την κάθαρση της συνείδησης. Η πνευματική αλχημεία δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω δραματικών αποκηρύξεων ή ξαφνικών μεταστροφών, αλλά μέσω της σταθερής, σταδιακής αφαίρεσης εκείνου που σκιάζει την φυσική ακτινοβολία της ψυχής. Κάθε στιγμή ενσυνειδητότητας, κάθε επιλογή να δράσει κανείς με ακεραιότητα αντί για παρόρμηση, κάθε περίσταση να βλέπει καθαρά αντί μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της επιθυμίας — αυτές είναι οι ήπιες αναπνοές που φυσούν μακριά την ακαθαρσία.

Ωστόσο εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο που μόνο οι μυστικοί κατανοούν αληθινά: το ίδιο το εργαλείο που προορίζεται να καθαρίσει μπορεί να γίνει πηγή διαφθοράς. Σαν τον σίδηρο, που γεννά σκουριά από την ίδια του την ουσία και έτσι καταστρέφεται, έτσι και οι πράξεις του ίδιου του αναζητητή μπορούν να γίνουν ο παράγοντας της πτώσης. Ο παραβάτης υφαίνει ένα δίχτυ από τις κλωστές των απρόσεκτων πράξεων, και αυτό το δίχτυ γίνεται ταυτόχρονα φυλακή και μονοπάτι — οδηγώντας όχι προς την απελευθέρωση αλλά βαθύτερα στον λαβύρινθο του πόνου.

Η Λεπτότητα της Διαφθοράς

Στο βασίλειο της πνευματικής κατανόησης, η διαφθορά φοράει πολλές μάσκες. Υπάρχουν οι προφανείς μολύνσεις — η παραμέληση που επιτρέπει την προσευχή να γίνει απλή επανάληψη άδεια παρουσίας, η νωθρότητα που επιτρέπει την ζωτικότητα του σώματος να φθίνει, η απροσεξία που καθιστά το άγρυπνο νου θαμπό και απρόσεκτο. Αυτές είναι οι χονδροειδείς ακαθαρσίες που ακόμα και ο αρχάριος μπορεί να αναγνωρίσει.

Αλλά υπάρχουν πιο λεπτές διαφθορές που διαφεύγουν της προσοχής, υφαίνοντας τον εαυτό τους στο ίδιο το ύφασμα της καθημερινής ύπαρξης. Ο αναζητητής πρέπει να καλλιεργήσει μια όραση αρκετά διεισδυτική για να αντιληφθεί πώς ακόμα και ενάρετες πράξεις μπορούν να μολυνθούν όταν εκτελούνται χωρίς σοφία, πώς η ίδια η ευεργεσία μπορεί να διαφθαρεί από την πλεονεξία για αναγνώριση ή ανταπόδοση. Όλοι οι δρόμοι, είτε συμβατικά χαρακτηρισμένοι καλοί είτε κακοί, μπορούν να γίνουν μονοπάτια δεσμεύσης όταν βαδίζονται χωρίς επίγνωση.

Ανάμεσα σε όλες τις πιθανές μολύνσεις, ωστόσο, υπάρχει μία που υψώνεται πάνω από τις υπόλοιπες σαν βουνό που σκιάζει τον ήλιο: η άγνοια — εκείνη η θεμελιώδης μη-γνώση που μπερδεύει το παροδικό με το αιώνιο, το κατασκευασμένο με το πραγματικό, το εξαρτημένο με το απόλυτο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο σκοτάδι, η πρωταρχική απόκρυψη από την οποία ρέουν όλες οι άλλες συγχύσεις. Το να αποτινάξει κανείς αυτή τη μόλυνση δεν είναι απλώς να αποκτήσει πληροφορίες αλλά να υποστεί μια μεταμόρφωση κατανόησης τόσο πλήρη που ο ίδιος ο τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας επαναστατικοποιείται.

Οι Δύο Δρόμοι της Ζωής

Η διαλογιστική παράδοση αναγνωρίζει δύο θεμελιώδεις τρόπους ανθρώπινης ύπαρξης, δύο δρόμους που αποκλίνουν στον κήπο της επιλογής. Ο ένας δρόμος είναι απατηλά εύκολος, δεν απαιτεί θάρρος, αυτοεξέταση, αντιμετώπιση άβολων αληθειών. Αυτός είναι ο δρόμος των αναιδών, εκείνων που ζουν σαν κοράκια — καιροσκόποι, θορυβώδεις, παίρνοντας ό,τι γυαλίζει χωρίς να διακρίνουν την αληθινή του αξία. Τέτοια άτομα μπορεί να φαίνονται τολμηρά, ακόμα και ηρωικά στις παραβάσεις τους, αλλά η δική τους είναι μια άθλια ελευθερία, αγορασμένη με το τίμημα της ακεραιότητας και της εσωτερικής ειρήνης.

Η ζωή σε αυτόν τον δρόμο μπορεί να φαίνεται ομαλή αρχικά, γιατί ρέει με το ρεύμα της παρόρμησης και το κύμα της συλλογικής ασυνειδησίας. Ωστόσο αυτή η ευκολία είναι ψευδαισθητική, μια προσωρινή παρηγοριά που συγκαλύπτει την αργή διάβρωση της ικανότητας της ψυχής για χαρά, νόημα και αυθεντική σύνδεση.

Ο δεύτερος δρόμος παρουσιάζει μια έντονη αντίθεση. Εδώ, η ζωή αποκαλύπτει τη δυσκολία της στον σεμνό αναζητητή που συνεχώς επιδιώκει καθαρότητα στη σκέψη, τον λόγο και την πράξη. Αυτό το άτομο κινείται στον κόσμο με αδιαφορία για τις θορυβώδεις απαιτήσεις του εγώ, διατηρώντας μια εσωτερική ησυχία που παραμένει άσπιλη ακόμα και μέσα στο χάος της ύπαρξης. Η νοημοσύνη εδώ δεν είναι απλή εξυπνάδα αλλά μια διεισδυτική σοφία που αναγνωρίζει την αλληλεξάρτηση όλων των πραγμάτων και δρα αναλόγως.

Γιατί είναι αυτός ο δρόμος τόσο δύσκολος; Επειδή απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, επίγνωση στιγμή προς στιγμή, το θάρρος να κολυμπά κανείς κόντρα στο ρεύμα της συλλογικής προσαρμογής. Απαιτεί την προθυμία να είναι κανείς αντιδημοφιλής, να στέκεται μόνος αν χρειάζεται, να επιλέγει την αλήθεια αντί για την άνεση επανειλημμένα.

Η Αρχιτεκτονική της Αυτο-Καταστροφής

Οι μυστικές διδασκαλίες προσδιορίζουν συγκεκριμένες συμπεριφορές που λειτουργούν σαν αξίνες, επιτρέποντας στο άτομο να σκάψει την ίδια του την καταστροφή ενώ ακόμα ζει. Το να καταστρέφει κανείς τη ζωή — είτε μέσω βίας προς τους άλλους είτε μέσω της αργής αυτοκτονίας της απρόσεκτης ζωής — είναι να αποκόπτει τον εαυτό του από τον ιστό αλληλεξάρτησης που συντηρεί όλα τα όντα. Το να λέει ψέματα είναι να δηλητηριάζει το πηγάδι της επικοινωνίας από το οποίο πίνουν όλες οι σχέσεις. Το να παίρνει ό,τι δεν δίνεται ελεύθερα είναι να παραβιάζει τα ιερά όρια που επιτρέπουν την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία να ανθίσουν.

Η σεξουαλική παράβαση, η παραβίαση δεσμευμένων σχέσεων, αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερα ύπουλη μορφή διάλυσης ορίων, που βλάπτει όχι μόνο τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη αλλά στέλνει κύματα μέσα σε οικογένειες και κοινότητες. Και η παράδοση στην μέθη — εκείνη η σκόπιμη θόλωση της συνείδησης — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο άμεση επίθεση στην ίδια την ικανότητα που χρειάζεται για την απελευθέρωση.

Κάθε μία από αυτές τις πράξεις χρησιμεύει στο να ξεριζώνει κανείς την ίδια του τη ρίζα, να υπονομεύει το θεμέλιο της ευεξίας και της πνευματικής προόδου. Δεν είναι παραβιάσεις αυθαίρετων κανόνων που επιβάλλονται από εξωτερική αυθεντία αλλά μάλλον οργανικές συνέπειες της παρεξήγησης της φύσης της πραγματικότητας της ίδιας.

Το Δηλητήριο της Σύγκρισης

Στη διαλογιστική ζωή, ένα λεπτό δηλητήριο συχνά περνά απαρατήρητο: η τάση να μετρά κανείς τον δρόμο του σε σχέση με τον άλλου, να ανησυχεί για τα εφόδια που λαμβάνουν οι άλλοι ενώ παραμελεί την ίδια του την εσωτερική εργασία. Αυτή η συγκριτική συνείδηση δεν βρίσκει ανάπαυση, γιατί ταλαντώνεται ασταμάτητα ανάμεσα σε φθόνο και υπερηφάνεια, ποτέ δεν εγκαθίσταται στην ειρήνη της αποδοχής.

Ο κόσμος, στην συμβατική του λειτουργία, διανέμει τις χάρες του σύμφωνα με πίστη ή ευχαρίστηση — μερικές φορές φαινομενικά τυχαία, συχνά φαινομενικά άδικα. Αλλά ο αναζητητής που έχει ξεριζώσει την ίδια την ικανότητα για αγανακτισμένη σύγκριση ανακαλύπτει μια ανάπαυση που επιμένει τόσο στην ημερήσια δραστηριότητα όσο και στην νυχτερινή ξεκούραση. Αυτή δεν είναι η ανάπαυση της αδράνειας αλλά η ειρήνη εκείνου που έχει σταματήσει την εξαντλητική εργασία του να τοποθετεί συνεχώς τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους.

Η Φωτιά, ο Καρχαρίας, η Παγίδα, ο Χείμαρρος

Η μυστική παράδοση χρησιμοποιεί στοιχειακές εικόνες για να μεταδώσει τους κινδύνους που παραμονεύουν στο μονοπάτι. Δεν υπάρχει φωτιά συγκρίσιμη με το πάθος — εκείνη η καύση που καταναλώνει από μέσα, ποτέ ικανοποιημένη, πάντα απαιτώντας περισσότερο καύσιμο. Σαν τη φωτιά, το πάθος μεταμορφώνει ό,τι αγγίζει, μειώνοντας σύνθετες πραγματικότητες σε στάχτη και κάρβουνο.

Δεν υπάρχει αρπακτικό τόσο επικίνδυνο όσο το μίσος — εκείνος ο καρχαρίας που κυκλοφορεί στα βάθη της συνείδησης, περιμένοντας να διαμελίσει κάθε δυνατότητα ειρήνης ή σύνδεσης. Το μίσος βλέπει εχθρούς παντού, βρίσκοντας αέναη δικαιολογία για την επιθετικότητά του.

Δεν υπάρχει παγίδα τόσο αποτελεσματική όσο η ανοησία — εκείνο το δίχτυ υφαντό από ψευδαίσθηση και μυωπία, που πιάνει το απρόσεκτο νου και το κρατά αιχμάλωτο σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα πόνου. Και δεν υπάρχει δύναμη τόσο συντριπτική όσο η πλεονεξία — εκείνος ο χείμαρρος που σαρώνει την διάκριση, παρασύροντας τον αρπακτικό νου προς ατελείωτη συσσώρευση χωρίς ικανοποίηση.

Αυτά τα τέσσερα αντιπροσωπεύουν τα πρωταρχικά εμπόδια στην απελευθέρωση, και ο αναζητητής πρέπει να τα αναγνωρίσει όχι ως αφηρημένες έννοιες αλλά ως ζωντανές δυνάμεις ενεργές στη συνείδηση.

Ο Καθρέφτης και η Σκιά

Μια ιδιόμορφη ασυμμετρία χαρακτηρίζει την ανθρώπινη αντίληψη: τα ελαττώματα των άλλων εμφανίζονται με κρυστάλλινη σαφήνεια, ενώ τα δικά μας ελαττώματα παραμένουν βολικά κρυμμένα. Σαν τον αγρότη που λιχνίζει το σιτάρι, πετώντας τα άχυρα στον άνεμο, το μη συνειδητό άτομο εύκολα προσδιορίζει και διαλαλεί τα ελαττώματα γειτόνων, συναδέλφων, ξένων. Ωστόσο το ίδιο αυτό άτομο κρύβει τα προσωπικά ελαττώματα με την ίδια επιδεξιότητα που ένας απατεώνας κρύβει ζαβωμένα ζάρια από τον αντίπαλο.

Αυτή η δυναμική δεν είναι απλή υποκρισία αλλά μάλλον ένα δομικό χαρακτηριστικό της συνείδησης του εγώ, που πρέπει να διατηρήσει την ίδια της την συνοχή προβάλλοντας το υλικό σκιάς προς τα έξω. Εκείνος που κάνει συνήθεια την εύρεση ελαττωμάτων και προσβάλλεται εύκολα ανακαλύπτει ότι παραδόξως, τα δικά του πάθη πολλαπλασιάζονται. Γιατί στην ίδια την πράξη της κρίσης ενός άλλου, ενισχύει κανείς την ίδια την κριτική στάση, απομακρυνόμενος περαιτέρω από την καταστροφή του πάθους που είναι ο στόχος του δρόμου.

Το Μονοπάτι Χωρίς Μονοπάτι

Το αυθεντικό πνευματικό ταξίδι δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω απλών εξωτερικών επιδόσεων. Δεν υπάρχει μαγικό μονοπάτι στον αέρα, καμία συντόμευση που παρακάμπτει την απαραίτητη εσωτερική εργασία. Ένα άτομο δεν γίνεται αληθινός αποκηρυκτής απλώς υιοθετώντας τα ράσα και τις τελετουργίες της αποκήρυξης. Ο κόσμος — η συμβατική, επιφανειακή συνείδηση — ευχαριστιέται ατελείωτα με τέτοιες ματαιοδοξίες, μπερδεύοντας την εμφάνιση με την ουσία.

Αλλά εκείνοι που έχουν αληθινά αφυπνιστεί, εκείνα τα σπάνια όντα που έχουν δει πέρα από το πέπλο των εμφανίσεων, στέκονται ελεύθεροι από τέτοιες ψευδαισθήσεις. Αναγνωρίζουν ότι κανένα πλάσμα δεν κατέχει αιώνια, αμετάβλητη ουσία· όλα τα όντα αναδύονται και παρέρχονται στον απέραντο χορό της εξαρτημένης γένεσης. Ωστόσο οι αφυπνισμένοι οι ίδιοι, έχοντας συνειδητοποιήσει την αθάνατη διάσταση, παραμένουν ακλόνητοι από αυτή τη ροή. Έχουν βρει το νησί.

Η Κλήση προς το Αιώνιο Παρόν

Αυτή, λοιπόν, είναι η διαλογιστική πρόσκληση: να χτίσει κανείς μέσα στον εαυτό του ένα νησί επίγνωσης που παραμένει σταθερό μέσα στον ωκεανό της αλλαγής. Όχι μέσω άρνησης της ατέλειας, αλλά μέσω αναγνώρισης ότι μέσα στην ίδια την καρδιά της αλλαγής κρύβεται μια αμετάβλητη ικανότητα να μαρτυρεί, να γνωρίζει, να είναι παρούσα.

Η εργασία αρχίζει τώρα, σε αυτή ακριβώς τη στιγμή. Δεν χρειάζεται κανένα εφόδιο εκτός από παρουσία, κανένα φορτίο να κουβαλήσει εκτός από επίγνωση, κανένα διαπιστευτήριο εκτός από ειλικρίνεια. Η πόρτα της αναχώρησης που κάποτε φαινόταν να οδηγεί σε αφανισμό αποκαλύπτεται αντ' αυτού ως κατώφλι μεταμόρφωσης — ένα πέρασμα όχι προς την μη-ύπαρξη αλλά προς έναν πιο αυθεντικό τρόπο ύπαρξης.

Όταν οι ακαθαρσίες φυσούνται μακριά σαν σκόνη από την επιφάνεια ενός καθρέφτη, αυτό που μένει δεν είναι κενό αλλά σαφήνεια — η φυσική ακτινοβολία της ψυχής, που ήταν πάντα παρούσα αλλά σκιασμένη. Αυτή η ακτινοβολία αναγνωρίζει τον εαυτό της ως ταυτόχρονα περιορισμένη μορφή και απεριόριστη επίγνωση, ως το κύμα και τον ωκεανό, ως το νησί και τη θάλασσα.

Σε αυτή την αναγνώριση κρύβεται η ειρήνη που υπερβαίνει την κατανόηση, η ελευθερία που δεν απαιτεί εξωτερική επικύρωση, η αγάπη που δεν χρειάζεται αντικείμενο. Αυτή είναι η μυστική πραγματικότητα προς την οποία στοχεύει κάθε γνήσια πνευματική πρακτική — όχι κάποια μακρινή μελλοντική απόκτηση αλλά μια παρούσα δυνατότητα, διαθέσιμη σε κάθε αναπνοή, κάθε στιγμή καθαρής όρασης, κάθε επιλογή να ευθυγραμμιστεί με τη σοφία αντί για τη σύγχυση.

Το μονοπάτι βαδίζεται βήμα βήμα, ωστόσο κάθε βήμα περιέχει το σύνολο του ταξιδιού. Το νησί χτίζεται αργά, ωστόσο σε κάθε στιγμή αυθεντικής πρακτικής, είναι ήδη πλήρες. Αυτό το παράδοξο δεν μπορεί να λυθεί μέσω λογικής αλλά μόνο μέσω της άμεσης εμπειρίας εκείνων που τολμούν να γίνουν κυρίαρχοι μέσα στη διάλυση, σοφοί απέναντι στην άγνοια, αφυπνισμένοι στο όνειρο της ύπαρξης.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~