CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Sunday, August 7, 2022

Υπερβατική Πραγματικότητα

 


Η Μία Πραγματικότητα που τα περιλαμβάνει όλα


Η Εσωτερική Θεώρηση

Υπάρχει στην Εσωτερική Παράδοση μια Αντικειμενική Αντίληψη της Πραγματικότητας που προέρχεται από την ολοκληρωτική και χωρίς συνθήκες Βίωση της Πραγματικότητας (μια Άμεση Ανόθευτη και Πλήρης Θέαση της Πραγματικότητας, όπως είναι) κι όχι από κάποια υπό όρους αντίληψη ή νοητική σύλληψη. Είναι η Αλήθεια. Αυτή η Υπερβατική Εμπειρία προσεγγίζεται στις διάφορες Παραδόσεις μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες και σε συγκεκριμένα φιλοσοφικά και γλωσσικά πλαίσια με τους εκάστοτε αντίστοιχους  γνωσιολογικούς όρους. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι σε όποια Παράδοση κι αν «εμβαθύνουμε» θα φτάσουμε τελικά στην Μία Γενική Αντικειμενική Αλήθεια. Αυτή η Αλήθεια αποτελεί την «Καρδιά» όλων των Παραδόσεων κι όλων των σοβαρών (κι όχι επιφανειακών) θρησκευτικών προσεγγίσεων της Πραγματικότητας.

Μπορούμε να το δούμε αυτό στην απλή παράθεση (και εκ των πραγμάτων συγκριτική θεώρηση) των σημαντικότερων Εσωτερικών Παραδόσεων, του Βουδισμού, της Βεδάντα, του Γιόγκα, του Χριστιανικού Μυστικισμού (όπου θα αναφερθούμε σε τρεις σημαντικές μορφές του Μυστικισμού, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη του 6ου αιώνα, τον Μάιστερ Έκχαρτ του (13ου) 14ου αιώνα και του Ιάκωβο Μπέμε του (16ου) 17ου αιώνα).

Αυτό που μας ενδιαφέρει (και σε αυτό που θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή) είναι, σε όλες αυτές τις Παραδόσεις ο Ορισμός Μιας Μοναδικής Πραγματικότητας, που είναι η Πραγματικότητα (το Θεμέλιο, το Στήριγμα κι η Ύστατη Ουσία) της Φαινομενικής Πραγματικότητας. Δεν μας ενδιαφέρει μια απλή ή αναλυτική παρουσίαση των Παραδόσεων. Άλλωστε αναφερόμαστε συνέχεια σε αυτές τις Διδασκαλίες.

Βουδισμός

Ο Βουδισμός είναι, και από Εσωτερική άποψη και θρησκειολογικά, η πιο σημαντική Παράδοση-Φιλοσοφική Διδασκαλία-Θρησκεία για πολλούς λόγους. Αυτό δεν μειώνει την αξία των άλλων Παραδόσεων. Ο Βουδισμός, στην «ιστορική» γνωσιολογική εξέλιξή του «επαναδιατυπώθηκε» σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης νοημοσύνης, από το πιο   εξωτερικό-ρεαλιστικό μέχρι το πιο «αφηρημένο»: Βουδισμός (νοημοσύνη στραμμένη στο «εξωτερικό»), Μαντυαμάκα (Διαλεκτική Νοημοσύνη), Γιογκακάρα (Αντικειμενική Νοημοσύνη), Τσαν-Ζεν (Πραγματική Νοημοσύνη). Αυτό δείχνει όχι μόνο την πλήρη ανάπτυξη αυτής της Διδασκαλίας, αλλά και την ολοκληρωμένη προσέγγιση της Πραγματικότητας, από διάφορες σκοπιές. Αυτό ήταν απαραίτητο γιατί ο Βουδισμός απευθύνονταν σε όλες τις «κατηγορίες» των ανθρώπων, σε όποιο επίπεδο κι αν ανήκαν. Όλα αυτά ισχύουν μέχρι σήμερα και θα ισχύουν πάντα. Κι αυτό αποδεικνύει την «Διαχρονικότητα» της Βουδιστικής Διδασκαλίας.

Σε όλες τις «Σχολές» της Βουδιστικής Φιλοσοφίας (Γνωσιολογίας) η Πραγματικότητα είναι Μία, Μη-δυαδική.

Στον Βουδισμό Υπάρχει μόνο Μία Πραγματικότητα, το Ασαμσκρίτα (το Βασίλειο του Ασαμσκρίτα, Ουντάνα, VIII, I, 1ος αιώνας π.Χ.) που «περιλαμβάνει» όλα τα φαινόμενα-σαμσκρίτα. Η Αλήθεια των φαινομένων ολοκληρώνεται στο Νιρβάνα, στην πλήρη διάλυση της άγνοιας, της αυταπάτης. Έτσι αποδεικνύεται ουσιαστικά ότι Νιρβάνα και Σαμσάρα είναι τελικά Μία Πραγματικότητα, η Πραγματικότητα. Για τον Φωτισμένο «νου» τα φαινόμενα δεν είναι ούτε μια άλλη πραγματικότητα, ούτε «εμπόδιο», είναι απλά δραστηριότητες, πραγματικές κι ονειρικές ταυτόχρονα.

Στο Μαντυαμάκα Υπάρχει μόνο Μία Πραγματικότητα, το Σουνυάτα (Κενότητα), το Χωρίς Ιδιότητες αλλά Πλήρες από Ζωή Υπόβαθρο, που αφήνει την «ανάδυση» των φαινομένων χωρίς να Αλλοιώνεται. Η Διαλεκτική Ανάλυση αποκαλύπτει την πραγματική «ουσία» των φαινομένων που είναι η Κενότητα.

Στο Γιαγκακάρα δεν Υπάρχει παρά Μόνον-Συνείδηση (Μόνον-Νους). Τα φαινόμενα «αναδύονται» και «διαλύονται» στην Απεραντοσύνη της Συνείδησης, όπως στον Ουρανό σχηματίζονται συμπυκνώσεις-σύννεφα, που διαλύονται πάλι στον Ανοιχτό Ουρανό.

Στο Τσαν-Ζεν Υπάρχει Μόνο η Φωτισμένη Φύση του Βούδα, η Ανοιχτή Συνείδηση, ο Ασύλληπτος Αρχέγονος Νους που Ρέει Αιώνια Χωρίς να εμποδίζεται από τίποτα. Το «σταμάτημα» σε κάποια αντίληψη δημιουργεί την άγνοια, την διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Η «αποκατάσταση» ελευθερώνει την Ζωή.

Τελικά, στον Βουδισμό, δεν έχει σημασία που είμαστε (ποια είναι η «δεδομένη συνείδηση»). Όποιο Μονοπάτι («Σχολή») κι αν πάρουμε Αναδυόμαστε στην Μία Πραγματικότητα, είτε το ονομάζουμε Νιρβάνα, είτε Κενότητα, είτε Μόνο-Συνείδηση, είτε Φύση του Βούδα.

Στην πραγματικότητα, όταν σταθούμε «ακίνητοι» (τι σημαίνει πραγματικά αυτό χρειάζεται μια εξήγηση) και δούμε κατανοούμε την Μοναδική Πραγματικότητα γιατί είναι μέσα στην «Φύση» μας να κατανοούμε, πηγαία, αυθόρμητα κι ανεμπόδιστα.

Η «Πειθαρχία», η «Άσκηση», οι «πρακτικές» κι όλα αυτά που αναλύονται αιώνες τώρα χρειάζονται μόνο για να «απεμπλακεί» ο δυαδικός-νους από την λανθασμένη αντίληψη. Τελικά αυτό που «πραγματοποιείται» είναι ήδη η «Φύση» μας, εξαρχής και για πάντα. Η «άγνοια» είναι πάντα ένα παροδικό φαινόμενο.

Βεδάντα

Σύμφωνα με την Διδασκαλία της Αντβάιτα Βεδάντα Υπάρχει Μία και Μοναδική Πραγματικότητα, το Βράχμαν, που τα Περιλαμβάνει Όλα, και τα Φαινόμενα. Είναι η Αρχέγονη Πραγματικότητα που Δημιουργεί, Διατηρεί και Αποσύρει Μέσα της το σύμπαν. Είναι το Θείο Έδαφος της ύπαρξης, κάθε ύπαρξης (Divine Ground of all being). Υπάρχει Μία Πραγματικότητα, όχι δύο (το Βράχμαν και τα Φαινόμενα). Τα Φαινόμενα δεν είναι παρά Δραστηριότητα, Κίνηση της Πραγματικότητας μέσα στον Χώρο και τον Χρόνο. Υπάρχουν μόνο σαν Στιγμιαία Φαινόμενα που δεν αφήνουν ίχνη αλλά «κληροδοτούν» ιδιότητες στα επόμενα φαινόμενα (κι έτσι υπάρχει συνέπεια και συνέχεια στην Δημιουργία). Τα Φαινόμενα όχι μόνο είναι εξαρτημένα από την Πραγματικότητα αλλά δεν έχουν καν δική τους ουσία, δεν είναι ξεχωριστές υπάρξεις. Το Σύμπαν (όλοι οι κόσμοι) δεν προέρχεται απλά από το Βράχμαν, είναι το Βράχμαν, Δραστηριότητες του Βράχμαν. Μόνο ο δυαδικός (συγχυσμένος) νους βλέπει τα φαινόμενα σαν κάτι ξεχωριστό από την Πραγματικότητα, σαν μια άλλη πραγματικότητα. Προφανώς αυτή η «οπτική» είναι λανθασμένη. Η Αλήθεια των Φαινομένων δεν είναι στα Φαινόμενα αλλά στην πίσω από αυτά Πραγματικότητα. Αλλιώς, η Πραγματικότητα είναι το Αιώνιο, πίσω και πέρα από το φαινομενικό.

Όταν η Συνείδηση Αναδύεται στην Πραγματικότητα βλέπει ότι υπάρχει μόνο Μία και Μοναδική Πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι μόνο βιωματικά μπορούμε να Προσεγγίσουμε την Πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να την «αντιληφθούμε», ούτε να την νοήσουμε (να σχηματίσουμε κάποια έννοια για Αυτήν). Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να την βρούμε στην εξωτερική εμπειρία, στους κατώτερους κόσμους.

Αν Υπάρχει Μόνο Μία Πραγματικότητα, κι αν Είμαστε Ήδη Αυτή η Πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να γίνουμε κάτι, να πραγματοποιήσουμε κάτι. Αν αυτό σημαίνει την πλήρη απόσυρση από τον εξωτερικό κόσμο των φαινομένων, την «διάλυση» όλων των δραστηριοτήτων που «παράγουν» φαινόμενα, τότε ναι, δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Η Πραγματικότητα Αναδύεται από Μόνη της. Όταν όμως δεν Είμαστε Καθαρή Συνείδηση αλλά είμαστε ήδη εμπλεκόμενοι στα φαινόμενα, πιστεύουμε ότι είμαστε κάτι (διαφορετικό από την Πραγματικότητα) κι ότι πρέπει να βιώσουμε την Πραγματικότητα, κλπ. Έτσι λειτουργεί ο δυαδικός νους που δίνει πίστη (κι αληθοφάνεια) στα φαινόμενα.

Στην πραγματικότητα η Τζνάνα (ή η Τζνάνα Γιόγκα) δεν έχει τίποτα να κάνει με άσκηση, πειθαρχία, προσπάθεια, επίτευξη, οτιδήποτε. Το Αληθινό Σαμάντι Πραγματοποιείται όταν εγκαταλείπονται όλες οι λανθασμένες ιδέες. Κι είναι όλες οι ιδέες λανθασμένες. Αυτός ο Δρόμος οδηγεί στην πλήρη κενότητα (από την άποψη του δυαδικού νου) ή στην Πλήρη Απελευθέρωση, στην Αληθινή Ελευθερία (από την άποψη του αφυπνισμένου νου).

Η Συνείδηση στο Σαμάντι είναι Πλήρως Ακίνητη (Still, Ακίνητη, Ήσυχη, Ήρεμη) αλλά σε Πλήρη Εγρήγορση, σε Πλήρη Επαφή και σε Πλήρη «Ανταπόκριση» προς τα Φαινόμενα. Η Πραγματικότητα που Βιώνουμε είναι Πλήρης, τα Περιλαμβάνει Όλα (και τα Φαινόμενα) αλλά τα Βλέπει με την Ορθή Ματιά, δεν «παραπλανάται» πιά. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της Μη-δυαδικής Εμπειρίας.

Sarvam khalvidam brahma, "Όλα αυτά είναι Βράχμαν" (Chandogya Upanishad 3.14.1). Έχει ειπωθεί πριν αιώνες. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα δεν κατανοούν.

Γιόγκα

Ο Πανταζάλι ξεκινά το «Γιόγκα-Σούτρας» με τέσσερις λέξεις που λένε τα πάντα (αν μπορείς να κατανοήσεις). «Γιόγκα Τσίττα Βρίττι Νιρόντχα», «Γιόγκα είναι η εξάλειψη των διακυμάνσεων του νου»,  (Γ.Σ. Ι,2). Εδώ εμπεριέχεται μια Ολόκληρη Φιλοσοφία, μια Πλήρης Πνευματική Πρακτική κι ένα Εσωτερικό Βίωμα της Πραγματικότητας.

Τι είναι για τον Πανταζάλι «Τσίττα»; Τι είναι «βρίττις»; Τι ακριβώς σημαίνει «νιρόντχα»;

Το «Τσίττα» είναι η Αρχή της Συνείδησης, η Απόλυτη Συνείδηση. Έχει την ίδια εσωτερική έννοια που έχει το «Τσιτταμάτρα» (Μόνον-Νους) στο Βουδιστικό Γιογκακάρα. Είναι η Καθαρή Συνείδηση. Υπάρχει μόνο Καθαρή Συνείδηση. Η Ανθρώπινη Συνείδηση είναι Καθαρή Συνείδηση, Χωρίς Ιδιότητες, Πέρα από τον Χώρο, Πέρα από τον Χρόνο.

Τι είναι λοιπόν αυτό που «διαφοροποιεί» τις υπάρξεις; Τι είναι αυτό που «διαφοροποιεί» την «δεδομένη συνείδηση» που βιώνει ο άνθρωπος από την Καθαρή Συνείδηση; Είναι τα «βρίττις», το «περιεχόμενο» της Συνείδησης, οι «διακυμάνσεις». Οι «διακυμάνσεις» δημιουργούν τις αντικειμενικές καταστάσεις και τις υποκειμενικές εμπειρίες, όλη αυτή την ποικιλία των κόσμων και της ζωής.

Η Μόνη Πραγματικότητα είναι η Καθαρή Συνείδηση, Αυτό που Βλέπει η Καθαρή Συνείδηση, που περιλαμβάνει κι όλες τις δραστηριότητες, τα βρίττις, την ποικιλία των φαινομένων.

Έτσι όταν μιλάμε για τον Άνθρωπο μιλάμε για την Καθαρή Συνείδηση που έχει και λειτουργεί μέσα από ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο (τα βρίττις). Λειτουργώντας ο άνθρωπος, όχι σαν Καθαρή Συνείδηση αλλά μέσα από το «περιεχόμενο» προφανώς βλέπει μια αλλοιωμένη πραγματικότητα.

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να βιώσει την Πραγματικότητα, να Δει Καθαρά, θα πρέπει να μείνει Ακίνητος, Ήρεμος, Ήσυχος, Σιωπηλός (στην σκέψη), Χωρίς εγώ. Αυτό περιγράφει την Οδό, τα Στάδια, τα Σκαλοπάτια, που οδηγούν στην εξάλειψη των βρίττις που σχετίζονται με το σώμα, τις αισθήσεις, το νου, την αίσθηση της ύπαρξης.

Στην πραγματικότητα, εφόσον η Καθαρή Συνείδηση είναι το Μόνο Σταθερό Υπόβαθρο της Ύπαρξης κι οι «διακυμάνσεις» (που «διαφοροποιούν» την ύπαρξη) είναι πρόσκαιροι σχηματισμοί, δεν θα έπρεπε να υπάρχει δυσκολία στην εγκατάλειψη όλων των απατηλών φαινομένων. Αυτό που στην πραγματικότητα δεσμεύει τους ανθρώπους δεν είναι ο κόσμος (που έτσι κι αλλιώς ακολουθεί την πορεία του), είναι οι προσωπικές ταυτίσεις με καταστάσεις και συμπεριφορές. Το πρόβλημα δεν είναι στην σχέση μας με τον κόσμο, είναι στις υποκειμενικές αυταπάτες που πρέπει να απορριφθούν. Όταν όλα αυτά εξαντληθούν η Πραγματικότητα Φαίνεται όπως Είναι, Ολόκληρη, εμπεριέχοντας και τα φαινόμενα.

Χριστιανικός Μυστικισμός

Διονύσιος Αρεοπαγίτης

Ο μοναδικός αντικειμενικός όρος (για την μυστική σκέψη του Διονυσίου) που μπορεί να «προσεγγίσει» την Μοναδική Πραγματικότητα, τον Θεό, είναι ο «Θείος Γνόφος». Η Πραγματικότητα είναι Υπερβατική, πέραν κάθε Αντίληψης και Νόησης και κάθε έννοιας υπαρκτού. Ό,τι Υπάρχει («Θεός», Δημιουργία, Κόσμοι, Οντότητες, Άνθρωπος…) είναι «Θεοφάνεια», «Ενδείξεις Θεού», Ενέργειες ή Δραστηριότητες, Ίχνη Φαινομένων του Θεού. Έτσι η Αληθινή Γνώση της Πραγματικότητας (του Θεού) δεν μπορεί παρά να είναι Αποφατική, πρέπει να Υπερβούμε κάθε αντιληπτική ή φαινομενική πραγματικότητα, να Εισέλθουμε Βιωματικά στον «Θείο Γνόφο». Δια της «Αγνωσίας» γνωρίζουμε, βιώνουμε το Ασύλληπτο Μυστήριο της Θείας Πραγματικότητας.  Εδώ μιλάμε για Άμεση Εμπειρία, Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας κι όχι για κάποιο αντιληπτικό περιεχόμενο. Η Πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτικό αντικείμενο. Στην Οδό της Καταφατικής Γνώσης δεν γνωρίζουμε παρά φαινόμενα. Προφανώς δεν είναι αυτή η Αληθινή Οδός.

Έτσι, μόνο με την Άμεση Εμπειρία, με την Βιωματική Θέαση της Πραγματικότητας (κι όχι μέσω της Αντίληψης, της Νόησης, ή της Αίσθησης) μπορούμε να Προσεγγίσουμε την Αντικειμενική Αλήθεια, Υπερβαίνοντας κάθε «Θεοφάνεια». Η «Θεοφάνεια» (άσχετα με το «που», το «πότε», το «πως», ή το «γιατί», που «απασχολούν» τον ανθρώπινο στοχασμό) Θεμελιώνεται, Στηρίζεται κι Αναφέρεται στην Πραγματικότητα. Είναι Θεία Ενέργεια (Ενέργειες), Δραστηριότητες, Φαινόμενα με Ορίζοντα την Πραγματικότητα. Δεν είναι Αληθινή ή Ψεύτικη, είναι απλά ένα «Γίγνεσθαι» που Εξαντλείται στην Πραγματικότητα που είναι η Πηγή του.

Τι είναι λοιπόν, μέσα στην μυστική σύλληψη του Διονυσίου  η «Οντότητα», ο «Άνθρωπος»; Δεν υπάρχει παρά Μια  Μοναδική Πραγματικότητα και «θεοφάνειες» που  πηγάζουν, ενυπάρχουν και τελειώνονται στην Πραγματικότητα. Ο Άνθρωπος είναι η Πραγματικότητα που «εμφανίζεται», σαν «θεοφάνεια» μέσα στον Χώρο, τον Χρόνο και τις ιδιαίτερες συνθήκες και καταστάσεις. Ο Άνθρωπος Ολοκληρώνεται μέσα στην Πραγματικότητα. Δεν υπάρχει άλλη Οδός.

Για την Μυστική Θεολογία του Διονυσίου, έχουν γραφεί πολλά και σε πανεπιστημιακούς διαδρόμους και σε γραφεία αναζητητών, άλλοτε εμπνευσμένα κι άλλοτε ανόητα. Το σημαντικό είναι να Βαδίσει κάποιος την Αποφατική Οδό ο ίδιος, να έχει Άμεση Θέαση της Πραγματικότητας ο ίδιος. Τότε θα κατανοήσει όχι μόνο τον Διονύσιο αλλά τα πάντα.

Μάιστερ Έκχαρτ

Για τον Έκχαρτ υπάρχει Μια Μοναδική Πραγματικότητα που ονομάζει Θεμέλιο (Grund) του Παντός και των Πάντων. Είναι η Θεότητα (Gottheit) που «Δημιουργεί» τα Πάντα, τον Θεό (Gott), τους Κόσμους, τα όντα και τις οντότητες. Είναι το «Βάθος» των Πάντων. Είναι ταυτόχρονα η «άρνηση της αρνήσεως» (η πλήρης εξάλειψη της αντίληψης), το «μηδέν» (της δυαδικής συνηθισμένης αντίληψης).

Από το Μη Αντιληπτό Βάθος της Θεότητας εξέρχονται σαν «απορροές» τα Πάντα. Το Βάθος είναι το Βάθος των Πάντων, κάθε οντότητας, είναι η Πραγματικότητά τους.

Τελικός Σκοπός όλης της Δημιουργίας κι όλων των όντων είναι η Επιστροφή στο Βάθος, στην Αρχική Ενότητα της Θεότητας στην Αιώνια Ζωντανή Ακινησία που είναι Χωρίς Ιδιότητες, Όρους και Όρια.

 Ο Άνθρωπος στην Μυστική Σκέψη του Έκχαρτ δεν είναι παρά το Βάθος, η Θεότητα, που Εκδηλώνεται στην «Δημιουργία», στους Κόσμους. Αυτό σημαίνει το «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του βιβλίου «Γέννεσις». Αυτό σημαίνει ότι ο Άνθρωπος έχει μέσα του τον Θείο Σπινθήρα, ένα Αδημιούργητο  Στοιχείο, που είναι πέρα από τον Χώρο και τον Χρόνο, πέρα από κάθε φαινομενική ύπαρξη.

Ο Έκχαρτ, στα Γερμανικά Κηρύγματά του που απευθύνονταν σε μύστες και πιστούς βεβαιώνει πολλές φορές ότι το Βάθος της Ψυχής, του Ανθρώπου (Grund) είναι Αυτό το Ίδιο το Θεϊκό Βάθος (Grund): «Στο βάθος της ψυχής, εκεί το βάθος του θεού και το βάθος της ψυχής είναι ένα βάθος» (Eckhart, Meister. Die Deutschen Werke. I. σελ. 253,5-6).

Στην πραγματικότητα ο Έκχαρτ μιλά για μια Μοναδική Πραγματικότητα, που είναι η Πραγματικότητα όλων των Φαινομένων της Δημιουργίας. Άδικα θα χαρακτηριζόταν σαν «πανθεϊστής». Κι ενώ μιλά για κάτι που Βιώνει ο ίδιος σαν Βάθος, για κάτι που μπορεί να βιώσει κάθε άνθρωπος στο Βάθος της οντότητάς του δεν γίνεται κατανοητός από τους ανθρώπους που ακολουθούν την δυαδική αντίληψη της πραγματικότητας και κατηγορείται για αιρετικός. Το ερώτημα, επτά αιώνες μετά παραμένει πάντα το ίδιο: Είναι η Αλήθεια αιρετική; Φυσικά δεν περιμένουμε απάντηση από τους δυαδικούς ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα δεν κατανοούν τον Έκχαρτ. Ακόμα και ακαδημαϊκοί μελετητές είναι μακριά από την Αλήθεια του Έκχαρτ.

Κατανοώντας ορθά την αντίληψη του Έκχαρτ για την Μία Μοναδική Πραγματικότητα που είναι η Πραγματικότητα όλων των Φαινομένων της Δημιουργίας μπορούμε να αντιληφθούμε το πραγματικό περιεχόμενο της «μυστικής ένωσης (unio mystica). Μέσα στην Μυστική Αντίληψη του Έκχαρτ είναι δυνατή η Βίωση του Βάθους της Ύπαρξης που είναι το Μοναδικό Βάθος της Θεότητας. Με την απόσυρση από τον κόσμο, με την Υπέρβαση όλων των φαινομένων της Δημιουργίας, φτάνουμε στο Υπέρτατο Άγνωστο, στο Θεμέλιο των Πάντων. Όπως λέει ο Έκχαρτ: «εδώ το βάθος του θεού είναι το δικό μου βάθος και το δικό μου βάθος είναι το βάθος του θεού» ( Eckhart, Meister. Die Deutschen Werke. I. σελ. 90 ).

Αν ακολουθήσουμε την δυαδική σκέψη και θεωρήσουμε τον Θεό διαφορετικό από τον άνθρωπο η «ένωση» με τον Θεό καθίσταται προβληματική. Δεν ξεπερνιέται η δυαδικότητα.

Ιάκωβος Μπέμε

Η Υπέρτατη Πραγματικότητα, στην Μυστική σκέψη του Μπέμε είναι η Άβυσσος της Ενότητας (Abyss), το Αρχέγονο Τίποτα, η Πρωτογενής Θεότητα, το Θείο Τίποτα, Μία Ζωντανή Πραγματικότητα, που Υπάρχει από Μόνη της, Μόνη της, Ολοκληρωμένη. Είναι το Ungrund, το Απόλυτο της Αποφατικής Θεολογίας, η Θεότητα (το Grund, το Gottheit του Μάιστερ Έκχαρτ). Ungrund σημαίνει Αυτό που δεν Στηρίζεται Πουθενά, το Ελεύθερο, το Άπειρο, η Δυνατότητα του Παντός, το Αδιαφοροποίητο Απόλυτο, που είναι Χωρίς Ιδιότητες και περιγραφή.

Το Ungrund Γεννά τα Πάντα, τα Περιέχει και τα «Αφομοιώνει». Όλα αυτά που «Εμφανίζονται» είναι το Grund (Θεμέλιο, Βάση, Λόγος). Έτσι «Γεννιέται» ο Θεός (Ο Τριαδικός Θεός), οι Τρεις Κόσμοι (ο Ουράνιος Κόσμος, ο Αόρατος Νοητικός-Αστρικός Κόσμος, ο Εξωτερικός Κόσμος των Αισθήσεων, τα όντα και τα πράγματα.. Όλα αυτά δεν είναι παρά Δραστηριότητες, Σχηματισμοί στο Ανέγγιχτο Φόντο του Ungrund. Έτσι έχουμε Μια Μοναδική Πραγματικότητα, το Ungrund (Uncreated, Unformed, το Ασχημάτιστο), που «Δέχεται» Μέσα του το Grund (Created, Formed, το Σχηματισμένο). Το Σχηματισμένο Βασίζεται, Συντηρείται κι Αναφέρεται στο Ασχημάτιστο. Δεν είναι παρά «Ένδειξη», Σύμβολο του Ασχημάτιστου. Η «Αλήθεια» του Σχηματισμένου είναι το Ασχημάτιστο. Έτσι σε Αυτή την Κατάσταση δεν υπάρχει καμία δυαδικότητα.

Αν το Ungrund, το Άκτιστο, Αδημιούργητο, είναι η Μοναδική Πραγματικότητα, η Αλήθεια κάθε Ύπαρξης, Φαινομένου, Όντος και πράγματος, τότε κι ο Άνθρωπος δεν είναι παρά Αυτό, το Ungrund, που εκδηλώνεται με «μορφή». Πως λοιπόν «προσανατολίζεται» ο άνθρωπος, που βαδίζει, που κατευθύνεται;

Η «Γέννηση» του Θεού Φέρνει το Φως στην Δημιουργία, στους Κόσμους και στα όντα. Αλλά όπου υπάρχει Φως υπάρχει και Σκιά. Κι όσο «κατερχόμαστε» στους Κόσμους το Σκοτάδι «πυκνώνει».

Ο Άνθρωπος Οφείλει να Ακολουθήσει την Οδό του Φωτός. Αυτή είναι η Αληθινή Θρησκεία κι αυτή είναι η Μοναδική Ιερή Πράξη, η θρησκεία της καρδιάς που γίνεται βίωμα και πράξη.

Ο Άνθρωπος Οφείλει να Ανυψωθεί πάνω από τους Κόσμους, μαζί με τον Θεό στην Άπειρη Θεότητα του Ungrund.

Είναι σίγουρο (και μπορεί να αποδειχθεί) ότι η Μυστική Σκέψη του Μπέμε είναι αυθεντική, πηγαία κι είναι εξολοκλήρου «δική» του. Κατά περίεργο τρόπο η Διδασκαλία του για το Ungrund, Grund μοιάζει με την Διδασκαλία του Βούδα για το Ασαμσκρίτα-σαμσκρίτα. Επίσης η Διδασκαλία για την Πρωτογεννή Θεότητα και τον Θεό που «Γεννιέται» μοιάζει με την Βεδαντική Διδασκαλία για το Απρόσωπο Βράχμαν και το Προσωπικό Τριμούρτι. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλες τέτοιες «ομοιότητες». Αυτές οι «ομοιότητες» δεν οφείλονται σε επηρεασμό ή δανεισμό. Οφείλονται στο απλό γεγονός ότι όλοι οι Μύστες, σε όλες τις Παραδόσεις, βιώνουν την Μία Μοναδική Πραγματικότητα, την Μία Εσωτερική Αλήθεια.

Η Ερμηνεία της Εικόνας

Υπάρχει Μία Μόνο Πραγματικότητα. Το «Φαινόμενο» έχει μόνο μία ουσία, μία αλήθεια που διαλύεται στην Πραγματικότητα.

Η Πραγματικότητα Είναι Χωρίς Ιδιότητες, για αυτό η Λευκότητα, που Συμβολίζει πάντα το Αγνό, το Καθαρό, το Ανόθευτο,  το Ανοιχτό, το Ελεύθερο, το Ανεμπόδιστο, το Πλήρες  και Ολοκληρωμένο, την Μακαριότητα.

Το «Φαινόμενο» παριστάνεται σαν Ανοιχτός Κύκλος για να δείξει ακριβώς ότι ο Ορίζοντας του Φαινομένου Διαλύεται στο Πραγματικό. Το «Όριο» κι η «Ολοκλήρωση» του Φαινομένου είναι η Πραγματικότητα.

Ταυτόχρονα ο Κύκλος υποδεικνύει ότι η Ζωή του Φαινομενικού Πηγάζει από την Απεραντοσύνη της Πραγματικότητας και «Καταλήγει» πίσω στην Πηγή της.

Συνάμα φανερώνεται η εξελικτική πορεία του Φαινομενικού προς την Ολοκλήρωση μέσα στο Πραγματικό και Αποσαφηνίζεται η Οδός της Κατανόησης, η Πρακτική Οδός για όσους εμπλέκονται ακόμα μέσα στην δυαδικότητα.

Τελικά η Πραγματικότητα Είναι Μία, Όλα. Δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες (η Πραγματικότητα κι η Αυταπάτη) παρά μόνο για τον δυαδικό νου.

Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Αγαπητοί φίλοι, η «ανώτερη επίγνωση» που πραγματοποίησαν όλοι οι (σοβαροί) οπαδοί του εσωτερισμού είναι τελείως διαφορετική από την «επίγνωση του συνηθισμένου ανθρώπου»...

Η ανώτερη, διαφωτισμένη, επίγνωση, είναι άμεση, «εξωδιανοητική» σύλληψη της Πραγματικότητας.

Η απελευθερωμένη (από τους προσωπικούς μηχανισμούς που παραμορφώνουν) επίγνωση, κατ’ αρχήν αντιλαμβάνεται τον εαυτό σαν μέρος Μίας Ευρύτερης Αντικειμενικής Πραγματικότητας: σαν κέντρο επίγνωσης του Παγκόσμιου Αντικειμενικού... (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται ή απορροφάται στο Όλον).

Αυτή η Ευρύτερη Αντίληψη, συμπεριλαμβάνει, αλλά ξεπερνά τον φυσικό κόσμο.

Οι πληροφορίες από τον φυσικό κόσμο περνούν μέσα από τους διανοητικούς μηχανισμούς χωρίς επεξεργασία, (χωρίς να αναφέρονται σε ένα εγώ, χωρίς διανοητική ανάλυση, χωρίς αντιληπτική παραμόρφωση): Αντιλαμβάνεται από τον φυσικό κόσμο, απλά, αυτό που είναι.

Μία τέτοια επίγνωση βιώνει μόνο το τώρα (και δεν διασκορπίζεται στην φαντασία του αύριο και την μνήμη του χθες)...

Η μη-διαφωτισμένη επίγνωση του συνηθισμένου ανθρώπου λειτουργεί τελείως διαφορετικά.

Κατ’ αρχήν η επίγνωση λειτουργεί όχι σαν αυτόνομη επίγνωση, αλλά μόνο μέσα από τους παραμορφωτικούς προσωπικούς μηχανισμούς.

Όλες οι πληροφορίες αναφέρονται στο εγώ και συσχετίζονται με το εγώ. Αυτό είναι μία σύνθετη διαδικασία που απαιτεί χρόνο (έστω και ελάχιστο): Έτσι εκδηλώνεται η πρώτη παραμόρφωση κι όλα γίνονται «υποκειμενικά».

Εκδηλώνεται, επιπρόσθετα, όχι μόνο η πρωτογενής διανοητική αντίληψη που υποκειμενικοποιεί, αλλά και διανοητική δραστηριότητα, σκέψη, φαντασία, μνήμη, και συνεχής επεξεργασία των πληροφοριών, για να κωδικοποιηθούν, να κατηγοριοποιηθούν, κλπ...

Εκδηλώνεται ακόμα μία διαρκής επιλεκτική πρόσληψη, των φυσικών γεγονότων.

Μία μη-διαφωτισμένη επίγνωση προσπαθεί να μεταφέρει όλες τις πληροφορίες στο εγώ και να τις συσχετίσει με το εγώ κι έτσι υποκειμενικοποιεί τα πάντα... Ακόμα και την μεταφυσική εμπειρία μίας ανώτερης επίγνωσης, προσπαθεί να την αναφέρει στο εγώ, την υποκειμενικοποιεί, κι επειδή αδυνατεί να «συλλάβει» έξω από το υποκείμενο, πιστεύει ότι «κανένας δεν μπορεί»... (Αυτό όμως δεν το λέει η Λογική του Αριστοτέλη...)...

Αγαπητοί φίλοι, όλοι οι (σοβαροί) οπαδοί του εσωτερισμού άσκησαν κάποιες πρακτικές, ακριβώς για να ξεπεράσουν τους προσωπικούς παραμορφωτικούς μηχανισμούς (εγώ, διανόηση, επιλεκτική αντίληψη)... Παραδείγματα:

Οι χριστιανοί ησυχαστές μιλούν ακριβώς για τον έλεγχο και το ξεπέρασμα των τριών ειδών λογισμού, των σύνθετων-εμπαθών, των ανθρωπίνων, και των «αγγελικών», (που αντιστοιχούν ακριβώς στους τρεις μηχανισμούς που αναφέραμε, την επιλεκτική αντίληψη, τον διανοητικό σχολιασμό και την εμμονή στο εγώ), για να φτάσουν στον απελευθερωμένο, καθαρό νου: Μόνο ο καθαρός νους μπορεί να αντιληφθεί την Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, τον Θεό... Ο Θεός Είναι Μία Ζωντανή Πραγματικότητα στην Οποία «κοινωνούμε»... Με την εσωτερική πορεία σε αυτή την ανώτερη επίγνωση φτάνουμε ως την τελική Ένωση με τον Θεό...

Οι βουδιστές, πραγματοποιούν, κατ’ αρχήν, τα εξωτερικά ντυάνα για να εξουδετερώσουν ακριβώς τις διαδικασίες, σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα, (που αντιστοιχούν ακριβώς στους τρεις μηχανισμούς που αναφέραμε, την επιλεκτική αντίληψη, τον διανοητικό σχολιασμό και ην εμμονή στο εγώ), και να φτάσουν σε μία ανώτερη επίγνωση μίας ευρύτερης πραγματικότητας... Με τα εσωτερικά σαμαππάτι ξεπερνούν τις τρεις καταστάσεις της ανώτερης επίγνωσης για να φτάσουν στην Κατάσταση Ασαμσκρίτα (Αδημιούργητο), πραγματοποιώντας το τελικό νιρβάνα...

Και σε όλες τις άλλες θρησκείες ασκούν παρόμοιες πρακτικές και φτάνουν σε ίδια αποτελέσματα...

Το τελικό συμπέρασμα, αγαπητοί φίλοι, είναι ότι μιλάμε για «Μία Υποκρυπτόμενη Ευρύτερη Αντικειμενική Πραγματικότητα» που για να «αποκαλυφθεί» στην δική μας επίγνωση θα πρέπει η επίγνωσή μας να απελευθερωθεί από τους προσωπικούς, παραμορφωτικούς μηχανισμούς...

Αυτό που Πραγματοποιούμε είναι «μία Υπερβατική Κατάσταση»... κι από εδώ αρχίζει η Αληθινή Ζωή...

Όλοι οι μεγάλοι διδάσκαλοι, όπως ο Βούδας, ο Λάο Τσέ, ο Ιησούς, ο Πλάτωνας, ο Πλωτίνος, κι άλλοι, έδειξαν τον δρόμο...

Όποιος θέλει ακολουθεί...

Μία Σημείωση...

Η επίγνωση είναι αυτό που έχουμε όλοι μας: αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε, ότι είμαστε εδώ, ότι ζούμε...

Αλλά αυτή η επίγνωση σε μας λειτουργεί περιορισμένα, μέσα από ένα κέντρο-εγώ, τον διανοητικό σχολιασμό, την επιλεκτική αντίληψη, κλπ...

Η διαφώτισή μας, η απελευθέρωσή μας από αυτούς τους μηχανισμούς, μεταθέτει την επίγνωσή μας σε ένα κέντρο διαφορετικό από το εγώ (σε μία ανώτερη αντίληψη της ατομικότητας...)... που όμως επειδή είναι ελεύθερο συνδέεται με την Ευρύτερη Παγκόσμια Επίγνωση...

Αυτή η ανώτερη επίγνωση επειδή αποτελεί ακριβώς ένα κέντρο επίγνωσης (ατομικότητα) του Παγκόσμιου, συμμετέχει στην Αντικειμενική Πραγματικότητα (που Αποκαλύπτεται εδώ), στο μέτρο που μπορεί κατ’ αρχήν... Όσο διευρύνεται η επίγνωση, καταργώντας και τους εσωτερικούς περιοριστικούς μηχανισμούς της νέας ατομικότητάς μας, τόσο πλαταίνει η επίγνωση του Παγκόσμιου, μέχρι την πλήρη μεταμόρφωσή μας, μέχρι την πλήρη θέωση....

Στην παρούσα φάση η επίγνωση συνδέεται με τον εγκέφαλο που είναι φαινόμενο της ζωής, που αναδύθηκε με την οργάνωση, από την ανόργανη ύλη... που στο βάθος δεν είναι η συμπαγής ύλη που βλέπουμε με τα μάτια, αλλά ενέργεια... που κάπου αλλού έχει την πηγή της....

Όταν η επίγνωση απελευθερώνεται από τους προσωπικούς μηχανισμούς (που έχουν πλήρη αντιστοιχία σε λειτουργίες του εγκεφάλου, συμμετέχει σε κάτι Άλλο, έξω από τον εγκέφαλο: Είναι και εδώ (συνδεδεμένη με τον εγκέφαλο) και όχι εδώ, σαν κέντρο επίγνωσης του Παγκόσμιου, του Αντικειμενικού... (Γι’ αυτό λέω ότι η «τοπολογία του Θεού» είναι ψευδοπρόβλημα... αφού ο Θεός αποκαλύπτεται και στην δική μας επίγνωση, που συνδέεται με τον εγκέφαλο, και την Υπερβαίνει...)...

Μία τέτοια επίγνωση μπορεί να επιβιώσει του αποχωρισμού από το σώμα (θάνατος)...

Κι όλες οι επιγνώσεις επιβιώνουν στα πλαίσια της Υποκρυπτόμενης Πραγματικότητας, συμμετέχοντας σε διάφορους βαθμούς επίγνωσης, από την πλήρη επίγνωση, μέχρι την μη-επίγνωση... κι αυτή είναι η πραγματική έννοια των μεταφυσικών κόσμων, του παράδεισου, της κόλασης, κλπ... είναι βαθμοί επίγνωσης... του Θεού...

Τέλος, «πως» και «γιατί» η Επίγνωση, που είναι δραστηριότητα, ενέργεια, (ένα Υπερβατικό Νοείν, σε αντιστοιχία με το δικό μας περιορισμένο νοείν) «μεταμορφώνεται» σε δημιουργία, φύση και αναδύεται ξανά από την φύση πάλι προς τον Εαυτό της... αυτά είναι πολύ μακριά από την παρούσα συζήτηση... Και ο Πλάτωνας και ο Πλωτίνος και ο Χέγκελ κι άλλοι φιλόσοφοι προσπάθησαν να μιλήσουν γι’ αυτά... Σε μας τους άλλους μένει να επαληθεύσουμε αυτές τις «θεωρίες» ή να τις απορρίψουμε... πάντως δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~