CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 23 November, 2025

Sunday, November 5, 2017

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ 4


1. Οντολογία της Ψυχής
2. Φαινομενολογία της Ψυχής
3. Τα Μυστήρια, η Εσωτερική Παράδοση κι η εξωτερική διδασκαλία
~~~
4. Η Διδασκαλία, ο Νόμος, η Εντολή κι ο άνθρωπος

Όταν ο Ιησούς λέει "εγώ και ο πατήρ εν εσμέν" (Ιωάννης: 10,30), ή ότι είναι στους Κόλπους του Πατέρα, ή ότι εξήλθε από τον Πατέρα για να έρθει στο κόσμο, όταν μιλάει για τον Ουρανό και τον κόσμο, το Άνω (Άνωθεν) και το κάτω, το βασίλειο το δικό του (στους ουρανούς) και τον κόσμο, το Φως και το σκοτάδι, ή διαχωρίζει το εκ Θεού από το εκ του κόσμου, προφανώς αναφέρεται σε καταστάσεις (ή εμπειρίες) που δεν βιώνει ο συνηθισμένος άνθρωπος. Πως μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε (κι όχι να "ερμηνεύσουμε) τα λόγια του Ιησού;
Ο συνηθισμένος άνθρωπος που λειτουργεί με την διανόηση (μέσα στην δυαδικότητα και τον διαχωρισμό) εξαντικειμενοποιεί τα πάντα (όντα, καταστάσεις, πράγματα). Αδυνατώντας να συλλάβει ότι ο Ιησούς μιλάει για Αντικειμενικές Καταστάσεις της Ψυχής, θεωρεί τον Ιησού (που βιώνει τη Ένωση με τον Θεό) σαν υπερφυσικό ον  και όσα λέει έξω από τη δική του δυνατότητα (κι εμπειρία). Κι έτσι χτίζει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από τον Θεό, τον Υιό του Θεού, τον Ουρανό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, κλπ. Αλλά η χριστιανική μυθολογία δεν περιγράφει την πραγματικότητα, περιγράφει όσα φαντάζονται οι άνθρωποι (θεολόγοι κι απλοί χριστιανοί) για την πραγματικότητα.
Ποια είναι όμως η αλήθεια; Όταν ο Ιησούς λέει "εγώ και ο πατήρ εν εσμέν" δηλώνει άμεσα ότι "βρίσκεται" στους Κόλπους του Πατέρα πέραν της Δημιουργίας. Ταυτόχρονα όμως αυτός ο παράξενος άνθρωπος (του οποίου γνωρίζουμε και τον τόπο καταγωγής, και τους δικούς του και την ζωή του) είναι εδώ, ολοζώντανος, με σώμα, μέσα στην Δημιουργία, μπροστά στους συγχρόνους του. Τι ακριβώς συμβαίνει; Ο Ιησούς Βιώνει μια Μοναδική Πραγματικότητα που τα Περιλαμβάνει όλα. Βρίσκεται ταυτόχρονα έξω από την Δημιουργία και παράλληλα "λειτουργεί" μέσα της. Προφανώς για τον Ιησού δεν υπάρχει έξω και μέσα, δεν βιώνει τέτοιους διαχωρισμούς (γιατί η Συνείδησή του δεν υπόκειται σε τέτοιους "περιορισμούς"). Ενώ Είναι Ελεύθερος από την Δημιουργία ταυτόχρονα ενεργεί μέσα στα φαινόμενα. Για αυτόν η Πραγματικότητα είναι Ενιαία, ταυτόχρονα Υπερβατική και ταυτόχρονα περιλαμβάνουσα τα φαινόμενα. Για τους ανθρώπους όμως που ζουν "μέσα στην Δημιουργία" υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στο Εκτός της Δημιουργίας και εντός της Δημιουργίας (λόγω των "περιορισμών" της συνείδησής τους).
Στη πραγματικότητα (για τον Ιησού) η "είσοδος" στην Δημιουργία και η "έξοδος" από την Δημιουργία αντιμετωπίζεται σαν "συνειδησιακό γεγονός". Δεν υπάρχει παρά μονάχα η Παγκόσμια Πραγματικότητα του Θεού κι όλα αυτά που εμφανίζονται σαν φαινόμενα υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στη "Σκέψη του Θεού", σαν αντιληπτικά, συνειδησιακά γεγονότα, αδημιούργητα στην πραγματικότητα, αν δώσουμε στην λέξη δημιουργία ένα κυριολεκτικό απόλυτο νόημα, σαν κάτι που "γίνεται" έξω από τον Θεό, έξω από την Άκτιστη Ουσία, σαν "κτιστή δημιουργία", ξεχωριστή από τον Θεό. Στην πραγματικότητα αυτή την αντίληψη έχουν όσοι βιώνουν τον "διαχωρισμό" και με την διανόησή τους εξαντικειμενοποιούν τα πάντα. Η "είσοδος" στην Δημιουργία βιώνεται από τον Ιησού (κι όποιον έχει ανάλογη εμπειρία)  όχι σαν μετάβαση σε κάποια "αντικειμενική" εκτός του Θεού Δημιουργία αλλά σαν "είσοδος" στην "Σκέψη του Θεού", στο "Περιεχόμενο" της "Σκέψης" Του. Με άλλα λόγια η "είσοδος" δεν περιγράφει μια πραγματική μετάβαση κάπου αλλού (εκτός Θεού)  αλλά την "μεταβολή" που γίνεται μέσα στην Συνείδηση για να "δεχθεί", να "αποδεχθεί" μέσα σε όλα αυτά σαν να είναι πραγματικά, αντικειμενικά κι εκτός Θεού. Θέλουμε να πούμε, με πιο απλά λόγια ότι όλα όσα εμφανίζονται σαν "φαινόμενα" δεν είναι παρά "αντιλήψεις", "εμπειρίες", "ενέργειες", "συμπαγή φαινόμενα" που η αγνοούσα συνείδηση του ανθρώπου (ο "συγχυσμένος νους" του ανθρώπου) τα αντιμετωπίζει σαν "αντικειμενικά". Μιλώντας στην σύγχρονη γλώσσα περιγράφουμε την είσοδο σε ένα νοητικής υφής κόσμο, σε μια εικονική πραγματικότητα (που ο περιορισμένος νους των ανθρώπων "πείθεται" ότι είναι αληθινά). Με το ίδιο νόημα η "έξοδος" από τη Δημιουργία σημαίνει την απαλλαγή της συνείδησης από τη αυταπάτη ότι όλα αυτά που συμβαίνουν είναι έξω από τον Θεό, κάπου αλλού, σε ένα "αντικειμενικό" κόσμο. Το Άκτιστο και το κτιστό  δεν είναι πραγματικότητες αλλά εμπειρίες της Συνείδησης. Στη πραγματικότητα υπάρχει μόνο η Θεία Πραγματικότητα. Υπάρχει από Μόνη της, Μόνη της. Όλα η δήθεν δημιουργία δεν είναι παρά ένα "όνειρο" (μια σχετική πραγματικότητα). Έχει τεράστια σημασία να το "κατανοήσουμε" όλο αυτό. Γιατί α όλα βρίσκονται και γίνονται Εντός του Θεού τότε όλα είναι "υπό Έλεγχο". Σε μια αντικειμενική εκτός του Θεού δημιουργία τα πράγματα γίνονται προβληματικά κι η "σωτηρία" είναι αμφίβολη.
Ασφαλώς το να μιλά ο Ιησούς για όσα συμβαίνουν πραγματικά ήταν πολύ δύσκολο. Ο ίδιος ο Ιησούς στην πολύ σημαντική του συνομιλία με τον Νικόδημο λέει "ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πως εάν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε"; (Ιωάννης: 3, 12). Υπάρχουν πάρα πολλά που ο Ιησούς δεν μπορεί να κοινοποιήσει γιατί οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν. "Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι" (Ιωάννης: 16, 12). Ακόμα και σήμερα είναι πολύ δύσκολο οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν ότι όλη η Πραγματικότητα που περιγράφει ο Ιησούς κι ο Ιωάννης κι οι άλλοι μυστικοί είναι η Πραγματικότητα που Συμβαίνει Μέσα μας, Μέσα στη Ψυχή, Μέσα στην Θεία Ουσία, Μέσα στον Θεό. Νομίζουν ότι όλα αυτά, Θεός, δημιουργία, κόσμοι, γεγονότα κι εμπειρίες είναι "αντικειμενικά", κάπου έξω, ενώ όλα αυτά δεν είναι παρά η δική τους "ερμηνεία" για όσα συμβαίνουν.
Ασφαλώς ο Ιησούς δεν θα μπορούσε να εξηγήσει στους ανθρώπους το τι πραγματικά συμβαίνει, τι είναι όλα αυτά που συμβαίνουν. Μονάχα έμμεσα θα μπορούσε να δείξει στους ανθρώπους αυτό που είναι πραγματικά και καθοδηγώντας τους πρακτικά να τους βοηθήσει να βιώσουν, αυτοί οι ίδιοι, τη πραγματικότητα, την Θεία Πραγματικότητα, την Αληθινή Ζωή. Στη πραγματικότητα βέβαια επειδή μιλάμε για "Μία Πραγματικότητα", για "Μία Ουσία", η Οποία ("ψευδώς") βιώνεται σαν "πολλά" δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο Όλο και το καθένα ξεχωριστό ον. Επειδή όμως οι άνθρωποι νοιώθουν ήδη "διαχωρισμένοι", εγκλωβισμένοι μέσα στην δυαδικότητα, είναι πιο εύκολο να μιλήσεις στους ανθρώπους "ατομικά" και να αναφερθείς σε αυτούς τους ίδιους, στην ιδιαίτερη παρουσία τους μέσα στην ζωή, σε αυτό που οι ίδιοι βιώνουν και μπορούν να αφομοιώσουν, να κατανοήσουν. Έτσι αντί να μιλάμε για την Θεία Ουσία, την Ουσία της Ψυχής γενικά (που είναι το ίδιο) μιλάμε για την Ψυχή του καθενός για αυτό που ο καθένας νοιώθει ότι είναι, για αυτό που ο καθένας βιώνει. Με αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς μπορούσε, στις συνομιλίες του, να αποφύγει τις αφηρημένες περιγραφές και τις θεωριτικολογίες  και να δείξει άμεσα, πρακτικά και με φυσικό τρόπο αυτό που είναι ο άνθρωπος, αυτό που ζει, αυτό που μπορεί να ζήσει, ανοίγοντας τη Οδό προς τη Αληθινή Ζωή.
Τι είναι ο άνθρωπος; ο συγκεκριμένος άνθρωπος; ο καθένας μας; Προφανώς ο ίδιος ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν Παρουσία, σαν κάτι που αντιλαμβάνεται, που έχει επίγνωση καταρχήν του εαυτού και του περιβάλλοντος και μετά όλων όσων συμβαίνουν, της σκέψης, των συναισθημάτων, των δραστηριοτήτων, των σωματικών εμπειριών, των "επαφών" με τον εξωτερικό κόσμο. Έτσι, πως μπορούμε ή πως πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας; Προφανώς για να γνωρίσουμε κάτι πραγματικά πρέπει να έχουμε άμεση επαφή μαζί του. Η Παρουσία πρέπει αυτή η ίδια, μέσα της, να νοιώσει άμεσα αυτό που είναι (κι όχι έμμεσα, μέσω της διανόησης ή μέσω πληροφοριών από έξω). Αυτή η άμεση επαφή με τον εαυτό είναι μια τελείως φυσική διεργασία και μπορεί να χαρακτηριστεί σαν "ενόραση" (η όραση του έσω, της ουσίας, άμεσα κι όχι η "όραση" ενός αντικειμένου). Αυτή η ειδική δράση όπου στρεφόμαστε έσω, στον εαυτό διερευνά την ίδια την Ουσία μας. Έτσι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται άμεσα, φυσικά, τον εαυτό του σαν Παρουσία (στη θεολογική γλώσσα αυτό το ονομάζουμε Ψυχή, στη γλώσσα της ψυχολογίας το ονομάζουμε Συνείδηση) κι αυτή η Παρουσία είναι εδώ, "λειτουργεί" μέσα σε ένα σώμα.
Τελικά όμως τι είναι ο άνθρωπος; Κάποιος μπορεί να έχει επίγνωση του εαυτού του με πολλούς τρόπους, ανάλογα με το πως και σε τι βάθος ερευνά τη ίδια τη Παρουσία του, τις σχέσεις με το σώμα. Όταν κάποιος στρέφεται έσω, ενισχύοντας την "Αίσθηση της Παρουσίας", αντιλαμβάνεται ότι είναι Ψυχή που "συνδέεται" (με κάποιο τρόπο) με το σώμα. Όταν κάποιος είναι "τυπικά παρών", απορροφημένος στο έξω, στη εξωτερική δραστηριότητα (στη σκέψη, στις αισθήσεις, στον εξωτερικό κόσμο) αντιλαμβάνεται περισσότερο τον εαυτό σαν "ψυχόσωμα", δηλαδή σαν οντότητα που έχει κάποιες ανώτερες ψυχικές ιδιότητες αλλά είναι σε πλήρη ένωση με το σώμα.
Ο Ιησούς γνώριζε ότι όλες οι καταστάσεις που βιώνουμε είναι πραγματικές αλλά η Αληθινή Κατάσταση είναι η Κατάσταση της Πλήρους Ελευθερίας που βιώνουμε όταν ανυψωνόμαστε ως τον Θεό, όταν γινόμαστε Ένα με τον Θεό. Με άλλα λόγια η Ουσία, η Παρουσία (Η Ψυχή, η Συνείδηση) μπορεί να είναι Καθαρά Πνευματική, να είναι Ουράνια και Αντικειμενική Ουσία(σε σχέση με το ψευδές υποκείμενο), ή να είναι ψυχή και σώμα συνδεδεμένα. Ο Ίδιος ο Ιησούς ορίζει τη Φύση της Ψυχής σαν Πνευματική Ουσία, "Πνεύμα", Πνεύμα Ζωής, στην συζήτησή του με τον Νικόδημο. "Αμὴν αμὴν λέγω σοι, εὰν μη τις γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν τυῦ Θεοῦ. το γεγεννημένον εκ της σαρκὸς σάρξ ἐστι, και το γεγεννημένον εκ του Πνεύματος πνεύμά ἐστι.  μη θαυμάσεις ότι είπόν σοι, δει υμάς γεννηθήναι άνωθεν.   το πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνὴν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει· ούτως εστὶ πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος".
Τελικά ποια είναι η Διδασκαλία του Ιησού; Τι δίδασκε ιδιαίτερα στους αδελφούς του; στον ευρύτερο κύκλο; στον κύκλο των 12; στον κύκλο των 3; στον Ιωάννη, τον αγαπημένο του αδελφό; Ο Ιησούς καθοδηγούσε (προσωπικά τον καθένα) τους ανθρώπους που ήταν κοντά του να αντιληφθούν τι είναι πραγματικά (σαν Παρουσία, Ψυχή, Συνείδηση), πως να απελευθερωθούν από αυταπάτες ή προσκολλήσεις σε κατώτερες καταστάσεις, πως να ανυψωθούν στην Πραγματική Φύση της Ψυχής (διευρύνοντας τη εσωτερική επίγνωση) και να Ενωθούν με τον Πατέρα (στον βαθμό που μπορούσαν να το κάνουν.
Το Μυστικό που αποκάλυπτε πρακτικά ο Ιησούς, αυτό που μπορούσε ο καθένας να κάνει και να διαπιστώσει, αυτός ο ίδιος, ότι συμβαίνει είναι ότι η Ψυχή (Αυτό που Είμαστε Πραγματικά) αποκαλύπτεται σαν μια Ουσία "διαφορετική", ανάλογα με το "περιεχόμενο", ανάλογα με την δράση μας. Όταν κάποιος είναι στραμμένος (ή στρέφεται)  κάτω (έξω) η Ψυχή σκοτεινιάζει από την "σύνδεση" με το σώμα και τις εξωτερικές δραστηριότητες. Όταν κάποιος στρέφεται άνω (έσω) η Ψυχή απελευθερώνεται εγκαταλείποντας την εξωτερική δραστηριότητα κι ανυψώνεται στην Ίδια την Ουσία της, που είναι Καθαρή από περιεχόμενο και στη ύστατη κατάστασή της αντανακλά την Θεία Πραγματικότητα. Με άλλα λόγια ο Ιησούς εξηγούσε στους αδελφούς του όχι μόνο τα μυστικά της προσευχής και την μυστική "αλλοίωση" της Ψυχής αλλά έδειχνε πρακτικά ότι η Ανύψωση στο Θεό, η Ένωση με τον Θεό, η Είσοδος στο Θείο Βασίλειο, δεν είναι θέμα γνώσης ή πρακτικής εξάσκησης της προσευχής, είναι κυρίως θέμα ηθικής δράσης. Αυτός που θεωρεί τον Θεό σαν το Πολύτιμο (όπως στις παραβολές) εγκαταλείπει τα πάντα κι ανυψώνεται φυσικά προς τον Θεό. Αντίθετα αυτός που νομίζει ότι η ζωή του στην γη είναι πιο σημαντική βρίσκει χιλιάδες δικαιολογίες για να μένει προσκολλημένος στον κόσμο. Αλλά όπως είπε ο Ίδιος ο Ιησούς όποιος χάσει τη ζωή του στον κόσμο θα βρει τη Αληθινή Ζωή κι όποιος κερδίσει την ζωή στον κόσμο έχει ήδη τη σημαντικότερη απώλεια, έχει χάσει την Ψυχή του.
Βλέπουμε τελικά πως ο Κύκλος που είχε δημιουργήσει ο Ιησού; δεν ήταν απλά μια ομάδα ανθρώπων που συζητούσε έστω θρησκευτικά ή θεολογικά θέματα αλλά μια μυστική ομάδα μυημένων που εργάζονταν μαζί, προσεύχονταν με τον ορθό τρόπο, βίωναν την Επαφή με τον Θεό κι είχαν εμπειρίες πέρα από τις εμπειρίες των συνηθισμένων ανθρώπων. Αυτή η Εσωτερική Παράδοση συνεχίστηκε από τους πιο αγαπημένους αδελφούς του Ιησού, από στόμα σε στόμα. Τα Ευαγγέλια (ακόμα και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη που θεωρείται το πιο εσωτερικό ευαγγέλιο) απλά κάνουν νύξεις για αυτά τα πολύ σημαντικά εσωτερικά θέματα και πάντως παραμένουν σε ένα επίπεδο εξωτερικό.
Από όλη τη διδασκαλία του Ιησού φαίνεται ότι "Αυτό" που βιώνουμε σαν Θεό είναι η Μοναδική Ουσία, η Απόλυτη Πραγματικότητα, η Αληθινή Ζωή. Η Ψυχή βιώνει αυτήν την Πραγματικότητα σαν Απόλυτη Ελευθερία, Απόλυτη Ενότητα, πέρα από κάθε "διαχωρισμό", σαν μια Δύναμη Ακατανίκητη που διαλύει κάθε εμπόδιο, κάθε "διάκριση", σκορπίζοντας το Φως της Μιας Πραγματικότητας παντού. Κάθε αυταπάτη, κάθε απατηλή εντύπωση ότι υπάρχει μια ξεχωριστή πραγματικότητα στα φαινόμενα διαλύεται κι όλα λούζονται στο Φως της Θείας Επίγνωσης. Έτσι από την άποψη της Ψυχής, αυτό που εκφράζει τη ίδια την Ουσία της Ψυχής, η Δράση που οδηγεί στην Ελευθερία Μέσα στον Θεό, η Απελευθερωτική Δύναμη που μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει για να ανυψωθεί στον Θεό είναι η Αγάπη, η Δράση που ελευθερώνει από διαχωρισμούς, το Πνεύμα της Ενότητας, το Φως της Μιας Πραγματικότητας, η Ζωή της Μιας Ουσίας. Για αυτό ο Ευαγγελιστής ορίζει τον Θεό σαν Αγάπη. "Αγαπητοί, αγαπῶμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού έστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεὸς αγάπη εστίν", (Α' Ιωάννου: 4, 7-8).
Η Εντολή της Αγάπης (στην οποία ο Ιησούς αναφέρεται συχνά μέσα στον Ιωάννη) είναι η Νέα Εντολή που δεν καταργεί την παλιά εντολή του Νόμου, να αγαπάς τον Θεό με όλες σου τις δυνάμεις. "Και θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου, (Δευτερονόμιο: 6, 5). Την "εσωτερικοποιεί" μεταβάλλοντάς την σε Ηθική Ευθύνη. Ιδού, λέει ο Ιησούς, η Βασιλεία των Ουρανών είναι Εδώ, Μέσα σας. Μπορείτε να στραφείτε έσω και να βιώσετε τη Άμεση Επαφή με τον Θεό ή μπορείτε να σκορπίζεστε έξω στον κόσμο και να καταναλώνεστε σε εξωτερικές δραστηριότητες. Κι είναι ακριβώς αυτή η Ηθική Ευθύνη κι η Απόφαση του καθενός που "κρίνει" τους ανθρώπους, κανένας άλλος.
Τελικά όμως ο άνθρωπος, όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν τους φέρνεις μπροστά στις ευθύνες τους, όταν τους αποκαλύπτεις ότι αυτοί οι ίδιοι αποφασίζουν για την ζωή τους, για τη "μοίρα" τους, ακόμα και τότε παραμένουν αναίσθητοι, τυφλοί και κουφοί. Κοιτάζουν και δεν βλέπουν, ακούνε και δεν κατανοούν. Ποιος προβληματίστηκε από το έργο και τις πράξεις του Ιησού; ποιος είδε; ποιος κατανόησε;
Τελικά ίσως η ιστορία της ανθρωπότητας, στη γη, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από ψηλά να είναι τελείως διαφορετική από αυτό που γνωρίζουν οι άνθρωποι, από αυτό που φαντάζονται οι άνθρωποι, από αυτό που κατανοούν οι άνθρωποι Κι ίσως όλα αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν σημαντικά και πολύτιμα να μην έχουν καμιά αξία από τη άποψη της αιωνιότητας. Η Αληθινή Ζωή δεν έχει καμία σχέση με όσα ζουν, όσα βιώνουν όσα έχουν εμπειρία οι άνθρωποι. Υπάρχει μια μυστική  εξέλιξη της ανθρωπότητας που παραμένει άγνωστη στους ανθρώπους. Κι ο Ιησούς, η Δράση του κι η Αληθινή Εκκλησία του δεν έχει καμία σχέση με όσα γνωρίζουν οι άνθρωποι, όσα λένε οι άνθρωποι για αυτόν. Αυτό είναι το δικό τους "παραμύθι".
 ~~~
5. Το Μυστικό Κέντρο της Καρδιάς, τα Τρία Εσωτερικά Κέντρα κι άλλες παραδόσεις
6. Η Είσοδος στη Βασιλεία των Ουρανών, κι η Άνοδος στους Τρεις Ουρανούς
7. Η Άβυσσος, (η Ένωση με τον Πατέρα)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
Monday, 24 November, 2025

2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path

 

In the vast cathedral of human longing, where countless souls have knelt before altars both visible and invisible, there exists a threshold that cannot be crossed by willing, a door that opens only when no hand reaches for its latch. This is the paradox that lies at the heart of true meditation—that most elusive of spiritual graces which arrives not as reward for discipline, but as spontaneous benediction in moments when the seeker has ceased all seeking.

The mystics of every age have circled this mystery like moths drawn to a flame they cannot touch without dissolving. They have spoken of it in whispers and in songs, in the silences between prayers and in the sudden arrests of breath when the veil momentarily parts. Yet what they describe defies the architecture of human endeavor, for it is a movement that belongs to no mover, a song that has no singer, a presence that fills only the space emptied of all presence.

The Illusion of Method

Consider the earnest pilgrim who rises before dawn, who arranges cushions just so, who lights incense and assumes the prescribed posture, believing that through repetition and dedication, through the accumulation of minutes and hours logged in stillness, the divine will be somehow obligated to appear. How touching is this faith in transaction, this belief that the Infinite operates according to the logic of commerce—so much discipline traded for so much enlightenment, so many prayers exchanged for so many moments of grace.

But the sacred does not keep accounts. It cannot be summoned by ritual, however beautifully performed, nor compelled by sincerity, however profound. The very notion that one can "practice meditation" as one might practice scales upon a piano reveals a fundamental misunderstanding of the nature of what is sought. For meditation, in its truest sense, is not a technique to be mastered but a flowering that occurs when all techniques have been abandoned, when the practitioner himself has vanished like morning mist before the sun.

The scheduled appointment with the divine—twenty minutes in the morning, thirty minutes in the evening—this represents perhaps the most subtle form of spiritual materialism, the ego's last desperate attempt to colonize even that territory where it cannot exist. To set aside a "period for meditation" is already to have missed the essential point, for in doing so one creates a boundary between the sacred and the mundane, between the time when one is "meditating" and the time when one is merely living. But the truth moves like underground water, flowing beneath all such artificial distinctions, recognizing no sabbath separate from ordinary days, no temple more holy than the common ground beneath one's feet.

The Heart's Impossible Opening

The teachers speak of opening the heart, and their students dutifully set about trying to pry open that most intimate chamber, using the crowbar of concentration or the key of visualization. They imagine the heart as a locked box containing treasures, and they labor to find the right combination, the correct mantra, the perfect breathing technique that will spring the latch and reveal the jewels within.

But the heart that opens to the divine does not open through effort. It is not a door that swings on hinges installed by the will, not a flower that can be forced to bloom by tugging at its petals. The opening spoken of by those who have glimpsed beyond the veil is of an entirely different order—not an action but a cessation, not a doing but an undoing, not an opening but a dissolution of all that has kept it closed.

When the heart is described as being "as open as the skies without a cloud," this is no mere poetic flourish but a precise description of a state that cannot be manufactured. The sky does not open; it is openness itself. It does not contain space; it is space, unbounded and without circumference. Similarly, the heart that knows the touch of the sacred has ceased to be a container and has become instead a vast expanse in which all things arise and dissolve without leaving trace or memory.

The intellect, that faithful servant which has served us so well in navigating the world of objects and causes, of problems and solutions, finds itself utterly defeated before this threshold. It can catalog experiences, can create elaborate maps of spiritual territories, can construct intricate philosophies of transcendence. But it cannot think its way into that which lies beyond all thinking. The intellect can make the heart safe, can build walls of concept and doctrine around it, can install security systems of belief and dogma. Yet in doing so, it ensures that the heart remains forever closed to that which arrives only in absolute vulnerability, in the nakedness that comes when all defenses have crumbled.

The Coming of the Uncalled

There are moments—and they arrive without announcement, without herald or preparation—when the membrane between worlds grows suddenly thin. Perhaps it happens while washing dishes, hands deep in soapy water, when the play of light on bubbles arrests all thought. Perhaps it occurs while walking down a familiar street, when something in the quality of the afternoon light stops the heart mid-beat. Perhaps it comes in the depths of sorrow, when grief has scoured the soul clean of all pretense.

In such moments, what has always been present but unseen reveals itself, not as something new that has arrived but as that which has never been absent. This is the benediction that comes when it is least expected, when no one is waiting for it, when the mind has finally exhausted itself with seeking and has collapsed into a stillness not achieved but discovered, not created but stumbled upon.

This grace recognizes no merit system. It does not come more readily to the disciplined than to the wayward, to the virtuous than to the broken, to the believer than to the doubter. Indeed, there is a strange democracy in its distribution, for it seems to favor those moments when the carefully constructed identity has momentarily failed, when the story one tells about oneself has been interrupted, when the guardian at the gate of self has fallen asleep at his post.

The one who systematizes their life, who follows carefully prescribed routines of morality and practice, may find that these very structures become obstacles, walls behind which they shelter from the wild wind of the sacred. For that which they seek is not tame, not domesticated, not contained within any system however sophisticated or time-honored. It blows where it will, this wind from unknown shores, and it cannot be channeled or directed by human intention.

The Poverty of Possession

How desperately the spiritual seeker wishes to capture what has been glimpsed, to hold it close, to make it permanent. Having tasted once the nectar of transcendence, the mind immediately begins its work of preservation, seeking to guard this treasure, to worship it, to build a shrine around it. But in this very grasping, the thing grasped vanishes like water squeezed between fingers.

The meditation that is meditation—the neverending movement that the mystics speak of in hushed tones—cannot be possessed because it is not a thing. It is more like a breeze that blows through an open window, refreshing the stale air of self-concern, bringing with it the scent of impossible distances. The moment one reaches to capture it, to hold it still, to make it one's own, it is already gone, and what remains is only memory, only the ghost of presence, only the ache of absence.

This is why the spiritual traditions speak so often in negatives, in renunciations, in lettings-go. Not because they are life-denying or pessimistic, but because they have discovered through centuries of exploration that the sacred reveals itself only in the space created by relinquishment. Every attempt to grasp, to keep, to worship what has been experienced in moments of opening serves only to ensure that it will "never come again." No matter what techniques are employed, what austerities undertaken, what prayers offered—if these are done in the hope of commanding or controlling the visitation of grace, they become obstacles rather than aids.

The beauty of this meditation, when it flowers unexpectedly in the prepared ground of an unguarded moment, is not the beauty of the one who experiences it. This is a crucial distinction that the ego finds almost impossible to accept. For the ego wishes to claim ownership, to say "I am meditating," "I have achieved enlightenment," "I possess spiritual insight." But in the genuine moment of transcendence, there is no "I" to make such claims. The beauty belongs to the meditation itself, not to the meditator. The light that shines is not the light of any individual soul but the light that illuminates all souls, the uncreated light that exists prior to and independent of any observer.

To this beauty, nothing can be added. It is complete in itself, perfect in itself, requiring no enhancement or improvement. The mind wishes to elaborate, to embellish, to build upon the foundation of a genuine insight, creating vast edifices of interpretation and meaning. But all such additions are subtractions from the pure simplicity of what is. They are like paintings hung in front of a window, obscuring the view they purport to enhance.

The Vigil That Defeats Itself

The spiritual seeker stations himself by the window of consciousness, watching, waiting, hoping to catch the approach of the divine. He sits in darkened rooms, cultivating silence, creating optimal conditions for the arrival of grace. He monitors his thoughts, his breathing, his posture, believing that through vigilance he can remain ready for the moment of breakthrough.

But this very watching is what prevents the seeing. The one who looks "hoping to catch it unawares" has already defeated his purpose, for in hoping he has created a separation between himself and what he hopes for. He has positioned himself as subject looking for object, as seeker pursuing goal, as one who lacks attempting to fill that lack. And in this duality, the non-dual reality that he seeks remains forever beyond reach.

The meditation that is described here—the neverending movement—comes "only when you are not there at all." This is not a metaphorical absence but a literal one. Not the absence of the body or even the quieting of mental chatter, but the absence of the one who claims to be meditating, the absence of the entity who seeks, who hopes, who waits. When that absence is complete, when there is truly no one left to receive the benediction, then the benediction floods in like sunlight through an open door.

This is the supreme paradox that confounds all spiritual ambition: the seeker can never find what is sought, because the seeker himself is the obstacle. Yet the seeker cannot deliberately eliminate himself through an act of will, for such an act would only reinforce the illusion of a self that acts. The dissolution of the seeker happens not through doing but through seeing—through the sudden recognition that the seeker has never existed as a separate entity, that the search itself has been a dream, that what was sought has never been absent.

The Discontinuous Bliss

We are conditioned to think of spiritual attainment as something that, once achieved, becomes a permanent possession. Enlightenment is imagined as a state that, once entered, continues without interruption. But the bliss spoken of here—the bliss that comes with the meditation that is meditation—has "no continuity." It cannot be sustained or maintained. It comes and goes according to no law that the human mind can discern.

This discontinuity is not a flaw but an essential feature of the experience. For if such bliss were continuous, the mind would quickly adapt to it, would categorize it, would make it ordinary. The very fact that it comes and goes, that it cannot be predicted or controlled, keeps it forever fresh, forever new, forever capable of shattering the calcified structures of self-knowing.

There is a profound humility in accepting this discontinuity. It means relinquishing the desire for spiritual security, the wish to achieve a state from which one can never fall. It means living with radical uncertainty, never knowing when the veil will part, never able to guarantee that what has been glimpsed once will ever be glimpsed again. This uncertainty keeps the heart tender, keeps the soul malleable, prevents the fossilization that comes from believing one has arrived at a final destination.

The mystics of various traditions have noted this same characteristic. The divine presence, they report, comes and goes like a mysterious guest who arrives without invitation and departs without explanation. All the soul can do is remain in a state of readiness that is not readiness, of waiting that is not waiting, of openness that does not strain to be open. It is the readiness of a field that has been plowed and planted but that cannot make the seed germinate or the rain fall. All the necessary preparation has been done, and now there is nothing left but to continue with ordinary life, without anticipation, without agenda.

The Negation of Importance

Perhaps the most devastating realization for the spiritual aspirant is this: "In meditation, you are not important, you have no place in it." Everything in the human psyche rebels against this truth. For are we not taught from birth to make something of ourselves, to be important, to matter? And does not the spiritual path seem to promise the ultimate importance—becoming enlightened, becoming realized, becoming one with the Divine?

But this promise is a seduction, a trap baited with the ego's own desires. The genuine meditation, the real opening to transcendence, requires the complete abandonment of personal importance. Not a false humility that secretly believes itself important for being so humble, but a genuine vanishing, a dissolution of the point of view that says "I am here, and I am experiencing something significant."

When the sacred reveals itself—and it does so only in moments when the guardian of personal identity has absented himself—there is simply the revelation, without anyone to whom it is revealed. There is seeing without a seer, knowing without a knower, experiencing without an experiencer. This is why the great mystics, when they return from their encounters with the Infinite, often find themselves at a loss for words. How can one describe an experience in which the experiencer was absent? Who is there to report on what occurred when no one was there to witness it?

This absence of the personal is not a loss but the most profound liberation. For the burden of maintaining the story of "me"—of my spiritual progress, my achievements, my failures, my questions, my insights—is finally set down. In its place comes a lightness, an ease, a sense of moving with rather than against the current of existence.

The Return to Wonder

What remains, then, for one who has understood this paradox? If meditation cannot be practiced, if the heart cannot be forced open, if the divine cannot be summoned, if the self must be absent for truth to reveal itself—what is to be done?

Perhaps the answer is nothing. Or rather, the answer is to live without the burden of spiritual ambition, to move through the world without the constant self-monitoring that asks "Am I making progress? Am I getting closer? Am I more enlightened than I was yesterday?" The meditation that is meditation happens of itself when the conditions are right, just as flowers bloom when spring arrives, not because they have practiced blooming but because it is their nature to respond to warmth and light.

The invitation, if invitation it can be called, is to return to wonder—not the wonder of the child who has never questioned, but the second wonder, the deeper wonder, that comes after all questions have been exhausted and found wanting. It is the wonder that arises when the mind finally admits defeat in its attempt to grasp the mystery of existence, when it recognizes that the most profound truths cannot be thought but only lived, cannot be understood but only surrendered to.

This wonder does not strain to see beyond the veil but discovers the sacred in what is immediately present—in the weight of the body, in the rhythm of the breath, in the passing of clouds across an autumn sky. It does not seek extraordinary experiences but finds the extraordinary in the ordinary, not through any technique or practice but through a simplicity of attention that comes when attention is no longer directed by agenda or purpose.

The Silence That Sings

In the end—though there is no end to this neverending movement—what remains is a kind of silence. Not the silence of an empty room or the silence between sounds, but the silence that exists prior to and beneath all sound, the silence from which music emerges and to which it returns. This silence is not the absence of something but the fullness of everything, the pregnant void that contains all possibilities without manifesting any.

It is the silence of the heart that has finally stopped its clamoring, its demanding, its negotiating with the Divine. It is the silence that comes when all questions have dissolved, not because they have been answered but because the questioner has recognized that the deepest questions point not toward answers but toward mystery. It is the silence of the mind that has exhausted itself with seeking and has collapsed into being.

And in this silence, paradoxically, there is a song—though no one sings it, though no one hears it. It is the song of existence itself, the eternal symphony that plays whether anyone listens or not. The meditation that is meditation is simply the falling away of all that prevents the hearing of this song that has always been singing, the seeing of this light that has always been shining, the feeling of this presence that has never been absent.

The benediction, when it comes—and it comes always unexpectedly, always unannounced—is the recognition that there is nowhere to go, nothing to achieve, no one to become. The open sky has always been here. The vast heart has always been beating. The infinite has always been infinitely present. All that was needed was the dissolution of the seeker, and even that dissolution was never something that could be done, only something that happened when the time was right, when the fruit was ripe, when the season turned.

And so the mystic—no longer seeking, no longer waiting, no longer hoping—continues to walk through the world, ordinary among the ordinary, carrying this secret that cannot be kept and cannot be shared: that the sacred is not elsewhere, that meditation is not a practice, that the door was never closed.

Η Απροσδόκητη Χάρη: Ένας Διαλογισμός στον Δρόμο χωρίς Μονοπάτι

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου αμέτρητες ψυχές έχουν γονατίσει μπροστά σε βωμούς ορατούς και αόρατους, υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να διαβεί κανείς με τη θέληση, μια πόρτα που ανοίγει μόνο όταν κανένα χέρι δεν απλώνεται προς το πόμολο της. Αυτός είναι ο παράδοξος πυρήνας της αληθινής διαλογιστικής εμπειρίας — αυτή η πιο άπιαστη από τις πνευματικές χάρες που έρχεται όχι ως ανταμοιβή για πειθαρχία, αλλά ως αυθόρμητη ευλογία σε στιγμές όπου ο αναζητητής έχει πάψει κάθε αναζήτηση.

Οι μυστικοί όλων των εποχών έχουν περιστραφεί γύρω από αυτό το μυστήριο σαν σκόροι που έλκονται από φλόγα την οποία δεν μπορούν να αγγίξουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν περιγράψει με ψιθύρους και με τραγούδια, στις σιωπές ανάμεσα στις προσευχές και στις ξαφνικές παύσεις της αναπνοής όταν το πέπλο για λίγο σχίζεται. Όμως αυτό που περιγράφουν αψηφά την αρχιτεκτονική της ανθρώπινης προσπάθειας, γιατί είναι μια κίνηση που δεν ανήκει σε κανέναν κινητήρα, ένα τραγούδι χωρίς τραγουδιστή, μια παρουσία που γεμίζει μόνο τον χώρο που έχει αδειάσει από κάθε παρουσία.

Η Ψευδαίσθηση της Μεθόδου

Σκεφτείτε τον ειλικρινή προσκυνητή που σηκώνεται πριν την αυγή, που τακτοποιεί τα μαξιλάρια με ακρίβεια, που ανάβει θυμίαμα και παίρνει την προβλεπόμενη στάση, πιστεύοντας ότι με την επανάληψη και την αφοσίωση, με τη συσσώρευση λεπτών και ωρών ακινησίας, το θείο θα υποχρεωθεί να εμφανιστεί. Πόσο συγκινητική είναι αυτή η πίστη στη συναλλαγή, αυτή η πεποίθηση ότι το Άπειρο λειτουργεί με τη λογική του εμπορίου — τόση πειθαρχία ανταλλάσσεται με τόσο φωτισμό, τόσες προσευχές με τόσες στιγμές χάρης.

Αλλά το ιερό δεν κρατάει λογαριασμούς. Δεν μπορεί να κληθεί με τελετουργίες, όσο όμορφα κι αν εκτελούνται, ούτε να εξαναγκαστεί με ειλικρίνεια, όσο βαθιά κι αν είναι. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί κανείς να «εξασκηθεί στον διαλογισμό» όπως εξασκείται κάποιος σε γκάμες στο πιάνο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη παρεξήγηση της φύσης αυτού που αναζητείται. Γιατί ο διαλογισμός, με την αληθέστερη έννοιά του, δεν είναι τεχνική που κατακτάται αλλά άνθισμα που συμβαίνει όταν όλες οι τεχνικές έχουν εγκαταλειφθεί, όταν ο ίδιος ο ασκούμενος έχει εξαφανιστεί σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ήλιο.

Το προγραμματισμένο ραντεβού με το θείο — είκοσι λεπτά το πρωί, τριάντα το βράδυ — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο λεπτή μορφή πνευματικού υλισμού, την τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα του εγώ να αποικιοποιήσει ακόμα και εκείνο το έδαφος όπου δεν μπορεί να υπάρξει. Το να ορίσει κανείς μια «περίοδο διαλογισμού» σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει το ουσιώδες: δημιουργεί όριο ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό, ανάμεσα στον χρόνο που «διαλογίζεται» και στον χρόνο που απλώς ζει. Αλλά η αλήθεια κινείται σαν υπόγεια νερά, ρέει κάτω από όλες αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, δεν αναγνωρίζει σάββατο ξεχωριστό από τις καθημερινές, ούτε ναό πιο ιερό από το κοινό χώμα κάτω από τα πόδια μας.

Το Αδύνατο Άνοιγμα της Καρδιάς

Οι δάσκαλοι μιλούν για το άνοιγμα της καρδιάς, και οι μαθητές τους επιμελώς βάζουν τα δυνατά τους να παραβιάσουν αυτό το πιο απόκρυφο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας το λοστό της συγκέντρωσης ή το κλειδί της ορατοποίησης. Φαντάζονται την καρδιά σαν κλειδωμένο σεντούκι που περιέχει θησαυρούς και κοπιάζουν να βρουν τον σωστό συνδυασμό, το σωστό μάντρα, την τέλεια τεχνική αναπνοής που θα ανοίξει το λουκέτο και θα αποκαλύψει τα κοσμήματα.

Αλλά η καρδιά που ανοίγει στο θείο δεν ανοίγει με προσπάθεια. Δεν είναι πόρτα που περιστρέφεται σε μεντεσέδες εγκατεστημένους από τη θέληση, ούτε λουλούδι που μπορεί να εξαναγκαστεί να ανθίσει τραβώντας τα πέταλά του. Το άνοιγμα για το οποίο μιλούν όσοι έχουν ρίξει μια ματιά πέρα από το πέπλο είναι τελείως διαφορετικής τάξης — όχι δράση αλλά παύση, όχι πράξη αλλά αναίρεση, όχι άνοιγμα αλλά διάλυση όλων όσων την κρατούσαν κλειστή.

Όταν η καρδιά περιγράφεται ως «ανοιχτή σαν ουρανός χωρίς σύννεφο», αυτό δεν είναι απλή ποιητική υπερβολή αλλά ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Ο ουρανός δεν ανοίγει· είναι το ίδιο το άνοιγμα. Δεν περιέχει χώρο· είναι χώρος, απεριόριστος και χωρίς περίμετρο. Παρομοίως, η καρδιά που δέχεται την αφή του ιερού έχει πάψει να είναι δοχείο και έχει γίνει απέραντη έκταση όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται χωρίς να αφήνουν ίχνος ή μνήμη.

Ο νους, αυτός ο πιστός υπηρέτης που μας έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά στην πλοήγηση του κόσμου των αντικειμένων και των αιτιών, των προβλημάτων και των λύσεων, βρίσκεται εντελώς ηττημένος μπροστά σε αυτό το κατώφλι. Μπορεί να καταγράψει εμπειρίες, να δημιουργήσει περίπλοκους χάρτες πνευματικών εδαφών, να κατασκευάσει δαιδαλώδεις φιλοσοφίες υπέρβασης. Αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τον δρόμο του προς αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη. Ο νους μπορεί να κάνει την καρδιά ασφαλή, να χτίσει τείχη από έννοιες και δόγματα γύρω της, να εγκαταστήσει συστήματα ασφαλείας από πεποιθήσεις και δόγματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως εξασφαλίζει ότι η καρδιά θα μείνει για πάντα κλειστή σε αυτό που έρχεται μόνο μέσα σε απόλυτη ευαλωτότητα, στη γύμνια που έρχεται όταν όλες οι άμυνες έχουν καταρρεύσει.

Η Έλευση του Απροσκάλεστου

Υπάρχουν στιγμές — και έρχονται χωρίς αναγγελία, χωρίς κήρυκα ή προετοιμασία — που η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους γίνεται ξαφνικά λεπτή. Ίσως συμβαίνει ενώ πλένουμε πιάτα, με τα χέρια βυθισμένα σε αφρώδες νερό, όταν το παιχνίδι του φωτός πάνω στις φυσαλίδες παγώνει κάθε σκέψη. Ίσως συμβαίνει ενώ περπατάμε σε έναν γνώριμο δρόμο, όταν κάτι στην ποιότητα του απογευματινού φωτός σταματά την καρδιά στη μέση του χτύπου. Ίσως έρχεται στα βάθη της θλίψης, όταν ο πόνος έχει ξύσει την ψυχή από κάθε προσποίηση.

Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που ήταν πάντα παρόν αλλά αόρατο αποκαλύπτεται — όχι σαν κάτι καινούργιο που ήρθε, αλλά σαν αυτό που ποτέ δεν έλειπε. Αυτή είναι η ευλογία που έρχεται όταν λιγότερο την περιμένουμε, όταν κανείς δεν την περιμένει, όταν ο νους έχει επιτέλους εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει σε μια σιωπή όχι επιτευγμένη αλλά ανακαλυφμένη, όχι δημιουργημένη αλλά προσκρούσασα τυχαία.

Αυτή η χάρη δεν αναγνωρίζει σύστημα αξιών. Δεν έρχεται πιο εύκολα στον πειθαρχημένο παρά στον παραστρατημένο, στον ενάρετο παρά στον σπασμένο, στον πιστό παρά στον αμφιβάλωντα. Υπάρχει μάλιστα μια παράξενη δημοκρατία στη διανομή της, γιατί φαίνεται να ευνοεί τις στιγμές που η προσεκτικά δομημένη ταυτότητα έχει για λίγο αποτύχει, όταν η ιστορία που λέει κανείς για τον εαυτό του έχει διακοπεί, όταν ο φύλακας στην πύλη του εαυτού έχει αποκοιμηθεί στη θέση του.

Αυτός που συστηματοποιεί τη ζωή του, που ακολουθεί προσεκτικά προδιαγεγραμμένες ρουτίνες ηθικής και άσκησης, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι δομές γίνονται εμπόδια, τείχη πίσω από τα οποία προφυλάσσεται από τον άγριο άνεμο του ιερού. Γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι ήμερο, δεν είναι εξημερωμένο, δεν περιορίζεται μέσα σε κανένα σύστημα όσο εκλεπτυσμένο ή αρχαίο κι αν είναι. Φυσά όπου θέλει, αυτός ο άνεμος από άγνωστες ακτές, και δεν μπορεί να κατευθυνθεί ή να διοχετευθεί από ανθρώπινη πρόθεση.

Η Φτώχεια της Κατοχής

Πόσο απεγνωσμένα ο πνευματικός αναζητητής επιθυμεί να αιχμαλωτίσει αυτό που έχει για λίγο αντικρίσει, να το κρατήσει κοντά του, να το κάνει μόνιμο. Αφού γεύτηκε μια φορά το νέκταρ της υπέρβασης, ο νους αμέσως αρχίζει το έργο της διατήρησης, προσπαθώντας να φυλάξει αυτόν τον θησαυρό, να τον λατρέψει, να χτίσει ιερό γύρω του. Αλλά ακριβώς σε αυτή την αρπαγή, το αρπαγμένο εξαφανίζεται σαν νερό που σφίγγεται ανάμεσα στα δάχτυλα.

Ο διαλογισμός που είναι πραγματικά διαλογισμός — η ατέρμονη κίνηση για την οποία μιλούν οι μυστικοί με χαμηλωμένη φωνή — δεν μπορεί να κατεχθεί επειδή δεν είναι πράγμα. Μοιάζει περισσότερο με αεράκι που φυσά από ανοιχτό παράθυρο, δροσίζοντας τον μπαγιάτικο αέρα της αυτο-ανησυχίας, φέρνοντας μαζί του άρωμα αδύνατων αποστάσεων. Τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι να το πιάσει, να το ακινητοποιήσει, να το κάνει δικό του, έχει ήδη χαθεί· μένει μόνο η ανάμνηση, μόνο το φάντασμα της παρουσίας, μόνο ο πόνος της απουσίας.

Γι’ αυτό οι πνευματικές παραδόσεις μιλούν τόσο συχνά με αρνήσεις, με αποκηρύξεις, με αφήσεις. Όχι επειδή είναι αρνητικές της ζωής ή απαισιόδοξες, αλλά επειδή έχουν ανακαλύψει μέσα από αιώνες εξερεύνησης ότι το ιερό αποκαλύπτεται μόνο στον χώρο που δημιουργείται από την παραίτηση. Κάθε απόπειρα αρπαγής, διατήρησης, λατρείας αυτού που έχει βιωθεί σε στιγμές ανοίγματος εξασφαλίζει ότι «δεν θα ξανάρθει ποτέ». Όποιες τεχνικές κι αν εφαρμοστούν, όποιες ασκήσεις κι αν αναληφθούν, όποιες προσευχές κι αν προσφερθούν — αν γίνονται με την ελπίδα να διαταχθεί ή να ελεγχθεί η επίσκεψη της χάρης, γίνονται εμπόδια αντί για βοηθήματα.

Η ομορφιά αυτού του διαλογισμού, όταν ανθίζει απροσδόκητα στο προετοιμασμένο έδαφος μιας αφύλαχτης στιγμής, δεν είναι η ομορφιά αυτού που τον βιώνει. Αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση που το εγώ δυσκολεύεται υπερβολικά να δεχτεί. Γιατί το εγώ θέλει να διεκδικήσει ιδιοκτησία, να πει «εγώ διαλογίζομαι», «εγώ πέτυχα φώτιση», «εγώ κατέχω πνευματική διορατικότητα». Αλλά στη γνήσια στιγμή υπέρβασης δεν υπάρχει «εγώ» για να κάνει τέτοιες αξιώσεις. Η ομορφιά ανήκει στον ίδιο τον διαλογισμό, όχι στον διαλογιζόμενο. Το φως που λάμπει δεν είναι φως κάποιας ατομικής ψυχής αλλά το φως που φωτίζει όλες τις ψυχές, το άκτιστο φως που υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παρατηρητή.

Σε αυτή την ομορφιά τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Είναι πλήρης από μόνη της, τέλεια από μόνη της, δεν χρειάζεται βελτίωση ή ενίσχυση. Ο νους θέλει να επεξεργαστεί, να στολίσει, να χτίσει πάνω στο θεμέλιο μιας γνήσιας διορατικότητας, δημιουργώντας τεράστια οικοδομήματα ερμηνείας και νοήματος. Αλλά όλες αυτές οι προσθήκες είναι αφαιρέσεις από την καθαρή απλότητα αυτού που είναι. Μοιάζουν με πίνακες που κρεμιούνται μπροστά σε παράθυρο, εμποδίζοντας τη θέα που υποτίθεται ότι ενισχύουν.

Η Αγρυπνία που Αυτοαναιρείται

Ο πνευματικός αναζητητής σταθμεύει δίπλα στο παράθυρο της συνείδησης, παρακολουθώντας, περιμένοντας, ελπίζοντας να συλλάβει την προσέγγιση του θείου. Κάθεται σε σκοτεινά δωμάτια, καλλιεργώντας σιωπή, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την άφιξη της χάρης. Παρακολουθεί τις σκέψεις του, την αναπνοή του, τη στάση του, πιστεύοντας ότι με την επαγρύπνηση μπορεί να παραμείνει έτοιμος για τη στιγμή της ανακάλυψης.

Αλλά αυτή ακριβώς η παρακολούθηση είναι που εμποδίζει το βλέπειν. Αυτός που κοιτάζει «ελπίζοντας να το πιάσει εξαπίνης» έχει ήδη νηστεύσει τον σκοπό του, γιατί με την ελπίδα έχει δημιουργήσει διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και σε αυτό που ελπίζει. Έχει τοποθετηθεί ως υποκείμενο που ψάχνει αντικείμενο, ως αναζητητής που κυνηγά στόχο, ως κάποιος που στερείται και προσπαθεί να γεμίσει το κενό. Και μέσα σε αυτή τη δυϊκότητα, η μη-δυαδική πραγματικότητα που αναζητά μένει για πάντα απρόσιτη.

Ο διαλογισμός που περιγράφεται εδώ — η ατέρμονη κίνηση — έρχεται «μόνο όταν δεν είσαι καθόλου εκεί». Αυτή δεν είναι μεταφορική απουσία αλλά κυριολεκτική. Όχι η απουσία του σώματος ή ακόμα και η ησυχία των νοητικών φλυαριών, αλλά η απουσία αυτού που ισχυρίζεται ότι διαλογίζεται, η απουσία της οντότητας που αναζητά, που ελπίζει, που περιμένει. Όταν αυτή η απουσία είναι πλήρης, όταν πραγματικά δεν έχει μείνει κανείς για να δεχτεί την ευλογία, τότε η ευλογία πλημμυρίζει σαν ηλιακό φως από ανοιχτή πόρτα.

Αυτό είναι το υπέρτατο παράδοξο που κατατροπώνει κάθε πνευματική φιλοδοξία: ο αναζητητής δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει, επειδή ο ίδιος ο αναζητητής είναι το εμπόδιο. Κι όμως ο αναζητητής δεν μπορεί να αυτοεξαλειφθεί σκόπιμα με πράξη θέλησης, γιατί μια τέτοια πράξη θα ενίσχυε μόνο την ψευδαίσθηση ενός εαυτού που πράττει. Η διάλυση του αναζητητή δεν συμβαίνει με πράξη αλλά με όραση — με την ξαφνική αναγνώριση ότι ο αναζητητής ποτέ δεν υπήρξε ως ξεχωριστή οντότητα, ότι η ίδια η αναζήτηση ήταν όνειρο, ότι αυτό που αναζητούνταν ποτέ δεν έλειπε.

Η Ασυνεχής Ευδαιμονία

Είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε την πνευματική επίτευξη ως κάτι που, όταν επιτευχθεί, γίνεται μόνιμη κατοχή. Ο φωτισμός φαντάζεται ως κατάσταση που, όταν εισέλθει κανείς, συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Αλλά η ευδαιμονία για την οποία μιλάμε εδώ — η ευδαιμονία που συνοδεύει τον διαλογισμό που είναι διαλογισμός — «δεν έχει συνέχεια». Δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί. Έρχεται και φεύγει χωρίς κανέναν νόμο που ο ανθρώπινος νους μπορεί να διακρίνει.

Αυτή η ασυνέχεια δεν είναι ελάττωμα αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Γιατί αν μια τέτοια ευδαιμονία ήταν συνεχής, ο νους γρήγορα θα προσαρμοζόταν, θα την κατηγοριοποιούσε, θα την έκανε συνηθισμένη. Το γεγονός ότι έρχεται και φεύγει, ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί, την κρατά για πάντα φρέσκια, για πάντα καινούργια, για πάντα ικανή να συντρίψει τις απολιθωμένες δομές της αυτογνωσίας.

Υπάρχει βαθιά ταπείνωση στο να αποδεχτεί κανείς αυτή την ασυνέχεια. Σημαίνει παραίτηση από την επιθυμία για πνευματική ασφάλεια, από την επιθυμία να επιτύχει μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να πέσει ποτέ. Σημαίνει να ζει με ριζική αβεβαιότητα, χωρίς να ξέρει ποτέ πότε θα σχιστεί το πέπλο, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που έχει αντικριστεί μια φορά θα ξαναντικριστεί. Αυτή η αβεβαιότητα κρατά την καρδιά τρυφερή, την ψυχή εύπλαστη, εμποδίζει την απολίθωση που έρχεται όταν πιστεύει κανείς ότι έχει φτάσει σε τελικό προορισμό.

Οι μυστικοί διαφόρων παραδόσεων έχουν παρατηρήσει το ίδιο χαρακτηριστικό. Η θεία παρουσία, αναφέρουν, έρχεται και φεύγει σαν μυστηριώδης επισκέπτης που φτάνει χωρίς πρόσκληση και φεύγει χωρίς εξήγηση. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραμένει σε μια ετοιμότητα που δεν είναι ετοιμότητα, σε μια αναμονή που δεν είναι αναμονή, σε ένα άνοιγμα που δεν αγωνίζεται να είναι ανοιχτό. Είναι η ετοιμότητα ενός χωραφιού που έχει οργωθεί και σπαρθεί αλλά που δεν μπορεί να κάνει τον σπόρο να βλαστήσει ή τη βροχή να πέσει. Όλη η απαραίτητη προετοιμασία έχει γίνει, και τώρα δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει κανείς την κανονική ζωή, χωρίς προσδοκία, χωρίς ατζέντα.

Η Άρνηση της Σημασίας

Ίσως η πιο καταστροφική συνειδητοποίηση για τον πνευματικό υποψήφιο είναι αυτή: «Στον διαλογισμό, εσύ δεν είσαι σημαντικός, δεν έχεις θέση μέσα του». Όλα στην ανθρώπινη ψυχή επαναστατούν ενάντια σε αυτή την αλήθεια. Δεν μας έχουν διδάξει από τη γέννησή μας να κάνουμε κάτι από τον εαυτό μας, να είμαστε σημαντικοί, να μετράμε; Και ο πνευματικός δρόμος δεν φαίνεται να υπόσχεται την υπέρτατη σημασία — να γίνει κανείς φωτισμένος, συνειδητοποιημένος, ένα με το Θείο;

Αλλά αυτή η υπόσχεση είναι αποπλάνηση, παγίδα στολισμένη με τις ίδιες τις επιθυμίες του εγώ. Ο γνήσιος διαλογισμός, το πραγματικό άνοιγμα στην υπέρβαση, απαιτεί την πλήρη εγκατάλειψη της προσωπικής σημασίας. Όχι ψεύτικη ταπείνωση που κρυφά πιστεύει τον εαυτό της σημαντικό επειδή είναι τόσο ταπεινός, αλλά γνήσια εξαφάνιση, διάλυση της οπτικής γωνίας που λέει «είμαι εδώ, και βιώνω κάτι σημαντικό».

Όταν το ιερό αποκαλύπτεται — και το κάνει μόνο σε στιγμές που ο φύλακας της προσωπικής ταυτότητας έχει απουσιάσει — υπάρχει απλώς η αποκάλυψη, χωρίς κανέναν στον οποίο αποκαλύπτεται. Υπάρχει βλέπειν χωρίς βλέποντα, γνώση χωρίς γνωρίζοντα, εμπειρία χωρίς βιωτή. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, όταν επιστρέφουν από τις συναντήσεις τους με το Άπειρο, συχνά μένουν άφωνοι. Πώς να περιγράψει κανείς μια εμπειρία στην οποία ο βιωτής έλειπε; Ποιος υπάρχει για να αναφέρει τι συνέβη όταν κανείς δεν ήταν εκεί να το δει;

Αυτή η απουσία του προσωπικού δεν είναι απώλεια αλλά η πιο βαθιά απελευθέρωση. Γιατί το βάρος της διατήρησης της ιστορίας του «εγώ» — της πνευματικής μου προόδου, των επιτευγμάτων μου, των αποτυχιών μου, των ερωτημάτων μου, των διορατικοτήτων μου — επιτέλους αφήνεται κάτω. Στη θέση του έρχεται ελαφρότητα, ευκολία, αίσθηση κίνησης μαζί με το ρεύμα της ύπαρξης αντί εναντίον του.

Η Επιστροφή στο Θαύμα

Τι μένει, λοιπόν, σε αυτόν που έχει κατανοήσει αυτό το παράδοξο; Αν ο διαλογισμός δεν μπορεί να εξασκηθεί, αν η καρδιά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ανοίξει, αν το θείο δεν μπορεί να κληθεί, αν ο εαυτός πρέπει να απουσιάζει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια — τι μένει να γίνει;

Ίσως τίποτα. Ή μάλλον, να ζει κανείς χωρίς το βάρος της πνευματικής φιλοδοξίας, να κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς τη συνεχή αυτοπαρακολούθηση που ρωτά «Κάνω πρόοδο; Πλησιάζω; Είμαι πιο φωτισμένος από χτες;» Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός συμβαίνει από μόνος του όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όπως τα λουλούδια ανθίζουν όταν έρχεται η άνοιξη, όχι επειδή έχουν εξασκηθεί στο άνθισμα αλλά επειδή είναι στη φύση τους να ανταποκριθούν στη ζέστη και στο φως.

Η πρόσκληση — αν μπορεί να ονομαστεί πρόσκληση — είναι να επιστρέψει κανείς στο θαύμα — όχι το θαύμα του παιδιού που ποτέ δεν έχει αμφισβητήσει, αλλά το δεύτερο θαύμα, το βαθύτερο θαύμα, που έρχεται αφού όλα τα ερωτήματα έχουν εξαντληθεί και βρεθεί ανεπαρκή. Είναι το θαύμα που αναδύεται όταν ο νους επιτέλους παραδέχεται την ήττα του στην προσπάθεια να συλλάβει το μυστήριο της ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει ότι οι πιο βαθιές αλήθειες δεν μπορούν να συλληφθούν αλλά μόνο να βιωθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν αλλά μόνο να παραδοθούν.

Αυτό το θαύμα δεν αγωνίζεται να δει πέρα από το πέπλο αλλά ανακαλύπτει το ιερό σε αυτό που είναι άμεσα παρόν — στο βάρος του σώματος, στον ρυθμό της αναπνοής, στο πέρασμα των νεφών σε έναν φθινοπωρινό ουρανό. Δεν αναζητά εξαιρετικές εμπειρίες αλλά βρίσκει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, όχι με καμία τεχνική ή άσκηση αλλά με μια απλότητα προσοχής που έρχεται όταν η προσοχή δεν κατευθύνεται πλέον από ατζέντα ή σκοπό.

Η Σιωπή που Τραγουδά

Τελικά — αν και δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ατέρμονη κίνηση — αυτό που μένει είναι ένα είδος σιωπής. Όχι η σιωπή ενός άδειου δωματίου ή η σιωπή ανάμεσα σε ήχους, αλλά η σιωπή που υπάρχει πριν και κάτω από κάθε ήχο, η σιωπή από την οποία αναδύεται η μουσική και στην οποία επιστρέφει. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία κάτι αλλά πληρότητα των πάντων, το έγκυο κενό που περιέχει όλες τις δυνατότητες χωρίς να εκδηλώνει καμία.

Είναι η σιωπή της καρδιάς που έχει επιτέλους σταματήσει την κραυγή της, τις απαιτήσεις της, τις διαπραγματεύσεις της με το Θείο. Είναι η σιωπή που έρχεται όταν όλα τα ερωτήματα έχουν διαλυθεί, όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών έχει αναγνωρίσει ότι τα βαθύτερα ερωτήματα δεν δείχνουν προς απαντήσεις αλλά προς μυστήριο. Είναι η σιωπή του νου που έχει εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει στην ύπαρξη.

Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, παραδόξως, υπάρχει ένα τραγούδι — αν και κανείς δεν το τραγουδά, κανείς δεν το ακούει. Είναι το τραγούδι της ίδιας της ύπαρξης, η αιώνια συμφωνία που παίζει είτε κάποιος ακούει είτε όχι. Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός είναι απλώς η απομάκρυνση όλων όσων εμποδίζουν την ακρόαση αυτού του τραγουδιού που πάντα τραγουδούσε, το βλέπειν αυτού του φωτός που πάντα έλαμπε, το αισθάνεσθαι αυτής της παρουσίας που ποτέ δεν έλειπε.

Η ευλογία, όταν έρχεται — και έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα χωρίς αναγγελία — είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει κανείς, τίποτα να επιτύχει, κανείς να γίνει. Ο ανοιχτός ουρανός ήταν πάντα εδώ. Η απέραντη καρδιά πάντα χτυπούσε. Το άπειρο ήταν πάντα απείρως παρόν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η διάλυση του αναζητητή, κι ακόμα κι αυτή η διάλυση δεν ήταν ποτέ κάτι που μπορούσε να γίνει, μόνο κάτι που συνέβη όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος, όταν ο καρπός ωρίμασε, όταν η εποχή γύρισε.

Και έτσι ο μυστικός — πια όχι αναζητών, πια όχι περιμένων, πια όχι ελπίζων — συνεχίζει να περπατά μέσα στον κόσμο, συνηθισμένος ανάμεσα στους συνηθισμένους, κουβαλώντας αυτό το μυστικό που δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε να μοιραστεί: ότι το ιερό δεν είναι αλλού, ότι ο διαλογισμός δεν είναι άσκηση, ότι η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. ...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~