CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Friday, 28 November, 2025

Sunday, April 17, 2022

ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ

 Η «ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ» ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Προοίμιο  

Ασαμσκρίτα  

Σαμσάρα  

Καμαβακάρα  

«Σατβάρι Αρυάνι Σατυάνι»

Νιρβάνα

…..



Προοίμιο

"Υπάρχει, ω αδελφοί, μία σφαίρα ζωής όπου δεν υπάρχει ούτε γη, ούτε νερό, ούτε φωτιά, ούτε αέρας, ούτε η σφαίρα του ατέλειωτου χώρου, ούτε καν η σφαίρα της συνείδησης. Εκεί που σας λέω δεν υπάρχει πραγματικά ούτε αυτός εδώ ο κόσμος, ούτε ο άλλος κόσμος, ούτε η σφαίρα του απείρου διαστήματος, ούτε η σφαίρα της άπειρης συνείδησης, ούτε η σφαίρα της ανυπαρξίας του οτιδήποτε, ούτε η σφαίρα όπου δεν υπάρχει ούτε αντίληψη, ούτε μη αντίληψη. Μιά τέτοια κατάσταση , ω αδελφοί, εγώ θα την περιέγραφα έτσι: ούτε να έρχεσαι, ούτε να πηγαίνεις, ούτε να στέκεσαι, ούτε να γυρίζεις πίσω, ούτε να κατεβαίνεις, μα ούτε και να ανεβαίνεις. Είναι κάτι σαν μη γεννημένο, μη γινόμενο, μη δημιουργημένο, μη συνθεμένο: είναι το τέλος της οδύνης". Ουντάνα, VIII, I, 1ος αιώνας π.Χ.).


Ασαμσκρίτα

Η Έσχατη Πραγματικότητα στην Βουδιστική Διδασκαλία («Ασαμσκρίτα») δεν μπορεί ούτε να συνειδητοποιηθεί σαν ατομική εμπειρία, ούτε να προσδιορισθεί, ούτε να γίνει αντιληπτή, αισθητή, ή απτή. Η Έσχατη Πραγματικότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο από «αυτόν» που «έφτασε» στο «Νιρβάνα» (από το αρνητικό μόριο «νιρ» και την ρίζα «βα» - πνέω), στο σβήσιμο του γίγνεσθαι (των διαδικασιών εξέλιξης). Έτσι η Έσχατη Πραγματικότητα Είναι Ταυτόσημη με το Νιρβάνα. Όποιος δεν έχει φτάσει στο Νιρβάνα βιώνει μια σχετική πραγματικότητα, ένα συνεχές γίγνεσθαι…

Έτσι λοιπόν η Βουδιστική Διδασκαλία δέχεται ότι υπάρχει Μια Πραγματικότητα που Είναι το Υπόβαθρο των πάντων. Αλλά εφ’ όσον είναι αδύνατον να προσδιορισθεί από κάποιον που δεν την βιώνει αποφεύγει συστηματικά να μιλήσει γι’ Αυτήν Την Πραγματικότητα. Αυτό για το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε είναι το γίγνεσθαι. Το Νιρβάνα, το σβήσιμο του γίγνεσθαι, οδηγεί στην Πραγματικότητα, πέρα από το γίγνεσθαι.. Έτσι η Υπέρτατη Πραγματικότητα πρέπει να γίνεται «αντιληπτή» σαν το Απόλυτο κι όχι σαν ανυπαρξία.


Σαμσάρα

Το Σαμσάρα

Για την Βουδιστική Διδασκαλία το μόνο «πραγματικό» είναι η εξελικτική διαδικασία. Ό,τι εμφανίζεται, ό,τι γίνεται αντιληπτό, το φαινόμενο, είναι μια εξελικτική διαδικασία. Η «ύπαρξη» είναι μια εξελικτική διαδικασία, αλλά και οι κόσμοι και τα επιμέρους φαινόμενα, όλα, είναι εξελικτικές διαδικασίες. «Όλο αυτό» είναι το Σαμσάρα.

Η εξελικτική διαδικασία αναλύεται σε διαδοχικές, στιγμιαίες, καταστάσεις, που ονομάζονται «ντάρμα» (από την ρίζα «ντρι», στηρίζω, κρατώ). Τα ντάρμα λοιπόν είναι οι ύστατες πραγματικότητες που μπορούμε να αντιληφθούμε, το πρώτο συνθετικό των φαινομένων. Έτσι λοιπόν το γίγνεσθαι, η εξελικτική διαδικασία, εμφανίζεται σαν μια ροή αυτών των ντάρμα. 

Τα ντάρμα είναι εξαρτημένες πραγματικότητες, είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων ντάρμα κι είναι αυτά που προκαθορίζουν τα επόμενα ντάρμα, Όλη αυτή η ροή υπακούει σε αυστηρούς νόμους που μπορούν να αναχθούν τελικά στον Νόμο της Παγκόσμιας Αιτιότητας, «Κάρμα» (από την ρίζα «κρι», πράττειν). Το Κάρμα υποδηλώνει την δράση αλλά και το αποτέλεσμα της δράσης, υποδηλώνει έτσι την ευθύνη από την ίδια την δράση και την συμπεριφορά που μεταβιβάζεται μέσα στον χρόνο.

Τα ντάρμα είναι στιγμιαία και δεν διαρκούν παρά ελάχιστο χρόνο. Έτσι το μόνο πραγματικό είναι η ροή, η εξελικτική διαδικασία, το γίγνεσθαι. «Ό,τι υπάρχει είναι στιγμιαίο», όλα είναι παροδικά.

Η εξελικτική διαδικασία εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Σαν βιτζνάνα, συνειδησιακή διαδικασία, διαδοχή συνειδησιακών καταστάσεων, σαν σαμσκάρα, νοητική διαδικασία, διαδοχή στιγμιαίων νοητικών καταστάσεων, σαν σάμτζνα, αντιληπτική διαδικασία, διαδοχή αντιληπτικών καταστάσεων, σαν βεντάνα, αισθησιακή διαδικασία, διαδοχή αισθησιακών καταστάσεων, σαν ρούπα, υλική, οργανική διαδικασία, διαδοχή οργανικών δομών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία και μόνη διαδικασία που εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην συνείδηση και την υλική μορφή, είναι η ίδια διαδικασία σε διαφορετική συχνότητα. Η διαδικασία εμφανίζεται άλλοτε σαν συνείδηση, άλλοτε σαν νόηση, άλλοτε σαν αντίληψη, άλλοτε σαν αίσθηση, άλλοτε σαν μορφή. Πρόκειται όμως για την ίδια διαδικασία πάντα. Έτσι το γίγνεσθαι αποτελεί μια συνέχεια (μέσα στους χωροχρόνους και μέσα στον τοπικό χρόνο). Το «ον» δεν είναι παρά ένας συνδυασμός από εξελικτικές διαδικασίες, ροές από ντάρμας ( «σκάντας») που συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους.

Οι Περιοχές του Σαμσάρα

Το Σαμσάρα (γίγνεσθαι) διαιρείται σε τρεις Περιοχές, «Βακάρα» (κατάσταση του γίγνεσθαι κι όχι αντικειμενική, σταθερή περιοχή). Οι Περιοχές, καταστάσεις, του γίγνεσθαι είναι: α) Το Αρούπαβακάρα (περιοχή χωρίς μορφή), η κατάσταση της υπερνοητικής διαδικασίας, της διαδοχής στιγμιαίων υπερνοητικών διαδικασιών. β) Το Ρούπαβακάρα (περιοχή με μορφή), η κατάσταση της αντιληπτικής διαδικασίας, της διαδοχής στιγμιαίων αντιληπτικών καταστάσεων. γ) Το Κάμαβακάρα (περιοχή της επιθυμίας και της αισθητηριακής ευχαρίστησης), η κατάσταση της υλικής μορφής, της διαδοχής στιγμιαίων υλικών καταστάσεων.

Ό,τι ονομάζουμε «ον» είναι στην πραγματικότητα ένα γίγνεσθαι, ένα ρεύμα από ντάρμα. Στο Αρούπαβακάρα αυτό το ον είναι ένα ρεύμα από «ντάρμα χωρίς μορφή», Βιτζνάνα, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, Σαμσκάρα, βούληση, νοητικά αποτυπώματα που υποκινούν επιθυμίες, Σάμτζνα, αντίληψη, νοητική αντίληψη. Η διαφορά αυτών των κατηγοριών ντάρμα είναι πολύ λεπτή. Το ον αποτελεί μια παρουσία, μια ύπαρξη, χωρίς συγκεκριμένη μορφή, μια νοητική ύπαρξη

Το Αρούπαβακάρα διαιρείται σε Τέσσερις Ουρανούς, καταστάσεις που είναι (απαριθμώντας από τον ανώτερο προς τον κατώτερο): 1) Ναϊβασάμτζνα Σαμγκνιαγιάτανα (περιοχή όπου δεν υπάρχει ούτε αντίληψη ούτε μη-αντίληψη και που στην πραγματικότητα υπερβαίνει το Αρούπαβακάρα και απλώνεται στο Απόλυτο). 2) Ακιντσανιαγιάτανα (περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει μέσα στην ανυπαρξία του οτιδήποτε). 3) Βιγκιαναναντιαγιάτανα (περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει στην άπειρη κατάσταση της συνείδησης). 4) Ακασαναντιαγιάτανα (περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει στο άπειρο διάστημα).

Είναι φανερό ότι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στις καταστάσεις που βιώνει το ον, το επίπεδο στο οποίο λειτουργεί το ον (Βιτζνάνα, Σαμσκάρα, Σάμτζνα) και τους «ουρανούς».

Στο Ρούπαβακάρα το ον είναι νοητικότητα (ρεύμα από ντάρμα χωρίς μορφή) που εκφράζεται στο πεδίο της «αίσθησης». Δημιουργείται έτσι μια νέα κατηγορία ντάρμα, («Βεντάνα», αισθητικότητα), ένα ρεύμα από ντάρμα με μορφή, μια διαδοχή στιγμιαίων αισθητηριακών καταστάσεων. Εδώ τα ντάρμα χωρίς μορφή (νοητικότητα) δεν έχουν ην ίδια λειτουργία όπως στο Αρούπαβακάρα. Η λειτουργία τους είναι προσαρμοσμένη στο Ρούπαβακάρα, υποβαθμισμένη. Κυριαρχούν τα ντάρμα με μορφή. Το ον εδώ είναι μια νοητικότητα που έχει μία εσωτερική διάσταση που κατάγεται από το Αρούπαβακάρα και μία εξωτερική δραστηριότητα που φέρνει το «ον» σε επαφή με τον κόσμο των μορφών. Το «ον» εκφράζεται μέσα από ένα λεπτό σώμα (που είναι ένα ρεύμα από αισθητηριακές καταστάσεις δομημένες με τέτοιο τρόπο που εμφανίζονται σαν μια μορφή). Είναι μια ύπαρξη αιθέρια που καταλαμβάνει ωρισμένο χώρο, κλπ.

Το Ρούπαβακάρα διαιρείται σε Δεκαέξη Ουρανούς τακτοποιημένους σε τέσσερα επίπεδα.

Είναι φανερό ότι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στις καταστάσεις που βιώνει το ον, το επίπεδο στο οποίο λειτουργεί το ον (Βιτζνάνα, Σαμσκάρα, Σάμτζνα προσαρμοσμένα σο Ρούπαβακάρα) και τα «τέσσερα επίπεδα».

Στο Καμαβακάρα το ον είναι αιθέρια ύπαρξη που εκφράζεται στο πεδίο της «ύλης». Δημιουργείται έτσι μια νέα καηγορία από ντάρμα («Ρούπα», σώμα, ένα γίγνεσθαι της ύλης δομημένο με τέτοιο τρόπο που εμφανίζεται σαν στέρεη μορφή), ένα ρεύμα από ντάρμα υλικής μορφής (μια διαδοχή στιγμιαίων καταστάσεων της ύλης που είναι δομημένες έτσι που εμφανίζονται σαν το υλικό σώμα που γνωρίζουμε. Εδώ τα ντάρμα χωρίς μορφή (νοητικότητα) και τα ντάρμα με μορφή (αισθητικότητα) δεν έχουν την ίδια λειτουργία όπως στα ανώτερα πεδία, η λειτουργία τους είναι προσαρμοσμένη στο Κάμαβακάρα, υποβαθμισμένη. Κυριαρχούν τα ντάρμα της υλικής μορφής. Έτσι οι νοητικές λειτουργίες του «όντος» στο Κάμαβακάρα έχουν μία ανώτερη διάσταση που κατάγεται από το Αρούπαβακάρα, μία εσωτερική διάσταση που κατάγεται από το Ρούπαβακάρα και μία εξωτερική δραστηριότητα που φέρνει το «ον» σε επαφή με τον κόσμο των μορφών.

Διαθέτει επίσης την «αισθητικότητα» που έχει μία εσωτερική διάσταση που κατάγεται από το Ρούπαβακάρα -διαίσθηση- και μία εξωτερική δραστηριότητα που υποβοηθεί την νοητικότητα στην αντίληψη του Κάμαβακάρα –αισθητικότητα-. Στο Κάμαβακάρα το ον είναι αιθέρια ύπαρξη που εκφράζεται μέσα από ένα υλικό, χονδροειδές σώμα. 

Το Κάμαβακάρα διαιρείται σε Τρεις Περιοχές, τον Ουρανό, την γη και τον κάτω κόσμο. Ο Ουρανός είναι ο κόσμος των ντέβας. Η γη είναι ο κόσμος των ανθρώπων, των ασούρας (δαίμονες), των πρέτας (φαντάσματα) και των ζώων. Ο κάτω κόσμος είναι ο κόσμος των κολασμένων.

Είναι φανερό ότι υπάρχει πλήρης αντιστοιχία ανάμεσα στις καταστάσεις που βιώνει το ον, το επίπεδο στο οποίο λειτουργεί το ον (Βιτζνάνα, Σαμσκάρα, Σάμτζνα προσαρμοσμένα σο Κάμαβακάρα) και τις «τρεις περιοχές».

Η ζωή στο Σαμσάρα

Το γίγνεσθαι είναι μια ροή, μια διαδοχή στιγμιαίων καταστάσεων κι αποτελεί μια συνέχεια.. Ουσιαστικά δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην νοητικότητα, την αισθητικότητα, ή το βιολογικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις του γίγνεσθαι, το γίγνεσθαι είναι μια συνέχεια. Το ον είναι ένα γίγνεσθαι, ένα ρεύμα στιγμιαίων καταστάσεων. Βρίσκεται μέσα στο χώρο του γίγνεσθαι, σε μια από τις τρεις καταστάσεις του γίγνεσθαι. Όταν το ον, σε μια συγκεκριμένη Περιοχή, κλείσει τον κύκλο της εξέλιξής του (ζωή) επέρχεται διάλυση της σύνθεσης (θάνατος). Εφ’ όσον το ον, κατά την διάρκεια της «ζωής» του έφτασε σε ένα ξεπέρασμα του γίγνεσθαι, σε ένα σβήσιμο των ντάρμα της Περιοχής του γίγνεσθαι μέσα στην οποία εξελισσόταν, τότε το ον απελευθερώνεται και μετά τον θάνατο μεταβαίνει σε μια ανώτερη κατάσταση ύπαρξης. Εφ’ όσον όμως το ον κατά την διάρκεια της ζωής παρέμεινε μέσα στο γίγνεσθαι (απορροφημένο στην συνεχή διαδοχή των ντάρμα της Περιοχής του γίγνεσθαι μέσα στην οποία εξελισσόταν) τότε το ον μετά τον θάνατο δεν απελευθερώνεται για να μεταβεί σε ανώτερη κατάσταση ύπαρξης αλλά κάτω από την πίεση των προσκολλήσεων παραμένει ένας «πυρήνας γίγνεσθαι» που οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια νέα σύνθεση από ντάρμα μέσα στην Πριοχή του γίγνεσθαι που εξελισσόταν στην προηγούμενη ζωή το ον, σε μια νέα ενσάρκωση. Έτσι το ον κινείται μέσα στο γίγνεσθαι, στις Περιοχές του γίγνεσθαι. Είναι ένα συνεχές ρεύμα που μεταβαίνει από ύπαρξη σε ύπαρξη, χωρίς σταμάτημα.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι η προηγούμενη εξέλιξη (ζωή) μέσα σε μια κατάσταση του γίγνεσθαι και η επόμενη εξέλιξη (ζωή) μέσα στην ίδια κατάσταση του γίγνεσθαι αν κι αποτελούν συνέχεια εν τούτοις φαίνεται σαν να είναι διαφορετικές. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια νέα σύνθεση ντάρμα αλλά η δομή της εξαρτάται απόλυτα από την ύπαρξη που προηγήθηκε. Εδώ ακριβώς φαίνεται η λειτουργία του Κάρμα, του Νόμου της Αιτιότητας. Το ον αποτελεί ένα συνεχές ρεύμα που μεταβαίνει από ζωή σε ζωή ασταμάτητα. Αυτός είναι ο κύκλος της μετενσάρκωσης. Το ον εξαφανίζεται εδώ, εμφανίζεται εκεί, συνέχεια. Αυτή η εξέλιξη υπακούει αυστηρά στο Νόμο του Κάρμα. Όποια είναι η δράση, αυτό είναι το αποτέλεσμα. Έτσι το ον με την εξέλιξη δημιουργεί τον εαυτό του. Κάθε ον φέρνει ακέραιη την ευθύνη της εξέλιξής του. Το όντα πορεύονται σύμφωνα με τον Νόμο του Κάρμα. Κανένα ον δεν μπορεί να ξεφύγει από τον τροχό της εξέλιξης. Η μόνη διέξοδος είναι η απελευθέρωση. 

Έτσι τα όντα είναι παγιδευμένα μέσα στο γίγνεσθαι, στις τρεις Περιοχές του γίγνεσθαι. Επομένως ένα ον, στην πορεία του, έχει να ξεπεράσει τρεις βαθμίδες (που αντιστοιχούν στις τρεις Περιοχές του γίγνεσθαι) μέχρι την τελική απελευθέρωση. Το Νιρβάνα που πετυχαίνεται με το ολοκληρωτικό σβήσιμο κάθε γίγνεσθαι είναι το Αληθινό Νιρβάνα.

Καμαβακάρα

Την στιγμή που ένα ον ξεκινά την ύπαρξή του μέσα στο Καμαβακάρα είναι ήδη αποτέλεσμα ενός προηγούμενου γίγνεσθαι. Το γεγονός ότι αυτό το ον τείνει να εκδηλωθεί στο Καμαβακάρα σημαίνει ότι υπάρχει ήδη μια τάση, μια ώθηση, μέσα του που το οδηγεί στην εκδήλωση στο Κάμαβακάρα. Είναι νοητικότητα (στην Περιοχή του Ρούπαβακάρα) προσανατολισμένη προς τον υλικό κόσμο (μια συσώρευση νοητικών εντυπωμάτων που έχουν εισέλθει από την αντίληψη και σχετίζονται με τον υλικό κόσμο), με μνήμες από τις αισθήσεις, που νοιώθει την ανάγκη να εκδηλωθεί και πάλι μέσα από ντάρμα υλικής υφής, μέσα από ένα σώμα.

Το ον που εκδηλώνεται στο Κάμαβακάρα είναι μια νέα, ολοκληρωμένη, σύνθεση όλων αυτών των ντάρμα, μια ροή αυτών των ντάρμα: Βιτζνάνα, Σαμσκάρα, Σάμτζνα (αυτά τα τρία συνιστούν την νοητικότητα που έχει μία ανώτερη διάσταση που κατάγεται από το Αρούπαβακάρα, μία εσωτερική διάσταση που κατάγεται από το Ρούπαβακάρα και μία εξωτερική δραστηριότητα που φέρνει το «ον» σε επαφή με τον κόσμο των μορφών), Βεντάνα (αισθητικότητα που έχει μία εσωτερική διάσταση που κατάγεται από το Ρούπαβακάρα και μία εξωτερική δραστηριότητα που φέρνει το «ον» σε επαφή με τον κόσμο των μορφών), Ρούπα (σώμα, βιολογικό γίγνεσθαι). Η σχέση μεταξύ αυτών των κατηγοριών ντάρμα είναι σαφώς καθορισμένη. Η νοητικότητα είναι η αυτοσυνείδηση που χρησιμοποιεί την αισθητικότητα και το σώμα σαν φορέα μέσα στο Κάμαβακάρα.

Έτσι το «ον» στο Κάμαβακάρα μπορεί (και βιώνει) τις ακόλουθες δραστηριότητες, καταστάσεις.

1) Νιρβάνα

2) Τέσσερις ανώτερες καταστάσεις, Νάϊβασάμτζνα-Σάμτζνιαγιάτανα, Ακιντσάνιαγιάτανα. Βιτζνάνανάντιαγιάτανα, Ακάσανάντιαγιάτανα.

3) Τρεις νοητικές καταστάσεις, βιτζνάνα, σαμσκάρα, σαμτζνα, που έχουν μία εσωτερική λειτουργία και μία εξωτερική δραστηριότητα. 

4) Η δραστηριότητα των αισθήσεων, βεντάνα, που έχει μία εσωτερική λειτουργία και μία εξωτερική δραστηριότητα. 

5) Μία εξωτερική υλική δραστηριότητα, ρούπα.

Το ον σαν σύνολο δρα, εξελίσσεται, πορεύεται μέσα στην ζωή. Το Νιρβάνα (στο Κάμαβακάρα) σημαίνει την υπέρβαση του γίγνεσθαι στο Κάμαβακάρα. Η υπέρβαση του βιολογικού γίγνεσθαι σημαίνει την υπέρβαση της προσκόλλησης στο σώμα και τα υλικά πράγματα. Η υπέρβαση του αισθησιοκινητικού γίγνεσθαι σημαίνει την υπέρβαση των παθών, έμμονων επιθυμιών, κλπ. Η υπέρβαση του νοητικού γίγνεσθαι έχει τρία στάδια με τρεις βαθμίδες το καθένα. Πρέπει καταρχήν να ξεπερασθεί η εξωτερική νοητικότητα που συνδέεται με την αισθητικότητα (τρεις βαθμίδες). Μετά πρέπει να ξεπερασθούν οι εσωτερικές διεργασίες (τρεις βαθμίδες του ντυάνα και μία τέταρτη βαθμίδα που έχει τον χαρακτήρα της συγκομιδής και οριοθετεί το πέρασμα σε μία ανώτερη κατάσταση). Υπάρχει τέλος ακόμα ένα πιό εσωτερική διαδικασία (τρεις ανώτερες καταστάσεις και μία τέταρτη που είναι το Νιρβάνα). Το Νιρβάνα (στο Κάμαβακάρα) σημαίνει το πέρασμα πέρα από κάθε γίγνεσθαι. Δεν είναι η πραγματοποίηση κάποιας κατάστασης. Δεν υπάρχει η αντίληψη ότι έχει πραγματοποιηθεί κάποια κατάσταση γιατί όσο υπάρχει οποιαδήποτε αντίληψη μιάς πραγματοποίησης το ον είναι ακόμα μέσα στο γίγνεσθαι και δεν έχει περάσει πέρα.

Όταν το ον φτάσει στο Νιρβάνα, πέρα από κάθε γίγνεσθαι τότε έχει απελευθερωθεί από την ζωή στο Κάμαβακάρα κι όταν επέλθει ο θάνατος (όταν εξαντληθούν οι αιτίες που δημιούργησαν αυτή την ζωή) τότε το ον απελευθερώνεται και δεν ξαναγυρνά στο Κάμαβακάρα, μεταβαίνει σε μια ανώτερη κατάσταση ύπαρξης, στο Ρύπαβακάρα.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι το Νιρβάνα στο Κάμαβακάρα δεν είναι αυτό καθεαυτό το Απόλυτο. Αυτό που έχει εξαλειφθεί είναι το γίγνεσθαι στο Κάμαβακάρα, έχουν εξαλειφθεί οι αιτίες που θα οδηγούσαν σε μια νέα ενσάρκωση μέσα στο Κάμαβακάρα. Το Νιρβάνα στο Κάμαβακάρα αν και είναι το Απόλυτο σε σχέση με το γίγνεσθαι στο Κάμαβακάρα και δεν μπορεί να προσδιορισθεί με νοητικούς όρους όμως αποτελεί μια κατάσταση ύπαρξης (στο Ρούπαβακάρα), ένα γίγνεσθαι σε μια ανώτερη διάσταση. Υπάρχει νοητικότητα άλλου είδους και αισθητικότητα σαν φορέας σε αυτή την νέα κατάσταση ύπαρξης. Έτσι το Νιρβάνα στο Κάμαβακάρα είναι η κοινή ύπαρξη σε μια ανώτερη κατάσταση ύπαρξης (στο Ρούπαβακάρα).

Όταν το ον δεν επιτύχει το Νιρβάνα παραμένει μέσα στο γίγνεσθαι κι είναι καταδικασμένο (σύμφωνα με το Νόμο του Κάρμα) μετά τον θάνατο να ξαναγυρίσει στο Κάμαβακάρα. 

Όλη αυτή η πορεία του όντος μέσα στο γίγνεσθαι (στο Κάμαβακάρα) περιγράφεται στην βουδιστική γραμματολογία στην «θεωρία της εξαρτώμενης γέννησης των φαινομένων («Πρατίγια Σαμουτπάντα») ή «αλυσίδα των Δώδεκα Αιτιών» («Νιντάνα») ως εξής: 

(Προηγούμενη ζωή)

1) Η αβιντίγια (άγνοια, μη-απελευθέρωση, παραμονή μέσα στο γίγνεσθαι) δημιουργεί τα σαμσκάρα (νοητικά εντυπώματα, κατάλοιπα του προηγούμενου γίγνεσθαι).

2) Τα σαμσκάρα δημιουργούν το βιτζνάνα (συνείδηση, αρχικός νοητικός πυρήνας που θα αποτελέσει την βάση του νέου γίγνεσθαι)

(Παρούσα ζωή)

3) Το βιτζνάνα δημιουργεί το νάμα-ρούπα (όνομα και μορφή, σύνθεση των διαφόρων κατηγοριών ντάρμα – βιτζνάνα, σαμσκάρα, σάμτζνα, βεντάνα, ρούπα). 

4) Το νάμα-ρούπα δημιουργεί τα σανταγιάτανα (αισθητήρια όργανα, μέσω των οποίων το ον έρχεται σε επαφή με τον κόσμο).

5) Τα σανταγιάτανα δημιουργούν το σπάρσα (επαφή, μεταξύ του όντος και του κόσμου).

6) Το σπάρσα δημιουγεί το βεντάνα (αίσθηση, το συγκεκριμένο γεγονός της αίσθησης).

7) Το βεντάνα δημιουργεί το τρίσνα (δίψα για ζωή, στο Κάμαβακάρα).

8) Το τρίσνα δημιουργεί το ουπαντάνα (προσήλωση στην ζωή, εντατική δίψα, κατάκτηση του κόσμου των αισθήσεων, που συγκρίνεται με την φλόγα που κατατρώει την καύσιμη ύλη).

9) Το ουπαντάνα δημιουργεί το μπχάβα (μέλλον, το κάρμα που παράγεται στην διάρκεια της ζωής στο Κάμαβακάρα, τα σαμσκάρα που θα προκαλέσουν μια νέα ζωή στο Κάμαβακάρα).

10) Το μπχάβα δημιουργεί το ζάτι (γέννηση, ένα νέο γίγνεσθαι μέσα στο Κάμαβακάρα).

(Μέλλουσα ζωή)

11) Το ζάτι δημιουργεί το σμπαμαράνα (γεράματα, μια νέα ύπαρξη που συνοδεύεται από όλα τα χαρακτηριστικά της ύπαρξης στο Κάμαβακάρα, φθορά, πόνο, κλπ.).

12) Το σμπαμαράνα είναι ένας νέος κρίκος στην αλυσίδα του Σαμσάρα.


Σατβάρι Αρυάνι Σατυάνι

Οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες

Το ον είναι ένα γίγνεσθαι, που μεταβαίνει από ζωή σε ζωή μέσα στο Κάμαβακάρα χωρίς σταματημό. Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό, τίποτα αιώνιο, όλα είναι παροδικά, μια αδιάκοπη ροή καταστάσεων. Κι είναι αυτή ακριβώς η Παροδικότητα που προκαλεί οδύνη (ντούκχα). «Σάρβαμ ντούκχαμ, σάρβαμ ανίτυαμ» (όλα είναι οδύνη, όλα είναι παροδικά). Έτσι ολόκληρη η ύπαρξη, το ίδιο το γίγνεσθαι σε κάθε στιγμή του είναι οδύνη. Η παραμονή μέσα στο γίγνεσθαι, η εμμονή στο γίγνεσθαι, ονομάζεται «τρίσνα» (δίψα για ζωή στο Κάμαβακάρα). Όσο υπάρχει αυτή η δίψα το γίγνεσθαι τροφοδοτείται και η πορεία συνεχίζεται. Επομένως είναι η δίψα για ζωή στο Κάμαβακάρα που κρατά το ον δεμένο μέσα στο γίγνεσθαι, στην συνεχή αναγέννηση μέσα στο Κάμαβακάρα.

Ο ίδιος ο Βούδας διατυπώνοντας τις Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες (Σατβάρι Αρυάνι Σατυάνι) προσδιόρισε:

1) Με την Πρώτη Αλήθεια το γίγνεσθαι και την οδύνη του γίγνεσθαι.

2) Με την Δεύτερη Αλήθεια το αίτιο του γίγνεσθαι που είναι η εμμονή στο γίγνεσθαι (η δίψα για ζωή στο Κάμαβακάρα).

3) Με την Τρίτη Αλήθεια την εξάλειψη του γίγνεσθαι

4) Με την Τέταρτη Αλήθεια την Ατραπό για το Νιρβάνα που είναι ακριβώς: 

α) η αντίληψη του γίγνεσθαι, της οδύνης, 

β) η συνειδητοποίηση του αιτίου του γίγνεσθαι,

γ) η εξάλειψη του γίγνεσθαι

δ) το Νιρβάνα

Ο δρόμος που οδηγεί στο Νιρβάνα είναι γνωστός σαν «Αρύα Αστάνγκα Μάργκα» (Ευγενής Οκταπλή Ατραπός) και περιλαμβάνει:

Σαμυάκ ντρίστι (ορθή αντίληψη),

Σαμυάκ σανκάλπα (ορθή απόφαση),

Σαμυάκ βακ (ορθή ομιλία),

Σαμυάκ καρμάντα (ορθή συμπεριφορά),

Σαμυάκ ατζίβα (ορθή ζωή),

Σαμυάκ βινυάμα (ορθή προσπάθεια),

Σαμυάκ σμρίτι (ορθή σκέψη),

Σαμυάκ Σαμάντι (ορθός διαλογισμός, τέλεια συγκέντρωση της συνείδησης).

Ειδικότερα η Ατραπός που οδηγεί στο Νιρβάνα, στην Πραγματικότητα, έχει Τρία Στάδια. 

Το Πρώτο Στάδιο ονομάζεται Πράτζνα (Γνώση) και περιλαμβάνει την Ορθή Αντίληψη και την Ορθή Διάθεση. Με την είσοδο στο Σάνγκα (Βουδιστική Αδελφότητα) ήδη ο άνθρωπος έχει κάνει ένα βήμα πέρα από τον κόσμο: απαρνιέται όλα τα υλικά πράγματα για να βαδίσει προς το Νιρβάνα. Αυτή η απάρνηση δεν είναι μια τυπική, εξωτερική, αποχή: είναι εσωτερική αποκόλληση, σβήσιμο κάθε ενδιαφέροντος για τα υλικά πράγματα. Αυτό είναι το Στάδιο της καταστροφής των υλικών ντάρμα (ρούπα): υπονοείται εδώ η καταστροφή της προσκόλλησης στα υλικά ντάρμα, η εξουδετέρωσή τους (τα υλικά ντάρμα θα εξακολουθούν να υφίστανται μέχρις ότου εκλείψουν οι αιτίες που τα προκάλεσαν, μέχρι δηλαδή τον θάνατο του υλικού σώματος). Αυτό είναι ένα Προκαταρκτικό Στάδιο και δεν είναι ακόμα η Κύρια Άσκηση.

Το Δεύτερο Στάδιο ονομάζεται Σίλα (Ηθικότητα) και περιλαμβάνει την Ορθή Ομιλία, την Ορθή Συμπεριφορά, την Ορθή Ζωή. Πριν ο βουδιστής μπορέσει να μπει πραγματικά στην Ατραπό χρειάζεται να περάσει από ένα Στάδιο Εσωτερικής Τελειοποίησης, να απαλαχτεί από τα διάφορα πάθη που αποτελούν εμπόδια στην Ατραπό. Πρέπει να ακήσει αυτό που ονομάζεται Πάνκα Σίλα (Πενταπλή Πειθαρχία) που συγκροτείται από πέντε απαγορεύσεις: να μην σκοτώνεις, να μην κλέβεις, να μην έρχεσαι σε σεξουαλική επαφή με άλλο πρόσωπο, να μην ψεύδεσαι, να μην πίνεις οινόπνευμα. Αυτές είναι οι κυριότερες απαγορεύσεις αλλά υπονοείται ότι πρέπει να εξαλειφθούν όλα τα πάθη. Αυτή η κάθαρση από τα πάθη δεν πρέπει να είναι απλή, εξωτερική, αποχή αλλά εσωτερική στάση. Αυτό είναι το Στάδιο της καταστροφής των μορφικών ντάρμα (βεντάνα): υπονοείται εδώ η καταστροφή της προσκόλλησης στα μορφικά ντάρμα, η εξουδετέρωσή τους (ο βουδιστής αισθάνεται τα πάντα αλλά δεν δεσμεύεται πιά).

Το Τρίτο Στάδιο ονομάζεται Σαμάντι (Θεωρία) και περιλαμβάνει την Ορθή Προσπάθεια, την Ορθή Σκέψη, την Ορθή Συγκέντρωση (Σαμάντι). Η Πραγματική Πορεία Προς το Νιρβάνα αρχίζει με την Είσοδο στο Τρίτο Στάδιο. Αυτό είναι το Στάδιο της καταστροφής των ντάρμα χωρίς μορφή (σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα): υπονοείται εδώ η καταστροφή της προσκόλλησης σε αυτά τα ντάρμα, η εξουδετέρωσή τους. Η Πραγματοποίηση εδώ δεν πρέπει να υπονοείται σαν πνευματική εξέλιξη αλλά σαν προοδευτική καταστροφή του γίγνεσθαι.

Η Ορθή Προσπάθεια αντιστοιχεί στην Βίωση της Πρώτης Ευγενούς Αλήθειας (αντίληψη του γίγνεσθαι, της οδύνης), στην καταστροφή της εξωτερικής δραστηριότητας της νοητικότητας κι έχει τέσσερις βαθμίδες, τρεις βαθμίδες που αντιστοιχούν στην καταστροφή της εξωτερικής δραστηριότητας των σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα και μία τέταρτη βαθμίδα που αποτελεί την συγκομιδή της όλης προσπάθειας και σηματοδοτεί το πέρασμα στην ανώτερη κατάσταση.

Η Ορθή Σκέψη αντιστοιχεί στην Βίωση της Δεύτερης Ευγενούς Αλήθειας (συνειδητοποίηση του αιτίου του γίγνεσθαι), στην καταστροφή της εσωτερικής δραστηριότητας της νοητικότητας κι έχει τέσσερις βαθμίδες που αντιστοιχούν στην καταστροφή της εσωτερικής δραστηριότητας των σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα και την συγκομιδή της όλης προσπάθειας που σηματοδοτεί το πέρασμα στην ανώτερη κατάσταση. Ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται στην Βουδιστική Διδασκαλία για την Άσκηση σε αυτό το στάδιο είναι «Ρούπα Ντυάνα». Ο όρος μεταφράζεται σαν Διαλογισμός, όμως η λέξη δεν είναι ακριβώς η αντίστοιχη και χρειάζεται διευκρινήσεις. Ρούπα Ντυάνα λοιπόν σημαίνει για τους βουδιστές καταστροφή της εσωτερικής δραστηριότητας της νοητικότητας. Υπάρχουν Τρεις Βαθμίδες Ρούπα Ντυάνα και μαζί με την Βαθμίδα Πραγμάτωσης αποτελούν τις Τέσσερις Βαθμίδες της Πραγματοποίησης σε αυτό το στάδιο. 

Αναλυτικά τα τέσσερα Ρούπα Ντυάνα: 

1) Εξάλειψη του σάμτζνα, της αντίληψης του εξωτερικού κόσμου.

2) Εξάλειψη του σαμσκάρα, της διανόησης που έχει αντικείμενο τα εξωτερικά φαινόμενα.

3) Εξάλειψη της βιτζνάνα, της συνείδησης, της ατομικής ύπαρξης, του εγώ που είναι περιορισμένο στο χώρο, στο σώμα.

4) Όταν εξαλειφθεί το βιτζνάνα φτάνουμε σε μία κατάσταση όπου η συνείδηση ξεπερνά τα όρια του χώρου (του σώματος) κι επεκτείνεται στο άπειρο, σε όλο τον χώρο.

Η Ορθή Συγκέντρωση αντιστοιχεί στην Βίωση της Τρίτης Ευγενούς Αλήθειας (εξάλειψη του γίγνεσθαι), στην καταστροφή της ανώτερης δραστηριότητας της νοητικότητας κι έχει τέσσερις βαθμίδες που αντιστοιχούν στην καταστροφή της ανώτερης δραστηριότητας των σάμτζνα, σαμσκάρα, βιτζνάνα και την συγκομιδή της όλης προσπάθειας που σηματοδοτεί το πέρασμα στην ανώτερη κατάσταση. Ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται στην Βουδιστική Διδασκαλία για την Άσκηση σε αυτό το στάδιο είναι «Αρούπα Ντυάνα» ή Σαμαπάττι (επιτεύγματα) - διαλογισμοί χωρίς μορφή. Αρούπα Ντυάνα ή Σαμαπάττι σημαίνει την καταστροφή της ανώτερης δραστηριότητας της νοητικότητας. Υπάρχουν Τρεις Βαθμίδες Αρούπα Ντυάνα ή Σαμαπάττι και μαζί με την Βαθμίδα Πραγμάτωσης αποτελούν τις Τέσσερις Βαθμίδες της Πραγματοποίησης σε αυτό το στάδιο. 

Αναλυτικά τα τέσσερα Αρούπα Ντυάνα ή Σαμαπάττι:

1) Ακάσα-νάντι-αγιάτανα (Περιοχή του απείρου διαστήματος, περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει στο απέραντο διάστημα). Η συνείδηση (αν και εντοπίζει τον εαυτό της, σαν ένα κέντρο, σε ένα χώρο) επεκτείνεται σε όλο τον χώρο, είναι ένα ευρύτερο, ανώτερο εγώ. (Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην συνείδηση και το περιβάλλον, ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο). Αυτή η αντίληψη ενός κέντρου που σχετίζεται με την εσωτερική λειτουργία του σάμτζνα πρέπει να ξεπερασθεί.

2) Βιτζνάνα-νάντι-αγιάτανα (Περιοχή της άπειρης συνείδησης, περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει στην άπειρη κατάσταση της συνείδησης). Η συνείδηση απορρίπτει την αντίληψη ενός κέντρου, μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε, σε όλο τον χώρο - έτσι δημιουργείται η αντίληψη ότι η συνείδηση είναι άπειρη. (Δεν υπάρχει πιά διάκριση ανάμεσα στην συνείδηση και το περιβάλλον, ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο). Η επίτευξη αυτή σχετίζεται με το ξεπέρασμα της εσωτερικής λειτουργίας του σαμσκάρα.

3) Ακιντσάνι-αγιάτανα (Περιοχή ανυπαρξίας, περιοχή όπου η συνείδηση υπάρχει μέσα στην ανυπαρξία του οτιδήποτε). Η συνείδηση δεν μπορεί να αποδώσει στην ύπαρξή της κανένα ιδίωμα. Η συνείδηση αντιλαμβάνεται ότι η ύπαρξή της είναι κενή. Η ύπαρξη είναι «ανυπαρξία», από την σχετική πλευρά. Η επίτευξη αυτή σχετίζεται με το ξεπέρασμα της εσωτερικής λειτουργίας του βιτζνάνα.

4) Νάϊβασάμτζνα-Σάμτζνι-αγιάτανα (Περιοχή της ούτε αντίληψης, ούτε της μη-αντίληψης, περιοχή όπου δεν υπάρχει ούτε αντίληψη, ούτε μη αντίληψη). Με το ξεπέρασμα της εσωτερικής λειτουργίας της βιτζνάνα, φτάνουμε σε μία κατάσταση όπου απουσιάζει οποιαδήποτε διαδικασία ύπαρξης. Αυτό είναι το Νιρβάνα

Στην πραγματικότητα η επίτευξη του τέταρτου σαμαπάττι αντιστοιχεί σε μία Κατάσταση πέραν της σχετικής ύπαρξης, είναι το Ασαμσκρίτα.

Βέβαια, στο Βουδιστικό Ντυάνα χρησιμοποιείται η Ασάνα, η Στάση του Διαλογισμού και άλλα εξωτερικά στοιχεία αλλά η Ουσία του Ντυάνα συνίσταται στην «εσωτερική μεταμόρφωση» κι αυτό είναι που ενδιαφέρει εδώ. Εξ’ άλλου το Ντυάνα δεν είναι κάτι που μπορεί να μπει στον χρόνο. Όταν εισερχόμαστε στην Ατραπό, ασκούμε Ντυάνα όλες τις ώρες, ό,τι κι αν κάνουμε κι όχι μόνο τις ώρες που καθόμαστε σε Ασάνα: το Ντυάνα είναι συνεχές. Με αυτή την έννοια πρέπει να νοείται. Γιατί όπως ήδη είπαμε η Ουσία του Ντυάνα είναι η Βίωση των Ευγενών Αληθειών κι όταν βιώνουμε κάτι το βιώνουμε συνεχώς κι όχι ορισμένες ώρες: Έτσι όλος ο χρόνος είναι Ντυάνα και δεν μπορούμε να χωρίσουμε τον χρόνο σε ώρες Ντυάνα και ώρες που δεν ασκούμε Ντυάνα.

Η Συγκομιδή του καρπού της όλης προσπάθειας είναι το Νιρβάνα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι όταν μιλάμε για Πραγματοποίηση των Τριών Αληθειών, δεν εννοούμε καθόλου την διανοητική σύλληψη αυτών των Αληθειών αλλά την Πραγματοποίηση αυτών που υπονοούν οι λέξεις, στην ουσία την «υπέρβαση του γίγνεσθαι»: πρόκειται για βίωμα).

Η υπερβατική εξέλιξη του όντος

Ο άνθρωπος που Πραγματοποίησε το Πρώτο Σαμαπάττι βρίσκεται στην Πρώτη Βαθμίδα της Ατραπού των Ευγενών (Αρύα Μάργκα): στην Βαθμίδα του Σροτοπάνα (αυτού που «έχει εισέλθει στο ρεύμα» για να περάσει στην άλλη όχθη, στο Νιρβάνα).

Ο άνθρωπος που Πραγματοποίησε το Δεύτερο Σαμαπάττι βρίσκεται στην Δεύτερη Βαθμίδα της Ατραπού των Ευγενών: στην Βαθμίδα του Σάκριταγκαμίν (αυτού που θα επιστρέψει μόνο μια φορά ακόμα στο Κάμαβακάρα).

Ο άνθρωπος που Πραγματοποίησε το Τρίτο Σαμαπάττι βρίσκεται στην Τρίτη Βαθμίδα της Ατραπού των Ευγενών: στην Βαθμίδα του Αναγκαμίν (αυτού που δεν επιστρέφει, που ζει την τελευταία του ενσάρκωση στο Κάμαβακάρα και δεν είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει στο Κάμαβακάρα).

Αυτός που πέτυχε να πραγματοποιήσει το Τέταρτο Σαμαπάττι, το Νιρβάνα (Μπόντι), να φτάσει στην Βαθμίδα του Αρχάτ, είναι τελείως ελεύθερος από τον κύκλο της γέννησης και του θανάτου μέσα στο Κάμαβακάρα.. Για έναν τέτοιο άνθρωπο (έναν Βούδα) ανοίγεται η προοπτική μιάς ανώτερης εξέλιξης στους αόρατους κόσμους. Όμως μπορεί να απαρνηθεί αυτή την ανώτερη εξέλιξη και θεληματικά να συνεχίσει να ενσαρκώνεται μέσα στο Κάμαβακάρα, τελείως ελεύθερος. Αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι ο δρόμος του Μπόντισάττβα, εκείνου που αρνείται την ανώτερη εξέλιξη και παραμένει μέσα στο Κάμαβακάρα για να βοηθήσει τα πλάσματα του Κάμαβακάρα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό που κινεί ένα τέτοιο ελεύθερο ον δεν είναι απλή επιθυμία ή συμπόνια. Ένα τέτοιο ον έχει πραγματοποιήσει την ελευθερία και μέσα από αυτή την καινούργια αντίληψη της Πραγματικότητας που πραγματοποίησε κινείται σε ό,τι κάνει. Δεν μπορεί επομένως να κριθεί με τα μέτρα του κοινού ανθρώπου.

Εκείνος που συνεχίζει την εξέλιξή του σε ανώτερους κόσμους μεταβαίνει στο Ρούπαβακάρα. Τα όντα του Ρούπαβακάρα (αιθέριες υπάρξεις) εξελίσσονται με ένα τρόπο ανάλογο με εκείνον του Κάμαβακάρα. Αυτός που εξελίσσεται στην Ατραπό περνά κι εδώ Τέσσερις Βαθμίδες Πραγματοποίησης κι απελευθερώνεται κι από το Ρούπαβακάρα. Μεταβαίνει στο Αρούπαβακάρα.

Κι εδώ τα όντα (νοητικές οντότητες) εξελίσσονται με ένα τρόπο ανάλογο με εκείνον των δύο κατώτερων κόσμων. Εκείνος που εξελίσσεται στην Ατραπό περνά κι εδώ Τέσσερις Βαθμίδες Πραγματοποίησης κι απελευθερώνεται κι από το Αρούπαβακάρα και βυθίζεται μέσα στο «Ύστατο Νιρβάνα» «Αυτός» που πραγματοποίησε το Τελικό Νιρβάνα δεν είναι πιά μια οντότητα αλλά το Ίδιο το Απόλυτο που αφομοιώνει μέσα στο Μπόντι το Ίδιο το Απόλυτο και την Αυταπάτη, τελείως Ελεύθερο, Αδέσμευτο.

Όμως το να μιλάμε για ανώτερους κόσμους είναι ήδη χωρίς νόημα: Πρέπει να πραγματοποιήσουμε την Αλήθεια στο Κάμαβακάρα. Αυτό είναι που ενδιαφέρει. Η ανώτερη προοπτική είναι έξω από τις δυνάμεις του κοινού ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε αποφεύγεται συνήθως κάθε αναφορά σε ανώτερους κόσμους αφού είναι έξω από την προοπτική εξέλιξης του κοινού ανθρώπου.


Νιρβάνα

Σύμφωνα με την «Διδασκαλία του Βουδισμού» Υπάρχει Μία Ενιαία Υποκρυπτόμενη Θεμελιώδης Πραγματικότητα που «αποκαλύπτεται» όταν εξαντλείται το «γίγνεσθαι». Εκδηλώνεται σαν Υπέρτατη Πραγματικότητα, σαν Υπέρτατη Αλήθεια, πιο αληθινή από το άμεσα υπαρκτό που αν και πραγματικό είναι παροδικό και οδυνηρό.

Η Πραγματική Φύση Αυτής της Πραγματικότητας Είναι η Κενότητα. Η Κενότητα δεν προσδιορίζεται (κι έτσι «φαίνεται» σαν να μην υπάρχει). Ό,τι εμφανίζεται (προσδιορίσιμο, υπαρκτό, αντικειμενικό) όταν αναλυθεί στους προσδιορισμούς του δεν μπορεί τελικά να «συγκρατήσει» την αντίληψη, δεν είναι παρά ένα φαινόμενο.

Σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μόνο Μία Πραγματικότητα. Αυτή η Πραγματικότητα Αιώνια, Αναλλοίωτη στην Φύση Της, Απροσδιόριστη στην Ουσία Της, Κενότητα, είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Ό,τι εμφανίζεται είναι ενέργειες, διαδικασίες, φαινόμενα που πηγάζουν αυθόρμητα από το τίποτα και πάλι εξαφανίζονται μέσα στο τίποτα.

Η Μία και Μοναδική Πραγματικότητα είναι Καθαρό Μπόντι. Δεν γεννιέται, δεν χάνεται, δεν πραγματοποιείται. Είναι η Φύση του παντός και των πάντων. Το Μπόντι είναι η Μία και Μόνη Πραγματικότητα. Δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στην ηρεμία και την δραστηριότητα. Όλες οι δραστηριότητες, τα φαινόμενα που αναδύονται και εξαφανίζονται εντελώς φυσικά δεν αλλοιώνουν την Φύση του Μπόντι.



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
Monday, 24 November, 2025

2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path

 

In the vast cathedral of human longing, where countless souls have knelt before altars both visible and invisible, there exists a threshold that cannot be crossed by willing, a door that opens only when no hand reaches for its latch. This is the paradox that lies at the heart of true meditation—that most elusive of spiritual graces which arrives not as reward for discipline, but as spontaneous benediction in moments when the seeker has ceased all seeking.

The mystics of every age have circled this mystery like moths drawn to a flame they cannot touch without dissolving. They have spoken of it in whispers and in songs, in the silences between prayers and in the sudden arrests of breath when the veil momentarily parts. Yet what they describe defies the architecture of human endeavor, for it is a movement that belongs to no mover, a song that has no singer, a presence that fills only the space emptied of all presence.

The Illusion of Method

Consider the earnest pilgrim who rises before dawn, who arranges cushions just so, who lights incense and assumes the prescribed posture, believing that through repetition and dedication, through the accumulation of minutes and hours logged in stillness, the divine will be somehow obligated to appear. How touching is this faith in transaction, this belief that the Infinite operates according to the logic of commerce—so much discipline traded for so much enlightenment, so many prayers exchanged for so many moments of grace.

But the sacred does not keep accounts. It cannot be summoned by ritual, however beautifully performed, nor compelled by sincerity, however profound. The very notion that one can "practice meditation" as one might practice scales upon a piano reveals a fundamental misunderstanding of the nature of what is sought. For meditation, in its truest sense, is not a technique to be mastered but a flowering that occurs when all techniques have been abandoned, when the practitioner himself has vanished like morning mist before the sun.

The scheduled appointment with the divine—twenty minutes in the morning, thirty minutes in the evening—this represents perhaps the most subtle form of spiritual materialism, the ego's last desperate attempt to colonize even that territory where it cannot exist. To set aside a "period for meditation" is already to have missed the essential point, for in doing so one creates a boundary between the sacred and the mundane, between the time when one is "meditating" and the time when one is merely living. But the truth moves like underground water, flowing beneath all such artificial distinctions, recognizing no sabbath separate from ordinary days, no temple more holy than the common ground beneath one's feet.

The Heart's Impossible Opening

The teachers speak of opening the heart, and their students dutifully set about trying to pry open that most intimate chamber, using the crowbar of concentration or the key of visualization. They imagine the heart as a locked box containing treasures, and they labor to find the right combination, the correct mantra, the perfect breathing technique that will spring the latch and reveal the jewels within.

But the heart that opens to the divine does not open through effort. It is not a door that swings on hinges installed by the will, not a flower that can be forced to bloom by tugging at its petals. The opening spoken of by those who have glimpsed beyond the veil is of an entirely different order—not an action but a cessation, not a doing but an undoing, not an opening but a dissolution of all that has kept it closed.

When the heart is described as being "as open as the skies without a cloud," this is no mere poetic flourish but a precise description of a state that cannot be manufactured. The sky does not open; it is openness itself. It does not contain space; it is space, unbounded and without circumference. Similarly, the heart that knows the touch of the sacred has ceased to be a container and has become instead a vast expanse in which all things arise and dissolve without leaving trace or memory.

The intellect, that faithful servant which has served us so well in navigating the world of objects and causes, of problems and solutions, finds itself utterly defeated before this threshold. It can catalog experiences, can create elaborate maps of spiritual territories, can construct intricate philosophies of transcendence. But it cannot think its way into that which lies beyond all thinking. The intellect can make the heart safe, can build walls of concept and doctrine around it, can install security systems of belief and dogma. Yet in doing so, it ensures that the heart remains forever closed to that which arrives only in absolute vulnerability, in the nakedness that comes when all defenses have crumbled.

The Coming of the Uncalled

There are moments—and they arrive without announcement, without herald or preparation—when the membrane between worlds grows suddenly thin. Perhaps it happens while washing dishes, hands deep in soapy water, when the play of light on bubbles arrests all thought. Perhaps it occurs while walking down a familiar street, when something in the quality of the afternoon light stops the heart mid-beat. Perhaps it comes in the depths of sorrow, when grief has scoured the soul clean of all pretense.

In such moments, what has always been present but unseen reveals itself, not as something new that has arrived but as that which has never been absent. This is the benediction that comes when it is least expected, when no one is waiting for it, when the mind has finally exhausted itself with seeking and has collapsed into a stillness not achieved but discovered, not created but stumbled upon.

This grace recognizes no merit system. It does not come more readily to the disciplined than to the wayward, to the virtuous than to the broken, to the believer than to the doubter. Indeed, there is a strange democracy in its distribution, for it seems to favor those moments when the carefully constructed identity has momentarily failed, when the story one tells about oneself has been interrupted, when the guardian at the gate of self has fallen asleep at his post.

The one who systematizes their life, who follows carefully prescribed routines of morality and practice, may find that these very structures become obstacles, walls behind which they shelter from the wild wind of the sacred. For that which they seek is not tame, not domesticated, not contained within any system however sophisticated or time-honored. It blows where it will, this wind from unknown shores, and it cannot be channeled or directed by human intention.

The Poverty of Possession

How desperately the spiritual seeker wishes to capture what has been glimpsed, to hold it close, to make it permanent. Having tasted once the nectar of transcendence, the mind immediately begins its work of preservation, seeking to guard this treasure, to worship it, to build a shrine around it. But in this very grasping, the thing grasped vanishes like water squeezed between fingers.

The meditation that is meditation—the neverending movement that the mystics speak of in hushed tones—cannot be possessed because it is not a thing. It is more like a breeze that blows through an open window, refreshing the stale air of self-concern, bringing with it the scent of impossible distances. The moment one reaches to capture it, to hold it still, to make it one's own, it is already gone, and what remains is only memory, only the ghost of presence, only the ache of absence.

This is why the spiritual traditions speak so often in negatives, in renunciations, in lettings-go. Not because they are life-denying or pessimistic, but because they have discovered through centuries of exploration that the sacred reveals itself only in the space created by relinquishment. Every attempt to grasp, to keep, to worship what has been experienced in moments of opening serves only to ensure that it will "never come again." No matter what techniques are employed, what austerities undertaken, what prayers offered—if these are done in the hope of commanding or controlling the visitation of grace, they become obstacles rather than aids.

The beauty of this meditation, when it flowers unexpectedly in the prepared ground of an unguarded moment, is not the beauty of the one who experiences it. This is a crucial distinction that the ego finds almost impossible to accept. For the ego wishes to claim ownership, to say "I am meditating," "I have achieved enlightenment," "I possess spiritual insight." But in the genuine moment of transcendence, there is no "I" to make such claims. The beauty belongs to the meditation itself, not to the meditator. The light that shines is not the light of any individual soul but the light that illuminates all souls, the uncreated light that exists prior to and independent of any observer.

To this beauty, nothing can be added. It is complete in itself, perfect in itself, requiring no enhancement or improvement. The mind wishes to elaborate, to embellish, to build upon the foundation of a genuine insight, creating vast edifices of interpretation and meaning. But all such additions are subtractions from the pure simplicity of what is. They are like paintings hung in front of a window, obscuring the view they purport to enhance.

The Vigil That Defeats Itself

The spiritual seeker stations himself by the window of consciousness, watching, waiting, hoping to catch the approach of the divine. He sits in darkened rooms, cultivating silence, creating optimal conditions for the arrival of grace. He monitors his thoughts, his breathing, his posture, believing that through vigilance he can remain ready for the moment of breakthrough.

But this very watching is what prevents the seeing. The one who looks "hoping to catch it unawares" has already defeated his purpose, for in hoping he has created a separation between himself and what he hopes for. He has positioned himself as subject looking for object, as seeker pursuing goal, as one who lacks attempting to fill that lack. And in this duality, the non-dual reality that he seeks remains forever beyond reach.

The meditation that is described here—the neverending movement—comes "only when you are not there at all." This is not a metaphorical absence but a literal one. Not the absence of the body or even the quieting of mental chatter, but the absence of the one who claims to be meditating, the absence of the entity who seeks, who hopes, who waits. When that absence is complete, when there is truly no one left to receive the benediction, then the benediction floods in like sunlight through an open door.

This is the supreme paradox that confounds all spiritual ambition: the seeker can never find what is sought, because the seeker himself is the obstacle. Yet the seeker cannot deliberately eliminate himself through an act of will, for such an act would only reinforce the illusion of a self that acts. The dissolution of the seeker happens not through doing but through seeing—through the sudden recognition that the seeker has never existed as a separate entity, that the search itself has been a dream, that what was sought has never been absent.

The Discontinuous Bliss

We are conditioned to think of spiritual attainment as something that, once achieved, becomes a permanent possession. Enlightenment is imagined as a state that, once entered, continues without interruption. But the bliss spoken of here—the bliss that comes with the meditation that is meditation—has "no continuity." It cannot be sustained or maintained. It comes and goes according to no law that the human mind can discern.

This discontinuity is not a flaw but an essential feature of the experience. For if such bliss were continuous, the mind would quickly adapt to it, would categorize it, would make it ordinary. The very fact that it comes and goes, that it cannot be predicted or controlled, keeps it forever fresh, forever new, forever capable of shattering the calcified structures of self-knowing.

There is a profound humility in accepting this discontinuity. It means relinquishing the desire for spiritual security, the wish to achieve a state from which one can never fall. It means living with radical uncertainty, never knowing when the veil will part, never able to guarantee that what has been glimpsed once will ever be glimpsed again. This uncertainty keeps the heart tender, keeps the soul malleable, prevents the fossilization that comes from believing one has arrived at a final destination.

The mystics of various traditions have noted this same characteristic. The divine presence, they report, comes and goes like a mysterious guest who arrives without invitation and departs without explanation. All the soul can do is remain in a state of readiness that is not readiness, of waiting that is not waiting, of openness that does not strain to be open. It is the readiness of a field that has been plowed and planted but that cannot make the seed germinate or the rain fall. All the necessary preparation has been done, and now there is nothing left but to continue with ordinary life, without anticipation, without agenda.

The Negation of Importance

Perhaps the most devastating realization for the spiritual aspirant is this: "In meditation, you are not important, you have no place in it." Everything in the human psyche rebels against this truth. For are we not taught from birth to make something of ourselves, to be important, to matter? And does not the spiritual path seem to promise the ultimate importance—becoming enlightened, becoming realized, becoming one with the Divine?

But this promise is a seduction, a trap baited with the ego's own desires. The genuine meditation, the real opening to transcendence, requires the complete abandonment of personal importance. Not a false humility that secretly believes itself important for being so humble, but a genuine vanishing, a dissolution of the point of view that says "I am here, and I am experiencing something significant."

When the sacred reveals itself—and it does so only in moments when the guardian of personal identity has absented himself—there is simply the revelation, without anyone to whom it is revealed. There is seeing without a seer, knowing without a knower, experiencing without an experiencer. This is why the great mystics, when they return from their encounters with the Infinite, often find themselves at a loss for words. How can one describe an experience in which the experiencer was absent? Who is there to report on what occurred when no one was there to witness it?

This absence of the personal is not a loss but the most profound liberation. For the burden of maintaining the story of "me"—of my spiritual progress, my achievements, my failures, my questions, my insights—is finally set down. In its place comes a lightness, an ease, a sense of moving with rather than against the current of existence.

The Return to Wonder

What remains, then, for one who has understood this paradox? If meditation cannot be practiced, if the heart cannot be forced open, if the divine cannot be summoned, if the self must be absent for truth to reveal itself—what is to be done?

Perhaps the answer is nothing. Or rather, the answer is to live without the burden of spiritual ambition, to move through the world without the constant self-monitoring that asks "Am I making progress? Am I getting closer? Am I more enlightened than I was yesterday?" The meditation that is meditation happens of itself when the conditions are right, just as flowers bloom when spring arrives, not because they have practiced blooming but because it is their nature to respond to warmth and light.

The invitation, if invitation it can be called, is to return to wonder—not the wonder of the child who has never questioned, but the second wonder, the deeper wonder, that comes after all questions have been exhausted and found wanting. It is the wonder that arises when the mind finally admits defeat in its attempt to grasp the mystery of existence, when it recognizes that the most profound truths cannot be thought but only lived, cannot be understood but only surrendered to.

This wonder does not strain to see beyond the veil but discovers the sacred in what is immediately present—in the weight of the body, in the rhythm of the breath, in the passing of clouds across an autumn sky. It does not seek extraordinary experiences but finds the extraordinary in the ordinary, not through any technique or practice but through a simplicity of attention that comes when attention is no longer directed by agenda or purpose.

The Silence That Sings

In the end—though there is no end to this neverending movement—what remains is a kind of silence. Not the silence of an empty room or the silence between sounds, but the silence that exists prior to and beneath all sound, the silence from which music emerges and to which it returns. This silence is not the absence of something but the fullness of everything, the pregnant void that contains all possibilities without manifesting any.

It is the silence of the heart that has finally stopped its clamoring, its demanding, its negotiating with the Divine. It is the silence that comes when all questions have dissolved, not because they have been answered but because the questioner has recognized that the deepest questions point not toward answers but toward mystery. It is the silence of the mind that has exhausted itself with seeking and has collapsed into being.

And in this silence, paradoxically, there is a song—though no one sings it, though no one hears it. It is the song of existence itself, the eternal symphony that plays whether anyone listens or not. The meditation that is meditation is simply the falling away of all that prevents the hearing of this song that has always been singing, the seeing of this light that has always been shining, the feeling of this presence that has never been absent.

The benediction, when it comes—and it comes always unexpectedly, always unannounced—is the recognition that there is nowhere to go, nothing to achieve, no one to become. The open sky has always been here. The vast heart has always been beating. The infinite has always been infinitely present. All that was needed was the dissolution of the seeker, and even that dissolution was never something that could be done, only something that happened when the time was right, when the fruit was ripe, when the season turned.

And so the mystic—no longer seeking, no longer waiting, no longer hoping—continues to walk through the world, ordinary among the ordinary, carrying this secret that cannot be kept and cannot be shared: that the sacred is not elsewhere, that meditation is not a practice, that the door was never closed.

Η Απροσδόκητη Χάρη: Ένας Διαλογισμός στον Δρόμο χωρίς Μονοπάτι

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου αμέτρητες ψυχές έχουν γονατίσει μπροστά σε βωμούς ορατούς και αόρατους, υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να διαβεί κανείς με τη θέληση, μια πόρτα που ανοίγει μόνο όταν κανένα χέρι δεν απλώνεται προς το πόμολο της. Αυτός είναι ο παράδοξος πυρήνας της αληθινής διαλογιστικής εμπειρίας — αυτή η πιο άπιαστη από τις πνευματικές χάρες που έρχεται όχι ως ανταμοιβή για πειθαρχία, αλλά ως αυθόρμητη ευλογία σε στιγμές όπου ο αναζητητής έχει πάψει κάθε αναζήτηση.

Οι μυστικοί όλων των εποχών έχουν περιστραφεί γύρω από αυτό το μυστήριο σαν σκόροι που έλκονται από φλόγα την οποία δεν μπορούν να αγγίξουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν περιγράψει με ψιθύρους και με τραγούδια, στις σιωπές ανάμεσα στις προσευχές και στις ξαφνικές παύσεις της αναπνοής όταν το πέπλο για λίγο σχίζεται. Όμως αυτό που περιγράφουν αψηφά την αρχιτεκτονική της ανθρώπινης προσπάθειας, γιατί είναι μια κίνηση που δεν ανήκει σε κανέναν κινητήρα, ένα τραγούδι χωρίς τραγουδιστή, μια παρουσία που γεμίζει μόνο τον χώρο που έχει αδειάσει από κάθε παρουσία.

Η Ψευδαίσθηση της Μεθόδου

Σκεφτείτε τον ειλικρινή προσκυνητή που σηκώνεται πριν την αυγή, που τακτοποιεί τα μαξιλάρια με ακρίβεια, που ανάβει θυμίαμα και παίρνει την προβλεπόμενη στάση, πιστεύοντας ότι με την επανάληψη και την αφοσίωση, με τη συσσώρευση λεπτών και ωρών ακινησίας, το θείο θα υποχρεωθεί να εμφανιστεί. Πόσο συγκινητική είναι αυτή η πίστη στη συναλλαγή, αυτή η πεποίθηση ότι το Άπειρο λειτουργεί με τη λογική του εμπορίου — τόση πειθαρχία ανταλλάσσεται με τόσο φωτισμό, τόσες προσευχές με τόσες στιγμές χάρης.

Αλλά το ιερό δεν κρατάει λογαριασμούς. Δεν μπορεί να κληθεί με τελετουργίες, όσο όμορφα κι αν εκτελούνται, ούτε να εξαναγκαστεί με ειλικρίνεια, όσο βαθιά κι αν είναι. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί κανείς να «εξασκηθεί στον διαλογισμό» όπως εξασκείται κάποιος σε γκάμες στο πιάνο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη παρεξήγηση της φύσης αυτού που αναζητείται. Γιατί ο διαλογισμός, με την αληθέστερη έννοιά του, δεν είναι τεχνική που κατακτάται αλλά άνθισμα που συμβαίνει όταν όλες οι τεχνικές έχουν εγκαταλειφθεί, όταν ο ίδιος ο ασκούμενος έχει εξαφανιστεί σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ήλιο.

Το προγραμματισμένο ραντεβού με το θείο — είκοσι λεπτά το πρωί, τριάντα το βράδυ — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο λεπτή μορφή πνευματικού υλισμού, την τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα του εγώ να αποικιοποιήσει ακόμα και εκείνο το έδαφος όπου δεν μπορεί να υπάρξει. Το να ορίσει κανείς μια «περίοδο διαλογισμού» σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει το ουσιώδες: δημιουργεί όριο ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό, ανάμεσα στον χρόνο που «διαλογίζεται» και στον χρόνο που απλώς ζει. Αλλά η αλήθεια κινείται σαν υπόγεια νερά, ρέει κάτω από όλες αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, δεν αναγνωρίζει σάββατο ξεχωριστό από τις καθημερινές, ούτε ναό πιο ιερό από το κοινό χώμα κάτω από τα πόδια μας.

Το Αδύνατο Άνοιγμα της Καρδιάς

Οι δάσκαλοι μιλούν για το άνοιγμα της καρδιάς, και οι μαθητές τους επιμελώς βάζουν τα δυνατά τους να παραβιάσουν αυτό το πιο απόκρυφο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας το λοστό της συγκέντρωσης ή το κλειδί της ορατοποίησης. Φαντάζονται την καρδιά σαν κλειδωμένο σεντούκι που περιέχει θησαυρούς και κοπιάζουν να βρουν τον σωστό συνδυασμό, το σωστό μάντρα, την τέλεια τεχνική αναπνοής που θα ανοίξει το λουκέτο και θα αποκαλύψει τα κοσμήματα.

Αλλά η καρδιά που ανοίγει στο θείο δεν ανοίγει με προσπάθεια. Δεν είναι πόρτα που περιστρέφεται σε μεντεσέδες εγκατεστημένους από τη θέληση, ούτε λουλούδι που μπορεί να εξαναγκαστεί να ανθίσει τραβώντας τα πέταλά του. Το άνοιγμα για το οποίο μιλούν όσοι έχουν ρίξει μια ματιά πέρα από το πέπλο είναι τελείως διαφορετικής τάξης — όχι δράση αλλά παύση, όχι πράξη αλλά αναίρεση, όχι άνοιγμα αλλά διάλυση όλων όσων την κρατούσαν κλειστή.

Όταν η καρδιά περιγράφεται ως «ανοιχτή σαν ουρανός χωρίς σύννεφο», αυτό δεν είναι απλή ποιητική υπερβολή αλλά ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Ο ουρανός δεν ανοίγει· είναι το ίδιο το άνοιγμα. Δεν περιέχει χώρο· είναι χώρος, απεριόριστος και χωρίς περίμετρο. Παρομοίως, η καρδιά που δέχεται την αφή του ιερού έχει πάψει να είναι δοχείο και έχει γίνει απέραντη έκταση όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται χωρίς να αφήνουν ίχνος ή μνήμη.

Ο νους, αυτός ο πιστός υπηρέτης που μας έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά στην πλοήγηση του κόσμου των αντικειμένων και των αιτιών, των προβλημάτων και των λύσεων, βρίσκεται εντελώς ηττημένος μπροστά σε αυτό το κατώφλι. Μπορεί να καταγράψει εμπειρίες, να δημιουργήσει περίπλοκους χάρτες πνευματικών εδαφών, να κατασκευάσει δαιδαλώδεις φιλοσοφίες υπέρβασης. Αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τον δρόμο του προς αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη. Ο νους μπορεί να κάνει την καρδιά ασφαλή, να χτίσει τείχη από έννοιες και δόγματα γύρω της, να εγκαταστήσει συστήματα ασφαλείας από πεποιθήσεις και δόγματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως εξασφαλίζει ότι η καρδιά θα μείνει για πάντα κλειστή σε αυτό που έρχεται μόνο μέσα σε απόλυτη ευαλωτότητα, στη γύμνια που έρχεται όταν όλες οι άμυνες έχουν καταρρεύσει.

Η Έλευση του Απροσκάλεστου

Υπάρχουν στιγμές — και έρχονται χωρίς αναγγελία, χωρίς κήρυκα ή προετοιμασία — που η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους γίνεται ξαφνικά λεπτή. Ίσως συμβαίνει ενώ πλένουμε πιάτα, με τα χέρια βυθισμένα σε αφρώδες νερό, όταν το παιχνίδι του φωτός πάνω στις φυσαλίδες παγώνει κάθε σκέψη. Ίσως συμβαίνει ενώ περπατάμε σε έναν γνώριμο δρόμο, όταν κάτι στην ποιότητα του απογευματινού φωτός σταματά την καρδιά στη μέση του χτύπου. Ίσως έρχεται στα βάθη της θλίψης, όταν ο πόνος έχει ξύσει την ψυχή από κάθε προσποίηση.

Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που ήταν πάντα παρόν αλλά αόρατο αποκαλύπτεται — όχι σαν κάτι καινούργιο που ήρθε, αλλά σαν αυτό που ποτέ δεν έλειπε. Αυτή είναι η ευλογία που έρχεται όταν λιγότερο την περιμένουμε, όταν κανείς δεν την περιμένει, όταν ο νους έχει επιτέλους εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει σε μια σιωπή όχι επιτευγμένη αλλά ανακαλυφμένη, όχι δημιουργημένη αλλά προσκρούσασα τυχαία.

Αυτή η χάρη δεν αναγνωρίζει σύστημα αξιών. Δεν έρχεται πιο εύκολα στον πειθαρχημένο παρά στον παραστρατημένο, στον ενάρετο παρά στον σπασμένο, στον πιστό παρά στον αμφιβάλωντα. Υπάρχει μάλιστα μια παράξενη δημοκρατία στη διανομή της, γιατί φαίνεται να ευνοεί τις στιγμές που η προσεκτικά δομημένη ταυτότητα έχει για λίγο αποτύχει, όταν η ιστορία που λέει κανείς για τον εαυτό του έχει διακοπεί, όταν ο φύλακας στην πύλη του εαυτού έχει αποκοιμηθεί στη θέση του.

Αυτός που συστηματοποιεί τη ζωή του, που ακολουθεί προσεκτικά προδιαγεγραμμένες ρουτίνες ηθικής και άσκησης, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι δομές γίνονται εμπόδια, τείχη πίσω από τα οποία προφυλάσσεται από τον άγριο άνεμο του ιερού. Γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι ήμερο, δεν είναι εξημερωμένο, δεν περιορίζεται μέσα σε κανένα σύστημα όσο εκλεπτυσμένο ή αρχαίο κι αν είναι. Φυσά όπου θέλει, αυτός ο άνεμος από άγνωστες ακτές, και δεν μπορεί να κατευθυνθεί ή να διοχετευθεί από ανθρώπινη πρόθεση.

Η Φτώχεια της Κατοχής

Πόσο απεγνωσμένα ο πνευματικός αναζητητής επιθυμεί να αιχμαλωτίσει αυτό που έχει για λίγο αντικρίσει, να το κρατήσει κοντά του, να το κάνει μόνιμο. Αφού γεύτηκε μια φορά το νέκταρ της υπέρβασης, ο νους αμέσως αρχίζει το έργο της διατήρησης, προσπαθώντας να φυλάξει αυτόν τον θησαυρό, να τον λατρέψει, να χτίσει ιερό γύρω του. Αλλά ακριβώς σε αυτή την αρπαγή, το αρπαγμένο εξαφανίζεται σαν νερό που σφίγγεται ανάμεσα στα δάχτυλα.

Ο διαλογισμός που είναι πραγματικά διαλογισμός — η ατέρμονη κίνηση για την οποία μιλούν οι μυστικοί με χαμηλωμένη φωνή — δεν μπορεί να κατεχθεί επειδή δεν είναι πράγμα. Μοιάζει περισσότερο με αεράκι που φυσά από ανοιχτό παράθυρο, δροσίζοντας τον μπαγιάτικο αέρα της αυτο-ανησυχίας, φέρνοντας μαζί του άρωμα αδύνατων αποστάσεων. Τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι να το πιάσει, να το ακινητοποιήσει, να το κάνει δικό του, έχει ήδη χαθεί· μένει μόνο η ανάμνηση, μόνο το φάντασμα της παρουσίας, μόνο ο πόνος της απουσίας.

Γι’ αυτό οι πνευματικές παραδόσεις μιλούν τόσο συχνά με αρνήσεις, με αποκηρύξεις, με αφήσεις. Όχι επειδή είναι αρνητικές της ζωής ή απαισιόδοξες, αλλά επειδή έχουν ανακαλύψει μέσα από αιώνες εξερεύνησης ότι το ιερό αποκαλύπτεται μόνο στον χώρο που δημιουργείται από την παραίτηση. Κάθε απόπειρα αρπαγής, διατήρησης, λατρείας αυτού που έχει βιωθεί σε στιγμές ανοίγματος εξασφαλίζει ότι «δεν θα ξανάρθει ποτέ». Όποιες τεχνικές κι αν εφαρμοστούν, όποιες ασκήσεις κι αν αναληφθούν, όποιες προσευχές κι αν προσφερθούν — αν γίνονται με την ελπίδα να διαταχθεί ή να ελεγχθεί η επίσκεψη της χάρης, γίνονται εμπόδια αντί για βοηθήματα.

Η ομορφιά αυτού του διαλογισμού, όταν ανθίζει απροσδόκητα στο προετοιμασμένο έδαφος μιας αφύλαχτης στιγμής, δεν είναι η ομορφιά αυτού που τον βιώνει. Αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση που το εγώ δυσκολεύεται υπερβολικά να δεχτεί. Γιατί το εγώ θέλει να διεκδικήσει ιδιοκτησία, να πει «εγώ διαλογίζομαι», «εγώ πέτυχα φώτιση», «εγώ κατέχω πνευματική διορατικότητα». Αλλά στη γνήσια στιγμή υπέρβασης δεν υπάρχει «εγώ» για να κάνει τέτοιες αξιώσεις. Η ομορφιά ανήκει στον ίδιο τον διαλογισμό, όχι στον διαλογιζόμενο. Το φως που λάμπει δεν είναι φως κάποιας ατομικής ψυχής αλλά το φως που φωτίζει όλες τις ψυχές, το άκτιστο φως που υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παρατηρητή.

Σε αυτή την ομορφιά τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Είναι πλήρης από μόνη της, τέλεια από μόνη της, δεν χρειάζεται βελτίωση ή ενίσχυση. Ο νους θέλει να επεξεργαστεί, να στολίσει, να χτίσει πάνω στο θεμέλιο μιας γνήσιας διορατικότητας, δημιουργώντας τεράστια οικοδομήματα ερμηνείας και νοήματος. Αλλά όλες αυτές οι προσθήκες είναι αφαιρέσεις από την καθαρή απλότητα αυτού που είναι. Μοιάζουν με πίνακες που κρεμιούνται μπροστά σε παράθυρο, εμποδίζοντας τη θέα που υποτίθεται ότι ενισχύουν.

Η Αγρυπνία που Αυτοαναιρείται

Ο πνευματικός αναζητητής σταθμεύει δίπλα στο παράθυρο της συνείδησης, παρακολουθώντας, περιμένοντας, ελπίζοντας να συλλάβει την προσέγγιση του θείου. Κάθεται σε σκοτεινά δωμάτια, καλλιεργώντας σιωπή, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την άφιξη της χάρης. Παρακολουθεί τις σκέψεις του, την αναπνοή του, τη στάση του, πιστεύοντας ότι με την επαγρύπνηση μπορεί να παραμείνει έτοιμος για τη στιγμή της ανακάλυψης.

Αλλά αυτή ακριβώς η παρακολούθηση είναι που εμποδίζει το βλέπειν. Αυτός που κοιτάζει «ελπίζοντας να το πιάσει εξαπίνης» έχει ήδη νηστεύσει τον σκοπό του, γιατί με την ελπίδα έχει δημιουργήσει διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και σε αυτό που ελπίζει. Έχει τοποθετηθεί ως υποκείμενο που ψάχνει αντικείμενο, ως αναζητητής που κυνηγά στόχο, ως κάποιος που στερείται και προσπαθεί να γεμίσει το κενό. Και μέσα σε αυτή τη δυϊκότητα, η μη-δυαδική πραγματικότητα που αναζητά μένει για πάντα απρόσιτη.

Ο διαλογισμός που περιγράφεται εδώ — η ατέρμονη κίνηση — έρχεται «μόνο όταν δεν είσαι καθόλου εκεί». Αυτή δεν είναι μεταφορική απουσία αλλά κυριολεκτική. Όχι η απουσία του σώματος ή ακόμα και η ησυχία των νοητικών φλυαριών, αλλά η απουσία αυτού που ισχυρίζεται ότι διαλογίζεται, η απουσία της οντότητας που αναζητά, που ελπίζει, που περιμένει. Όταν αυτή η απουσία είναι πλήρης, όταν πραγματικά δεν έχει μείνει κανείς για να δεχτεί την ευλογία, τότε η ευλογία πλημμυρίζει σαν ηλιακό φως από ανοιχτή πόρτα.

Αυτό είναι το υπέρτατο παράδοξο που κατατροπώνει κάθε πνευματική φιλοδοξία: ο αναζητητής δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει, επειδή ο ίδιος ο αναζητητής είναι το εμπόδιο. Κι όμως ο αναζητητής δεν μπορεί να αυτοεξαλειφθεί σκόπιμα με πράξη θέλησης, γιατί μια τέτοια πράξη θα ενίσχυε μόνο την ψευδαίσθηση ενός εαυτού που πράττει. Η διάλυση του αναζητητή δεν συμβαίνει με πράξη αλλά με όραση — με την ξαφνική αναγνώριση ότι ο αναζητητής ποτέ δεν υπήρξε ως ξεχωριστή οντότητα, ότι η ίδια η αναζήτηση ήταν όνειρο, ότι αυτό που αναζητούνταν ποτέ δεν έλειπε.

Η Ασυνεχής Ευδαιμονία

Είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε την πνευματική επίτευξη ως κάτι που, όταν επιτευχθεί, γίνεται μόνιμη κατοχή. Ο φωτισμός φαντάζεται ως κατάσταση που, όταν εισέλθει κανείς, συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Αλλά η ευδαιμονία για την οποία μιλάμε εδώ — η ευδαιμονία που συνοδεύει τον διαλογισμό που είναι διαλογισμός — «δεν έχει συνέχεια». Δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί. Έρχεται και φεύγει χωρίς κανέναν νόμο που ο ανθρώπινος νους μπορεί να διακρίνει.

Αυτή η ασυνέχεια δεν είναι ελάττωμα αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Γιατί αν μια τέτοια ευδαιμονία ήταν συνεχής, ο νους γρήγορα θα προσαρμοζόταν, θα την κατηγοριοποιούσε, θα την έκανε συνηθισμένη. Το γεγονός ότι έρχεται και φεύγει, ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί, την κρατά για πάντα φρέσκια, για πάντα καινούργια, για πάντα ικανή να συντρίψει τις απολιθωμένες δομές της αυτογνωσίας.

Υπάρχει βαθιά ταπείνωση στο να αποδεχτεί κανείς αυτή την ασυνέχεια. Σημαίνει παραίτηση από την επιθυμία για πνευματική ασφάλεια, από την επιθυμία να επιτύχει μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να πέσει ποτέ. Σημαίνει να ζει με ριζική αβεβαιότητα, χωρίς να ξέρει ποτέ πότε θα σχιστεί το πέπλο, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που έχει αντικριστεί μια φορά θα ξαναντικριστεί. Αυτή η αβεβαιότητα κρατά την καρδιά τρυφερή, την ψυχή εύπλαστη, εμποδίζει την απολίθωση που έρχεται όταν πιστεύει κανείς ότι έχει φτάσει σε τελικό προορισμό.

Οι μυστικοί διαφόρων παραδόσεων έχουν παρατηρήσει το ίδιο χαρακτηριστικό. Η θεία παρουσία, αναφέρουν, έρχεται και φεύγει σαν μυστηριώδης επισκέπτης που φτάνει χωρίς πρόσκληση και φεύγει χωρίς εξήγηση. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραμένει σε μια ετοιμότητα που δεν είναι ετοιμότητα, σε μια αναμονή που δεν είναι αναμονή, σε ένα άνοιγμα που δεν αγωνίζεται να είναι ανοιχτό. Είναι η ετοιμότητα ενός χωραφιού που έχει οργωθεί και σπαρθεί αλλά που δεν μπορεί να κάνει τον σπόρο να βλαστήσει ή τη βροχή να πέσει. Όλη η απαραίτητη προετοιμασία έχει γίνει, και τώρα δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει κανείς την κανονική ζωή, χωρίς προσδοκία, χωρίς ατζέντα.

Η Άρνηση της Σημασίας

Ίσως η πιο καταστροφική συνειδητοποίηση για τον πνευματικό υποψήφιο είναι αυτή: «Στον διαλογισμό, εσύ δεν είσαι σημαντικός, δεν έχεις θέση μέσα του». Όλα στην ανθρώπινη ψυχή επαναστατούν ενάντια σε αυτή την αλήθεια. Δεν μας έχουν διδάξει από τη γέννησή μας να κάνουμε κάτι από τον εαυτό μας, να είμαστε σημαντικοί, να μετράμε; Και ο πνευματικός δρόμος δεν φαίνεται να υπόσχεται την υπέρτατη σημασία — να γίνει κανείς φωτισμένος, συνειδητοποιημένος, ένα με το Θείο;

Αλλά αυτή η υπόσχεση είναι αποπλάνηση, παγίδα στολισμένη με τις ίδιες τις επιθυμίες του εγώ. Ο γνήσιος διαλογισμός, το πραγματικό άνοιγμα στην υπέρβαση, απαιτεί την πλήρη εγκατάλειψη της προσωπικής σημασίας. Όχι ψεύτικη ταπείνωση που κρυφά πιστεύει τον εαυτό της σημαντικό επειδή είναι τόσο ταπεινός, αλλά γνήσια εξαφάνιση, διάλυση της οπτικής γωνίας που λέει «είμαι εδώ, και βιώνω κάτι σημαντικό».

Όταν το ιερό αποκαλύπτεται — και το κάνει μόνο σε στιγμές που ο φύλακας της προσωπικής ταυτότητας έχει απουσιάσει — υπάρχει απλώς η αποκάλυψη, χωρίς κανέναν στον οποίο αποκαλύπτεται. Υπάρχει βλέπειν χωρίς βλέποντα, γνώση χωρίς γνωρίζοντα, εμπειρία χωρίς βιωτή. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, όταν επιστρέφουν από τις συναντήσεις τους με το Άπειρο, συχνά μένουν άφωνοι. Πώς να περιγράψει κανείς μια εμπειρία στην οποία ο βιωτής έλειπε; Ποιος υπάρχει για να αναφέρει τι συνέβη όταν κανείς δεν ήταν εκεί να το δει;

Αυτή η απουσία του προσωπικού δεν είναι απώλεια αλλά η πιο βαθιά απελευθέρωση. Γιατί το βάρος της διατήρησης της ιστορίας του «εγώ» — της πνευματικής μου προόδου, των επιτευγμάτων μου, των αποτυχιών μου, των ερωτημάτων μου, των διορατικοτήτων μου — επιτέλους αφήνεται κάτω. Στη θέση του έρχεται ελαφρότητα, ευκολία, αίσθηση κίνησης μαζί με το ρεύμα της ύπαρξης αντί εναντίον του.

Η Επιστροφή στο Θαύμα

Τι μένει, λοιπόν, σε αυτόν που έχει κατανοήσει αυτό το παράδοξο; Αν ο διαλογισμός δεν μπορεί να εξασκηθεί, αν η καρδιά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ανοίξει, αν το θείο δεν μπορεί να κληθεί, αν ο εαυτός πρέπει να απουσιάζει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια — τι μένει να γίνει;

Ίσως τίποτα. Ή μάλλον, να ζει κανείς χωρίς το βάρος της πνευματικής φιλοδοξίας, να κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς τη συνεχή αυτοπαρακολούθηση που ρωτά «Κάνω πρόοδο; Πλησιάζω; Είμαι πιο φωτισμένος από χτες;» Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός συμβαίνει από μόνος του όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όπως τα λουλούδια ανθίζουν όταν έρχεται η άνοιξη, όχι επειδή έχουν εξασκηθεί στο άνθισμα αλλά επειδή είναι στη φύση τους να ανταποκριθούν στη ζέστη και στο φως.

Η πρόσκληση — αν μπορεί να ονομαστεί πρόσκληση — είναι να επιστρέψει κανείς στο θαύμα — όχι το θαύμα του παιδιού που ποτέ δεν έχει αμφισβητήσει, αλλά το δεύτερο θαύμα, το βαθύτερο θαύμα, που έρχεται αφού όλα τα ερωτήματα έχουν εξαντληθεί και βρεθεί ανεπαρκή. Είναι το θαύμα που αναδύεται όταν ο νους επιτέλους παραδέχεται την ήττα του στην προσπάθεια να συλλάβει το μυστήριο της ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει ότι οι πιο βαθιές αλήθειες δεν μπορούν να συλληφθούν αλλά μόνο να βιωθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν αλλά μόνο να παραδοθούν.

Αυτό το θαύμα δεν αγωνίζεται να δει πέρα από το πέπλο αλλά ανακαλύπτει το ιερό σε αυτό που είναι άμεσα παρόν — στο βάρος του σώματος, στον ρυθμό της αναπνοής, στο πέρασμα των νεφών σε έναν φθινοπωρινό ουρανό. Δεν αναζητά εξαιρετικές εμπειρίες αλλά βρίσκει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, όχι με καμία τεχνική ή άσκηση αλλά με μια απλότητα προσοχής που έρχεται όταν η προσοχή δεν κατευθύνεται πλέον από ατζέντα ή σκοπό.

Η Σιωπή που Τραγουδά

Τελικά — αν και δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ατέρμονη κίνηση — αυτό που μένει είναι ένα είδος σιωπής. Όχι η σιωπή ενός άδειου δωματίου ή η σιωπή ανάμεσα σε ήχους, αλλά η σιωπή που υπάρχει πριν και κάτω από κάθε ήχο, η σιωπή από την οποία αναδύεται η μουσική και στην οποία επιστρέφει. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία κάτι αλλά πληρότητα των πάντων, το έγκυο κενό που περιέχει όλες τις δυνατότητες χωρίς να εκδηλώνει καμία.

Είναι η σιωπή της καρδιάς που έχει επιτέλους σταματήσει την κραυγή της, τις απαιτήσεις της, τις διαπραγματεύσεις της με το Θείο. Είναι η σιωπή που έρχεται όταν όλα τα ερωτήματα έχουν διαλυθεί, όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών έχει αναγνωρίσει ότι τα βαθύτερα ερωτήματα δεν δείχνουν προς απαντήσεις αλλά προς μυστήριο. Είναι η σιωπή του νου που έχει εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει στην ύπαρξη.

Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, παραδόξως, υπάρχει ένα τραγούδι — αν και κανείς δεν το τραγουδά, κανείς δεν το ακούει. Είναι το τραγούδι της ίδιας της ύπαρξης, η αιώνια συμφωνία που παίζει είτε κάποιος ακούει είτε όχι. Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός είναι απλώς η απομάκρυνση όλων όσων εμποδίζουν την ακρόαση αυτού του τραγουδιού που πάντα τραγουδούσε, το βλέπειν αυτού του φωτός που πάντα έλαμπε, το αισθάνεσθαι αυτής της παρουσίας που ποτέ δεν έλειπε.

Η ευλογία, όταν έρχεται — και έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα χωρίς αναγγελία — είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει κανείς, τίποτα να επιτύχει, κανείς να γίνει. Ο ανοιχτός ουρανός ήταν πάντα εδώ. Η απέραντη καρδιά πάντα χτυπούσε. Το άπειρο ήταν πάντα απείρως παρόν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η διάλυση του αναζητητή, κι ακόμα κι αυτή η διάλυση δεν ήταν ποτέ κάτι που μπορούσε να γίνει, μόνο κάτι που συνέβη όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος, όταν ο καρπός ωρίμασε, όταν η εποχή γύρισε.

Και έτσι ο μυστικός — πια όχι αναζητών, πια όχι περιμένων, πια όχι ελπίζων — συνεχίζει να περπατά μέσα στον κόσμο, συνηθισμένος ανάμεσα στους συνηθισμένους, κουβαλώντας αυτό το μυστικό που δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε να μοιραστεί: ότι το ιερό δεν είναι αλλού, ότι ο διαλογισμός δεν είναι άσκηση, ότι η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. ...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~