CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Thursday, 4 December, 2025

Sunday, March 25, 2018

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ): Οι "Γιορτές"

Το Αθηναϊκό ημερολόγιο

(Τα στοιχεία που παραθέτουμε παρακάτω είναι παρμένα από την εργασία του Άγγελου Λιβαθινού, «Το Ημερολόγιο των Αρχαίων Ελλήνων»)

Η Μαθηματική βάση τού Ελληνικού Ημερολογίου
Οι   Έλληνες   χώριζαν το έτος   σε 12 σεληνιακούς (συνοδικούς) μήνες  και, επειδή γνώριζαν, ότι  ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών ( 29  ½ ημέρες    περίπου  ),  έδιναν      στους  μήνες    διάρκεια  30 ημερών ( τέλειοι μήνες)  και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ ( κανένας μήνας δεν είχε 31 ή 28 ημέρες όπως σήμερα), και φρόντιζαν ώστε η πρώτη ημέρα εκάστου μηνός να   συμπίπτει,   κατά   το   δυνατόν,   με   την   Νέα   Σελήνη   (Νουμηνία).
Έτσι, όμως, το  (σεληνιακό ) έτος, δηλαδή  οι 12 σεληνιακοί μήνες, ισοδυναμούσε με άθροισμα 354  ημερών, δηλαδή  ήτανε μικρότερο  κατά 11 ¼  ημέρες από την πραγματική διάρκεια  τού (ηλιακού ) έτους.
Για να  καλύψουν αυτήν την διαφορά, προχώρησαν στην εξής διόρθωση: υπολόγισαν, ότι σε κάθε  οκτώ (8) σεληνιακά έτη προέκυπτε έλλειμμα  ενενήντα (90) ημερών, δηλαδή ένα έλλειμμα τριών (3) μηνών  των  30 ημερών έκαστος ( 11 ¼  Χ 8= 90 ). Γι΄ αυτό, στην διάρκεια των   οκτώ   (σεληνιακών ) ετών, παρενέβαλλαν  τρείς (3) εμβόλιμους μήνες:
 - έναν στην διάρκεια τού τρίτου έτους,
- δεύτερο  στην διάρκεια τού πέμπτου έτους
-και τρίτο  στην διάρκεια τού  όγδοου έτους (πλήρης οκτωχρονιά, εννεαετηρίς).
Ο μήνας αυτός, συνήθως, έμπαινε εμβόλιμος αμέσως μετά τον μήνα Ποσειδαιώνα (περίπου, 16 Δεκεμβρίου - 15 Ιανουαρίου), και ονομαζότανε: Ποσειδαιών Β΄.
Έτσι, μέσα σε  8 ηλιακά έτη, προέκυπτε εξίσωση τού χρόνου  μεταξύ των  8 σεληνιακών ετών και των 8 ηλιακών ετών!
Με αυτόν τον τρόπο οι  Αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν το δικό τους     ημερολόγιο, το οποίο, επειδή στηριζότανε  κατά κύριο λόγο  στους σεληνιακούς (συνοδικούς ) μήνες  και διορθωτικά  στο ηλιακό έτος , λέγεται           σεληνοηλιακό  ημερολόγιο (υπάρχει  και το ηλιακό ημερολόγιο,  καθώς και το γνησίως σεληνιακό ημερολόγιο).
Το Αττικό Σεληνοηλιακό Ημερολόγιο
Στην Αρχαία Ελλάδα  κάθε Πόλις – Κράτος  είχε το δικό της ημερολόγιο, δηλαδή είχε τις δικές της ονομασίες   στους   12 μήνες   τού έτους, και είχε τις δικές της γιορτές   κατά την διάρκεια κάθε μήνα.  Η δομή, όμως, όλων των ημερολογίων  στην Ελλάδα  ήταν  ίδια. Οι περισσότερες Πόλεις είχαν υιοθετήσει το Αττικό  ημερολόγιο, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Ο πρώτος μήνας τού έτους  άρχιζε το καλοκαίρι, μετά το θερινό Ηλιοστάσιο, και συγκεκριμένα περίπου την αντίστοιχη σημερινή 16η   Ιουλίου, και είχε 30 ημέρες.
Καθώς στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια της Εβδομάδας  ήταν άγνωστη, χώριζαν τον κάθε μήνα σε τρία  δεκαήμερα ( ή δύο δεκαήμερα και ένα εννεαήμερο):
1ο    δεκαήμερο: λεγόταν  μήν ιστάμενος, ή μήν αρχόμενος, ή μήν εισιών.
2ο   δεκαήμερο:  λεγόταν μήν μεσών
3ο   δεκαήμερο: λεγόταν  μήν  φθίνων, ή μήν απιών..
Η εκφώνηση  των  ημερών  του μήνα γίνονταν ως εξής : «εβδόμη αρχομένου» (= 7η τού συγκεκριμένου   μηνός ), «δωδεκάτη  μεσούντος» (= 12η   τού μηνός ), «23η   φθίνοντος» (= 23η   τού μηνός). Κάποιες φορές, οι μέρες του 3ου δεκαημέρου εκφωνούνταν οπισθοβατικώς (ανάποδα): «δεκάτη  απιόντος» (=10η  από τού τέλους τού  μηνός, δηλαδή  20ή  τού μηνός ).
Η ημέρα, δηλαδή το ημερονύκτιο, αρχίζει και τελειώνει με την δύση τού Ηλίου.
Το επίσημο  πολιτικό  και θρησκευτικό  Αττικό Ημερολόγιο  είχε τους παρακάτω 12 μήνες ( για σωστή   ανάγνωση   όλοι   οι   μήνες   τονίζονται   στην λήγουσα   και   είναι αρσενικού γένους).
1ος : ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ  (διάστημα  περίπου 16 Ιουλίου - 15 Αυγούστου, ημέρες 30)
Ο 1ος   μήνας τού πολιτικού και θρησκευτικού έτους στην Αττική.  Η ονομασία του μήνα  αυτού προέρχεται  από την Εκατόμβη, η οποία σημαίνει  την  θυσία 100 βοδιών  ή κάθε δημόσια θυσία ισάξια μ’ αυτήν.
Στην Ακρόπολη, μπροστά στον  παλαιό ναό της Αθηνάς (προστάτιδας της Πόλης), κατά την γιορτή των   Παναθηναίων, θυσίαζαν   όσες αγελάδες χρειάζονταν για να  σιτισθούν όλοι  οι κάτοικοι της Πόλης. Τα Παναθήναια ήταν  μια μεγάλη γιορτή, που πραγματοποιούνταν  προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς, στο τέλος του μήνα  και κάθε 4  έτη. Παλιότερα, ο μήνας αυτός ονομάζονταν  Κρονίων, από το όνομα τού θεού Κρόνου. Τότε, εόρταζαν τα Κρόνια, γιορτή προς τιμήν τού   Κρόνου, Πατέρα των θεών. Η γιορτή αυτή  εύρισκε μαζί κυρίους και δούλους  σε ένα  ξεφάντωμα χαράς και συμποσίων. Άλλη γιορτή  κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα ήταν τα Συνοίκια , στις «16  μεσούντος μηνός».
2ος : ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ  (διάστημα  περίπου  16 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίο, ημέρες 29)
Κατά  τον  Πλούταρχο,  ο  μήνας  αυτός  ονομάσθηκε  έτσι,  επειδή  κατά  το  διάστημα  αυτό    οι άνθρωποι μετοικούσαν, άλλαζαν δηλαδή κατοικία, άρα και γείτονες.   Κατ’ αυτόν τον μήνα πραγματοποιούνταν μια μικρή σχετικά  γιορτή, τα  Μεταγείτνια, με  γυμνικούς αθλητικούς αγώνες. Ο μήνας αυτός σήμαινε και το τέλος  τού  υποχρεωτικού στρατιωτικού έτους .
3ος: ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (διάστημα περίπου:16  Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου, ημέρες 30)
Η λέξη   βοηδρόμος σημαίνει τον σπεύδοντα προς βοήθεια  (βοή + δρόμος ).  Στις 6 και 7 του μήνα («6 και 7  αρχομένου») τελούνταν τα Βοηδρόμια, γιορτή  σε ανάμνηση της βοήθειας τού θεού Απόλλωνα προς  τον Θησέα, στον πόλεμο που έκαμε κατά των Αμαζόνων.  Μετά από λίγες ημέρες τελούνταν τα   πολύ γνωστά   Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια   (15-23 τού μηνός), προς τιμήν της Δήμητρας , θεάς της Γεωργίας.
4ος:   ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ  (διάστημα περίπου : 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου , ημέρες 29)
Ο τέταρτος μήνας  τού Αττικού Ημερολογίου. Η λέξη Πυανεψιών είναι σύνθετη  (πύανος = κουκί, έψω=βράζω), προήλθε δε  από ένα  έδεσμα ( φαγητό), που συνηθιζότανε κατά την περίοδο αυτή και  αποτελούνταν  από    βρασμένους  κυάμους  (κουκιά)  ή,  σύμφωνα  με  άλλην  εκδοχή,  από αποφλοιωμένο  κριθάρι και όσπρια.
Ο μήνας  Πυανεψιών   είχε τις περισσότερες γιορτές:
α) Τα Πυανέψια , στις  7 τού μήνα, προς τιμήν τού Απόλλωνα, για την προστασία των σπαρτών. Στην γιορτή  αυτήν πραγματοποιούνταν αρκετές τελετές  με αρχαία προέλευση:  πρόσφεραν στον θεό  ένα πιάτο με κουκιά (πυάνους) και πολλά άλλα χόρτα, αναμεμιγμένα με αλεύρι και στάρι.
β) Τα  Οσχοφόρια (Όσχος =  νέον κλήμα αμπέλου ), γιορτή προς τιμήν τού Θεού  Διονύσου.  Έφηβοι    σε    χορό,  που  οδηγούσαν  δύο  από αυτούς, αμφιθαλείς (που είχαν, δηλαδή, στην ζωή και τους δύο γονείς τους),   έφερναν κλαδιά από αμπέλι, φορτωμένα με σταφύλια. Ακολουθούσαν  χοροί και αγώνες δρόμου μεταξύ των εφήβων.
γ)  Τα  Θεσμοφόρια, (στις 11, 12, και 13  του μήνα), γιορτή προς τιμήν της  Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, που φροντίζει για την γονιμότητα  των σπαρτών και των γυναικών. Η λέξη Θεσμοφόρος  ( θεσμός +φέρω)   σημαίνει αυτόν, που φέρει (ορίζει) θεσμούς και νομοθεσίες. Τα Θεσμοφόρια   ήταν   γιορτή   μόνον των παντρεμένων γυναικών (απαγορεύονταν η συμμετοχή στους άνδρες, στις ανύπανδρες   γυναίκες   και στις εταίρες). Οι γυναίκες  ετοιμάζονταν για την συμμετοχή τους στην γιορτή , απέχοντας  για μερικές ημέρες από κάθε σεξουαλική σχέση.   Κατά τις μέρες της γιορτής γυναικοκρατούνταν  η δραστηριότητα και λειτουργία της Αττικής Κοινωνίας. Εμπνευσμένη από την γιορτή αυτή είναι η γνωστή Κωμωδία  τού Αριστοφάνη  «Θεσμοφοριάζουσες», όπου με σκωπτικό τρόπο  εξιστορούνταν τα δρώμενα στη Αρχαία Αθήνα.
δ)  Τα  Απατούρια ( πιθανώς εκ τού : απάτωρ = ορφανός), πολιτική γιορτή  των  φατριών (οικογενειακών δένδρων), διαρκείας τριών ημερών, κατά την οποία οι Αθηναίοι πολίτες,  έκαναν θυσίες  και  συμπόσια κατά τις δύο πρώτες μέρες, ενώ κατά την τρίτη και τελευταία μέρα (που λέγονταν  Κουρεώτις) οι  αρχηγοί των οικογενειών  παρουσίαζαν στα υπόλοιπα μέλη της φατρίας τα νόμιμα παιδιά  τους, που γεννήθηκαν  στο έτος αυτό, για να τα  γράψουν  εν  συνεχεία  στους καταλόγους  των πολιτών.
ε)   Τα  Χαλκεία , γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς (Εργάνης), προστάτιδας των τεχνιτών, και τού θεού Ήφαιστου, προστάτη των σιδηρουργών. Η  γιορτή γίνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα (29η). 
5ος : ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου, ημέρες 30)
Την περίοδο αυτή γιορτάζονταν  ο « Ζεύς  Μαιμάκτης».  Η λέξη Μαιμάκτης  προέρχεται ίσως από το ρήμα «μαιμάσσω » , που σημαίνει: επιθυμώ πολύ (με πάθος) κάτι ή κάποιον, δηλαδή ποθώ.
6ος: ΠΟΣΕΙΔΑΙΩΝ  (διάστημα περίπου: 16 Δεκεμβρίου -15 Ιανουαρίου, ημέρες 29)
Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφιλεγόμενη. Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  όνομα τού Θεού Ποσειδώνα, ενώ κατ’ άλλους έχει την ίδια ρίζα με το επίθετο πόσιμος (δηλαδή, αυτό που μπορεί να πιεί κάποιος, δηλαδή τον οίνο).
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν  οι εξής  γιορτές :
α) Τα  Αλώα (: η  άλως= το αλώνι  ή το καλλιεργημένο  χωράφι ).  Γιορτή  προς τιμήν της Δήμητρας, για να προστατεύσει την βλάστηση (όπως τα  Θεσμοφόρια, για την προστασία της σποράς). Προσφέρονταν θυσίες  στην θεά  Δήμητρα  και στην κόρη της,  Περσεφόνη.  Δεν επιτρέπονταν, οι  άνδρες να  λάβουν μέρος  στα  Αλώα (εκτός  από μερικούς άρχοντες, που επέβλεπαν τις τελετές). Ελεύθερη ήταν όμως η συμμετοχή   για τις εταίρες (η συμμετοχή των οποίων απαγορεύονταν στα  Θεσμοφόρια).
β) Τα  κατ’  αγρούς  Διονύσια (ή   Μικρά  Διονύσια), σε διάκριση  από τα  κατ’ Άστυ  (ή εν Άστει ) Διονύσια, γιορτή προς τιμήν του Θεού  Διονύσου. Μια αγροτική πομπή  μετέφερε ένα κάνιστρο (κανηφόροι)   και πίσω της ακολουθούσε μια άλλη πομπή   μεταφέροντας ένα φαλλό (φαλλοφόρια). Ακολουθούσαν  λαϊκές  διασκεδάσεις, χοροί, τραγούδια,  πειράγματα κλπ.   
Από την αρχή τού 5ου αι. οι πλούσιοι  Δήμοι, παράλληλα με αυτές τις εκδηλώσεις, διοργάνωναν  και δραματικές παραστάσεις.
7ος: ΓΑΜΗΛΙΩΝ  (διάστημα περίπου:  16 Ιανουαρίου–15 Φεβρουαρίου, ημέρες 30)
Ο μήνας, κατά τον οποίον τελούνταν συνήθως οι γάμοι. Κατ’ αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές:
α) Τα Γαμήλια   (ή Θεογάμια), γιορτή αφιερωμένη στις θεότητες, που προστάτευαν τον γάμο: Δία, Ήρα, Αφροδίτη, Αρτέμιδα, Πειθώ .
β) Τα Λήναια, γιορτή της οποίας το όνομα οφείλονταν σε τοπωνύμιο περιοχής της Αθήνας, με το όνομα «Λήναιον», και αφιερωμένη  στον Βάκχο ( Διόνυσο ).  Κατά την γιορτή αυτή  τελούνταν μια οργιαστική εκδήλωση   των Ληνών (Ληναί  =  άλλο όνομα των Μαινάδων, γυναικών, που τις καταλαμβάνει βακχική «μανία»).  Αυτές  οι  γυναίκες  χόρευαν,  αναμαλλιασμένες  και σε έκδηλη  έκσταση, διάφορους  χορούς στην ιερή θέση Λήναιον.
Ακόμα πραγματοποιούνταν  δραματικές και λυρικές θεατρικές παραστάσεις, μια και ο Βάκχος ήτο ο Θεός τού Διθυράμβου. Στα Λήναια  είχε  παρουσιάσει  ο Αριστοφάνης τα γνωστά έργα του: Αχαρνείς , Ιππείς , Σφήκες .
8ος: ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου,  ημέρες 29 )
Η ετυμολογία της λέξης Ανθεστηριών είναι αμφιλεγόμενη . Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  ρήμα «ανθεστιώ», που σημαίνει «ανταποδίδω φιλοξενία»… Κατά τον Παναγή Λεκατσά το όνομα βγαίνει από το «ανθέω», (όπως φαίνεται από το παράλληλο «ανθεστηριάδες», αυτές που είναι ώριμες να παντρευτούν)… Για τον Νίλσσον Ανθεστήρια είναι η «γιορτή των λουλουδιών»…
 Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές :
α)  Τα  Ανθεστήρια, τριήμερη γιορτή (11, 12, και 13 του μήνα) προς τιμήν τού Βάκχου. Την πρώτη μέρα, που λέγονταν Πιθοιγία, άνοιγαν τους πίθους, όπου φύλαγαν τον οίνο. Την δεύτερη μέρα που λέγονταν Χόες γίνονταν διαγωνισμοί  ανάμεσα σε πότες οίνου. Η τρίτη μέρα της γιορτής, που είχε την ονομασία Χύτροι, ήταν αφιερωμένη  στους νεκρούς και  στους ετοιμοθάνατους.  Πίστευαν ότι, με το τέλος των Ανθεστηρίων, έφευγαν μαζί και τα κακά πνεύματα, και γι’ αυτό φώναζαν: «θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια » (= έξω από την θύρα φύγετε, Κήρες – Δυνάμεις του θανάτου -. τα Ανθεστήρια – δηλαδή η φιλοξενία-τελείωσαν !).
β) Τα  Χλοία, γιορτή της  Δήμητρας.
γ) Τα Διάσια, προς τιμήν τού Διός.
9ος:  ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαρτίου–15Απριλίου, ημέρες 30)
Ετυμολογικά  η ονομασία Ελαφηβολιών  προέρχεται από το ουσιαστικό Ελαφηβόλια (έλαφος+βάλλω), γιορτή προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας (προστάτιδας τού κυνηγίου ).
Τα Μεγάλα  Διονύσια (ή αλλιώς : τα εν  Άστει  ή κατ΄ Άστυ Διονύσια,  προς διάκριση από τα « κατ΄αγρούς Διονύσια ») ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαιότητας (και θα την αναλύσουμε αλλού).
Τα  Ελαφηβόλια, άλλη ονομασία για τα Μεγάλα  Διονύσια ήταν η δεύτερη θεατρική περίοδος, μετά τα Λήναια, και προσήλκυαν πολλούς ξένους. Διαρκούσαν πέντε μέρες, στην διάρκεια των οποίων  παρουσιάζονταν στην Αθήνα διάφορα θεατρικά έργα σε διαγωνισμό. Στις 9 του μήνα παρουσίαζαν τους Διθυράμβους, στις 10 του μήνα τις Κωμωδίες, και, από τις 11 μέχρι τις  13 τού μήνα, τις Τριλογίες (Τραγωδίες).
Μόνο κατά τον μήνα αυτόν  επέτρεπε η θεά Άρτεμις  το κυνήγι του ελαφιού .
10ος: ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Απριλίου–15 Μαΐου, ημέρες 29)
Η ονομασία Μουνυχιών προέρχεται από την Μουνυχία, το όνομα δηλαδή τού λιμανιού μεταξύ του Πειραιά και  του Φαλήρου  (ο κόλπος της Μουνυχίας, το λιμάνι της Μουνυχίας, το επιλεγόμενο  επί Τουρκοκρατίας και «Τουρκολίμανο» ).
Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν γιορτή προς τιμήν της  θεάς Αρτέμιδας, ναός της οποίας  υπήρχε στην Μουνυχία, όπου και λατρευόταν.
11ος: ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαΐου–15 Ιουνίου, ημέρες 30 )
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν ο θερισμός.
Στις αρχές του μήνα γίνονταν εκδηλώσεις- γιορτές, τα Θαργήλια, προς τιμήν τού Απόλλωνα. Την πρώτη μέρα των γιορτών (6η αρχομένου μηνός ) η πόλη καθαριζόταν με την τελετή Φαρμακοί. Κατ’ αυτήν δύο άνθρωποι, διέσχιζαν τρέχοντας τους δρόμους της πόλης, ενώ οι περαστικοί  τούς κυνηγούσαν και τούς κτυπούσαν με σκιλλοκρέμμυδα (σκίλλα)  και με κλαδιά συκιάς για να τους διώξουν από την πόλη, δείγμα της επιθυμίας τους να απομακρύνουν μαζί με αυτούς τα μιάσματα  που είχαν εισχωρήσει στην πόλη. Την δεύτερη μέρα των γιορτών (στις 7 τού μηνός)  πρόσφεραν στον Απόλλωνα τον  «Θάργηλον άρτον»,  δηλαδή  άρτο από    τα  πρώτα στάχυα, που έκοβαν πριν από τον θερισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες.
Στις 25  του μήνα γιόρταζαν τα  Ιερά πλυντήρια, τελετή κατά την οποίαν μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα (ξόανον) της Αθηνάς μαζί με το πέπλο  του χρυσελεφάντινου αγάλματος  στο Φάληρο, τα έριχναν στην θάλασσα  για να πλυθούν και να καθαρθούν, πρόσφεραν δε στην θεά γλυκά από σύκα.
Οι γιορτές, δηλαδή, κατά τον μήνα Θαργηλιώνα, αποσκοπούσαν στον     εν γένει εξαγνισμό της πόλης, προ της συγκομιδής των καρπών.
12ος : ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Ιουνίου–15 Ιουλίου, ημέρες 29)
Οι κύριες γιορτές κατά τον μήνα αυτόν ήταν :
α)  Τα Σκιροφόρια:  γιορτή προς τιμήν  της Αθηνάς. Το λευκό υφαντό πέπλο της θεάς Αθηνάς  το ονόμαζαν σκίρον. Το σκίρον, το οποίο είχαν πλύνει κατά τον προηγούμενο μήνα, το  μετέφεραν τεντωμένο πάνω  από το κεφάλι τους  οι Ιέρειες της Αθηνάς (Αρρηφόροι ) και το  πήγαιναν στην περιοχή  «Σκίρον» (Κακιά σκάλα, Σκιρωνίδες πέτρες),  από όπου εν συνεχεία  το  επέστρεφαν στην Ακρόπολη .
β) Τα Διπόλια ή Διπόλεια (=Διΐ + πόλις), γιορτή προς τιμήν τού Διός  με ιππικές επιδείξεις.
γ) Τα Βουφόνια,  η τελευταία γιορτή τού  έτους, αφιερωμένη στον Δία, Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Κατά την γιορτή αυτήν θυσίαζαν  βόδια στον Δία (Βουφόνος = βούς + φόνος).
Η χρονολόγηση τών ιστορικών γεγονότων στην Αρχαία Ελλάδα:
Η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων, αρχικά, δεν ήταν ενιαία στην Αρχαία Ελλάδα. Κάθε Πόλις-Κράτος είχε τον δικό της τρόπο να τοποθετεί χρονικά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Για τον σκοπό αυτόν, πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί και σημαντικά αστρονομικά γεγονότα, όπως οι εκλείψεις τού Ηλίου.
Στην Αρχαία Αθήνα, αρχικά, χρονολογούσαν με ενιαίο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα με βάση τον  Κατάλογο  των  Επωνύμων  Αρχόντων.  Έτσι,  για  παράδειγμα,  αναφέρεται,  ότι  ο Πεισίστρατος έγινε Τύραννος των Αθηνών επί Άρχοντος Κωμέου. Αυτή η αναφορά, με την βοήθεια και άλλων πληροφοριών, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην Αθήνα το έτος 560 π.Χ., κατά την χριστιανική χρονολόγηση.
Αργότερα, ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, το   οποίο, εκ των πραγμάτων, αποδέχθηκαν όλοι οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα ως χρονικό σημείο αναφοράς  για την χρονολόγηση των  ιστορικών γεγονότων, ήταν  η πρώτη  γραπτή  χρονική αναφορά για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία με την ευθύνη τού Κράτους της Ήλιδος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που τελούνταν στην Ολυμπία προς τιμήν τού Διός, πατέρα των θεών, άρχισαν, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, πολύ πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., και ιδρυτής τους στην  Μυθολογία  αναφέρεται  ο  Ηρακλής.  Αλλά  η  πρώτη  γραπτή  καταχώριση    Ολυμπιακών Αγώνων έγινε  για τους Αγώνες τού έτους 776 π.Χ. Η καταγραφή έγινε τον 5ο  αιώνα π.Χ., από τον Σοφιστή, Ιππία τον Ηλείο, ο οποίος πρώτος συνέταξε κατάλογο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί καταγράφεται ως πρώτος Ολυμπιονίκης ο Ηλείος δρομέας Κόροιβος.
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες, πραγματοποιούνταν  κάθε  4  έτη, και για την ακρίβεια κάθε 49 ή 50 μήνες εναλλάξ, δεδομένου ότι, όπως είπαμε  παραπάνω, μία πλήρης  οκτωχρονιά ( εννεαετηρίς ) είχε  99 μήνες ( 8Χ12 =96  μήνες και 3 εμβόλιμους  μήνες =99 μήνες =49+50).
Ο μήνας  τού Κράτους τής Ήλιδος, κατά τον οποίον  ετελούντο  οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν  την μία  φορά ο μήνας Μεταγειτνιών  (Απολλώνιος) , και την επόμενη φορά ο  μήνας Βοηδρομιών (Παρθένιος). Με άλλα λόγια, οι Αγώνες  τελούνταν το Καλοκαίρι  προς το Φθινόπωρο (Αύγουστος–Σεπτέμβριος).


Οι Γιορτές

Το Άχρονο, η Αιωνιότητα, είναι ο Χώρος μέσα στον Οποίο συμβαίνουν όλα, συμβαίνουν τα θεϊκά γεγονότα, η «δημιουργία», ο κοσμικός κύκλος, η ετήσια ανανέωση της φύσης, ή άλλα σημαντικά (για τους ανθρώπους) γεγονότα…
Γιορτές για την «γέννηση» του Δημιουργού Θεού (του Ζαγρέα), για την «δημιουργία» (που εντάσσονται στον κύκλο των «Διονυσιακών γιορτών»), για το πέρασμα της ψυχής από τον φωτεινό κόσμο του υπερπέραν στον υλικό κόσμο…  κι ακόμα γιορτές που αναφέρονται σε γεγονότα που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινότητας, του ανθρώπου, του καθενός… καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς και υιοθετήθηκαν στα χρόνια της Δημοκρατίας…
Τέτοιες γιορτές είτε τελούνταν από λίγους, σχεδόν μυστικά (στα πλαίσια της λειτουργίας ονομαστών θρησκευτικών κέντρων, όπως οι Δελφοί…), είτε τελούνταν από την κοινότητα, (όπως τα Μικρά Διονύσια), ή ακόμα με την εποπτεία του δήμου, ή της Πόλης, (όπως τα Λήναια, τα Ανθεστήρια, τα Μεγάλα Διονύσια…)…
Γιορτές γίνονταν όχι μόνο προς τιμήν του Διονύσου, αλλά και άλλων θεϊκών δυνάμεων…


Η Θυσία του Θεού κι οι θυσίες των ανθρώπων

(Προκοσμική Θυσία, Κοσμική ή Γονιμοποιός Θυσία, Τελετουργική ωμοφαγία, Μετάληψη οίνου)

Η «Θυσία», στην πανάρχαια θρησκευτική σημασία της, είναι γενικά η «στέρηση του δικού μας» χάριν του «άλλου», η «προσφορά» υπέρ του άλλου.
Η Πρωταρχική Θυσία (το «Αρχέτυπο» της Θυσίας) είναι η Θυσία του Θεού, που έφερε σε ύπαρξη την δημιουργία και τα όντα. Από την Ουσία του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο… Ενώ όμως η Ουσία του Θεού προσφέρεται «Θυσία» για να δημιουργηθεί ο κόσμος, την ίδια στιγμή Αυτή η Ουσία (εξαιτίας της «Φύσης» της) Διατηρείται και Αποκαθίσταται χωρίς δηλαδή να Αλλοιώνεται, Προσφέρεται χωρίς να «Μειώνεται» ή να «Εξαντλείται». Είναι το «Είναι» που δημιουργεί τα πάντα, που παραμένει «Ακέραιο Είναι», Διακρίνεται από όλα, αλλά τα αγκαλιάζει και τα στηρίζει (τους δίνει ουσία), από Αυτό πηγάζουν και σε Αυτό στηρίζονται όλα τα «επιμέρους είναι»…
Έτσι στο «Μύθο» του Ζαγρέα μολονότι ο Ζαγρέας «διασπαράσσεται» από τους Τιτάνες (τις δυνάμεις της πολλαπλότητας) ταυτόχρονα η «καρδιά» του (δηλαδή η «Ουσία» του η «ύπαρξή» του) «διασώζεται», κι ο Ζαγρέας «Ξαναγεννιέται»… Καταλαβαίνουμε ποιο είναι το νόημα του «Μύθου»…
Με αυτή την Πρωταρχική Θυσία «συνδέεται» συμβολικά, σε άλλο κοσμικό επίπεδο (αυτό του ξεδιπλώματος της δημιουργίας), η Κοσμική (στην Αρχή της δημιουργίας) κι Ετήσια Θυσία του Διονύσου, σαν Πνεύματος της Φύσης, Γεννουσιουργού, και Γονιμοποιού Θεϊκής Δύναμης, (της «γέννησης», της «βλάστησης», της «ζωής», κλπ…)… Το κατ’ εξοχήν σύμβολο (ζώο) του Διονύσου είναι ο «ταύρος» (εξ’ αιτίας της γονιμοποιού δύναμής του), αλλά και η νεβρίδα (μικρό ελάφι), και (στην βλαστική όψη του) ο κισσός και η άγρια άμπελος, και ο οίνος (αίμα της αμπέλου)… Ο Διόνυσος Θυσιάζεται σε Κοσμική και Ετήσια βάση για να «Ζωογονήσει» την «φύση»… Η «θυσία του ταύρου» (ή άλλου ζώου), κι η «φυτική» θυσία του κισσού σχετίζεται άμεσα με την κοσμογονική (κι ετήσια) θυσία..
Οι τελετές της «ωμοφαγίας» από τις μαινάδες στον Παρνασσό, κι αλλού, σαν «μιμήσεις» της ετήσιας θυσίας, εντάσσονται στον λατρευτικό κύκλο (σε ένα κατώτερο επίπεδο)… το ίδιο και οι τελετές των γυναικών στα Λήναια, (στην Αθήνα κι αλλού)…
Με την ίδια κοσμική (κι ετήσια) θυσία σχετίζονται ακόμα (σε ένα εξωτερικό επίπεδο) κι οι «γιορτές του κρασιού» (η μετάληψη του οίνου, στις διάφορες γιορτές, στα Ανθεστήρια, αλλά και σε άλλες γιορτές…
Όλες αυτές οι Θυσίες (που ανάγονται στην Αρχέτυπη Θυσία), είναι του Θεού, αναφέρονται στο Θεό, στην Θυσία του Θεού… κι είναι ιδιαίτερα ιερές… Τα αρχαιοελληνικά «όργια» είναι τα ιερά έργα, οι ιερουργίες… Χάρις στους χριστιανούς και στη κατασυκοφάντηση της αρχαίας θρησκείας, η λέξη «όργια» πήρε μία αντίθετη αρνητική σημασία.. Τα «αρχαίο όργια» όμως, όλοι το γνωρίζουν, (κι ας συνεχίζουν κάποιοι να ψεύδονται συνειδητά, ακόμα και σήμερα) ήταν «ιερές πράξεις»…
Εκτός όμως από αυτά τα είδη της «θυσίας» (του Θεού) υπήρχαν και θυσίες που προσφέρονταν από την μεριά των ανθρώπων..
Η πιο ιερή θυσία του ανθρώπου είναι η «προσευχή»… Τι είναι στην ουσία της η «προσευχή»; Είναι η θυσία του «οικείου χώρου» (του κόσμου), η «αποξένωση» του ανθρώπου από τον κόσμο, και η ανύψωσή του νοερά στον ιερό χώρο του Θεού (στον Υπέρκοσμο, πέραν του κόσμου). Αυτό σημαίνει απόσυρση της προσοχής από το εξωτερικό περιβάλλον, ησυχία των αισθήσεων, εσωτερική συγκέντρωση στο Θεό (με απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο), νοερή ανύψωση στο άλλο (ανώτερο) υπαρξιακό επίπεδο (του Θεού)… Βέβαια δεν κατανοούν όλοι οι άνθρωποι την «προσευχή» με αυτόν τον τρόπο και δεν την εφαρμόζουν έτσι… αλλά αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο, και το νόημα, και η σημασία, της «προσευχής»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι «προσευχή της κοινότητας» και τότε «αναδύεται» σε «Ύμνο» (ο Διθύραμβος προς τιμήν του Διονύσου, ο Παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνα, η απλά ο «Ύμνος» προς τιμήν του θεού)… και κατ’ επέκταση το «ιερό δράμα», «μίμηση ιερών γεγονότων» (και όχι μόνο)… κι από εδω γεννιέται το «θέατρο»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι ατομική και τότε καθίσταται «περισυλλογή», εσωτερική συγκέντρωση, εσωτερική προσοχή, και εσωτερική μεταμόρφωση (διεύρυνση της συνείδησης κι άνοδος σε ανώτερα υπαρξιακά επίπεδα)…
Εκτός όμως από την «προσευχή» (την πνευματική θυσία) γίνονταν κι άλλες προσφορές (συμβολικές, μαγικοθρησκευτικές, ή από ευγνωμοσύνη) στον Θεό και στις θεϊκές δυνάμεις (Θείες Όψεις, Θεότητες…), προσφορές καρπών, αντικειμένων, κλπ… τέτοιες προσφορές γίνονταν σε όλες τις Θείες Όψεις, θεότητες, και στον Διόνυσο, και στον Απόλλωνα, και στην Άρτεμι,  και στην Δήμητρα, και  σε άλλους…
Από την Αρχαιοελληνική Θυσία, που λειτουργεί σε πολλά υπαρξιακά επίπεδα (την Προκοσμική Θυσία, την Γενεσιουργό Θυσία, τις τελετές ωμοφαγίας, την μετάληψη του οίνου…), οι χριστιανοί πήραν («έκλεψαν», «μιμήθηκαν»…) την δική τους «Θυσία» στο μυστήριο της «θείας κοινωνίας», την «θεία μετάληψη, την μετάληψη του «σώματος και του αίματος» του Χριστού… Η διαφορά είναι ότι, ενώ στα Αρχαία Μυστήρια (Θυσίες, μυήσεις, τελετές, γιορτές, κλπ…) ο άνθρωπος οδηγείται στον Θεό (στην Ομοίωση με τον Θεό) με εσωτερική μεταμόρφωση (που αποτυπώνουν και περιγράφουν οι διάφορες Μυητικές Βαθμίδες των Μυστηρίων), οι χριστιανοί, (στο μεγαλύτερο μέρος τους), πιστεύουν, ακόμα και σήμερα, ότι μπορούν (χωρίς εσωτερική πνευματική προσπάθεια αλλά) μόνο με μία εξωτερική τελετή και πράξη, την μετάληψη του καθαγιασμένου άρτου και οίνου, (εντελώς μαγικά), να σωθούν… Τέτοια τυφλότητα (παραγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας), τέτοια υποκρισία (να θέλουν να σωθούν χωρίς εσωτερική αλλαγή), και τέτοια ανοησία (να πιστεύουν πως μαγικά, με εξωτερικές πράξεις, μπορούν να σωθούν), δεν είναι κατανοητή. Πρέπει να είναι κάποιος ηλίθιος για να πιστεύει τέτοια πράγματα…
Από την Αρχαία Προσευχή (αλλά και τις εβραϊκές καταβολές τους), οι χριστιανοί πήραν την δημόσια προσευχή… Η ατομική προσευχή (όπως ασκήθηκε από τους μυστικούς πατέρες, τους νηπτικούς, η «νοερά προσευχή» προέρχεται από την «ελληνική παράδοση», της «περισυλλογής»…)…


Η αμφισημία της Φύσης

Ενώ σύμφωνα με την Βασική Διδασκαλία του Ορφισμού, και των Αρχαίων Ελλήνων (φιλοσόφων, και μη) η Φύση είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, και τα περιλαμβάνει όλα… κι είναι κι η δική μας «φύση»… ταυτόχρονα αυτή η Αληθινή Φύση υποκρύπτεται κάτω από το ανθρώπινο «προσωπείο»…
Ενώ η Αληθινή Φύση είναι η Ουσία της Ύπαρξής μας, ταυτόχρονα είναι δύσκολο να αποκαλυφτεί…
Ενώ η Φύση μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ταυτόχρονα το αγνοούμε, και νομίζουμε άλλα πράγματα…
Αυτό δεν οφείλεται στην Ίδια την Φύση, ή σε κάποια εγγενή ατέλεια… οφείλεται στην δική μας επιλογή, να τραβήξουμε τον δρόμο της ατομικής ύπαρξης, της προσωπικής δραστηριότητας…
Αν ο Βάκχος δίνει την μανία της ατομικής βούλησης και της προσωπικής επιλογής, παραχωρώντας έτσι, στον Χώρο της Δυνατότητας, την δυνατότητα οποιασδήποτε επιλογής, ταυτόχρονα είναι ο Ίδιος (Θεός) που μπορεί να μας οδηγήσει πέρα από το «προσωπείο» στο Αληθινό Πρόσωπο του Θεού μέσα μας, στην Ενότητα του Όντος, στην Θεότητα…


Ο Θεός κι η πολλαπλότητα

Κατά το Πρότυπο της Προκοσμικής Θυσίας (Διασπαραγμός) του Ζαγρέα, που θα γεννήσει την δημιουργία, είναι η Κοσμική Θυσία του Διονύσου (σαν Πνεύματος της Φύσης), με την μορφή του ταύρου (αν και όχι πάντα), που αποτυπώνεται και στον τελετουργικό διασπαραγμό του Θεού στην «θιασιακή λατρεία»… Είναι ο «Ένας Θεός που γίνεται πολλά»… κι είναι αυτά τα «πολλά» που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στην Θεία Ενότητα…
Γράφει ο Παναγής Λεκατσάς (στον «Διόνυσό» του, παράγραφος 61): «Ατόφιος (ο Διόνυσος) στην ενότητά του θεός, διαφορίζεται αέναα στην πολλαπλότητα, αναγυρίζοντάς τη στην ενότητα πάλι»… κι ακόμα «Η ανθρωπομορφική παράστασή του που συμπιάνει σ’ ένα σχήμα την πολυμορφία του, είναι ένα άδειο προσωπείο: Η παρουσία του θεού στην απουσία του, κι η απουσία του στην παρουσία»…
Το κατ’ εξοχήν σύμβολο του Διονύσου, στο ανθρώπινο επίπεδο, είναι το «προσωπείο», ένα «άδειο προσωπείο»… Πίσω από το «προσωπείο» Είναι ο Θεός Παρών, αλλά αυτό που «βλέπουμε» είναι ένα άδειο προσωπείο, η απουσία… Κι από την άλλη μεριά, όταν κοιτάμε το παρόν προσωπείο, σ’ αυτό το προσωπείο ο Θεός απουσιάζει (αφού ο χαρακτήρας κι οι ιδιότητες του προσωπείου δεν έχουν τίποτα θεϊκό…)… Ο Θεός είναι πίσω από το προσωπείο..
Το «Άδειο Προσωπείο του Θεού» είναι το «σύμβολο του όντος», το «σύμβολο του ανθρώπου»… μπορεί να το «φορέσει» (μέσα στην λατρεία, στην τελετή, κι αυτό σημαίνει ότι είναι ιερή πράξη…) ο κάθε άνθρωπος, ταυτιζόμενος έτσι με τον Θεό… ενώ εξωτερικά το προσωπείο μπορεί να πάρει όποια μορφή «θέλουμε»… είναι η ψεύτικη προσωπικότητα του ανθρώπου, το εγώ, η σκέψη του, οι πράξεις του, η ζωή του…
Το «προσωπείο» λοιπόν, λειτουργεί και σε (πραγματικό) οντολογικό επίπεδο (είμαστε ο Θεός με προσωπείο, ένα προσωπείο στην ατομικότητά μας, σαν προσωπικότητες...), και σε συμβολικό επίπεδο (ο οντολογικός χαρακτήρας, το εγώ, η προσωπικότητα, είναι προσωπείο…), και σε πρακτικό (υλικό) επίπεδο, στην τελετουργία, στις γιορτές, στο θέατρο…
Το Θέατρο, προερχόμενο από την Διονυσιακή Λατρεία, είναι στην αρχαιότητα μία «ιερή πράξη»… γι’ αυτό «γίνεται χρήση» προσωπείου… Το Θέατρο παραμένει ιερό σε ολόκληρη την κλασσική αρχαιότητα.. παρ’ όλους τους «νεωτερισμούς» των τραγικών (Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη…)  και τις «ακροβασίες» του Αριστοφάνη…


Το «προσωπείο»

Το Προσωπείο (τα προσωπεία) είναι οι παροδικές μορφές του Θεού, (οι άνθρωποι, οι προσωπικότητες των ανθρώπων…)…
Την Ιερή Νύχτα (στις 22 Δεκεμβρίου, συμβολικά…), ή την καθιερωμένη γιορτή της «πρωτοχρονιάς», είτε κάποια σημαντική γιορτή, όπου όλα «καταλύονται» κι όλα «ξαναγεννιούνται» (συμβολικά), ο Θεός «παίρνει» ξανά μυριάδες προσωπεία… και ξαναγεννιέται ο κόσμος…
Ο «θίασος των μεταμφιεσμένων» (στις γιορτές) είναι ο Θεός με τα μυριάδες προσωπεία του, είμαστε εμείς (ταυτισμένοι με το Θεό) με προσωπεία (σύμβολα της ψεύτικης προσωπικότητας)… που ακολουθάμε το Θεό στην κοσμική πορεία του (στην μανία μέσα στους κόσμους και στην λύση της μανίας με την έξοδο από τους κόσμους…)… Αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα (οντολογικά), «επαναλαμβάνεται» (μίμησις) στις τελετές, στις γιορτές, στο θέατρο… ακριβώς για να «συνειδητοποιήσουμε» το «τι συμβαίνει»…


Οι «αρχαίοι θίασοι»

Σύμφωνα με την πατροπαράδοτη πίστη, από τον Γενεσιουργό Θεό (τον Διόνυσο), που «ανανεώνεται» κάθε χρόνο (ξαναγεννιέται) προέρχονται όλα τα όντα. Όλα τα όντα είναι μορφές του Θεού. Ενώ η Ουσία είναι η Ίδια, Μία, οι εξωτερικές μορφές είναι πολλές…
Όσοι ακολουθούν το Θεό, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, (τον Λατρευτό), γίνονται όλοι ένθεοι, βάκχοι… Ενώ όμως εσωτερικά (βιωματικά) μεταμορφώνονται στο Θεό (γίνονται βάκχοι), εξωτερικά διαφέρουν ως προς την «ατομικότητα» (την προσωπικότητα)… Αυτοί που όντως ανέρχονται στις ανώτερες βαθμίδες μύησης, κατανοούν ότι η ατομικότητα είναι ψεύτικη, ένα προσωπείο… Όσοι ομοιώνονται με τον Θεό Βιώνουν την Ενότητα του Όντος, κι όχι το ψεύτικο προσωπείο… Στην Λατρεία (στα Μυστήρια, στις Τελετές, στις γιορτές) αυτοί που «βιώνουν» πραγματικά το Θεό (την Ενότητα του Όντος) χρησιμοποιούν ακριβώς το προσωπείο για να υποδηλώσουν ότι βιώνουν την Ενότητα πίσω από οποιαδήποτε ψεύτικη ατομικότητα… Το οντολογικό γεγονός μεταφέρεται στο συμβολικό επίπεδο της Λατρείας με την χρήση του προσωπείου (της μάσκας)…
Έτσι, το Προσωπείο συμβολίζει την ψεύτικη ατομικότητα (προσωπικότητα)… Όπως στην πραγματικότητα είμαστε ο Θεός με το προσωπείο της ατομικότητας, έτσι και στην Λατρεία (και στις γιορτές) «ταυτιζόμαστε» με τον Θεό και χρησιμοποιούμε το προσωπείο (τη μάσκα, την μεταμφίεση… Η «συμβολική» επανάληψη, μίμηση, ενός πραγματικού γεγονότος βοηθά την συνείδηση να κατανοήσει και να αφομοιώσει το ίδιο το πραγματικό γεγονός…
Όλοι οι οπαδοί του Θεού στον θίασο, στην πομπή, στην «τελετουργία, στον κώμο, ενώ «είναι» ο Θεός (Βάκχος) μετέχουν με τις ψεύτικες προσωπικότητες, τις μάσκες… Η συνειδητή λατρεία, κι η συνειδητή χρήση του προσωπείου, βοηθούσε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι η Ουσία τους είναι θεϊκή, διονυσιακή, (και στην πραγματικότητα, και στη λατρεία…)… αλλά η ατομικότητα τους (και στην πραγματικότητα και το λατρευτικό προσωπείο) είναι ψεύτικη, «τιτανική»…
Έτσι, όσοι συμμετείχαν σε αυτή την λατρεία, σε αυτές τις γιορτές ακολουθούσαν τον Θεό στην Πορεία του μέσα στον Χώρο της ζωής, του ά-λογου, στη παραφροσύνη (της ατομικότητας), στην μανία (της προσωπικής δράσης), της μέθης (των πράξεων), κλπ… 
Στην πραγματικότητα (όχι στις ιερουργίες αλλά) στις γιορτές, που ξεπερνιούνται τα «όρια», και γίνονται πράγματα που κανονικά δεν γίνονταν λόγω των κοινωνικών αναστολών (της «ευπρέπειας» και της «τάξης»)… «ξεγυμνωνόταν» η αληθινή παράλογη φύση του κοσμικού ανθρώπου… Η «μανία» δεν δίνονταν από τον Θεό… η «μανία» είναι εγγενής ιδιότητα της ατομικότητας και της ζωής στον κόσμο, στην κοινωνία… που είναι ένας χώρος ά-λογος, ένας χώρος παραφροσύνης, προσωπικής διεκδίκησης, διαμάχης, σύγκρουσης… Όσοι έρχονταν στον κόσμο της ατομικότητας, στην κοσμική ζωή, αναγκαστικά γίνονται και είναι ά-λογοι, μανιακοί… Γι’ αυτό κι αυτός ο κόσμος (της γης), από τους Ορφικούς θεωρούνταν σαν ο Αληθινός Άδης…
Οι Ορφικοί είχαν κάνει μία πλήρη αναστροφή στην «τάξη» των κόσμων… Ο κόσμος των «νεκρών» (αλλά πραγματικά ζωντανών) ήταν η Αληθινή (Υπερκόσμια) Γη (που σύμφωνα με τις αστρολογικές αντιλήψεις της εποχής, τοποθετούνταν, συμβολική ή πραγματικά, στην «σελήνη»…), κι ο κόσμος των ανθρώπων στη γη, ήταν ο Άδης, ο σκοτεινός κόσμος των νεκροζώντανων ανθρώπων… Ο παλιός («ομηρικός» κόσμος των σκιών, ο παλιός) Άδης, στην ορφική αντίληψη ήταν ο κόσμος των (αμύητων) σκιών (που περίμεναν για να «ενσωματωθούν» ξανά…)…
Αλλά ο «μανιοδότης» Θεός, ο Οδηγός μας στον χώρο του ά-λογου, ήταν ταυτόχρονα αυτός που μας οδηγεί, μέσω της (λατρευτικής) παραφροσύνης στην Αλήθεια, και στο Φως… γι’ αυτό κι ο Βάκχος ο «μανιοδότης» (ήταν ταυτόχρονα «μανιολύτης» Θεός και) ταυτιζόταν με τον Οδηγό των Μυστηρίων (της Ελευσίνας, και όχι μόνο), τον Ίακχο, τον «μανιολύτη» (μέσω των Μυστηρίων), που μας οδηγεί στην Αληθινή Γη, στην Αληθινή (Υπερκόσμια) Ζωή…
Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις διονυσιακές (τελετουργίες και) γιορτές ήταν (αν όχι πνευματικά, τουλάχιστον ψυχολογικά) λυτρωτικές, κι αποκαθιστούσαν την ισορροπία, απομάκρυναν τις εντάσεις που δημιουργούσε η κοινωνική ζωή…
Με άλλα λόγια, οι γιορτές λειτουργούσαν σε πολλά επίπεδα, κι ο καθένας, ανάλογα με το επίπεδο εξέλιξής του, λάβαινε το ανάλογο μήνυμα… μυστικό, μυστηριακό, ψυχολογικό, ψυχοσωματικό…


Το Θέατρο

Το γεγονός ότι το Αρχαίο Θέατρο γεννήθηκε μέσα από τις διονυσιακές γιορτές είναι ιστορικά αποδεδειγμένο…
Ο Διθύραμβος (η εξύμνηση του Θεού, ο ύμνος προς τιμήν του Θεού Διονύσου), το σατυρικό δράμα, η τραγωδία, η κωμωδία, μολονότι διαφοροποιούνταν ως προς τον σκοπό τους και το περιεχόμενό τους, προέρχονταν από την ίδια βασική δομή της μίμησης, της αναπαράστασης του Θεϊκού, κι ανθρώπινου δράματος…
Σε πολλά έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, αλλά και του Αριστοφάνη, «ήρωες» είναι ο Θεός (Διόνυσος κατ’ εξοχήν) αλλά κι άνθρωποι, που είναι «μορφές» του Θεού…
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι το κατ’ εξοχήν έργο όπου μπλέκονται η Θεϊκή κι οι ανθρώπινες «μορφές»… Αλλά ακόμα και σε έργα όπου υπάρχουν μόνο άνθρωποι (ο Θεός είναι «Παρών» κι) ο σκοπός παραμένει ο ίδιος…
Η χρήση του προσωπείου έδειχνε στους θεατές πρώτα ότι ο άνθρωπος (σαν ατομικότητα) είναι «προσωπείο», κάτι ψεύτικο… και μετά, τον ατομικό ήρωα, την «προσωπικότητα»…
Η ίδια η ζωή είναι ένα θέατρο, κι όλοι είμαστε «ήρωες» στο θέατρο της ζωής…
Η συμμετοχή, με όποιο τρόπο (δημιουργός, ηθοποιός, θεατής…) σε μία θεατρική παράσταση, η μίμηση ανθρώπων και πράξεων (με την χρήση προσωπείων πάντα), έδειχνε ακριβώς στον θεατή (με τον ταυτισμό του θεατή με τους ήρωες), ότι όλοι ζούμε στο θέατρο (της ζωής) κι ότι όλοι μπορούμε να βρεθούμε στην μία ή στην άλλη κατάσταση (και πάντως οπωσδήποτε στην θέση του χορού που αντιπροσώπευε την κοινότητα)…
Το γεγονός ότι το θέατρο ήταν κάτω από την προστασία του Διονύσου, επέβαλε στους μεγάλους δραματουργούς να υιοθετήσουν και να τηρούν την Θεϊκή Τάξη, να υπηρετούν Αιώνιες Αξίες, όπως η Δικαιοσύνη, η Αλήθεια, κλπ…
Ο κόσμος του θεάτρου ήταν ένας ισορροπημένος, θεϊκός κόσμος, με αξίες, με προσανατολισμό, και με λύσεις… Η «λύση» δεν ήταν πάντα καλή (κατά τους ανθρώπους, το ανθρώπινο ατομικό συμφέρον), αλλά ήταν πάντα Δίκαιη και Αληθινή…
Βέβαια, το όλο πλαίσιο λειτουργίας του Θεάτρου στην Αρχαία Αθήνα, δεν απαγόρευε σε μεγαλοφυίες σαν τον Αριστοφάνη, να είναι ακόμα και «ασεβείς» (φαινομενικά), οξείς, ανατρεπτικοί… Όλα όμως εντάσσονται στην ζωή, ακόμα και η «ανατροπή»… όλα όμως λειτουργούν προς όφελος της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης… κι έτσι «λειτουργικά» (συμπερασματικά) η θεϊκή τάξη παραμένει ασάλευτη…
Το Θέατρο (στην Αρχαία Αθήνα) ήταν πρώτα παιδαγωγικό, δίδασκε, λύτρωνε… και μετά ήταν οτιδήποτε άλλο… Οι θεατρικές παραστάσεις που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια, και κρατούσαν κοντά μία εβδομάδα, ήταν μεγάλο γεγονός, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για όλη την Ελλάδα… Τα αριστουργήματα των Ελλήνων (τραγωδίες και κωμωδίες) διατηρούν ακέραιο το «λειτουργικό» περιεχόμενο και την βαθύτερη ανθρώπινη σημασία τους ακόμα και για τους σημερινούς ανθρώπους… και την ανθρωπότητα, που έχει πολλά να διδαχτεί από τους Μεγάλους Έλληνες… Δικαιοσύνη, Αλήθεια, Αιώνιες Αξίες, που δυστυχώς όλοι μας έχουμε λησμονήσει…


Θεός και Άδης

Ο Διόνυσος σαν Προκοσμικός, Υπερβατικός, Υπερφυσικός, Θεός (του Υπερπέραν) ταυτίζεται, όπως είναι φυσικό, με τον Άδη, σαν Θεία Όψη, Κοσμικό Επίπεδο, κι Χώρο των «νεκρών»…
Στα πλαίσια όμως της Ορφικής Θεολογίας και της Θιασικής ιδεολογίας (που αναφέρεται στις ορφικές κοσμοαντιλήψεις)), ο Διόνυσος είναι ο Φωτεινός Άδης, ο Χώρος των Μυημένων και των Λυτρωμένων, που θα ζουν στους Κόλπους του Θεού, στα Ηλύσια Πεδία, στους Νήσους των Μακάρων, στην Αληθινή Γη…
Η ιδέα του παλιού άδη που γνωρίζουμε από τα Ομηρικά Έπη (στα έγκατα της γης, και στα τάρταρα), «διατηρείται» αλλά παίρνει νέο περιεχόμενο… είναι ο σκοτεινός χώρος των αμύητων ίσκιων… που περιμένουν στην σκιά της ζωής, για να ενσωματωθούν ξανά και να «επιστρέψουν» στη γη…


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
Monday, 1 December, 2025

17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence

 

Introduction: The Eternal Voice Speaking Through Time

In the vast cathedral of human history, where epochs rise and fall like tides upon an endless shore, there echoes a singular Voice—not heard with ears, but felt in the trembling depths of consciousness itself. This Voice speaks not in the tongue of nations, nor in the dialects of competing creeds, but in the wordless language of pure Being. Those who have stood in its presence, across millennia and continents, beneath different stars and within different temples, all bear witness to the same ineffable Truth: that which was, is, and ever shall be.

The seeker who approaches the study of humanity's sacred traditions with eyes unclouded by partisan fervor discovers something extraordinary. Like a traveler ascending a mountain by different paths, each pilgrim describes the same summit, the same crystalline air, the same infinite vista spreading before them. Whether they call it enlightenment or salvation, union or awakening, the mystics of every age point toward an identical horizon—the Realization of the Transcendent State, that moment when the finite dissolves into the Infinite, when the dewdrop slips into the shining sea.

This is the religious phenomenon in its essence: not the accumulation of dogmas, not the architecture of ritual, not even the poetry of scripture, but the direct encounter between human consciousness and that which stands beyond all names. It is the sudden flowering of the soul into dimensions it never knew existed, yet which feel more ancient than memory itself.

The Natural Religion: Where the Divine and Human Meet

When we speak of a Universal Natural Religion, we speak not of constructing yet another edifice of belief upon the already crowded landscape of faith. We speak instead of that pristine moment before all religions were born—the moment of contact, of revelation, of seeing. It is natural not because it springs from human imagination alone, like water from a well we have dug ourselves, but because it emerges from the very ground of human nature, like a spring bursting forth from depths we did not create and cannot control.

Consider the lotus that grows in muddy water, its roots deep in darkness, yet pushing upward toward light until it breaks the surface and blooms in radiant purity. So too does this potential lie coiled within every human heart—the capacity to transcend the mud and murk of ordinary consciousness and open to that Light which illuminates all things. This is not a gift bestowed from without, though neither is it achieved by will alone. It is, rather, the recognition of what has always been present, waiting like a treasure buried in the field of one's own being.

The mystic does not manufacture the Divine; the Divine reveals itself. Yet neither does the seeker remain passive, for the revelation requires a prepared vessel, a consciousness refined and made receptive through practice, through yearning, through the gradual dissolution of those veils that separate the knower from the Known. It is like the meeting of fire and wood—neither can claim sole responsibility for the flame that dances between them, consuming and illuminating simultaneously.

In this lies the great paradox that confounds the merely intellectual mind: Is humanity saved by grace, or do we redeem ourselves through effort? The question itself betrays a consciousness still trapped in duality, still seeing subject and object as separate entities negotiating across an unbridgeable divide. But at the level of direct experience, such distinctions dissolve like ice under the spring sun. There is only the event itself—the breakthrough, the opening, the sudden expansion of being into dimensions previously unimagined.

Those who argue endlessly about salvation versus self-realization are like people standing outside a garden, debating whether roses grow through the power of sunlight or the fertility of soil, while inside, the roses simply bloom, unconcerned with theological categories. The Realization of Transcendence is a fact that precedes all interpretations, a living experience that needs no justification beyond its own self-evident reality.

The Common Ground: Essential Truths Beneath All Forms

Though religions dress themselves in different garments, speak in different tongues, and point with different gestures, they all point toward the same Moon. Beneath the diversity of expression lies a unity of essence, certain fundamental truths that recur with remarkable consistency wherever humans have touched the hem of the Absolute.

The Mystery of Consciousness

First among these is the revelation of Consciousness itself—not as a mere function of the brain, not as an accidental byproduct of neural complexity, but as the very Substance of existence. Like a river that appears separate from its source, consciousness in its everyday operations seems local, limited, bound to the individual organism. Yet trace it back to its origin, and one discovers that all streams flow from a single Ocean, vast and bottomless.

This Consciousness—call it Awareness, Being, the Ground of All—is both the stage upon which the drama of existence unfolds and the light by which it is seen. It is simultaneously the most intimate and immediate aspect of our experience (for we are never not conscious) and the most transcendent and absolute (for it precedes and encompasses all particular experiences). To realize this directly, not as a concept but as lived reality, is to understand oneself not as a isolated wave but as the entire Ocean temporarily expressing itself in wave-form.

Yet this same Consciousness, infinite and undivided in its essence, refracts through the prism of manifestation into countless shades and variations. It appears now as thought, now as sensation, now as emotion; it operates on material, energetic, mental, and spiritual planes. Like white light passing through a crystal, pure Consciousness disperses into a spectrum of experiences, each with its own quality and character, yet all arising from the same source.

The Eternal Dance of Creation

From this understanding flows a second truth: the distinction between the Transcendent and the mundane, between that which stands beyond all limitation and that which exists within the realms of time, space, and causality. The mystics speak of this as the descent of the One into the Many, the eternal movement whereby the Absolute manifests itself in relative forms.

Imagine a vast ocean stretching to every horizon, its surface stirred by winds into waves, currents, and foam. Each wave rises for a moment, catching the light, bearing its unique shape and character, then falls back into the whole. The wave is not other than the ocean, yet neither is it the totality of the ocean. So too does creation emerge from the Transcendent—distinct yet not separate, temporary yet expressing something eternal.

The manifested world arranges itself in concentric circles, like ripples spreading from where a stone has struck water. There is the material realm, most dense and defined, where rocks endure and bodies decay. Beyond this lies the energetic dimension, where forces flow and interact, visible only by their effects. Further still extends the mental plane, where thoughts coalesce and dissolve like clouds in an endless sky. And most subtle of all, the spiritual realm, where forms thin to transparency and being itself becomes luminous with awareness.

Through all these realms, the Transcendent shines, as the sun shines through windows of different colors, appearing red in one, blue in another, yet remaining always the same light.

The Human Paradox

Within this vast architecture of being, humanity occupies a unique and poignant position. The human being is revealed as Consciousness itself taking material form, eternity gazing out through temporal eyes, the Infinite experiencing itself through finite limitations. Each person is simultaneously a creature of the world—bound by physical laws, subject to birth and death, shaped by circumstance—and a child of the Absolute, carrying within themselves the seed of limitless awareness.

This dual nature is the source of humanity's existential predicament and its transcendent possibility. Identified exclusively with the body, the senses, the thinking mind, one experiences oneself as separate, vulnerable, ultimately mortal. One lives as a fragment, always seeking completion in external things—pleasure, possessions, relationships, achievements—none of which can satisfy the infinite hunger within.

Yet this same consciousness that identifies with limitation can, through grace and effort combined, awaken to its true nature. The prison is made of gossamer, the chains of mist. What binds us is not external force but ignorance—not moral failing but mistaken identity. We have forgotten who we are, and in that forgetting, have condemned ourselves to suffer the anxiety of separation.

The Path of Completion

The fourth essential truth speaks to the possibility and process of transformation, the journey from ignorance to realization, from bondage to freedom. This is not a journey through space, for the destination is nowhere other than here. It is not a journey through time, for the truth exists now as fully as it ever will. It is, rather, a journey through the layers of one's own being, a peeling away of false identifications, a progressive transparency to one's own essential nature.

The mystics describe this journey in stages, each representing a transcendence of a particular limitation. First comes the transcendence of pure physicality—the recognition that one is not merely this body, this collection of flesh and bone. The body is seen as an instrument, a temple, a temporary vehicle, but not the Self.

Next unfolds the transcendence of the sensory-intellectual apparatus. One learns to witness thoughts rather than be carried away by them, to observe perceptions rather than take them as absolute reality. The ego, that constructed sense of separate selfhood, is seen through as a functional fiction, useful perhaps for navigating the world but not to be mistaken for one's deepest identity.

More subtle still is the transcendence of the individual spirit, that sense of being a unique soul on a personal journey. Here the process moves through three profound transitions: from the personal to the transpersonal, from the individual to the universal, from the defined to the infinite. Like a drop of water approaching the ocean, the boundaries begin to thin, the membrane between inside and outside growing permeable.

The medium of this transformation is awareness itself—not the content of consciousness but the witnessing presence that observes all content. By turning attention upon attention itself, by becoming aware of awareness, consciousness begins to recognize its own nature. It is like the eye learning to see itself, not in a mirror but directly, by becoming conscious of seeing itself seeing.

What results from this complete journey is nothing less than the Realization of Transcendent Consciousness—awareness freed from all limitations, knowing itself as it truly is. This is not unconsciousness; it is super-consciousness. It is not emptiness but fullness beyond measure. It is not the annihilation of the self but its expansion to encompass all selves, all experiences, all manifestations, while simultaneously resting in the unmanifest source of all.

The Promise and the Paradox

This Universal Natural Religion, this direct path to transcendent realization, exists as a perpetual possibility, written into the very structure of human consciousness. Yet as a historical reality, as a widespread social movement, it faces profound limitations. Like a delicate flower that blooms only under precise conditions, the full realization of transcendence requires not only teaching but readiness, not only method but grace, not only knowledge but transformation.

In any age, only a limited circle of individuals will have access to the necessary information, the capable teachers, the conducive circumstances. Even among these, fewer still will possess the combination of aspiration, dedication, and ripeness required to pursue the path to completion. This is not elitism but simple recognition of the rarity of conditions required for such an undertaking.

The transformation of consciousness is perhaps the most demanding journey a human being can undertake. It requires nothing less than the death of everything one has taken oneself to be, the surrender of every cherished certainty, the willingness to venture into unknown territories with no guarantee of safe return. Small wonder that most, even when glimpsing the possibility, choose the familiar suffering of separation over the terrifying freedom of transcendence.

Perhaps, across the centuries to come, as humanity slowly matures and as the accumulated wisdom of mystical traditions becomes more widely available, more souls will turn toward this inward journey. Perhaps the Universal Natural Religion will, in time, cease to be the province of scattered individuals and small communities and become a more widespread recognition of our common spiritual ground.

Yet whether this comes to pass matters less than the eternal truth itself: that the possibility exists now, has always existed, will always exist. In every moment, Consciousness stands ready to reveal itself to itself, the Transcendent ready to manifest within the immanent, the Absolute available to be realized by those with eyes to see.

Conclusion: An Invitation to the Infinite

The words written here are but fingers pointing at the moon, shadows cast by an invisible light, echoes of a music too subtle for ordinary hearing. They can inform and inspire, clarify and illuminate, but they cannot substitute for the direct experience they attempt to describe. The map is not the territory, the menu is not the meal, and no description of fire, however eloquent, can warm the soul as a single spark of actual realization.

Those who feel a resonance with these truths, who sense within themselves a yearning for that which transcends all yearning, are invited not to belief but to investigation. Not to adopt a new set of ideas but to venture into the laboratory of consciousness itself, there to discover directly what words can only approximate.

The path has been walked before; the territory has been mapped. Saints and sages, mystics and contemplatives across all traditions have left their testimonies, their methods, their encouragements. Yet each seeker must ultimately make the journey alone, must cross the threshold that divides knowing about from knowing directly, must surrender into that Mystery which can never be contained in concepts but only lived, breathed, become.

In the silence between these words, in the space between one thought and the next, the Transcendent awaits—not as something foreign to be achieved but as the very ground of being, closer than breathing, nearer than hands and feet. It has never been absent; we have only been looking elsewhere. It has never been hidden; we have only refused to see.

May these reflections serve as a small beacon for those navigating the vast ocean of existence, a reminder that beyond the storm and stress of ordinary life lies a peace that passes understanding, a joy that needs no cause, a freedom that knows no bounds. The shore of Transcendence is not distant—it is here, now, always.

One need only stop running, turn inward, and allow the waves of surface consciousness to settle into stillness. There, in the clear depths, Reality reveals itself as it always has been: infinite, eternal, unchanging—and identical with one's own most intimate nature.

The journey home is the recognition that we have never left. The arrival is the understanding that we have always been here. And the Transcendent, revealed at last, is seen to have been the one seeking itself through all our seeking, the one knowing itself through all our knowing, the one Being expressing itself through all our becoming.

This is the essence of the religious phenomenon, beyond all religions yet the heart of them all: Consciousness awakening to its own nature, the Absolute recognizing itself in the mirror of manifestation, the One celebrating its own infinite nature through the joy of self-discovery.

Here the journey ends and begins again, forever and always, in the eternal now where all seeking ceases and only Being remains—luminous, infinite, free.

Η Αποκάλυψη: Ένα Ταξίδι στις Ακτές της Υπέρβασης

Εισαγωγή: Η Αιώνια Φωνή που Μιλά Μέσα από τον Χρόνο

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης ιστορίας, όπου οι εποχές ανεβαίνουν και πέφτουν σαν κύματα σε μια ατέρμονη ακτή, αντηχεί μια μοναδική Φωνή – όχι ακουσμένη με τα αυτιά, αλλά αισθητή στα τρεμάμενα βάθη της ίδιας της συνείδησης. Αυτή η Φωνή δεν μιλά στη γλώσσα των εθνών ούτε στις διαλέκτους των ανταγωνιστικών δογμάτων, αλλά στη χωρίς λέξεις γλώσσα της καθαρής Ύπαρξης. Όσοι στάθηκαν στην παρουσία της, ανά τους αιώνες και τις ηπείρους, κάτω από διαφορετικά αστέρια και μέσα σε διαφορετικούς ναούς, όλοι μαρτυρούν την ίδια ανέκφραστη Αλήθεια: αυτό που ήταν, είναι και θα είναι για πάντα.

Ο αναζητητής που προσεγγίζει τη μελέτη των ιερών παραδόσεων της ανθρωπότητας με μάτια απαλλαγμένα από κομματικό φανατισμό ανακαλύπτει κάτι το εξαιρετικό. Σαν ταξιδιώτης που ανεβαίνει ένα βουνό από διαφορετικά μονοπάτια, κάθε προσκυνητής περιγράφει την ίδια κορυφή, τον ίδιο κρυστάλλινο αέρα, την ίδια άπειρη θέα που απλώνεται μπροστά του. Είτε το ονομάζουν φώτιση είτε σωτηρία, ένωση ή αφύπνιση, οι μύστες κάθε εποχής δείχνουν προς τον ίδιο ορίζοντα – την Πραγμάτωση της Υπερβατικής Κατάστασης, εκείνη τη στιγμή που το πεπερασμένο διαλύεται στο Άπειρο, όταν η σταγόνα γλιστράει στη λάμπουσα θάλασσα.

Αυτό είναι το θρησκευτικό φαινόμενο στην ουσία του: όχι η συσσώρευση δογμάτων, όχι η αρχιτεκτονική της τελετουργίας, ούτε καν η ποίηση της γραφής, αλλά η άμεση συνάντηση ανάμεσα στην ανθρώπινη συνείδηση και σε αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε όνομα. Είναι η ξαφνική άνθιση της ψυχής σε διαστάσεις που ποτέ δεν γνώριζε ότι υπήρχαν, αλλά που αισθάνονται πιο αρχαίες από την ίδια τη μνήμη.

Η Φυσική Θρησκεία: Εκεί όπου το Θείο και το Ανθρώπινο Συναντώνται

Όταν μιλάμε για μια Παγκόσμια Φυσική Θρησκεία, δεν μιλάμε για την κατασκευή ακόμα ενός οικοδομήματος πίστης πάνω στο ήδη γεμάτο τοπίο της πίστης. Μιλάμε για εκείνη την παρθένα στιγμή πριν γεννηθούν όλες οι θρησκείες – τη στιγμή της επαφής, της αποκάλυψης, του βλέμματος. Είναι φυσική όχι επειδή πηγάζει αποκλειστικά από την ανθρώπινη φαντασία, σαν νερό από πηγάδι που σκάψαμε μόνοι μας, αλλά επειδή αναβλύζει από το ίδιο το έδαφος της ανθρώπινης φύσης, σαν πηγή που ξεπηδά από βάθη που δεν δημιουργήσαμε και δεν μπορούμε να ελέγξουμε.

Σκεφτείτε τον λωτό που φυτρώνει σε λασπωμένα νερά, με τις ρίζες του βαθιά στο σκοτάδι, αλλά σπρώχνει προς τα πάνω προς το φως μέχρι να σπάσει την επιφάνεια και να ανθίσει σε ακτινοβόλα καθαρότητα. Έτσι ακριβώς κείτεται κουλουριασμένη μέσα σε κάθε ανθρώπινη καρδιά αυτή η δυνατότητα – η ικανότητα να υπερβεί τη λάσπη και τη θολούρα της συνηθισμένης συνείδησης και να ανοιχτεί σε εκείνο το Φως που φωτίζει τα πάντα. Αυτό δεν είναι δώρο που δίνεται από έξω, αν και ούτε επιτυγχάνεται με τη θέληση μόνο. Είναι, μάλλον, η αναγνώριση αυτού που πάντα υπήρχε, περιμένοντας σαν θησαυρός θαμμένος στο χωράφι της ίδιας της ύπαρξής μας.

Ο μύστης δεν κατασκευάζει το Θείο· το Θείο αποκαλύπτεται μόνο του. Ωστόσο, ο αναζητητής δεν παραμένει παθητικός, γιατί η αποκάλυψη απαιτεί ένα προετοιμασμένο δοχείο, μια συνείδηση εξευγενισμένη και δεκτική μέσω της άσκησης, της λαχτάρας, της σταδιακής διάλυσης εκείνων των πέπλων που χωρίζουν τον γνώστη από το Γνωστό. Είναι σαν τη συνάντηση φωτιάς και ξύλου – κανένας από τους δύο δεν μπορεί να διεκδικήσει αποκλειστική ευθύνη για τη φλόγα που χορεύει ανάμεσά τους, καταναλώνοντας και φωτίζοντας ταυτόχρονα.

Εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο που μπερδεύει τον απλώς διανοητικό νου: Σώζεται η ανθρωπότητα με τη χάρη ή εξαγνιζόμαστε μόνοι μας με την προσπάθεια; Το ίδιο το ερώτημα προδίδει μια συνείδηση ακόμα παγιδευμένη στη δυαδικότητα, που βλέπει ακόμα υποκείμενο και αντικείμενο ως ξεχωριστές οντότητες που διαπραγματεύονται πάνω από ένα αγεφύρωτο χάσμα. Αλλά στο επίπεδο της άμεσης εμπειρίας, τέτοιες διακρίσεις διαλύονται σαν πάγος κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Υπάρχει μόνο το γεγονός αυτό καθεαυτό – η διάρρηξη, το άνοιγμα, η ξαφνική επέκταση της ύπαρξης σε διαστάσεις προηγουμένως αδιανόητες.

Όσοι διαφωνούν ατέλειωτα για σωτηρία έναντι αυτο-πραγμάτωσης μοιάζουν με ανθρώπους που στέκονται έξω από έναν κήπο, συζητώντας αν τα τριαντάφυλλα φυτρώνουν με τη δύναμη του ηλιακού φωτός ή με τη γονιμότητα του εδάφους, ενώ μέσα στον κήπο τα τριαντάφυλλα απλώς ανθίζουν, αδιάφορα για θεολογικές κατηγορίες. Η Πραγμάτωση της Υπέρβασης είναι ένα γεγονός που προηγείται όλων των ερμηνειών, μια ζωντανή εμπειρία που δεν χρειάζεται δικαίωση πέρα από την ίδια της την αυταπόδεικτη πραγματικότητα.

Το Κοινό Έδαφος: Ουσιώδεις Αλήθειες Κάτω από Όλες τις Μορφές

Αν και οι θρησκείες ντύνονται με διαφορετικά ενδύματα, μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες και δείχνουν με διαφορετικές χειρονομίες, όλες δείχνουν προς το ίδιο Φεγγάρι. Κάτω από την ποικιλία της έκφρασης βρίσκεται μια ενότητα ουσίας, ορισμένες θεμελιώδεις αλήθειες που επαναλαμβάνονται με αξιοσημείωτη συνέπεια όπου οι άνθρωποι έχουν αγγίξει το άκρο του Απόλυτου.

Το Μυστήριο της Συνείδησης

Πρώτη ανάμεσα σε αυτές είναι η αποκάλυψη της ίδιας της Συνείδησης – όχι ως απλή λειτουργία του εγκεφάλου, όχι ως τυχαίο υποπροϊόν της νευρωνικής πολυπλοκότητας, αλλά ως η ίδια η Ουσία της ύπαρξης. Σαν ποτάμι που φαίνεται ξεχωριστό από την πηγή του, η συνείδηση στις καθημερινές της λειτουργίες φαίνεται τοπική, περιορισμένη, δεμένη με τον μεμονωμένο οργανισμό. Όμως αν την εντοπίσεις πίσω στην αρχή της, ανακαλύπτεις ότι όλα τα ρυάκια ρέουν από έναν ενιαίο Ωκεανό, απέραντο και αμέτρητο.

Αυτή η Συνείδηση – ονομάστε την Επίγνωση, Ύπαρξη, το Έδαφος των Πάντων – είναι ταυτόχρονα η σκηνή πάνω στην οποία εκτυλίσσεται το δράμα της ύπαρξης και το φως με το οποίο φωτίζεται. Είναι συγχρόνως το πιο οικείο και άμεσο στοιχείο της εμπειρίας μας (γιατί ποτέ δεν είμαστε όχι-συνειδητοί) και το πιο υπερβατικό και απόλυτο (γιατί προηγείται και περιλαμβάνει όλες τις επιμέρους εμπειρίες). Το να το συνειδητοποιήσει κανείς άμεσα, όχι ως έννοια αλλά ως βιωμένη πραγματικότητα, σημαίνει να καταλάβει τον εαυτό του όχι ως απομονωμένο κύμα αλλά ως ολόκληρο τον Ωκεανό που εκφράζεται προσωρινά σε μορφή κύματος.

Κι όμως αυτή η ίδια Συνείδηση, άπειρη και αδιαίρετη στην ουσία της, διαθλάται μέσα από το πρίσμα της εκδήλωσης σε αμέτρητες αποχρώσεις και παραλλαγές. Εμφανίζεται τώρα ως σκέψη, τώρα ως αίσθηση, τώρα ως συναίσθημα· λειτουργεί σε υλικά, ενεργειακά, νοητικά και πνευματικά επίπεδα. Σαν λευκό φως που περνά μέσα από κρύσταλλο, η καθαρή Συνείδηση διασκορπίζεται σε ένα φάσμα εμπειριών, η καθεμιά με τη δική της ποιότητα και χαρακτήρα, αλλά όλες προερχόμενες από την ίδια πηγή.

Ο Αιώνιος Χορός της Δημιουργίας

Από αυτή την κατανόηση πηγάζει μια δεύτερη αλήθεια: η διάκριση ανάμεσα στο Υπερβατικό και το κοσμικό, ανάμεσα σε αυτό που στέκεται πέρα από κάθε περιορισμό και σε αυτό που υπάρχει μέσα στα βασίλεια του χρόνου, του χώρου και της αιτιότητας. Οι μύστες μιλούν γι’ αυτό ως την κάθοδο του Ενός στα Πολλά, την αιώνια κίνηση με την οποία το Απόλυτο εκδηλώνεται σε σχετικές μορφές.

Φανταστείτε έναν απέραντο ωκεανό που εκτείνεται σε κάθε ορίζοντα, με την επιφάνειά του να αναταράσσεται από ανέμους σε κύματα, ρεύματα και αφρούς. Κάθε κύμα σηκώνεται για μια στιγμή, πιάνει το φως, φέρει το μοναδικό του σχήμα και χαρακτήρα, και μετά πέφτει πίσω στο όλο. Το κύμα δεν είναι άλλο από τον ωκεανό, αλλά ούτε και η ολότητα του ωκεανού. Έτσι ακριβώς αναδύεται η δημιουργία από το Υπερβατικό – διακριτή αλλά όχι ξεχωριστή, προσωρινή αλλά εκφράζοντας κάτι αιώνιο.

Ο εκδηλωμένος κόσμος διατάσσεται σε ομόκεντρους κύκλους, σαν κυματισμούς που απλώνονται από το σημείο που έπεσε μια πέτρα στο νερό. Υπάρχει το υλικό βασίλειο, το πιο πυκνό και καθορισμένο, όπου οι πέτρες αντέχουν και τα σώματα αποσυντίθενται. Πέρα από αυτό βρίσκεται η ενεργειακή διάσταση, όπου οι δυνάμεις ρέουν και αλληλεπιδρούν, ορατές μόνο από τα αποτελέσματά τους. Πιο πέρα εκτείνεται το νοητικό επίπεδο, όπου οι σκέψεις πήζουν και διαλύονται σαν σύννεφα σε ατέλειωτο ουρανό. Και το πιο λεπτό από όλα, το πνευματικό βασίλειο, όπου οι μορφές αραιώνουν σε διαφάνεια και η ίδια η ύπαρξη γίνεται φωτεινή από επίγνωση.

Μέσα από όλα αυτά τα βασίλεια, το Υπερβατικό λάμπει, όπως ο ήλιος λάμπει μέσα από παράθυρα διαφορετικών χρωμάτων, φαίνοντας κόκκινος σε ένα, μπλε σε άλλο, αλλά μένοντας πάντα το ίδιο φως.

Το Ανθρώπινο Παράδοξο

Μέσα σε αυτή την απέραντη αρχιτεκτονική της ύπαρξης, η ανθρωπότητα κατέχει μια μοναδική και συγκινητική θέση. Ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως η ίδια η Συνείδηση που παίρνει υλική μορφή, η αιωνιότητα που κοιτάζει μέσα από προσωρινούς οφθαλμούς, το Άπειρο που βιώνει τον εαυτό του μέσα από πεπερασμένους περιορισμούς. Κάθε άτομο είναι ταυτόχρονα πλάσμα του κόσμου – δεμένο με φυσικούς νόμους, υποκείμενο σε γέννηση και θάνατο, διαμορφωμένο από τις συνθήκες – και παιδί του Απόλυτου, φέροντας μέσα του τον σπόρο της απεριόριστης επίγνωσης.

Αυτή η διπλή φύση είναι η πηγή του υπαρξιακού αδιεξόδου της ανθρωπότητας και της υπερβατικής της δυνατότητας. Ταυτιζόμενος αποκλειστικά με το σώμα, τις αισθήσεις, το νοητικό νου, βιώνει τον εαυτό του ως ξεχωριστό, ευάλωτο, τελικά θνητό. Ζει ως θραύσμα, πάντα αναζητώντας ολοκλήρωση σε εξωτερικά πράγματα – ηδονή, κτήσεις, σχέσεις, επιτεύγματα – κανένα από τα οποία δεν μπορεί να ικανοποιήσει την άπειρη πείνα μέσα του.

Κι όμως αυτή η ίδια συνείδηση που ταυτίζεται με τον περιορισμό μπορεί, μέσω χάρης και προσπάθειας μαζί, να αφυπνιστεί στη πραγματική της φύση. Η φυλακή είναι φτιαγμένη από ιστό αράχνης, οι αλυσίδες από ομίχλη. Αυτό που μας δένει δεν είναι εξωτερική δύναμη αλλά άγνοια – όχι ηθική αποτυχία αλλά λανθασμένη ταυτότητα. Ξεχάσαμε ποιοι είμαστε, και σε αυτή την λήθη καταδικάσαμε τους εαυτούς μας να υποφέρουμε το άγχος του χωρισμού.

Η Διαδρομή της Ολοκλήρωσης

Η τέταρτη ουσιώδης αλήθεια μιλά για τη δυνατότητα και τη διαδικασία της μεταμόρφωσης, το ταξίδι από την άγνοια στην πραγματοποίηση, από τη δουλεία στην ελευθερία. Αυτό δεν είναι ταξίδι μέσα στον χώρο, γιατί ο προορισμός δεν είναι πουθενά αλλού παρά εδώ. Δεν είναι ταξίδι μέσα στον χρόνο, γιατί η αλήθεια υπάρχει τώρα τόσο πλήρως όσο θα υπάρχει ποτέ. Είναι, μάλλον, ταξίδι μέσα από τα στρώματα της ίδιας της ύπαρξής μας, ένα ξεφλούδισμα των ψευδών ταυτίσεων, μια προοδευτική διαφάνεια προς την ουσιαστική μας φύση.

Οι μύστες περιγράφουν αυτό το ταξίδι σε στάδια, το καθένα αντιπροσωπεύοντας υπέρβαση ενός συγκεκριμένου περιορισμού. Πρώτα έρχεται η υπέρβαση της καθαρής φυσικότητας – η αναγνώριση ότι δεν είμαστε απλώς αυτό το σώμα, αυτή η συλλογή από σάρκα και οστά. Το σώμα βλέπεται ως όργανο, ναός, προσωρινό όχημα, αλλά όχι ο Εαυτός.

Μετά ξεδιπλώνεται η υπέρβαση του αισθητηριακού-διανοητικού μηχανισμού. Μαθαίνουμε να παρατηρούμε τις σκέψεις αντί να παρασυρόμαστε από αυτές, να παρατηρούμε τις αντιλήψεις αντί να τις παίρνουμε ως απόλυτη πραγματικότητα. Το εγώ, αυτή η κατασκευασμένη αίσθηση ξεχωριστής αυτοσύνης, διαπερνάται ως λειτουργική φαντασία, χρήσιμη ίσως για την πλοήγηση στον κόσμο αλλά όχι για να εκληφθεί ως η βαθύτερη ταυτότητά μας.

Ακόμα πιο λεπτή είναι η υπέρβαση του ατομικού πνεύματος, εκείνη η αίσθηση ότι είμαστε μια μοναδική ψυχή σε προσωπικό ταξίδι. Εδώ η διαδικασία περνά μέσα από τρεις βαθιές μεταβάσεις: από το προσωπικό στο υπερ-προσωπικό, από το ατομικό στο παγκόσμιο, από το καθορισμένο στο άπειρο. Σαν σταγόνα νερού που πλησιάζει τον ωκεανό, τα όρια αρχίζουν να αραιώνουν, η μεμβράνη ανάμεσα στο μέσα και το έξω γίνεται διαπερατή.

Το μέσο αυτής της μεταμόρφωσης είναι η ίδια η επίγνωση – όχι το περιεχόμενο της συνείδησης αλλά η μαρτυρούσα παρουσία που παρατηρεί κάθε περιεχόμενο. Γυρνώντας την προσοχή πάνω στην ίδια την προσοχή, γινόμενοι ενσυνείδητοι της επίγνωσης, η συνείδηση αρχίζει να αναγνωρίζει τη δική της φύση. Είναι σαν το μάτι να μαθαίνει να βλέπει τον εαυτό του, όχι σε καθρέφτη αλλά άμεσα, γινόμενο συνειδητό του ότι βλέπει τον εαυτό του να βλέπει.

Αυτό που προκύπτει από αυτό το ολοκληρωμένο ταξίδι δεν είναι τίποτα λιγότερο από την Πραγμάτωση της Υπερβατικής Συνείδησης – επίγνωση απελευθερωμένη από όλους τους περιορισμούς, γνωρίζοντας τον εαυτό της όπως πραγματικά είναι. Αυτό δεν είναι ασυνειδησία· είναι υπερ-συνειδητότητα. Δεν είναι κενότητα αλλά πληρότητα πέρα από κάθε μέτρο. Δεν είναι η εξόντωση του εαυτού αλλά η επέκτασή του ώστε να περιλάβει όλους τους εαυτούς, όλες τις εμπειρίες, όλες τις εκδηλώσεις, ενώ ταυτόχρονα αναπαύεται στην αδήλωτη πηγή των πάντων.

Η Υπόσχεση και το Παράδοξο

Αυτή η Παγκόσμια Φυσική Θρησκεία, αυτή η άμεση οδός προς την υπερβατική πραγματοποίηση, υπάρχει ως αέναη δυνατότητα, εγγεγραμμένη στην ίδια τη δομή της ανθρώπινης συνείδησης. Ωστόσο ως ιστορική πραγματικότητα, ως ευρύ κοινωνικό κίνημα, αντιμετωπίζει βαθιούς περιορισμούς. Σαν λεπτό λουλούδι που ανθίζει μόνο κάτω από ακριβείς συνθήκες, η πλήρης πραγματοποίηση της υπέρβασης απαιτεί όχι μόνο διδασκαλία αλλά και ετοιμότητα, όχι μόνο μέθοδο αλλά και χάρη, όχι μόνο γνώση αλλά και μεταμόρφωση.

Σε κάθε εποχή, μόνο ένας περιορισμένος κύκλος ανθρώπων θα έχει πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες, στους ικανούς δασκάλους, στις κατάλληλες συνθήκες. Ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς, ελάχιστοι θα διαθέτουν τον συνδυασμό φιλοδοξίας, αφοσίωσης και ωριμότητας που απαιτούνται για να ακολουθήσουν την πορεία μέχρι το τέλος. Αυτό δεν είναι ελιτισμός αλλά απλή αναγνώριση της σπανιότητας των συνθηκών που χρειάζονται για μια τέτοια προσπάθεια.

Η μεταμόρφωση της συνείδησης είναι ίσως το πιο απαιτητικό ταξίδι που μπορεί να αναλάβει ένας άνθρωπος. Απαιτεί τίποτα λιγότερο από τον θάνατο όλων όσων έχει θεωρήσει τον εαυτό του, την παράδοση κάθε αγαπημένης βεβαιότητας, την προθυμία να εισέλθει σε άγνωστες περιοχές χωρίς εγγύηση ασφαλούς επιστροφής. Μικρό θαύμα που οι περισσότεροι, ακόμα και όταν αντικρίζουν τη δυνατότητα, επιλέγουν το οικείο βάσανο του χωρισμού αντί την τρομακτική ελευθερία της υπέρβασης.

Ίσως, μέσα στους αιώνες που έρχονται, καθώς η ανθρωπότητα ωριμάζει αργά και καθώς η συσσωρευμένη σοφία των μυστικών παραδόσεων γίνεται πιο ευρέως διαθέσιμη, περισσότερες ψυχές στραφούν προς αυτό το εσωτερικό ταξίδι. Ίσως η Παγκόσμια Φυσική Θρησκεία πάψει με τον καιρό να είναι προνόμιο διασκορπισμένων ατόμων και μικρών κοινοτήτων και γίνει μια πιο διαδεδομένη αναγνώριση του κοινού μας πνευματικού εδάφους.

Ωστόσο, το αν αυτό θα συμβεί έχει μικρότερη σημασία από την ίδια την αιώνια αλήθεια: ότι η δυνατότητα υπάρχει τώρα, υπήρχε πάντα, θα υπάρχει πάντα. Σε κάθε στιγμή, η Συνείδηση είναι έτοιμη να αποκαλύψει τον εαυτό της στον εαυτό της, το Υπερβατικό έτοιμο να εκδηλωθεί μέσα στο ενδοκοσμικό, το Απόλυτο διαθέσιμο να πραγματωθεί από όσους έχουν μάτια να δουν.

Συμπέρασμα: Μια Πρόσκληση στο Άπειρο

Τα λόγια που γράφτηκαν εδώ είναι μόνο δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι, σκιές που ρίχνονται από ένα αόρατο φως, αντηχήσεις μιας μουσικής πολύ λεπτής για τη συνηθισμένη ακοή. Μπορούν να ενημερώσουν και να εμπνεύσουν, να διασαφηνίσουν και να φωτίσουν, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την άμεση εμπειρία που προσπαθούν να περιγράψουν. Ο χάρτης δεν είναι το έδαφος, το μενού δεν είναι το γεύμα, και καμία περιγραφή της φωτιάς, όσο εύγλωττη κι αν είναι, δεν μπορεί να ζεστάνει την ψυχή όπως μια μοναδική σπίθα πραγματικής πραγματοποίησης.

Όσοι νιώθουν απήχηση με αυτές τις αλήθειες, που αισθάνονται μέσα τους μια λαχτάρα για αυτό που υπερβαίνει κάθε λαχτάρα, προσκαλούνται όχι στην πίστη αλλά στην έρευνα. Όχι να υιοθετήσουν ένα νέο σύνολο ιδεών αλλά να τολμήσουν στο εργαστήριο της ίδιας της συνείδησης, εκεί να ανακαλύψουν άμεσα αυτό που οι λέξεις μόνο προσεγγίζουν.

Η διαδρομή έχει βαδιστεί πριν· η περιοχή έχει χαρτογραφηθεί. Άγιοι και σοφοί, μύστες και στοχαστές από όλες τις παραδόσεις έχουν αφήσει τις μαρτυρίες τους, τις μεθόδους τους, τις ενθαρρύνσεις τους. Ωστόσο κάθε αναζητητής πρέπει τελικά να κάνει το ταξίδι μόνος, να διασχίσει το κατώφλι που χωρίζει το να ξέρει για κάτι από το να ξέρει άμεσα, να παραδοθεί σε εκείνο το Μυστήριο που ποτέ δεν μπορεί να περιληφθεί σε έννοιες αλλά μόνο να βιωθεί, να αναπνευστεί, να γίνει.

Στη σιωπή ανάμεσα σε αυτές τις λέξεις, στο κενό ανάμεσα σε μια σκέψη και την επόμενη, το Υπερβατικό περιμένει – όχι ως κάτι ξένο που πρέπει να επιτευχθεί αλλά ως το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, πιο κοντά από την αναπνοή, πιο κοντά από χέρια και πόδια. Ποτέ δεν έλειπε· εμείς μόνο κοιτάζαμε αλλού. Ποτέ δεν ήταν κρυμμένο· εμείς μόνο αρνούμασταν να δούμε.

Είθε αυτές οι σκέψεις να λειτουργήσουν ως μικρός φάρος για όσους πλέουν στον απέραντο ωκεανό της ύπαρξης, υπενθύμιση ότι πέρα από την τρικυμία και το άγχος της συνηθισμένης ζωής υπάρχει μια ειρήνη που ξεπερνά κάθε κατανόηση, μια χαρά που δεν χρειάζεται αιτία, μια ελευθερία που δεν γνωρίζει όρια. Η ακτή της Υπέρβασης δεν είναι μακριά – είναι εδώ, τώρα, πάντα.

Αρκεί μόνο να σταματήσει κανείς να τρέχει, να στραφεί προς τα μέσα και να αφήσει τα κύματα της επιφανειακής συνείδησης να ηρεμήσουν σε νηνεμία. Εκεί, στα διαυγή βάθη, η Πραγματικότητα αποκαλύπτεται όπως πάντα ήταν: άπειρη, αιώνια, αμετάβλητη – και ταυτόσημη με την πιο οικεία φύση του εαυτού μας.

Το ταξίδι προς το σπίτι είναι η αναγνώριση ότι ποτέ δεν φύγαμε. Η άφιξη είναι η κατανόηση ότι πάντα ήμασταν εδώ. Και το Υπερβατικό, αποκαλυμμένο επιτέλους, φαίνεται ότι ήταν αυτό που αναζητούσε τον εαυτό του μέσα από όλη μας την αναζήτηση, αυτό που γνώριζε τον εαυτό του μέσα από όλη μας τη γνώση, αυτό που Ήταν και εκφραζόταν μέσα από όλο μας το γίγνεσθαι.

Αυτή είναι η ουσία του θρησκευτικού φαινομένου, πέρα από όλες τις θρησκείες αλλά η καρδιά όλων: η Συνείδηση που αφυπνίζεται στη δική της φύση, το Απόλυτο που αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη της εκδήλωσης, το Ένα που γιορτάζει τη δική του άπειρη φύση μέσα από τη χαρά της αυτο-ανακάλυψης.

Εδώ το ταξίδι τελειώνει και αρχίζει ξανά, για πάντα και πάντοτε, στο αιώνιο τώρα όπου κάθε αναζήτηση παύει και μένει μόνο η Ύπαρξη – φωτεινή, άπειρη, ελεύθερη.

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~