CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
The Eternal Tapestry of Consciousness: Unveiling the Great Space of Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 13 July, 2025

Sunday, March 25, 2018

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ): Οι "Γιορτές"

Το Αθηναϊκό ημερολόγιο

(Τα στοιχεία που παραθέτουμε παρακάτω είναι παρμένα από την εργασία του Άγγελου Λιβαθινού, «Το Ημερολόγιο των Αρχαίων Ελλήνων»)

Η Μαθηματική βάση τού Ελληνικού Ημερολογίου
Οι   Έλληνες   χώριζαν το έτος   σε 12 σεληνιακούς (συνοδικούς) μήνες  και, επειδή γνώριζαν, ότι  ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών ( 29  ½ ημέρες    περίπου  ),  έδιναν      στους  μήνες    διάρκεια  30 ημερών ( τέλειοι μήνες)  και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ ( κανένας μήνας δεν είχε 31 ή 28 ημέρες όπως σήμερα), και φρόντιζαν ώστε η πρώτη ημέρα εκάστου μηνός να   συμπίπτει,   κατά   το   δυνατόν,   με   την   Νέα   Σελήνη   (Νουμηνία).
Έτσι, όμως, το  (σεληνιακό ) έτος, δηλαδή  οι 12 σεληνιακοί μήνες, ισοδυναμούσε με άθροισμα 354  ημερών, δηλαδή  ήτανε μικρότερο  κατά 11 ¼  ημέρες από την πραγματική διάρκεια  τού (ηλιακού ) έτους.
Για να  καλύψουν αυτήν την διαφορά, προχώρησαν στην εξής διόρθωση: υπολόγισαν, ότι σε κάθε  οκτώ (8) σεληνιακά έτη προέκυπτε έλλειμμα  ενενήντα (90) ημερών, δηλαδή ένα έλλειμμα τριών (3) μηνών  των  30 ημερών έκαστος ( 11 ¼  Χ 8= 90 ). Γι΄ αυτό, στην διάρκεια των   οκτώ   (σεληνιακών ) ετών, παρενέβαλλαν  τρείς (3) εμβόλιμους μήνες:
 - έναν στην διάρκεια τού τρίτου έτους,
- δεύτερο  στην διάρκεια τού πέμπτου έτους
-και τρίτο  στην διάρκεια τού  όγδοου έτους (πλήρης οκτωχρονιά, εννεαετηρίς).
Ο μήνας αυτός, συνήθως, έμπαινε εμβόλιμος αμέσως μετά τον μήνα Ποσειδαιώνα (περίπου, 16 Δεκεμβρίου - 15 Ιανουαρίου), και ονομαζότανε: Ποσειδαιών Β΄.
Έτσι, μέσα σε  8 ηλιακά έτη, προέκυπτε εξίσωση τού χρόνου  μεταξύ των  8 σεληνιακών ετών και των 8 ηλιακών ετών!
Με αυτόν τον τρόπο οι  Αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν το δικό τους     ημερολόγιο, το οποίο, επειδή στηριζότανε  κατά κύριο λόγο  στους σεληνιακούς (συνοδικούς ) μήνες  και διορθωτικά  στο ηλιακό έτος , λέγεται           σεληνοηλιακό  ημερολόγιο (υπάρχει  και το ηλιακό ημερολόγιο,  καθώς και το γνησίως σεληνιακό ημερολόγιο).
Το Αττικό Σεληνοηλιακό Ημερολόγιο
Στην Αρχαία Ελλάδα  κάθε Πόλις – Κράτος  είχε το δικό της ημερολόγιο, δηλαδή είχε τις δικές της ονομασίες   στους   12 μήνες   τού έτους, και είχε τις δικές της γιορτές   κατά την διάρκεια κάθε μήνα.  Η δομή, όμως, όλων των ημερολογίων  στην Ελλάδα  ήταν  ίδια. Οι περισσότερες Πόλεις είχαν υιοθετήσει το Αττικό  ημερολόγιο, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Ο πρώτος μήνας τού έτους  άρχιζε το καλοκαίρι, μετά το θερινό Ηλιοστάσιο, και συγκεκριμένα περίπου την αντίστοιχη σημερινή 16η   Ιουλίου, και είχε 30 ημέρες.
Καθώς στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια της Εβδομάδας  ήταν άγνωστη, χώριζαν τον κάθε μήνα σε τρία  δεκαήμερα ( ή δύο δεκαήμερα και ένα εννεαήμερο):
1ο    δεκαήμερο: λεγόταν  μήν ιστάμενος, ή μήν αρχόμενος, ή μήν εισιών.
2ο   δεκαήμερο:  λεγόταν μήν μεσών
3ο   δεκαήμερο: λεγόταν  μήν  φθίνων, ή μήν απιών..
Η εκφώνηση  των  ημερών  του μήνα γίνονταν ως εξής : «εβδόμη αρχομένου» (= 7η τού συγκεκριμένου   μηνός ), «δωδεκάτη  μεσούντος» (= 12η   τού μηνός ), «23η   φθίνοντος» (= 23η   τού μηνός). Κάποιες φορές, οι μέρες του 3ου δεκαημέρου εκφωνούνταν οπισθοβατικώς (ανάποδα): «δεκάτη  απιόντος» (=10η  από τού τέλους τού  μηνός, δηλαδή  20ή  τού μηνός ).
Η ημέρα, δηλαδή το ημερονύκτιο, αρχίζει και τελειώνει με την δύση τού Ηλίου.
Το επίσημο  πολιτικό  και θρησκευτικό  Αττικό Ημερολόγιο  είχε τους παρακάτω 12 μήνες ( για σωστή   ανάγνωση   όλοι   οι   μήνες   τονίζονται   στην λήγουσα   και   είναι αρσενικού γένους).
1ος : ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ  (διάστημα  περίπου 16 Ιουλίου - 15 Αυγούστου, ημέρες 30)
Ο 1ος   μήνας τού πολιτικού και θρησκευτικού έτους στην Αττική.  Η ονομασία του μήνα  αυτού προέρχεται  από την Εκατόμβη, η οποία σημαίνει  την  θυσία 100 βοδιών  ή κάθε δημόσια θυσία ισάξια μ’ αυτήν.
Στην Ακρόπολη, μπροστά στον  παλαιό ναό της Αθηνάς (προστάτιδας της Πόλης), κατά την γιορτή των   Παναθηναίων, θυσίαζαν   όσες αγελάδες χρειάζονταν για να  σιτισθούν όλοι  οι κάτοικοι της Πόλης. Τα Παναθήναια ήταν  μια μεγάλη γιορτή, που πραγματοποιούνταν  προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς, στο τέλος του μήνα  και κάθε 4  έτη. Παλιότερα, ο μήνας αυτός ονομάζονταν  Κρονίων, από το όνομα τού θεού Κρόνου. Τότε, εόρταζαν τα Κρόνια, γιορτή προς τιμήν τού   Κρόνου, Πατέρα των θεών. Η γιορτή αυτή  εύρισκε μαζί κυρίους και δούλους  σε ένα  ξεφάντωμα χαράς και συμποσίων. Άλλη γιορτή  κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα ήταν τα Συνοίκια , στις «16  μεσούντος μηνός».
2ος : ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ  (διάστημα  περίπου  16 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίο, ημέρες 29)
Κατά  τον  Πλούταρχο,  ο  μήνας  αυτός  ονομάσθηκε  έτσι,  επειδή  κατά  το  διάστημα  αυτό    οι άνθρωποι μετοικούσαν, άλλαζαν δηλαδή κατοικία, άρα και γείτονες.   Κατ’ αυτόν τον μήνα πραγματοποιούνταν μια μικρή σχετικά  γιορτή, τα  Μεταγείτνια, με  γυμνικούς αθλητικούς αγώνες. Ο μήνας αυτός σήμαινε και το τέλος  τού  υποχρεωτικού στρατιωτικού έτους .
3ος: ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (διάστημα περίπου:16  Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου, ημέρες 30)
Η λέξη   βοηδρόμος σημαίνει τον σπεύδοντα προς βοήθεια  (βοή + δρόμος ).  Στις 6 και 7 του μήνα («6 και 7  αρχομένου») τελούνταν τα Βοηδρόμια, γιορτή  σε ανάμνηση της βοήθειας τού θεού Απόλλωνα προς  τον Θησέα, στον πόλεμο που έκαμε κατά των Αμαζόνων.  Μετά από λίγες ημέρες τελούνταν τα   πολύ γνωστά   Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια   (15-23 τού μηνός), προς τιμήν της Δήμητρας , θεάς της Γεωργίας.
4ος:   ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ  (διάστημα περίπου : 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου , ημέρες 29)
Ο τέταρτος μήνας  τού Αττικού Ημερολογίου. Η λέξη Πυανεψιών είναι σύνθετη  (πύανος = κουκί, έψω=βράζω), προήλθε δε  από ένα  έδεσμα ( φαγητό), που συνηθιζότανε κατά την περίοδο αυτή και  αποτελούνταν  από    βρασμένους  κυάμους  (κουκιά)  ή,  σύμφωνα  με  άλλην  εκδοχή,  από αποφλοιωμένο  κριθάρι και όσπρια.
Ο μήνας  Πυανεψιών   είχε τις περισσότερες γιορτές:
α) Τα Πυανέψια , στις  7 τού μήνα, προς τιμήν τού Απόλλωνα, για την προστασία των σπαρτών. Στην γιορτή  αυτήν πραγματοποιούνταν αρκετές τελετές  με αρχαία προέλευση:  πρόσφεραν στον θεό  ένα πιάτο με κουκιά (πυάνους) και πολλά άλλα χόρτα, αναμεμιγμένα με αλεύρι και στάρι.
β) Τα  Οσχοφόρια (Όσχος =  νέον κλήμα αμπέλου ), γιορτή προς τιμήν τού Θεού  Διονύσου.  Έφηβοι    σε    χορό,  που  οδηγούσαν  δύο  από αυτούς, αμφιθαλείς (που είχαν, δηλαδή, στην ζωή και τους δύο γονείς τους),   έφερναν κλαδιά από αμπέλι, φορτωμένα με σταφύλια. Ακολουθούσαν  χοροί και αγώνες δρόμου μεταξύ των εφήβων.
γ)  Τα  Θεσμοφόρια, (στις 11, 12, και 13  του μήνα), γιορτή προς τιμήν της  Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, που φροντίζει για την γονιμότητα  των σπαρτών και των γυναικών. Η λέξη Θεσμοφόρος  ( θεσμός +φέρω)   σημαίνει αυτόν, που φέρει (ορίζει) θεσμούς και νομοθεσίες. Τα Θεσμοφόρια   ήταν   γιορτή   μόνον των παντρεμένων γυναικών (απαγορεύονταν η συμμετοχή στους άνδρες, στις ανύπανδρες   γυναίκες   και στις εταίρες). Οι γυναίκες  ετοιμάζονταν για την συμμετοχή τους στην γιορτή , απέχοντας  για μερικές ημέρες από κάθε σεξουαλική σχέση.   Κατά τις μέρες της γιορτής γυναικοκρατούνταν  η δραστηριότητα και λειτουργία της Αττικής Κοινωνίας. Εμπνευσμένη από την γιορτή αυτή είναι η γνωστή Κωμωδία  τού Αριστοφάνη  «Θεσμοφοριάζουσες», όπου με σκωπτικό τρόπο  εξιστορούνταν τα δρώμενα στη Αρχαία Αθήνα.
δ)  Τα  Απατούρια ( πιθανώς εκ τού : απάτωρ = ορφανός), πολιτική γιορτή  των  φατριών (οικογενειακών δένδρων), διαρκείας τριών ημερών, κατά την οποία οι Αθηναίοι πολίτες,  έκαναν θυσίες  και  συμπόσια κατά τις δύο πρώτες μέρες, ενώ κατά την τρίτη και τελευταία μέρα (που λέγονταν  Κουρεώτις) οι  αρχηγοί των οικογενειών  παρουσίαζαν στα υπόλοιπα μέλη της φατρίας τα νόμιμα παιδιά  τους, που γεννήθηκαν  στο έτος αυτό, για να τα  γράψουν  εν  συνεχεία  στους καταλόγους  των πολιτών.
ε)   Τα  Χαλκεία , γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς (Εργάνης), προστάτιδας των τεχνιτών, και τού θεού Ήφαιστου, προστάτη των σιδηρουργών. Η  γιορτή γίνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα (29η). 
5ος : ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου, ημέρες 30)
Την περίοδο αυτή γιορτάζονταν  ο « Ζεύς  Μαιμάκτης».  Η λέξη Μαιμάκτης  προέρχεται ίσως από το ρήμα «μαιμάσσω » , που σημαίνει: επιθυμώ πολύ (με πάθος) κάτι ή κάποιον, δηλαδή ποθώ.
6ος: ΠΟΣΕΙΔΑΙΩΝ  (διάστημα περίπου: 16 Δεκεμβρίου -15 Ιανουαρίου, ημέρες 29)
Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφιλεγόμενη. Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  όνομα τού Θεού Ποσειδώνα, ενώ κατ’ άλλους έχει την ίδια ρίζα με το επίθετο πόσιμος (δηλαδή, αυτό που μπορεί να πιεί κάποιος, δηλαδή τον οίνο).
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν  οι εξής  γιορτές :
α) Τα  Αλώα (: η  άλως= το αλώνι  ή το καλλιεργημένο  χωράφι ).  Γιορτή  προς τιμήν της Δήμητρας, για να προστατεύσει την βλάστηση (όπως τα  Θεσμοφόρια, για την προστασία της σποράς). Προσφέρονταν θυσίες  στην θεά  Δήμητρα  και στην κόρη της,  Περσεφόνη.  Δεν επιτρέπονταν, οι  άνδρες να  λάβουν μέρος  στα  Αλώα (εκτός  από μερικούς άρχοντες, που επέβλεπαν τις τελετές). Ελεύθερη ήταν όμως η συμμετοχή   για τις εταίρες (η συμμετοχή των οποίων απαγορεύονταν στα  Θεσμοφόρια).
β) Τα  κατ’  αγρούς  Διονύσια (ή   Μικρά  Διονύσια), σε διάκριση  από τα  κατ’ Άστυ  (ή εν Άστει ) Διονύσια, γιορτή προς τιμήν του Θεού  Διονύσου. Μια αγροτική πομπή  μετέφερε ένα κάνιστρο (κανηφόροι)   και πίσω της ακολουθούσε μια άλλη πομπή   μεταφέροντας ένα φαλλό (φαλλοφόρια). Ακολουθούσαν  λαϊκές  διασκεδάσεις, χοροί, τραγούδια,  πειράγματα κλπ.   
Από την αρχή τού 5ου αι. οι πλούσιοι  Δήμοι, παράλληλα με αυτές τις εκδηλώσεις, διοργάνωναν  και δραματικές παραστάσεις.
7ος: ΓΑΜΗΛΙΩΝ  (διάστημα περίπου:  16 Ιανουαρίου–15 Φεβρουαρίου, ημέρες 30)
Ο μήνας, κατά τον οποίον τελούνταν συνήθως οι γάμοι. Κατ’ αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές:
α) Τα Γαμήλια   (ή Θεογάμια), γιορτή αφιερωμένη στις θεότητες, που προστάτευαν τον γάμο: Δία, Ήρα, Αφροδίτη, Αρτέμιδα, Πειθώ .
β) Τα Λήναια, γιορτή της οποίας το όνομα οφείλονταν σε τοπωνύμιο περιοχής της Αθήνας, με το όνομα «Λήναιον», και αφιερωμένη  στον Βάκχο ( Διόνυσο ).  Κατά την γιορτή αυτή  τελούνταν μια οργιαστική εκδήλωση   των Ληνών (Ληναί  =  άλλο όνομα των Μαινάδων, γυναικών, που τις καταλαμβάνει βακχική «μανία»).  Αυτές  οι  γυναίκες  χόρευαν,  αναμαλλιασμένες  και σε έκδηλη  έκσταση, διάφορους  χορούς στην ιερή θέση Λήναιον.
Ακόμα πραγματοποιούνταν  δραματικές και λυρικές θεατρικές παραστάσεις, μια και ο Βάκχος ήτο ο Θεός τού Διθυράμβου. Στα Λήναια  είχε  παρουσιάσει  ο Αριστοφάνης τα γνωστά έργα του: Αχαρνείς , Ιππείς , Σφήκες .
8ος: ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου,  ημέρες 29 )
Η ετυμολογία της λέξης Ανθεστηριών είναι αμφιλεγόμενη . Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  ρήμα «ανθεστιώ», που σημαίνει «ανταποδίδω φιλοξενία»… Κατά τον Παναγή Λεκατσά το όνομα βγαίνει από το «ανθέω», (όπως φαίνεται από το παράλληλο «ανθεστηριάδες», αυτές που είναι ώριμες να παντρευτούν)… Για τον Νίλσσον Ανθεστήρια είναι η «γιορτή των λουλουδιών»…
 Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές :
α)  Τα  Ανθεστήρια, τριήμερη γιορτή (11, 12, και 13 του μήνα) προς τιμήν τού Βάκχου. Την πρώτη μέρα, που λέγονταν Πιθοιγία, άνοιγαν τους πίθους, όπου φύλαγαν τον οίνο. Την δεύτερη μέρα που λέγονταν Χόες γίνονταν διαγωνισμοί  ανάμεσα σε πότες οίνου. Η τρίτη μέρα της γιορτής, που είχε την ονομασία Χύτροι, ήταν αφιερωμένη  στους νεκρούς και  στους ετοιμοθάνατους.  Πίστευαν ότι, με το τέλος των Ανθεστηρίων, έφευγαν μαζί και τα κακά πνεύματα, και γι’ αυτό φώναζαν: «θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια » (= έξω από την θύρα φύγετε, Κήρες – Δυνάμεις του θανάτου -. τα Ανθεστήρια – δηλαδή η φιλοξενία-τελείωσαν !).
β) Τα  Χλοία, γιορτή της  Δήμητρας.
γ) Τα Διάσια, προς τιμήν τού Διός.
9ος:  ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαρτίου–15Απριλίου, ημέρες 30)
Ετυμολογικά  η ονομασία Ελαφηβολιών  προέρχεται από το ουσιαστικό Ελαφηβόλια (έλαφος+βάλλω), γιορτή προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας (προστάτιδας τού κυνηγίου ).
Τα Μεγάλα  Διονύσια (ή αλλιώς : τα εν  Άστει  ή κατ΄ Άστυ Διονύσια,  προς διάκριση από τα « κατ΄αγρούς Διονύσια ») ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαιότητας (και θα την αναλύσουμε αλλού).
Τα  Ελαφηβόλια, άλλη ονομασία για τα Μεγάλα  Διονύσια ήταν η δεύτερη θεατρική περίοδος, μετά τα Λήναια, και προσήλκυαν πολλούς ξένους. Διαρκούσαν πέντε μέρες, στην διάρκεια των οποίων  παρουσιάζονταν στην Αθήνα διάφορα θεατρικά έργα σε διαγωνισμό. Στις 9 του μήνα παρουσίαζαν τους Διθυράμβους, στις 10 του μήνα τις Κωμωδίες, και, από τις 11 μέχρι τις  13 τού μήνα, τις Τριλογίες (Τραγωδίες).
Μόνο κατά τον μήνα αυτόν  επέτρεπε η θεά Άρτεμις  το κυνήγι του ελαφιού .
10ος: ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Απριλίου–15 Μαΐου, ημέρες 29)
Η ονομασία Μουνυχιών προέρχεται από την Μουνυχία, το όνομα δηλαδή τού λιμανιού μεταξύ του Πειραιά και  του Φαλήρου  (ο κόλπος της Μουνυχίας, το λιμάνι της Μουνυχίας, το επιλεγόμενο  επί Τουρκοκρατίας και «Τουρκολίμανο» ).
Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν γιορτή προς τιμήν της  θεάς Αρτέμιδας, ναός της οποίας  υπήρχε στην Μουνυχία, όπου και λατρευόταν.
11ος: ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαΐου–15 Ιουνίου, ημέρες 30 )
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν ο θερισμός.
Στις αρχές του μήνα γίνονταν εκδηλώσεις- γιορτές, τα Θαργήλια, προς τιμήν τού Απόλλωνα. Την πρώτη μέρα των γιορτών (6η αρχομένου μηνός ) η πόλη καθαριζόταν με την τελετή Φαρμακοί. Κατ’ αυτήν δύο άνθρωποι, διέσχιζαν τρέχοντας τους δρόμους της πόλης, ενώ οι περαστικοί  τούς κυνηγούσαν και τούς κτυπούσαν με σκιλλοκρέμμυδα (σκίλλα)  και με κλαδιά συκιάς για να τους διώξουν από την πόλη, δείγμα της επιθυμίας τους να απομακρύνουν μαζί με αυτούς τα μιάσματα  που είχαν εισχωρήσει στην πόλη. Την δεύτερη μέρα των γιορτών (στις 7 τού μηνός)  πρόσφεραν στον Απόλλωνα τον  «Θάργηλον άρτον»,  δηλαδή  άρτο από    τα  πρώτα στάχυα, που έκοβαν πριν από τον θερισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες.
Στις 25  του μήνα γιόρταζαν τα  Ιερά πλυντήρια, τελετή κατά την οποίαν μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα (ξόανον) της Αθηνάς μαζί με το πέπλο  του χρυσελεφάντινου αγάλματος  στο Φάληρο, τα έριχναν στην θάλασσα  για να πλυθούν και να καθαρθούν, πρόσφεραν δε στην θεά γλυκά από σύκα.
Οι γιορτές, δηλαδή, κατά τον μήνα Θαργηλιώνα, αποσκοπούσαν στον     εν γένει εξαγνισμό της πόλης, προ της συγκομιδής των καρπών.
12ος : ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Ιουνίου–15 Ιουλίου, ημέρες 29)
Οι κύριες γιορτές κατά τον μήνα αυτόν ήταν :
α)  Τα Σκιροφόρια:  γιορτή προς τιμήν  της Αθηνάς. Το λευκό υφαντό πέπλο της θεάς Αθηνάς  το ονόμαζαν σκίρον. Το σκίρον, το οποίο είχαν πλύνει κατά τον προηγούμενο μήνα, το  μετέφεραν τεντωμένο πάνω  από το κεφάλι τους  οι Ιέρειες της Αθηνάς (Αρρηφόροι ) και το  πήγαιναν στην περιοχή  «Σκίρον» (Κακιά σκάλα, Σκιρωνίδες πέτρες),  από όπου εν συνεχεία  το  επέστρεφαν στην Ακρόπολη .
β) Τα Διπόλια ή Διπόλεια (=Διΐ + πόλις), γιορτή προς τιμήν τού Διός  με ιππικές επιδείξεις.
γ) Τα Βουφόνια,  η τελευταία γιορτή τού  έτους, αφιερωμένη στον Δία, Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Κατά την γιορτή αυτήν θυσίαζαν  βόδια στον Δία (Βουφόνος = βούς + φόνος).
Η χρονολόγηση τών ιστορικών γεγονότων στην Αρχαία Ελλάδα:
Η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων, αρχικά, δεν ήταν ενιαία στην Αρχαία Ελλάδα. Κάθε Πόλις-Κράτος είχε τον δικό της τρόπο να τοποθετεί χρονικά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Για τον σκοπό αυτόν, πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί και σημαντικά αστρονομικά γεγονότα, όπως οι εκλείψεις τού Ηλίου.
Στην Αρχαία Αθήνα, αρχικά, χρονολογούσαν με ενιαίο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα με βάση τον  Κατάλογο  των  Επωνύμων  Αρχόντων.  Έτσι,  για  παράδειγμα,  αναφέρεται,  ότι  ο Πεισίστρατος έγινε Τύραννος των Αθηνών επί Άρχοντος Κωμέου. Αυτή η αναφορά, με την βοήθεια και άλλων πληροφοριών, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην Αθήνα το έτος 560 π.Χ., κατά την χριστιανική χρονολόγηση.
Αργότερα, ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, το   οποίο, εκ των πραγμάτων, αποδέχθηκαν όλοι οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα ως χρονικό σημείο αναφοράς  για την χρονολόγηση των  ιστορικών γεγονότων, ήταν  η πρώτη  γραπτή  χρονική αναφορά για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία με την ευθύνη τού Κράτους της Ήλιδος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που τελούνταν στην Ολυμπία προς τιμήν τού Διός, πατέρα των θεών, άρχισαν, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, πολύ πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., και ιδρυτής τους στην  Μυθολογία  αναφέρεται  ο  Ηρακλής.  Αλλά  η  πρώτη  γραπτή  καταχώριση    Ολυμπιακών Αγώνων έγινε  για τους Αγώνες τού έτους 776 π.Χ. Η καταγραφή έγινε τον 5ο  αιώνα π.Χ., από τον Σοφιστή, Ιππία τον Ηλείο, ο οποίος πρώτος συνέταξε κατάλογο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί καταγράφεται ως πρώτος Ολυμπιονίκης ο Ηλείος δρομέας Κόροιβος.
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες, πραγματοποιούνταν  κάθε  4  έτη, και για την ακρίβεια κάθε 49 ή 50 μήνες εναλλάξ, δεδομένου ότι, όπως είπαμε  παραπάνω, μία πλήρης  οκτωχρονιά ( εννεαετηρίς ) είχε  99 μήνες ( 8Χ12 =96  μήνες και 3 εμβόλιμους  μήνες =99 μήνες =49+50).
Ο μήνας  τού Κράτους τής Ήλιδος, κατά τον οποίον  ετελούντο  οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν  την μία  φορά ο μήνας Μεταγειτνιών  (Απολλώνιος) , και την επόμενη φορά ο  μήνας Βοηδρομιών (Παρθένιος). Με άλλα λόγια, οι Αγώνες  τελούνταν το Καλοκαίρι  προς το Φθινόπωρο (Αύγουστος–Σεπτέμβριος).


Οι Γιορτές

Το Άχρονο, η Αιωνιότητα, είναι ο Χώρος μέσα στον Οποίο συμβαίνουν όλα, συμβαίνουν τα θεϊκά γεγονότα, η «δημιουργία», ο κοσμικός κύκλος, η ετήσια ανανέωση της φύσης, ή άλλα σημαντικά (για τους ανθρώπους) γεγονότα…
Γιορτές για την «γέννηση» του Δημιουργού Θεού (του Ζαγρέα), για την «δημιουργία» (που εντάσσονται στον κύκλο των «Διονυσιακών γιορτών»), για το πέρασμα της ψυχής από τον φωτεινό κόσμο του υπερπέραν στον υλικό κόσμο…  κι ακόμα γιορτές που αναφέρονται σε γεγονότα που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινότητας, του ανθρώπου, του καθενός… καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς και υιοθετήθηκαν στα χρόνια της Δημοκρατίας…
Τέτοιες γιορτές είτε τελούνταν από λίγους, σχεδόν μυστικά (στα πλαίσια της λειτουργίας ονομαστών θρησκευτικών κέντρων, όπως οι Δελφοί…), είτε τελούνταν από την κοινότητα, (όπως τα Μικρά Διονύσια), ή ακόμα με την εποπτεία του δήμου, ή της Πόλης, (όπως τα Λήναια, τα Ανθεστήρια, τα Μεγάλα Διονύσια…)…
Γιορτές γίνονταν όχι μόνο προς τιμήν του Διονύσου, αλλά και άλλων θεϊκών δυνάμεων…


Η Θυσία του Θεού κι οι θυσίες των ανθρώπων

(Προκοσμική Θυσία, Κοσμική ή Γονιμοποιός Θυσία, Τελετουργική ωμοφαγία, Μετάληψη οίνου)

Η «Θυσία», στην πανάρχαια θρησκευτική σημασία της, είναι γενικά η «στέρηση του δικού μας» χάριν του «άλλου», η «προσφορά» υπέρ του άλλου.
Η Πρωταρχική Θυσία (το «Αρχέτυπο» της Θυσίας) είναι η Θυσία του Θεού, που έφερε σε ύπαρξη την δημιουργία και τα όντα. Από την Ουσία του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο… Ενώ όμως η Ουσία του Θεού προσφέρεται «Θυσία» για να δημιουργηθεί ο κόσμος, την ίδια στιγμή Αυτή η Ουσία (εξαιτίας της «Φύσης» της) Διατηρείται και Αποκαθίσταται χωρίς δηλαδή να Αλλοιώνεται, Προσφέρεται χωρίς να «Μειώνεται» ή να «Εξαντλείται». Είναι το «Είναι» που δημιουργεί τα πάντα, που παραμένει «Ακέραιο Είναι», Διακρίνεται από όλα, αλλά τα αγκαλιάζει και τα στηρίζει (τους δίνει ουσία), από Αυτό πηγάζουν και σε Αυτό στηρίζονται όλα τα «επιμέρους είναι»…
Έτσι στο «Μύθο» του Ζαγρέα μολονότι ο Ζαγρέας «διασπαράσσεται» από τους Τιτάνες (τις δυνάμεις της πολλαπλότητας) ταυτόχρονα η «καρδιά» του (δηλαδή η «Ουσία» του η «ύπαρξή» του) «διασώζεται», κι ο Ζαγρέας «Ξαναγεννιέται»… Καταλαβαίνουμε ποιο είναι το νόημα του «Μύθου»…
Με αυτή την Πρωταρχική Θυσία «συνδέεται» συμβολικά, σε άλλο κοσμικό επίπεδο (αυτό του ξεδιπλώματος της δημιουργίας), η Κοσμική (στην Αρχή της δημιουργίας) κι Ετήσια Θυσία του Διονύσου, σαν Πνεύματος της Φύσης, Γεννουσιουργού, και Γονιμοποιού Θεϊκής Δύναμης, (της «γέννησης», της «βλάστησης», της «ζωής», κλπ…)… Το κατ’ εξοχήν σύμβολο (ζώο) του Διονύσου είναι ο «ταύρος» (εξ’ αιτίας της γονιμοποιού δύναμής του), αλλά και η νεβρίδα (μικρό ελάφι), και (στην βλαστική όψη του) ο κισσός και η άγρια άμπελος, και ο οίνος (αίμα της αμπέλου)… Ο Διόνυσος Θυσιάζεται σε Κοσμική και Ετήσια βάση για να «Ζωογονήσει» την «φύση»… Η «θυσία του ταύρου» (ή άλλου ζώου), κι η «φυτική» θυσία του κισσού σχετίζεται άμεσα με την κοσμογονική (κι ετήσια) θυσία..
Οι τελετές της «ωμοφαγίας» από τις μαινάδες στον Παρνασσό, κι αλλού, σαν «μιμήσεις» της ετήσιας θυσίας, εντάσσονται στον λατρευτικό κύκλο (σε ένα κατώτερο επίπεδο)… το ίδιο και οι τελετές των γυναικών στα Λήναια, (στην Αθήνα κι αλλού)…
Με την ίδια κοσμική (κι ετήσια) θυσία σχετίζονται ακόμα (σε ένα εξωτερικό επίπεδο) κι οι «γιορτές του κρασιού» (η μετάληψη του οίνου, στις διάφορες γιορτές, στα Ανθεστήρια, αλλά και σε άλλες γιορτές…
Όλες αυτές οι Θυσίες (που ανάγονται στην Αρχέτυπη Θυσία), είναι του Θεού, αναφέρονται στο Θεό, στην Θυσία του Θεού… κι είναι ιδιαίτερα ιερές… Τα αρχαιοελληνικά «όργια» είναι τα ιερά έργα, οι ιερουργίες… Χάρις στους χριστιανούς και στη κατασυκοφάντηση της αρχαίας θρησκείας, η λέξη «όργια» πήρε μία αντίθετη αρνητική σημασία.. Τα «αρχαίο όργια» όμως, όλοι το γνωρίζουν, (κι ας συνεχίζουν κάποιοι να ψεύδονται συνειδητά, ακόμα και σήμερα) ήταν «ιερές πράξεις»…
Εκτός όμως από αυτά τα είδη της «θυσίας» (του Θεού) υπήρχαν και θυσίες που προσφέρονταν από την μεριά των ανθρώπων..
Η πιο ιερή θυσία του ανθρώπου είναι η «προσευχή»… Τι είναι στην ουσία της η «προσευχή»; Είναι η θυσία του «οικείου χώρου» (του κόσμου), η «αποξένωση» του ανθρώπου από τον κόσμο, και η ανύψωσή του νοερά στον ιερό χώρο του Θεού (στον Υπέρκοσμο, πέραν του κόσμου). Αυτό σημαίνει απόσυρση της προσοχής από το εξωτερικό περιβάλλον, ησυχία των αισθήσεων, εσωτερική συγκέντρωση στο Θεό (με απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο), νοερή ανύψωση στο άλλο (ανώτερο) υπαρξιακό επίπεδο (του Θεού)… Βέβαια δεν κατανοούν όλοι οι άνθρωποι την «προσευχή» με αυτόν τον τρόπο και δεν την εφαρμόζουν έτσι… αλλά αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο, και το νόημα, και η σημασία, της «προσευχής»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι «προσευχή της κοινότητας» και τότε «αναδύεται» σε «Ύμνο» (ο Διθύραμβος προς τιμήν του Διονύσου, ο Παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνα, η απλά ο «Ύμνος» προς τιμήν του θεού)… και κατ’ επέκταση το «ιερό δράμα», «μίμηση ιερών γεγονότων» (και όχι μόνο)… κι από εδω γεννιέται το «θέατρο»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι ατομική και τότε καθίσταται «περισυλλογή», εσωτερική συγκέντρωση, εσωτερική προσοχή, και εσωτερική μεταμόρφωση (διεύρυνση της συνείδησης κι άνοδος σε ανώτερα υπαρξιακά επίπεδα)…
Εκτός όμως από την «προσευχή» (την πνευματική θυσία) γίνονταν κι άλλες προσφορές (συμβολικές, μαγικοθρησκευτικές, ή από ευγνωμοσύνη) στον Θεό και στις θεϊκές δυνάμεις (Θείες Όψεις, Θεότητες…), προσφορές καρπών, αντικειμένων, κλπ… τέτοιες προσφορές γίνονταν σε όλες τις Θείες Όψεις, θεότητες, και στον Διόνυσο, και στον Απόλλωνα, και στην Άρτεμι,  και στην Δήμητρα, και  σε άλλους…
Από την Αρχαιοελληνική Θυσία, που λειτουργεί σε πολλά υπαρξιακά επίπεδα (την Προκοσμική Θυσία, την Γενεσιουργό Θυσία, τις τελετές ωμοφαγίας, την μετάληψη του οίνου…), οι χριστιανοί πήραν («έκλεψαν», «μιμήθηκαν»…) την δική τους «Θυσία» στο μυστήριο της «θείας κοινωνίας», την «θεία μετάληψη, την μετάληψη του «σώματος και του αίματος» του Χριστού… Η διαφορά είναι ότι, ενώ στα Αρχαία Μυστήρια (Θυσίες, μυήσεις, τελετές, γιορτές, κλπ…) ο άνθρωπος οδηγείται στον Θεό (στην Ομοίωση με τον Θεό) με εσωτερική μεταμόρφωση (που αποτυπώνουν και περιγράφουν οι διάφορες Μυητικές Βαθμίδες των Μυστηρίων), οι χριστιανοί, (στο μεγαλύτερο μέρος τους), πιστεύουν, ακόμα και σήμερα, ότι μπορούν (χωρίς εσωτερική πνευματική προσπάθεια αλλά) μόνο με μία εξωτερική τελετή και πράξη, την μετάληψη του καθαγιασμένου άρτου και οίνου, (εντελώς μαγικά), να σωθούν… Τέτοια τυφλότητα (παραγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας), τέτοια υποκρισία (να θέλουν να σωθούν χωρίς εσωτερική αλλαγή), και τέτοια ανοησία (να πιστεύουν πως μαγικά, με εξωτερικές πράξεις, μπορούν να σωθούν), δεν είναι κατανοητή. Πρέπει να είναι κάποιος ηλίθιος για να πιστεύει τέτοια πράγματα…
Από την Αρχαία Προσευχή (αλλά και τις εβραϊκές καταβολές τους), οι χριστιανοί πήραν την δημόσια προσευχή… Η ατομική προσευχή (όπως ασκήθηκε από τους μυστικούς πατέρες, τους νηπτικούς, η «νοερά προσευχή» προέρχεται από την «ελληνική παράδοση», της «περισυλλογής»…)…


Η αμφισημία της Φύσης

Ενώ σύμφωνα με την Βασική Διδασκαλία του Ορφισμού, και των Αρχαίων Ελλήνων (φιλοσόφων, και μη) η Φύση είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, και τα περιλαμβάνει όλα… κι είναι κι η δική μας «φύση»… ταυτόχρονα αυτή η Αληθινή Φύση υποκρύπτεται κάτω από το ανθρώπινο «προσωπείο»…
Ενώ η Αληθινή Φύση είναι η Ουσία της Ύπαρξής μας, ταυτόχρονα είναι δύσκολο να αποκαλυφτεί…
Ενώ η Φύση μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ταυτόχρονα το αγνοούμε, και νομίζουμε άλλα πράγματα…
Αυτό δεν οφείλεται στην Ίδια την Φύση, ή σε κάποια εγγενή ατέλεια… οφείλεται στην δική μας επιλογή, να τραβήξουμε τον δρόμο της ατομικής ύπαρξης, της προσωπικής δραστηριότητας…
Αν ο Βάκχος δίνει την μανία της ατομικής βούλησης και της προσωπικής επιλογής, παραχωρώντας έτσι, στον Χώρο της Δυνατότητας, την δυνατότητα οποιασδήποτε επιλογής, ταυτόχρονα είναι ο Ίδιος (Θεός) που μπορεί να μας οδηγήσει πέρα από το «προσωπείο» στο Αληθινό Πρόσωπο του Θεού μέσα μας, στην Ενότητα του Όντος, στην Θεότητα…


Ο Θεός κι η πολλαπλότητα

Κατά το Πρότυπο της Προκοσμικής Θυσίας (Διασπαραγμός) του Ζαγρέα, που θα γεννήσει την δημιουργία, είναι η Κοσμική Θυσία του Διονύσου (σαν Πνεύματος της Φύσης), με την μορφή του ταύρου (αν και όχι πάντα), που αποτυπώνεται και στον τελετουργικό διασπαραγμό του Θεού στην «θιασιακή λατρεία»… Είναι ο «Ένας Θεός που γίνεται πολλά»… κι είναι αυτά τα «πολλά» που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στην Θεία Ενότητα…
Γράφει ο Παναγής Λεκατσάς (στον «Διόνυσό» του, παράγραφος 61): «Ατόφιος (ο Διόνυσος) στην ενότητά του θεός, διαφορίζεται αέναα στην πολλαπλότητα, αναγυρίζοντάς τη στην ενότητα πάλι»… κι ακόμα «Η ανθρωπομορφική παράστασή του που συμπιάνει σ’ ένα σχήμα την πολυμορφία του, είναι ένα άδειο προσωπείο: Η παρουσία του θεού στην απουσία του, κι η απουσία του στην παρουσία»…
Το κατ’ εξοχήν σύμβολο του Διονύσου, στο ανθρώπινο επίπεδο, είναι το «προσωπείο», ένα «άδειο προσωπείο»… Πίσω από το «προσωπείο» Είναι ο Θεός Παρών, αλλά αυτό που «βλέπουμε» είναι ένα άδειο προσωπείο, η απουσία… Κι από την άλλη μεριά, όταν κοιτάμε το παρόν προσωπείο, σ’ αυτό το προσωπείο ο Θεός απουσιάζει (αφού ο χαρακτήρας κι οι ιδιότητες του προσωπείου δεν έχουν τίποτα θεϊκό…)… Ο Θεός είναι πίσω από το προσωπείο..
Το «Άδειο Προσωπείο του Θεού» είναι το «σύμβολο του όντος», το «σύμβολο του ανθρώπου»… μπορεί να το «φορέσει» (μέσα στην λατρεία, στην τελετή, κι αυτό σημαίνει ότι είναι ιερή πράξη…) ο κάθε άνθρωπος, ταυτιζόμενος έτσι με τον Θεό… ενώ εξωτερικά το προσωπείο μπορεί να πάρει όποια μορφή «θέλουμε»… είναι η ψεύτικη προσωπικότητα του ανθρώπου, το εγώ, η σκέψη του, οι πράξεις του, η ζωή του…
Το «προσωπείο» λοιπόν, λειτουργεί και σε (πραγματικό) οντολογικό επίπεδο (είμαστε ο Θεός με προσωπείο, ένα προσωπείο στην ατομικότητά μας, σαν προσωπικότητες...), και σε συμβολικό επίπεδο (ο οντολογικός χαρακτήρας, το εγώ, η προσωπικότητα, είναι προσωπείο…), και σε πρακτικό (υλικό) επίπεδο, στην τελετουργία, στις γιορτές, στο θέατρο…
Το Θέατρο, προερχόμενο από την Διονυσιακή Λατρεία, είναι στην αρχαιότητα μία «ιερή πράξη»… γι’ αυτό «γίνεται χρήση» προσωπείου… Το Θέατρο παραμένει ιερό σε ολόκληρη την κλασσική αρχαιότητα.. παρ’ όλους τους «νεωτερισμούς» των τραγικών (Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη…)  και τις «ακροβασίες» του Αριστοφάνη…


Το «προσωπείο»

Το Προσωπείο (τα προσωπεία) είναι οι παροδικές μορφές του Θεού, (οι άνθρωποι, οι προσωπικότητες των ανθρώπων…)…
Την Ιερή Νύχτα (στις 22 Δεκεμβρίου, συμβολικά…), ή την καθιερωμένη γιορτή της «πρωτοχρονιάς», είτε κάποια σημαντική γιορτή, όπου όλα «καταλύονται» κι όλα «ξαναγεννιούνται» (συμβολικά), ο Θεός «παίρνει» ξανά μυριάδες προσωπεία… και ξαναγεννιέται ο κόσμος…
Ο «θίασος των μεταμφιεσμένων» (στις γιορτές) είναι ο Θεός με τα μυριάδες προσωπεία του, είμαστε εμείς (ταυτισμένοι με το Θεό) με προσωπεία (σύμβολα της ψεύτικης προσωπικότητας)… που ακολουθάμε το Θεό στην κοσμική πορεία του (στην μανία μέσα στους κόσμους και στην λύση της μανίας με την έξοδο από τους κόσμους…)… Αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα (οντολογικά), «επαναλαμβάνεται» (μίμησις) στις τελετές, στις γιορτές, στο θέατρο… ακριβώς για να «συνειδητοποιήσουμε» το «τι συμβαίνει»…


Οι «αρχαίοι θίασοι»

Σύμφωνα με την πατροπαράδοτη πίστη, από τον Γενεσιουργό Θεό (τον Διόνυσο), που «ανανεώνεται» κάθε χρόνο (ξαναγεννιέται) προέρχονται όλα τα όντα. Όλα τα όντα είναι μορφές του Θεού. Ενώ η Ουσία είναι η Ίδια, Μία, οι εξωτερικές μορφές είναι πολλές…
Όσοι ακολουθούν το Θεό, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, (τον Λατρευτό), γίνονται όλοι ένθεοι, βάκχοι… Ενώ όμως εσωτερικά (βιωματικά) μεταμορφώνονται στο Θεό (γίνονται βάκχοι), εξωτερικά διαφέρουν ως προς την «ατομικότητα» (την προσωπικότητα)… Αυτοί που όντως ανέρχονται στις ανώτερες βαθμίδες μύησης, κατανοούν ότι η ατομικότητα είναι ψεύτικη, ένα προσωπείο… Όσοι ομοιώνονται με τον Θεό Βιώνουν την Ενότητα του Όντος, κι όχι το ψεύτικο προσωπείο… Στην Λατρεία (στα Μυστήρια, στις Τελετές, στις γιορτές) αυτοί που «βιώνουν» πραγματικά το Θεό (την Ενότητα του Όντος) χρησιμοποιούν ακριβώς το προσωπείο για να υποδηλώσουν ότι βιώνουν την Ενότητα πίσω από οποιαδήποτε ψεύτικη ατομικότητα… Το οντολογικό γεγονός μεταφέρεται στο συμβολικό επίπεδο της Λατρείας με την χρήση του προσωπείου (της μάσκας)…
Έτσι, το Προσωπείο συμβολίζει την ψεύτικη ατομικότητα (προσωπικότητα)… Όπως στην πραγματικότητα είμαστε ο Θεός με το προσωπείο της ατομικότητας, έτσι και στην Λατρεία (και στις γιορτές) «ταυτιζόμαστε» με τον Θεό και χρησιμοποιούμε το προσωπείο (τη μάσκα, την μεταμφίεση… Η «συμβολική» επανάληψη, μίμηση, ενός πραγματικού γεγονότος βοηθά την συνείδηση να κατανοήσει και να αφομοιώσει το ίδιο το πραγματικό γεγονός…
Όλοι οι οπαδοί του Θεού στον θίασο, στην πομπή, στην «τελετουργία, στον κώμο, ενώ «είναι» ο Θεός (Βάκχος) μετέχουν με τις ψεύτικες προσωπικότητες, τις μάσκες… Η συνειδητή λατρεία, κι η συνειδητή χρήση του προσωπείου, βοηθούσε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι η Ουσία τους είναι θεϊκή, διονυσιακή, (και στην πραγματικότητα, και στη λατρεία…)… αλλά η ατομικότητα τους (και στην πραγματικότητα και το λατρευτικό προσωπείο) είναι ψεύτικη, «τιτανική»…
Έτσι, όσοι συμμετείχαν σε αυτή την λατρεία, σε αυτές τις γιορτές ακολουθούσαν τον Θεό στην Πορεία του μέσα στον Χώρο της ζωής, του ά-λογου, στη παραφροσύνη (της ατομικότητας), στην μανία (της προσωπικής δράσης), της μέθης (των πράξεων), κλπ… 
Στην πραγματικότητα (όχι στις ιερουργίες αλλά) στις γιορτές, που ξεπερνιούνται τα «όρια», και γίνονται πράγματα που κανονικά δεν γίνονταν λόγω των κοινωνικών αναστολών (της «ευπρέπειας» και της «τάξης»)… «ξεγυμνωνόταν» η αληθινή παράλογη φύση του κοσμικού ανθρώπου… Η «μανία» δεν δίνονταν από τον Θεό… η «μανία» είναι εγγενής ιδιότητα της ατομικότητας και της ζωής στον κόσμο, στην κοινωνία… που είναι ένας χώρος ά-λογος, ένας χώρος παραφροσύνης, προσωπικής διεκδίκησης, διαμάχης, σύγκρουσης… Όσοι έρχονταν στον κόσμο της ατομικότητας, στην κοσμική ζωή, αναγκαστικά γίνονται και είναι ά-λογοι, μανιακοί… Γι’ αυτό κι αυτός ο κόσμος (της γης), από τους Ορφικούς θεωρούνταν σαν ο Αληθινός Άδης…
Οι Ορφικοί είχαν κάνει μία πλήρη αναστροφή στην «τάξη» των κόσμων… Ο κόσμος των «νεκρών» (αλλά πραγματικά ζωντανών) ήταν η Αληθινή (Υπερκόσμια) Γη (που σύμφωνα με τις αστρολογικές αντιλήψεις της εποχής, τοποθετούνταν, συμβολική ή πραγματικά, στην «σελήνη»…), κι ο κόσμος των ανθρώπων στη γη, ήταν ο Άδης, ο σκοτεινός κόσμος των νεκροζώντανων ανθρώπων… Ο παλιός («ομηρικός» κόσμος των σκιών, ο παλιός) Άδης, στην ορφική αντίληψη ήταν ο κόσμος των (αμύητων) σκιών (που περίμεναν για να «ενσωματωθούν» ξανά…)…
Αλλά ο «μανιοδότης» Θεός, ο Οδηγός μας στον χώρο του ά-λογου, ήταν ταυτόχρονα αυτός που μας οδηγεί, μέσω της (λατρευτικής) παραφροσύνης στην Αλήθεια, και στο Φως… γι’ αυτό κι ο Βάκχος ο «μανιοδότης» (ήταν ταυτόχρονα «μανιολύτης» Θεός και) ταυτιζόταν με τον Οδηγό των Μυστηρίων (της Ελευσίνας, και όχι μόνο), τον Ίακχο, τον «μανιολύτη» (μέσω των Μυστηρίων), που μας οδηγεί στην Αληθινή Γη, στην Αληθινή (Υπερκόσμια) Ζωή…
Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις διονυσιακές (τελετουργίες και) γιορτές ήταν (αν όχι πνευματικά, τουλάχιστον ψυχολογικά) λυτρωτικές, κι αποκαθιστούσαν την ισορροπία, απομάκρυναν τις εντάσεις που δημιουργούσε η κοινωνική ζωή…
Με άλλα λόγια, οι γιορτές λειτουργούσαν σε πολλά επίπεδα, κι ο καθένας, ανάλογα με το επίπεδο εξέλιξής του, λάβαινε το ανάλογο μήνυμα… μυστικό, μυστηριακό, ψυχολογικό, ψυχοσωματικό…


Το Θέατρο

Το γεγονός ότι το Αρχαίο Θέατρο γεννήθηκε μέσα από τις διονυσιακές γιορτές είναι ιστορικά αποδεδειγμένο…
Ο Διθύραμβος (η εξύμνηση του Θεού, ο ύμνος προς τιμήν του Θεού Διονύσου), το σατυρικό δράμα, η τραγωδία, η κωμωδία, μολονότι διαφοροποιούνταν ως προς τον σκοπό τους και το περιεχόμενό τους, προέρχονταν από την ίδια βασική δομή της μίμησης, της αναπαράστασης του Θεϊκού, κι ανθρώπινου δράματος…
Σε πολλά έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, αλλά και του Αριστοφάνη, «ήρωες» είναι ο Θεός (Διόνυσος κατ’ εξοχήν) αλλά κι άνθρωποι, που είναι «μορφές» του Θεού…
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι το κατ’ εξοχήν έργο όπου μπλέκονται η Θεϊκή κι οι ανθρώπινες «μορφές»… Αλλά ακόμα και σε έργα όπου υπάρχουν μόνο άνθρωποι (ο Θεός είναι «Παρών» κι) ο σκοπός παραμένει ο ίδιος…
Η χρήση του προσωπείου έδειχνε στους θεατές πρώτα ότι ο άνθρωπος (σαν ατομικότητα) είναι «προσωπείο», κάτι ψεύτικο… και μετά, τον ατομικό ήρωα, την «προσωπικότητα»…
Η ίδια η ζωή είναι ένα θέατρο, κι όλοι είμαστε «ήρωες» στο θέατρο της ζωής…
Η συμμετοχή, με όποιο τρόπο (δημιουργός, ηθοποιός, θεατής…) σε μία θεατρική παράσταση, η μίμηση ανθρώπων και πράξεων (με την χρήση προσωπείων πάντα), έδειχνε ακριβώς στον θεατή (με τον ταυτισμό του θεατή με τους ήρωες), ότι όλοι ζούμε στο θέατρο (της ζωής) κι ότι όλοι μπορούμε να βρεθούμε στην μία ή στην άλλη κατάσταση (και πάντως οπωσδήποτε στην θέση του χορού που αντιπροσώπευε την κοινότητα)…
Το γεγονός ότι το θέατρο ήταν κάτω από την προστασία του Διονύσου, επέβαλε στους μεγάλους δραματουργούς να υιοθετήσουν και να τηρούν την Θεϊκή Τάξη, να υπηρετούν Αιώνιες Αξίες, όπως η Δικαιοσύνη, η Αλήθεια, κλπ…
Ο κόσμος του θεάτρου ήταν ένας ισορροπημένος, θεϊκός κόσμος, με αξίες, με προσανατολισμό, και με λύσεις… Η «λύση» δεν ήταν πάντα καλή (κατά τους ανθρώπους, το ανθρώπινο ατομικό συμφέρον), αλλά ήταν πάντα Δίκαιη και Αληθινή…
Βέβαια, το όλο πλαίσιο λειτουργίας του Θεάτρου στην Αρχαία Αθήνα, δεν απαγόρευε σε μεγαλοφυίες σαν τον Αριστοφάνη, να είναι ακόμα και «ασεβείς» (φαινομενικά), οξείς, ανατρεπτικοί… Όλα όμως εντάσσονται στην ζωή, ακόμα και η «ανατροπή»… όλα όμως λειτουργούν προς όφελος της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης… κι έτσι «λειτουργικά» (συμπερασματικά) η θεϊκή τάξη παραμένει ασάλευτη…
Το Θέατρο (στην Αρχαία Αθήνα) ήταν πρώτα παιδαγωγικό, δίδασκε, λύτρωνε… και μετά ήταν οτιδήποτε άλλο… Οι θεατρικές παραστάσεις που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια, και κρατούσαν κοντά μία εβδομάδα, ήταν μεγάλο γεγονός, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για όλη την Ελλάδα… Τα αριστουργήματα των Ελλήνων (τραγωδίες και κωμωδίες) διατηρούν ακέραιο το «λειτουργικό» περιεχόμενο και την βαθύτερη ανθρώπινη σημασία τους ακόμα και για τους σημερινούς ανθρώπους… και την ανθρωπότητα, που έχει πολλά να διδαχτεί από τους Μεγάλους Έλληνες… Δικαιοσύνη, Αλήθεια, Αιώνιες Αξίες, που δυστυχώς όλοι μας έχουμε λησμονήσει…


Θεός και Άδης

Ο Διόνυσος σαν Προκοσμικός, Υπερβατικός, Υπερφυσικός, Θεός (του Υπερπέραν) ταυτίζεται, όπως είναι φυσικό, με τον Άδη, σαν Θεία Όψη, Κοσμικό Επίπεδο, κι Χώρο των «νεκρών»…
Στα πλαίσια όμως της Ορφικής Θεολογίας και της Θιασικής ιδεολογίας (που αναφέρεται στις ορφικές κοσμοαντιλήψεις)), ο Διόνυσος είναι ο Φωτεινός Άδης, ο Χώρος των Μυημένων και των Λυτρωμένων, που θα ζουν στους Κόλπους του Θεού, στα Ηλύσια Πεδία, στους Νήσους των Μακάρων, στην Αληθινή Γη…
Η ιδέα του παλιού άδη που γνωρίζουμε από τα Ομηρικά Έπη (στα έγκατα της γης, και στα τάρταρα), «διατηρείται» αλλά παίρνει νέο περιεχόμενο… είναι ο σκοτεινός χώρος των αμύητων ίσκιων… που περιμένουν στην σκιά της ζωής, για να ενσωματωθούν ξανά και να «επιστρέψουν» στη γη…


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 15. The Masters of the Ineffable Way: A Journey into Sacred Stillness

Chapter 15

 

The Masters of the Ineffable Way: A Journey into Sacred Stillness

 

In the mists of antiquity, when the world was younger and the veil between heaven and earth gossamer-thin, there walked among mortals certain beings who had drunk deeply from the wellspring of eternal mystery. These were the masters of the ineffable Way, souls who had penetrated beyond the curtain of ordinary perception into the luminous darkness where all wisdom dwells. Their very presence spoke of depths unfathomable, of truths so profound that language itself trembled before their magnitude.

 

To speak of these awakened ones is to attempt the impossible—to capture the essence of wind in a jar, to hold the ocean in cupped palms. Yet something within the human heart yearns to understand, to glimpse however briefly the nature of those who have transcended the boundaries of the small self and merged with the infinite expanse of Being itself. They moved through the world like whispers of eternity, their footsteps leaving no trace upon the earth, their words falling like dew upon the consciousness of those rare souls prepared to receive such sacred moisture.

 

The Paradox of Profound Simplicity

 

These masters possessed a penetration so subtle, so exquisitely refined, that it pierced through the veils of illusion that shroud the ordinary mind. Where others saw only the surface play of phenomena, they beheld the underlying unity that binds all existence in its silent embrace. Their understanding was not the accumulation of facts or the clever manipulation of concepts, but a direct knowing that arose from the dissolution of the knower into the known, the seeker into the sought.

 

Like moths drawn to flame, they had surrendered their separate existence to the greater Light that burns at the heart of all things. In this surrender, they discovered not annihilation but expansion—not the death of the self but its transformation into something vast and boundless. They had learned to see with the eyes of the Eternal, to hear with the ears of the Absolute, to touch the world with hands that had been blessed by the sacred fire of divine presence.

 

Yet paradoxically, their very depth made them appear shallow to the uninitiated. Their profound wisdom manifested as such natural simplicity that it confounded those who expected complexity, who sought elaborate systems and ornate philosophies. The masters had transcended the need for display, for the ego's desperate attempts to prove its worth through accumulated knowledge or spiritual achievement. They had discovered that the deepest truths are often the most obvious, hidden not in complexity but in the very simplicity that the mind, in its restless seeking, constantly overlooks.

 

The Sacred Art of Concealment

 

Because their understanding flowed from sources beyond the reach of ordinary comprehension, these masters remained forever mysterious to those who had not yet undergone the great transformation. They were like deep wells whose waters reflect only sky—present and visible, yet their true depths concealed from casual observation. Their very being had become a living paradox, simultaneously fully present in the world yet belonging to dimensions that transcend worldly existence.

 

In their presence, one sensed vast spaces of silence, pregnant with meaning that could never be fully articulated. They carried within themselves the weight of cosmic solitude—not the loneliness of separation, but the profound aloneness of the One who has remembered its true nature. This sacred isolation was not a turning away from the world but a deeper turning toward it, a recognition that in the depths of solitude, one discovers the thread that connects all beings in the tapestry of existence.

 

Their mystery was not cultivated but inevitable, arising naturally from their communion with the ineffable. Like the wind that moves the leaves but cannot itself be grasped, they touched the lives of others while remaining essentially elusive. This was not a deliberate obscurity but the natural consequence of having aligned themselves with forces and principles that operate beyond the sphere of ordinary human understanding.

 

The Trembling of Sacred Vulnerability

 

To observe these masters was to witness a profound vulnerability that spoke of ultimate trust in the cosmic order. They moved through existence like pilgrims crossing a winter stream, each step taken with careful reverence, fully aware of the thin ice upon which all human endeavor rests. This was not the timidity of fear but the tender caution of one who has glimpsed the infinite fragility and preciousness of each moment.

 

Their hesitation before the world's complexities revealed not confusion but a deep appreciation for the mystery that permeates all existence. They had learned that wisdom often lies not in hasty action but in the patient discernment that comes from prolonged communion with the silence that underlies all sound. Like deer pausing at the forest's edge, they possessed an acute sensitivity to the subtle currents that flow beneath the surface of apparent reality.

 

This quality of sacred trembling extended to their relationship with others. In the presence of fellow seekers, they maintained the respectful distance of honored guests, never presuming to intrude upon the sacred space of another's inner journey. They understood that each soul must find its own way to the threshold of mystery, and their role was not to force entry but to serve as gentle beacons, their very presence a reminder that the journey toward transcendence is possible.

 

The Dissolution of Form

 

Perhaps most remarkably, these masters exhibited a quality of evanescence that spoke of their progressive dissolution into the formless realm of pure Being. Like ice returning to water, they seemed to be in a constant state of melting, their solid sense of separate selfhood gradually dissolving into the ocean of universal consciousness. This was not a loss but a liberation, not a diminishment but an expansion into the infinite.

 

Their material form appeared increasingly translucent, as if the light of the Absolute were slowly burning away all that was non-essential, leaving only the pure essence of awakened awareness. They moved through the world like morning mist, present yet ephemeral, substantial yet somehow already partaking of the eternal realm that exists beyond the boundaries of time and space.

 

This dissolution was not a retreat from life but a deeper entry into it. By releasing their grip on the solid certainties of ego-consciousness, they had discovered the fluid nature of reality itself. They had learned to flow with the great currents of existence rather than swimming against them, to bend with the winds of change rather than breaking under their force.

 

The Humility of Uncarved Potential

 

In their profound simplicity, these masters resembled blocks of uncarved wood—unpretentious, natural, containing within themselves infinite potential that had never been forced into rigid forms. They had resisted the temptation to shape themselves according to the expectations of others or the demands of social convention. Instead, they had remained true to their essential nature, allowing their authentic being to emerge organically from the depths of their communion with the sacred.

 

This quality of uncarved potential made them appear deceptively ordinary to those who sought exotic displays of spiritual attainment. They wore no special robes, claimed no extraordinary powers, demanded no recognition for their achievements. Their spiritual realization had stripped away all artifice, all pretense, leaving only the naked truth of their essential being.

 

Yet within this apparent simplicity lay an inexhaustible richness. Like the block of wood that contains within itself the possibility of countless forms, these masters carried within their being the seeds of infinite wisdom. They had learned that the greatest spiritual achievement is not the acquisition of powers or knowledge but the discovery of one's original nature—that pure awareness that exists before all conditioning, all learning, all becoming.

 

The Vast Emptiness of Sacred Space

 

The consciousness of these masters had become like a valley—vast, empty, receptive to all that flows into it yet claiming ownership of nothing. They had learned the sacred art of spiritual emptiness, that profound hollowness that creates space for the divine to manifest. Their inner landscape resembled the great valleys of the earth, carved by patient waters into forms of breathtaking beauty and infinite capacity.

 

This emptiness was not a void but a pregnant fullness, like the silence between notes that gives music its meaning. They had discovered that true wisdom lies not in accumulating spiritual experiences but in creating the inner space where the sacred can reveal itself spontaneously. Their consciousness had become a temple of emptiness, a sacred hollow where the wind of the spirit could move freely.

 

In their presence, others felt the strange peace that comes from encountering vast space. Like travelers who suddenly emerge from dense forest into an open meadow, those who met these masters experienced a sense of expansion, of breathing room for the soul. Their very being offered refuge from the cramped quarters of ordinary consciousness, providing a glimpse of the limitless expanse that is the soul's true home.

 

The Clarity That Emerges from Stillness

 

The masters understood the profound truth that clarity cannot be forced but must be allowed to emerge naturally from stillness. Like muddy water that settles when left undisturbed, their consciousness had found its natural transparency through the practice of sacred inactivity. They had learned that the constant agitation of seeking, analyzing, and striving only clouds the clear mirror of awareness.

 

Their approach to wisdom was like that of a patient gardener who knows that growth cannot be hurried but must be allowed to unfold in its own time. They had discovered that the deepest insights arise not from intense effort but from the gentle persistence of sustained attention, like the slow accumulation of dew that eventually fills the waiting cup.

 

This understanding extended to their relationship with the world around them. They moved through existence with the minimal disturbance of those who have learned to work with natural forces rather than against them. Their actions rippled outward like stones dropped into still water, creating patterns of influence that extended far beyond their immediate presence while maintaining the essential peace of their source.

 

The Paradox of Spiritual Maturity

 

In their ultimate humility, these masters had transcended the need to appear complete or fully realized. They wore their spiritual attainment like old clothes—comfortable, familiar, bearing the gentle wear of long use. They had learned that true spiritual maturity lies not in the polished perfection of the ego but in the willing acceptance of incompleteness, the graceful acknowledgment that the mystery of existence forever exceeds our grasp.

 

This quality of spiritual poverty was perhaps their greatest wealth. By releasing the need to be seen as wise or accomplished, they had discovered the freedom to be authentically themselves in each moment. Their spiritual realization had burned away all pretense, all need to maintain an image of attainment, leaving only the naked truth of their being.

 

They understood that the path of awakening is not a destination to be reached but a way of being to be embodied. Their spiritual journey had taught them that the greatest teaching often comes through example rather than words, through presence rather than proclamation. They had become living demonstrations of the possibility of transcendence, proof that human consciousness can indeed touch the infinite and return transformed.

 

The Eternal Dance of Emptiness and Fullness

 

As these masters moved through the world, they embodied the eternal paradox of spiritual realization—completely empty yet infinitely full, utterly humble yet radiating the majesty of the divine, perfectly still yet in constant motion with the great currents of existence. They had learned to dance the sacred dance of emptiness and fullness, never grasping at either extreme but flowing naturally between them like breath moving in and out of the lungs.

 

Their lives became living prayers, each moment an offering on the altar of the present. They had discovered that the sacred is not found in special places or extraordinary states but in the willing acceptance of what is, the gentle embrace of the eternal as it manifests through the temporal. In their presence, others caught glimpses of their own divine nature, remembered their own capacity for transcendence, and felt the stirring of the great longing that calls all souls home to their source.

 

Thus did these masters of the ineffable Way serve as bridges between the worlds, their very existence a testament to the possibility of human transformation. They walked among mortals as reminders of the extraordinary potential that lies sleeping within ordinary consciousness, waiting to be awakened by the gentle touch of grace and the persistent call of the soul's deepest yearning. In their footsteps, they left not traces but invitations—silent calls to all who would follow to discover for themselves the pathless path that leads beyond the boundaries of the known into the vast mystery of being itself.

Οι Μύστες του Ανείπωτου Δρόμου: Ένα Ταξίδι στην Ιερή Σιωπή

 

Στην ομίχλη της αρχαιότητας, όταν ο κόσμος ήταν νεότερος και το πέπλο μεταξύ ουρανού και γης λεπτό σαν αραχνοΰφαντο μετάξι, περπατούσαν ανάμεσα στους θνητούς ορισμένα όντα που είχαν πιει βαθιά από την πηγή του αιώνιου μυστηρίου. Αυτοί ήταν οι μύστες του Ανείπωτου Δρόμου, ψυχές που είχαν διεισδύσει πέρα από το πέπλο της συνηθισμένης αντίληψης, στο φωτεινό σκοτάδι όπου κατοικεί κάθε σοφία. Η ίδια τους η παρουσία μιλούσε για βάθη ανεξερεύνητα, για αλήθειες τόσο βαθιές που η ίδια η γλώσσα έτρεμε μπροστά στο μεγαλείο τους.

 

Το να μιλήσουμε για αυτούς τους αφυπνισμένους είναι σαν να επιχειρούμε το αδύνατο—να φυλακίσουμε τον άνεμο σε ένα βάζο, να κρατήσουμε τον ωκεανό στις χούφτες μας. Ωστόσο, κάτι μέσα στην ανθρώπινη καρδιά λαχταρά να κατανοήσει, να ρίξει έστω μια φευγαλέα ματιά στη φύση εκείνων που έχουν υπερβεί τα όρια του μικρού εαυτού και έχουν συγχωνευθεί με την απεριόριστη έκταση της Ύπαρξης. Κινούνταν στον κόσμο σαν ψίθυροι της αιωνιότητας, τα βήματά τους δεν άφηναν ίχνη στη γη, τα λόγια τους έπεφταν σαν δροσιά στη συνείδηση εκείνων των σπάνιων ψυχών που ήταν έτοιμες να δεχθούν τέτοια ιερή υγρασία.

 

Το Παράδοξο της Βαθιάς Απλότητας

 

Αυτοί οι μύστες κατείχαν μια διεισδυτικότητα τόσο λεπτή, τόσο εκλεπτυσμένη, που διαπερνούσε τα πέπλα της ψευδαίσθησης που καλύπτουν το συνηθισμένο μυαλό. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μόνο την επιφανειακή κίνηση των φαινομένων, αυτοί διέκριναν την υποκείμενη ενότητα που συνδέει όλη την ύπαρξη στη σιωπηλή της αγκαλιά. Η κατανόησή τους δεν ήταν η συσσώρευση γεγονότων ή η έξυπνη χειραγώγηση εννοιών, αλλά μια άμεση γνώση που προέκυπτε από τη διάλυση του γνωρίζοντος στο γνωστό, του αναζητητή στο αναζητούμενο.

 

Σαν πεταλούδες που έλκονται από τη φλόγα, είχαν παραδώσει την ξεχωριστή τους ύπαρξη στο μεγαλύτερο Φως που καίει στην καρδιά όλων των πραγμάτων. Σε αυτή την παράδοση, δεν ανακάλυψαν την εξαφάνιση αλλά την επέκταση—όχι τον θάνατο του εαυτού, αλλά τη μεταμόρφωσή του σε κάτι τεράστιο και απεριόριστο. Είχαν μάθει να βλέπουν με τα μάτια του Αιώνιου, να ακούν με τα αυτιά του Απόλυτου, να αγγίζουν τον κόσμο με χέρια που είχαν ευλογηθεί από την ιερή φωτιά της θεϊκής παρουσίας.

 

Ωστόσο, παραδόξως, το ίδιο τους το βάθος τους έκανε να φαίνονται επιφανειακοί στους αμύητους. Η βαθιά τους σοφία εκδηλωνόταν με τέτοια φυσική απλότητα που μπέρδευε όσους περίμεναν πολυπλοκότητα, που αναζητούσαν περίπλοκα συστήματα και περίτεχνες φιλοσοφίες. Οι μύστες είχαν υπερβεί την ανάγκη για επίδειξη, για τις απελπισμένες προσπάθειες του εγώ να αποδείξει την αξία του μέσω συσσωρευμένης γνώσης ή πνευματικών επιτευγμάτων. Είχαν ανακαλύψει ότι οι βαθύτερες αλήθειες είναι συχνά οι πιο προφανείς, κρυμμένες όχι στην πολυπλοκότητα αλλά στην ίδια την απλότητα που το μυαλό, στην αδιάκοπη αναζήτησή του, συνεχώς παραβλέπει.

 

Η Ιερή Τέχνη της Απόκρυψης

 

Επειδή η κατανόησή τους πήγαζε από πηγές πέρα από την εμβέλεια της συνηθισμένης αντίληψης, αυτοί οι μύστες παρέμεναν για πάντα μυστηριώδεις για όσους δεν είχαν ακόμη υποστεί τη μεγάλη μεταμόρφωση. Ήταν σαν βαθιά πηγάδια που τα νερά τους αντανακλούν μόνο τον ουρανό—παρόντες και ορατοί, αλλά τα αληθινά τους βάθη κρυμμένα από την επιφανειακή παρατήρηση. Η ίδια τους η ύπαρξη είχε γίνει ένα ζωντανό παράδοξο, ταυτόχρονα πλήρως παρόντες στον κόσμο αλλά ανήκοντες σε διαστάσεις που υπερβαίνουν την εγκόσμια ύπαρξη.

 

Στην παρουσία τους, ένιωθε κανείς απέραντους χώρους σιωπής, γεμάτους με νόημα που δεν μπορούσε ποτέ να εκφραστεί πλήρως. Κουβαλούσαν μέσα τους το βάρος της κοσμικής μοναξιάς—όχι τη μοναξιά της απομόνωσης, αλλά τη βαθιά μοναχικότητα του Ενός που έχει θυμηθεί την αληθινή του φύση. Αυτή η ιερή απομόνωση δεν ήταν μια απομάκρυνση από τον κόσμο, αλλά μια βαθύτερη στροφή προς αυτόν, μια αναγνώριση ότι στα βάθη της μοναξιάς, ανακαλύπτει κανείς το νήμα που συνδέει όλα τα όντα στο υφαντό της ύπαρξης.

 

Το μυστήριό τους δεν ήταν καλλιεργημένο αλλά αναπόφευκτο, προερχόμενο φυσικά από την κοινωνία τους με το ανείπωτο. Όπως ο άνεμος που κινεί τα φύλλα αλλά δεν μπορεί ο ίδιος να συλληφθεί, άγγιζαν τις ζωές των άλλων ενώ παρέμεναν ουσιαστικά ασύλληπτοι. Αυτή δεν ήταν μια εσκεμμένη ασάφεια, αλλά η φυσική συνέπεια της ευθυγράμμισής τους με δυνάμεις και αρχές που λειτουργούν πέρα από τη σφαίρα της συνηθισμένης ανθρώπινης κατανόησης.

 

Το Τρέμουλο της Ιερής Ευαλωτότητας

 

Το να παρατηρεί κανείς αυτούς τους μύστες ήταν σαν να βλέπει μια βαθιά ευαλωτότητα που μιλούσε για απόλυτη εμπιστοσύνη στην κοσμική τάξη. Κινούνταν μέσα στην ύπαρξη σαν προσκυνητές που διασχίζουν ένα χειμωνιάτικο ρυάκι, κάθε βήμα με προσεκτική ευλάβεια, πλήρως ενήμεροι για τον λεπτό πάγο πάνω στον οποίο στηρίζεται κάθε ανθρώπινη προσπάθεια. Αυτή δεν ήταν η δειλία του φόβου, αλλά η τρυφερή προσοχή ενός που έχει ρίξει μια ματιά στην άπειρη ευθραυστότητα και πολύτιμη αξία κάθε στιγμής.

 

Η διστακτικότητά τους μπροστά στις πολυπλοκότητες του κόσμου αποκάλυπτε όχι σύγχυση, αλλά μια βαθιά εκτίμηση για το μυστήριο που διαπερνά όλη την ύπαρξη. Είχαν μάθει ότι η σοφία συχνά βρίσκεται όχι στη βιαστική δράση, αλλά στη υπομονετική διάκριση που προέρχεται από την παρατεταμένη κοινωνία με τη σιωπή που υποκρύπτει κάθε ήχο. Όπως τα ελάφια που σταματούν στην άκρη του δάσους, κατείχαν μια οξεία ευαισθησία στα λεπτά ρεύματα που ρέουν κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικής πραγματικότητας.

 

Αυτή η ποιότητα του ιερού τρέμουλου επεκτεινόταν στη σχέση τους με τους άλλους. Στην παρουσία των συναναζητητών, διατηρούσαν την ευγενική απόσταση των τιμημένων καλεσμένων, ποτέ δεν επιχειρούσαν να εισβάλουν στον ιερό χώρο του εσωτερικού ταξιδιού κάποιου άλλου. Κατανοούσαν ότι κάθε ψυχή πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς το κατώφλι του μυστηρίου, και ο ρόλος τους δεν ήταν να επιβάλουν την είσοδο, αλλά να λειτουργούν ως ήπιοι φάροι, η ίδια τους η παρουσία μια υπενθύμιση ότι το ταξίδι προς την υπέρβαση είναι εφικτό.

 

Η Διάλυση της Μορφής

 

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο, αυτοί οι μύστες παρουσίαζαν μια ποιότητα εξαΰλωσης που μιλούσε για την προοδευτική τους διάλυση στο άμορφο βασίλειο της καθαρής Ύπαρξης. Όπως ο πάγος που επιστρέφει στο νερό, έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση τήξης, η σταθερή τους αίσθηση ξεχωριστού εαυτού διαλυόταν σταδιακά στον ωκεανό της παγκόσμιας συνείδησης. Αυτό δεν ήταν απώλεια, αλλά απελευθέρωση, όχι μείωση, αλλά επέκταση στο άπειρο.

 

Η υλική τους μορφή φαινόταν ολοένα και πιο διάφανη, σαν το φως του Απόλυτου να έκαιγε σιγά-σιγά ό,τι δεν ήταν ουσιαστικό, αφήνοντας μόνο την καθαρή ουσία της αφυπνισμένης συνειδητότητας. Κινούνταν στον κόσμο σαν πρωινή ομίχλη, παρόντες αλλά εφήμεροι, ουσιαστικοί αλλά με κάποιο τρόπο ήδη μετέχοντες στο αιώνιο βασίλειο που υπάρχει πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.

 

Αυτή η διάλυση δεν ήταν μια αποχώρηση από τη ζωή, αλλά μια βαθύτερη είσοδος σε αυτήν. Απελευθερώνοντας τη λαβή τους στις σταθερές βεβαιότητες της συνείδησης του εγώ, είχαν ανακαλύψει τη ρευστή φύση της ίδιας της πραγματικότητας. Είχαν μάθει να ρέουν με τα μεγάλα ρεύματα της ύπαρξης αντί να κολυμπούν εναντίον τους, να λυγίζουν με τους ανέμους της αλλαγής αντί να σπάνε κάτω από τη δύναμή τους.

 

Η Ταπεινότητα του Ακατέργαστου Δυναμικού

 

Στην βαθιά τους απλότητα, αυτοί οι μύστες έμοιαζαν με ακατέργαστα κομμάτια ξύλου—χωρίς προτεταμένες αξιώσεις, φυσικοί, περιέχοντας μέσα τους άπειρες δυνατότητες που δεν είχαν ποτέ πιεστεί σε άκαμπτες μορφές. Είχαν αντισταθεί στον πειρασμό να διαμορφώσουν τον εαυτό τους σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων ή τις απαιτήσεις της κοινωνικής σύμβασης. Αντ' αυτού, παρέμειναν πιστοί στην ουσιαστική τους φύση, επιτρέποντας στον αυθεντικό τους εαυτό να αναδυθεί οργανικά από τα βάθη της κοινωνίας τους με το ιερό.

 

Αυτή η ποιότητα του ακατέργαστου δυναμικού τους έκανε να φαίνονται παραπλανητικά συνηθισμένοι σε όσους αναζητούσαν εξωτικές επιδείξεις πνευματικής επίτευξης. Δεν φορούσαν ειδικές στολές, δεν διεκδικούσαν εξαιρετικές δυνάμεις, δεν απαιτούσαν αναγνώριση για τα επιτεύγματά τους. Η πνευματική τους συνειδητοποίηση είχε αφαιρέσει κάθε τεχνητότητα, κάθε προσποίηση, αφήνοντας μόνο τη γυμνή αλήθεια της ουσιαστικής τους ύπαρξης.

 

Ωστόσο, μέσα σε αυτή την φαινομενική απλότητα κρυβόταν ένας ανεξάντλητος πλούτος. Όπως το κομμάτι ξύλου που περιέχει μέσα του τη δυνατότητα αμέτρητων μορφών, αυτοί οι μύστες κουβαλούσαν μέσα τους τους σπόρους της άπειρης σοφίας. Είχαν μάθει ότι το μεγαλύτερο πνευματικό επίτευγμα δεν είναι η απόκτηση δυνάμεων ή γνώσης, αλλά η ανακάλυψη της πρωταρχικής φύσης κάποιου—εκείνης της καθαρής συνειδητότητας που υπάρχει πριν από κάθε προετοιμασία, κάθε μάθηση, κάθε γίγνεσθαι.

 

Η Απέραντη Κενότητα του Ιερού Χώρου

 

Η συνείδηση αυτών των μυστών είχε γίνει σαν κοιλάδα—απέραντη, κενή, δεκτική σε ό,τι ρέει μέσα της, χωρίς να διεκδικεί την κυριότητα τίποτα. Είχαν μάθει την ιερή τέχνη της πνευματικής κενότητας, εκείνη την βαθιά κουφότητα που δημιουργεί χώρο για να εκδηλωθεί το θείο. Το εσωτερικό τους τοπίο έμοιαζε με τις μεγάλες κοιλάδες της γης, σμιλεμένες από υπομονετικά νερά σε μορφές εκπληκτικής ομορφιάς και άπειρης χωρητικότητας.

 

Αυτή η κενότητα δεν ήταν κενό, αλλά μια έγκυος πληρότητα, σαν τη σιωπή ανάμεσα στις νότες που δίνει νόημα στη μουσική. Είχαν ανακαλύψει ότι η αληθινή σοφία δεν βρίσκεται στη συσσώρευση πνευματικών εμπειριών, αλλά στη δημιουργία του εσωτερικού χώρου όπου το ιερό μπορεί να αποκαλυφθεί αυθόρμητα. Η συνείδησή τους είχε γίνει ναός της κενότητας, ένα ιερό κούφωμα όπου ο άνεμος του πνεύματος μπορούσε να κινείται ελεύθερα.

 

Στην παρουσία τους, οι άλλοι ένιωθαν την παράξενη γαλήνη που προέρχεται από τη συνάντηση με τον απέραντο χώρο. Όπως οι ταξιδιώτες που ξαφνικά βγαίνουν από πυκνό δάσος σε ανοιχτό λιβάδι, όσοι συναντούσαν αυτούς τους μύστες βίωναν μια αίσθηση επέκτασης, χώρο αναπνοής για την ψυχή. Η ίδια τους η ύπαρξη προσέφερε καταφύγιο από τα στενά όρια της συνηθισμένης συνείδησης, παρέχοντας μια ματιά στην απεριόριστη έκταση που είναι το αληθινό σπίτι της ψυχής.

 

Η Διαύγεια που Αναδύεται από τη Σιωπή

 

Οι μύστες κατανοούσαν την βαθιά αλήθεια ότι η διαύγεια δεν μπορεί να επιβληθεί, αλλά πρέπει να επιτραπεί να αναδυθεί φυσικά από τη σιωπή. Όπως το θολό νερό που καθαρίζει όταν αφεθεί ανενόχλητο, η συνείδησή τους είχε βρει τη φυσική της διαφάνεια μέσω της πρακτικής της ιερής αδράνειας. Είχαν μάθει ότι η συνεχής αναταραχή της αναζήτησης, της ανάλυσης και της προσπάθειας μόνο θολώνει τον καθαρό καθρέφτη της συνειδητότητας.

 

Η προσέγγισή τους στη σοφία ήταν σαν αυτή ενός υπομονετικού κηπουρού που γνωρίζει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να βιαστεί, αλλά πρέπει να επιτραπεί να ξεδιπλωθεί στον δικό της χρόνο. Είχαν ανακαλύψει ότι οι βαθύτερες ιδέες προκύπτουν όχι από έντονη προσπάθεια, αλλά από την ήπια επιμονή της διατηρούμενης προσοχής, σαν τη αργή συσσώρευση δροσιάς που τελικά γεμίζει το κύπελλο που περιμένει.

 

Αυτή η κατανόηση επεκτεινόταν στη σχέση τους με τον κόσμο γύρω τους. Κινούνταν μέσα στην ύπαρξη με την ελάχιστη διαταραχή εκείνων που έχουν μάθει να συνεργάζονται με τις φυσικές δυνάμεις αντί να τις αντιμάχονται. Οι πράξεις τους κυμάτιζαν προς τα έξω σαν πέτρες που πέφτουν σε ήρεμο νερό, δημιουργώντας μοτίβα επιρροής που επεκτείνονταν πολύ πέρα από την άμεση παρουσία τους, διατηρώντας παράλληλα την ουσιαστική ειρήνη της πηγής τους.

 

Το Παράδοξο της Πνευματικής Ωριμότητας

 

Στην απόλυτη ταπεινότητά τους, αυτοί οι μύστες είχαν υπερβεί την ανάγκη να φαίνονται πλήρεις ή πλήρως συνειδητοποιημένοι. Φορούσαν την πνευματική τους επίτευξη σαν παλιά ρούχα—άνετα, οικεία, φέροντας τη μαλακή φθορά της μακράς χρήσης. Είχαν μάθει ότι η αληθινή πνευματική ωριμότητα δεν βρίσκεται στην γυαλισμένη τελειότητα του εγώ, αλλά στην πρόθυμη αποδοχή της ατέλειας, στην ευγενική αναγνώριση ότι το μυστήριο της ύπαρξης υπερβαίνει πάντα την κατανόησή μας.

 

Αυτή η ποιότητα της πνευματικής φτώχειας ήταν ίσως ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Απελευθερώνοντας την ανάγκη να θεωρούνται σοφοί ή επιτυχημένοι, είχαν ανακαλύψει την ελευθερία να είναι αυθεντικά ο εαυτός τους σε κάθε στιγμή. Η πνευματική τους συνειδητοποίηση είχε κάψει κάθε προσποίηση, κάθε ανάγκη να διατηρήσουν μια εικόνα επιτυχίας, αφήνοντας μόνο τη γυμνή αλήθεια της ύπαρξής τους.

 

Κατανοούσαν ότι ο δρόμος της αφύπνισης δεν είναι ένας προορισμός που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης που πρέπει να ενσαρκωθεί. Το πνευματικό τους ταξίδι τους είχε διδάξει ότι η μεγαλύτερη διδασκαλία έρχεται συχνά μέσω του παραδείγματος παρά των λέξεων, μέσω της παρουσίας παρά της διακήρυξης. Είχαν γίνει ζωντανές αποδείξεις της δυνατότητας της υπέρβασης, απόδειξη ότι η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί πράγματι να αγγίξει το άπειρο και να επιστρέψει μεταμορφωμένη.

 

Ο Αιώνιος Χορός της Κενότητας και της Πληρότητας

 

Καθώς αυτοί οι μύστες κινούνταν στον κόσμο, ενσάρκωναν το αιώνιο παράδοξο της πνευματικής συνειδητοποίησης—πλήρως κενοί αλλά απείρως γεμάτοι, απόλυτα ταπεινοί αλλά ακτινοβολούντες τη μεγαλοπρέπεια του θείου, τέλεια ακίνητοι αλλά σε συνεχή κίνηση με τα μεγάλα ρεύματα της ύπαρξης. Είχαν μάθει να χορεύουν τον ιερό χορό της κενότητας και της πληρότητας, ποτέ δεν αρπάζονταν από κανένα άκρο, αλλά ρέοντας φυσικά μεταξύ τους σαν την ανάσα που μπαίνει και βγαίνει από τους πνεύμονες.

 

Οι ζωές τους έγιναν ζωντανές προσευχές, κάθε στιγμή μια προσφορά στον βωμό του παρόντος. Είχαν ανακαλύψει ότι το ιερό δεν βρίσκεται σε ειδικούς τόπους ή σε εξαιρετικές καταστάσεις, αλλά στην πρόθυμη αποδοχή του τι είναι, στην ήπια αγκαλιά του αιώνιου όπως εκδηλώνεται μέσω του προσωρινού. Στην παρουσία τους, οι άλλοι έπιαναν ματιές της δικής τους θεϊκής φύσης, θυμούνταν τη δική τους ικανότητα για υπέρβαση και ένιωθαν την αναταραχή της μεγάλης λαχτάρας που καλεί όλες τις ψυχές πίσω στην πηγή τους.

 

Έτσι, αυτοί οι μύστες του Ανείπωτου Δρόμου υπηρέτησαν ως γέφυρες μεταξύ των κόσμων, η ίδια τους η ύπαρξη μια απόδειξη της δυνατότητας της ανθρώπινης μεταμόρφωσης. Περπατούσαν ανάμεσα στους θνητούς ως υπενθυμίσεις της εξαιρετικής δυνατότητας που κοιμάται μέσα στη συνηθισμένη συνείδηση, περιμένοντας να αφυπνιστεί από το απαλό άγγιγμα της χάρης και την επίμονη κλήση της βαθύτερης λαχτάρας της ψυχής. Στα βήματά τους, δεν άφηναν ίχνη αλλά προσκλήσεις—σιωπηλές κλήσεις σε όλους όσους θα ακολουθούσαν να ανακαλύψουν για τον εαυτό τους τον χωρίς μονοπάτι δρόμο που οδηγεί πέρα από τα όρια του γνωστού, στο απέραντο μυστήριο της ίδιας της ύπαρξης.

 

 

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 14. The Buddha (The Awakened)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
(Atma Bodha - By Adi Sankaracharya) / The Radiance of the Self: From Purity to Immortality (Verses 66-68)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / 14. The Flame of True Learning
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
13. The Eternal Temple: A Journey into the Heart of Sacred Silence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~