CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
16. The Emergence into Timelessness: A Journey Beyond the Veil of Time
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 19 October, 2025

Sunday, March 25, 2018

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ): Οι "Γιορτές"

Το Αθηναϊκό ημερολόγιο

(Τα στοιχεία που παραθέτουμε παρακάτω είναι παρμένα από την εργασία του Άγγελου Λιβαθινού, «Το Ημερολόγιο των Αρχαίων Ελλήνων»)

Η Μαθηματική βάση τού Ελληνικού Ημερολογίου
Οι   Έλληνες   χώριζαν το έτος   σε 12 σεληνιακούς (συνοδικούς) μήνες  και, επειδή γνώριζαν, ότι  ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών ( 29  ½ ημέρες    περίπου  ),  έδιναν      στους  μήνες    διάρκεια  30 ημερών ( τέλειοι μήνες)  και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ ( κανένας μήνας δεν είχε 31 ή 28 ημέρες όπως σήμερα), και φρόντιζαν ώστε η πρώτη ημέρα εκάστου μηνός να   συμπίπτει,   κατά   το   δυνατόν,   με   την   Νέα   Σελήνη   (Νουμηνία).
Έτσι, όμως, το  (σεληνιακό ) έτος, δηλαδή  οι 12 σεληνιακοί μήνες, ισοδυναμούσε με άθροισμα 354  ημερών, δηλαδή  ήτανε μικρότερο  κατά 11 ¼  ημέρες από την πραγματική διάρκεια  τού (ηλιακού ) έτους.
Για να  καλύψουν αυτήν την διαφορά, προχώρησαν στην εξής διόρθωση: υπολόγισαν, ότι σε κάθε  οκτώ (8) σεληνιακά έτη προέκυπτε έλλειμμα  ενενήντα (90) ημερών, δηλαδή ένα έλλειμμα τριών (3) μηνών  των  30 ημερών έκαστος ( 11 ¼  Χ 8= 90 ). Γι΄ αυτό, στην διάρκεια των   οκτώ   (σεληνιακών ) ετών, παρενέβαλλαν  τρείς (3) εμβόλιμους μήνες:
 - έναν στην διάρκεια τού τρίτου έτους,
- δεύτερο  στην διάρκεια τού πέμπτου έτους
-και τρίτο  στην διάρκεια τού  όγδοου έτους (πλήρης οκτωχρονιά, εννεαετηρίς).
Ο μήνας αυτός, συνήθως, έμπαινε εμβόλιμος αμέσως μετά τον μήνα Ποσειδαιώνα (περίπου, 16 Δεκεμβρίου - 15 Ιανουαρίου), και ονομαζότανε: Ποσειδαιών Β΄.
Έτσι, μέσα σε  8 ηλιακά έτη, προέκυπτε εξίσωση τού χρόνου  μεταξύ των  8 σεληνιακών ετών και των 8 ηλιακών ετών!
Με αυτόν τον τρόπο οι  Αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν το δικό τους     ημερολόγιο, το οποίο, επειδή στηριζότανε  κατά κύριο λόγο  στους σεληνιακούς (συνοδικούς ) μήνες  και διορθωτικά  στο ηλιακό έτος , λέγεται           σεληνοηλιακό  ημερολόγιο (υπάρχει  και το ηλιακό ημερολόγιο,  καθώς και το γνησίως σεληνιακό ημερολόγιο).
Το Αττικό Σεληνοηλιακό Ημερολόγιο
Στην Αρχαία Ελλάδα  κάθε Πόλις – Κράτος  είχε το δικό της ημερολόγιο, δηλαδή είχε τις δικές της ονομασίες   στους   12 μήνες   τού έτους, και είχε τις δικές της γιορτές   κατά την διάρκεια κάθε μήνα.  Η δομή, όμως, όλων των ημερολογίων  στην Ελλάδα  ήταν  ίδια. Οι περισσότερες Πόλεις είχαν υιοθετήσει το Αττικό  ημερολόγιο, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Ο πρώτος μήνας τού έτους  άρχιζε το καλοκαίρι, μετά το θερινό Ηλιοστάσιο, και συγκεκριμένα περίπου την αντίστοιχη σημερινή 16η   Ιουλίου, και είχε 30 ημέρες.
Καθώς στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια της Εβδομάδας  ήταν άγνωστη, χώριζαν τον κάθε μήνα σε τρία  δεκαήμερα ( ή δύο δεκαήμερα και ένα εννεαήμερο):
1ο    δεκαήμερο: λεγόταν  μήν ιστάμενος, ή μήν αρχόμενος, ή μήν εισιών.
2ο   δεκαήμερο:  λεγόταν μήν μεσών
3ο   δεκαήμερο: λεγόταν  μήν  φθίνων, ή μήν απιών..
Η εκφώνηση  των  ημερών  του μήνα γίνονταν ως εξής : «εβδόμη αρχομένου» (= 7η τού συγκεκριμένου   μηνός ), «δωδεκάτη  μεσούντος» (= 12η   τού μηνός ), «23η   φθίνοντος» (= 23η   τού μηνός). Κάποιες φορές, οι μέρες του 3ου δεκαημέρου εκφωνούνταν οπισθοβατικώς (ανάποδα): «δεκάτη  απιόντος» (=10η  από τού τέλους τού  μηνός, δηλαδή  20ή  τού μηνός ).
Η ημέρα, δηλαδή το ημερονύκτιο, αρχίζει και τελειώνει με την δύση τού Ηλίου.
Το επίσημο  πολιτικό  και θρησκευτικό  Αττικό Ημερολόγιο  είχε τους παρακάτω 12 μήνες ( για σωστή   ανάγνωση   όλοι   οι   μήνες   τονίζονται   στην λήγουσα   και   είναι αρσενικού γένους).
1ος : ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ  (διάστημα  περίπου 16 Ιουλίου - 15 Αυγούστου, ημέρες 30)
Ο 1ος   μήνας τού πολιτικού και θρησκευτικού έτους στην Αττική.  Η ονομασία του μήνα  αυτού προέρχεται  από την Εκατόμβη, η οποία σημαίνει  την  θυσία 100 βοδιών  ή κάθε δημόσια θυσία ισάξια μ’ αυτήν.
Στην Ακρόπολη, μπροστά στον  παλαιό ναό της Αθηνάς (προστάτιδας της Πόλης), κατά την γιορτή των   Παναθηναίων, θυσίαζαν   όσες αγελάδες χρειάζονταν για να  σιτισθούν όλοι  οι κάτοικοι της Πόλης. Τα Παναθήναια ήταν  μια μεγάλη γιορτή, που πραγματοποιούνταν  προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς, στο τέλος του μήνα  και κάθε 4  έτη. Παλιότερα, ο μήνας αυτός ονομάζονταν  Κρονίων, από το όνομα τού θεού Κρόνου. Τότε, εόρταζαν τα Κρόνια, γιορτή προς τιμήν τού   Κρόνου, Πατέρα των θεών. Η γιορτή αυτή  εύρισκε μαζί κυρίους και δούλους  σε ένα  ξεφάντωμα χαράς και συμποσίων. Άλλη γιορτή  κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα ήταν τα Συνοίκια , στις «16  μεσούντος μηνός».
2ος : ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ  (διάστημα  περίπου  16 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίο, ημέρες 29)
Κατά  τον  Πλούταρχο,  ο  μήνας  αυτός  ονομάσθηκε  έτσι,  επειδή  κατά  το  διάστημα  αυτό    οι άνθρωποι μετοικούσαν, άλλαζαν δηλαδή κατοικία, άρα και γείτονες.   Κατ’ αυτόν τον μήνα πραγματοποιούνταν μια μικρή σχετικά  γιορτή, τα  Μεταγείτνια, με  γυμνικούς αθλητικούς αγώνες. Ο μήνας αυτός σήμαινε και το τέλος  τού  υποχρεωτικού στρατιωτικού έτους .
3ος: ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (διάστημα περίπου:16  Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου, ημέρες 30)
Η λέξη   βοηδρόμος σημαίνει τον σπεύδοντα προς βοήθεια  (βοή + δρόμος ).  Στις 6 και 7 του μήνα («6 και 7  αρχομένου») τελούνταν τα Βοηδρόμια, γιορτή  σε ανάμνηση της βοήθειας τού θεού Απόλλωνα προς  τον Θησέα, στον πόλεμο που έκαμε κατά των Αμαζόνων.  Μετά από λίγες ημέρες τελούνταν τα   πολύ γνωστά   Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια   (15-23 τού μηνός), προς τιμήν της Δήμητρας , θεάς της Γεωργίας.
4ος:   ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ  (διάστημα περίπου : 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου , ημέρες 29)
Ο τέταρτος μήνας  τού Αττικού Ημερολογίου. Η λέξη Πυανεψιών είναι σύνθετη  (πύανος = κουκί, έψω=βράζω), προήλθε δε  από ένα  έδεσμα ( φαγητό), που συνηθιζότανε κατά την περίοδο αυτή και  αποτελούνταν  από    βρασμένους  κυάμους  (κουκιά)  ή,  σύμφωνα  με  άλλην  εκδοχή,  από αποφλοιωμένο  κριθάρι και όσπρια.
Ο μήνας  Πυανεψιών   είχε τις περισσότερες γιορτές:
α) Τα Πυανέψια , στις  7 τού μήνα, προς τιμήν τού Απόλλωνα, για την προστασία των σπαρτών. Στην γιορτή  αυτήν πραγματοποιούνταν αρκετές τελετές  με αρχαία προέλευση:  πρόσφεραν στον θεό  ένα πιάτο με κουκιά (πυάνους) και πολλά άλλα χόρτα, αναμεμιγμένα με αλεύρι και στάρι.
β) Τα  Οσχοφόρια (Όσχος =  νέον κλήμα αμπέλου ), γιορτή προς τιμήν τού Θεού  Διονύσου.  Έφηβοι    σε    χορό,  που  οδηγούσαν  δύο  από αυτούς, αμφιθαλείς (που είχαν, δηλαδή, στην ζωή και τους δύο γονείς τους),   έφερναν κλαδιά από αμπέλι, φορτωμένα με σταφύλια. Ακολουθούσαν  χοροί και αγώνες δρόμου μεταξύ των εφήβων.
γ)  Τα  Θεσμοφόρια, (στις 11, 12, και 13  του μήνα), γιορτή προς τιμήν της  Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, που φροντίζει για την γονιμότητα  των σπαρτών και των γυναικών. Η λέξη Θεσμοφόρος  ( θεσμός +φέρω)   σημαίνει αυτόν, που φέρει (ορίζει) θεσμούς και νομοθεσίες. Τα Θεσμοφόρια   ήταν   γιορτή   μόνον των παντρεμένων γυναικών (απαγορεύονταν η συμμετοχή στους άνδρες, στις ανύπανδρες   γυναίκες   και στις εταίρες). Οι γυναίκες  ετοιμάζονταν για την συμμετοχή τους στην γιορτή , απέχοντας  για μερικές ημέρες από κάθε σεξουαλική σχέση.   Κατά τις μέρες της γιορτής γυναικοκρατούνταν  η δραστηριότητα και λειτουργία της Αττικής Κοινωνίας. Εμπνευσμένη από την γιορτή αυτή είναι η γνωστή Κωμωδία  τού Αριστοφάνη  «Θεσμοφοριάζουσες», όπου με σκωπτικό τρόπο  εξιστορούνταν τα δρώμενα στη Αρχαία Αθήνα.
δ)  Τα  Απατούρια ( πιθανώς εκ τού : απάτωρ = ορφανός), πολιτική γιορτή  των  φατριών (οικογενειακών δένδρων), διαρκείας τριών ημερών, κατά την οποία οι Αθηναίοι πολίτες,  έκαναν θυσίες  και  συμπόσια κατά τις δύο πρώτες μέρες, ενώ κατά την τρίτη και τελευταία μέρα (που λέγονταν  Κουρεώτις) οι  αρχηγοί των οικογενειών  παρουσίαζαν στα υπόλοιπα μέλη της φατρίας τα νόμιμα παιδιά  τους, που γεννήθηκαν  στο έτος αυτό, για να τα  γράψουν  εν  συνεχεία  στους καταλόγους  των πολιτών.
ε)   Τα  Χαλκεία , γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς (Εργάνης), προστάτιδας των τεχνιτών, και τού θεού Ήφαιστου, προστάτη των σιδηρουργών. Η  γιορτή γίνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα (29η). 
5ος : ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου, ημέρες 30)
Την περίοδο αυτή γιορτάζονταν  ο « Ζεύς  Μαιμάκτης».  Η λέξη Μαιμάκτης  προέρχεται ίσως από το ρήμα «μαιμάσσω » , που σημαίνει: επιθυμώ πολύ (με πάθος) κάτι ή κάποιον, δηλαδή ποθώ.
6ος: ΠΟΣΕΙΔΑΙΩΝ  (διάστημα περίπου: 16 Δεκεμβρίου -15 Ιανουαρίου, ημέρες 29)
Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφιλεγόμενη. Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  όνομα τού Θεού Ποσειδώνα, ενώ κατ’ άλλους έχει την ίδια ρίζα με το επίθετο πόσιμος (δηλαδή, αυτό που μπορεί να πιεί κάποιος, δηλαδή τον οίνο).
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν  οι εξής  γιορτές :
α) Τα  Αλώα (: η  άλως= το αλώνι  ή το καλλιεργημένο  χωράφι ).  Γιορτή  προς τιμήν της Δήμητρας, για να προστατεύσει την βλάστηση (όπως τα  Θεσμοφόρια, για την προστασία της σποράς). Προσφέρονταν θυσίες  στην θεά  Δήμητρα  και στην κόρη της,  Περσεφόνη.  Δεν επιτρέπονταν, οι  άνδρες να  λάβουν μέρος  στα  Αλώα (εκτός  από μερικούς άρχοντες, που επέβλεπαν τις τελετές). Ελεύθερη ήταν όμως η συμμετοχή   για τις εταίρες (η συμμετοχή των οποίων απαγορεύονταν στα  Θεσμοφόρια).
β) Τα  κατ’  αγρούς  Διονύσια (ή   Μικρά  Διονύσια), σε διάκριση  από τα  κατ’ Άστυ  (ή εν Άστει ) Διονύσια, γιορτή προς τιμήν του Θεού  Διονύσου. Μια αγροτική πομπή  μετέφερε ένα κάνιστρο (κανηφόροι)   και πίσω της ακολουθούσε μια άλλη πομπή   μεταφέροντας ένα φαλλό (φαλλοφόρια). Ακολουθούσαν  λαϊκές  διασκεδάσεις, χοροί, τραγούδια,  πειράγματα κλπ.   
Από την αρχή τού 5ου αι. οι πλούσιοι  Δήμοι, παράλληλα με αυτές τις εκδηλώσεις, διοργάνωναν  και δραματικές παραστάσεις.
7ος: ΓΑΜΗΛΙΩΝ  (διάστημα περίπου:  16 Ιανουαρίου–15 Φεβρουαρίου, ημέρες 30)
Ο μήνας, κατά τον οποίον τελούνταν συνήθως οι γάμοι. Κατ’ αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές:
α) Τα Γαμήλια   (ή Θεογάμια), γιορτή αφιερωμένη στις θεότητες, που προστάτευαν τον γάμο: Δία, Ήρα, Αφροδίτη, Αρτέμιδα, Πειθώ .
β) Τα Λήναια, γιορτή της οποίας το όνομα οφείλονταν σε τοπωνύμιο περιοχής της Αθήνας, με το όνομα «Λήναιον», και αφιερωμένη  στον Βάκχο ( Διόνυσο ).  Κατά την γιορτή αυτή  τελούνταν μια οργιαστική εκδήλωση   των Ληνών (Ληναί  =  άλλο όνομα των Μαινάδων, γυναικών, που τις καταλαμβάνει βακχική «μανία»).  Αυτές  οι  γυναίκες  χόρευαν,  αναμαλλιασμένες  και σε έκδηλη  έκσταση, διάφορους  χορούς στην ιερή θέση Λήναιον.
Ακόμα πραγματοποιούνταν  δραματικές και λυρικές θεατρικές παραστάσεις, μια και ο Βάκχος ήτο ο Θεός τού Διθυράμβου. Στα Λήναια  είχε  παρουσιάσει  ο Αριστοφάνης τα γνωστά έργα του: Αχαρνείς , Ιππείς , Σφήκες .
8ος: ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου,  ημέρες 29 )
Η ετυμολογία της λέξης Ανθεστηριών είναι αμφιλεγόμενη . Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  ρήμα «ανθεστιώ», που σημαίνει «ανταποδίδω φιλοξενία»… Κατά τον Παναγή Λεκατσά το όνομα βγαίνει από το «ανθέω», (όπως φαίνεται από το παράλληλο «ανθεστηριάδες», αυτές που είναι ώριμες να παντρευτούν)… Για τον Νίλσσον Ανθεστήρια είναι η «γιορτή των λουλουδιών»…
 Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές :
α)  Τα  Ανθεστήρια, τριήμερη γιορτή (11, 12, και 13 του μήνα) προς τιμήν τού Βάκχου. Την πρώτη μέρα, που λέγονταν Πιθοιγία, άνοιγαν τους πίθους, όπου φύλαγαν τον οίνο. Την δεύτερη μέρα που λέγονταν Χόες γίνονταν διαγωνισμοί  ανάμεσα σε πότες οίνου. Η τρίτη μέρα της γιορτής, που είχε την ονομασία Χύτροι, ήταν αφιερωμένη  στους νεκρούς και  στους ετοιμοθάνατους.  Πίστευαν ότι, με το τέλος των Ανθεστηρίων, έφευγαν μαζί και τα κακά πνεύματα, και γι’ αυτό φώναζαν: «θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια » (= έξω από την θύρα φύγετε, Κήρες – Δυνάμεις του θανάτου -. τα Ανθεστήρια – δηλαδή η φιλοξενία-τελείωσαν !).
β) Τα  Χλοία, γιορτή της  Δήμητρας.
γ) Τα Διάσια, προς τιμήν τού Διός.
9ος:  ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαρτίου–15Απριλίου, ημέρες 30)
Ετυμολογικά  η ονομασία Ελαφηβολιών  προέρχεται από το ουσιαστικό Ελαφηβόλια (έλαφος+βάλλω), γιορτή προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας (προστάτιδας τού κυνηγίου ).
Τα Μεγάλα  Διονύσια (ή αλλιώς : τα εν  Άστει  ή κατ΄ Άστυ Διονύσια,  προς διάκριση από τα « κατ΄αγρούς Διονύσια ») ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαιότητας (και θα την αναλύσουμε αλλού).
Τα  Ελαφηβόλια, άλλη ονομασία για τα Μεγάλα  Διονύσια ήταν η δεύτερη θεατρική περίοδος, μετά τα Λήναια, και προσήλκυαν πολλούς ξένους. Διαρκούσαν πέντε μέρες, στην διάρκεια των οποίων  παρουσιάζονταν στην Αθήνα διάφορα θεατρικά έργα σε διαγωνισμό. Στις 9 του μήνα παρουσίαζαν τους Διθυράμβους, στις 10 του μήνα τις Κωμωδίες, και, από τις 11 μέχρι τις  13 τού μήνα, τις Τριλογίες (Τραγωδίες).
Μόνο κατά τον μήνα αυτόν  επέτρεπε η θεά Άρτεμις  το κυνήγι του ελαφιού .
10ος: ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Απριλίου–15 Μαΐου, ημέρες 29)
Η ονομασία Μουνυχιών προέρχεται από την Μουνυχία, το όνομα δηλαδή τού λιμανιού μεταξύ του Πειραιά και  του Φαλήρου  (ο κόλπος της Μουνυχίας, το λιμάνι της Μουνυχίας, το επιλεγόμενο  επί Τουρκοκρατίας και «Τουρκολίμανο» ).
Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν γιορτή προς τιμήν της  θεάς Αρτέμιδας, ναός της οποίας  υπήρχε στην Μουνυχία, όπου και λατρευόταν.
11ος: ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαΐου–15 Ιουνίου, ημέρες 30 )
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν ο θερισμός.
Στις αρχές του μήνα γίνονταν εκδηλώσεις- γιορτές, τα Θαργήλια, προς τιμήν τού Απόλλωνα. Την πρώτη μέρα των γιορτών (6η αρχομένου μηνός ) η πόλη καθαριζόταν με την τελετή Φαρμακοί. Κατ’ αυτήν δύο άνθρωποι, διέσχιζαν τρέχοντας τους δρόμους της πόλης, ενώ οι περαστικοί  τούς κυνηγούσαν και τούς κτυπούσαν με σκιλλοκρέμμυδα (σκίλλα)  και με κλαδιά συκιάς για να τους διώξουν από την πόλη, δείγμα της επιθυμίας τους να απομακρύνουν μαζί με αυτούς τα μιάσματα  που είχαν εισχωρήσει στην πόλη. Την δεύτερη μέρα των γιορτών (στις 7 τού μηνός)  πρόσφεραν στον Απόλλωνα τον  «Θάργηλον άρτον»,  δηλαδή  άρτο από    τα  πρώτα στάχυα, που έκοβαν πριν από τον θερισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες.
Στις 25  του μήνα γιόρταζαν τα  Ιερά πλυντήρια, τελετή κατά την οποίαν μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα (ξόανον) της Αθηνάς μαζί με το πέπλο  του χρυσελεφάντινου αγάλματος  στο Φάληρο, τα έριχναν στην θάλασσα  για να πλυθούν και να καθαρθούν, πρόσφεραν δε στην θεά γλυκά από σύκα.
Οι γιορτές, δηλαδή, κατά τον μήνα Θαργηλιώνα, αποσκοπούσαν στον     εν γένει εξαγνισμό της πόλης, προ της συγκομιδής των καρπών.
12ος : ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Ιουνίου–15 Ιουλίου, ημέρες 29)
Οι κύριες γιορτές κατά τον μήνα αυτόν ήταν :
α)  Τα Σκιροφόρια:  γιορτή προς τιμήν  της Αθηνάς. Το λευκό υφαντό πέπλο της θεάς Αθηνάς  το ονόμαζαν σκίρον. Το σκίρον, το οποίο είχαν πλύνει κατά τον προηγούμενο μήνα, το  μετέφεραν τεντωμένο πάνω  από το κεφάλι τους  οι Ιέρειες της Αθηνάς (Αρρηφόροι ) και το  πήγαιναν στην περιοχή  «Σκίρον» (Κακιά σκάλα, Σκιρωνίδες πέτρες),  από όπου εν συνεχεία  το  επέστρεφαν στην Ακρόπολη .
β) Τα Διπόλια ή Διπόλεια (=Διΐ + πόλις), γιορτή προς τιμήν τού Διός  με ιππικές επιδείξεις.
γ) Τα Βουφόνια,  η τελευταία γιορτή τού  έτους, αφιερωμένη στον Δία, Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Κατά την γιορτή αυτήν θυσίαζαν  βόδια στον Δία (Βουφόνος = βούς + φόνος).
Η χρονολόγηση τών ιστορικών γεγονότων στην Αρχαία Ελλάδα:
Η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων, αρχικά, δεν ήταν ενιαία στην Αρχαία Ελλάδα. Κάθε Πόλις-Κράτος είχε τον δικό της τρόπο να τοποθετεί χρονικά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Για τον σκοπό αυτόν, πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί και σημαντικά αστρονομικά γεγονότα, όπως οι εκλείψεις τού Ηλίου.
Στην Αρχαία Αθήνα, αρχικά, χρονολογούσαν με ενιαίο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα με βάση τον  Κατάλογο  των  Επωνύμων  Αρχόντων.  Έτσι,  για  παράδειγμα,  αναφέρεται,  ότι  ο Πεισίστρατος έγινε Τύραννος των Αθηνών επί Άρχοντος Κωμέου. Αυτή η αναφορά, με την βοήθεια και άλλων πληροφοριών, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην Αθήνα το έτος 560 π.Χ., κατά την χριστιανική χρονολόγηση.
Αργότερα, ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, το   οποίο, εκ των πραγμάτων, αποδέχθηκαν όλοι οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα ως χρονικό σημείο αναφοράς  για την χρονολόγηση των  ιστορικών γεγονότων, ήταν  η πρώτη  γραπτή  χρονική αναφορά για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία με την ευθύνη τού Κράτους της Ήλιδος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που τελούνταν στην Ολυμπία προς τιμήν τού Διός, πατέρα των θεών, άρχισαν, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, πολύ πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., και ιδρυτής τους στην  Μυθολογία  αναφέρεται  ο  Ηρακλής.  Αλλά  η  πρώτη  γραπτή  καταχώριση    Ολυμπιακών Αγώνων έγινε  για τους Αγώνες τού έτους 776 π.Χ. Η καταγραφή έγινε τον 5ο  αιώνα π.Χ., από τον Σοφιστή, Ιππία τον Ηλείο, ο οποίος πρώτος συνέταξε κατάλογο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί καταγράφεται ως πρώτος Ολυμπιονίκης ο Ηλείος δρομέας Κόροιβος.
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες, πραγματοποιούνταν  κάθε  4  έτη, και για την ακρίβεια κάθε 49 ή 50 μήνες εναλλάξ, δεδομένου ότι, όπως είπαμε  παραπάνω, μία πλήρης  οκτωχρονιά ( εννεαετηρίς ) είχε  99 μήνες ( 8Χ12 =96  μήνες και 3 εμβόλιμους  μήνες =99 μήνες =49+50).
Ο μήνας  τού Κράτους τής Ήλιδος, κατά τον οποίον  ετελούντο  οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν  την μία  φορά ο μήνας Μεταγειτνιών  (Απολλώνιος) , και την επόμενη φορά ο  μήνας Βοηδρομιών (Παρθένιος). Με άλλα λόγια, οι Αγώνες  τελούνταν το Καλοκαίρι  προς το Φθινόπωρο (Αύγουστος–Σεπτέμβριος).


Οι Γιορτές

Το Άχρονο, η Αιωνιότητα, είναι ο Χώρος μέσα στον Οποίο συμβαίνουν όλα, συμβαίνουν τα θεϊκά γεγονότα, η «δημιουργία», ο κοσμικός κύκλος, η ετήσια ανανέωση της φύσης, ή άλλα σημαντικά (για τους ανθρώπους) γεγονότα…
Γιορτές για την «γέννηση» του Δημιουργού Θεού (του Ζαγρέα), για την «δημιουργία» (που εντάσσονται στον κύκλο των «Διονυσιακών γιορτών»), για το πέρασμα της ψυχής από τον φωτεινό κόσμο του υπερπέραν στον υλικό κόσμο…  κι ακόμα γιορτές που αναφέρονται σε γεγονότα που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινότητας, του ανθρώπου, του καθενός… καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς και υιοθετήθηκαν στα χρόνια της Δημοκρατίας…
Τέτοιες γιορτές είτε τελούνταν από λίγους, σχεδόν μυστικά (στα πλαίσια της λειτουργίας ονομαστών θρησκευτικών κέντρων, όπως οι Δελφοί…), είτε τελούνταν από την κοινότητα, (όπως τα Μικρά Διονύσια), ή ακόμα με την εποπτεία του δήμου, ή της Πόλης, (όπως τα Λήναια, τα Ανθεστήρια, τα Μεγάλα Διονύσια…)…
Γιορτές γίνονταν όχι μόνο προς τιμήν του Διονύσου, αλλά και άλλων θεϊκών δυνάμεων…


Η Θυσία του Θεού κι οι θυσίες των ανθρώπων

(Προκοσμική Θυσία, Κοσμική ή Γονιμοποιός Θυσία, Τελετουργική ωμοφαγία, Μετάληψη οίνου)

Η «Θυσία», στην πανάρχαια θρησκευτική σημασία της, είναι γενικά η «στέρηση του δικού μας» χάριν του «άλλου», η «προσφορά» υπέρ του άλλου.
Η Πρωταρχική Θυσία (το «Αρχέτυπο» της Θυσίας) είναι η Θυσία του Θεού, που έφερε σε ύπαρξη την δημιουργία και τα όντα. Από την Ουσία του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο… Ενώ όμως η Ουσία του Θεού προσφέρεται «Θυσία» για να δημιουργηθεί ο κόσμος, την ίδια στιγμή Αυτή η Ουσία (εξαιτίας της «Φύσης» της) Διατηρείται και Αποκαθίσταται χωρίς δηλαδή να Αλλοιώνεται, Προσφέρεται χωρίς να «Μειώνεται» ή να «Εξαντλείται». Είναι το «Είναι» που δημιουργεί τα πάντα, που παραμένει «Ακέραιο Είναι», Διακρίνεται από όλα, αλλά τα αγκαλιάζει και τα στηρίζει (τους δίνει ουσία), από Αυτό πηγάζουν και σε Αυτό στηρίζονται όλα τα «επιμέρους είναι»…
Έτσι στο «Μύθο» του Ζαγρέα μολονότι ο Ζαγρέας «διασπαράσσεται» από τους Τιτάνες (τις δυνάμεις της πολλαπλότητας) ταυτόχρονα η «καρδιά» του (δηλαδή η «Ουσία» του η «ύπαρξή» του) «διασώζεται», κι ο Ζαγρέας «Ξαναγεννιέται»… Καταλαβαίνουμε ποιο είναι το νόημα του «Μύθου»…
Με αυτή την Πρωταρχική Θυσία «συνδέεται» συμβολικά, σε άλλο κοσμικό επίπεδο (αυτό του ξεδιπλώματος της δημιουργίας), η Κοσμική (στην Αρχή της δημιουργίας) κι Ετήσια Θυσία του Διονύσου, σαν Πνεύματος της Φύσης, Γεννουσιουργού, και Γονιμοποιού Θεϊκής Δύναμης, (της «γέννησης», της «βλάστησης», της «ζωής», κλπ…)… Το κατ’ εξοχήν σύμβολο (ζώο) του Διονύσου είναι ο «ταύρος» (εξ’ αιτίας της γονιμοποιού δύναμής του), αλλά και η νεβρίδα (μικρό ελάφι), και (στην βλαστική όψη του) ο κισσός και η άγρια άμπελος, και ο οίνος (αίμα της αμπέλου)… Ο Διόνυσος Θυσιάζεται σε Κοσμική και Ετήσια βάση για να «Ζωογονήσει» την «φύση»… Η «θυσία του ταύρου» (ή άλλου ζώου), κι η «φυτική» θυσία του κισσού σχετίζεται άμεσα με την κοσμογονική (κι ετήσια) θυσία..
Οι τελετές της «ωμοφαγίας» από τις μαινάδες στον Παρνασσό, κι αλλού, σαν «μιμήσεις» της ετήσιας θυσίας, εντάσσονται στον λατρευτικό κύκλο (σε ένα κατώτερο επίπεδο)… το ίδιο και οι τελετές των γυναικών στα Λήναια, (στην Αθήνα κι αλλού)…
Με την ίδια κοσμική (κι ετήσια) θυσία σχετίζονται ακόμα (σε ένα εξωτερικό επίπεδο) κι οι «γιορτές του κρασιού» (η μετάληψη του οίνου, στις διάφορες γιορτές, στα Ανθεστήρια, αλλά και σε άλλες γιορτές…
Όλες αυτές οι Θυσίες (που ανάγονται στην Αρχέτυπη Θυσία), είναι του Θεού, αναφέρονται στο Θεό, στην Θυσία του Θεού… κι είναι ιδιαίτερα ιερές… Τα αρχαιοελληνικά «όργια» είναι τα ιερά έργα, οι ιερουργίες… Χάρις στους χριστιανούς και στη κατασυκοφάντηση της αρχαίας θρησκείας, η λέξη «όργια» πήρε μία αντίθετη αρνητική σημασία.. Τα «αρχαίο όργια» όμως, όλοι το γνωρίζουν, (κι ας συνεχίζουν κάποιοι να ψεύδονται συνειδητά, ακόμα και σήμερα) ήταν «ιερές πράξεις»…
Εκτός όμως από αυτά τα είδη της «θυσίας» (του Θεού) υπήρχαν και θυσίες που προσφέρονταν από την μεριά των ανθρώπων..
Η πιο ιερή θυσία του ανθρώπου είναι η «προσευχή»… Τι είναι στην ουσία της η «προσευχή»; Είναι η θυσία του «οικείου χώρου» (του κόσμου), η «αποξένωση» του ανθρώπου από τον κόσμο, και η ανύψωσή του νοερά στον ιερό χώρο του Θεού (στον Υπέρκοσμο, πέραν του κόσμου). Αυτό σημαίνει απόσυρση της προσοχής από το εξωτερικό περιβάλλον, ησυχία των αισθήσεων, εσωτερική συγκέντρωση στο Θεό (με απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο), νοερή ανύψωση στο άλλο (ανώτερο) υπαρξιακό επίπεδο (του Θεού)… Βέβαια δεν κατανοούν όλοι οι άνθρωποι την «προσευχή» με αυτόν τον τρόπο και δεν την εφαρμόζουν έτσι… αλλά αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο, και το νόημα, και η σημασία, της «προσευχής»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι «προσευχή της κοινότητας» και τότε «αναδύεται» σε «Ύμνο» (ο Διθύραμβος προς τιμήν του Διονύσου, ο Παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνα, η απλά ο «Ύμνος» προς τιμήν του θεού)… και κατ’ επέκταση το «ιερό δράμα», «μίμηση ιερών γεγονότων» (και όχι μόνο)… κι από εδω γεννιέται το «θέατρο»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι ατομική και τότε καθίσταται «περισυλλογή», εσωτερική συγκέντρωση, εσωτερική προσοχή, και εσωτερική μεταμόρφωση (διεύρυνση της συνείδησης κι άνοδος σε ανώτερα υπαρξιακά επίπεδα)…
Εκτός όμως από την «προσευχή» (την πνευματική θυσία) γίνονταν κι άλλες προσφορές (συμβολικές, μαγικοθρησκευτικές, ή από ευγνωμοσύνη) στον Θεό και στις θεϊκές δυνάμεις (Θείες Όψεις, Θεότητες…), προσφορές καρπών, αντικειμένων, κλπ… τέτοιες προσφορές γίνονταν σε όλες τις Θείες Όψεις, θεότητες, και στον Διόνυσο, και στον Απόλλωνα, και στην Άρτεμι,  και στην Δήμητρα, και  σε άλλους…
Από την Αρχαιοελληνική Θυσία, που λειτουργεί σε πολλά υπαρξιακά επίπεδα (την Προκοσμική Θυσία, την Γενεσιουργό Θυσία, τις τελετές ωμοφαγίας, την μετάληψη του οίνου…), οι χριστιανοί πήραν («έκλεψαν», «μιμήθηκαν»…) την δική τους «Θυσία» στο μυστήριο της «θείας κοινωνίας», την «θεία μετάληψη, την μετάληψη του «σώματος και του αίματος» του Χριστού… Η διαφορά είναι ότι, ενώ στα Αρχαία Μυστήρια (Θυσίες, μυήσεις, τελετές, γιορτές, κλπ…) ο άνθρωπος οδηγείται στον Θεό (στην Ομοίωση με τον Θεό) με εσωτερική μεταμόρφωση (που αποτυπώνουν και περιγράφουν οι διάφορες Μυητικές Βαθμίδες των Μυστηρίων), οι χριστιανοί, (στο μεγαλύτερο μέρος τους), πιστεύουν, ακόμα και σήμερα, ότι μπορούν (χωρίς εσωτερική πνευματική προσπάθεια αλλά) μόνο με μία εξωτερική τελετή και πράξη, την μετάληψη του καθαγιασμένου άρτου και οίνου, (εντελώς μαγικά), να σωθούν… Τέτοια τυφλότητα (παραγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας), τέτοια υποκρισία (να θέλουν να σωθούν χωρίς εσωτερική αλλαγή), και τέτοια ανοησία (να πιστεύουν πως μαγικά, με εξωτερικές πράξεις, μπορούν να σωθούν), δεν είναι κατανοητή. Πρέπει να είναι κάποιος ηλίθιος για να πιστεύει τέτοια πράγματα…
Από την Αρχαία Προσευχή (αλλά και τις εβραϊκές καταβολές τους), οι χριστιανοί πήραν την δημόσια προσευχή… Η ατομική προσευχή (όπως ασκήθηκε από τους μυστικούς πατέρες, τους νηπτικούς, η «νοερά προσευχή» προέρχεται από την «ελληνική παράδοση», της «περισυλλογής»…)…


Η αμφισημία της Φύσης

Ενώ σύμφωνα με την Βασική Διδασκαλία του Ορφισμού, και των Αρχαίων Ελλήνων (φιλοσόφων, και μη) η Φύση είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, και τα περιλαμβάνει όλα… κι είναι κι η δική μας «φύση»… ταυτόχρονα αυτή η Αληθινή Φύση υποκρύπτεται κάτω από το ανθρώπινο «προσωπείο»…
Ενώ η Αληθινή Φύση είναι η Ουσία της Ύπαρξής μας, ταυτόχρονα είναι δύσκολο να αποκαλυφτεί…
Ενώ η Φύση μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ταυτόχρονα το αγνοούμε, και νομίζουμε άλλα πράγματα…
Αυτό δεν οφείλεται στην Ίδια την Φύση, ή σε κάποια εγγενή ατέλεια… οφείλεται στην δική μας επιλογή, να τραβήξουμε τον δρόμο της ατομικής ύπαρξης, της προσωπικής δραστηριότητας…
Αν ο Βάκχος δίνει την μανία της ατομικής βούλησης και της προσωπικής επιλογής, παραχωρώντας έτσι, στον Χώρο της Δυνατότητας, την δυνατότητα οποιασδήποτε επιλογής, ταυτόχρονα είναι ο Ίδιος (Θεός) που μπορεί να μας οδηγήσει πέρα από το «προσωπείο» στο Αληθινό Πρόσωπο του Θεού μέσα μας, στην Ενότητα του Όντος, στην Θεότητα…


Ο Θεός κι η πολλαπλότητα

Κατά το Πρότυπο της Προκοσμικής Θυσίας (Διασπαραγμός) του Ζαγρέα, που θα γεννήσει την δημιουργία, είναι η Κοσμική Θυσία του Διονύσου (σαν Πνεύματος της Φύσης), με την μορφή του ταύρου (αν και όχι πάντα), που αποτυπώνεται και στον τελετουργικό διασπαραγμό του Θεού στην «θιασιακή λατρεία»… Είναι ο «Ένας Θεός που γίνεται πολλά»… κι είναι αυτά τα «πολλά» που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στην Θεία Ενότητα…
Γράφει ο Παναγής Λεκατσάς (στον «Διόνυσό» του, παράγραφος 61): «Ατόφιος (ο Διόνυσος) στην ενότητά του θεός, διαφορίζεται αέναα στην πολλαπλότητα, αναγυρίζοντάς τη στην ενότητα πάλι»… κι ακόμα «Η ανθρωπομορφική παράστασή του που συμπιάνει σ’ ένα σχήμα την πολυμορφία του, είναι ένα άδειο προσωπείο: Η παρουσία του θεού στην απουσία του, κι η απουσία του στην παρουσία»…
Το κατ’ εξοχήν σύμβολο του Διονύσου, στο ανθρώπινο επίπεδο, είναι το «προσωπείο», ένα «άδειο προσωπείο»… Πίσω από το «προσωπείο» Είναι ο Θεός Παρών, αλλά αυτό που «βλέπουμε» είναι ένα άδειο προσωπείο, η απουσία… Κι από την άλλη μεριά, όταν κοιτάμε το παρόν προσωπείο, σ’ αυτό το προσωπείο ο Θεός απουσιάζει (αφού ο χαρακτήρας κι οι ιδιότητες του προσωπείου δεν έχουν τίποτα θεϊκό…)… Ο Θεός είναι πίσω από το προσωπείο..
Το «Άδειο Προσωπείο του Θεού» είναι το «σύμβολο του όντος», το «σύμβολο του ανθρώπου»… μπορεί να το «φορέσει» (μέσα στην λατρεία, στην τελετή, κι αυτό σημαίνει ότι είναι ιερή πράξη…) ο κάθε άνθρωπος, ταυτιζόμενος έτσι με τον Θεό… ενώ εξωτερικά το προσωπείο μπορεί να πάρει όποια μορφή «θέλουμε»… είναι η ψεύτικη προσωπικότητα του ανθρώπου, το εγώ, η σκέψη του, οι πράξεις του, η ζωή του…
Το «προσωπείο» λοιπόν, λειτουργεί και σε (πραγματικό) οντολογικό επίπεδο (είμαστε ο Θεός με προσωπείο, ένα προσωπείο στην ατομικότητά μας, σαν προσωπικότητες...), και σε συμβολικό επίπεδο (ο οντολογικός χαρακτήρας, το εγώ, η προσωπικότητα, είναι προσωπείο…), και σε πρακτικό (υλικό) επίπεδο, στην τελετουργία, στις γιορτές, στο θέατρο…
Το Θέατρο, προερχόμενο από την Διονυσιακή Λατρεία, είναι στην αρχαιότητα μία «ιερή πράξη»… γι’ αυτό «γίνεται χρήση» προσωπείου… Το Θέατρο παραμένει ιερό σε ολόκληρη την κλασσική αρχαιότητα.. παρ’ όλους τους «νεωτερισμούς» των τραγικών (Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη…)  και τις «ακροβασίες» του Αριστοφάνη…


Το «προσωπείο»

Το Προσωπείο (τα προσωπεία) είναι οι παροδικές μορφές του Θεού, (οι άνθρωποι, οι προσωπικότητες των ανθρώπων…)…
Την Ιερή Νύχτα (στις 22 Δεκεμβρίου, συμβολικά…), ή την καθιερωμένη γιορτή της «πρωτοχρονιάς», είτε κάποια σημαντική γιορτή, όπου όλα «καταλύονται» κι όλα «ξαναγεννιούνται» (συμβολικά), ο Θεός «παίρνει» ξανά μυριάδες προσωπεία… και ξαναγεννιέται ο κόσμος…
Ο «θίασος των μεταμφιεσμένων» (στις γιορτές) είναι ο Θεός με τα μυριάδες προσωπεία του, είμαστε εμείς (ταυτισμένοι με το Θεό) με προσωπεία (σύμβολα της ψεύτικης προσωπικότητας)… που ακολουθάμε το Θεό στην κοσμική πορεία του (στην μανία μέσα στους κόσμους και στην λύση της μανίας με την έξοδο από τους κόσμους…)… Αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα (οντολογικά), «επαναλαμβάνεται» (μίμησις) στις τελετές, στις γιορτές, στο θέατρο… ακριβώς για να «συνειδητοποιήσουμε» το «τι συμβαίνει»…


Οι «αρχαίοι θίασοι»

Σύμφωνα με την πατροπαράδοτη πίστη, από τον Γενεσιουργό Θεό (τον Διόνυσο), που «ανανεώνεται» κάθε χρόνο (ξαναγεννιέται) προέρχονται όλα τα όντα. Όλα τα όντα είναι μορφές του Θεού. Ενώ η Ουσία είναι η Ίδια, Μία, οι εξωτερικές μορφές είναι πολλές…
Όσοι ακολουθούν το Θεό, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, (τον Λατρευτό), γίνονται όλοι ένθεοι, βάκχοι… Ενώ όμως εσωτερικά (βιωματικά) μεταμορφώνονται στο Θεό (γίνονται βάκχοι), εξωτερικά διαφέρουν ως προς την «ατομικότητα» (την προσωπικότητα)… Αυτοί που όντως ανέρχονται στις ανώτερες βαθμίδες μύησης, κατανοούν ότι η ατομικότητα είναι ψεύτικη, ένα προσωπείο… Όσοι ομοιώνονται με τον Θεό Βιώνουν την Ενότητα του Όντος, κι όχι το ψεύτικο προσωπείο… Στην Λατρεία (στα Μυστήρια, στις Τελετές, στις γιορτές) αυτοί που «βιώνουν» πραγματικά το Θεό (την Ενότητα του Όντος) χρησιμοποιούν ακριβώς το προσωπείο για να υποδηλώσουν ότι βιώνουν την Ενότητα πίσω από οποιαδήποτε ψεύτικη ατομικότητα… Το οντολογικό γεγονός μεταφέρεται στο συμβολικό επίπεδο της Λατρείας με την χρήση του προσωπείου (της μάσκας)…
Έτσι, το Προσωπείο συμβολίζει την ψεύτικη ατομικότητα (προσωπικότητα)… Όπως στην πραγματικότητα είμαστε ο Θεός με το προσωπείο της ατομικότητας, έτσι και στην Λατρεία (και στις γιορτές) «ταυτιζόμαστε» με τον Θεό και χρησιμοποιούμε το προσωπείο (τη μάσκα, την μεταμφίεση… Η «συμβολική» επανάληψη, μίμηση, ενός πραγματικού γεγονότος βοηθά την συνείδηση να κατανοήσει και να αφομοιώσει το ίδιο το πραγματικό γεγονός…
Όλοι οι οπαδοί του Θεού στον θίασο, στην πομπή, στην «τελετουργία, στον κώμο, ενώ «είναι» ο Θεός (Βάκχος) μετέχουν με τις ψεύτικες προσωπικότητες, τις μάσκες… Η συνειδητή λατρεία, κι η συνειδητή χρήση του προσωπείου, βοηθούσε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι η Ουσία τους είναι θεϊκή, διονυσιακή, (και στην πραγματικότητα, και στη λατρεία…)… αλλά η ατομικότητα τους (και στην πραγματικότητα και το λατρευτικό προσωπείο) είναι ψεύτικη, «τιτανική»…
Έτσι, όσοι συμμετείχαν σε αυτή την λατρεία, σε αυτές τις γιορτές ακολουθούσαν τον Θεό στην Πορεία του μέσα στον Χώρο της ζωής, του ά-λογου, στη παραφροσύνη (της ατομικότητας), στην μανία (της προσωπικής δράσης), της μέθης (των πράξεων), κλπ… 
Στην πραγματικότητα (όχι στις ιερουργίες αλλά) στις γιορτές, που ξεπερνιούνται τα «όρια», και γίνονται πράγματα που κανονικά δεν γίνονταν λόγω των κοινωνικών αναστολών (της «ευπρέπειας» και της «τάξης»)… «ξεγυμνωνόταν» η αληθινή παράλογη φύση του κοσμικού ανθρώπου… Η «μανία» δεν δίνονταν από τον Θεό… η «μανία» είναι εγγενής ιδιότητα της ατομικότητας και της ζωής στον κόσμο, στην κοινωνία… που είναι ένας χώρος ά-λογος, ένας χώρος παραφροσύνης, προσωπικής διεκδίκησης, διαμάχης, σύγκρουσης… Όσοι έρχονταν στον κόσμο της ατομικότητας, στην κοσμική ζωή, αναγκαστικά γίνονται και είναι ά-λογοι, μανιακοί… Γι’ αυτό κι αυτός ο κόσμος (της γης), από τους Ορφικούς θεωρούνταν σαν ο Αληθινός Άδης…
Οι Ορφικοί είχαν κάνει μία πλήρη αναστροφή στην «τάξη» των κόσμων… Ο κόσμος των «νεκρών» (αλλά πραγματικά ζωντανών) ήταν η Αληθινή (Υπερκόσμια) Γη (που σύμφωνα με τις αστρολογικές αντιλήψεις της εποχής, τοποθετούνταν, συμβολική ή πραγματικά, στην «σελήνη»…), κι ο κόσμος των ανθρώπων στη γη, ήταν ο Άδης, ο σκοτεινός κόσμος των νεκροζώντανων ανθρώπων… Ο παλιός («ομηρικός» κόσμος των σκιών, ο παλιός) Άδης, στην ορφική αντίληψη ήταν ο κόσμος των (αμύητων) σκιών (που περίμεναν για να «ενσωματωθούν» ξανά…)…
Αλλά ο «μανιοδότης» Θεός, ο Οδηγός μας στον χώρο του ά-λογου, ήταν ταυτόχρονα αυτός που μας οδηγεί, μέσω της (λατρευτικής) παραφροσύνης στην Αλήθεια, και στο Φως… γι’ αυτό κι ο Βάκχος ο «μανιοδότης» (ήταν ταυτόχρονα «μανιολύτης» Θεός και) ταυτιζόταν με τον Οδηγό των Μυστηρίων (της Ελευσίνας, και όχι μόνο), τον Ίακχο, τον «μανιολύτη» (μέσω των Μυστηρίων), που μας οδηγεί στην Αληθινή Γη, στην Αληθινή (Υπερκόσμια) Ζωή…
Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις διονυσιακές (τελετουργίες και) γιορτές ήταν (αν όχι πνευματικά, τουλάχιστον ψυχολογικά) λυτρωτικές, κι αποκαθιστούσαν την ισορροπία, απομάκρυναν τις εντάσεις που δημιουργούσε η κοινωνική ζωή…
Με άλλα λόγια, οι γιορτές λειτουργούσαν σε πολλά επίπεδα, κι ο καθένας, ανάλογα με το επίπεδο εξέλιξής του, λάβαινε το ανάλογο μήνυμα… μυστικό, μυστηριακό, ψυχολογικό, ψυχοσωματικό…


Το Θέατρο

Το γεγονός ότι το Αρχαίο Θέατρο γεννήθηκε μέσα από τις διονυσιακές γιορτές είναι ιστορικά αποδεδειγμένο…
Ο Διθύραμβος (η εξύμνηση του Θεού, ο ύμνος προς τιμήν του Θεού Διονύσου), το σατυρικό δράμα, η τραγωδία, η κωμωδία, μολονότι διαφοροποιούνταν ως προς τον σκοπό τους και το περιεχόμενό τους, προέρχονταν από την ίδια βασική δομή της μίμησης, της αναπαράστασης του Θεϊκού, κι ανθρώπινου δράματος…
Σε πολλά έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, αλλά και του Αριστοφάνη, «ήρωες» είναι ο Θεός (Διόνυσος κατ’ εξοχήν) αλλά κι άνθρωποι, που είναι «μορφές» του Θεού…
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι το κατ’ εξοχήν έργο όπου μπλέκονται η Θεϊκή κι οι ανθρώπινες «μορφές»… Αλλά ακόμα και σε έργα όπου υπάρχουν μόνο άνθρωποι (ο Θεός είναι «Παρών» κι) ο σκοπός παραμένει ο ίδιος…
Η χρήση του προσωπείου έδειχνε στους θεατές πρώτα ότι ο άνθρωπος (σαν ατομικότητα) είναι «προσωπείο», κάτι ψεύτικο… και μετά, τον ατομικό ήρωα, την «προσωπικότητα»…
Η ίδια η ζωή είναι ένα θέατρο, κι όλοι είμαστε «ήρωες» στο θέατρο της ζωής…
Η συμμετοχή, με όποιο τρόπο (δημιουργός, ηθοποιός, θεατής…) σε μία θεατρική παράσταση, η μίμηση ανθρώπων και πράξεων (με την χρήση προσωπείων πάντα), έδειχνε ακριβώς στον θεατή (με τον ταυτισμό του θεατή με τους ήρωες), ότι όλοι ζούμε στο θέατρο (της ζωής) κι ότι όλοι μπορούμε να βρεθούμε στην μία ή στην άλλη κατάσταση (και πάντως οπωσδήποτε στην θέση του χορού που αντιπροσώπευε την κοινότητα)…
Το γεγονός ότι το θέατρο ήταν κάτω από την προστασία του Διονύσου, επέβαλε στους μεγάλους δραματουργούς να υιοθετήσουν και να τηρούν την Θεϊκή Τάξη, να υπηρετούν Αιώνιες Αξίες, όπως η Δικαιοσύνη, η Αλήθεια, κλπ…
Ο κόσμος του θεάτρου ήταν ένας ισορροπημένος, θεϊκός κόσμος, με αξίες, με προσανατολισμό, και με λύσεις… Η «λύση» δεν ήταν πάντα καλή (κατά τους ανθρώπους, το ανθρώπινο ατομικό συμφέρον), αλλά ήταν πάντα Δίκαιη και Αληθινή…
Βέβαια, το όλο πλαίσιο λειτουργίας του Θεάτρου στην Αρχαία Αθήνα, δεν απαγόρευε σε μεγαλοφυίες σαν τον Αριστοφάνη, να είναι ακόμα και «ασεβείς» (φαινομενικά), οξείς, ανατρεπτικοί… Όλα όμως εντάσσονται στην ζωή, ακόμα και η «ανατροπή»… όλα όμως λειτουργούν προς όφελος της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης… κι έτσι «λειτουργικά» (συμπερασματικά) η θεϊκή τάξη παραμένει ασάλευτη…
Το Θέατρο (στην Αρχαία Αθήνα) ήταν πρώτα παιδαγωγικό, δίδασκε, λύτρωνε… και μετά ήταν οτιδήποτε άλλο… Οι θεατρικές παραστάσεις που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια, και κρατούσαν κοντά μία εβδομάδα, ήταν μεγάλο γεγονός, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για όλη την Ελλάδα… Τα αριστουργήματα των Ελλήνων (τραγωδίες και κωμωδίες) διατηρούν ακέραιο το «λειτουργικό» περιεχόμενο και την βαθύτερη ανθρώπινη σημασία τους ακόμα και για τους σημερινούς ανθρώπους… και την ανθρωπότητα, που έχει πολλά να διδαχτεί από τους Μεγάλους Έλληνες… Δικαιοσύνη, Αλήθεια, Αιώνιες Αξίες, που δυστυχώς όλοι μας έχουμε λησμονήσει…


Θεός και Άδης

Ο Διόνυσος σαν Προκοσμικός, Υπερβατικός, Υπερφυσικός, Θεός (του Υπερπέραν) ταυτίζεται, όπως είναι φυσικό, με τον Άδη, σαν Θεία Όψη, Κοσμικό Επίπεδο, κι Χώρο των «νεκρών»…
Στα πλαίσια όμως της Ορφικής Θεολογίας και της Θιασικής ιδεολογίας (που αναφέρεται στις ορφικές κοσμοαντιλήψεις)), ο Διόνυσος είναι ο Φωτεινός Άδης, ο Χώρος των Μυημένων και των Λυτρωμένων, που θα ζουν στους Κόλπους του Θεού, στα Ηλύσια Πεδία, στους Νήσους των Μακάρων, στην Αληθινή Γη…
Η ιδέα του παλιού άδη που γνωρίζουμε από τα Ομηρικά Έπη (στα έγκατα της γης, και στα τάρταρα), «διατηρείται» αλλά παίρνει νέο περιεχόμενο… είναι ο σκοτεινός χώρος των αμύητων ίσκιων… που περιμένουν στην σκιά της ζωής, για να ενσωματωθούν ξανά και να «επιστρέψουν» στη γη…


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 16. The Sacred Return: A Journey into the Eternal Stillness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 16. Pleasure
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 6-10 / 2. The Pathless Path: A Journey Beyond the Threshold of Becoming
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 1. The Sacred Emptiness: A Journey Beyond the Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
Monday, 20 October, 2025

16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality

Introduction: The Whisper of the Absolute

In the beginning, before thought crystallized into word, before consciousness fragmented into the illusion of separation, there existed—and exists still—a Reality so vast, so complete, that it contains within itself all that was, is, and shall ever be. This Reality does not wait for recognition; it does not depend upon the small flame of individual awareness to validate its presence. Like the ocean that remains whole regardless of whether a single wave perceives itself as separate, this Objective Reality stands as the eternal foundation, the silent witness, the unchanging ground upon which the dance of existence unfolds.

The mystics of old, dwelling in caves and deserts, in forests and mountaintops, spoke of this Reality in hushed tones, as one speaks of a lover too beautiful for ordinary language. They called it by many names—the Tao that cannot be spoken, the Brahman beyond attributes, the Divine Ground, the Absolute. Yet all these names were but fingers pointing at the moon, never the moon itself. For how can the finite contain the infinite? How can the droplet describe the ocean while still believing itself separate from the sea?

This is the sacred mystery that lies at the heart of all genuine spiritual seeking: that what we search for is not distant but intimate, not absent but ever-present, not to be achieved but to be recognized. The journey of awakening is not a journey toward something new, but a return to what has always been—a remembrance of our true nature, a dissolution of the veil that separates the seemingly individual self from the vast Unity that is its source and substance.

The Illusion of Separation: The Dream of the Isolated Self

Within this all-encompassing Unity, there arises a curious phenomenon: the appearance of separate consciousness, the birth of what mystics call the ego or the false self. Like a wave that forgets it is ocean, like a ray of light that believes itself independent of the sun, the individual consciousness emerges and, in its emergence, falls into a profound forgetfulness. It looks out at the world and sees objects separate from itself. It experiences thoughts and emotions as "mine," sensations and perceptions as belonging to a distinct entity separate from all else.

This is the great illusion, the fundamental ignorance that spiritual traditions across the ages have sought to dispel. The separate self is like a character in a dream who believes the dream world to be the only reality, who has forgotten the dreamer. It is like the actor who becomes so absorbed in the role that he forgets his true identity beyond the stage. The consciousness that perceives itself as isolated, as a subject confronting objects, as a separate island of awareness in a vast impersonal universe—this consciousness dwells in darkness, cut off from the light of its own true nature.

Yet this illusion, painful as it may be, serves a purpose in the grand mystery of existence. For without the sense of separation, how could there be the ecstasy of reunion? Without the forgetting, how could there be the bliss of remembrance? The spiritual path is not a creation of something new but a uncovering of what has always been present—like removing clouds to reveal the sun that never stopped shining, like wiping dust from a mirror to restore its natural clarity.

The small self, dwelling in its narrow perception, experiences suffering precisely because it has severed itself—in perception only, never in reality—from its Source. It seeks completion in external things: in possessions, in relationships, in achievements, in pleasures. Yet no accumulation of external objects can fill the void, for the void itself is not real—it is only the shadow cast by forgetfulness, the darkness that exists only through ignorance of the light.

The Ground of Being: Where Subject and Object Dissolve

Objective Reality—this phrase itself carries within it a paradox that language can barely contain. For what is objective is usually understood as that which exists independent of the subject, separate from the observer. Yet the Reality of which the mystics speak is not merely objective in this limited sense. It is rather the Ground from which both subject and object arise, the Unity that precedes and transcends the apparent duality of perceiver and perceived.

Imagine a vast ocean, still and infinite, stretching beyond all horizons. Within this ocean, waves arise—not separate from the ocean but as temporary expressions of its nature. Each wave might, in its brief existence, believe itself to be an independent entity. It might say, "I am here, and the ocean is there, external to me." Yet from a higher perspective, there is no true separation—there is only ocean, expressing itself in the form of waves. The wave is not other than the ocean; it is the ocean itself, dancing.

So too with Objective Reality and the individual consciousness. What we call the self, the ego, the separate consciousness—this is not truly separate from the Objective Reality that is its ground. It is rather a temporary arising within that Reality, a particular expression of the infinite possibilities contained within the Absolute. The perception of separation is real as an experience, but false as a metaphysical truth. It is like the rope that appears to be a snake in dim light—the experience of fear is genuine, but the snake itself is illusory.

This Objective Reality is not cold or distant, despite the somewhat impersonal sound of the name. It is rather the most intimate presence imaginable—closer to us than our own breath, nearer than our own thoughts. It is the space in which thoughts arise and subside, the awareness within which all experiences appear and disappear. It is the screen upon which the movie of life plays, itself unchanged by the dramas and comedies that flicker across its surface.

The mystics speak of this Reality as transcendent—beyond all qualities, all attributes, all descriptions. Yet it is also immanent—present within every atom, every moment, every sensation. It is the "within" of all things and simultaneously the "beyond" of all things. Like the silence that contains all sounds, like the emptiness that allows all forms to exist, this Reality is both nothing and everything, neither this nor that, yet the ground of all "this" and "that."

The Path of Return: Awakening to What Has Always Been

Enlightenment, that most sacred of spiritual goals, is often misunderstood as the attainment of some special state, the acquisition of supernatural powers, the achievement of perpetual bliss. Yet the true illumination, the authentic awakening, is far simpler and far more profound than such descriptions suggest. It is nothing other than the recognition of what has always been true—the dissolution of the illusion of separation and the direct realization that the individual self is not, and has never been, separate from Objective Reality.

This is what the great traditions call by various names: moksha in Hinduism, nirvana in Buddhism, fana in Sufism, union with God in Christian mysticism, enlightenment in Zen. The names differ, the cultural expressions vary, the practices and paths show remarkable diversity—yet at the heart of all genuine spiritual realization lies this single recognition: that the separate self is an illusion, and that our true nature is nothing other than the infinite Reality itself.

The path to this realization is not a journey in space, for we are already at the destination. It is not a journey in time, for the Reality we seek is eternally present. It is rather a shift in perception, a transformation of understanding, a lifting of the veil that obscures our vision. It is like the moment when the eye adjusts to light after long darkness, or when a complex pattern suddenly resolves into clarity after being seen correctly for the first time.

This awakening often comes with a profound sense of coming home, of finding what was always sought, of recognizing what was always present but unnoticed. The mystic who achieves this realization does not become something other than what he was; rather, he sees through the false identification with the limited self and recognizes his true nature as infinite consciousness, as the Absolute itself expressing through a particular form.

Yet this realization, though simple in essence, is often preceded by years or lifetimes of spiritual practice, of meditation, of prayer, of self-inquiry. For the illusion of separation is deeply rooted, reinforced by countless habitual patterns of thought and perception. The false self does not surrender easily; it clings to its apparent existence with tremendous force. The spiritual path, then, becomes a process of gradually loosening this grip, of questioning the assumptions that support the illusion, of cultivating the awareness that can see through the dream.

The Universal Language: Beyond Cultural Boundaries

Throughout human history, in every culture and every era, there have been those who pierced the veil and realized the truth of Objective Reality. They appeared in ancient India as rishis and sages, in China as Taoist masters, in Greece as philosophers, in the Middle East as prophets and Sufis, in medieval Europe as Christian mystics, in Tibet as enlightened lamas. Though their languages differed, though their cultural contexts varied widely, though the symbols and concepts they used to express their realization were shaped by their particular traditions—at the deepest level, they all spoke of the same essential truth.

This is because Objective Reality itself is universal, not bound by culture or tradition. The sun shines equally on all lands; the ocean is the same whether approached from the eastern shore or the western. So too, the fundamental Reality that underlies existence does not change according to whether it is approached through Buddhist meditation, Hindu devotion, Christian contemplation, or Islamic surrender. The taste of water is the same regardless of the vessel that contains it.

Yet here arises a profound need in our contemporary world—a world where ancient barriers between cultures have fallen, where traditions that once existed in isolation now encounter one another, where a Buddhist can study Christian mysticism and a Christian can practice Zen meditation. There is a need for what might be called an Objective Religion—not a new dogma to compete with existing traditions, but a unified understanding that can honor the particular expressions while recognizing the universal truth they all point toward.

This Objective Religion would not seek to replace the existing traditions but to reveal their common ground. It would be like a clear light that illuminates all colors while belonging exclusively to none. It would recognize that the various paths up the mountain may differ in their terrain and their landmarks, but they all lead to the same summit. It would honor the poetry of Rumi and the paradoxes of Zen, the devotion of Bhakti yoga and the contemplation of Christian mystics, as different languages speaking the same essential truth.

Such a universal approach requires courage—the courage to look beyond the familiar and the comfortable, to question inherited assumptions, to compare and correlate the expressions of truth found in different traditions. It requires intellectual humility, recognizing that no single tradition has a monopoly on truth, that the Reality we seek transcends all formulations even while it may be approached through any authentic spiritual path.

Yet it also requires discernment, for not all that claims to be spiritual is genuinely so. The Objective Religion must be grounded in direct experience, in the actual realization of Reality, not merely in beliefs or concepts. It must distinguish between the finger pointing at the moon and the moon itself, between the map and the territory, between descriptions of enlightenment and enlightenment itself.

The Redefinition: New Language for Ancient Truth

To establish this unified understanding, there is a need to reexamine and redefine the fundamental terms of spiritual discourse. What do we mean by "God"? What is the "soul"? What is "consciousness"? These words carry heavy baggage from centuries of theological debate and philosophical speculation. They mean different things in different traditions, and often their meanings have become obscured by layers of interpretation and misinterpretation.

In the light of Objective Reality, these terms can be understood anew. God is not a being separate from creation, an anthropomorphic deity dwelling in heaven, but rather the Absolute itself—the infinite Reality that is both transcendent and immanent, both beyond all things and the very essence of all things. The soul is not a separate entity housed temporarily in the body, but rather the individualized expression of the universal consciousness, like a wave that is not separate from the ocean yet has its own temporary form.

Consciousness, in this understanding, is not merely the biological function of a brain, not simply the awareness that arises from neural activity. It is rather the fundamental nature of Reality itself—not consciousness as the limited awareness of the ego, but Consciousness as the infinite awareness that is the ground of all existence. This is what the Vedantic tradition calls Sat-Chit-Ananda—Being-Consciousness-Bliss, the three aspects of the one Reality.

The intellect, in this framework, is not the highest faculty of human existence but rather a tool—useful within its proper domain but incapable of grasping the ultimate truth directly. For the Absolute cannot be comprehended by thought, cannot be captured in concepts. It must be realized through direct experience, through what the mystics call gnosis or spiritual knowledge, which is not intellectual understanding but immediate recognition.

This redefinition is not merely an academic exercise, not simply playing with words. It is essential for clear communication about spiritual matters in an age where ancient traditions encounter modern science, where Eastern wisdom meets Western philosophy, where seekers draw from multiple sources in their spiritual quest. Without a common language, or at least a clear understanding of how different languages point to the same realities, confusion and misunderstanding are inevitable.

The Living Practice: Approaching the Real

Yet all philosophy, all theology, all concepts and definitions remain merely intellectual unless they are grounded in living practice, in the actual approach to Reality. The Objective Religion is not a collection of beliefs to be accepted but a path to be walked, an experience to be lived, a reality to be realized. It calls for investigation—not blind faith, but neither the skeptical rejection that refuses to explore.

This investigation takes many forms, yet all genuine spiritual practice shares certain essential elements. There must be a turning inward, a shift of attention from the external world of objects to the internal ground of awareness. There must be a questioning of assumed identities, a willingness to examine who or what we truly are beneath the layers of conditioning and habit. There must be a cultivation of presence, an ability to rest in the immediate reality of this moment rather than being lost in thoughts of past and future.

Meditation, in its many forms, is a central practice for this investigation. Whether it is the silent sitting of Zen, the mantra repetition of Hindu traditions, the contemplative prayer of Christian mystics, or the awareness practices of Buddhist mindfulness—all these methods serve to quiet the restless mind, to create the space in which the deeper Reality can be recognized. They are like clearing away debris from a spring so that the pure water can flow freely.

Yet practice is not separate from life itself. The investigation of Reality is not confined to formal meditation sessions but extends into every moment of daily existence. Each interaction, each challenge, each joy and sorrow becomes an opportunity for awakening. The market place becomes a monastery; the workplace becomes a temple; relationships become a mirror in which we can see our attachments and identifications clearly.

The approach to Reality requires patience, for the dissolution of deeply rooted illusions does not happen overnight. It requires persistence, for the mind naturally returns to its habitual patterns and must be gently but firmly redirected again and again. It requires surrender, for ultimately the small self must release its grip and allow itself to dissolve into the vast Reality that is its true nature. Yet it also requires vigor and passion, for the spiritual path is not a passive waiting but an active engagement with the deepest questions of existence.

The Call to Unity: Beyond Narrow Perceptions

In our contemporary world, there is a dangerous tendency toward fragmentation in spiritual matters. Traditions build walls around themselves, claiming exclusive access to truth. Practitioners of one path dismiss or denigrate other approaches. Religious communities become islands of certainty in a sea of pluralism, each convinced of its own righteousness while viewing others with suspicion or hostility.

This fragmentation serves only to obscure the truth and to perpetuate the very illusion that spiritual practice seeks to dissolve—the illusion of separation. If the fundamental truth of all spiritual realization is that Reality is One, that separation is illusory, that we are all expressions of the same infinite Consciousness—then how can authentic spirituality manifest as division and exclusivity?

The call of the Objective Religion is a call to unity—not uniformity, which would erase the beautiful diversity of spiritual expressions, but unity in recognition of the common ground. It is an invitation to dialogue and comparison, to the correlation of experiences across traditions, to the humble acknowledgment that truth is too vast to be contained within any single formulation.

This does not mean a wishy-washy relativism that claims all paths are equally valid regardless of whether they lead to genuine realization. Some paths are more direct than others; some teachings are clearer than others; some practices are more effective than others. Discernment is necessary. Yet this discernment should be based on the criterion of actual transformation, of genuine realization of Objective Reality, not on loyalty to tradition or adherence to dogma.

Those who refuse to look beyond their own tradition, who reject from the outset any comparative study or interfaith dialogue, who cling to the particular expressions of truth found in their own scripture or teaching—these practitioners may find themselves increasingly isolated in a world that is growing ever more interconnected. They may preserve the forms and rituals of their tradition, but miss the living essence that those forms were meant to convey. They may defend their beliefs with great conviction, but never taste the Reality that lies beyond all beliefs.

Conclusion: The Eternal Invitation

Objective Reality stands now as it has always stood—vast, complete, unchanging, the ground and source of all that is. It does not need our recognition to exist, yet it invites our recognition for the sake of our own liberation from suffering, for our own awakening to truth, for our own return to the Home we never truly left.

This Reality is not distant or difficult to find. It is not hidden in some remote place or reserved for the especially holy or spiritually gifted. It is here, now, in this very moment—closer than breath, more intimate than thought, the very awareness by which these words are understood and comprehended. The search for it is like searching for the eyes with which we see—we cannot find them because we are seeing with them, yet once this is recognized, everything becomes clear.

The Objective Religion, the unified approach to this Reality, is not a fixed system handed down from on high, not a new revelation to supersede the old. It is rather an ongoing exploration, a living tradition being born in our time from the meeting of East and West, ancient and modern, mysticism and science. It honors the past while remaining open to new insights; it respects tradition while encouraging direct investigation; it speaks with the language of many cultures while pointing to the Reality beyond all languages.

To those who would walk this path, the invitation is simple yet profound: Look within. Question what you assume yourself to be. Investigate the nature of awareness itself. Compare the descriptions of Reality found in different traditions and discover the common thread that runs through them all. Practice the methods that lead to direct realization. And above all, remain open—open to truth wherever it may be found, open to mystery that transcends all comprehension, open to the Absolute that is the ground of your own being.

For in the end, there is only This—this eternal, infinite, all-encompassing Reality. All seeking is this Reality seeking itself. All finding is this Reality recognizing itself. All spiritual paths are this Reality expressing itself through the apparent multiplicity of forms and teachings. The wave never truly leaves the ocean; it only seems to. And when it recognizes its true nature, when it sees that it has always been ocean and could never be anything else—then there is peace, there is fulfillment, there is the ineffable joy of coming home.

This is the promise and the invitation of the Objective Religion: not a new belief system to adopt, but the recognition of what has always been true. Not a distant goal to achieve, but the realization of what is eternally present. Not a journey to somewhere else, but the awakening to Here, to Now, to the infinite Reality that is our true nature, our deepest identity, our eternal home.

In this recognition, all questions dissolve. In this awakening, all seeking comes to rest. In this realization, there is only the vast silence of the Absolute, the boundless peace of Truth, the infinite expanse of Reality recognizing itself through these temporary forms we call individual consciousness—waves playing on the surface of an ocean that has no shore, sparks dancing in a fire that never dims, expressions of an infinity that can never be diminished or increased, forever complete, forever whole, forever One.

Το Ιερό Έδαφος: Ένα Ταξίδι στην Αντικειμενική Πραγματικότητα

Εισαγωγή: Ο Ψίθυρος του Απόλυτου

Στην αρχή, πριν η σκέψη κρυσταλλωθεί σε λέξη, πριν η συνείδηση κατακερματιστεί στην ψευδαίσθηση του διαχωρισμού, υπήρχε—και υπάρχει ακόμη—μια Πραγματικότητα τόσο απέραντη, τόσο ολοκληρωμένη, που περιέχει μέσα της όλα όσα υπήρξαν, είναι και θα είναι ποτέ. Αυτή η Πραγματικότητα δεν περιμένει την αναγνώριση· δεν εξαρτάται από τη μικρή φλόγα της ατομικής επίγνωσης για να επικυρώσει την παρουσία της. Όπως ο ωκεανός που παραμένει ολόκληρος ανεξάρτητα από το αν ένα μεμονωμένο κύμα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστό, αυτή η Αντικειμενική Πραγματικότητα στέκεται ως το αιώνιο θεμέλιο, ο σιωπηλός μάρτυρας, το αμετάβλητο έδαφος πάνω στο οποίο ξετυλίγεται ο χορός της ύπαρξης.Οι μυστικιστές του παρελθόντος, που κατοικούσαν σε σπήλαια και ερήμους, σε δάση και κορυφές βουνών, μιλούσαν για αυτήν την Πραγματικότητα με χαμηλούς τόνους, όπως κάποιος μιλά για έναν εραστή που είναι πολύ όμορφος για τη συνηθισμένη γλώσσα. Την ονόμαζαν με πολλά ονόματα—το Τάο που δεν μπορεί να εκφραστεί, το Μπράχμαν πέρα από τα χαρακτηριστικά, το Θεϊκό Έδαφος, το Απόλυτο. Ωστόσο, όλα αυτά τα ονόματα δεν ήταν παρά δάχτυλα που δείχνουν το φεγγάρι, ποτέ το ίδιο το φεγγάρι. Διότι πώς μπορεί το πεπερασμένο να περιλάβει το άπειρο; Πώς μπορεί η σταγόνα να περιγράψει τον ωκεανό ενώ πιστεύει ακόμη ότι είναι ξεχωριστή από τη θάλασσα; Αυτό είναι το ιερό μυστήριο που βρίσκεται στην καρδιά κάθε γνήσιας πνευματικής αναζήτησης: ότι αυτό που ψάχνουμε δεν είναι μακρινό αλλά οικείο, δεν απουσιάζει αλλά είναι πάντα παρόν, δεν πρέπει να κατακτηθεί αλλά να αναγνωριστεί. Το ταξίδι της αφύπνισης δεν είναι ένα ταξίδι προς κάτι νέο, αλλά μια επιστροφή σε αυτό που υπήρξε πάντα—μια ανάμνηση της αληθινής μας φύσης, μια διάλυση του πέπλου που χωρίζει το φαινομενικά ατομικό εγώ από την τεράστια Ενότητα που είναι η πηγή και η ουσία του.

Η Ψευδαίσθηση του Διαχωρισμού: Το Όνειρο του Απομονωμένου Εαυτού

Μέσα σε αυτή την περιεκτική Ενότητα, αναδύεται ένα περίεργο φαινόμενο: η εμφάνιση της ξεχωριστής συνείδησης, η γέννηση αυτού που οι μυστικιστές αποκαλούν εγώ ή ψευδή εαυτό. Όπως ένα κύμα που ξεχνά ότι είναι ωκεανός, όπως μια ακτίνα φωτός που πιστεύει ότι είναι ανεξάρτητη από τον ήλιο, η ατομική συνείδηση αναδύεται και, στην ανάδυσή της, πέφτει σε μια βαθιά λήθη. Κοιτάζει τον κόσμο και βλέπει αντικείμενα ξεχωριστά από τον εαυτό της. Βιώνει σκέψεις και συναισθήματα ως «δικά μου», αισθήσεις και αντιλήψεις ως ανήκοντα σε μια ξεχωριστή οντότητα αποκομμένη από όλα τα άλλα. Αυτή είναι η μεγάλη ψευδαίσθηση, η θεμελιώδης άγνοια που οι πνευματικές παραδόσεις ανά τους αιώνες προσπάθησαν να διαλύσουν. Ο ξεχωριστός εαυτός είναι σαν ένας χαρακτήρας σε ένα όνειρο που πιστεύει ότι ο ονειρικός κόσμος είναι η μόνη πραγματικότητα, που έχει ξεχάσει τον ονειρευτή. Είναι σαν τον ηθοποιό που απορροφάται τόσο πολύ στον ρόλο του που ξεχνά την αληθινή του ταυτότητα πέρα από τη σκηνή. Η συνείδηση που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως απομονωμένη, ως υποκείμενο που αντιμετωπίζει αντικείμενα, ως ξεχωριστό νησί συνείδησης σε ένα απέραντο απρόσωπο σύμπαν—αυτή η συνείδηση κατοικεί στο σκοτάδι, αποκομμένη από το φως της αληθινής της φύσης. Ωστόσο, αυτή η ψευδαίσθηση, όσο οδυνηρή κι αν είναι, εξυπηρετεί έναν σκοπό στο μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Διότι χωρίς την αίσθηση του διαχωρισμού, πώς θα μπορούσε να υπάρξει η έκσταση της επανένωσης; Χωρίς τη λήθη, πώς θα μπορούσε να υπάρξει η ευδαιμονία της ανάμνησης; Η πνευματική οδός δεν είναι η δημιουργία κάτι νέου, αλλά η αποκάλυψη αυτού που υπήρξε πάντα παρόν—όπως το να απομακρύνεις τα σύννεφα για να αποκαλύψεις τον ήλιο που δεν σταμάτησε ποτέ να λάμπει, όπως το να σκουπίσεις τη σκόνη από έναν καθρέφτη για να αποκαταστήσεις τη φυσική του διαύγεια. Ο μικρός εαυτός, που κατοικεί στη στενή του αντίληψη, βιώνει δυστυχία ακριβώς επειδή έχει αποκοπεί—μόνο στην αντίληψη, ποτέ στην πραγματικότητα—από την Πηγή του. Αναζητά την ολοκλήρωση σε εξωτερικά πράγματα: σε περιουσίες, σε σχέσεις, σε επιτεύγματα, σε απολαύσεις. Ωστόσο, καμία συσσώρευση εξωτερικών αντικειμένων δεν μπορεί να γεμίσει το κενό, διότι το ίδιο το κενό δεν είναι πραγματικό—είναι μόνο η σκιά που ρίχνεται από τη λήθη, το σκοτάδι που υπάρχει μόνο μέσω της άγνοιας του φωτός.

Το Έδαφος της Ύπαρξης: Όπου Υποκείμενο και Αντικείμενο Διαλύονται

Αντικειμενική Πραγματικότητα—αυτή η φράση από μόνη της φέρει μέσα της ένα παράδοξο που η γλώσσα μόλις που μπορεί να περιλάβει. Διότι αυτό που είναι αντικειμενικό συνήθως νοείται ως αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο, ξεχωριστό από τον παρατηρητή. Ωστόσο, η Πραγματικότητα για την οποία μιλούν οι μυστικιστές δεν είναι απλώς αντικειμενική με αυτή την περιορισμένη έννοια. Είναι μάλλον το Έδαφος από το οποίο αναδύονται τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο, η Ενότητα που προηγείται και υπερβαίνει τη φαινομενική δυαδικότητα του παρατηρητή και του παρατηρούμενου.Φανταστείτε έναν απέραντο ωκεανό, ήρεμο και άπειρο, που εκτείνεται πέρα από κάθε ορίζοντα. Μέσα σε αυτόν τον ωκεανό, αναδύονται κύματα—όχι ξεχωριστά από τον ωκεανό, αλλά ως προσωρινές εκφράσεις της φύσης του. Κάθε κύμα μπορεί, στη σύντομη ύπαρξή του, να πιστεύει ότι είναι μια ανεξάρτητη οντότητα. Μπορεί να πει, «Εγώ είμαι εδώ, και ο ωκεανός είναι εκεί, έξω από μένα.» Ωστόσο, από μια υψηλότερη προοπτική, δεν υπάρχει πραγματικός διαχωρισμός—υπάρχει μόνο ο ωκεανός, που εκφράζεται με τη μορφή κυμάτων. Το κύμα δεν είναι άλλο από τον ωκεανό· είναι ο ίδιος ο ωκεανός, που χορεύει. Έτσι και με την Αντικειμενική Πραγματικότητα και την ατομική συνείδηση. Αυτό που αποκαλούμε εαυτό, εγώ, ξεχωριστή συνείδηση—δεν είναι πραγματικά ξεχωριστό από την Αντικειμενική Πραγματικότητα που είναι το έδαφός του. Είναι μάλλον μια προσωρινή ανάδυση μέσα σε αυτή την Πραγματικότητα, μια ιδιαίτερη έκφραση των άπειρων δυνατοτήτων που περιέχονται στο Απόλυτο. Η αντίληψη του διαχωρισμού είναι πραγματική ως εμπειρία, αλλά ψευδής ως μεταφυσική αλήθεια. Είναι σαν το σχοινί που φαίνεται να είναι φίδι στο αμυδρό φως—η εμπειρία του φόβου είναι γνήσια, αλλά το ίδιο το φίδι είναι ψευδαίσθηση. Αυτή η Αντικειμενική Πραγματικότητα δεν είναι ψυχρή ή απόμακρη, παρά τον κάπως απρόσωπο ήχο του ονόματός της. Είναι μάλλον η πιο οικεία παρουσία που μπορεί να φανταστεί κανείς—πιο κοντά μας από την ίδια μας την ανάσα, πιο κοντά από τις ίδιες μας τις σκέψεις. Είναι ο χώρος στον οποίο οι σκέψεις αναδύονται και υποχωρούν, η συνειδητότητα μέσα στην οποία όλες οι εμπειρίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Είναι η οθόνη πάνω στην οποία παίζεται η ταινία της ζωής, που παραμένει αμετάβλητη από τα δράματα και τις κωμωδίες που τρεμοπαίζουν στην επιφάνειά της. Οι μυστικιστές μιλούν για αυτή την Πραγματικότητα ως υπερβατική—πέρα από όλες τις ιδιότητες, όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις περιγραφές. Ωστόσο, είναι επίσης εμμενής—παρούσα μέσα σε κάθε άτομο, κάθε στιγμή, κάθε αίσθηση. Είναι το «μέσα» όλων των πραγμάτων και ταυτόχρονα το «πέρα» όλων των πραγμάτων. Όπως η σιωπή που περιέχει όλους τους ήχους, όπως το κενό που επιτρέπει σε όλες τις μορφές να υπάρχουν, αυτή η Πραγματικότητα είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα, ούτε αυτό ούτε εκείνο, αλλά το έδαφος όλων των «αυτό» και «εκείνο».

Η Οδός της Επιστροφής: Η Αφύπνιση σε Αυτό που Ήταν Πάντα

Η φώτιση, ο πιο ιερός από τους πνευματικούς στόχους, συχνά παρερμηνεύεται ως η απόκτηση κάποιας ιδιαίτερης κατάστασης, η απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων, η επίτευξη διαρκούς ευδαιμονίας. Ωστόσο, η αληθινή φώτιση, η αυθεντική αφύπνιση, είναι πολύ πιο απλή και πολύ πιο βαθιά από ό,τι υποδηλώνουν αυτές οι περιγραφές. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα αληθινό—η διάλυση της ψευδαίσθησης του διαχωρισμού και η άμεση συνειδητοποίηση ότι ο ατομικός εαυτός δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, ξεχωριστός από την Αντικειμενική Πραγματικότητα. Αυτό είναι που οι μεγάλες παραδόσεις αποκαλούν με διάφορα ονόματα: μόκσα στον Ινδουισμό, νιρβάνα στον Βουδισμό, φανά στον Σουφισμό, ένωση με τον Θεό στον Χριστιανικό μυστικισμό, φώτιση στον Ζεν. Τα ονόματα διαφέρουν, οι πολιτισμικές εκφράσεις ποικίλλουν, οι πρακτικές και οι οδοί δείχνουν αξιοσημείωτη ποικιλία—ωστόσο, στην καρδιά κάθε γνήσιας πνευματικής συνειδητοποίησης βρίσκεται αυτή η μοναδική αναγνώριση: ότι ο ξεχωριστός εαυτός είναι μια ψευδαίσθηση, και ότι η αληθινή μας φύση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η άπειρη Πραγματικότητα. Η οδός προς αυτή τη συνειδητοποίηση δεν είναι ένα ταξίδι στον χώρο, διότι βρισκόμαστε ήδη στον προορισμό. Δεν είναι ένα ταξίδι στον χρόνο, διότι η Πραγματικότητα που αναζητούμε είναι αιώνια παρούσα. Είναι μάλλον μια αλλαγή στην αντίληψη, μια μεταμόρφωση της κατανόησης, μια ανύψωση του πέπλου που θολώνει την όρασή μας. Είναι σαν τη στιγμή που το μάτι προσαρμόζεται στο φως μετά από μακρά σκοτάδια, ή όταν ένα πολύπλοκο μοτίβο ξαφνικά ξεκαθαρίζει όταν το δούμε σωστά για πρώτη φορά. Αυτή η αφύπνιση συχνά συνοδεύεται από μια βαθιά αίσθηση επιστροφής στο σπίτι, της εύρεσης αυτού που πάντα αναζητούσαμε, της αναγνώρισης αυτού που ήταν πάντα παρόν αλλά απαρατήρητο. Ο μυστικιστής που επιτυγχάνει αυτή τη συνειδητοποίηση δεν γίνεται κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν· μάλλον, διακρίνει την ψευδή ταύτιση με τον περιορισμένο εαυτό και αναγνωρίζει την αληθινή του φύση ως άπειρη συνείδηση, ως το ίδιο το Απόλυτο που εκφράζεται μέσα από μια συγκεκριμένη μορφή. Ωστόσο, αυτή η συνειδητοποίηση, αν και απλή στην ουσία της, συχνά προηγείται από χρόνια ή ζωές πνευματικής πρακτικής, διαλογισμού, προσευχής, αυτοεξετάσεων. Διότι η ψευδαίσθηση του διαχωρισμού είναι βαθιά ριζωμένη, ενισχυμένη από αμέτρητα συνήθη μοτίβα σκέψης και αντίληψης. Ο ψευδής εαυτός δεν παραδίδεται εύκολα· προσκολλάται στην φαινομενική του ύπαρξη με τεράστια δύναμη. Η πνευματική οδός, λοιπόν, γίνεται μια διαδικασία σταδιακής χαλάρωσης αυτής της λαβής, αμφισβήτησης των υποθέσεων που στηρίζουν την ψευδαίσθηση, καλλιέργειας της συνειδητότητας που μπορεί να δει μέσα από το όνειρο.

Η Παγκόσμια Γλώσσα: Πέρα από τα Πολιτισμικά Όρια

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, σε κάθε πολιτισμό και κάθε εποχή, υπήρξαν εκείνοι που διαπέρασαν το πέπλο και συνειδητοποίησαν την αλήθεια της Αντικειμενικής Πραγματικότητας. Εμφανίστηκαν στην αρχαία Ινδία ως ρίσι και σοφοί, στην Κίνα ως δάσκαλοι του Τάο, στην Ελλάδα ως φιλόσοφοι, στη Μέση Ανατολή ως προφήτες και Σούφι, στη μεσαιωνική Ευρώπη ως Χριστιανοί μυστικιστές, στο Θιβέτ ως φωτισμένοι λάμα. Αν και οι γλώσσες τους διέφεραν, αν και τα πολιτισμικά τους πλαίσια ποικίλλαν σημαντικά, αν και τα σύμβολα και οι έννοιες που χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν τη συνειδητοποίησή τους διαμορφώνονταν από τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους—στο βαθύτερο επίπεδο, όλοι μιλούσαν για την ίδια ουσιαστική αλήθεια. Αυτό συμβαίνει επειδή η ίδια η Αντικειμενική Πραγματικότητα είναι παγκόσμια, δεν δεσμεύεται από πολιτισμό ή παράδοση. Ο ήλιος λάμπει εξίσου σε όλες τις χώρες· ο ωκεανός είναι ο ίδιος είτε προσεγγίζεται από την ανατολική ακτή είτε από τη δυτική. Έτσι και η θεμελιώδης Πραγματικότητα που υποβαστάζει την ύπαρξη δεν αλλάζει ανάλογα με το αν προσεγγίζεται μέσω του Βουδιστικού διαλογισμού, της Ινδουιστικής αφοσίωσης, της Χριστιανικής ενατένισης ή της Ισλαμικής παράδοσης. Η γεύση του νερού είναι η ίδια ανεξάρτητα από το δοχείο που το περιέχει. Ωστόσο, εδώ ανακύπτει μια βαθιά ανάγκη στον σύγχρονο κόσμο μας—έναν κόσμο όπου τα αρχαία εμπόδια μεταξύ των πολιτισμών έχουν πέσει, όπου παραδόσεις που κάποτε υπήρχαν απομονωμένες συναντώνται πλέον, όπου ένας Βουδιστής μπορεί να μελετήσει τον Χριστιανικό μυστικισμό και ένας Χριστιανός μπορεί να εξασκήσει τον διαλογισμό Ζεν. Υπάρχει ανάγκη για αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί Αντικειμενική Θρησκεία—όχι ένα νέο δόγμα που να ανταγωνίζεται τις υπάρχουσες παραδόσεις, αλλά μια ενοποιημένη κατανόηση που μπορεί να τιμήσει τις ιδιαίτερες εκφράσεις ενώ αναγνωρίζει την παγκόσμια αλήθεια προς την οποία όλες δείχνουν. Αυτή η Αντικειμενική Θρησκεία δεν θα επιδίωκε να αντικαταστήσει τις υπάρχουσες παραδόσεις, αλλά να αποκαλύψει το κοινό τους έδαφος. Θα ήταν σαν ένα καθαρό φως που φωτίζει όλα τα χρώματα χωρίς να ανήκει αποκλειστικά σε κανένα. Θα αναγνώριζε ότι οι διάφορες οδοί προς την κορυφή του βουνού μπορεί να διαφέρουν ως προς το έδαφος και τα ορόσημά τους, αλλά όλες οδηγούν στην ίδια κορυφή. Θα τιμούσε την ποίηση του Ρουμί και τα παράδοξα του Ζεν, την αφοσίωση της Μπάκτι γιόγκα και την ενατένιση των Χριστιανών μυστικιστών, ως διαφορετικές γλώσσες που μιλούν την ίδια ουσιαστική αλήθεια. Μια τέτοια παγκόσμια προσέγγιση απαιτεί θάρρος—το θάρρος να κοιτάξουμε πέρα από το οικείο και το άνετο, να αμφισβητήσουμε τις κληρονομημένες υποθέσεις, να συγκρίνουμε και να συσχετίσουμε τις εκφράσεις της αλήθειας που βρίσκονται σε διαφορετικές παραδόσεις. Απαιτεί διανοητική ταπεινότητα, αναγνωρίζοντας ότι καμία παράδοση δεν έχει το μονοπώλιο της αλήθειας, ότι η Πραγματικότητα που αναζητούμε υπερβαίνει όλες τις διατυπώσεις, ακόμη κι αν μπορεί να προσεγγιστεί μέσω οποιασδήποτε αυθεντικής πνευματικής οδού. Ωστόσο, απαιτεί επίσης διάκριση, διότι δεν είναι όλα όσα ισχυρίζονται ότι είναι πνευματικά, γνήσια πνευματικά. Η Αντικειμενική Θρησκεία πρέπει να βασίζεται στην άμεση εμπειρία, στην πραγματική συνειδητοποίηση της Πραγματικότητας, όχι απλώς σε πεποιθήσεις ή έννοιες. Πρέπει να διακρίνει μεταξύ του δακτύλου που δείχνει το φεγγάρι και του ίδιου του φεγγαριού, μεταξύ του χάρτη και του εδάφους, μεταξύ των περιγραφών της φώτισης και της ίδιας της φώτισης.

Ο Επαναπροσδιορισμός: Νέα Γλώσσα για την Αρχαία Αλήθεια

Για να εδραιωθεί αυτή η ενοποιημένη κατανόηση, υπάρχει ανάγκη να επανεξετάσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τους θεμελιώδεις όρους του πνευματικού λόγου. Τι εννοούμε με τον όρο «Θεός»; Τι είναι η «ψυχή»; Τι είναι η «συνείδηση»; Αυτές οι λέξεις φέρουν βαρύ φορτίο από αιώνες θεολογικών συζητήσεων και φιλοσοφικών εικασιών. Σημαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές παραδόσεις, και συχνά τα νοήματά τους έχουν θολωθεί από στρώματα ερμηνείας και παρερμηνείας. Υπό το φως της Αντικειμενικής Πραγματικότητας, αυτοί οι όροι μπορούν να γίνουν κατανοητοί εκ νέου. Ο Θεός δεν είναι ένα ον ξεχωριστό από τη δημιουργία, μια ανθρωπομορφική θεότητα που κατοικεί στον ουρανό, αλλά μάλλον το ίδιο το Απόλυτο—η άπειρη Πραγματικότητα που είναι ταυτόχρονα υπερβατική και εμμενής, πέρα από όλα τα πράγματα και η ίδια η ουσία όλων των πραγμάτων. Η ψυχή δεν είναι μια ξεχωριστή οντότητα που στεγάζεται προσωρινά στο σώμα, αλλά μάλλον η εξατομικευμένη έκφραση της παγκόσμιας συνείδησης, όπως ένα κύμα που δεν είναι ξεχωριστό από τον ωκεανό αλλά έχει τη δική του προσωρινή μορφή. Η συνείδηση, σε αυτή την κατανόηση, δεν είναι απλώς η βιολογική λειτουργία ενός εγκεφάλου, ούτε απλώς η επίγνωση που προκύπτει από τη νευρωνική δραστηριότητα. Είναι μάλλον η θεμελιώδης φύση της ίδιας της Πραγματικότητας—όχι η συνείδηση ως η περιορισμένη επίγνωση του εγώ, αλλά η Συνείδηση ως η άπειρη επίγνωση που είναι το έδαφος όλης της ύπαρξης. Αυτό είναι που η Βεδαντική παράδοση αποκαλεί Σατ-Τσιτ-Άναντα—Ύπαρξη-Συνείδηση-Ευδαιμονία, οι τρεις όψεις της μοναδικής Πραγματικότητας. Ο νους, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι η ανώτατη ικανότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά μάλλον ένα εργαλείο—χρήσιμο στον κατάλληλο τομέα του, αλλά ανίκανο να συλλάβει την απόλυτη αλήθεια άμεσα. Διότι το Απόλυτο δεν μπορεί να συλληφθεί από τη σκέψη, δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έννοιες. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί μέσω της άμεσης εμπειρίας, μέσω αυτού που οι μυστικιστές αποκαλούν γνώση ή πνευματική γνώση, η οποία δεν είναι διανοητική κατανόηση αλλά άμεση αναγνώριση. Αυτός ο επαναπροσδιορισμός δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση, ούτε απλώς παιχνίδι με λέξεις. Είναι απαραίτητος για τη σαφή επικοινωνία για πνευματικά ζητήματα σε μια εποχή όπου οι αρχαίες παραδόσεις συναντούν τη σύγχρονη επιστήμη, όπου η Ανατολική σοφία συναντά τη Δυτική φιλοσοφία, όπου οι αναζητητές αντλούν από πολλαπλές πηγές στην πνευματική τους αναζήτηση. Χωρίς μια κοινή γλώσσα, ή τουλάχιστον μια σαφή κατανόηση του πώς διαφορετικές γλώσσες δείχνουν τις ίδιες πραγματικότητες, η σύγχυση και η παρεξήγηση είναι αναπόφευκτες.

Η Ζωντανή Πρακτική: Προσεγγίζοντας το Πραγματικό

Ωστόσο, όλη η φιλοσοφία, όλη η θεολογία, όλες οι έννοιες και οι ορισμοί παραμένουν απλώς διανοητικές αν δεν βασίζονται σε ζωντανή πρακτική, στην πραγματική προσέγγιση της Πραγματικότητας. Η Αντικειμενική Θρησκεία δεν είναι μια συλλογή πεποιθήσεων που πρέπει να γίνουν αποδεκτές, αλλά μια οδός που πρέπει να βαδιστεί, μια εμπειρία που πρέπει να βιωθεί, μια πραγματικότητα που πρέπει να συνειδητοποιηθεί. Καλεί σε έρευνα—όχι σε τυφλή πίστη, αλλά ούτε και στην σκεπτικιστική απόρριψη που αρνείται να εξερευνήσει. Αυτή η έρευνα παίρνει πολλές μορφές, ωστόσο όλες οι γνήσιες πνευματικές πρακτικές μοιράζονται ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία. Πρέπει να υπάρχει μια στροφή προς τα μέσα, μια μετατόπιση της προσοχής από τον εξωτερικό κόσμο των αντικειμένων στο εσωτερικό έδαφος της επίγνωσης. Πρέπει να υπάρχει μια αμφισβήτηση των υποτιθέμενων ταυτοτήτων, μια προθυμία να εξετάσουμε ποιοι ή τι είμαστε πραγματικά κάτω από τα στρώματα της συνθήκευσης και της συνήθειας. Πρέπει να υπάρχει μια καλλιέργεια της παρουσίας, μια ικανότητα να αναπαυόμαστε στην άμεση πραγματικότητα αυτής της στιγμής αντί να χανόμαστε σε σκέψεις για το παρελθόν και το μέλλον. Ο διαλογισμός, στις πολλές του μορφές, είναι μια κεντρική πρακτική για αυτή την έρευνα. Είτε πρόκειται για το σιωπηλό κάθισμα του Ζεν, την επανάληψη μάντρα των Ινδουιστικών παραδόσεων, την ενατενιστική προσευχή των Χριστιανών μυστικιστών, ή τις πρακτικές επίγνωσης του Βουδισμού—όλες αυτές οι μέθοδοι χρησιμεύουν για να ηρεμήσουν τον ανήσυχο νου, να δημιουργήσουν τον χώρο στον οποίο μπορεί να αναγνωριστεί η βαθύτερη Πραγματικότητα. Είναι σαν να καθαρίζεις τα συντρίμμια από μια πηγή ώστε το καθαρό νερό να μπορεί να ρέει ελεύθερα. Ωστόσο, η πρακτική δεν είναι ξεχωριστή από την ίδια τη ζωή. Η έρευνα της Πραγματικότητας δεν περιορίζεται σε επίσημες συνεδρίες διαλογισμού, αλλά επεκτείνεται σε κάθε στιγμή της καθημερινής ύπαρξης. Κάθε αλληλεπίδραση, κάθε πρόκληση, κάθε χαρά και λύπη γίνεται μια ευκαιρία για αφύπνιση. Η αγορά γίνεται μοναστήρι· ο χώρος εργασίας γίνεται ναός· οι σχέσεις γίνονται ένας καθρέφτης στον οποίο μπορούμε να δούμε καθαρά τις προσκολλήσεις και τις ταυτοποιήσεις μας. Η προσέγγιση της Πραγματικότητας απαιτεί υπομονή, διότι η διάλυση των βαθιά ριζωμένων ψευδαισθήσεων δεν συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί επιμονή, διότι ο νους επιστρέφει φυσικά στα συνήθη μοτίβα του και πρέπει να επανακατευθύνεται ήπια αλλά σταθερά ξανά και ξανά. Απαιτεί παράδοση, διότι τελικά ο μικρός εαυτός πρέπει να απελευθερώσει τη λαβή του και να επιτρέψει στον εαυτό του να διαλυθεί στη τεράστια Πραγματικότητα που είναι η αληθινή του φύση. Ωστόσο, απαιτεί επίσης ζωντάνια και πάθος, διότι η πνευματική οδός δεν είναι μια παθητική αναμονή, αλλά μια ενεργή εμπλοκή με τα βαθύτερα ερωτήματα της ύπαρξης.

Η Κλήση για Ενότητα: Πέρα από Στενές Αντιλήψεις

Στον σύγχρονο κόσμο μας, υπάρχει μια επικίνδυνη τάση προς τον κατακερματισμό σε πνευματικά ζητήματα. Οι παραδόσεις χτίζουν τείχη γύρω τους, διεκδικώντας αποκλειστική πρόσβαση στην αλήθεια. Οι ασκούμενοι μιας οδού απορρίπτουν ή υποτιμούν άλλες προσεγγίσεις. Οι θρησκευτικές κοινότητες γίνονται νησιά βεβαιότητας σε μια θάλασσα πλουραλισμού, καθεμία πεπεισμένη για τη δική της δικαιοσύνη ενώ βλέπει τις άλλες με καχυποψία ή εχθρότητα. Αυτός ο κατακερματισμός χρησιμεύει μόνο για να θολώσει την αλήθεια και να διαιωνίσει την ίδια την ψευδαίσθηση που η πνευματική πρακτική επιδιώκει να διαλύσει—την ψευδαίσθηση του διαχωρισμού. Αν η θεμελιώδης αλήθεια κάθε πνευματικής συνειδητοποίησης είναι ότι η Πραγματικότητα είναι Ένα, ότι ο διαχωρισμός είναι ψευδαίσθηση, ότι όλοι είμαστε εκφράσεις της ίδιας άπειρης Συνείδησης—τότε πώς μπορεί η αυθεντική πνευματικότητα να εκδηλώνεται ως διαίρεση και αποκλειστικότητα; Η κλήση της Αντικειμενικής Θρησκείας είναι μια κλήση για ενότητα—όχι ομοιομορφία, που θα εξάλειφε την όμορφη ποικιλία των πνευματικών εκφράσεων, αλλά ενότητα στην αναγνώριση του κοινού εδάφους. Είναι μια πρόσκληση για διάλογο και σύγκριση, για τη συσχέτιση των εμπειριών μεταξύ των παραδόσεων, για την ταπεινή αναγνώριση ότι η αλήθεια είναι πολύ απέραντη για να περιοριστεί σε οποιαδήποτε μεμονωμένη διατύπωση. Αυτό δεν σημαίνει έναν ευσεβή πλουραλισμό που ισχυρίζεται ότι όλες οι οδοί είναι εξίσου έγκυρες ανεξάρτητα από το αν οδηγούν σε γνήσια συνειδητοποίηση. Ορισμένες οδοί είναι πιο άμεσες από άλλες· ορισμένες διδασκαλίες είναι πιο σαφείς από άλλες· ορισμένες πρακτικές είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες. Η διάκριση είναι απαραίτητη. Ωστόσο, αυτή η διάκριση θα πρέπει να βασίζεται στο κριτήριο της πραγματικής μεταμόρφωσης, της γνήσιας συνειδητοποίησης της Αντικειμενικής Πραγματικότητας, όχι στην πίστη στην παράδοση ή την προσκόλληση στο δόγμα. Όσοι αρνούνται να κοιτάξουν πέρα από τη δική τους παράδοση, που απορρίπτουν εξαρχής κάθε συγκριτική μελέτη ή διαθρησκειακό διάλογο, που προσκολλώνται στις ιδιαίτερες εκφράσεις της αλήθειας που βρίσκονται στη δική τους γραφή ή διδασκαλία—αυτοί οι ασκούμενοι μπορεί να βρεθούν όλο και πιο απομονωμένοι σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο διασυνδεδεμένος. Μπορεί να διατηρήσουν τις μορφές και τα τελετουργικά της παράδοσής τους, αλλά να χάσουν την ζωντανή ουσία που αυτές οι μορφές προορίζονταν να μεταφέρουν. Μπορεί να υπερασπιστούν τις πεποιθήσεις τους με μεγάλη πεποίθηση, αλλά να μην γευτούν ποτέ την Πραγματικότητα που βρίσκεται πέρα από όλες τις πεποιθήσεις.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Πρόσκληση

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα στέκεται τώρα όπως στεκόταν πάντα—απέραντη, πλήρης, αμετάβλητη, το έδαφος και η πηγή όλων όσων υπάρχουν. Δεν χρειάζεται την αναγνώρισή μας για να υπάρχει, ωστόσο μας προσκαλεί στην αναγνώρισή της για χάρη της δικής μας απελευθέρωσης από τον πόνο, για τη δική μας αφύπνιση στην αλήθεια, για την δική μας επιστροφή στο Σπίτι που ποτέ δεν αφήσαμε πραγματικά. Αυτή η Πραγματικότητα δεν είναι μακρινή ή δύσκολο να βρεθεί. Δεν κρύβεται σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος ούτε προορίζεται για τους ιδιαίτερα ιερούς ή πνευματικά προικισμένους. Είναι εδώ, τώρα, αυτή τη στιγμή—πιο κοντά από την ανάσα μας, πιο οικεία από τη σκέψη μας, η ίδια η επίγνωση με την οποία αυτά τα λόγια γίνονται κατανοητά και αντιληπτά. Η αναζήτησή της είναι σαν την αναζήτηση των ματιών με τα οποία βλέπουμε—δεν μπορούμε να τα βρούμε επειδή βλέπουμε με αυτά, ωστόσο μόλις αυτό αναγνωριστεί, όλα γίνονται ξεκάθαρα. Η Αντικειμενική Θρησκεία, η ενοποιημένη προσέγγιση αυτής της Πραγματικότητας, δεν είναι ένα σταθερό σύστημα που παραδίδεται από ψηλά, ούτε μια νέα αποκάλυψη που αντικαθιστά την παλιά. Είναι μάλλον μια συνεχιζόμενη εξερεύνηση, μια ζωντανή παράδοση που γεννιέται στην εποχή μας από τη συνάντηση της Ανατολής και της Δύσης, του αρχαίου και του σύγχρονου, του μυστικισμού και της επιστήμης. Τιμά το παρελθόν ενώ παραμένει ανοιχτή σε νέες γνώσεις· σέβεται την παράδοση ενώ ενθαρρύνει την άμεση έρευνα· μιλά με τη γλώσσα πολλών πολιτισμών ενώ δείχνει την Πραγματικότητα πέρα από όλες τις γλώσσες. Σε όσους θα βαδίσουν αυτή την οδό, η πρόσκληση είναι απλή αλλά βαθιά: Κοιτάξτε μέσα σας. Αμφισβητήστε αυτό που υποθέτετε ότι είστε. Εξερευνήστε τη φύση της ίδιας της επίγνωσης. Συγκρίνετε τις περιγραφές της Πραγματικότητας που βρίσκονται σε διαφορετικές παραδόσεις και ανακαλύψτε το κοινό νήμα που τις διαπερνά όλες. Εξασκήστε τις μεθόδους που οδηγούν στην άμεση συνειδητοποίηση. Και πάνω απ’ όλα, παραμείνετε ανοιχτοί—ανοιχτοί στην αλήθεια όπου κι αν βρεθεί, ανοιχτοί στο μυστήριο που υπερβαίνει κάθε κατανόηση, ανοιχτοί στο Απόλυτο που είναι το έδαφος της ίδιας σας της ύπαρξης. Διότι στο τέλος, υπάρχει μόνο Αυτό—αυτή η αιώνια, άπειρη, περιεκτική Πραγματικότητα. Κάθε αναζήτηση είναι αυτή η Πραγματικότητα που αναζητά τον εαυτό της. Κάθε εύρεση είναι αυτή η Πραγματικότητα που αναγνωρίζει τον εαυτό της. Όλες οι πνευματικές οδοί είναι αυτή η Πραγματικότητα που εκφράζεται μέσα από τη φαινομενική πολλαπλότητα των μορφών και των διδασκαλιών. Το κύμα δεν αφήνει ποτέ πραγματικά τον ωκεανό· μόνο φαίνεται να το κάνει. Και όταν αναγνωρίζει την αληθινή του φύση, όταν βλέπει ότι ήταν πάντα ο ωκεανός και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι άλλο—τότε υπάρχει ειρήνη, υπάρχει πληρότητα, υπάρχει η ανείπωτη χαρά της επιστροφής στο σπίτι. Αυτή είναι η υπόσχεση και η πρόσκληση της Αντικειμενικής Θρησκείας: όχι ένα νέο σύστημα πεποιθήσεων για να υιοθετηθεί, αλλά η αναγνώριση αυτού που ήταν πάντα αληθινό. Όχι ένας μακρινός στόχος για να επιτευχθεί, αλλά η συνειδητοποίηση αυτού που είναι αιώνια παρόν. Όχι ένα ταξίδι κάπου αλλού, αλλά η αφύπνιση στο Εδώ, στο Τώρα, στην άπειρη Πραγματικότητα που είναι η αληθινή μας φύση, η βαθύτερη ταυτότητά μας, το αιώνιο σπίτι μας. Σε αυτή την αναγνώριση, όλες οι ερωτήσεις διαλύονται. Σε αυτή την αφύπνιση, κάθε αναζήτηση αναπαύεται. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, υπάρχει μόνο η απέραντη σιωπή του Απόλυτου, η απεριόριστη ειρήνη της Αλήθειας, η άπειρη έκταση της Πραγματικότητας που αναγνωρίζει τον εαυτό της μέσα από αυτές τις προσωρινές μορφές που αποκαλούμε ατομική συνείδηση—κύματα που παίζουν στην επιφάνεια ενός ωκεανού χωρίς ακτή, σπινθήρες που χορεύουν σε μια φωτιά που δεν σβήνει ποτέ, εκφράσεις μιας απεραντοσύνης που δεν μπορεί ποτέ να μειωθεί ή να αυξηθεί, για πάντα πλήρης, για πάντα ολόκληρη, για πάντα Ένα.

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~