CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 23 November, 2025

Wednesday, November 23, 2011

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ / Θεωρία Δικαιοσύνης (και Δικαίου)

Η Αληθινή Αρετή κι η αρετή των ανθρώπων
Η Αληθινή Δικαιοσύνη και το θεσμοθετημένο δίκαιο
Το Φυσικό Δίκαιο μέσα στην Ιστορία
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο
Δικαιοσύνη ή δίκαιο;
Ποιά κοινωνία θέλουν οι άνθρωποι;
Αναζητώντας το Αγαθόν, την Αληθινή Αρετή και την Ιδανική Πολιτεία

Η Αληθινή Αρετή κι η αρετή των ανθρώπων

Ο ανθρώπινος στοχασμός (χρησιμοποιούμε τον όρο «στοχασμός» με την έννοια της βαθιάς σκέψης, σαν κάτι βαθύτερο, κι οξύτερο από την απλή ανθρώπινη σκέψη…) ξεκινά (ή θα έπρεπε να ξεκινά) από μία Γενική Αρχή, για να ερμηνεύσει το «Φαινόμενο της Ύπαρξης»… Υπάρχει Μία και Μόνη Οντική (και Οντολογική) Αρχή Πάνω στην Οποία Στηρίζονται όλα… Αυτό δεν είναι μία απλή διαβεβαίωση Μεγάλων Ανθρώπων, όπως ο Βούδας, η  ο Ορφέας, η ο Ιησούς, για παράδειγμα, ή μία απλή «θεωρία» (κάποιων φιλοσόφων)… Είναι κάτι που μπορεί να «αποδειχθεί» και να διαπιστωθεί (η αλήθεια της διαβεβαίωσης) από όποιον είναι διατεθειμένος να το κάνει…
Πραγματικά, ξεκινώντας αντίστροφα, από την «δεδομένη συνείδηση», (κι αναζητώντας την Πραγματική Εσώτερη Φύση της, μέχρι το Ύστατο Βάθος της…) μπορούμε (διευρύνοντας οντικά, γνωσιολογικά, και πρακτικά την συνείδηση) να ανυψωθούμε σε Μία Συνείδηση Ευρύτερη του εγώ, Ως Μία Παγκόσμια Συνείδηση (που εκφράζει την Ενότητα του Όντος) κι από Εδώ Ως την Αληθινή Μία Φύση του Παντός…
Αυτοί είναι οι δύο τρόποι της ανθρώπινης διερεύνησης του «Φαινομένου της Ύπαρξης», που ισχύουν ταυτόχρονα και αλληλοσυμπληρώνονται…
Η Μία Παγκόσμια Αρχή, η Αληθινή Φύση του Παντός (είτε την Ονομάζουμε Πραγματικότητα, είτε Αληθινό Είναι, είτε Θεό… οι λέξεις δεν έχουν σημασία…) Είναι το Τελείως Είναι των Φιλοσόφων, Είναι η Πλήρης (Αυτογνωσία και) Γνώση, Είναι το Υπέρτατο Αγαθόν, που (Εκδηλώνοντας την Οντική και Γνωσιολογική Ολοκλήρωση) Εκφράζεται σαν Αγαθόν, Ηθική, Αρετή, και Φωτισμένη Δραστηριότητα…
Βεβαίως, το Ον, στο Ξεδίπλωμά Του, μέσα στον Χώρο της Εκδήλωσης και των Φαινομένων, περιλαμβάνει πολλές οντικές καταστάσεις, από την Αρχέγονη Κατάσταση του Τελείως Είναι μέχρι τους κατώτερους κόσμους και τον κόσμο της ύλης… Συνεπώς η «Συμμετοχή» μας στο Ον (στην Ολοκλήρωση του Όντος) έχει διαβαθμίσεις, και η Βίωση της Αληθινής Φύσης μας διαφοροποιείται. Αν στους Ανώτερους Κόσμους τα όντα Βιώνουν την Ενότητα της Οντικής Αρχής τους, στους κατώτερους κόσμους (και μάλιστα στον κόσμο της ύλης) με δυσκολία Βιώνουν την Εσώτερη Φύση τους και Πραγματώνουν την Φυσική Αρετή…
Χρειάζεται κάποιος να Βαδίσει την Οδό της Αυτογνωσίας για να Πραγματοποιήσει Αρετές όπως ο Ανθρωπισμός (δηλαδή η Ευθύνη για τον εαυτό μας και τους άλλους, ο σεβασμός του άλλου, η αλληλοβοήθεια, η κατανόηση, κλπ…), η Ταπεινότητα (δηλαδή το ξεπέρασμα του εγωισμού και η διάθεση για συνεννόηση με τους άλλους…), η Ισότητα (δηλαδή η ίση αντιμετώπιση όλων, που βεβαίως συμπληρώνει τα κενά κι αναπληρώνει τις ελλείψεις στην ζωή…), η Δικαιοσύνη (δηλαδή η αποκατάσταση κάθε ανισότητας, κάθε αδικίας και κάθε «παράλειψης»…
Οι άνθρωποι δεν μπορούν (και ίσως δεν θέλουν) να Βιώσουν την Αληθινή Φύση τους και την Ζωντανή Αρετή κι αρκούνται στην υλική ευημερία, την «όποια» ψυχολογική ισορροπία, και την στερεότυπη σκέψη που προσλαμβάνουν από το «περιβάλλον»… Και επειδή το επίπεδο των ανθρώπων (από οντική, γνωσιολογική, και ηθική άποψη) είναι πολύ χαμηλό, οι κοινωνίες οργανώνονται με ελλιπή τρόπο, κι αντιμετωπίζουν πάντα (εδώ και χιλιάδες χρόνια μέχρι σήμερα) σοβαρά προβλήματα…
Η Αληθινή Αρετή Βασίζεται στην Οντολογική Ολοκλήρωση και στην Γνωσιολογική Πληρότητα κι είναι κάτι Ζωντανό… αλλά η ανθρωπότητα, ανίκανη να ανυψωθεί ως αυτή την «πνευματική ανάπτυξη» αντιλαμβάνεται την Αρετή σαν κάτι «Ιδανικό» που πρέπει να «εφαρμοσθεί». Έτσι δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην Αληθινή Αρετή και «αυτό που πράττουμε εμείς». Είναι αλήθεια πως εδώ και χιλιάδες χρόνια οι κοινωνίες προβληματίζονται για το πώς να οργανωθούν και να ζήσουν, προσπαθούν (με βάση την ανθρώπινη πανάρχαια πείρα την παράδοση, τον «πολιτισμό») να βάλουν κανόνες… κι αναφέρονται στην Δικαιοσύνη, στην Ισονομία, στα ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ., όλα αυτά δεν είναι ουσιαστικά, τυπικά μόνο αναφέρονται κι ισχύουν. Στην πραγματικότητα οι κοινωνίες των ανθρώπων είναι ζούγκλες…
Η Αληθινή Αρετή (η Δικαιοσύνη, η Ισότητα, κλπ…) Προέρχονται από την Οντολογική Ολοκλήρωση ενώ η «δικαιοσύνη των ανθρώπων» προσπαθεί να προσεγγίσει (χωρίς επιτυχία) κάποιο «ιδανικό» που φαντάζονται οι άνθρωποι… Και μολονότι σε όλες τις εποχές, σε όλα τα μέρη της γης, λίγο πολύ η Δικαιοσύνη γίνεται αντιληπτή με παρόμοιο τρόπο, εντούτοις αυτό (η Δικαιοσύνη) δεν εφαρμόζεται πραγματικά…

Η Αληθινή Δικαιοσύνη και το θεσμοθετημένο δίκαιο

Από πολύ παλιά, οι Αρχαίοι Έλληνες αναζήτησαν την Πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα (που εμφανίζουν οι αισθήσεις ή «διαπιστώνει» η σκέψη…). Ήδη, από την εποχή (των Προσωκρατικών Φιλοσόφων και) του Παρμενίδη, το Είναι (το Αιώνιο, Αναλλοίωτο, Υπερβατικό, Απροσδιόριστο…) θεωρήθηκε σαν η Πραγματικότητα πίσω από όλα τα Φαινόμενα (του γίγνεσθαι). Αυτό το Αναλλοίωτο Είναι θεωρήθηκε σαν η Ουσία του Παντός ενώ όλα τα κατώτερα φαινόμενα θεωρήθηκαν εκδηλώσεις, διαβαθμίσεις, της Ουσίας. Το Είναι θεωρήθηκε σαν η Αληθινή Φύση της Ύπαρξης, ενώ οι κατώτερες εκδηλώσεις της Φυσικής Ουσίας θεωρήθηκαν σαν «κατώτερη φύση»… Έτσι, Πραγματικότητα, Είναι, Ουσία, Φύση, ταυτίζονται μέσα στον στοχασμό των Ελλήνων, ενώ παράλληλα η Πραγματικότητα (στην Πλήρη Εκδήλωσή της, στην Πλήρη Αντίληψη που μπορούμε να έχουμε για Αυτήν) Συμπεριλαμβάνει Μέσα Της (σαν Εκδηλώσεις) και τα κατώτερα φαινόμενα… Οι Έλληνες είχαν πάντα μία Ενιαία Θεώρηση της Πραγματικότητας. Ενώ διέκριναν την Ουσία από το Φαινόμενο ταυτόχρονα η Θεώρηση της Ύπαρξης αντιλαμβανόταν σαν Ενιαία Πραγματικότητα το Είναι και το Γίγνεσθαι (σαν Εκδήλωση του Είναι). Αντιλαμβάνονταν την Ύπαρξη σε Όλες τις Διαβαθμίσεις της, από την Απόλυτη Φύση μέχρι τις διάφορες εκδηλώσεις της. Με άλλα λόγια από την μία διαφύλασσαν τον Απόλυτο Χαρακτήρα  του Είναι (που δεν μπορεί να Ταυτιστεί με τις κατώτερες εκδηλώσεις) κι από την άλλη μεριά δεν απέρριπταν τις κατώτερες εκδηλώσεις του Είναι (τα Φαινόμενα, το Γίγνεσθαι) αλλά τα δέχονταν σαν Εκφράσεις του Είναι μέσα στον Χώρο της Μεταβολής και του Περιορισμένου. Διαφορετικά να το πούμε, δέχονταν την Φύση (το Είναι, το Απόλυτο) σαν την Παγκόσμια Βάση των Πάντων και ταυτόχρονα θεωρούσαν ότι κάθε ον (ύπαρξη, φαινόμενο) «συμμετέχει» στον ένα ή στον άλλο βαθμό στην Αληθινή Φύση. Δηλαδή το ον (σε οποιαδήποτε βαθμίδα της Κλίμακας της Ύπαρξης κι αν το θεωρήσουμε) είναι «Εν Δυνάμει το Ον», Προέρχεται από το Ον, κι Ολοκληρώνεται στο Ον, το Όντως Ον (του Πλάτωνα)… Γι’ αυτό και σαν προορισμός του ανθρώπου είχε τεθεί (κατά την έκφραση του Πλάτωνα) η «Ομοίωσις με τον Θεό» (δηλαδή με το Τελείως Είναι, το Αγαθόν)…
Έτσι, το Είναι, η Αληθινή Φύση, είναι στο στοχασμό των Ελλήνων (αλλά και κάθε λογικού ανθρώπου) το Απόλυτο, το Τελείως Είναι, το Πλήρες Γνώσης (Αντίληψης) και το Ενεργό Αγαθόν που Οδηγεί τα Πάντα στην Ολοκλήρωση. Από Αυτή την Αληθινή Φύση Πηγάζει το Αγαθόν, η Αρετή, Ηθική, η Αξία. Η συμμετοχή στην Αληθινή Φύση ( στον βαθμό που συμμετέχουμε) είναι ταυτόχρονα συμμετοχή στην Αρετή (στον ανάλογο βαθμό που Βιώνουμε την Αληθινή Φύση). Από Αυτή την Αληθινή Φύση Πηγάζει η Αρετή (η Αντίληψη της Ενότητας, η Δικαιοσύνη, η Ισότητα, κλπ.). Αυτή είναι η Έννοια του «Φυσικού Δικαίου», που για όσους Βιώνουν την Αληθινή Φύση τους (στον βαθμό που την βιώνουν) είναι κάτι Αυθόρμητο, Πηγαίο, Ζωντανό, Ενεργό…  
Αλλά βέβαια, όσοι δεν Βιώνουν την Βαθύτερη Ουσία τους, κι είναι απορροφημένοι στην σχέση τους με τον εξωτερικό κόσμο, είναι δύσκολο να κατανοήσουν Καταστάσεις (Αρετές, Έννοιες) όπως η Ενότητα, η Δικαιοσύνη, η Ισότητα… Γι' αυτούς τους ανθρώπους η Φύση (η ανθρώπινη φύση) δεν είναι η Αγαθή Φύση (η Βάση του Παντός) αλλά μία κατάσταση κατώτερη, άγρια και χαώδης. Αυτό είναι αλήθεια από μία άποψη...
Στην πραγματικότητα επειδή ακριβώς οι άνθρωποι  δεν μπορούν να Ανυψωθούν Ως την Αληθινή Φύση τους γι' αυτό εκδηλώνουν στην ζωή την κατώτερη φύση τους. Συνεπώς ισχύουν και τα δύο: Και η Φύση είναι Αγαθή αλλά και η Φύση (όταν δεν την Βιώνουμε στο Βάθος της αλλά στις επιφανειακές εκδηλώσεις της) εμφανίζεται άγρια και ζωώδης. Από αυτό το γεγονός πηγάζουν οι δύο βασικές αντιλήψεις γιά το Φυσικό Δίκαιο που από την εποχή των Ελλήνων Σοφιστών (τον 6ο και τον 5ο π.Χ. Αιώνα) συζητούνται μέχρι σήμερα. Γι' όσους  ή μπορούν να Βιώσουν την Αληθινή Φύση τους μέσα από την Αυτογνωσία και την πνευματική ανάπτυξη η Φύση Είναι Αγαθή και το Φυσικό Δίκαιο Αυθόρμητο και Ζωντανό... ενώ οι κοινωνίες που δεν μπορούν να ανυψωθούν ως Αυτό το Επίπεδο βιώνουν μία διαφορετική πραγματικότητα, χωρίς Αρετή, Αληθινό Δίκαιο, χωρίς “ανθρωπιά”. Έτσι το Φυσικό Δίκαιο γι' αυτούς προηγείται των κανόνων που θεσπίζουν οι άνθρωποι, και θα έπρεπε οι ανθρώπινες κοινωνίες να εμπνέονται και να προσπαθούν να προσεγγίσουν το Φυσικό Δίκαιο αλλά σπάνια το κάνουν.
Το “κατά Φύσιν ζειν” σημαίνει ακριβώς να Διερευνούμε και να Βιώνουμε την Αληθινή Φύση μας κι όχι βέβαια να ζούμε την φύση (την ζωώδη και άγρια) που έχουν υπ' όψιν τους πολλοί... Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα όλων των αιώνων, η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή προβληματίζεται ακριβώς πάνω στην σαφή διάκριση του Φυσικού Δικαίου και του ανθρώπινου νόμου. Όλοι οι αληθινοί άνθρωποι είναι με το μέρος του Φυσικού Δικαίου, αλλά σίγουρα υπάρχουν κι ανθρώπινα τέρατα που μπορούν να υποστηρίξουν τους πιο άδικους κι απάνθρωπους νόμους...
Από την άλλη μεριά υπάρχουν άνθρωποι (φιλόσοφοι, κλπ) που υποστηρίζουν ότι η Φύση (κι  ανθρώπινη φύση ειδικότερα) είναι άγρια και χαώδης και συνεπώς η θέσπιση κανόνων και νόμων βάζει σε τάξη την κοινωνία που αλλιώς θα ήταν ζούγκλα. Από την άποψή τους έχουν δίκηο. Θα πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι άλλη έννοια δίνουν στην Φύση οι Αρχαίοι Έλληνες κι όσοι ακολουθούν το στοχασμό τους κι άλλη έννοια δίνουν στην “Φύση” οι οπαδοί αυτής της δεύτερης άποψης... Μάλιστα, μολονότι είμαστε υποχρεωμένοι να διακρίνουμε το Δίκαιο της Φύσης (που είναι Πηγαίο και Ζωντανό) από τις ανθρώπινες κατασκευές (κώδικες, κανόνες, νόμους, ήθη, έθιμα) από την άλλη μεριά δεν μπορούμε να απορρίψουμε το θετικό δίκαιο (το θεσμοθετημένο από κοινωνίες δίκαιο) όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που συμπεριφέρονται σαν “ζώα”. Αντίθετα, οφείλουμε να “δείξουμε” το Δίκαιο της Φύσης και να το έχουμε σαν Πρότυπο (την Αρετή, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, κλπ.) στην θέσπιση των ανθρώπινων νόμων. Τώρα, το κατά πόσο θα εφαρμοσθούν όλα αυτά είναι άλλο θέμα (που θα πρέπει να απασχολήσει τους ανθρωπολόγους, τους κοινωνιολόγους και τους ιστορικούς...)... Επειδή ακριβώς οι ανθρώπινοι νόμοι (κι οι κανόνες συμβίωσης), ακόμα κι όταν επικαλούνται την Αρετή, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, κλπ., δεν εφαρμόζονται γι' αυτό οι κοινωνίες (μολονότι θεσπίζουν νόμους για να μην είναι ζούγκλες) τελικά καταλήγουν σε ζούγκλες... Γι' αυτό και φιλόσοφοι, όπως οι Κυνικοί στην Αρχαιότητα, αναζητούν να Βιώσουν την Αληθινή Φύση και το Δίκαιο της Φύσης γυρίζοντας την πλάτη στην διεφθαρμένη κοινωνία.

Το Φυσικό Δίκαιο μέσα στην Ιστορία

Όλα όσα αφορούν την Φύση, το Δίκαιο της Φύσης, τους ανθρώπινους νόμους, έχουν διερευνηθεί πλήρως από τους Αρχαίους Έλληνες. Έχουμε Κατανοήσει (μαζί με τους Έλληνες) ότι το  Φυσικό Δίκαιο είναι το Αληθινό Δίκαιο, ενώ οι ανθρώπινοι νόμοι όχι μόνο “υπολείπονται” του Δικαίου της Φύσης αλλά συχνά είναι σε αντίθεση με το Αληθινό Δίκαιο (με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να είναι μόνο κατ' όνομα “κοινωνίες δικαίου”, ενώ στην πραγματικότητα οι νόμοι δεν εφαρμόζονται, ή είναι “άδικοι” και συχνά απάνθρωποι...)...
Πολλούς αιώνες μετά, ευρωπαίοι στοχαστές (φιλόσοφοι, νομοθέτες, κλπ) ασχολήθηκαν ξανά με το θέμα, αλλά είναι ελάχιστα αυτά που πρόσθεσαν σε όσα είπαν οι Έλληνες Σοφοί (τουλάχιστον από φιλοσοφική άποψη, από την άποψη της “Φιλοσοφίας του Δικαίου”... όχι από την άποψη της νομικής επιστήμης)...
Ο Γκρότιους (16ος, 17ος αιώνας) ήταν πάνω από όλα θεολόγος (το έργο του “Περί της Αληθείας της Χριστιανικής Θρησκείας”  μάλιστα, είναι από τους καλύτερους “κώδικες πίστης” της χριστιανικής γραμματείας) και μετά νομοθέτης, κι ό,τι άλλο... Ακολουθώντας την χριστιανική αντίληψη (δεν θεωρεί όπως οι Έλληνες την Φύση Ενιαία στο Βάθος της αλλά) διακρίνει σαφώς την Θεία Φύση από την ανθρώπινη φύση... αλλά θεωρεί την ανθρώπινη φύση αγαθή (λόγω της “θείας” προέλευσής της). Από αυτή την αγαθή φύση λοιπόν που είναι προικισμένη με λογική πηγάζει αυθόρμητα η δικαιοσύνη και οι γενικές αρχές του δικαίου που έχουν απόλυτο χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζονται από τους ανθρώπους. Ανεξαρτήτως λοιπόν του Θεού, ο άνθρωπος έχει από την φύση του την ικανότητα να θέτει και να εφαρμόζει το Δίκαιο. Αυτό το Φυσικό Δίκαιο λοιπόν πρέπει να εφαρμόζεται κι ανάμεσα στα έθνη (κι εδώ, ο Γκρότιους με το έργο του “Περί του δικαίου του πολέμου και της ειρήνης” γίνεται ιδρυτής του “δημοσίου διεθνούς δικαίου”, πρόδρομος των διεθνών οργανισμών, των Ηνωμένων Εθνών, του Διεθνούς Δικαστηρίου, κλπ....), αλλά και μέσα στα έθνη (όπου το Φυσικό Δίκαιο προηγείται του θετικού δικαίου, το οποίο πρέπει να συντάσσεται με τις γενικές αρχές του Φυσικού Δικαίου... γιατί έτσι μόνο “νομιμοποιείται” το ανθρώπινο δίκαιο, οι νόμοι, κλπ...)... Από το Φυσικό Δίκαιο εξάλλου πηγάζουν και στο Φυσικό Δίκαιο στηρίζονται τα “Ανθρώπινα Δικαιώματα” τα οποία συχνά καταπατώνται από διάφορες εθνικές κυβερνήσεις και νομοθεσίες (ακόμα κι εδώ στην “πολιτισμένη” Ευρώπη, και εντός της “γερμανικής” ευρωζώνης, κοντά μας, δίπλα μας, στην ίδια την “Ελλάδα”...)... Ο Γκρότιους, χωρίς να έχει το “μεταφυσικό ύψος” και την ανάλυση σε βάθος της Έννοιας της Δικαιοσύνης (όπως οι Αρχαίοι Έλληνες) προσέφερε εντούτοις στην ανθρωπότητα κάποιες στέρεες βάσεις για το Δίκαιο, πάνω στις οποίες μπορούσαν να οικοδομήσουν οι άνθρωποι μία αληθινή, δίκαιη κοινωνία. Ο Γκρότιους επηρέασε με την σκέψη του μεγάλους στοχαστές όπως ο Άγγλος Λοκ κι ο Γάλλος Ρουσσώ...
Ο Λοκ (17ος αιώνας), γιατρός στο επάγγελμα, έθεσε (από φιλοσοφική άποψη) πολλές από τις αρχές της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας (σε μία εποχή ταραγμένη), αναδεικνύοντας την στενή σχέση της “πολιτικής” με το “δίκαιο”... Παραβλέποντας κάποιες ολιγαρχικές απόψεις του, που σήμερα έχουν ξεπεραστεί, μπορεί κάποιος να βρει πολλά θετικά στην σκέψη αυτού του σοφού του Διαφωτισμού. Στο “Δύο πραγματείες περί διακυβερνήσεως” ανασκευάζει πλήρως τις θέσεις του Φίλμερ (για την Ελέω Θεού απόλυτη μοναρχία) και του Χομπς (για το απολυταρχικό κράτος) αναδεικνύοντας την νομιμότητα των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών... Κατά τον Λοκ το “κοινωνικό συμβόλαιο” (δηλαδή η απόφαση των ανθρώπων να ζήσουν μαζί σύμφωνα με κάποιους κανόνες) δεν εξουσιοδοτεί και δεν νομιμοποιεί κανένα, άρχοντα, βασιλιά, τύραννο, να διαχειρίζεται την εξουσία όπως θέλει. Είναι απαραίτητο ένα δεύτερο, “πολιτικό συμβόλαιο”, για να νομιμοποιηθεί η πολιτική εξουσία, η οποία, όπως και να έχει, είναι προσωρινή, ελέγξιμη, και ανακαλλέσιμη όταν  συγκρούεται με το αληθινό συμφέρον της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, κάθε αντίσταση και κάθε εξέγερση του λαού, που είναι κάτοχος της κυριαρχίας, της εξουσίας, σε μία “άδικη εξουσία” νομιμοποιείται, (ο “άδικος” χαρακτήρας της διακυβέρνησης αναδεικνύεται και αποδεικνύεται βέβαια από την καταπάτηση των “γενικών αρχών του δικαίου” και των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”...). Η Κυριαρχία (η Εξουσία) “παραχωρείται” από τον λαό στους “εκπροσώπους της εξουσίας” (σαν πολιτική εξουσία) με ένα σκοπό, να προστατέψει την ελευθερία των ατόμων και της ιδιοκτησίας τους. Δεν είναι ούτε απόλυτη, ούτε αιώνια. Αν δεν επιτελεί τον σκοπό της “αυτοκαταργείται” και... καταλύεται βίαια, όταν ξεπεράσει την ανοχή της κοινωνίας...
Ο Ρουσσώ (18ος αιώνας), όπως οι Αρχαίοι Σοφιστές στην Αθήνα (στον στοχασμό των οποίων οφείλει πολλά...), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους “κριτικούς του πολιτισμού” και των θεσμών, αναδεικνύοντας (με την δύναμη της λογικής) όλα τα αρνητικά του “πολιτισμού”, όλα τα στραβά στο ήθος των ανθρώπων, κι όλη την ανοησία στα ήθη των κοινωνιών... Ο άνθρωπος από την φύση του είναι “καλός” (λογικός, δίκαιος, κλπ.) αλλά μέσα στην δήθεν πολιτισμένη κοινωνία (που δεν μπορεί, εξαιτίας ισχυρών μειοψηφιών, και αδρανών μαζών, να τηρήσει τις γενικές αρχές του δικαίου) ο άνθρωπος διαφθείρεται και γίνεται “κακός”. Ο άνθρωπος, από την φύση του, είναι ελεύθερος. Η “ελευθερία” αποτελεί προϋπόθεση για την συγκρότηση (με την θέληση όλων) μίας δίκαιης κοινωνίας. Η βίαιη “οργάνωση” μίας κοινότητας δεν αποτελεί κοινωνία. Οι σύγχρονες κοινωνίες (για την εποχή του Ρουσσώ, αλλά και την σημερινή εποχή) στηρίζονται ακριβώς στην “βία” για να υπάρξουν και να λειτουργήσουν, (στην βία που εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, με την - μη αντιπροσωπευτική της λαϊκής θέλησης - πολιτική εξουσία, τις δυνάμεις καταστολής, την οικονομική και συνεπώς βιολογική εξάρτηση, την ιδεολογική χειραγώγηση μέσω της κατευθυνόμενης αγωγής και παιδείας, κλπ...)... Έτσι, ο άνθρωπος από ελεύθερος γίνεται “σκλάβος” μέσα σε ένα σύστημα που τον υπερβαίνει, που δεν μπορεί να ελέγξει, και από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει... Ακόμα, ο άνθρωπος από την φύση του χρειάζεται πολύ λίγα για να είναι “ευτυχισμένος”. Οι πολιτισμένες κοινωνίες (βασισμένες στην ιδιοκτησία, το κέρδος, την κατανάλωση, κλπ) κάνουν τον άνθρωπο δυστυχισμένο... Ο Ρουσσώ, στο έργο του “Λόγος για τις πηγές της ανισότητας των ανθρώπων” αναδεικνύει τις πηγές της ανισότητας, της αδικίας, της δυστυχίας. Ο θεσμός της “ατομικής ιδιοκτησίας” (τουλάχιστον όπως εφαρμόζεται) είναι η πηγή των αναρίθμητων κακών. Η γη δεν είναι κανενός. Αυτός που φράζει την γη είναι εγωιστής, ατομικιστής, αντικοινωνικός... Κι όσοι τον μιμούνται είναι “ανόητοι” και δεν καταλαβαίνουν που οδηγείται έτσι η κοινωνία... Βέβαια, όλα αυτά τα είχαν πει όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, όλοι οι Μεγάλοι Φιλόσοφοι, κι αργότερα (από τον Ρουσσώ) θα τα ξαναπεί (με πιό επιστημονικό τρόπο) ο Μαρξ και ο Ένγκελς... (Σήμερα, ο πλούτος της γης έχει συσσωρευτεί από ελάχιστους ανθρώπους στον πλανήτη, οι οποίοι ελέγχουν και χειραγωγούν τις πολιτικές εξουσίες, ενώ οι λαοί, έχοντας παρασυρθεί σε κοινωνίες που οργανώθηκαν σύμφωνα με τα συμφέροντα των λίγων που κατέχουν τον πλούτο κι όχι σύμφωνα με τα συμφέροντα των πολλών της κοινωνίας, χειραγωγούνται, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, “σύρονται” κυριολεκτικά μέσα σε ένα κύκλο δυστυχίας, από τον οποίο δεν υπάρχει διέξοδος, παρά μόνον, ίσως, μέσω της “λαϊκής επανάστασης”... Ο χειρότερος κόσμος, στην Κλίμακα των Κόσμων, είναι ετούτος εδώ, ο υλικός κόσμος... και ένας από τους χειρότερους πλανήτες ζωής – γιατί σίγουρα υπάρχουν εκατομμύρια πλανήτες ζώντων σε όλους τους γαλαξίες – είναι ετούτος εδώ, της γης... Όλοι οι νοήμονες άνθρωποι αισθάνονται άσχημα γιατί δεν “είμαστε” άνθρωποι, δεν ζούμε σαν άνθρωποι, αλλά σαν ζώα, που αλληλοσπαράσουν το ένα το άλλο...)... Ο Ρουσσώ, διαπιστώνοντας τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού (άλλωστε δεν έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή του) δεν αρνείται τον πολιτισμό, αλλά προτείνει μία “διαφορετική” οργάνωση της κοινωνίας, που πρέπει να “μορφωθεί”, να κατανοήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να συμφωνήσει να την αλλάξει... Το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ (“Κοινωνικό Συμβόλαιο, ή αρχές του πολιτικού δικαίου”) υπήρξε ένα από τα πιό επαναστατικά κείμενα σε όλους τους αιώνες, κι αποτέλεσε την Ιδεολογική Βάση της Γαλλικής Επανάστασης (του 1789). Κι αν δεν εφαρμόζεται σήμερα (η “άμεση συμμετοχική δημοκρατία”) είναι γιατί δεν συμφέρει την πλουτοκρατία και τα πολιτικά ανδρείκελα που χρησιμοποιούν γιά να κυβερνούν τον πλανήτη, και γιατί ο “κοιμισμένος” λαός δεν το “απαιτεί” (όπως έχει δικαίωμα και υποχρέωση να το κάνει...)... Αξίζει να αναφερθούμε πιό αναλυτικά σε αυτό το ιερό κείμενο του Διαφωτισμού...

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο

Βιβλίο Πρώτο. Πέρα από την οποιαδήποτε φιλοσοφική θεωρία περί Δικαίου, και πέρα από θεωρητικές “τοποθετήσεις”, άμεσα, πρακτικά, η μόνη πηγή εξουσίας που νομιμοποιείται είναι η κοινωνία, ο ίδιος ο λαός, όλοι. Κανένα Φυσικό Δίκαιο (ή άλλο δίκαιο) και καμία Δύναμη (φυσική, πολιτική, οικονομική...) δεν μπορεί να θέσει δίκαιο και να νομιμοποιήσει εξουσία. Μόνο ο λαός που εκφράζει την “γενική βούληση” μπορεί να δημιουργήσει δίκαιο και μόνο ο λαός είναι (όσο υφίσταται) ακατάλυτη πηγή εξουσίας. Η “γενική θέληση”, η συμφωνία όλων (με όρους ισότητας) και η φυσική (κι όχι νοθευμένη) πλειοψηφία μπορεί να οικοδομήσει κοινωνία και να την κάνει να λειτουργήσει. Το “κοινωνικό συμβόλαιο” δεν καταργεί την ατομική ελευθερία του ανθρώπου. Αντίθετα, την προϋποθέτει. Γιατί μόνο όταν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι μπορούν (οικειοθελώς) να συμφωνήσουν σε μία “κοινή” πορεία.
Σημείωση: α) Βεβαίως η “γενική βούληση” δεν διαμορφώνεται αυθαίρετα. Είναι αποτέλεσμα πολιτισμικών διεργασιών χιλιετηρίδων, στηρίζεται στην Έννοια του Φυσικού Δικαίου, στην εμπειρία των ανθρώπων από την “κοινή” ζωή τους, στην Λογική, σε ήθη και έθιμα, που έχουν κατασταλάξει...
β) Γιά να είναι ολοκληρωμένη, σαφής, και λειτουργική, η “γενική θέληση” χρειάζεται όλοι να είναι “ενήμεροι”, να έχουν γνώση, γνώσεις, πληροφορίες... Γι' αυτό κι ο Ρουσσώ θεωρεί ότι η κοινωνία μπορεί να υπάρξει και να επιβιώσει μόνο με την αληθινή, φωτισμένη, ειλικρινή, και πλήρη “αγωγή”. (Αυτός είναι ο λόγος που έγραψε το δεύτερο σημαντικό βιβλιο του, το “Αιμίλιος, ή Περί Αγωγής”)...
Βιβλίο Δεύτερο. Πρέπει να γίνει σαφές ότι μόνη πηγή κυριαρχίας, εξουσίας, είναι ο λαός, που εκφράζει την “γενική βούληση”. Η “γενική βούληση” έχει σαν αντικείμενο και περιεχόμενο το κοινό συμφέρον. Δεν είναι δυνατόν η “γενική βούληση” να συγκρουσθεί με το κοινό συμφέρον. Όταν η “γενική βούληση” εκτρέπεται από το “κοινό καλό” σημαίνει ότι δεν είναι “γνήσια”. Μόνο λοιπόν η γνήσια “γενική βούληση” νομιμοποιείται να θέτει κανόνες δικαίου, νόμους. Νόμος που δεν αποβλέπει στο κοινό καλό (όχι το “θεωρητικό”, ή “νοθευμένο”, γενικό καλό, αλλά το άμεσο, πρακτικό, γενικό καλό) δεν είναι νόμος. Είναι ανθρώπινη παρεκτροπή.
Βιβλίο Τρίτο. Η “γενική βούληση” του λαού εκφράζεται με εκπροσώπους που εκλέγονται με απλή (κι όχι νοθευμένη) πλειοψηφία. Οι πολιτικοί άρχοντες είναι εκλεγμένοι εντολοδόχοι της “βούλησης του λαού” και πρέπει να συμμορφώνονται με αυτήν. Ούτε δική τους διαφορετική βούληση μπορούν να έχουν, ούτε δικαίωμα έχουν να “χειραγωγούν” τον λαό, ούτε άλλο συμφέρον μπορούν να “υπηρετούν”. Επειδή όμως πρακτικά είναι βέβαιο ότι όλα αυτά θα συμβούν γι' αυτό η “εκάστοτε κυβέρνηση” πρέπει να ελέγχεται. Να ελέγχεται όχι απλά με την εκλογή ή μη εκλογή αλλά και για τα πεπραγμένα της, για τα οποία πρέπει να υπάρχουν κανόνες, συνέπειες, κυρώσεις. Ο λαός δεν παραδίδει ποτέ εν λευκώ την εξουσία για να κάνει η κυβέρνηση ό,τι θέλει. Οι πολιτικοί άρχοντες είναι εντολοδόχοι υπηρέτες του λαού κι όχι “αφεντάδες”. Έτσι το μόνο νόμιμο πολιτικό σύστημα είναι η “Άμεση Συμμετοχική Δημοκρατία” που με απλή (κι όχι νοθευμένη) πλειοψηφία αποφασίζει κι εκλέγει, ελέγχει την εξουσία (τους εντολοδόχους της) και στην ανάγκη τους ανακαλεί (όταν δεν κάνουν το έργο για το οποίο έλαβαν εντολή). Γι' αυτό και στο πολιτικό σύστημα πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και απόδοσης ευθυνών (δημοψήφισμα, λαϊκά δικαστήρια, κλπ). Ο λαός που αφήνει τις τύχες του σε αλλόφρονες υπηρέτες άλλων συμφερόντων (κι όχι των δικών του) είναι άξιος της μοίρας του και των επιλογών του.
Βιβλίο Τέταρτο. Ο λαός (που εκφράζει την “γενική βούληση”) σαν μόνη πηγή εξουσίας είναι πηγή ακατάλυτη. Κι ο λαός πρέπει να συμμετέχει άμεσα και συνεχώς στην εκλογή και (κυρίως) στον έλεγχο της εξουσίας και στην αλλαγή της (όταν χρειάζεται). Ο λαός δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανέναν χωρίς να τον ελέγχει, γιατί αυτό σημαίνει παραχώρηση της εξουσίας του κι ένας τέτοιος λαός δεν είναι λαός ελεύθερων ανθρώπων, αλλά λαός δούλων... Τέλος σε περιόδους κρίσεων (κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών...) ο ίδιος ο λαός (και μόνον αυτός) μπορεί παρακάμπτοντας οποιαδήποτε πολιτική εξουσία (συμβαίνει ή λειτουργεί) να αναθέσει στους πιο “άξιους” (αποδεδειγμένα από το ήθος τους, την κοινωνική δράση τους και το ανθρωπιστικό έργο τους) να βγάλουν την κοινωνία από την κρίση. Στο τέταρτο κεφάλαιο του Τέταρτου Βιβλίου με τίτλο “δικτατορία” αποσαφηνίζεται ότι ο λαός (και μόνον αυτός) έχει όχι μόνο ηθικό δικαίωμα αλλά και έμπρακτη υποχρέωση να παραμερίσει οποιαδήποτε “ανίκανη εξουσία” και να αναθέσει σε κοινά αποδεκτά πρόσωπα (κι όχι εγκάθετους και διορισμένους από άλλα κέντρα εξουσίας) να βρουν διέξοδο σε οποιαδήποτε σοβαρή κρίση, πάντα με γνώμονα το συμφέρον του λαού (κι όχι με γνώμονα άλλα, ξένα, σκοτεινά, συμφέροντα).

Δικαιοσύνη ή δίκαιο

Αν ο άνθρωπος χρειάζεται (να Ανυψωθεί Πνευματικά και) να Κατανοήσει την Αληθινή (Εσώτερη, Ανώτερη) Φύση του για να Βιώσει την Αληθινή Αρετή και την Έννοια της “Πραγματικής Δικαιοσύνης” εντούτοις, επειδή η Φύση Είναι Μία (κι ας Διαβαθμίζεται σε οντικά, κοσμικά, αντιληπτικά επίπεδα) κι Αντανακλάται (η Ανώτερη Φύση) και στους κατώτερους κόσμους, οποιοσδήποτε (διαθέτει κοινό νου, λογική) μπορεί να συλλάβει, έστω και έμμεσα, την Έννοια της Πραγματικής Δικαιοσύνης με την βοήθεια άλλων εννοιών που είναι “περιεχόμενες” μέσα στην Πλατιά Έννοια της Δικαιοσύνης. Μπορούμε να κατανοήσουμε την Δικαιοσύνη,
σαν Ισότητα των Ανθρώπων,
σαν Ανθρωπισμό (δηλαδή ενδιαφέρον και μέριμνα για τους συνανθρώπους μας),
σαν δικαίωμα αξιοπρεπούς επιβίωσης (όχι διαβίωσης, που σημαίνει μία καλύτερη ποιότητα ζωής) που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος πάνω στην γη.
Η Πραγματική Δικαιοσύνη απαιτεί αυτά τα τρία ελάχιστα που αναφέραμε. Αλλά το θετικό θεσμοθετημένο δίκαιο, σε ολόκληρο τον πλανήτη (παρά τις “διακηρύξεις” του) δεν εξασφαλίζει τίποτα από όλα αυτά. Η Δικαιοσύνη είναι πολύ απλή όταν την νοιώθουμε και θέλουμε να την εφαρμόσουμε. Αλλά επειδή οι άνθρωποι είναι μπερδεμένοι (ή τους έχουν μπερδέψει) έχουν χτίσει ένα τεράστιο όγκο θεσμοθετημένου δικαίου που είναι όμως σκουπίδια (αφού δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ελάχιστη Δικαιοσύνη). Ενώ τα συντάγματα (όπου υπάρχουν) κι οι νόμοι μιλούν θεωρητικά για Δικαιοσύνη, ισονομία, ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ., όλα αυτά δεν εφαρμόζονται στην πράξη αλλά πάντα βλέπουμε (ακόμα και σε “πολιτισμένες”  υποτίθεται χώρες, όπως οι ευρωπαϊκές... προπάντων σε αυτές...) όλα αυτά να “καταστρατηγούνται” βάναυσα. Τα συντάγματα και οι νόμοι δεν είναι για να “διακηρύττουν” απλώς, αλλά για να εξασφαλίζουν την Εφαρμογή της Δικαιοσύνης...
Υπάρχει Δικαιοσύνη; Ας αναρωτηθεί ο καθένας κι ας απαντήσει στον εαυτό του. Προσωπικά δεν βλέπουμε να υπάρχει Δικαιοσύνη... Είναι οι άνθρωποι ίσοι; Πως γίνεται άλλοι να συσσωρεύουν τεράστιο πλούτο (συχνά “κλέβοντας” τους συνανθρώπους τους) κι άλλοι να μην μπορούν να επιβιώσουν;... Υπάρχει ανθρωπισμός στην κοινωνία ή η κοινωνία είναι μία ζούγκλα; Πως γίνεται κάποιοι να οχυρώνονται μέσα στον “πλούτο του ατομισμού” τους και άλλοι άνθρωποι να “αφήνονται” κυριολεκτικά στην τύχη τους, που είναι η φτώχεια και η δυστυχία; Υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα; Πως γίνεται να έχουν δικαιώματα όσοι “έννομα” ή παράνομα (όπως υποστηρίζουμε εμείς) συσσωρεύουν πλούτο κι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να επιβιώσουν; Πως γίνεται ο μισός πλανήτης να καταναλώνει ασυλλόγιστα και να πετάει πλούτο στις χωματερές κι ο άλλος μισός πλανήτης να λιμοκτονεί;.. Δυστυχώς ο “πολιτισμός” μας (παρ' όλη την τεχνολογική ανάπτυξη) είναι στο μηδέν.
Αλλά το σοβαρότερο ερώτημα είναι άλλο. Θέλουμε Δικαιοσύνη; Αληθινή Δικαιοσύνη; Ή θέλουμε αυτό το άψυχο, ανήθικο, άδικο, δίκαιο των εθνών; Θέλουμε μία Αληθινή Κοινωνία; ΄Ή θέλουμε να σώσουμε το τομάρι μας μέσα στην πολιτισμένη ζούγκλα που φτιάξαμε; Τι θέλουμε; Δικαιοσύνη ή δίκαιο; Γιατί αν θέλουμε Δικαιοσύνη, Αληθινή Δικαιοσύνη, Πρέπει να Φτιάξουμε μία Άλλη Κοινωνία.

Ποιά Κοινωνία θέλουν οι άνθρωποι;

Προσωπικά (από “μεταφυσική καταγωγή”, από παιδεία, από πεποίθηση...) θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε πνευματικοί άνθρωποι (με την έννοια του προσανατολισμού, όχι της τελειωμένης κατάστασης) κι έχουμε σαν μέριμνα (δεν λέμε σκοπό, στόχο...) την Αυτογνωσία, την Πνευματική Ανάπτυξη, να Ζήσουμε σύμφωνα με την Αληθινή Φύση μας... αλλά παράλληλα είμαστε μέσα στην κοινωνία, μέσα στα προβλήματά της... Αν και Βαδίζουμε την Οδό που Δίδαξε ο Βούδας, ο Ορφέας, ο Ιησούς, οι Μεγάλοι Φιλόσοφοι, δεν λέμε ότι μπορεί ή χρειάζεται να το κάνει ο καθένας. Αν θέλει κάποιος να Ανυψωθεί Μέσα του Ως την Αληθινή Ανώτερη Φύση του μπορεί να το κάνει (και δυνατότητα έχει, και ελευθερία, κι είναι απόλυτα δική του επιλογή) και μακάρι να το κάνει. Θα είναι Ευλογημένος... Αλλά πέρα από αυτό, όλοι μας, ο καθένας μας, έχει (όχι μόνο οντική και οντολογική αλλά και) ηθική υποχρέωση να είναι Παρών στον κόσμο, στην κοινωνία, ανάμεσα στους ανθρώπους. (Άλλωστε όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι και Φιλόσοφοι, είχαν κοινωνική δράση, δίδαξαν, άνοιξαν δρόμους, ακόμα και σε πρακτικά ζητήματα...)... Όλοι μας, ο καθένας μας, έχει υποχρέωση να συνεισφέρει με την παρουσία του ένα Ελάχιστο Δικαιοσύνης, να προσφέρει στην ισότητα των ανθρώπων (με  τις αντιλήψεις του, την συμπεριφορά του), να προσφέρει στον ανθρωπισμό (κι εξανθρωπισμό) της κοινωνίας (και τουλάχιστον να μην συγκρούεται με τους άλλους, αν δεν μπορεί να μεριμνήσει για τον συνάνθρωπό του). Κι όταν πέφτει (μετά τον κάματο της μέρας) να κοιμηθεί να μην ¨ξεχνά” πόσοι ξαγρυπνούν μέσα στην φτώχεια, την αρρώστια, την δυστυχία...
Αν ο καθένας μας δεν Προσφέρει αυτό το Ελάχιστο Δικαιοσύνης στον άνθρωπο, στην ανθρωπότητα, στην κοινωνία, τότε ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ..
Μην κοροϊδευόμαστε. Ούτε Θεός, ούτε σωτήρες, ούτε διανοούμενοι, ούτε πολιτικοί, ούτε κανένας άλλος θα μας σώσει. Εμείς, μόνοι μας, ο καθένας όσο μπορεί, πρέπει να Αλλάξουμε την Κοινωνία...
Επιτέλους! Ποιά κοινωνία θέλουν οι άνθρωποι; Ποιά κοινωνία θέλεις εσύ;

Αναζητώντας το Αγαθόν, την Αληθινή Αρετή και την Ιδανική Πολιτεία

Η Φύση (η Φύση μας, η Πραγματική, Υπερβατική, Αιώνια, Φύση μας, που Είναι το Υπόβαθρο κάθε ύπαρξης, και της δικής μας ύπαρξης) Είναι Αυτό που Είναι, Ελεύθερη (στην πραγματικότητα), Αναλλοίωτη (μέσα στην εξέλιξη), και Πάντα, Στήριγμα της “περιορισμένης ύπαρξής” μας... Η Φύση Στηρίζεται μόνο στον Εαυτό Της και Μπορεί να “Αυτορυθμίζεται”, όσο κι αν περιπλανιέται μέσα στους κόσμους, και στις πιο “αφύσικες” καταστάσεις, για εκατομμύρια χρόνια...
Εν τω μεταξύ όμως, για μάς, τα περιορισμένα πλάσματα (είτε στους ανώτερους αόρατους κόσμους, είτε στη “γη”) είναι σημαντικό να “κατανοήσουμε” την κατάστασή μας και να ζήσουμε όσο πιο “σωστά” γίνεται, για να αποκομίσουμε το μέγιστο κέρδος από την ύπαρξή μας... Το Μόνο Σταθερό Θεμέλιο, ο Μόνος Γνώμονας Κατανόησης, και η Μόνη Πυξίδα Προσανατολισμού, Είναι η “Φύση” μας (η Βαθύτερη Άγνωστη Φύση μας, που όμως Υπάρχει και μας Στηρίζει...). Ο Μόνος Δρόμος λοιπόν που μπορούμε να Βαδίσουμε είναι ο “Δρόμος της Αυτογνωσίας”. Η Αυτογνωσία δεν είναι ούτε το ιδανικό τέρμα κάποιας πνευματικής προσπάθειας, ούτε κάποια πρακτική, ή τεχνική, που ασκούν κάποιοι ασκητές, ούτε τίποτα άλλο. Η Αυτογνωσία είναι το Συνεχές Άνοιγμα της Φύσης μας, η Απελευθέρωση της Φύσης μας, Εδώ, Τώρα, στην Παρούσα Κατάσταση που Βιώνουμε. Η Πραγματικότητα είναι “αυτό που βιώνουμε”: Γι' αυτό χρειάζεται να “βλέπουμε καθαρά” (χωρίς την παρέμβαση της σκέψης, του ατομικού συμφέροντος, ή της ζωώδους υλικής φύσης μας...). Η Αλήθεια Αποκαλύπτεται όταν βλέπουμε, όταν “βλέπουμε απλά” (χωρίς παραμορφώσεις)...
Η Φύση Είναι Ελεύθερη (από την Ίδια την Ουσία της), δεν πρέπει να την περιορίζουμε. Όταν η Φύση Αφήνεται Ελεύθερη, να Ενεργεί Τελείως Αυθόρμητα, Πηγάζει από Μέσα μας, η Αληθινή Κατανόηση, η Ορθή Δράση, κι η Αληθινή Αρετή... Τι σημαίνει αυτό σε απλά λόγια; σε πρακτικό επίπεδο; Η εμπειρία που έχει συσωρεύσει η ανθρωπότητα είναι χρήσιμη σε πρακτικό επίπεδο αλλά όλη αυτή η εμπειρία, οι γνώσεις, οι θεωρίες, δεν μπορούν να μας “προσανατολίσουν”. Οι ανθρώπινες γνώσεις, η μνήμη, το “παρελθόν”, δεν μπορεί να δημιουργήσει “Ηθική”. Σε πνευματικό επίπεδο όλα αυτά πρέπει να παραμεριστούν, κι η Αληθινή Φύση μας πρέπει να Αναδυθεί, γιά να μπορέσει (αφού Κατανοήσει) να Προσανατολιστεί και να Εκδηλώσει Αυθόρμητα την Αληθινή Αρετή. Η Ηθική Είναι Αυθόρμητη, Πηγαία, κι Αποτέλεσμα Γνώσης. Πρέπει Μέσα μας, να Βρούμε την Βάση της Ύπαρξής μας (τον Θεό), να Κατανοήσουμε το αληθινό νόημα της ύπαρξής μας (που Πηγάζει από την Αιωνιότητα) και να Θεμελιώσουμε με την Γνώση μας, την θέλησή μας, και τις πράξεις μας, τις “Βασικές Αξίες της Ζωής”, που είναι (Αιώνια) Ύπαρξη, Ενότητα (των πάντων), Δικαιοσύνη (στην ύπαρξή μας, στην αντίληψή μας, στην συμπεριφορά μας), Ισότητα (όλων των όντων μεταξύ τους), Υπέρβαση του εγώ χάριν του εμείς (κι αυτό είναι το πνευματικό νόημα της ταπεινότητας), και τέλος Ανθρωπισμό κι αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων... Όλα αυτά Πηγάζουν Αυθόρμητα από Μέσα μας, όταν Αφήνουμε την Αληθινή Φύση μας να Εκδηλωθεί (όταν δεν εμπλέκεται η σκέψη, οι θεωρίες, οι αντιλήψεις, τα συμφέροντα, οι υστεροβουλίες, κι όλη η ανθρώπινη ανοησία...)...
Η “Υπέρτατη Φώτιση” του Βούδα, ή η “Υπέρτατη Ένωση με τον Θεό” του Ιησού έρχεται όταν Απελευθερώνουμε την Αληθινή Φύση μας από την ανθρώπινη ανοησία... όταν σπάμε το δίχτυ της σκέψης, τα σχοινιά των εγωιστικών σκοπών, τις αλυσίδες των ατομικών στόχων... Το μόνο που χρειάζεται είναι απλά να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από την “ανοησία”... Και τότε Γινόμαστε (αυτό που Είμαστε Πάντα) Βούδες ή Γιοί του Θεού... και τότε Γνωρίζουμε Ποιοί Είμαστε, Που Είμαστε, και Τι Πρέπει να Κάνουμε...
Αν οι άνθρωποι Λειτουργούσαμε Σύμφωνα με την Αληθινή Φύση μας, αν Φροντίζαμε να Απελευθερώσουμε την Φύση μας από όλη την ανθρώπινη ανοησία (σε επίπεδο σκέψης, ψυχολογικό, υλικό), αν προσπαθούσαμε να καθαρίσουμε τον εαυτό μας από τις πολιτισμένες συνήθειές μας (τις θεωρίες, τον τρόπο ζωής, τις κοινωνικές επιταγές...), αν Βρίσκαμε Μέσα μας τις “Βασικές Αξίες της Ζωής”, την Δικαιοσύνη, την Ισότητα, τον Ανθρωπισμό, θα μπορούσαμε να “συνεννοηθούμε” και να Φτιάξουμε μία Καλύτερη Κοινωνία... Αν οι άνθρωποι δεν γίνουν “σοφοί” (κατά την Φύση τους, όπως δίδασκε ο θείος Πλάτωνας, κι όχι με ηλίθιες γνώσεις, και θεωρίες, και δράσεις) δεν μπορούν να Φτιάξουν Αληθινή Κοινωνία...
Οι κοινωνίες δείχνουν την ποιότητα των ανθρώπων που τις φτιάχνουν, κι οι σημερινές “πολιτισμένες” ζούγκλες δείχνουν ακριβώς ότι είμαστε ακόμα στο επίπεδο του ζώου (βέβαια, του “πολιτισμένου” ζώου, αλλά του ζώου παρόλα αυτά, που δεν διστάζει να βομβαρδίζει λαούς γιά οικονομικά συμφέροντα, ή να καταδικάζει σε φτώχεια κι εξαθλίωση τεράστιους πληθυσμούς με νόμους που περνάμε από εθνικά κοινοβούλια....)...
Χρειάζεται πρώτα απ' όλα, εμείς οι ίδιοι, ο καθένας μας, να βγει από τον λαβύρινθο του εγωισμού του, να αντιληφθεί ότι είναι ύπαρξη εξαρτώμενη (από Κάπου Αλλού) κι ότι γύρω του υπάρχουν άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι, σαν αυτόν, σάρκα από την σάρκα του, αίμα από το αίμα του, συνάνθρωποί του (όχι σκιές, οι νούμερα, όπως βλέπουν πολλοί τους συνανθρώπους τους)... Πρέπει πρώτα να “σώσουμε” τον εαυτό μας και μετά την κοινωνία. Κι αν εμείς, είμαστε πραγματικά “συνειδητοποιημένοι” πως επιτρέπουμε σε κάποιους θρασείς ανίδεους να μας κυβερνούν, να μας κατευθύνουν, να μας εκμεταλλεύονται και να κάνουν την κοινωνία ζούγκλα;...
Έτσι, πρέπει οι άνθρωποι, (ο καθένας μας) να γίνουμε Ηθικοί (με την έννοια που αναλύσαμε πιο πάνω) και μετά να απαιτήσουμε και να απαιτούμε από την κοινωνία να είναι “Ηθική”. Όσοι είναι Ηθικοί (και πρέπει να το αποδείξουν έμπρακτα) πρέπει να καθαρίσουν την κοινωνία από την ανηθικότητα... Σήμερα, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, καθένας γνωρίζει ποιός είναι ποιός. Γνωρίζουμε τον ρόλο πο παίζουν οι πλουτοκράτες, γνωρίζουμε τον ρόλο που παίζουν τα πολιτικά ανδρείκελα σε ολόκληρο τον πλανήτη, και στην “Ελλάδα” τους (γιατί δυστυχώς η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες, αλλά σε τραπεζίτες, εγκάθετους, και ρουφιάνους...)... Κανένας (αχρείος) δεν νομιμοποιείται με την νόθευση της λαϊκής θέλησης, με την παράκαμψη συντάγματος και νόμων, με την βία, να “κυβερνά”, Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αποφασίζει ερήμην μας. Κανένας πια, σήμερα, δεν μπορεί να ξεγελάσει κανένα. Κι όταν γραφτεί η “αληθινή ιστορία” (όχι η “κρατική ιστορία” των ρουφιάνων) θα αποδώσει ευθύνες για το ποιός είναι ο καθένας και τι ρόλο έπαιξε σε αυτό τον έρημο τόπο...
Όποιος δεν μπορεί να ζει σε μία Αληθινή Ηθική και Δίκαιη Κοινωνία, ας πάει σπίτι του, ας κλειστεί σπίτι του, κι ας πάψει να ενοχλεί τους συνανθρώπους του και να καταστρέφει την κοινωνία... Εκβιαστές τραπεζίτες, ξεπουλημένοι πολιτικοί, αδρανείς δικαστικοί, επίορκοι διανοούμενοι, κομματόσκυλα, κάθε είδους παράσιτο που βρωμίζει αυτή την κοινωνία πρέπει να καταλάβουν (όλοι τους) ότι δεν είναι αυτοί η κοινωνία. Η Κοινωνία είναι οι απλοί άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν με δικαιοσύνη, ήσυχα, ίσοι μεταξύ ίσων, άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων... απλά να ζήσουν, τίποτα άλλο... Πως; Πότε; Ως πότε παλληκάρια μπορούμε να υπομένουμε χωρίς να Επαναστατούμε;...



~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
Monday, 24 November, 2025

2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path

 

In the vast cathedral of human longing, where countless souls have knelt before altars both visible and invisible, there exists a threshold that cannot be crossed by willing, a door that opens only when no hand reaches for its latch. This is the paradox that lies at the heart of true meditation—that most elusive of spiritual graces which arrives not as reward for discipline, but as spontaneous benediction in moments when the seeker has ceased all seeking.

The mystics of every age have circled this mystery like moths drawn to a flame they cannot touch without dissolving. They have spoken of it in whispers and in songs, in the silences between prayers and in the sudden arrests of breath when the veil momentarily parts. Yet what they describe defies the architecture of human endeavor, for it is a movement that belongs to no mover, a song that has no singer, a presence that fills only the space emptied of all presence.

The Illusion of Method

Consider the earnest pilgrim who rises before dawn, who arranges cushions just so, who lights incense and assumes the prescribed posture, believing that through repetition and dedication, through the accumulation of minutes and hours logged in stillness, the divine will be somehow obligated to appear. How touching is this faith in transaction, this belief that the Infinite operates according to the logic of commerce—so much discipline traded for so much enlightenment, so many prayers exchanged for so many moments of grace.

But the sacred does not keep accounts. It cannot be summoned by ritual, however beautifully performed, nor compelled by sincerity, however profound. The very notion that one can "practice meditation" as one might practice scales upon a piano reveals a fundamental misunderstanding of the nature of what is sought. For meditation, in its truest sense, is not a technique to be mastered but a flowering that occurs when all techniques have been abandoned, when the practitioner himself has vanished like morning mist before the sun.

The scheduled appointment with the divine—twenty minutes in the morning, thirty minutes in the evening—this represents perhaps the most subtle form of spiritual materialism, the ego's last desperate attempt to colonize even that territory where it cannot exist. To set aside a "period for meditation" is already to have missed the essential point, for in doing so one creates a boundary between the sacred and the mundane, between the time when one is "meditating" and the time when one is merely living. But the truth moves like underground water, flowing beneath all such artificial distinctions, recognizing no sabbath separate from ordinary days, no temple more holy than the common ground beneath one's feet.

The Heart's Impossible Opening

The teachers speak of opening the heart, and their students dutifully set about trying to pry open that most intimate chamber, using the crowbar of concentration or the key of visualization. They imagine the heart as a locked box containing treasures, and they labor to find the right combination, the correct mantra, the perfect breathing technique that will spring the latch and reveal the jewels within.

But the heart that opens to the divine does not open through effort. It is not a door that swings on hinges installed by the will, not a flower that can be forced to bloom by tugging at its petals. The opening spoken of by those who have glimpsed beyond the veil is of an entirely different order—not an action but a cessation, not a doing but an undoing, not an opening but a dissolution of all that has kept it closed.

When the heart is described as being "as open as the skies without a cloud," this is no mere poetic flourish but a precise description of a state that cannot be manufactured. The sky does not open; it is openness itself. It does not contain space; it is space, unbounded and without circumference. Similarly, the heart that knows the touch of the sacred has ceased to be a container and has become instead a vast expanse in which all things arise and dissolve without leaving trace or memory.

The intellect, that faithful servant which has served us so well in navigating the world of objects and causes, of problems and solutions, finds itself utterly defeated before this threshold. It can catalog experiences, can create elaborate maps of spiritual territories, can construct intricate philosophies of transcendence. But it cannot think its way into that which lies beyond all thinking. The intellect can make the heart safe, can build walls of concept and doctrine around it, can install security systems of belief and dogma. Yet in doing so, it ensures that the heart remains forever closed to that which arrives only in absolute vulnerability, in the nakedness that comes when all defenses have crumbled.

The Coming of the Uncalled

There are moments—and they arrive without announcement, without herald or preparation—when the membrane between worlds grows suddenly thin. Perhaps it happens while washing dishes, hands deep in soapy water, when the play of light on bubbles arrests all thought. Perhaps it occurs while walking down a familiar street, when something in the quality of the afternoon light stops the heart mid-beat. Perhaps it comes in the depths of sorrow, when grief has scoured the soul clean of all pretense.

In such moments, what has always been present but unseen reveals itself, not as something new that has arrived but as that which has never been absent. This is the benediction that comes when it is least expected, when no one is waiting for it, when the mind has finally exhausted itself with seeking and has collapsed into a stillness not achieved but discovered, not created but stumbled upon.

This grace recognizes no merit system. It does not come more readily to the disciplined than to the wayward, to the virtuous than to the broken, to the believer than to the doubter. Indeed, there is a strange democracy in its distribution, for it seems to favor those moments when the carefully constructed identity has momentarily failed, when the story one tells about oneself has been interrupted, when the guardian at the gate of self has fallen asleep at his post.

The one who systematizes their life, who follows carefully prescribed routines of morality and practice, may find that these very structures become obstacles, walls behind which they shelter from the wild wind of the sacred. For that which they seek is not tame, not domesticated, not contained within any system however sophisticated or time-honored. It blows where it will, this wind from unknown shores, and it cannot be channeled or directed by human intention.

The Poverty of Possession

How desperately the spiritual seeker wishes to capture what has been glimpsed, to hold it close, to make it permanent. Having tasted once the nectar of transcendence, the mind immediately begins its work of preservation, seeking to guard this treasure, to worship it, to build a shrine around it. But in this very grasping, the thing grasped vanishes like water squeezed between fingers.

The meditation that is meditation—the neverending movement that the mystics speak of in hushed tones—cannot be possessed because it is not a thing. It is more like a breeze that blows through an open window, refreshing the stale air of self-concern, bringing with it the scent of impossible distances. The moment one reaches to capture it, to hold it still, to make it one's own, it is already gone, and what remains is only memory, only the ghost of presence, only the ache of absence.

This is why the spiritual traditions speak so often in negatives, in renunciations, in lettings-go. Not because they are life-denying or pessimistic, but because they have discovered through centuries of exploration that the sacred reveals itself only in the space created by relinquishment. Every attempt to grasp, to keep, to worship what has been experienced in moments of opening serves only to ensure that it will "never come again." No matter what techniques are employed, what austerities undertaken, what prayers offered—if these are done in the hope of commanding or controlling the visitation of grace, they become obstacles rather than aids.

The beauty of this meditation, when it flowers unexpectedly in the prepared ground of an unguarded moment, is not the beauty of the one who experiences it. This is a crucial distinction that the ego finds almost impossible to accept. For the ego wishes to claim ownership, to say "I am meditating," "I have achieved enlightenment," "I possess spiritual insight." But in the genuine moment of transcendence, there is no "I" to make such claims. The beauty belongs to the meditation itself, not to the meditator. The light that shines is not the light of any individual soul but the light that illuminates all souls, the uncreated light that exists prior to and independent of any observer.

To this beauty, nothing can be added. It is complete in itself, perfect in itself, requiring no enhancement or improvement. The mind wishes to elaborate, to embellish, to build upon the foundation of a genuine insight, creating vast edifices of interpretation and meaning. But all such additions are subtractions from the pure simplicity of what is. They are like paintings hung in front of a window, obscuring the view they purport to enhance.

The Vigil That Defeats Itself

The spiritual seeker stations himself by the window of consciousness, watching, waiting, hoping to catch the approach of the divine. He sits in darkened rooms, cultivating silence, creating optimal conditions for the arrival of grace. He monitors his thoughts, his breathing, his posture, believing that through vigilance he can remain ready for the moment of breakthrough.

But this very watching is what prevents the seeing. The one who looks "hoping to catch it unawares" has already defeated his purpose, for in hoping he has created a separation between himself and what he hopes for. He has positioned himself as subject looking for object, as seeker pursuing goal, as one who lacks attempting to fill that lack. And in this duality, the non-dual reality that he seeks remains forever beyond reach.

The meditation that is described here—the neverending movement—comes "only when you are not there at all." This is not a metaphorical absence but a literal one. Not the absence of the body or even the quieting of mental chatter, but the absence of the one who claims to be meditating, the absence of the entity who seeks, who hopes, who waits. When that absence is complete, when there is truly no one left to receive the benediction, then the benediction floods in like sunlight through an open door.

This is the supreme paradox that confounds all spiritual ambition: the seeker can never find what is sought, because the seeker himself is the obstacle. Yet the seeker cannot deliberately eliminate himself through an act of will, for such an act would only reinforce the illusion of a self that acts. The dissolution of the seeker happens not through doing but through seeing—through the sudden recognition that the seeker has never existed as a separate entity, that the search itself has been a dream, that what was sought has never been absent.

The Discontinuous Bliss

We are conditioned to think of spiritual attainment as something that, once achieved, becomes a permanent possession. Enlightenment is imagined as a state that, once entered, continues without interruption. But the bliss spoken of here—the bliss that comes with the meditation that is meditation—has "no continuity." It cannot be sustained or maintained. It comes and goes according to no law that the human mind can discern.

This discontinuity is not a flaw but an essential feature of the experience. For if such bliss were continuous, the mind would quickly adapt to it, would categorize it, would make it ordinary. The very fact that it comes and goes, that it cannot be predicted or controlled, keeps it forever fresh, forever new, forever capable of shattering the calcified structures of self-knowing.

There is a profound humility in accepting this discontinuity. It means relinquishing the desire for spiritual security, the wish to achieve a state from which one can never fall. It means living with radical uncertainty, never knowing when the veil will part, never able to guarantee that what has been glimpsed once will ever be glimpsed again. This uncertainty keeps the heart tender, keeps the soul malleable, prevents the fossilization that comes from believing one has arrived at a final destination.

The mystics of various traditions have noted this same characteristic. The divine presence, they report, comes and goes like a mysterious guest who arrives without invitation and departs without explanation. All the soul can do is remain in a state of readiness that is not readiness, of waiting that is not waiting, of openness that does not strain to be open. It is the readiness of a field that has been plowed and planted but that cannot make the seed germinate or the rain fall. All the necessary preparation has been done, and now there is nothing left but to continue with ordinary life, without anticipation, without agenda.

The Negation of Importance

Perhaps the most devastating realization for the spiritual aspirant is this: "In meditation, you are not important, you have no place in it." Everything in the human psyche rebels against this truth. For are we not taught from birth to make something of ourselves, to be important, to matter? And does not the spiritual path seem to promise the ultimate importance—becoming enlightened, becoming realized, becoming one with the Divine?

But this promise is a seduction, a trap baited with the ego's own desires. The genuine meditation, the real opening to transcendence, requires the complete abandonment of personal importance. Not a false humility that secretly believes itself important for being so humble, but a genuine vanishing, a dissolution of the point of view that says "I am here, and I am experiencing something significant."

When the sacred reveals itself—and it does so only in moments when the guardian of personal identity has absented himself—there is simply the revelation, without anyone to whom it is revealed. There is seeing without a seer, knowing without a knower, experiencing without an experiencer. This is why the great mystics, when they return from their encounters with the Infinite, often find themselves at a loss for words. How can one describe an experience in which the experiencer was absent? Who is there to report on what occurred when no one was there to witness it?

This absence of the personal is not a loss but the most profound liberation. For the burden of maintaining the story of "me"—of my spiritual progress, my achievements, my failures, my questions, my insights—is finally set down. In its place comes a lightness, an ease, a sense of moving with rather than against the current of existence.

The Return to Wonder

What remains, then, for one who has understood this paradox? If meditation cannot be practiced, if the heart cannot be forced open, if the divine cannot be summoned, if the self must be absent for truth to reveal itself—what is to be done?

Perhaps the answer is nothing. Or rather, the answer is to live without the burden of spiritual ambition, to move through the world without the constant self-monitoring that asks "Am I making progress? Am I getting closer? Am I more enlightened than I was yesterday?" The meditation that is meditation happens of itself when the conditions are right, just as flowers bloom when spring arrives, not because they have practiced blooming but because it is their nature to respond to warmth and light.

The invitation, if invitation it can be called, is to return to wonder—not the wonder of the child who has never questioned, but the second wonder, the deeper wonder, that comes after all questions have been exhausted and found wanting. It is the wonder that arises when the mind finally admits defeat in its attempt to grasp the mystery of existence, when it recognizes that the most profound truths cannot be thought but only lived, cannot be understood but only surrendered to.

This wonder does not strain to see beyond the veil but discovers the sacred in what is immediately present—in the weight of the body, in the rhythm of the breath, in the passing of clouds across an autumn sky. It does not seek extraordinary experiences but finds the extraordinary in the ordinary, not through any technique or practice but through a simplicity of attention that comes when attention is no longer directed by agenda or purpose.

The Silence That Sings

In the end—though there is no end to this neverending movement—what remains is a kind of silence. Not the silence of an empty room or the silence between sounds, but the silence that exists prior to and beneath all sound, the silence from which music emerges and to which it returns. This silence is not the absence of something but the fullness of everything, the pregnant void that contains all possibilities without manifesting any.

It is the silence of the heart that has finally stopped its clamoring, its demanding, its negotiating with the Divine. It is the silence that comes when all questions have dissolved, not because they have been answered but because the questioner has recognized that the deepest questions point not toward answers but toward mystery. It is the silence of the mind that has exhausted itself with seeking and has collapsed into being.

And in this silence, paradoxically, there is a song—though no one sings it, though no one hears it. It is the song of existence itself, the eternal symphony that plays whether anyone listens or not. The meditation that is meditation is simply the falling away of all that prevents the hearing of this song that has always been singing, the seeing of this light that has always been shining, the feeling of this presence that has never been absent.

The benediction, when it comes—and it comes always unexpectedly, always unannounced—is the recognition that there is nowhere to go, nothing to achieve, no one to become. The open sky has always been here. The vast heart has always been beating. The infinite has always been infinitely present. All that was needed was the dissolution of the seeker, and even that dissolution was never something that could be done, only something that happened when the time was right, when the fruit was ripe, when the season turned.

And so the mystic—no longer seeking, no longer waiting, no longer hoping—continues to walk through the world, ordinary among the ordinary, carrying this secret that cannot be kept and cannot be shared: that the sacred is not elsewhere, that meditation is not a practice, that the door was never closed.

Η Απροσδόκητη Χάρη: Ένας Διαλογισμός στον Δρόμο χωρίς Μονοπάτι

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου αμέτρητες ψυχές έχουν γονατίσει μπροστά σε βωμούς ορατούς και αόρατους, υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να διαβεί κανείς με τη θέληση, μια πόρτα που ανοίγει μόνο όταν κανένα χέρι δεν απλώνεται προς το πόμολο της. Αυτός είναι ο παράδοξος πυρήνας της αληθινής διαλογιστικής εμπειρίας — αυτή η πιο άπιαστη από τις πνευματικές χάρες που έρχεται όχι ως ανταμοιβή για πειθαρχία, αλλά ως αυθόρμητη ευλογία σε στιγμές όπου ο αναζητητής έχει πάψει κάθε αναζήτηση.

Οι μυστικοί όλων των εποχών έχουν περιστραφεί γύρω από αυτό το μυστήριο σαν σκόροι που έλκονται από φλόγα την οποία δεν μπορούν να αγγίξουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν περιγράψει με ψιθύρους και με τραγούδια, στις σιωπές ανάμεσα στις προσευχές και στις ξαφνικές παύσεις της αναπνοής όταν το πέπλο για λίγο σχίζεται. Όμως αυτό που περιγράφουν αψηφά την αρχιτεκτονική της ανθρώπινης προσπάθειας, γιατί είναι μια κίνηση που δεν ανήκει σε κανέναν κινητήρα, ένα τραγούδι χωρίς τραγουδιστή, μια παρουσία που γεμίζει μόνο τον χώρο που έχει αδειάσει από κάθε παρουσία.

Η Ψευδαίσθηση της Μεθόδου

Σκεφτείτε τον ειλικρινή προσκυνητή που σηκώνεται πριν την αυγή, που τακτοποιεί τα μαξιλάρια με ακρίβεια, που ανάβει θυμίαμα και παίρνει την προβλεπόμενη στάση, πιστεύοντας ότι με την επανάληψη και την αφοσίωση, με τη συσσώρευση λεπτών και ωρών ακινησίας, το θείο θα υποχρεωθεί να εμφανιστεί. Πόσο συγκινητική είναι αυτή η πίστη στη συναλλαγή, αυτή η πεποίθηση ότι το Άπειρο λειτουργεί με τη λογική του εμπορίου — τόση πειθαρχία ανταλλάσσεται με τόσο φωτισμό, τόσες προσευχές με τόσες στιγμές χάρης.

Αλλά το ιερό δεν κρατάει λογαριασμούς. Δεν μπορεί να κληθεί με τελετουργίες, όσο όμορφα κι αν εκτελούνται, ούτε να εξαναγκαστεί με ειλικρίνεια, όσο βαθιά κι αν είναι. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί κανείς να «εξασκηθεί στον διαλογισμό» όπως εξασκείται κάποιος σε γκάμες στο πιάνο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη παρεξήγηση της φύσης αυτού που αναζητείται. Γιατί ο διαλογισμός, με την αληθέστερη έννοιά του, δεν είναι τεχνική που κατακτάται αλλά άνθισμα που συμβαίνει όταν όλες οι τεχνικές έχουν εγκαταλειφθεί, όταν ο ίδιος ο ασκούμενος έχει εξαφανιστεί σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ήλιο.

Το προγραμματισμένο ραντεβού με το θείο — είκοσι λεπτά το πρωί, τριάντα το βράδυ — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο λεπτή μορφή πνευματικού υλισμού, την τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα του εγώ να αποικιοποιήσει ακόμα και εκείνο το έδαφος όπου δεν μπορεί να υπάρξει. Το να ορίσει κανείς μια «περίοδο διαλογισμού» σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει το ουσιώδες: δημιουργεί όριο ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό, ανάμεσα στον χρόνο που «διαλογίζεται» και στον χρόνο που απλώς ζει. Αλλά η αλήθεια κινείται σαν υπόγεια νερά, ρέει κάτω από όλες αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, δεν αναγνωρίζει σάββατο ξεχωριστό από τις καθημερινές, ούτε ναό πιο ιερό από το κοινό χώμα κάτω από τα πόδια μας.

Το Αδύνατο Άνοιγμα της Καρδιάς

Οι δάσκαλοι μιλούν για το άνοιγμα της καρδιάς, και οι μαθητές τους επιμελώς βάζουν τα δυνατά τους να παραβιάσουν αυτό το πιο απόκρυφο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας το λοστό της συγκέντρωσης ή το κλειδί της ορατοποίησης. Φαντάζονται την καρδιά σαν κλειδωμένο σεντούκι που περιέχει θησαυρούς και κοπιάζουν να βρουν τον σωστό συνδυασμό, το σωστό μάντρα, την τέλεια τεχνική αναπνοής που θα ανοίξει το λουκέτο και θα αποκαλύψει τα κοσμήματα.

Αλλά η καρδιά που ανοίγει στο θείο δεν ανοίγει με προσπάθεια. Δεν είναι πόρτα που περιστρέφεται σε μεντεσέδες εγκατεστημένους από τη θέληση, ούτε λουλούδι που μπορεί να εξαναγκαστεί να ανθίσει τραβώντας τα πέταλά του. Το άνοιγμα για το οποίο μιλούν όσοι έχουν ρίξει μια ματιά πέρα από το πέπλο είναι τελείως διαφορετικής τάξης — όχι δράση αλλά παύση, όχι πράξη αλλά αναίρεση, όχι άνοιγμα αλλά διάλυση όλων όσων την κρατούσαν κλειστή.

Όταν η καρδιά περιγράφεται ως «ανοιχτή σαν ουρανός χωρίς σύννεφο», αυτό δεν είναι απλή ποιητική υπερβολή αλλά ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Ο ουρανός δεν ανοίγει· είναι το ίδιο το άνοιγμα. Δεν περιέχει χώρο· είναι χώρος, απεριόριστος και χωρίς περίμετρο. Παρομοίως, η καρδιά που δέχεται την αφή του ιερού έχει πάψει να είναι δοχείο και έχει γίνει απέραντη έκταση όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται χωρίς να αφήνουν ίχνος ή μνήμη.

Ο νους, αυτός ο πιστός υπηρέτης που μας έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά στην πλοήγηση του κόσμου των αντικειμένων και των αιτιών, των προβλημάτων και των λύσεων, βρίσκεται εντελώς ηττημένος μπροστά σε αυτό το κατώφλι. Μπορεί να καταγράψει εμπειρίες, να δημιουργήσει περίπλοκους χάρτες πνευματικών εδαφών, να κατασκευάσει δαιδαλώδεις φιλοσοφίες υπέρβασης. Αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τον δρόμο του προς αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη. Ο νους μπορεί να κάνει την καρδιά ασφαλή, να χτίσει τείχη από έννοιες και δόγματα γύρω της, να εγκαταστήσει συστήματα ασφαλείας από πεποιθήσεις και δόγματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως εξασφαλίζει ότι η καρδιά θα μείνει για πάντα κλειστή σε αυτό που έρχεται μόνο μέσα σε απόλυτη ευαλωτότητα, στη γύμνια που έρχεται όταν όλες οι άμυνες έχουν καταρρεύσει.

Η Έλευση του Απροσκάλεστου

Υπάρχουν στιγμές — και έρχονται χωρίς αναγγελία, χωρίς κήρυκα ή προετοιμασία — που η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους γίνεται ξαφνικά λεπτή. Ίσως συμβαίνει ενώ πλένουμε πιάτα, με τα χέρια βυθισμένα σε αφρώδες νερό, όταν το παιχνίδι του φωτός πάνω στις φυσαλίδες παγώνει κάθε σκέψη. Ίσως συμβαίνει ενώ περπατάμε σε έναν γνώριμο δρόμο, όταν κάτι στην ποιότητα του απογευματινού φωτός σταματά την καρδιά στη μέση του χτύπου. Ίσως έρχεται στα βάθη της θλίψης, όταν ο πόνος έχει ξύσει την ψυχή από κάθε προσποίηση.

Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που ήταν πάντα παρόν αλλά αόρατο αποκαλύπτεται — όχι σαν κάτι καινούργιο που ήρθε, αλλά σαν αυτό που ποτέ δεν έλειπε. Αυτή είναι η ευλογία που έρχεται όταν λιγότερο την περιμένουμε, όταν κανείς δεν την περιμένει, όταν ο νους έχει επιτέλους εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει σε μια σιωπή όχι επιτευγμένη αλλά ανακαλυφμένη, όχι δημιουργημένη αλλά προσκρούσασα τυχαία.

Αυτή η χάρη δεν αναγνωρίζει σύστημα αξιών. Δεν έρχεται πιο εύκολα στον πειθαρχημένο παρά στον παραστρατημένο, στον ενάρετο παρά στον σπασμένο, στον πιστό παρά στον αμφιβάλωντα. Υπάρχει μάλιστα μια παράξενη δημοκρατία στη διανομή της, γιατί φαίνεται να ευνοεί τις στιγμές που η προσεκτικά δομημένη ταυτότητα έχει για λίγο αποτύχει, όταν η ιστορία που λέει κανείς για τον εαυτό του έχει διακοπεί, όταν ο φύλακας στην πύλη του εαυτού έχει αποκοιμηθεί στη θέση του.

Αυτός που συστηματοποιεί τη ζωή του, που ακολουθεί προσεκτικά προδιαγεγραμμένες ρουτίνες ηθικής και άσκησης, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι δομές γίνονται εμπόδια, τείχη πίσω από τα οποία προφυλάσσεται από τον άγριο άνεμο του ιερού. Γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι ήμερο, δεν είναι εξημερωμένο, δεν περιορίζεται μέσα σε κανένα σύστημα όσο εκλεπτυσμένο ή αρχαίο κι αν είναι. Φυσά όπου θέλει, αυτός ο άνεμος από άγνωστες ακτές, και δεν μπορεί να κατευθυνθεί ή να διοχετευθεί από ανθρώπινη πρόθεση.

Η Φτώχεια της Κατοχής

Πόσο απεγνωσμένα ο πνευματικός αναζητητής επιθυμεί να αιχμαλωτίσει αυτό που έχει για λίγο αντικρίσει, να το κρατήσει κοντά του, να το κάνει μόνιμο. Αφού γεύτηκε μια φορά το νέκταρ της υπέρβασης, ο νους αμέσως αρχίζει το έργο της διατήρησης, προσπαθώντας να φυλάξει αυτόν τον θησαυρό, να τον λατρέψει, να χτίσει ιερό γύρω του. Αλλά ακριβώς σε αυτή την αρπαγή, το αρπαγμένο εξαφανίζεται σαν νερό που σφίγγεται ανάμεσα στα δάχτυλα.

Ο διαλογισμός που είναι πραγματικά διαλογισμός — η ατέρμονη κίνηση για την οποία μιλούν οι μυστικοί με χαμηλωμένη φωνή — δεν μπορεί να κατεχθεί επειδή δεν είναι πράγμα. Μοιάζει περισσότερο με αεράκι που φυσά από ανοιχτό παράθυρο, δροσίζοντας τον μπαγιάτικο αέρα της αυτο-ανησυχίας, φέρνοντας μαζί του άρωμα αδύνατων αποστάσεων. Τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι να το πιάσει, να το ακινητοποιήσει, να το κάνει δικό του, έχει ήδη χαθεί· μένει μόνο η ανάμνηση, μόνο το φάντασμα της παρουσίας, μόνο ο πόνος της απουσίας.

Γι’ αυτό οι πνευματικές παραδόσεις μιλούν τόσο συχνά με αρνήσεις, με αποκηρύξεις, με αφήσεις. Όχι επειδή είναι αρνητικές της ζωής ή απαισιόδοξες, αλλά επειδή έχουν ανακαλύψει μέσα από αιώνες εξερεύνησης ότι το ιερό αποκαλύπτεται μόνο στον χώρο που δημιουργείται από την παραίτηση. Κάθε απόπειρα αρπαγής, διατήρησης, λατρείας αυτού που έχει βιωθεί σε στιγμές ανοίγματος εξασφαλίζει ότι «δεν θα ξανάρθει ποτέ». Όποιες τεχνικές κι αν εφαρμοστούν, όποιες ασκήσεις κι αν αναληφθούν, όποιες προσευχές κι αν προσφερθούν — αν γίνονται με την ελπίδα να διαταχθεί ή να ελεγχθεί η επίσκεψη της χάρης, γίνονται εμπόδια αντί για βοηθήματα.

Η ομορφιά αυτού του διαλογισμού, όταν ανθίζει απροσδόκητα στο προετοιμασμένο έδαφος μιας αφύλαχτης στιγμής, δεν είναι η ομορφιά αυτού που τον βιώνει. Αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση που το εγώ δυσκολεύεται υπερβολικά να δεχτεί. Γιατί το εγώ θέλει να διεκδικήσει ιδιοκτησία, να πει «εγώ διαλογίζομαι», «εγώ πέτυχα φώτιση», «εγώ κατέχω πνευματική διορατικότητα». Αλλά στη γνήσια στιγμή υπέρβασης δεν υπάρχει «εγώ» για να κάνει τέτοιες αξιώσεις. Η ομορφιά ανήκει στον ίδιο τον διαλογισμό, όχι στον διαλογιζόμενο. Το φως που λάμπει δεν είναι φως κάποιας ατομικής ψυχής αλλά το φως που φωτίζει όλες τις ψυχές, το άκτιστο φως που υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παρατηρητή.

Σε αυτή την ομορφιά τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Είναι πλήρης από μόνη της, τέλεια από μόνη της, δεν χρειάζεται βελτίωση ή ενίσχυση. Ο νους θέλει να επεξεργαστεί, να στολίσει, να χτίσει πάνω στο θεμέλιο μιας γνήσιας διορατικότητας, δημιουργώντας τεράστια οικοδομήματα ερμηνείας και νοήματος. Αλλά όλες αυτές οι προσθήκες είναι αφαιρέσεις από την καθαρή απλότητα αυτού που είναι. Μοιάζουν με πίνακες που κρεμιούνται μπροστά σε παράθυρο, εμποδίζοντας τη θέα που υποτίθεται ότι ενισχύουν.

Η Αγρυπνία που Αυτοαναιρείται

Ο πνευματικός αναζητητής σταθμεύει δίπλα στο παράθυρο της συνείδησης, παρακολουθώντας, περιμένοντας, ελπίζοντας να συλλάβει την προσέγγιση του θείου. Κάθεται σε σκοτεινά δωμάτια, καλλιεργώντας σιωπή, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την άφιξη της χάρης. Παρακολουθεί τις σκέψεις του, την αναπνοή του, τη στάση του, πιστεύοντας ότι με την επαγρύπνηση μπορεί να παραμείνει έτοιμος για τη στιγμή της ανακάλυψης.

Αλλά αυτή ακριβώς η παρακολούθηση είναι που εμποδίζει το βλέπειν. Αυτός που κοιτάζει «ελπίζοντας να το πιάσει εξαπίνης» έχει ήδη νηστεύσει τον σκοπό του, γιατί με την ελπίδα έχει δημιουργήσει διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και σε αυτό που ελπίζει. Έχει τοποθετηθεί ως υποκείμενο που ψάχνει αντικείμενο, ως αναζητητής που κυνηγά στόχο, ως κάποιος που στερείται και προσπαθεί να γεμίσει το κενό. Και μέσα σε αυτή τη δυϊκότητα, η μη-δυαδική πραγματικότητα που αναζητά μένει για πάντα απρόσιτη.

Ο διαλογισμός που περιγράφεται εδώ — η ατέρμονη κίνηση — έρχεται «μόνο όταν δεν είσαι καθόλου εκεί». Αυτή δεν είναι μεταφορική απουσία αλλά κυριολεκτική. Όχι η απουσία του σώματος ή ακόμα και η ησυχία των νοητικών φλυαριών, αλλά η απουσία αυτού που ισχυρίζεται ότι διαλογίζεται, η απουσία της οντότητας που αναζητά, που ελπίζει, που περιμένει. Όταν αυτή η απουσία είναι πλήρης, όταν πραγματικά δεν έχει μείνει κανείς για να δεχτεί την ευλογία, τότε η ευλογία πλημμυρίζει σαν ηλιακό φως από ανοιχτή πόρτα.

Αυτό είναι το υπέρτατο παράδοξο που κατατροπώνει κάθε πνευματική φιλοδοξία: ο αναζητητής δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει, επειδή ο ίδιος ο αναζητητής είναι το εμπόδιο. Κι όμως ο αναζητητής δεν μπορεί να αυτοεξαλειφθεί σκόπιμα με πράξη θέλησης, γιατί μια τέτοια πράξη θα ενίσχυε μόνο την ψευδαίσθηση ενός εαυτού που πράττει. Η διάλυση του αναζητητή δεν συμβαίνει με πράξη αλλά με όραση — με την ξαφνική αναγνώριση ότι ο αναζητητής ποτέ δεν υπήρξε ως ξεχωριστή οντότητα, ότι η ίδια η αναζήτηση ήταν όνειρο, ότι αυτό που αναζητούνταν ποτέ δεν έλειπε.

Η Ασυνεχής Ευδαιμονία

Είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε την πνευματική επίτευξη ως κάτι που, όταν επιτευχθεί, γίνεται μόνιμη κατοχή. Ο φωτισμός φαντάζεται ως κατάσταση που, όταν εισέλθει κανείς, συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Αλλά η ευδαιμονία για την οποία μιλάμε εδώ — η ευδαιμονία που συνοδεύει τον διαλογισμό που είναι διαλογισμός — «δεν έχει συνέχεια». Δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί. Έρχεται και φεύγει χωρίς κανέναν νόμο που ο ανθρώπινος νους μπορεί να διακρίνει.

Αυτή η ασυνέχεια δεν είναι ελάττωμα αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Γιατί αν μια τέτοια ευδαιμονία ήταν συνεχής, ο νους γρήγορα θα προσαρμοζόταν, θα την κατηγοριοποιούσε, θα την έκανε συνηθισμένη. Το γεγονός ότι έρχεται και φεύγει, ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί, την κρατά για πάντα φρέσκια, για πάντα καινούργια, για πάντα ικανή να συντρίψει τις απολιθωμένες δομές της αυτογνωσίας.

Υπάρχει βαθιά ταπείνωση στο να αποδεχτεί κανείς αυτή την ασυνέχεια. Σημαίνει παραίτηση από την επιθυμία για πνευματική ασφάλεια, από την επιθυμία να επιτύχει μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να πέσει ποτέ. Σημαίνει να ζει με ριζική αβεβαιότητα, χωρίς να ξέρει ποτέ πότε θα σχιστεί το πέπλο, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που έχει αντικριστεί μια φορά θα ξαναντικριστεί. Αυτή η αβεβαιότητα κρατά την καρδιά τρυφερή, την ψυχή εύπλαστη, εμποδίζει την απολίθωση που έρχεται όταν πιστεύει κανείς ότι έχει φτάσει σε τελικό προορισμό.

Οι μυστικοί διαφόρων παραδόσεων έχουν παρατηρήσει το ίδιο χαρακτηριστικό. Η θεία παρουσία, αναφέρουν, έρχεται και φεύγει σαν μυστηριώδης επισκέπτης που φτάνει χωρίς πρόσκληση και φεύγει χωρίς εξήγηση. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραμένει σε μια ετοιμότητα που δεν είναι ετοιμότητα, σε μια αναμονή που δεν είναι αναμονή, σε ένα άνοιγμα που δεν αγωνίζεται να είναι ανοιχτό. Είναι η ετοιμότητα ενός χωραφιού που έχει οργωθεί και σπαρθεί αλλά που δεν μπορεί να κάνει τον σπόρο να βλαστήσει ή τη βροχή να πέσει. Όλη η απαραίτητη προετοιμασία έχει γίνει, και τώρα δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει κανείς την κανονική ζωή, χωρίς προσδοκία, χωρίς ατζέντα.

Η Άρνηση της Σημασίας

Ίσως η πιο καταστροφική συνειδητοποίηση για τον πνευματικό υποψήφιο είναι αυτή: «Στον διαλογισμό, εσύ δεν είσαι σημαντικός, δεν έχεις θέση μέσα του». Όλα στην ανθρώπινη ψυχή επαναστατούν ενάντια σε αυτή την αλήθεια. Δεν μας έχουν διδάξει από τη γέννησή μας να κάνουμε κάτι από τον εαυτό μας, να είμαστε σημαντικοί, να μετράμε; Και ο πνευματικός δρόμος δεν φαίνεται να υπόσχεται την υπέρτατη σημασία — να γίνει κανείς φωτισμένος, συνειδητοποιημένος, ένα με το Θείο;

Αλλά αυτή η υπόσχεση είναι αποπλάνηση, παγίδα στολισμένη με τις ίδιες τις επιθυμίες του εγώ. Ο γνήσιος διαλογισμός, το πραγματικό άνοιγμα στην υπέρβαση, απαιτεί την πλήρη εγκατάλειψη της προσωπικής σημασίας. Όχι ψεύτικη ταπείνωση που κρυφά πιστεύει τον εαυτό της σημαντικό επειδή είναι τόσο ταπεινός, αλλά γνήσια εξαφάνιση, διάλυση της οπτικής γωνίας που λέει «είμαι εδώ, και βιώνω κάτι σημαντικό».

Όταν το ιερό αποκαλύπτεται — και το κάνει μόνο σε στιγμές που ο φύλακας της προσωπικής ταυτότητας έχει απουσιάσει — υπάρχει απλώς η αποκάλυψη, χωρίς κανέναν στον οποίο αποκαλύπτεται. Υπάρχει βλέπειν χωρίς βλέποντα, γνώση χωρίς γνωρίζοντα, εμπειρία χωρίς βιωτή. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, όταν επιστρέφουν από τις συναντήσεις τους με το Άπειρο, συχνά μένουν άφωνοι. Πώς να περιγράψει κανείς μια εμπειρία στην οποία ο βιωτής έλειπε; Ποιος υπάρχει για να αναφέρει τι συνέβη όταν κανείς δεν ήταν εκεί να το δει;

Αυτή η απουσία του προσωπικού δεν είναι απώλεια αλλά η πιο βαθιά απελευθέρωση. Γιατί το βάρος της διατήρησης της ιστορίας του «εγώ» — της πνευματικής μου προόδου, των επιτευγμάτων μου, των αποτυχιών μου, των ερωτημάτων μου, των διορατικοτήτων μου — επιτέλους αφήνεται κάτω. Στη θέση του έρχεται ελαφρότητα, ευκολία, αίσθηση κίνησης μαζί με το ρεύμα της ύπαρξης αντί εναντίον του.

Η Επιστροφή στο Θαύμα

Τι μένει, λοιπόν, σε αυτόν που έχει κατανοήσει αυτό το παράδοξο; Αν ο διαλογισμός δεν μπορεί να εξασκηθεί, αν η καρδιά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ανοίξει, αν το θείο δεν μπορεί να κληθεί, αν ο εαυτός πρέπει να απουσιάζει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια — τι μένει να γίνει;

Ίσως τίποτα. Ή μάλλον, να ζει κανείς χωρίς το βάρος της πνευματικής φιλοδοξίας, να κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς τη συνεχή αυτοπαρακολούθηση που ρωτά «Κάνω πρόοδο; Πλησιάζω; Είμαι πιο φωτισμένος από χτες;» Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός συμβαίνει από μόνος του όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όπως τα λουλούδια ανθίζουν όταν έρχεται η άνοιξη, όχι επειδή έχουν εξασκηθεί στο άνθισμα αλλά επειδή είναι στη φύση τους να ανταποκριθούν στη ζέστη και στο φως.

Η πρόσκληση — αν μπορεί να ονομαστεί πρόσκληση — είναι να επιστρέψει κανείς στο θαύμα — όχι το θαύμα του παιδιού που ποτέ δεν έχει αμφισβητήσει, αλλά το δεύτερο θαύμα, το βαθύτερο θαύμα, που έρχεται αφού όλα τα ερωτήματα έχουν εξαντληθεί και βρεθεί ανεπαρκή. Είναι το θαύμα που αναδύεται όταν ο νους επιτέλους παραδέχεται την ήττα του στην προσπάθεια να συλλάβει το μυστήριο της ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει ότι οι πιο βαθιές αλήθειες δεν μπορούν να συλληφθούν αλλά μόνο να βιωθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν αλλά μόνο να παραδοθούν.

Αυτό το θαύμα δεν αγωνίζεται να δει πέρα από το πέπλο αλλά ανακαλύπτει το ιερό σε αυτό που είναι άμεσα παρόν — στο βάρος του σώματος, στον ρυθμό της αναπνοής, στο πέρασμα των νεφών σε έναν φθινοπωρινό ουρανό. Δεν αναζητά εξαιρετικές εμπειρίες αλλά βρίσκει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, όχι με καμία τεχνική ή άσκηση αλλά με μια απλότητα προσοχής που έρχεται όταν η προσοχή δεν κατευθύνεται πλέον από ατζέντα ή σκοπό.

Η Σιωπή που Τραγουδά

Τελικά — αν και δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ατέρμονη κίνηση — αυτό που μένει είναι ένα είδος σιωπής. Όχι η σιωπή ενός άδειου δωματίου ή η σιωπή ανάμεσα σε ήχους, αλλά η σιωπή που υπάρχει πριν και κάτω από κάθε ήχο, η σιωπή από την οποία αναδύεται η μουσική και στην οποία επιστρέφει. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία κάτι αλλά πληρότητα των πάντων, το έγκυο κενό που περιέχει όλες τις δυνατότητες χωρίς να εκδηλώνει καμία.

Είναι η σιωπή της καρδιάς που έχει επιτέλους σταματήσει την κραυγή της, τις απαιτήσεις της, τις διαπραγματεύσεις της με το Θείο. Είναι η σιωπή που έρχεται όταν όλα τα ερωτήματα έχουν διαλυθεί, όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών έχει αναγνωρίσει ότι τα βαθύτερα ερωτήματα δεν δείχνουν προς απαντήσεις αλλά προς μυστήριο. Είναι η σιωπή του νου που έχει εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει στην ύπαρξη.

Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, παραδόξως, υπάρχει ένα τραγούδι — αν και κανείς δεν το τραγουδά, κανείς δεν το ακούει. Είναι το τραγούδι της ίδιας της ύπαρξης, η αιώνια συμφωνία που παίζει είτε κάποιος ακούει είτε όχι. Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός είναι απλώς η απομάκρυνση όλων όσων εμποδίζουν την ακρόαση αυτού του τραγουδιού που πάντα τραγουδούσε, το βλέπειν αυτού του φωτός που πάντα έλαμπε, το αισθάνεσθαι αυτής της παρουσίας που ποτέ δεν έλειπε.

Η ευλογία, όταν έρχεται — και έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα χωρίς αναγγελία — είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει κανείς, τίποτα να επιτύχει, κανείς να γίνει. Ο ανοιχτός ουρανός ήταν πάντα εδώ. Η απέραντη καρδιά πάντα χτυπούσε. Το άπειρο ήταν πάντα απείρως παρόν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η διάλυση του αναζητητή, κι ακόμα κι αυτή η διάλυση δεν ήταν ποτέ κάτι που μπορούσε να γίνει, μόνο κάτι που συνέβη όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος, όταν ο καρπός ωρίμασε, όταν η εποχή γύρισε.

Και έτσι ο μυστικός — πια όχι αναζητών, πια όχι περιμένων, πια όχι ελπίζων — συνεχίζει να περπατά μέσα στον κόσμο, συνηθισμένος ανάμεσα στους συνηθισμένους, κουβαλώντας αυτό το μυστικό που δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε να μοιραστεί: ότι το ιερό δεν είναι αλλού, ότι ο διαλογισμός δεν είναι άσκηση, ότι η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. ...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~