CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
The Eternal Tapestry of Consciousness: Unveiling the Great Space of Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 13 July, 2025

Sunday, June 19, 2011

Αντισθένης, Κυνικοί... κι η «αναρχική μεταφυσική»

Εισαγωγή
Ειλικρινά, προκαλεί θλίψη το γεγονός ότι (αν εξαιρέσουμε μερικούς ειδικούς) υπάρχει γενική άγνοια, ή ελλιπής πληροφόρηση, ή παρερμηνεία, της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας… Ο Αντισθένης (ο Ιδρυτής του Κυνισμού), αλλά κι ο Διογένης (ο Κύριος Εκπρόσωπος του Κυνισμού), κι άλλοι Κυνικοί, υπήρξαν το ίδιο μεγάλοι φιλόσοφοι όσο κι ο Πλάτωνας, ή ο Αριστοτέλης. Αυτό θα το αποδείξουμε πιο κάτω… Η γνώμη όμως που επικρατεί και στους ακαδημαϊκούς αλλά και στους άλλους μελετητές της φιλοσοφίας είναι διαφορετική…
Η μελέτη της αρχαίας φιλοσοφίας δεν έχει καμία σχέση με ιστορία, με μία διανοητική έρευνα,  περιγραφή και ερμηνεία, με μία διανοητική θεωρία και θεωρητική αντίληψη περί πραγματικότητας… Είναι μάλλον Μάθημα Ζωής… Μπορούμε να διδαχτούμε πολλά (για να βελτιώσουμε την δική μας ζωή) από τους αρχαίους σοφούς.
Η μελέτη όμως ενός αρχαίου σοφού και της «διδασκαλίας» του (όχι της «θεωρίας» του) πρέπει να είναι επαρκής, ακριβής, βαθιά, πλατιά, κι αληθινή. Το να αγνοούμε ή να αποκρύπτουμε επίτηδες στοιχεία, ή να παρερμηνεύουμε (από άγνοια ή σκοπιμότητα)  ένα σοφό ή την «διδασκαλία» του, δεν έχει να κάνει με την αληθινή αξία του σοφού ή της «διδασκαλίας» του (στην αντικειμενική σφαίρα του πνεύματος)… απλά αποδεικνύει την δική μας ανεπάρκεια, μικρότητα, κι ανοησία…
Διαβάζοντας βιβλία κι ερευνώντας στο Δίκτυο για τον Αντισθένη και τους άλλους Κυνικούς μπορεί κάποιος να αποκομίσει  μόνο μία «επιφανειακή» ή «λανθασμένη» αντίληψη για τους Κυνικούς… κι αυτό είναι άδικο. Όχι για τους αρχαίους σοφούς, αλλά για μας τους νεότερους, που στερούμαστε τη Ζωντανή Σοφία τους…
Στην πραγματικότητα, ο Αντισθένης υπήρξε ο «Πρώτος Αναρχικός του Πνεύματος», της Μεταφυσικής, (όχι της «διανόησης»), που Βίωσε Άμεσα την Αλήθεια, όταν οι άλλοι γύρω του ψηλαφούσαν στα σκοτάδια. Είναι το ίδιο Μεγάλος με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο, τους Μεγάλους Στωικούς, τον Πύρρωνα., τον Πλωτίνο… Το γεγονός ότι ο Αντισθένης δεν προβάλλεται, δεν διδάσκεται, δεν οφείλεται στην αντικειμενική αξία της «διδασκαλίας» του αλλά στον ελλιπή και επιφανειακό τρόπο που διδάσκεται η φιλοσοφία κι η ιστορία σε αυτό τον «ερειπωμένο» τόπο… Ο ίδιος ο Αντισθένης, ή ο Διογένης, πάντως,  αν ζούσαν σήμερα, δεν θα ενοχλούνταν… δεν θα ήταν δικό τους πρόβλημα αν δεν υπάρχουν Αληθινοί Άνθρωποι να τους «ακούσουν»…
Προϋποθέσεις της Κυνικής Φιλοσοφίας
Βασική Προϋπόθεση για να καταλάβουμε τον Αντισθένη, τον Διογένη, την Κυνική Φιλοσοφία, είναι να καταλάβουμε το «περιβάλλον» μέσα στο οποίο έζησε, «αναπτύχθηκε» πνευματικά και λειτούργησε… Ολόκληρος ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαποτίζεται από την Ορφική Αντίληψη για την Ζωή. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι εμπνέονται και λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της Ορφικής Αντίληψης… Ο Αντισθένης, όπως κι ο Πλάτωνας, κι άλλοι, είναι βαθιά μυημένος στην «ορφική λατρεία» (που σχετίζεται άμεσα με τα «Μυστήρια»).
Μετά ο Αντισθένης, όπως κι ο Πλάτωνας, μαθήτευσε κοντά στον Σωκράτη… Κι αυτό τα λέει όλα…
Μετά τον (άδικο) θάνατο του Σωκράτη ο Αντισθένης πορεύεται τον δικό του πνευματικό δρόμο, όπως κάνει κι ο Πλάτωνας, που χαράζει τον δικό του δρόμο. Οι δύο Μεγάλοι Άνδρες, ακολουθούν παράλληλους (αλλά διαφορετικούς) δρόμους προς την Αλήθεια, εκτιμώντας και σεβόμενοι ο ένας τον άλλο, παρά της «φιλοσοφικές διαμάχες» τους… Ενώ όμως ο Αντισθένης θέλει να Βιώσει Άμεσα την Υπέρτατη Αλήθεια, το Υπέρτατο Αγαθό, την Υπέρτατη Γνώση, και να την Υποδείξει στους άλλους, να την Βιώσουν το ίδιο Άμεσα, με βιωματικό τρόπο… ο Πλάτωνας θέλει την Υπέρτατη Γνώση που Βιώνει στα Τρίσβαθα της Οντότητάς του, να το «κωδικοποιήσει», να το «περιγράψει» κατά το δυνατό, να το «διδάξει» (με έμμεσο τρόπο)…. Είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι. Άραγε μπορούμε να τους αρνηθούμε το δικαίωμα να το πράξουν; Μπορούμε να αρνηθούμε το Μεγαλείο είτε στον ένα, είτε στον άλλο;… Οφείλουμε όμως να αποκαταστήσουμε τον Αντισθένη, που η ακαδημαϊκή ανοησία και η ιστορική ανεπάρκεια, παραγκώνισε, στερώντας μας την Ζωντανή Σοφία του, στις «πραγματικές διαστάσεις» του. Οφείλουμε τιμή στον Αντισθένη, ένα Μεγάλο Έλληνα.
Βασικές Αντιλήψεις της Κυνικής Φιλοσοφίας
Η Βασική Αντίληψη από την οποία Εκκινεί ο Αντισθένης (κι όποιος θέλει να παρακολουθήσει το ξετύλιγμα της «βιωματικής πορείας» του), για να κατανοήσει την Ύπαρξη, τον Εαυτό του, τον Κόσμο, είναι η Ίδια η Ύπαρξή του, ο Εαυτός του, το Είναι του.
Επειδή ακριβώς το Ίδιο Είναι «Συλλαμβάνεται Άμεσα», σαν η «Παρούσα Συνείδηση», σαν Πρωταρχικό Βίωμα, γίνεται αντιληπτό ότι «Βίωμα» και «Όνομα» (έννοια, λέξη), «ταυτίζονται»: Αυτό σημαίνει πως «αυτό που βιώνουμε» (αντιλαμβανόμαστε, ζούμε) το «ονομάζουμε», και πως «ονομάζουμε» μόνο «ό,τι βιώνουμε», κι ακόμα πως το «όνομα» υποδεικνύει, φανερώνει την ουσία αυτού που αντιλαμβανόμαστε. Έτσι η «γνωσιολογία» μας, αλλά κι η «διυποκειμενικότητα»  κι «συνεννοησή» μας (σαν ανθρώπων), στηρίζεται αυστηρά και μόνο στο «Έδαφος της Εμπειρίας»… Με αυτόν τον τρόπο το πνευματικό έδαφος (το έδαφος της μεταφυσικής, της διανόησης, της αντίληψης, της ζωής) είναι τελείως ξεκάθαρο (τουλάχιστον για τους «νοήμονες»)…
Μπορούμε μόνο ό,τι βιώνουμε να ονομάζουμε και τότε τα ονόματα αντιστοιχούν σε βιώματα (δηλαδή στην πραγματικότητα). Δεν μπορούμε να δημιουργούμε έννοιες  για πράγματα που «φανταζόμαστε» ή μας «πληροφόρησαν γι’ αυτά», ή δεν υπάρχουν, γιατί τότε γλιστράμε από την Πραγματικότητα στην «φαντασία»… Είναι γνωστή η αντίρρηση του Αντισθένη στον Πλάτωνα: «Ω Πλάτων, ίππον μεν ορώ, ιππότητα δ’ ουχ ορώ». Βεβαίως ο Αντισθένης απλώς εφιστά την προσοχή μας για να μην ολισθήσουμε σε «ανθρώπινες κατασκευές», δεν αρνιόταν το νοητικό βίωμα, το νοητικό όραμα, την ιδέα αυτή καθεαυτή… γι’ αυτό και ο Πλάτωνας του απάντησε, για να ακούσει όχι ο Αντισθένης αλλά κάποιοι άλλοι: «έχεις μεν ω ίππος οράται τόδε το όμμα, ω δε ιππότης θεωρείται ουδέπω κέκτησαι». Στην πραγματικότητα και οι δύο είχαν σαφή αντίληψη για την υπερβατική πραγματικότητα, και γνώριζαν τι έλεγαν, και γνώριζαν ότι κι οι δύο είχαν δίκηο γιατί ισχύουν και τα δύο, Ο διάλογος δεν γινόταν για να πει κάτι ο ένας στον άλλο, ο διάλογος γίνονταν για να ακούσουν οι ακροατές. Οι δύο Σοφοί έπαιζαν θέατρο.
Ούτε μπορούμε εξ’ άλλου μέσω συνδυασμού όρων, και συσχέτιση, και συλλογιστικής μεθόδου, να φτάσουμε στην αλήθεια: Με άλλα λόγια η αποδοχή πραγμάτων που δεν ανήκουν στην «εμπειρία» (πνευματική, νοητική, ψυχολογική, υλική), ή αλλιώς η διανοητική σκέψη μας παραπλανά… Γι’ αυτό ο Αντισθένης έλεγε: «Αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψις».
Αυτή η Αρχική Τοποθέτηση του Αντισθένη Υποδεικνύει ότι πρέπει να έχουμε εμπειρία για ό,τι πράγμα μιλάμε και δεύτερον ότι κάθε πράγμα είναι «αυτό που είναι». Αποκαλύπτεται άμεσα σαν βίωμα, σαν θέαμα ζωντανό στην αντίληψη, δεν μπορεί να προσδιορισθεί έμμεσα με την χρήση άλλων εννοιών ή με την συλλογιστική σκέψη, με μία περιγραφή.
Έτσι η Πρώτη Αρχή από την Οποία ξεκινά ο Αντισθένης (κι όποιος θέλει να τον «παρακολουθήσει») είναι το Ίδιο Είναι, η Παρούσα Συνείδηση, η Παρούσα Ύπαρξη (που ασφαλώς είναι κάτι πολύ πλατύτερο από αυτό το σώμα μέσα στο οποίο εκδηλώνεται): Αυτό το Είναι, η Παρούσα Ύπαρξη, «είναι αυτό που είναι». Σύμφωνα με την «γνωσιολογική θεώρηση» του Αντισθένη είναι «ένα άμεσο θέαμα» (βίωμα, εμπειρία), δεν μπορεί να περιγραφεί με άλλους όρους, με διάφορες περιγραφές, ή οτιδήποτε άλλο. Έτσι Ευθύς εξ’ αρχής η Πρώτη Αρχή (η Ύπαρξή μας) μας αποκαλύπτεται σαν Άμεσο Βίωμα. Και «Πως» μας Αποκαλύπτεται; Είναι (Βιώνουμε ότι Είναι) Απροσδιόριστη, Απεριόριστη, Υπερβατική, Άχρονη, και ταυτόχρονα (αυτή η Αόρατη Οντότητα, η Ψυχή) είναι παρούσα εδώ, τώρα, σε αυτό το σώμα, σε αυτό τον κόσμο… Από αυτή την «Βασική Αντίληψη της Ύπαρξης» ο Αντισθένης κατανοούσε ότι η Ύπαρξη (η Παρούσα Συνείδηση) Είναι Ένας Χώρος Καθαρός, Ελεύθερος, μη «διαμορφωμένος», που υπάρχει από Μόνος του, τελείως φυσικά και «περιστασιακά» συνδέεται τώρα, εδώ με αυτό το σώμα. Αυτή είναι η «Αληθινή Ανθρώπινη Φύση» του ανθρώπου, του καθενός μας.
Η Αυτογνωσία, η Γνώση Αυτής της Αληθινής Ανθρώπινης Φύσης μας, είναι η Αληθινή Ζωή, κι ο Αληθινός Σκοπός του ανθρώπου κι η Αληθινή Ευδαιμονία.
Η Αυτογνωσία, σαν Βιωματική Πορεία, είναι η Αληθινή Αρετή. Κι η Αληθινή Αρετή είναι η Αυτογνωσία, δηλαδή η Βίωση της Αληθινής Ανθρώπινης φύσης μας.
Η Αληθινή Ανθρώπινη Φύση λοιπόν είναι εξ’ αρχής Καθαρή και Αγαθή, και το να ζούμε σύμφωνα με την Φύση (το να Βιώνουμε την Φύση μας) είναι ο Δρόμος της Αληθινής Αρετής, ο Δρόμος της Αληθινής Ζωής. Πως όμως μπορεί να γίνει αυτό;
Ο κόσμος όπως τον βλέπει ο Κυνικός κι όπως τον ζουν οι άνθρωποι
Ο άνθρωπος που εδώ και χιλιάδες χρόνια γεννιέται στα πλαίσια μίας κοινωνίας, «διαμορφώνεται» από την κοινωνία, στην εξωτερική συμπεριφορά, στις ψυχολογικές τάσεις, στη διανοητική γνώση (δηλαδή να σκεφτόμαστε με ορισμένο τρόπο και με βάση νοητικά στερεότυπα)… Χωρίς να το θέλει ο άνθρωπος (γιατί δεν μπορεί να το ελέγξει, αφού η «διαμόρφωσή» του αρχίζει από την γέννησή του, από τα μικρά  του χρόνια, καθώς εντάσσεται μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον του) «διαμορφώνεται» και γίνεται εικόνα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει.
Έτσι οι άνθρωποι οι «ενταγμένοι» στην κοινωνία αποδέχονται κάποιους βασικούς θεσμούς και βολεύονται σε κάποια κοινωνική κατάσταση (η οικονομική εξουσία και κατάσταση, η ιδιοκτησία κι η κατοχή ή μη-κατοχή πλούτου, η συναλλαγή και το εμπόριο… η πολιτική εξουσία κι η συμμετοχή ή μη-συμμετοχή στην εξουσία, η κοινωνική θέση… τα υλικά αγαθά και η οργάνωση της υλικής ζωής… είναι παράγοντες που διαμορφώνουν ένα πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο όλοι προσπαθούν να βολευτούν…)…
Αλλά έτσι οι άνθρωποι, αποδεχόμενοι την διαμόρφωσή τους από την κοινωνία και εντασσόμενοι μέσα στην συγκεκριμένη κοινωνία ζουν όχι την Φύση τους, την Ελευθερία, την Ευδαιμονία, αλλά μία ζωή διαμορφωμένη σε όλους τους τομείς.
Ποια είναι λοιπόν η Θέση του Σοφού (Αντισθένη) κι η Στάση του απέναντι στην ζωή; Ο Σοφός είναι «τελείως έξω» από αυτόν τον διαμορφωμένο κόσμο, αλλά όχι μακριά από τους ανθρώπους. Αποδέχεται τους ανθρώπους, την «κοινωνία των ανθρώπων» αλλά όχι την «διαμόρφωσή» τους, σε όλα τα επίπεδα…
Καθώς ο Σοφός Βιώνει την Αληθινή Ανθρώπινη Φύση του, την Απόλυτη Ελευθερία της Φύσης του, που από μόνη της «γνωρίζει» να «αυτορυθμίζεται» με βάση την Αλήθεια, την Λογική, την Δικαιοσύνη, κλπ. είναι από την Φύση του Ενάρετος. Ταυτόχρονα όμως επειδή είναι εξ’ αρχής Ελεύθερος μπορεί να διακρίνει, να ελέγξει, και να απορρίψει κάθε «διαμόρφωση», σε σωματικό, ψυχολογικό, διανοητικό, επίπεδο. Η Ελευθερία για τον Σοφό (και καθένα που θέλει να ακολουθήσει τον Δρόμο του Σοφού) είναι προϋπόθεση για να «καθαρισθεί» από όλες τις «βρωμιές» του δήθεν πολιτισμού… η Ελευθερία δεν έρχεται στο τέλος… Με αυτή την έννοια δεν «αναγνωρίζεται» καμία «αρχή», καμία «αυθεντία», καμία «εξουσία», τίποτα που να μπορεί να «επιβληθεί» στην Συνείδηση του Σοφού. Είναι Τελείως Ελεύθερος.
Με αυτό τον τρόπο ο Αντισθένης (κι αργότερα ο Διογένης κι οι μετέπειτα Κυνικοί) μας ρίχνει στα «Βαθιά Νερά της Ύπαρξης», στην «Ελευθερία της Φύσης» μας, και μας αποδίδει ολόκληρη την Ευθύνη της Ύπαρξής μας… Όμως κάτι τέτοιο προκαλεί «σοκ» στον «αφιλοσόφητο νου». Το να Αποκαλύπτεις στον άλλο την «Ελευθερία της Φύσης» του, να του αφαιρείς όλες τις «διαμορφώσεις», του μυαλού, της ψυχολογίας, του σώματος, τις οποίες έχει αποδεχτεί και στις οποίες έχει βολευτεί, είναι σαν να του αφαιρείς το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Αυτό το κάνει ο Σοφός «αφαιρώντας» την λογική των ανθρωπίνων συνηθειών, υποδεικνύοντας την αντίφαση Φύσης και θεσμών, την ρηχότητα της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής…
Ο Κυνικός, Ελεύθερος και Σοφός, ο Αληθινός Δάσκαλος, κι όχι οι αγύρτες που ντύνονταν τον τρίβωνα (χονδροειδή μανδύα), έπαιρναν στο χέρι την βακτηρία (ραβδί) και κρεμούσαν στον ώμο την πήρα (σακούλι) και παρίσταναν τους δασκάλους των ανθρώπων… δεν δίσταζε να υποδείξει την ανοησία, την μικρότητα, την γελοιότητα και το αδιέξοδο της «πολιτισμένης» ζωής. Αυτό που πολεμούσε δεν ήταν η κοινωνία, η οργανωμένη κοινωνική ζωή, αλλά οι μη φυσικοί θεσμοί, συνήθειες, και τρόποι ζωής που είχαν επιβληθεί στους ανθρώπους διαστρεβλώνοντας την ζωή τους (ιδιοκτησία, πλούτος, συναλλαγή, πολιτική εξουσία, υποτιθέμενη ευγένεια, δήθεν καλοί τρόποι…)… Ήθελε μία «κοινωνία αληθινών ανθρώπων» κι όχι μία κοινωνία «υπνωτισμένων δούλων»… Γι’ αυτό ο Διογένης γυρνούσε μέρα μεσημέρι με το φανάρι του κι έλεγε «άνθρωπον ζητώ»…
Ο Δρόμος της Αρετής
Το Σημείο Εκκίνησης λοιπόν για τον Άνθρωπο (Αντισθένη) και τον κάθε άνθρωπο, είναι (με Προϋπόθεση την Ανόθευτη Καθαρή Ανθρώπινη Φύση του, που Είναι εξ’ ορισμού Ελεύθερη) η Σωκρατική Αυτοεξέταση κι έλεγχος της ύπαρξης, της ζωής, σε όλα τα επίπεδα… Για να Βιώσει και να Εδραιώσει κάποιος την Ελεύθερη Φύση του, το Αληθινό Είναι του, πρέπει να περάσει διάφορες βαθμίδες, αρχίζοντας από την εξωτερική υλική ζωή και μετά να προχωρήσει σε πιο εσωτερικά και ανώτερα πνευματικά επίπεδα… μία πορεία που θα τον Οδηγήσει ως την Απόλυτη Φύση του που ταυτίζεται με τον Ένα Θεό.
Ο Δρόμος της Αυτοεξέτασης, της Αυτογνωσίας, της Αρετής έχει τέσσερα στάδια. Πρέπει κάποιος να ολοκληρωθεί στα διάφορα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξής μας με την κατάκτηση και την αυθεντική βίωση της αντίστοιχης αρετής:
α) Στο εξωτερικό υλικό επίπεδο πρέπει να κατακτήσουμε την Αρετή της Εγκράτειας. Ο άνθρωπος πρέπει να αναγνωρίσει τις πραγματικές ανάγκες του, να περιοριστεί στις απολύτως απαραίτητες ανάγκες του απορρίπτοντας όλα όσα περιττά  («ανάγκες», «συνήθειες», «τρόπους ζωής») του έχει «φορτώσει» ο δήθεν πολιτισμός. Με άλλα λόγια πρέπει να μάθουμε να ζούμε μία απλή, φυσική, βιολογική και υλική ζωή…
β) Σε ψυχολογικό επίπεδο (δηλαδή στο εσωτερικό επίπεδο των συναισθημάτων, των τάσεων, των επιθυμιών κι όλων των ασυνείδητων παρορμήσεων…) πρέπει να κατακτήσουμε την Αρετή της Καρτερίας, αφήνοντας την Ζωή να μας Οδηγήσει, αποδεχόμενοι τα πράγματα που είναι όπως είναι, χωρίς ταραχή, χωρίς ψυχολογική αντίσταση, και μην παρεκκλίνοντας από τον Δρόμο της Αρετής ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μας…
γ) Σε διανοητικό επίπεδο πρέπει να κατακτήσουμε την Αρετή της Απάθειας, της βιωματικής αντιμετώπισης των πραγμάτων, χωρίς διανοητικές αναλύσεις και διαμάχες και χωρίς να υιοθετούμε την μία ή την άλλη «κατασκευασμένη» άποψη. Όλη η διανοητική δραστηριότητα, η μάθηση, οι επιστήμες, όλα είναι άχρηστα, ανίσχυρα να μας οδηγήσουν στην Αλήθεια. Συχνά όλη αυτή η «συσσωρευμένη γνώση» γίνεται εμπόδιο στην πορεία μας προς την Αλήθεια… Στην πραγματικότητα σε βιωματικό επίπεδο υπάρχει ταυτισμός και συμφωνία όταν βιώνουμε ένα πράγμα (είτε εμείς μόνο, είτε χιλιάδες άνθρωποι, αφού η ανθρώπινη φύση είναι κοινή, ίδια σε όλους μας…). Διαμάχη αντίθεση υπάρχει μόνο σε διανοητικό επίπεδο, όταν δηλαδή υπάρχει συσχέτιση εννοιών και διαφορετική εκτίμηση και τοποθέτηση των εννοιών μέσα στην σκέψη και τον λόγο (αφού ο καθένας έχει τα δικά του κριτήρια)… Γι’ αυτό ο Αντισθένης «διαφωνούσε» με την τακτική των άλλων φιλοσόφων να παραδίδουν μαθήματα γνώσης κι επιστήμης, κι είχε συγκρουστεί πολλές φορές με τον Πλάτωνα γι’ αυτό το ζήτημα…
δ) Μόνο όταν ο άνθρωπος κατακτήσει ολοκληρωτικά και τις τρεις προηγούμενες αρετές μπορεί να Βιώσει την Αληθινή  Φύση του Αποκαθαρμένη, Πλήρως Αποδεσμευμένη, το Αληθινό Είναι του, το Καθαρό Είναι, χωρίς «διαμορφώσεις», εξωτερικές (υλικές), ψυχολογικές, διανοητικές. Η Κατάκτηση (πραγματική και βιωματική) της Τέταρτης Αρετής της Αληθινής Αταραξίας, της Αληθινής Ευδαιμονίας Αναδύεται Φυσιολογικά σαν Επιστέγασμα όλης της πνευματικής προσπάθειας…
Η διδασκαλία στην πράξη
Επειδή ο Αντισθένης (κι ο Διογένης κι οι άλλοι Κυνικοί) δίδασκε την Εσωτερική Ελευθερία, την Καθαρή Ύπαρξη, Καθαρή από τις «διαμορφώσεις», δηλαδή ένα καθαρά βιωματικό τρόπο ζωής (όχι μόνο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά), δεν είχε κάποια θεωρία συγκεκριμένη, διατυπωμένη… μόνο παρατηρήσεις για την Ανθρώπινη Φύση και την λειτουργία της είχε, από την προσωπική εμπειρία του (και χωρίς να διεκδικεί απόλυτο κύρος για όσα έλεγε). Καθένας έπρεπε να κατακτήσει μόνος του, προσωπικά, την Αλήθεια.
Επειδή εξάλλου ο Κυνικός Τρόπος Ζωής ήταν καθαρά εσωτερικός και προσωπικός κι ο καθένας έπρεπε μόνος του, για τον εαυτό του, να Αναγνωρίσει την Αληθινή Φύση του, το Αληθινό Είναι του, να έχει Αυτογνωσία, οι Κυνικοί ήταν πάντα μοναχικοί δάσκαλοι που σκορπούσαν το Φως της Γνώσης με τον τρόπο ζωής τους και με το παράδειγμά τους, δεν έκαναν οπαδούς, σχολές σκέψης (όπως οι άλλοι φιλόσοφοι), και δεν δημιούργησαν ποτέ μία σχολή σε πρακτικό οργανωτικό επίπεδο.
Αυτό που μετέδιδαν οι Κυνικοί ήταν η Φλόγα της Ζωής, κι όχι θεωρίες περί του Είναι, ή διδασκαλίες περί ηθικής ζωής, η περί πρακτικής ζωής. Είναι λάθος από επιστημονική και ιστορική άποψη, αγνοώντας το βάθος της διδασκαλίας των Κυνικών, να τους θεωρούμε απλά εκκεντρικούς, αρνητές του πολιτισμού, αντικοινωνικούς, κλπ, δηλαδή να κρίνουμε σε τελείως επιφανειακό επίπεδο…  Η Κυνική Διδασκαλία είχε ένα Τεράστιο Μεταφυσικό Βάθος, που έφτανε ως το Αληθινό Είναι, ως την Βάση των πάντων. Η Μεταφυσική τους ήταν τελείως αναρχική  αφού αρνιόνταν όχι μόνο την διατύπωση θεωριών περί του Είναι, αλλά και την κωδικοποίηση της πρακτικής τους, που ήταν πάντα αυθόρμητη κι αυτοσχέδια… Τελείως αναρχικοί κατέλυαν τα πάντα όχι από διάθεση καταστροφής (ή με βίαιο τρόπο) αλλά για να ελευθερώσουν την Ύπαρξη από τις «διαμορφώσεις» της, τον κάθε άνθρωπο που είχαν απέναντί τους από τις προσωπικές «διαμορφώσεις» του. Διέλυαν όλα τα στερεότυπα σε υλικό, ψυχολογικό, διανοητικό επίπεδο, με πράξεις, με στάση ζωής και με διανοητική ειρωνεία για όσους ήθελαν ή νόμιζαν ότι έχουν μία ερμηνεία της Πραγματικότητας (που θα μπορούσαν τάχα να περιγράψουν στους άλλους)… Το μοναδικό αντίστοιχο των Κυνικών στην ιστορία του πνεύματος θα το συναντήσουμε πολλούς αιώνες μετά στους αναρχικούς δασκάλους του Ζεν (τους γνήσιους δασκάλους)… Οι Κυνικοί έφτασαν ακόμα στο σημείο μολονότι είχαν τον ρόλο του Αληθινού Δασκάλου των ανθρώπων να αρνιούνται ακόμα και τον ρόλο τους, του τυπικού δασκάλου. Η Μη οργάνωση μίας φιλοσοφικής σχολής, οπαδών, κλπ, η επιλογή του μοναχικού φιλοσοφικού βίου ήταν Επιλογή όχι αδυναμία.
Η Απόλυτη Ελευθερία του Πνεύματος των Κυνικών οδηγεί στην «κυνική παρρησία», στα πλαίσια της οποίας λέγονται όλα σε όλους… Ο Διογένης δεν δίστασε να δώσει ένα μάθημα στον Αλέξανδρο, όταν του είπε να παραμερίσει για να μην του κρύβει τον ήλιο. Ο Διογένης δεν είχε ανάγκη τον ήλιο, αλλά ο Αλέξανδρος είχε ανάγκη να συνειδητοποιήσει τον Αληθινό Εαυτό του. Άραγε έλαβε το μήνυμα;… Στην πραγματικότητα ο Κυνικός δεν διδάσκει από προσωπική ανάγκη για κάτι, Απλά προσφέρει από τον Πλούτο της Σοφίας του στους μισότυφλους, είτε είναι κοσμοκράτορες σαν τον Αλέξανδρο, είτε απλοί καθημερινοί ταλαιπωρημένοι άνθρωποι…
Τυπικά οι Κυνικοί χρησιμοποιούσαν διάφορους τρόπους για να διδάξουν. Χρησιμοποιούσαν:
α) Το «κριτικό κήρυγμα» σε μεγάλες συνελεύσεις ανθρώπων, γιορτές, κλπ.
β) Την «σκανδαλώδη συμπεριφορά», την παράλογη, ή την άσχετη συμπεριφορά, για να αφυπνίσουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων σε συγκεκριμένα ζητήματα.
Γ) τον «προκλητικό διάλογο» στα πλαίσια του οποίου «αποδομούσαν» τα πάντα, θεσμούς, συμπεριφορές, στάσεις ζωής, αντιλήψεις…
Σκοπός των κυνικών ήταν να απαλλάξουν τον άνθρωπο από τα στερεότυπα της συμπεριφοράς, ώστε να λειτουργήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης.
Προεκτάσεις της Κυνικής Αντίληψης
Οι Κυνικοί είχαν σαν Βασική Αρχή (Βάση της Αντίληψής τους, της Ζωής τους, της Πράξης τους) την Απόλυτη Ελευθερία. Η Ελευθερία Είναι η Βάση από την οποία Εκκινούν για να απομακρύνουν όλα τα «ψεύτικα» φορτία της Συνείδησης. Η Ελευθερία δεν έρχεται στο τέλος μίας εκπαιδευτικής πορείας. Αυτό που έρχεται στο τέλος είναι η Καθαρή Συνείδηση… Στην πορεία μας προς την Αλήθεια, προς την Αληθινή Φύση μας, πρέπει να απαλλαγούμε από την «γνώση», όχι να «συσσωρεύουμε» γνώση… Ακόμα και η φιλοσοφική ενασχόληση (σαν μάθηση) είναι άχρηστη… Αυτό που προσπαθούσε ο Πλάτωνας να κωδικοποιήσει λογικά και να εξηγήσει, δηλαδή την Βίωση του Απολύτου Αγαθού, οι Κυνικοί το Βίωναν «απορρίπτοντας» όλες τις βρωμιές της Συνείδησης..
Ο Κυνισμός έχει μία Βαθιά Ψυχολογική Γνώση, μία Στέρεα Λογική και μία Άμεση Τεχνική που Οδηγεί στο Βίωμα της Πραγματικότητας, πέρα από τις «ανοησίες»… Ο άνθρωπος έχει Απόλυτη Υπευθυνότητα κι Ευθύνη (σαν ηθική μονάδα). Εναπόκειται στην δική μας θέληση και τις δικές μας επιλογές να εξελιχθούμε, να Βιώσουμε την Αρετή, την Αλήθεια, την Πραγματικότητα… ή να καταστραφούμε…
Οι Κυνικοί, τελείως έξω από τον κόσμο, αλλά δίπλα στους ανθρώπους είναι πολίτες της Φύσης, του κόσμου, κι όχι της «διαμορφωμένης κοινωνίας»…
Το Αναγκαιότατο Μάθημα
Αν και ο Αντισθένης έγραψε διαλόγους (από τα οποία διασώθηκαν ελάχιστες φράσεις) δεν το έκανε για να διδάξει θεωρίες (όπως έκανε ο Πλάτωνας) αλλά για να μεταδώσει την Φλόγα της Γνώσης…
Όταν (σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο) ρώτησαν τον Αντισθένη «τι των μαθημάτων αναγκαιότατον» απάντησε «το κακά απομαθείν» Σε αυτή την φράση κλείνεται όλη η Διδασκαλία του Μεγάλου Σοφού. Τα «κακά» είναι όλες οι «διαμορφώσεις» της ύπαρξης (σε όλα τα επίπεδα). Το «απομαθείν» υποδεικνύει πρώτον ότι όλα τα κακά (οι «διαμορφώσεις») επιβλήθηκαν στην ανθρώπινη φύση και δεύτερον ότι η μόνη διέξοδος είναι η «απαλλαγή» μας από όλες αυτές τις διαμορφώσεις, να ξεμάθουμε όσα μας «έμαθαν» (η κοινωνία, οι καταστάσεις, η αδυναμία μας…)… Ο Αντισθένης (κι οι άλλοι Κυνικοί) υπήρξαν, τόσους αιώνες, μέχρι σήμερα, οι μεγαλύτεροι επαναστάτες, σε όλα τα επίπεδα…
Όταν εξάλλου ο Αντισθένης έλεγε ότι προορισμός του ανθρώπου είναι το «κατ’ αρετήν ζην» προφανώς εννοούσε την Ολοκληρωτική Αρετή της Αυτογνωσίας που περιλαμβάνει μέσα της κάθε επιμέρους αρετή και δεν εννοούσε ούτε μία ηθική στάση, ούτε μία ψυχολογική συμπάθεια προς τους άλλους, ούτε ευπρεπείς εξωτερικούς τρόπους. Η Αρετή για τον Αντισθένη (όπως για όλους τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους) είχε πολύ βαθύτερη έννοια, ήταν μία μεταφυσική πραγματικότητα..
Όταν ο Αντισθένης λέει ότι «η αρετή είναι διδακτή» δεν εννοούσε την μετάδοση μίας ηθικής θεωρίας αλλά το «απομαθείν» όλων των κακών της ανθρώπινης φύσης που έχει συσσωρεύσει ο δήθεν πολιτισμός… Αυτή η Αρετή όχι μόνο  είναι ένα όπλο του κάθε ανθρώπου με το οποίο μπορεί να πολεμήσει για την Ελευθερία του (για να επιβάλλει την Ελευθερία του, να υπερασπιστεί την Ελευθερία του απέναντι σε όλες τις υλικές, ψυχολογικές, και διανοητικές επιθέσεις του περιβάλλοντος), αλλά είναι συνάμα κι ένα όπλο που κανείς δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει («αναπόβλητον όπλον η αρετή»), γιατί ταυτίζεται με την ίδια την Φύση μας. Πόσοι όμως από μας το χρησιμοποιούν;
Σίγουρα, για να Βιωθεί η Αρετή (η Αυτογνωσία) χρειάζεται όπως έλεγε ο Αντισθένης «πόνος», πολύς κόπος και διαρκής αγώνας. Με την ηρωική πάλη όμως εναντίον όλων των «διαμορφώσεων» της ύπαρξης μπορούμε να Ανυψωθούμε ως την Σφαίρα του Είναι που Ενοποιεί τα πάντα μέσα της. Αυτό το Είναι, το Είναι του καθενός είναι το Είναι των Πάντων, του Παντός (αφού Αποκαλύπτεται μέσα μας Χωρίς Ιδιότητες, Απεριόριστο, Υπερβατικό…). Αυτό το Είναι είναι Αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό, είναι ο Αληθινός Θεός: Όπως έλεγε ο Αντισθένης: «κατά νόμον είναι πολλούς θεούς, κατά δε φύσιν ένα»… Με άλλα λόγια, άσχετα από τις αντιλήψεις των ανθρώπων, Υπάρχει Μόνο Μία Οντολογική Μεταφυσική Βάση… Αυτό το είπε ένας Σοφός εικοσιπέντε αιώνες πριν… Πώς να μην τιμούμε τέτοιους ανθρώπους; Και πώς να μην τους ευγνωμονούμε; (τουλάχιστον όσοι τους κατανοούμε και διδασκόμαστε από την Αιώνια Σοφία τους)…


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 15. The Masters of the Ineffable Way: A Journey into Sacred Stillness

Chapter 15

 

The Masters of the Ineffable Way: A Journey into Sacred Stillness

 

In the mists of antiquity, when the world was younger and the veil between heaven and earth gossamer-thin, there walked among mortals certain beings who had drunk deeply from the wellspring of eternal mystery. These were the masters of the ineffable Way, souls who had penetrated beyond the curtain of ordinary perception into the luminous darkness where all wisdom dwells. Their very presence spoke of depths unfathomable, of truths so profound that language itself trembled before their magnitude.

 

To speak of these awakened ones is to attempt the impossible—to capture the essence of wind in a jar, to hold the ocean in cupped palms. Yet something within the human heart yearns to understand, to glimpse however briefly the nature of those who have transcended the boundaries of the small self and merged with the infinite expanse of Being itself. They moved through the world like whispers of eternity, their footsteps leaving no trace upon the earth, their words falling like dew upon the consciousness of those rare souls prepared to receive such sacred moisture.

 

The Paradox of Profound Simplicity

 

These masters possessed a penetration so subtle, so exquisitely refined, that it pierced through the veils of illusion that shroud the ordinary mind. Where others saw only the surface play of phenomena, they beheld the underlying unity that binds all existence in its silent embrace. Their understanding was not the accumulation of facts or the clever manipulation of concepts, but a direct knowing that arose from the dissolution of the knower into the known, the seeker into the sought.

 

Like moths drawn to flame, they had surrendered their separate existence to the greater Light that burns at the heart of all things. In this surrender, they discovered not annihilation but expansion—not the death of the self but its transformation into something vast and boundless. They had learned to see with the eyes of the Eternal, to hear with the ears of the Absolute, to touch the world with hands that had been blessed by the sacred fire of divine presence.

 

Yet paradoxically, their very depth made them appear shallow to the uninitiated. Their profound wisdom manifested as such natural simplicity that it confounded those who expected complexity, who sought elaborate systems and ornate philosophies. The masters had transcended the need for display, for the ego's desperate attempts to prove its worth through accumulated knowledge or spiritual achievement. They had discovered that the deepest truths are often the most obvious, hidden not in complexity but in the very simplicity that the mind, in its restless seeking, constantly overlooks.

 

The Sacred Art of Concealment

 

Because their understanding flowed from sources beyond the reach of ordinary comprehension, these masters remained forever mysterious to those who had not yet undergone the great transformation. They were like deep wells whose waters reflect only sky—present and visible, yet their true depths concealed from casual observation. Their very being had become a living paradox, simultaneously fully present in the world yet belonging to dimensions that transcend worldly existence.

 

In their presence, one sensed vast spaces of silence, pregnant with meaning that could never be fully articulated. They carried within themselves the weight of cosmic solitude—not the loneliness of separation, but the profound aloneness of the One who has remembered its true nature. This sacred isolation was not a turning away from the world but a deeper turning toward it, a recognition that in the depths of solitude, one discovers the thread that connects all beings in the tapestry of existence.

 

Their mystery was not cultivated but inevitable, arising naturally from their communion with the ineffable. Like the wind that moves the leaves but cannot itself be grasped, they touched the lives of others while remaining essentially elusive. This was not a deliberate obscurity but the natural consequence of having aligned themselves with forces and principles that operate beyond the sphere of ordinary human understanding.

 

The Trembling of Sacred Vulnerability

 

To observe these masters was to witness a profound vulnerability that spoke of ultimate trust in the cosmic order. They moved through existence like pilgrims crossing a winter stream, each step taken with careful reverence, fully aware of the thin ice upon which all human endeavor rests. This was not the timidity of fear but the tender caution of one who has glimpsed the infinite fragility and preciousness of each moment.

 

Their hesitation before the world's complexities revealed not confusion but a deep appreciation for the mystery that permeates all existence. They had learned that wisdom often lies not in hasty action but in the patient discernment that comes from prolonged communion with the silence that underlies all sound. Like deer pausing at the forest's edge, they possessed an acute sensitivity to the subtle currents that flow beneath the surface of apparent reality.

 

This quality of sacred trembling extended to their relationship with others. In the presence of fellow seekers, they maintained the respectful distance of honored guests, never presuming to intrude upon the sacred space of another's inner journey. They understood that each soul must find its own way to the threshold of mystery, and their role was not to force entry but to serve as gentle beacons, their very presence a reminder that the journey toward transcendence is possible.

 

The Dissolution of Form

 

Perhaps most remarkably, these masters exhibited a quality of evanescence that spoke of their progressive dissolution into the formless realm of pure Being. Like ice returning to water, they seemed to be in a constant state of melting, their solid sense of separate selfhood gradually dissolving into the ocean of universal consciousness. This was not a loss but a liberation, not a diminishment but an expansion into the infinite.

 

Their material form appeared increasingly translucent, as if the light of the Absolute were slowly burning away all that was non-essential, leaving only the pure essence of awakened awareness. They moved through the world like morning mist, present yet ephemeral, substantial yet somehow already partaking of the eternal realm that exists beyond the boundaries of time and space.

 

This dissolution was not a retreat from life but a deeper entry into it. By releasing their grip on the solid certainties of ego-consciousness, they had discovered the fluid nature of reality itself. They had learned to flow with the great currents of existence rather than swimming against them, to bend with the winds of change rather than breaking under their force.

 

The Humility of Uncarved Potential

 

In their profound simplicity, these masters resembled blocks of uncarved wood—unpretentious, natural, containing within themselves infinite potential that had never been forced into rigid forms. They had resisted the temptation to shape themselves according to the expectations of others or the demands of social convention. Instead, they had remained true to their essential nature, allowing their authentic being to emerge organically from the depths of their communion with the sacred.

 

This quality of uncarved potential made them appear deceptively ordinary to those who sought exotic displays of spiritual attainment. They wore no special robes, claimed no extraordinary powers, demanded no recognition for their achievements. Their spiritual realization had stripped away all artifice, all pretense, leaving only the naked truth of their essential being.

 

Yet within this apparent simplicity lay an inexhaustible richness. Like the block of wood that contains within itself the possibility of countless forms, these masters carried within their being the seeds of infinite wisdom. They had learned that the greatest spiritual achievement is not the acquisition of powers or knowledge but the discovery of one's original nature—that pure awareness that exists before all conditioning, all learning, all becoming.

 

The Vast Emptiness of Sacred Space

 

The consciousness of these masters had become like a valley—vast, empty, receptive to all that flows into it yet claiming ownership of nothing. They had learned the sacred art of spiritual emptiness, that profound hollowness that creates space for the divine to manifest. Their inner landscape resembled the great valleys of the earth, carved by patient waters into forms of breathtaking beauty and infinite capacity.

 

This emptiness was not a void but a pregnant fullness, like the silence between notes that gives music its meaning. They had discovered that true wisdom lies not in accumulating spiritual experiences but in creating the inner space where the sacred can reveal itself spontaneously. Their consciousness had become a temple of emptiness, a sacred hollow where the wind of the spirit could move freely.

 

In their presence, others felt the strange peace that comes from encountering vast space. Like travelers who suddenly emerge from dense forest into an open meadow, those who met these masters experienced a sense of expansion, of breathing room for the soul. Their very being offered refuge from the cramped quarters of ordinary consciousness, providing a glimpse of the limitless expanse that is the soul's true home.

 

The Clarity That Emerges from Stillness

 

The masters understood the profound truth that clarity cannot be forced but must be allowed to emerge naturally from stillness. Like muddy water that settles when left undisturbed, their consciousness had found its natural transparency through the practice of sacred inactivity. They had learned that the constant agitation of seeking, analyzing, and striving only clouds the clear mirror of awareness.

 

Their approach to wisdom was like that of a patient gardener who knows that growth cannot be hurried but must be allowed to unfold in its own time. They had discovered that the deepest insights arise not from intense effort but from the gentle persistence of sustained attention, like the slow accumulation of dew that eventually fills the waiting cup.

 

This understanding extended to their relationship with the world around them. They moved through existence with the minimal disturbance of those who have learned to work with natural forces rather than against them. Their actions rippled outward like stones dropped into still water, creating patterns of influence that extended far beyond their immediate presence while maintaining the essential peace of their source.

 

The Paradox of Spiritual Maturity

 

In their ultimate humility, these masters had transcended the need to appear complete or fully realized. They wore their spiritual attainment like old clothes—comfortable, familiar, bearing the gentle wear of long use. They had learned that true spiritual maturity lies not in the polished perfection of the ego but in the willing acceptance of incompleteness, the graceful acknowledgment that the mystery of existence forever exceeds our grasp.

 

This quality of spiritual poverty was perhaps their greatest wealth. By releasing the need to be seen as wise or accomplished, they had discovered the freedom to be authentically themselves in each moment. Their spiritual realization had burned away all pretense, all need to maintain an image of attainment, leaving only the naked truth of their being.

 

They understood that the path of awakening is not a destination to be reached but a way of being to be embodied. Their spiritual journey had taught them that the greatest teaching often comes through example rather than words, through presence rather than proclamation. They had become living demonstrations of the possibility of transcendence, proof that human consciousness can indeed touch the infinite and return transformed.

 

The Eternal Dance of Emptiness and Fullness

 

As these masters moved through the world, they embodied the eternal paradox of spiritual realization—completely empty yet infinitely full, utterly humble yet radiating the majesty of the divine, perfectly still yet in constant motion with the great currents of existence. They had learned to dance the sacred dance of emptiness and fullness, never grasping at either extreme but flowing naturally between them like breath moving in and out of the lungs.

 

Their lives became living prayers, each moment an offering on the altar of the present. They had discovered that the sacred is not found in special places or extraordinary states but in the willing acceptance of what is, the gentle embrace of the eternal as it manifests through the temporal. In their presence, others caught glimpses of their own divine nature, remembered their own capacity for transcendence, and felt the stirring of the great longing that calls all souls home to their source.

 

Thus did these masters of the ineffable Way serve as bridges between the worlds, their very existence a testament to the possibility of human transformation. They walked among mortals as reminders of the extraordinary potential that lies sleeping within ordinary consciousness, waiting to be awakened by the gentle touch of grace and the persistent call of the soul's deepest yearning. In their footsteps, they left not traces but invitations—silent calls to all who would follow to discover for themselves the pathless path that leads beyond the boundaries of the known into the vast mystery of being itself.

Οι Μύστες του Ανείπωτου Δρόμου: Ένα Ταξίδι στην Ιερή Σιωπή

 

Στην ομίχλη της αρχαιότητας, όταν ο κόσμος ήταν νεότερος και το πέπλο μεταξύ ουρανού και γης λεπτό σαν αραχνοΰφαντο μετάξι, περπατούσαν ανάμεσα στους θνητούς ορισμένα όντα που είχαν πιει βαθιά από την πηγή του αιώνιου μυστηρίου. Αυτοί ήταν οι μύστες του Ανείπωτου Δρόμου, ψυχές που είχαν διεισδύσει πέρα από το πέπλο της συνηθισμένης αντίληψης, στο φωτεινό σκοτάδι όπου κατοικεί κάθε σοφία. Η ίδια τους η παρουσία μιλούσε για βάθη ανεξερεύνητα, για αλήθειες τόσο βαθιές που η ίδια η γλώσσα έτρεμε μπροστά στο μεγαλείο τους.

 

Το να μιλήσουμε για αυτούς τους αφυπνισμένους είναι σαν να επιχειρούμε το αδύνατο—να φυλακίσουμε τον άνεμο σε ένα βάζο, να κρατήσουμε τον ωκεανό στις χούφτες μας. Ωστόσο, κάτι μέσα στην ανθρώπινη καρδιά λαχταρά να κατανοήσει, να ρίξει έστω μια φευγαλέα ματιά στη φύση εκείνων που έχουν υπερβεί τα όρια του μικρού εαυτού και έχουν συγχωνευθεί με την απεριόριστη έκταση της Ύπαρξης. Κινούνταν στον κόσμο σαν ψίθυροι της αιωνιότητας, τα βήματά τους δεν άφηναν ίχνη στη γη, τα λόγια τους έπεφταν σαν δροσιά στη συνείδηση εκείνων των σπάνιων ψυχών που ήταν έτοιμες να δεχθούν τέτοια ιερή υγρασία.

 

Το Παράδοξο της Βαθιάς Απλότητας

 

Αυτοί οι μύστες κατείχαν μια διεισδυτικότητα τόσο λεπτή, τόσο εκλεπτυσμένη, που διαπερνούσε τα πέπλα της ψευδαίσθησης που καλύπτουν το συνηθισμένο μυαλό. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν μόνο την επιφανειακή κίνηση των φαινομένων, αυτοί διέκριναν την υποκείμενη ενότητα που συνδέει όλη την ύπαρξη στη σιωπηλή της αγκαλιά. Η κατανόησή τους δεν ήταν η συσσώρευση γεγονότων ή η έξυπνη χειραγώγηση εννοιών, αλλά μια άμεση γνώση που προέκυπτε από τη διάλυση του γνωρίζοντος στο γνωστό, του αναζητητή στο αναζητούμενο.

 

Σαν πεταλούδες που έλκονται από τη φλόγα, είχαν παραδώσει την ξεχωριστή τους ύπαρξη στο μεγαλύτερο Φως που καίει στην καρδιά όλων των πραγμάτων. Σε αυτή την παράδοση, δεν ανακάλυψαν την εξαφάνιση αλλά την επέκταση—όχι τον θάνατο του εαυτού, αλλά τη μεταμόρφωσή του σε κάτι τεράστιο και απεριόριστο. Είχαν μάθει να βλέπουν με τα μάτια του Αιώνιου, να ακούν με τα αυτιά του Απόλυτου, να αγγίζουν τον κόσμο με χέρια που είχαν ευλογηθεί από την ιερή φωτιά της θεϊκής παρουσίας.

 

Ωστόσο, παραδόξως, το ίδιο τους το βάθος τους έκανε να φαίνονται επιφανειακοί στους αμύητους. Η βαθιά τους σοφία εκδηλωνόταν με τέτοια φυσική απλότητα που μπέρδευε όσους περίμεναν πολυπλοκότητα, που αναζητούσαν περίπλοκα συστήματα και περίτεχνες φιλοσοφίες. Οι μύστες είχαν υπερβεί την ανάγκη για επίδειξη, για τις απελπισμένες προσπάθειες του εγώ να αποδείξει την αξία του μέσω συσσωρευμένης γνώσης ή πνευματικών επιτευγμάτων. Είχαν ανακαλύψει ότι οι βαθύτερες αλήθειες είναι συχνά οι πιο προφανείς, κρυμμένες όχι στην πολυπλοκότητα αλλά στην ίδια την απλότητα που το μυαλό, στην αδιάκοπη αναζήτησή του, συνεχώς παραβλέπει.

 

Η Ιερή Τέχνη της Απόκρυψης

 

Επειδή η κατανόησή τους πήγαζε από πηγές πέρα από την εμβέλεια της συνηθισμένης αντίληψης, αυτοί οι μύστες παρέμεναν για πάντα μυστηριώδεις για όσους δεν είχαν ακόμη υποστεί τη μεγάλη μεταμόρφωση. Ήταν σαν βαθιά πηγάδια που τα νερά τους αντανακλούν μόνο τον ουρανό—παρόντες και ορατοί, αλλά τα αληθινά τους βάθη κρυμμένα από την επιφανειακή παρατήρηση. Η ίδια τους η ύπαρξη είχε γίνει ένα ζωντανό παράδοξο, ταυτόχρονα πλήρως παρόντες στον κόσμο αλλά ανήκοντες σε διαστάσεις που υπερβαίνουν την εγκόσμια ύπαρξη.

 

Στην παρουσία τους, ένιωθε κανείς απέραντους χώρους σιωπής, γεμάτους με νόημα που δεν μπορούσε ποτέ να εκφραστεί πλήρως. Κουβαλούσαν μέσα τους το βάρος της κοσμικής μοναξιάς—όχι τη μοναξιά της απομόνωσης, αλλά τη βαθιά μοναχικότητα του Ενός που έχει θυμηθεί την αληθινή του φύση. Αυτή η ιερή απομόνωση δεν ήταν μια απομάκρυνση από τον κόσμο, αλλά μια βαθύτερη στροφή προς αυτόν, μια αναγνώριση ότι στα βάθη της μοναξιάς, ανακαλύπτει κανείς το νήμα που συνδέει όλα τα όντα στο υφαντό της ύπαρξης.

 

Το μυστήριό τους δεν ήταν καλλιεργημένο αλλά αναπόφευκτο, προερχόμενο φυσικά από την κοινωνία τους με το ανείπωτο. Όπως ο άνεμος που κινεί τα φύλλα αλλά δεν μπορεί ο ίδιος να συλληφθεί, άγγιζαν τις ζωές των άλλων ενώ παρέμεναν ουσιαστικά ασύλληπτοι. Αυτή δεν ήταν μια εσκεμμένη ασάφεια, αλλά η φυσική συνέπεια της ευθυγράμμισής τους με δυνάμεις και αρχές που λειτουργούν πέρα από τη σφαίρα της συνηθισμένης ανθρώπινης κατανόησης.

 

Το Τρέμουλο της Ιερής Ευαλωτότητας

 

Το να παρατηρεί κανείς αυτούς τους μύστες ήταν σαν να βλέπει μια βαθιά ευαλωτότητα που μιλούσε για απόλυτη εμπιστοσύνη στην κοσμική τάξη. Κινούνταν μέσα στην ύπαρξη σαν προσκυνητές που διασχίζουν ένα χειμωνιάτικο ρυάκι, κάθε βήμα με προσεκτική ευλάβεια, πλήρως ενήμεροι για τον λεπτό πάγο πάνω στον οποίο στηρίζεται κάθε ανθρώπινη προσπάθεια. Αυτή δεν ήταν η δειλία του φόβου, αλλά η τρυφερή προσοχή ενός που έχει ρίξει μια ματιά στην άπειρη ευθραυστότητα και πολύτιμη αξία κάθε στιγμής.

 

Η διστακτικότητά τους μπροστά στις πολυπλοκότητες του κόσμου αποκάλυπτε όχι σύγχυση, αλλά μια βαθιά εκτίμηση για το μυστήριο που διαπερνά όλη την ύπαρξη. Είχαν μάθει ότι η σοφία συχνά βρίσκεται όχι στη βιαστική δράση, αλλά στη υπομονετική διάκριση που προέρχεται από την παρατεταμένη κοινωνία με τη σιωπή που υποκρύπτει κάθε ήχο. Όπως τα ελάφια που σταματούν στην άκρη του δάσους, κατείχαν μια οξεία ευαισθησία στα λεπτά ρεύματα που ρέουν κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικής πραγματικότητας.

 

Αυτή η ποιότητα του ιερού τρέμουλου επεκτεινόταν στη σχέση τους με τους άλλους. Στην παρουσία των συναναζητητών, διατηρούσαν την ευγενική απόσταση των τιμημένων καλεσμένων, ποτέ δεν επιχειρούσαν να εισβάλουν στον ιερό χώρο του εσωτερικού ταξιδιού κάποιου άλλου. Κατανοούσαν ότι κάθε ψυχή πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς το κατώφλι του μυστηρίου, και ο ρόλος τους δεν ήταν να επιβάλουν την είσοδο, αλλά να λειτουργούν ως ήπιοι φάροι, η ίδια τους η παρουσία μια υπενθύμιση ότι το ταξίδι προς την υπέρβαση είναι εφικτό.

 

Η Διάλυση της Μορφής

 

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο, αυτοί οι μύστες παρουσίαζαν μια ποιότητα εξαΰλωσης που μιλούσε για την προοδευτική τους διάλυση στο άμορφο βασίλειο της καθαρής Ύπαρξης. Όπως ο πάγος που επιστρέφει στο νερό, έμοιαζαν να βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση τήξης, η σταθερή τους αίσθηση ξεχωριστού εαυτού διαλυόταν σταδιακά στον ωκεανό της παγκόσμιας συνείδησης. Αυτό δεν ήταν απώλεια, αλλά απελευθέρωση, όχι μείωση, αλλά επέκταση στο άπειρο.

 

Η υλική τους μορφή φαινόταν ολοένα και πιο διάφανη, σαν το φως του Απόλυτου να έκαιγε σιγά-σιγά ό,τι δεν ήταν ουσιαστικό, αφήνοντας μόνο την καθαρή ουσία της αφυπνισμένης συνειδητότητας. Κινούνταν στον κόσμο σαν πρωινή ομίχλη, παρόντες αλλά εφήμεροι, ουσιαστικοί αλλά με κάποιο τρόπο ήδη μετέχοντες στο αιώνιο βασίλειο που υπάρχει πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου.

 

Αυτή η διάλυση δεν ήταν μια αποχώρηση από τη ζωή, αλλά μια βαθύτερη είσοδος σε αυτήν. Απελευθερώνοντας τη λαβή τους στις σταθερές βεβαιότητες της συνείδησης του εγώ, είχαν ανακαλύψει τη ρευστή φύση της ίδιας της πραγματικότητας. Είχαν μάθει να ρέουν με τα μεγάλα ρεύματα της ύπαρξης αντί να κολυμπούν εναντίον τους, να λυγίζουν με τους ανέμους της αλλαγής αντί να σπάνε κάτω από τη δύναμή τους.

 

Η Ταπεινότητα του Ακατέργαστου Δυναμικού

 

Στην βαθιά τους απλότητα, αυτοί οι μύστες έμοιαζαν με ακατέργαστα κομμάτια ξύλου—χωρίς προτεταμένες αξιώσεις, φυσικοί, περιέχοντας μέσα τους άπειρες δυνατότητες που δεν είχαν ποτέ πιεστεί σε άκαμπτες μορφές. Είχαν αντισταθεί στον πειρασμό να διαμορφώσουν τον εαυτό τους σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων ή τις απαιτήσεις της κοινωνικής σύμβασης. Αντ' αυτού, παρέμειναν πιστοί στην ουσιαστική τους φύση, επιτρέποντας στον αυθεντικό τους εαυτό να αναδυθεί οργανικά από τα βάθη της κοινωνίας τους με το ιερό.

 

Αυτή η ποιότητα του ακατέργαστου δυναμικού τους έκανε να φαίνονται παραπλανητικά συνηθισμένοι σε όσους αναζητούσαν εξωτικές επιδείξεις πνευματικής επίτευξης. Δεν φορούσαν ειδικές στολές, δεν διεκδικούσαν εξαιρετικές δυνάμεις, δεν απαιτούσαν αναγνώριση για τα επιτεύγματά τους. Η πνευματική τους συνειδητοποίηση είχε αφαιρέσει κάθε τεχνητότητα, κάθε προσποίηση, αφήνοντας μόνο τη γυμνή αλήθεια της ουσιαστικής τους ύπαρξης.

 

Ωστόσο, μέσα σε αυτή την φαινομενική απλότητα κρυβόταν ένας ανεξάντλητος πλούτος. Όπως το κομμάτι ξύλου που περιέχει μέσα του τη δυνατότητα αμέτρητων μορφών, αυτοί οι μύστες κουβαλούσαν μέσα τους τους σπόρους της άπειρης σοφίας. Είχαν μάθει ότι το μεγαλύτερο πνευματικό επίτευγμα δεν είναι η απόκτηση δυνάμεων ή γνώσης, αλλά η ανακάλυψη της πρωταρχικής φύσης κάποιου—εκείνης της καθαρής συνειδητότητας που υπάρχει πριν από κάθε προετοιμασία, κάθε μάθηση, κάθε γίγνεσθαι.

 

Η Απέραντη Κενότητα του Ιερού Χώρου

 

Η συνείδηση αυτών των μυστών είχε γίνει σαν κοιλάδα—απέραντη, κενή, δεκτική σε ό,τι ρέει μέσα της, χωρίς να διεκδικεί την κυριότητα τίποτα. Είχαν μάθει την ιερή τέχνη της πνευματικής κενότητας, εκείνη την βαθιά κουφότητα που δημιουργεί χώρο για να εκδηλωθεί το θείο. Το εσωτερικό τους τοπίο έμοιαζε με τις μεγάλες κοιλάδες της γης, σμιλεμένες από υπομονετικά νερά σε μορφές εκπληκτικής ομορφιάς και άπειρης χωρητικότητας.

 

Αυτή η κενότητα δεν ήταν κενό, αλλά μια έγκυος πληρότητα, σαν τη σιωπή ανάμεσα στις νότες που δίνει νόημα στη μουσική. Είχαν ανακαλύψει ότι η αληθινή σοφία δεν βρίσκεται στη συσσώρευση πνευματικών εμπειριών, αλλά στη δημιουργία του εσωτερικού χώρου όπου το ιερό μπορεί να αποκαλυφθεί αυθόρμητα. Η συνείδησή τους είχε γίνει ναός της κενότητας, ένα ιερό κούφωμα όπου ο άνεμος του πνεύματος μπορούσε να κινείται ελεύθερα.

 

Στην παρουσία τους, οι άλλοι ένιωθαν την παράξενη γαλήνη που προέρχεται από τη συνάντηση με τον απέραντο χώρο. Όπως οι ταξιδιώτες που ξαφνικά βγαίνουν από πυκνό δάσος σε ανοιχτό λιβάδι, όσοι συναντούσαν αυτούς τους μύστες βίωναν μια αίσθηση επέκτασης, χώρο αναπνοής για την ψυχή. Η ίδια τους η ύπαρξη προσέφερε καταφύγιο από τα στενά όρια της συνηθισμένης συνείδησης, παρέχοντας μια ματιά στην απεριόριστη έκταση που είναι το αληθινό σπίτι της ψυχής.

 

Η Διαύγεια που Αναδύεται από τη Σιωπή

 

Οι μύστες κατανοούσαν την βαθιά αλήθεια ότι η διαύγεια δεν μπορεί να επιβληθεί, αλλά πρέπει να επιτραπεί να αναδυθεί φυσικά από τη σιωπή. Όπως το θολό νερό που καθαρίζει όταν αφεθεί ανενόχλητο, η συνείδησή τους είχε βρει τη φυσική της διαφάνεια μέσω της πρακτικής της ιερής αδράνειας. Είχαν μάθει ότι η συνεχής αναταραχή της αναζήτησης, της ανάλυσης και της προσπάθειας μόνο θολώνει τον καθαρό καθρέφτη της συνειδητότητας.

 

Η προσέγγισή τους στη σοφία ήταν σαν αυτή ενός υπομονετικού κηπουρού που γνωρίζει ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να βιαστεί, αλλά πρέπει να επιτραπεί να ξεδιπλωθεί στον δικό της χρόνο. Είχαν ανακαλύψει ότι οι βαθύτερες ιδέες προκύπτουν όχι από έντονη προσπάθεια, αλλά από την ήπια επιμονή της διατηρούμενης προσοχής, σαν τη αργή συσσώρευση δροσιάς που τελικά γεμίζει το κύπελλο που περιμένει.

 

Αυτή η κατανόηση επεκτεινόταν στη σχέση τους με τον κόσμο γύρω τους. Κινούνταν μέσα στην ύπαρξη με την ελάχιστη διαταραχή εκείνων που έχουν μάθει να συνεργάζονται με τις φυσικές δυνάμεις αντί να τις αντιμάχονται. Οι πράξεις τους κυμάτιζαν προς τα έξω σαν πέτρες που πέφτουν σε ήρεμο νερό, δημιουργώντας μοτίβα επιρροής που επεκτείνονταν πολύ πέρα από την άμεση παρουσία τους, διατηρώντας παράλληλα την ουσιαστική ειρήνη της πηγής τους.

 

Το Παράδοξο της Πνευματικής Ωριμότητας

 

Στην απόλυτη ταπεινότητά τους, αυτοί οι μύστες είχαν υπερβεί την ανάγκη να φαίνονται πλήρεις ή πλήρως συνειδητοποιημένοι. Φορούσαν την πνευματική τους επίτευξη σαν παλιά ρούχα—άνετα, οικεία, φέροντας τη μαλακή φθορά της μακράς χρήσης. Είχαν μάθει ότι η αληθινή πνευματική ωριμότητα δεν βρίσκεται στην γυαλισμένη τελειότητα του εγώ, αλλά στην πρόθυμη αποδοχή της ατέλειας, στην ευγενική αναγνώριση ότι το μυστήριο της ύπαρξης υπερβαίνει πάντα την κατανόησή μας.

 

Αυτή η ποιότητα της πνευματικής φτώχειας ήταν ίσως ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Απελευθερώνοντας την ανάγκη να θεωρούνται σοφοί ή επιτυχημένοι, είχαν ανακαλύψει την ελευθερία να είναι αυθεντικά ο εαυτός τους σε κάθε στιγμή. Η πνευματική τους συνειδητοποίηση είχε κάψει κάθε προσποίηση, κάθε ανάγκη να διατηρήσουν μια εικόνα επιτυχίας, αφήνοντας μόνο τη γυμνή αλήθεια της ύπαρξής τους.

 

Κατανοούσαν ότι ο δρόμος της αφύπνισης δεν είναι ένας προορισμός που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά ένας τρόπος ύπαρξης που πρέπει να ενσαρκωθεί. Το πνευματικό τους ταξίδι τους είχε διδάξει ότι η μεγαλύτερη διδασκαλία έρχεται συχνά μέσω του παραδείγματος παρά των λέξεων, μέσω της παρουσίας παρά της διακήρυξης. Είχαν γίνει ζωντανές αποδείξεις της δυνατότητας της υπέρβασης, απόδειξη ότι η ανθρώπινη συνείδηση μπορεί πράγματι να αγγίξει το άπειρο και να επιστρέψει μεταμορφωμένη.

 

Ο Αιώνιος Χορός της Κενότητας και της Πληρότητας

 

Καθώς αυτοί οι μύστες κινούνταν στον κόσμο, ενσάρκωναν το αιώνιο παράδοξο της πνευματικής συνειδητοποίησης—πλήρως κενοί αλλά απείρως γεμάτοι, απόλυτα ταπεινοί αλλά ακτινοβολούντες τη μεγαλοπρέπεια του θείου, τέλεια ακίνητοι αλλά σε συνεχή κίνηση με τα μεγάλα ρεύματα της ύπαρξης. Είχαν μάθει να χορεύουν τον ιερό χορό της κενότητας και της πληρότητας, ποτέ δεν αρπάζονταν από κανένα άκρο, αλλά ρέοντας φυσικά μεταξύ τους σαν την ανάσα που μπαίνει και βγαίνει από τους πνεύμονες.

 

Οι ζωές τους έγιναν ζωντανές προσευχές, κάθε στιγμή μια προσφορά στον βωμό του παρόντος. Είχαν ανακαλύψει ότι το ιερό δεν βρίσκεται σε ειδικούς τόπους ή σε εξαιρετικές καταστάσεις, αλλά στην πρόθυμη αποδοχή του τι είναι, στην ήπια αγκαλιά του αιώνιου όπως εκδηλώνεται μέσω του προσωρινού. Στην παρουσία τους, οι άλλοι έπιαναν ματιές της δικής τους θεϊκής φύσης, θυμούνταν τη δική τους ικανότητα για υπέρβαση και ένιωθαν την αναταραχή της μεγάλης λαχτάρας που καλεί όλες τις ψυχές πίσω στην πηγή τους.

 

Έτσι, αυτοί οι μύστες του Ανείπωτου Δρόμου υπηρέτησαν ως γέφυρες μεταξύ των κόσμων, η ίδια τους η ύπαρξη μια απόδειξη της δυνατότητας της ανθρώπινης μεταμόρφωσης. Περπατούσαν ανάμεσα στους θνητούς ως υπενθυμίσεις της εξαιρετικής δυνατότητας που κοιμάται μέσα στη συνηθισμένη συνείδηση, περιμένοντας να αφυπνιστεί από το απαλό άγγιγμα της χάρης και την επίμονη κλήση της βαθύτερης λαχτάρας της ψυχής. Στα βήματά τους, δεν άφηναν ίχνη αλλά προσκλήσεις—σιωπηλές κλήσεις σε όλους όσους θα ακολουθούσαν να ανακαλύψουν για τον εαυτό τους τον χωρίς μονοπάτι δρόμο που οδηγεί πέρα από τα όρια του γνωστού, στο απέραντο μυστήριο της ίδιας της ύπαρξης.

 

 

 

 

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 14. The Buddha (The Awakened)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
(Atma Bodha - By Adi Sankaracharya) / The Radiance of the Self: From Purity to Immortality (Verses 66-68)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / 14. The Flame of True Learning
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
13. The Eternal Temple: A Journey into the Heart of Sacred Silence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~