CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
17. Living in the Kingdom of Timelessness
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Sunday, 23 November, 2025

Sunday, February 6, 2011

Ωριγένης... Έλληνας ή Χριστιανός;

(Η “Προϋπαρξη”, η “Κατάβαση”, και η “Ανάβαση” της Ψυχής
Ο Γνήσιος Χριστιανισμός
Η Αλήθεια του Χριστιανισμού κι η αλήθεια γιά τον Χριστιανισμό)

(ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ)

Εδώ και (τουλάχιστον) 3000 χρόνια η Παγκόσμια Παράδοση (δηλαδή ολόκληρη η φιλοσοφική και θρησκευτική “σκέψη”, στα διάφορα μέρη του κόσμου...), “βεβαιώνει” Μία Υπέρτατη Αρχή της Ύπαρξης και “συνθέτει” μία Ενιαία Θεωρία γιά την ερμηνεία όλων των Φαινομένων της Ύπαρξης.
Το Απόλυτο, Ακαθόριστο, Ακατανόητο, Χωρίς Ιδιότητες, Ταυτίζεται με το Είναι, και το Είναι Προσδιορίζεται σαν “Συνείδηση του Είναι”, περισσότερο Ενέργεια και Δραστηριότητα παρά Ουσία (κάποιο “υλικό”). Αυτό Είναι Αυθύπαρκτο, κι Από Αυτό Πηγάζει όλη η δημιουργία (όλη η ποικιλία των φαινομένων της Ύπαρξης, ή η Ύπαρξη στις διάφορες μορφές της).
Οι πιό βαθείς στοχαστές και της Ινδίας, και της Ελλάδας, και της Κίνας (αλλά και αλλού) θεωρούν σαν “Πραγματικά Αληθινό” το Απόλυτο Πνεύμα, το “Τελείως Είναι” του Πλάτωνα, κι ολόκληρη την δημιουργία (σε όλα τα πεδία της) “μία κίνηση του Πνεύματος Εν Εαυτώ”... Έτσι το Απόλυτο Πνεύμα Παράγει Εν Εαυτώ όλα τα φαινόμενα (περίπου όπως η απέραντη θάλασσα δραστηριοποιείται, παράγοντας φαινόμενα κίνησης, κύματα και τοπικά φαινόμενα...)... Έτσι, (λογικά) Όλα Είναι Πνεύμα, αλλά ταυτόχρονα το Πνεύμα ( το Καθαρό Πνεύμα) Διαφοροποιείται από τα φαινόμενα που παράγει (τα οποία όμως εξαρτώνται απόλυτα από το Πνεύμα)...Στην πραγματικότητα, η Πραγματικότητα Εμφανίζεται εδώ με μία διπλή Όψη, και Είναι Όλα Μία Ουσία, και Είναι Ουσία και Ενέργεια (όπου Διαχωρίζεται η Καθαρή Ουσία από την Ενέργειά Της, η Ουσία από τα φαινόμενα). Στην πραγματικότητα ισχύουν και τα δύο. Εξαρτάται “πως” το βλέπουμε...
Έτσι το Απόλυτο Πνεύμα Παράγει (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) τις σφαίρες ύπαρξης, Υπερβαίνοντας (κατά πολύ) την δημιουργία, αλλά και Διαποτίζοντας την περιορισμένη δημιουργία και Εισχωρώντας μέσα σε αυτή... Με αυτό τον τρόπο Δημιουργείται η Σφαίρα του Παγκόσμιου Πνεύματος, του “Είναι” του Πλάτωνα, του Κοσμικού Λόγου των Ελλήνων Στωικών (κι αργότερα των χριστιανών), το Μαχάτ των Ινδών, κλπ... Από την Σφαίρα του Είναι δημιουργείται η πιό περιορισμένη Σφαίρα του Νου, την οποία υπερβαίνει αλλά διαποτίζει κι εισχωρεί σε αυτό το Παγκόσμιο Πνεύμα... Με τον ίδιο τρόπο δημιουργείται η πιό περιορισμένη Σφαίρα της Ψυχής, του Ψυχικού Δυναμισμού (της Υπερφύσης, του Πλαστικού Διάμεσου), την οποία υπερβαίνουν αλλά διαποτίζουν και εισχωρούν σε αυτό οι ανώτερες μορφές ύπαρξης, όπου εκδηλώνονται σαν “λειτουργίες”... Ακόλουθα δημιουργείται η πιό περιορισμένη σφαίρα του ενεργειακού αιθέρα που έχει επίσης μία υλική όψη -είναι δισυπόστατη-, την οποία υπερβαίνουν αλλά διαποτίζουν και εισχωρούν σε αυτή οι ανώτερες μορφές ύπαρξης, όπου εκδηλώνονται σαν “λειτουργίες”...
Κατ' αντιστοιχία του Παγκόσμιου Όντος αναδύεται στους Κόλπους του Παγκόσμιου, ήδη στην Ανώτερη Σφαίρα Ύπαρξης (σε μία Βαθμιαία Μετάβαση από το Παγκόσμιο στο Ατομικό...), σαν “υπαρξιακός κόμβος της Παγκόσμιας Ύπαρξης” το ατομικό ον, το οποίο όμως υποστασιοποιείται από το Παγκόσμιο, Συνδέεται με Αυτό κι Αναφέρεται σε Αυτό... (λόγος)...
Ο ατομικός πνευματικός πυρήνας ύπαρξης, όταν εκδηλώνεται στην κατώτερη νοητική σφαίρα (ενώ την υπερβαίνει ταυτόχρονα), διαποτίζει κι εισχωρεί στην ατομική νοητική οντότητα (που χαρακτηρίζεται από το περιεχόμενο, τις διαδικασίες της, και την αντίληψη του υπαρξιακού νοητικού περιβάλλοντος...)... (νους)...
Είναι αυτός ο νους (νόηση-εγώ, διάνοια, αντίληψη) που εκδηλώνεται στην κατώτερη σφαίρα της ψυχής (του δυναμισμού) σε μία ατομική ψυχική οντότητα, σαν βουλητική ενέργεια αλλά και πλαστική δυνατότητα, δυνατότητα διαμόρφωσης... (νοερή ψυχή)...
Και τελικά είναι αυτή η νοερή ψυχή (δηλαδή ο πνευματικός πυρήνας που εκφράζεται μέσω του νου κι εκδηλώνεται μεσω του δυναμισμού της ψυχής) που εκδηλώνεται στο δισυπόστατο ενεργειακό-υλικό κόσμο, σε μία ατομική σωματική οντότητα... Η νοερή ψυχή, που στην φύση της είναι δυναμισμός, όταν συνδέεται με τον υλικό φορέα, αναπτύσει (εξ' αιτίας ακριβώς της σύνδεσης, της εισχώρησης στο υλικό) ένα αντίγραφο της ψυχής και της ύλης ταυτόχρονα, ένα ενεργειακό σώμα, που μεσολαβεί ανάμεσα στον δυναμισμό της νοερής ψυχής και της υλικής μορφής (γι' αυτό κι έχει την μορφή του σώματος και χαρακτηρίζεται σαν ενεργειακό σώμα, ομοίωμα, διπλό, κλπ... Αυτό είναι το “επιθυμητικό” του Πλάτωνα, και πρόκειται γιά μία ψυχοσωματική λειτουργία μέσα στο νευρικό σύστημα του υλικού σώματος. Αυτή είναι μία “υλική” ψυχή. Μετά τον αποχωρισμό της νοεράς ψυχής από το σώμα (κατά τον θάνατο) η υλική ψυχή (το ομοίωμα) διαλύεται... (υλική ψυχή)...
Η Υπερβατική Οντότητα (όπως περιγράφηκε πιό πάνω) εκδηλώνεται μέσα σε ένα υλικό φορέα, το σώμα... (σώμα)...
Στην πραγματικότητα εδώ μιλάμε (αναφερόμενοι παράλληλα στον Πλάτωνα) γιά την Οντότητα (λόγος) που λειτουργεί, με όλες τις δυνάμεις της, σε τρία οντολογικά, κοσμολογικά πεδία, γιά “τρείς ψυχές”: η ψυχή σαν καθαρός νους, η ψυχή σαν νοερά ψυχή και βουλητικός δυναμισμός, κι η ψυχή σαν ψυχοσωματική λειτουργία. Έτσι το αντιλαμβανόταν και το δίδασκε ο Πλάτωνας. Πολλοί μη κατανοώντας, ή αγνοώντας, αυτό το γεγονός (αποδίδουν στον Πλάτωνα) και ορίζουν την ψυχή σαν άυλη ουσία με τρεις δυνάμεις (νοητικό, βουλητικό, επιθυμητικό) που ενωμένη με ένα σώμα λειτουργεί σαν ψυχοσωματική ενότητα, σαν ψυχοσωματικός οργανισμός. Αυτό που περιγράφουν είναι μόνο η υλική ψυχή του Πλάτωνα στην οποία αποδίδουν αθανασία. Με τον θάνατο αυτή η αθάνατη ψυχή που μπορεί να λειτουργεί μόνο ενωμένη με ένα σώμα μένει “μετέωρη” (κι αυτό οδηγεί στην πεποίθηση μίας μελλοντικής “ανάστασης”)... Ο Πλάτωνας δεν δίδαξε ποτέ τέτοια πράγματα. Μιλούσε γιά την Οντότητα που λειτουργεί σε τρία οντολογικά-κοσμολογικά πεδία, μιλούσε γιά “τρεις ψυχές” και τόνιζε ότι η υλική ψυχή διαλύεται με το θάνατο.. Η νοερά ψυχή ακολουθεί μία μεταφυσική πορεία κι έπειτα ανυψώνεται στον νοητικό κόσμο σαν καθαρός νους, είτε επιστρέφει στον υλικό κόσμο, δημιουργώντας μία νέα υλική ψυχή σε ένα νέο σώμα (μετεμψύχωση)...
Σχεδόν σε όλη την Παγκόσμια Παράδοση υπάρχουν παρόμοιες περιγραφές της δημιουργίας και της σύνθεσης του όντος... Το Ον έχει ουράνια προέλευση κατεβαίνοντας τις σφαίρες της ύπαρξης προοδευτικά και με μία αντίστροφη πορεία μπορεί να ανέβει τις σφαίρες της ύπαρξης (μέχρι το Απόλυτο Πνεύμα, την Θεότητα)... Ιδιαίτερα στην Πλατωνική Παράδοση (που μας ενδιαφέρει γιατί αργότερα θα την αντιπαραβάλλουμε με τις αντιλήψεις του Ωριγένη για την Ουράνια Προέλευση της Ψυχής και την Σωτηρία της), η Ψυχή (στην γενική έννοιά της) έχει ένα Οντικό Πυρήνα (ανήκει στο Είναι, λόγος) και μία νοητική ύπαρξη (καθαρός νους) στο νοητικό κόσμο, των ιδεών. Αυτό τον νοητικό χαρακτήρα θα τον κρατήσει σε ολόκληρη την ύπαρξή της και την πορεία της στους κόσμους. Η Ψυχή, ό,τι μορφή (κι εξέλιξη) κι αν λάβει θα έχει πάντα ένα ανώτερο μέρος, το νου (την νόηση, την διάνοια, την αντίληψη). Όταν αυτή η νοητική ύπαρξη κατέρχεται στην σφαίρα της καθεαυτό ψυχής (της αστρικής ψυχής) εμπλουτίζεται με δυναμισμό που εκφράζεται σαν βούληση, βουλητικά, με μία άλλη κατώτερη διάσταση της ψυχής. Κι όταν η νοερά ψυχή κατέρχεται στον ενεργειακό-υλικό κόσμο, στην σύνδεσή της με το σώμα, εκτός από την ψυχονοητική δύναμη που εκδηλώνει (νόηση) και τους βουλητικούς προσανατολισμούς, αναπτύσει επίσης και μία επιπλέον λειτουργία της επιθυμίας (που στρέφεται προς τον εξωτερικό κόσμο), το επιθυμητικό, (εξαιτίας ακριβώς της επαφής με τον υλικό κόσμο... Έτσι όταν μιλάμε γιά Ψυχή στα πλαίσια της Πλατωνικής κοσμοθεωρίας γίνεται αντιληπτό ότι η Ψυχή θεωρείται με πολλούς τρόπους. Η Ψυχή ανήκει στο Είναι κι έχει ένα Καθαρό Οντικό Χαρακτήρα. Η Ψυχή είναι Νους (σαν νοητική αντίληψη της ίδιας της ύπαρξης και του κόσμου των ιδεών). Η Ψυχή είναι ο Δυναμικός Διάμεσος (νοερά ψυχή) ανάμεσα στον Νου και την υλη. Η Ψυχή είναι ακόμα το αποτέλεσμα της σύνδεσης της σύνδεσης της νοεράς ψυχής και του σώματος, η ψυχοσωματική λειτουργία (μέσα στο νευρικό σύστημα του σώματος). Όταν διερευνάται η Ψυχή με αυτή την τελευταία έννοια, (η Ψυχή συνδεδεμένη με το σώμα), εμφανίζει μία τριμερή λειτουργία: α) νους, νόηση, που αντλεί την καταγωγή της από τον νοητικό κόσμο, β) βουλητική λειτουργία που αντλεί την καταγωγή της από την σφαίρα του ψυχικού δυναμισμού, γ) επιθυμητική λειτουργία που είναι προσανατολισμένη και τροφοδοτείται από τον εξωτερικό κόσμο. Αυτός ο ψυχοσωματικός οργανισμός έχει ένα υλικό φορέα, το σώμα (κι έχει σαν λειτουργία πλήρη αντιστοιχία με το νευρικό σύστημα)... Στην πραγματικότητα όταν η Οντότητα (που ανάγει την Καταγωγή της στον Κόσμο του Είναι) είναι ενσωματωμένη, λειτουργεί (ή μπορεί να λειτουργήσει θεωρητικά) και στα τρία πεδία ύπαρξης, σαν καθαρός νους στον νοητικό κόσμο, σαν νοερά ψυχή στην ψυχοδυναμική σφαίρα, και σαν ψυχοσωματική λειτουργία μέσα στο σώμα, και μέσω του σώματος μέσα στον υλικό κόσμο, ανάλογα τον “προσανατολισμό της. Δηλαδή λειτουργεί είτε στο εσωτερικό πεδίο του νου, είτε στο μεσωτερικό πεδίο της νοεράς ψυχής, είτε στο εξωτερικό πεδίο της ψυχοσωματικής λειτουργίας και εμπειρίας. Λειτουργούν και οι “τρεις ψυχές” (ή μπορούν να λειτουργήσουν θεωρητικά). Όταν ο Πλάτωνας μιλά γιά την “λύσιν και χωρισμόν ψυχής από σώματος” εννοεί να υπερβούμε όλες τις ψυχοσωματικές λειτουργίες της υλικής ψυχής (εξωτερικό πεδίο) να υπερβούμε όλες τις ψυχοδυναμικές λειτουργίες της νοεράς ψυχής που μας “προσανατολίζουν” προς τον υλικό κόσμο (μεσωτερικό πεδίο), και να ανυψωθούμε ως καθαρός νους στον κόσμο των ιδεών (εσωτερικό πεδίο)... Μόνο υπερβαίνοντας αυτός τον νοητικό κόσμο μπορούμε να ανυψωθούμε ως την Σφαίρα του Είναι... Πέραν του Είναι, της Ουσίας, βρίσκεται το “Τελείως Είναι”, το Αγαθόν, η Θεότητα...
Σε όλη σχεδόν την Παγκόσμια Παράδοση, και στην Πλατωνική Παράδοση, η Επέκταση του Ανώτερου (του Αγαθού, που είναι πέραν και αυτού του Είναι), στο Είναι, που είναι Εικόνα του Αγαθού μέσα στην δημιουργία, και εμπεριέχει όλη την δημιουργία και τους κόσμους, η Επέκταση του “νοητικού” προς το υλικό, έχει την έννοια μίας Επέκτασης, μίας Κατάκτησης όλων των δυνατοτήτων της ύπαρξης... το Ανώτερο (με την Δραστηριότητά Του) δημιουργεί το κατώτερο κι ενώ το Υπερβαίνει το Διαποτίζει κι Εισχωρεί σε αυτό, το Οργανώνει, κι όταν γίνεται “κατάλληλο όργανο”, αναδύεται σαν Δυνατότητα (κι Ανώτερη Λειτουργία) μέσα σε αυτό... Έτσι το Υπερβατικό Στοιχείο δημιουργεί τον υλικό κόσμο, τον καθοδηγεί (κατά το Πρότυπο του Νοητικού), τον οργανώνει κι όταν γίνει κατάλληλος (όταν αναπτυχθεί το “κατάλληλο όργανο”, ο άνθρωπος στην προκειμένη περίπτωση) αναδύεται μέσα στο υλικό σώμα σαν ανώτερη δυνατότητα, σαν “Συνείδηση”, Πνεύμα... Έτσι παρακολουθώντας όλη την Εξέλιξη βλέπουμε ότι το Υπερβατικό προηγείται του υλικού, το οποίο ξεκινώντας από την χαώδη κατάσταση, οργανώνεται (κατά το Πρότυπο του Νοητικού) και όταν αναπτυχθεί πλήρως, το Υπερβατικό αναδύεται σε Αυτό σαν Ανώτερη Δυνατότητα. Είναι τελείως λάθος να βλέπουμε μόνο το υλικό και την ανάδυση από το υλικό της Ανώτερης Δυνατότητας, της νόησης (και του πνεύματος) σαν ένα επιφαινόμενο. Αν δεν έχει προηγηθεί το Υπερβατικό Στοιχείο δεν θα είχε υπάρξει καν το υλικό, γιά να οργανωθεί και να γίνει κατάλληλο να Αναδείξει την Ανώτερη Δυνατότητα του Υπερβατικού...
Τελικά η “Κατάβαση” του Υπερβατικού στο υλικό (κατά τον Πλάτωνα και άλλους) αποτελεί μία Κατάκτηση από τον Νου της ύλης κι όχι μία “πτώση”... Αλλά ό,τι “κατέβηκε” πρέπει τώρα να “ανέβει” προς τους οντικούς ουρανούς της Αληθινής Ύπαρξης. Με αυτή την έννοια η Ψυχή (ο Νους) πρέπει να απελευθερωθεί από το υλικό (και μόνο με αυτή την έννοια το σώμα αποτελεί “φυλακή” της Ψυχής...)... Ο ίδιος ο Πλάτωνας περιγράφει αυτή την άνοδο και την μέθοδο ανάβασης της Ψυχής στον “Φαίδωνα” κι αλλού. Περιγράφει με σαφήνεια, οντολογικά και ψυχολογικά την πρακτική, αυτό που στις ανατολικές θρησκείες ονομάζουν “διαλογισμό” ή στον χριστιανισμό “καθαρά προσευχή” (και θέωση)...
..............................................................................................
Ο Χριστιανισμός (πέρα από το πως τον προσδιορίζει ο εκάστοτε θρησκειολόγος ή θεολόγος, ή πιστός...) υπήρξε ένα θρησκευτικό κίνημα που επειδή έχει ασαφείς ιστορικές ρίζες, γέννησε, παρήγαγε, πολλές αντιλήψεις γιά την “Χριστιανική Αλήθεια”, αντιλήψεις που όλες δικαιολογούνται (άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο). Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο “ένας χριστιανισμός” (όπως υποστηρίζουν κάποιοι εκκλησιαστικοί οργανισμοί, όπως ο καθολικισμός, η ορθοδοξία, διαμαρτυρόμενες εκκλησίες, κλπ.). Ο Χριστός της πίστης (όπως τον αντιλαμβανόταν η θρησκευτική κοινότητα των χριστιανών των πρώτων χρόνων) αναφέρεται ασφαλώς στο ιστορικό πρόσωπο, το οποίο όμως δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε άμεσα, αφού η ζωή του χάνεται μέσα στην έλλειψη πληροφοριών, ενώ η δράση του και τα λόγια του αλλοιώνονται από την πίστη των χριστιανών. Τα ευαγγέλια απηχούν μόνο την πίστη των χριστιανών... δεν είναι αυστηρά (και αντικειμενικά) βιογραφίες του Ιησού από την Ναζαρέτ. Το σημαντικότερο ευαγγέλιο, που δίνει μία μεταφυσική διάσταση στο Πρόσωπο του Ιησού, αφού το ταυτίζει με τον Προαιώνιο Λόγο, είναι το ευαγγέλιο του Ιωάννη. Η “Ιωάνεια Θεολογία” θα είναι κατά κύριο λόγο η πηγή της “θεολογίας” του μετέπειτα χριστιανισμού... Πριν τον Ιωάννη είχε προηγηθεί στους κόλπους της ιουδαϊκής θρησκευτικής σκέψης ο Φίλων ο Ιουδαίος, η μετάφραση των Ο΄της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική, καθώς και ο εξξελληνισμός (ως ένα σημείο) του ιουδαϊσμού της Παλαιστίνης (αλλά και ο εξελληνισμός των Ιουδαίων της διασποράς) συνέπεια των κατακτήσεων του Αλέξανδρου και των διαδόχων του, κι αργότερα των Ρωμαίων...
Ο Ιωάννης, κι αργότερα ο Ωριγένης και οι άλλοι μυστικοί δεν λένε κάτι διαφορετικό από τους έλληνες. Εκεί όμως που οι έλληνες μιλούν γιά το Είναι, το γίγνεσθαι, το νου, την ψυχή, κλπ... ο Ιωάννης κι οι Χριστιανοί προχωρούν ένα βήμα πιό πέρα και Ταυτίζουν τον Λόγο με το Πρόσωπο του Ιησού από την Ναζαρέτ. Δηλώνοντας ο Ιωάννης ότι “Θεός ην ο Λόγος” διακρίνοντάς Τον ταυτόχρονα από τον Θεό (“ούτος ην προς τον Θεόν”), και ταυτίζοντάς Τον με τον Ιστορικό Ιησού, αναδεικνύει το Πρόσωπο (και την “Επέμβαση”) του Θεού μέσα στην Ιστορία. Ο Θεός δεν είναι πιά η Αφηρημένη Δύναμη που Συνέχει τα πάντα, αλλά έγινε άνθρωπος και περπάτησε ανάμεσά μας... Κι έγινε άνθρωπος γιά να Δείξει τον Δρόμο Προς Τον Θεό στον άνθρωπο. Η Πρότυπος Κάθοδος κι Άνοδος του Ιησού (με την Ανάστασή Του) στους Κόλπους του Πατρός είναι η πορεία κάθε ψυχής, η μοίρα της κι ο προορισμός της...
Ήδη από τον Ιωάννη, τους μαθητές του, και τους μετέπειτα μυστικούς υπάρχει η αντίληψη της “ουράνιας προέλευσης της ψυχής” και της επιστροφής της, Εν Τω Λόγω, Διά Του Λόγου, Μέσω Του Λόγου, στον Πατέρα Θεό... Ο Ωριγένης, βαθύς γνώστης και της ελληνικής φιλοσοφίας αλλά και της Χριστιανικής Παράδοσης την αντίληψη γιά την ουράνια προέλευση της ψυχής και της μεταφυσικής προοπτικής της, ούτε την δανείστηκε από την ελληνική φιλοσοφία, τον Πλάτωνα, τον Αμμώνιο Σακκά (ή τον Πλωτίνο), ούτε την δημιούργησε μόνος του. Η αντίληψη υπάρχει ήδη στην “Ιωάννεια Θεολογία”, ενώ υποστηρίζεται και από άλλες αναφορές μέσα στην Αγία Γραφή. Έτσι ο Ωριγένης, είναι γνήσιος χριστιανός, πιστός στην μυστική παράδοση που ξεκίνησε από τον Ιησού, τον Ιωάννη και τους άλλους μυστικούς. Ο Ωριγένης ούτε εκχριστιάνισε τον ελληνισμό ούτε εξελλήνισε τον χριστιανισμό. Ο Ωριγένης υπήρξε ένας γνήσιος χριστιανός (της γραμμής του Ιωάννη) που απλά ανέλυσε κι εξήγησε κάποια μεταφυσικά ζητήματα του χριστιανισμού. Το γεγονός ότι τα ίδια λένε σε όλες τις θρησκείες, ή ότι τα ίδια λέει κι ο Πλάτωνας, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι όλοι μιλούν γιά την “Ίδια Μεταφυσική Πραγματικότητα”. Είναι φυσικό να την περιγράφουν με παρόμοιο τρόπο και να έχουν ομοιότητες στην ανάλυσή τους, αλλά και διαφορές, ανάλογα την πολιτισμική και φιλοσοφική βάση πάνω στην οποία “οικοδομούν” την θεολογία τους...
..............................................................................................
Σύμφωνα με τον Ωριγένη ο Θεός Είναι “Αγέννητος” (κι Υπάρχει από Πάντα). Ο Θεός Εκδηλώνεται Τριαδικά. Από τον Πατέρα Θεό, Ως Αιώνια Ακτινοβολία, Γεννάται Αενάως ο Λόγος (Υιός). Ο Πατέρας κι Ο Λόγος Εκδηλώνονται σαν Πνεύμα Ενότητας, Αγαθότητας, κλπ... Ο Θεός και συνάμα ο Λόγος και το Πνεύμα Υπάρχουν Πέρα, Πριν και Μετά την δημιουργία. Ταυτόχρονα όμως ο Λόγος (κατά τον Ιωάννη) Είναι Αυτός Διά του Οποίου Δημιουργήθηκε ο κόσμος (αφού έγιναν όλα Διά του Λόγου) κι Εκδηλώνεται Συνέχοντας τον κόσμο, όχι βέβαια Αυτός Καθ' Εαυτός αλλά διά της Ενέργειάς Του... Έτσι ο Λόγος του Ωριγένη ταυτόχρονα “Διαχωρίζεται” από τον Κοσμικό Λόγο (των Στωικών) και Ταυτίζεται με τον Κοσμικό Λόγο. Ο κόσμος Κυβερνάται από το Πνεύμα του Θεού... Ο Θεός λοιπόν σαν Τριάς Είναι κατά τον Ωριγένη ο Δημιουργός (Πατήρ), Συνέχων (Λόγος) και Κυβερνών (Πνεύμα) τον κόσμο... Ο άνθρωπος έχει ουράνια προέλευση, αφού προέρχεται από τον πνευματικό κόσμο. Τα πνεύματα που απομακρύνθηκαν από τον Θεό εξέπεσαν στην σφαίρα της ψυχής, έγιναν ψυχές κι ακόλουθα (σε μία αναπόφευκτη κατάβαση προς τα κάτω) “έπεσαν” στον υλικό κόσμο. Η αντίληψη αυτή του Ωριγένη (που υπάρχει άλλωστε σε όλη την Παγκόσμια Παράδοση...) δεν προέρχεται από τον Πλάτωνα (αν και ο Ωριγένης δεν αγνοούσε τον Πλάτωνα). Ο Πλάτωνας θεωρούσε την Κάθοδο του Νοητικού στο υλικό, σαν μία κατάκτηση του χαώδους υλικού, που αφού ολοκληρωθεί πρέπει να δώσει την θέση της σε μία ανάβαση προς την σφαίρα του Νοητικού. Ο Ωριγένης θεωρεί (σύμφωνα με την Βιβλική Παράδοση) αυτή την κατάβαση σαν μία αδυναμία του πνεύματος (της ψυχής) σαν μία “αστοχία”, σαν αμαρτία και σαν πτώση. Ερμηνεύοντας μάλιστα την “Γέννεση” (η Γραφή κατά την αντίληψή του, έχει μία συμβολική έννοια...) εξηγεί πως ο άνθρωπος όταν “πλάστηκε” από “ύλη” και του εμφυσήθηκε “πνοή ζωής” και έγινε ψυχή ζώσα δεν τοποθετήθηκε απλά στην γη αλλά σε ένα καθορισμένο τόπο, διαχωρισμένο από την γη, τον “Κήπο της Εδέμ” που είναι ένας ψυχικός αιθέριος τόπος, κι όχι ο υλικός κόσμος. Μετά την “πτώση” ο άνθρωπος ενδύθηκε δερμάτινο χιτώνα, υπονοώντας το καθαρά υλικό σώμα (κι όχι κάτι άλλο)... Αναζητώντας λοιπόν σε αυτή την τραγική κατάσταση του όντος την Σωτηρία στην ανάβαση στην Ουράνια Σφαίρα του Λόγου, Διά του Λόγου, Εν Τω Λόγω (και Διά Του Λόγου Προς Τον Πατέρα)... Ο Ωριγένης δεν έχει καμία δυσκολία (μαζί με τον Ιωάννη) να Ταυτίσει τον Λόγο με τον Ιησού αφού αντιλαμβανόταν ότι στην πραγματικότητα κάθε άνθρωπος έχει Ουράνια Προέλευση στους Κόλπους του Λόγου, αλλά είναι σε αδυναμία στην παρούσα φάση (μετά την πτώση). Απλά ο Ιησούς Είναι ο Λόγος, ο Θεός, το Πρότυπο, ο Νικητής της ύλης, κι ο Σωτήρας... Έτσι ο Ωριγένης που Ταυτίζει (σαν πιστός χριστιανός της γραμμής του Ιωάννη) τον Λόγο με τον Ιησού (τον Ενσαρκωμένο Λόγο, τον Θεάνθρωπο), θεωρεί ότι ο Θεάνθρωπος (μετά την Ανάστασή Του) Είναι στους Κόλπους του Πατρός, Υπερβατικός αλλά Παρών μέσα στην ιστορία. Κάθε άνθρωπος μπορεί να Επικοινωνήσει και να Κοινωνήσει με τον Λόγο (σαν Ζωντανού Προσώπου και Δυνάμεως και Καταστάσεως). Με αυτή την έννοια ο Ωριγένης αποδέχεται την “θεωρία” κι ανοίγει τον δρόμο και στον Ευάγριο τον Ποντικό, και στον Γρηγόριο Νύσσης, και στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, και στον Μάξιμο, και στους άλλους μυστικούς του Χριστιανισμού. Ενώ η “θεωρία” του Πλάτωνα (και του Πλωτίνου αργότερα) οδηγεί την ψυχή, απελευθερώνοντάς την από τα δεσμά του σώματος, στην σφαίρα του Νοητικού και του Είναι, και του Αγαθού, η “θεωρία” του Ωριγένη οδηγεί στον Λόγο, Εν Τω Λόγω, και Διά Του Λόγου στον Θεό Πατέρα. Γιά τον Ωριγένη ο Λόγος δεν Είνα Μία Αφηρημένη Κατάσταση, Είναι Αυτό που έλαβε ανθρώπινη μορφή. Κι αφού ο Θεάνθρωπος Έδειξε τον Δρόμο κάθε άνθρωπος μπορεί Διά Του Λόγου να Ανυψωθεί Ως Την Θεότητα. Μάλιστα, κατά τον Ωριγένη, θα έρθει καιρός που όλα θα επιστρέψουν στο Θεό (αποκατάστασις των πάντων)... “Απ' εκείνου ήρξατο θεία και ανθρωπίνη συνυφαίνεσθαι φύσις, ιν η ανθρωπίνη τη προς το θειότερον κοινωνία γένηται θεία ουκ εάν μόνω τω Ιησού αλλά και πάσι τοις μετά του πιστεύειν αναλαμβάνουσι βίον, ον ο Ιησούς εδίδαξεν, αναγόντα επί την προς τον Θεόν φιλίαν και την προς εκείνον κοινωνία πάντα τον κατά τας Ιησού υποθήκας ζώντα” (Κατά Κέλσου, 3, 28)... Η ιδεώδης επί της γης ζωή βιώνεται με την θεωρία, την άσκηση, την παρθενία... Η εκκλησία είναι η “πόλις του Θεού” (Κατά Κέλσου). Είναι η Θεία Πολιτεία που θα περιλαμβάνει κάποια μέρα στο μέλλον όλη την οικουμένη. Όλα τα μέλη της είναι καθαγιασμένα, έχοντας την Χάρι του Θεού. Στα πλαίσια της Ιδανικής Εκκλησίας που Βιώνει την Παρουσία του Λόγου, η Κοινωνία Με Τον Λόγο είναι Πνευματική, Αέναη και Έμπρακτη. Στα πλαίσια μίας τέτοιας εξαγιασμένης ζωής έχουν νόημα τα “μυστήρια της εκκλησίας”, όπως το βάπτισμα και η θεία κοινωνία (ευχαριστία). Όταν δεν υπάρχει Βίωση της Παρουσίας του Λόγου, όταν η Ευχαριστία στερείται του Πνευματικού Περιεχομένου της καταντά τυπική πράξη χωρίς αξία, μία μαγική τελετή, που δεν έχει καμία επίδραση. Η τυπική τέλεση της ευχαριστιακής πράξης ούτε τον Θεό Δεσμεύει, ούτε πνευματικό περιεχόμενο έχει, ούτε κανένα νόημα. Αυτό που έχει σημασία λοιπόν (γιά την σκέψη του Ωριγένη) είναι η Πνευματική Κοινωνία που μπορεί να μην συνδέεται ή να συνδέεται με την τελετή της ευχαριστίας, Μόνο η τελετή δεν έχει καμία θρησκευτική αξία... Κατά τον Ωριγένη, στο απώτερο μέλλον θα αποκατασταθούν τα πάντα και ο Θεός θα Είναι “τα πάντα τοις πάσι”... Μετά τον θάνατο, τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα, η ψυχή επιβιώνει... και με το αιθέριο σώμα τους μεταβαίνουν οι καλοί στον “παράδεισο” (που είναι αιθέριος τόπος) κι οι κακοί στον τόπο του καθαρτηρίου πυρός όπου εξαγνίζονται γιά να συνεχίσουν μετά την ανάβασή τους. Η ψυχή λοιπόν εξελίσσεται και μετά τον θάνατο ανεβαίνοντας τις ουράνιες σφαίρες μέχρι την Σφαίρα του Λόγου... Η μετεμψύχωση γιά κάποιες “αμετανόητες” ψυχές δεν είναι απίθανη... Ο μέλλοντας αιώνας (που σημαίνει την Έλευση του Χριστού και την ανάσταση) θα φέρει οριστικά την αποκατάσταση των πάντων. Τελικά όλα θα αποροφηθούν στο Θεό. Αυτή όμως η δημιουργία δεν είναι μοναδική. Σύμφωνα με τον Ωριγένη έχουν υπάρξει και θα υπάρξουν κι άλλες δημιουργίες. Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι πάρά σκέψεις και αντιλήψεις θεωρητικές... το βάθος του χρόνου στο οποίο τοποθετείται αυτό το γεγονός είναι τόσο μεγάλο που είναι ασύλληπτο γιά τον άνθρωπο...
...............................................................................................
Ο Ιωάννης (ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού) κι οι μαθητές του, κι ο Ωριγένης, κι ο Ευάγριος, κι ο Διονύσιος κι άλλοι μυστικοί πατέρες εκπροσωπούν το γνήσιο μυστικό ρεύμα του χριστιανισμού...
Όλοι αυτοί, Βιώνοντας την Παρουσία του Θεού και προσωπικά και συχνά μέσα στην εκκλησία Κατανοούν (σαν Εμπειρία του Μυστικού Βιώματος) ότι ο Θεός Είναι η Ζωή, η Αλήθεια, και συνεπώς η Πηγή κάθε Εξουσίας. Βιώνοντας μία Άνεση Επικοινωνία με τον Θεό (Εν Πνεύματι και Αληθεία) υπερβαίνουν ακόμα και την μυστηριακή ζωή της εκκλησίας. Κάποιοι από αυτούς δεν την αρνούνται όταν έχει πνευματικό περιεχόμενο (και δεν είναι μαγική τελετή) αλλά δεν της αναγνωρίζουν ένα δεσμευτικό χαρακτήρα. Όταν Κοινωνούμε (Πνευματικά) με τον Θεό, όταν Είμαστε Ένα με τον Θεό, γιά ποιές τελετές κι ανθρώπινες πράξεις να μιλήσουμε; Όταν έχουμε υπερβεί τον χρόνο και την ιστορία γιά ποιά μυστηριακή ζωή της εκκλησίας να συζητήσουμε;
Όμως μία τέτοια θεολογική αντίληψη και πρακτική, αποκόβει τον άνθρωπο από την κοινωνία, την πολιτεία, την πρακτική ζωή. Εξ' άλλου δεν θα μπορούσαν όλοι οι χριστιανοί να εμβαθύνουν την αντίληψή τους σε τέτοιο βαθμό και να Βιώσουν Μυστικά την Παρουσία του Θεού.
Γιά να μπορέσει ο άνθρωπος (σύμφωνα με τους μυστικούς) να Ανυψωθεί Ως την Σφαία του Λόγου, να Ενωθεί με τον Λόγο και Μέσω του Λόγου με τον Θεό Πατέρα πρέπει να ανέλθει “Πέντε Πνευματικές Βαθμίδες” (που σηματοδοτούν την Απελευθέρωση του Πνεύματος από τα δεσμά της κατώτερης ύπαρξης...)...
α) Θα πρέπει κατ' αρχήν να απορρίψουμε όλες τις ψυχοσωματικές λειτουργίες που μας κρατούν έξω, προσκολλημένους στο κόσμο. Αυτό συνιστά την “Απάρνηση του κόσμου”.
(Είναι η αποδέσμευση της Οντότητας από την υλική ψυχή, κατά Πλάτωνα).
β) Σε μία πρώτη εσωτερίκευση θα πρέπει να απαρνηθούμε όλες τις ψυχοδυναμικές λειτουργίες που “αποκρυσταλλώνονται” σε ψυχικά εντυπώματα, ψυχικές ροπές, συνήθειες, πάθη, και μας δένουν με τον κατώτερο υλικό κόσμο. Αυτό συνιστά την Επίτευξη της “Απάθειας”.
(Είναι η Αποδέσμευση της Οντότητας από την νοερά ψυχή, κατά Πλάτωνα).
γ) Τέλος σε μία πιό βαθιά εμβάθυνση θα πρέπει να καθαρίσουμε τον ίδιο τον νου από όλους τους λογισμούς, είτε προέρχονται από την αντίληψη, είτε από την ανακύκλωση της διάνοιας, είτε από την εγώ-ύπαρξη (συνείδηση του “εγώ-είμαι”). Αυτό συνιστά την “Κάθαρση” του νου.
(Είναι η Αποδέσμευση της Οντότητας από τον “νου”, κατά Πλάτωνα).
δ) Η Επίτευξη του Καθαρού Νου (του “άδειου” νου) αποτελλεί προϋπόθεση γιά να “αναδυθεί” μέσα μας ο πραγματικός οντικός πυρήνας, ο αληθινός χαρακτήρας της ύπαρξής μας, που είναι το Πνεύμα (πνευματικό εγώ), εξατομίκευση του Παγκόσμιου Λόγου. Η Επίτευξη, η γέννηση, αυτού του πνευματικού εγώ που είναι Ενωμένο με τον Παγκόσμιο Λόγο, είναι η αρχή στην Εν Λόγω Ζωή. Η Κοινωνία με τον Λόγο και η Βαθμιαία Απορρόφηση στον Λόγο οδηγεί στην Διέυρυνση του ατομικού πνευματικού εγώ προς τον Παγκόσμιο Λόγο... κι από Εδώ Προς τον Πατέρα. Αυτό συνιστά την “Πνευματική Θεία Κοινωνία”.
(Είναι η μετάβαση από την ατομική οντότητα στην Βάση του Παγκόσμιου Είναι, κατά Πλάτωνα).
ε) Η Τελική (Εν Τω Λόγω, Διά Του Λόγου, Μέσω Του Λόγου) Ένωση με τον Θεό συνιστά την τελική θέωση...
(Είναι η Ανύψωση Ως το Αγαθόν, κατά Πλάτωνα)...
Η μη γνώση και κατανόηση της ψυχής, της δομής, της λειτουργίας, των δυνατοτήτων και των εμπειριών που μπορεί να έχει, οδήγησε από νωρίς μία κατηγορία χριστιανών να αρνηθούν αυτή την αντίληψη της ουράνιας ψυχής και να προσδιορίζουν τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματικό οργανισμό, σαν μόνη ύπαρξη την ύπαρξη επί της γης και σαν μόνη ελπίδα σωτηρίας μία μελλοντική ανάσταση των σωμάτων (και μία νέα ζωή επί της γης)...
Μία τέτοια αντίληψη όμως αποκόβει τον άνθρωπο από τον Θεό, από την Ζωντανή Πνευματική Κοινωνία με τον Θεό, κι αναδεικνύει τον μοναδικό ρόλο των αντιπροσώπων, εκπροσώπων, του (Απόντος) Θεού μέσα στην θρησκευτική κοινότητα. Έτσι, εκεί που δεν υπάρχει Άμεση Επικοινωνία με τον Θεό οι εκπρόσωποί του (οι μεσολαβητές) καρπώνονται την Εξουσία και μεσολαβούν ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Κάποιοι θέλουν (και τους συμφέρει) να μην είναι δυνατή η Άμεση Επικοινωνία με τον Θεό γιατί έτσι αποκτούν “ρόλο” κι εξουσία κι οφέλη... Στέκονται στην Πόρτα του Ουρανού κι ούτε μέσα μπαίνουν, ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν. Γιατί αυτό που διδάσκουν είναι όχι πως θα Κοινωνήσουμε με τον Ζωντανό Θεό αλλά ότι θα οδηγηθούμε στην σωτηρία μόνο μέσω των μυστηριακών τελετών. Αλλά χωρίς πνευματικό περιεχόμενο οι μυστηριακές τελετές είναι μόνο μαγικές (κι υλικές) πράξεις...
Έτσι, από πολύ νωρίς, υποβόσκει ένας υπόγειος διαχωρισμός ανάμεσα στο Γνήσιο Χριστιανικό Μυστικό Ρεύμα και τον εξωτερικό “εκκλησιαστικό χριστιανισμό”. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι Μυστικοί υιοθετούν την ουράνια προέλευση του ανθρώπου, αποδίδουν στο Θεό την Εξουσία και προσπαθούν μέσα από την “θεωρία” να απελευθερωθούν (σαν ψυχές) από το σώμα και να ανέβουν στον Ουρανό του Πνεύματος ενώ οι εκπρόσωποι του “εκκλησιαστικού χριστιανισμού” ορίζουν τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματικό οργανισμό, με μόνη δυνατή ύπαρξη επί της γης και μόνη ελπίδα σωτηρίας μία μελλοντική ζωή με την ανάσταση των σωμάτων... Αυτοί οι εξωτερικοί χριστιανοί καρπώνονται την εξουσία του μεσολαβητή (ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο) και κηρύττουν ότι με μαγικές τελετουργικές πράξεις μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος... Οι Μυστικοί αποδίδουν την Εξουσία και την Σωτηρία στον Θεό τον Οποίο προσπαθούν να Προσεγγίσουν, ενώ οι εξωτερικοί χριστιανοί θέλουν την εξουσία γιά τον εαυτό τους...
Έτσι, σιγά-σιγά, καθώς στην ελληνορωμαϊκή και μετέπειτα βυζαντινή αυτοκρατορία επικρατούν (γιά λόγους σκοπιμότητας) οι “εξωτερικοί εκκλησιαστικοί χριστιανοί” το “Μυστικό Ρεύμα” οδηγείται στην περιθωριοποίηση, στην συκοφάντηση, στον αναθεματισμό, και την καταδίκη... Οι αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος στην αρχή και οι άλλοι μετά, και ο Ιουστινιανός ιδιαίτερα, κατάλαβαν ότι ο “γνήσιος μυστικός χριστιανισμός” (που απέδιδε την Εξουσία μόνο στον Θεό) αποτελούσε πολιτικό κίνδυνο. Ενίσχυσαν έτσι τους “εξωτερικούς εκκλησιαστικούς χριστιανούς” που μπορούσαν να χειραγωγήσουν (διορίζοντας τους πατριάρχες και επισκόπους που ήθελαν και καθοδηγώντας τους), και σε οικουμενικές συνόδους παρωδίες καθόρισαν την πίστη του χριστιανισμού σε δόγματα (αποβάλλοντας μυστικούς πατέρες σαν τον Ωριγένη και τον Ευάγριο, και άλλους)... Ο Ιουστινιανός ιδιαίτερα, κατανοώντας τον κίνδυνο από το “μυστικό ρεύμα του χριστιανισμού” έβγαλε διάταγμα κατά του Ωριγένη και στην Ε΄οικουμενική σύνοδο(;) επέβαλε την καταδίκη του Ωριγένη... Κι οι χριστιανοί έπεσαν στην παγίδα γιατί αυτοί οι χριστιανοί ήθελαν να πέσουν στην παγίδα. Ο Ιουστινιανός ενώ φαινόταν να προσφέρει υπηρεσίες στον χριστιανισμό, στην πραγματικότητα ήταν ένας αχρείος που ενεργούσε μόνο γιά λογαριασμό του, και τελικά “κατέστρεψε” το χριστιανισμό. Όμως, και παρά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό, και η ελληνική φιλοσοφία συνέχισε να υπάρχει, μεταδίδοντας την γνώση στην δύση, και το “μυστικό ρεύμα του χριστιανισμού” δεν “χάθηκε”... Οι αυτοκράτορες ενσωματώνοντας στην κρατική διοίκηση την εκκλησία, και καθορίζοντας (με πολιτικά κριτήρια) την διοίκηση της εκκλησίας οδήγησαν τον “εκκλησιαστικό χριστιανισμό” στην πλήρη εκκοσμίκευση... Ο αυτοκράτορας (κατά το ρωμαϊκό έθιμο) ήταν ο μεγάλος αρχιερέας, η εκκλησία έγινε μέρος της δομής του κράτους και οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι... Στην διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας η εκκλησία “ενσωματώθηκε” στην οθωμανική διοίκηση παίζοντας συχνά ένα ύποπτο ρόλο (μαζί με τους προεστούς των αυτοδιοικούμενων χωριών της αυτοκρατορίας) ενάντια στο λαό... Μετά την υποτιθέμενη ανεξαρτητοποίηση από την οθωμανική αυτοκρατορία το 1821, το ελληνικό κράτος συνέχισε να “εξαρτάται” από ξένες δυνάμεις της δύσης και από οικονομικά δάνεια που διογκώνονταν με την πάροδο του χρόνου, ενώ η εκκλησία παραμένει ακόμα ενσωματωμένη στην κρατική διοίκηση (θλιβερό κατάλοιπο του βυζαντίου και της οθωμανικής σκλαβιάς...)... Τελικά οι σημερινές εκκλησίες (τόσο η ανατολική ορθόδοξη, όσο και η δυτική καθολική) είναι κατάλοιπα της παλιάς βυζαντινής οργανωτικής δομής της εκκλησίας...
Πάντως, επειδή οι εκκοσμικευμένοι θρησκευτικοί ηγέτες γνώριζαν πάντα ότι η αποβολή του πνευματικού μυστικού περιεχομένου από την διδασκαλία και την ζωή της εκκλησίας ενέχει το κίνδυνο της εξασθένισης της θρησκείας και της “ουδετεροποίησής” της, φρόντισαν να θεωρούν “δικό” τους το “Μυστικό Ρεύμα”... ακόμα και να εκδίδουν τα συγγράματα αυτών που “αφόρισαν” και καταδίκασαν, όπως του Ωριγένη και του Ευάγριου... Η Υποκρισία και η πολιτική σκοπιμότητα αλλά και η χειραγώγηση των χριστιανών δεν έχει όρια.... Τελικά ποιός είναι “ορθόδοξος” και ποιός είναι “αιρετικός”;... Το γεγονός ότι κάποιοι αποφάσισαν σε “οικουμενικές συνόδους” κάποια πράγματα, αποδεικνύει απλά ότι αποφάσισαν αυτά τα πράγματα, όχι ότι “αυτά είναι η Αλήθεια”, (η βίαιη ταύτιση μιάς “γνώμης” με την Αλήθεια είναι τελείως αυθαίρετη και χωρίς λογική συνέπεια... αποτελεί “λογικό άλμα”...)...
Στην δύση έγιναν βέβαια τους τελευταίους αιώνες κάποιες προσπάθειες να ξαναβρεθεί το “γνήσιο πνεύμα του χριστιανισμού” και πολλές κινήσεις διαμαρτυρομένων είναι προς μία σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι παρ' όλα αυτά ανεπαρκείς...
Αν θέλουμε σήμερα να αναζητήσουμε το Γνήσιο Χριστιανισμό θα πρέπει να ανατρέξουμε ξανά στον Ιωάννη (και την “Ιωάννεια Θεολογία), στον Ωριγένη, στον Ευάγριο, στον Διονύσιο, στον Μάξιμο, και στους άλλους μυστικούς πατέρες... Μόνο στο Ζωντανό Μυστικό Βίωμα Υπάρχει Ζωή κι Αλήθεια...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 17. The Silent Sovereignty: A Meditation on the Invisible Throne
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
Monday, 24 November, 2025

2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path

 

In the vast cathedral of human longing, where countless souls have knelt before altars both visible and invisible, there exists a threshold that cannot be crossed by willing, a door that opens only when no hand reaches for its latch. This is the paradox that lies at the heart of true meditation—that most elusive of spiritual graces which arrives not as reward for discipline, but as spontaneous benediction in moments when the seeker has ceased all seeking.

The mystics of every age have circled this mystery like moths drawn to a flame they cannot touch without dissolving. They have spoken of it in whispers and in songs, in the silences between prayers and in the sudden arrests of breath when the veil momentarily parts. Yet what they describe defies the architecture of human endeavor, for it is a movement that belongs to no mover, a song that has no singer, a presence that fills only the space emptied of all presence.

The Illusion of Method

Consider the earnest pilgrim who rises before dawn, who arranges cushions just so, who lights incense and assumes the prescribed posture, believing that through repetition and dedication, through the accumulation of minutes and hours logged in stillness, the divine will be somehow obligated to appear. How touching is this faith in transaction, this belief that the Infinite operates according to the logic of commerce—so much discipline traded for so much enlightenment, so many prayers exchanged for so many moments of grace.

But the sacred does not keep accounts. It cannot be summoned by ritual, however beautifully performed, nor compelled by sincerity, however profound. The very notion that one can "practice meditation" as one might practice scales upon a piano reveals a fundamental misunderstanding of the nature of what is sought. For meditation, in its truest sense, is not a technique to be mastered but a flowering that occurs when all techniques have been abandoned, when the practitioner himself has vanished like morning mist before the sun.

The scheduled appointment with the divine—twenty minutes in the morning, thirty minutes in the evening—this represents perhaps the most subtle form of spiritual materialism, the ego's last desperate attempt to colonize even that territory where it cannot exist. To set aside a "period for meditation" is already to have missed the essential point, for in doing so one creates a boundary between the sacred and the mundane, between the time when one is "meditating" and the time when one is merely living. But the truth moves like underground water, flowing beneath all such artificial distinctions, recognizing no sabbath separate from ordinary days, no temple more holy than the common ground beneath one's feet.

The Heart's Impossible Opening

The teachers speak of opening the heart, and their students dutifully set about trying to pry open that most intimate chamber, using the crowbar of concentration or the key of visualization. They imagine the heart as a locked box containing treasures, and they labor to find the right combination, the correct mantra, the perfect breathing technique that will spring the latch and reveal the jewels within.

But the heart that opens to the divine does not open through effort. It is not a door that swings on hinges installed by the will, not a flower that can be forced to bloom by tugging at its petals. The opening spoken of by those who have glimpsed beyond the veil is of an entirely different order—not an action but a cessation, not a doing but an undoing, not an opening but a dissolution of all that has kept it closed.

When the heart is described as being "as open as the skies without a cloud," this is no mere poetic flourish but a precise description of a state that cannot be manufactured. The sky does not open; it is openness itself. It does not contain space; it is space, unbounded and without circumference. Similarly, the heart that knows the touch of the sacred has ceased to be a container and has become instead a vast expanse in which all things arise and dissolve without leaving trace or memory.

The intellect, that faithful servant which has served us so well in navigating the world of objects and causes, of problems and solutions, finds itself utterly defeated before this threshold. It can catalog experiences, can create elaborate maps of spiritual territories, can construct intricate philosophies of transcendence. But it cannot think its way into that which lies beyond all thinking. The intellect can make the heart safe, can build walls of concept and doctrine around it, can install security systems of belief and dogma. Yet in doing so, it ensures that the heart remains forever closed to that which arrives only in absolute vulnerability, in the nakedness that comes when all defenses have crumbled.

The Coming of the Uncalled

There are moments—and they arrive without announcement, without herald or preparation—when the membrane between worlds grows suddenly thin. Perhaps it happens while washing dishes, hands deep in soapy water, when the play of light on bubbles arrests all thought. Perhaps it occurs while walking down a familiar street, when something in the quality of the afternoon light stops the heart mid-beat. Perhaps it comes in the depths of sorrow, when grief has scoured the soul clean of all pretense.

In such moments, what has always been present but unseen reveals itself, not as something new that has arrived but as that which has never been absent. This is the benediction that comes when it is least expected, when no one is waiting for it, when the mind has finally exhausted itself with seeking and has collapsed into a stillness not achieved but discovered, not created but stumbled upon.

This grace recognizes no merit system. It does not come more readily to the disciplined than to the wayward, to the virtuous than to the broken, to the believer than to the doubter. Indeed, there is a strange democracy in its distribution, for it seems to favor those moments when the carefully constructed identity has momentarily failed, when the story one tells about oneself has been interrupted, when the guardian at the gate of self has fallen asleep at his post.

The one who systematizes their life, who follows carefully prescribed routines of morality and practice, may find that these very structures become obstacles, walls behind which they shelter from the wild wind of the sacred. For that which they seek is not tame, not domesticated, not contained within any system however sophisticated or time-honored. It blows where it will, this wind from unknown shores, and it cannot be channeled or directed by human intention.

The Poverty of Possession

How desperately the spiritual seeker wishes to capture what has been glimpsed, to hold it close, to make it permanent. Having tasted once the nectar of transcendence, the mind immediately begins its work of preservation, seeking to guard this treasure, to worship it, to build a shrine around it. But in this very grasping, the thing grasped vanishes like water squeezed between fingers.

The meditation that is meditation—the neverending movement that the mystics speak of in hushed tones—cannot be possessed because it is not a thing. It is more like a breeze that blows through an open window, refreshing the stale air of self-concern, bringing with it the scent of impossible distances. The moment one reaches to capture it, to hold it still, to make it one's own, it is already gone, and what remains is only memory, only the ghost of presence, only the ache of absence.

This is why the spiritual traditions speak so often in negatives, in renunciations, in lettings-go. Not because they are life-denying or pessimistic, but because they have discovered through centuries of exploration that the sacred reveals itself only in the space created by relinquishment. Every attempt to grasp, to keep, to worship what has been experienced in moments of opening serves only to ensure that it will "never come again." No matter what techniques are employed, what austerities undertaken, what prayers offered—if these are done in the hope of commanding or controlling the visitation of grace, they become obstacles rather than aids.

The beauty of this meditation, when it flowers unexpectedly in the prepared ground of an unguarded moment, is not the beauty of the one who experiences it. This is a crucial distinction that the ego finds almost impossible to accept. For the ego wishes to claim ownership, to say "I am meditating," "I have achieved enlightenment," "I possess spiritual insight." But in the genuine moment of transcendence, there is no "I" to make such claims. The beauty belongs to the meditation itself, not to the meditator. The light that shines is not the light of any individual soul but the light that illuminates all souls, the uncreated light that exists prior to and independent of any observer.

To this beauty, nothing can be added. It is complete in itself, perfect in itself, requiring no enhancement or improvement. The mind wishes to elaborate, to embellish, to build upon the foundation of a genuine insight, creating vast edifices of interpretation and meaning. But all such additions are subtractions from the pure simplicity of what is. They are like paintings hung in front of a window, obscuring the view they purport to enhance.

The Vigil That Defeats Itself

The spiritual seeker stations himself by the window of consciousness, watching, waiting, hoping to catch the approach of the divine. He sits in darkened rooms, cultivating silence, creating optimal conditions for the arrival of grace. He monitors his thoughts, his breathing, his posture, believing that through vigilance he can remain ready for the moment of breakthrough.

But this very watching is what prevents the seeing. The one who looks "hoping to catch it unawares" has already defeated his purpose, for in hoping he has created a separation between himself and what he hopes for. He has positioned himself as subject looking for object, as seeker pursuing goal, as one who lacks attempting to fill that lack. And in this duality, the non-dual reality that he seeks remains forever beyond reach.

The meditation that is described here—the neverending movement—comes "only when you are not there at all." This is not a metaphorical absence but a literal one. Not the absence of the body or even the quieting of mental chatter, but the absence of the one who claims to be meditating, the absence of the entity who seeks, who hopes, who waits. When that absence is complete, when there is truly no one left to receive the benediction, then the benediction floods in like sunlight through an open door.

This is the supreme paradox that confounds all spiritual ambition: the seeker can never find what is sought, because the seeker himself is the obstacle. Yet the seeker cannot deliberately eliminate himself through an act of will, for such an act would only reinforce the illusion of a self that acts. The dissolution of the seeker happens not through doing but through seeing—through the sudden recognition that the seeker has never existed as a separate entity, that the search itself has been a dream, that what was sought has never been absent.

The Discontinuous Bliss

We are conditioned to think of spiritual attainment as something that, once achieved, becomes a permanent possession. Enlightenment is imagined as a state that, once entered, continues without interruption. But the bliss spoken of here—the bliss that comes with the meditation that is meditation—has "no continuity." It cannot be sustained or maintained. It comes and goes according to no law that the human mind can discern.

This discontinuity is not a flaw but an essential feature of the experience. For if such bliss were continuous, the mind would quickly adapt to it, would categorize it, would make it ordinary. The very fact that it comes and goes, that it cannot be predicted or controlled, keeps it forever fresh, forever new, forever capable of shattering the calcified structures of self-knowing.

There is a profound humility in accepting this discontinuity. It means relinquishing the desire for spiritual security, the wish to achieve a state from which one can never fall. It means living with radical uncertainty, never knowing when the veil will part, never able to guarantee that what has been glimpsed once will ever be glimpsed again. This uncertainty keeps the heart tender, keeps the soul malleable, prevents the fossilization that comes from believing one has arrived at a final destination.

The mystics of various traditions have noted this same characteristic. The divine presence, they report, comes and goes like a mysterious guest who arrives without invitation and departs without explanation. All the soul can do is remain in a state of readiness that is not readiness, of waiting that is not waiting, of openness that does not strain to be open. It is the readiness of a field that has been plowed and planted but that cannot make the seed germinate or the rain fall. All the necessary preparation has been done, and now there is nothing left but to continue with ordinary life, without anticipation, without agenda.

The Negation of Importance

Perhaps the most devastating realization for the spiritual aspirant is this: "In meditation, you are not important, you have no place in it." Everything in the human psyche rebels against this truth. For are we not taught from birth to make something of ourselves, to be important, to matter? And does not the spiritual path seem to promise the ultimate importance—becoming enlightened, becoming realized, becoming one with the Divine?

But this promise is a seduction, a trap baited with the ego's own desires. The genuine meditation, the real opening to transcendence, requires the complete abandonment of personal importance. Not a false humility that secretly believes itself important for being so humble, but a genuine vanishing, a dissolution of the point of view that says "I am here, and I am experiencing something significant."

When the sacred reveals itself—and it does so only in moments when the guardian of personal identity has absented himself—there is simply the revelation, without anyone to whom it is revealed. There is seeing without a seer, knowing without a knower, experiencing without an experiencer. This is why the great mystics, when they return from their encounters with the Infinite, often find themselves at a loss for words. How can one describe an experience in which the experiencer was absent? Who is there to report on what occurred when no one was there to witness it?

This absence of the personal is not a loss but the most profound liberation. For the burden of maintaining the story of "me"—of my spiritual progress, my achievements, my failures, my questions, my insights—is finally set down. In its place comes a lightness, an ease, a sense of moving with rather than against the current of existence.

The Return to Wonder

What remains, then, for one who has understood this paradox? If meditation cannot be practiced, if the heart cannot be forced open, if the divine cannot be summoned, if the self must be absent for truth to reveal itself—what is to be done?

Perhaps the answer is nothing. Or rather, the answer is to live without the burden of spiritual ambition, to move through the world without the constant self-monitoring that asks "Am I making progress? Am I getting closer? Am I more enlightened than I was yesterday?" The meditation that is meditation happens of itself when the conditions are right, just as flowers bloom when spring arrives, not because they have practiced blooming but because it is their nature to respond to warmth and light.

The invitation, if invitation it can be called, is to return to wonder—not the wonder of the child who has never questioned, but the second wonder, the deeper wonder, that comes after all questions have been exhausted and found wanting. It is the wonder that arises when the mind finally admits defeat in its attempt to grasp the mystery of existence, when it recognizes that the most profound truths cannot be thought but only lived, cannot be understood but only surrendered to.

This wonder does not strain to see beyond the veil but discovers the sacred in what is immediately present—in the weight of the body, in the rhythm of the breath, in the passing of clouds across an autumn sky. It does not seek extraordinary experiences but finds the extraordinary in the ordinary, not through any technique or practice but through a simplicity of attention that comes when attention is no longer directed by agenda or purpose.

The Silence That Sings

In the end—though there is no end to this neverending movement—what remains is a kind of silence. Not the silence of an empty room or the silence between sounds, but the silence that exists prior to and beneath all sound, the silence from which music emerges and to which it returns. This silence is not the absence of something but the fullness of everything, the pregnant void that contains all possibilities without manifesting any.

It is the silence of the heart that has finally stopped its clamoring, its demanding, its negotiating with the Divine. It is the silence that comes when all questions have dissolved, not because they have been answered but because the questioner has recognized that the deepest questions point not toward answers but toward mystery. It is the silence of the mind that has exhausted itself with seeking and has collapsed into being.

And in this silence, paradoxically, there is a song—though no one sings it, though no one hears it. It is the song of existence itself, the eternal symphony that plays whether anyone listens or not. The meditation that is meditation is simply the falling away of all that prevents the hearing of this song that has always been singing, the seeing of this light that has always been shining, the feeling of this presence that has never been absent.

The benediction, when it comes—and it comes always unexpectedly, always unannounced—is the recognition that there is nowhere to go, nothing to achieve, no one to become. The open sky has always been here. The vast heart has always been beating. The infinite has always been infinitely present. All that was needed was the dissolution of the seeker, and even that dissolution was never something that could be done, only something that happened when the time was right, when the fruit was ripe, when the season turned.

And so the mystic—no longer seeking, no longer waiting, no longer hoping—continues to walk through the world, ordinary among the ordinary, carrying this secret that cannot be kept and cannot be shared: that the sacred is not elsewhere, that meditation is not a practice, that the door was never closed.

Η Απροσδόκητη Χάρη: Ένας Διαλογισμός στον Δρόμο χωρίς Μονοπάτι

Στον απέραντο καθεδρικό ναό της ανθρώπινης λαχτάρας, όπου αμέτρητες ψυχές έχουν γονατίσει μπροστά σε βωμούς ορατούς και αόρατους, υπάρχει ένα κατώφλι που δεν μπορεί να διαβεί κανείς με τη θέληση, μια πόρτα που ανοίγει μόνο όταν κανένα χέρι δεν απλώνεται προς το πόμολο της. Αυτός είναι ο παράδοξος πυρήνας της αληθινής διαλογιστικής εμπειρίας — αυτή η πιο άπιαστη από τις πνευματικές χάρες που έρχεται όχι ως ανταμοιβή για πειθαρχία, αλλά ως αυθόρμητη ευλογία σε στιγμές όπου ο αναζητητής έχει πάψει κάθε αναζήτηση.

Οι μυστικοί όλων των εποχών έχουν περιστραφεί γύρω από αυτό το μυστήριο σαν σκόροι που έλκονται από φλόγα την οποία δεν μπορούν να αγγίξουν χωρίς να διαλυθούν. Το έχουν περιγράψει με ψιθύρους και με τραγούδια, στις σιωπές ανάμεσα στις προσευχές και στις ξαφνικές παύσεις της αναπνοής όταν το πέπλο για λίγο σχίζεται. Όμως αυτό που περιγράφουν αψηφά την αρχιτεκτονική της ανθρώπινης προσπάθειας, γιατί είναι μια κίνηση που δεν ανήκει σε κανέναν κινητήρα, ένα τραγούδι χωρίς τραγουδιστή, μια παρουσία που γεμίζει μόνο τον χώρο που έχει αδειάσει από κάθε παρουσία.

Η Ψευδαίσθηση της Μεθόδου

Σκεφτείτε τον ειλικρινή προσκυνητή που σηκώνεται πριν την αυγή, που τακτοποιεί τα μαξιλάρια με ακρίβεια, που ανάβει θυμίαμα και παίρνει την προβλεπόμενη στάση, πιστεύοντας ότι με την επανάληψη και την αφοσίωση, με τη συσσώρευση λεπτών και ωρών ακινησίας, το θείο θα υποχρεωθεί να εμφανιστεί. Πόσο συγκινητική είναι αυτή η πίστη στη συναλλαγή, αυτή η πεποίθηση ότι το Άπειρο λειτουργεί με τη λογική του εμπορίου — τόση πειθαρχία ανταλλάσσεται με τόσο φωτισμό, τόσες προσευχές με τόσες στιγμές χάρης.

Αλλά το ιερό δεν κρατάει λογαριασμούς. Δεν μπορεί να κληθεί με τελετουργίες, όσο όμορφα κι αν εκτελούνται, ούτε να εξαναγκαστεί με ειλικρίνεια, όσο βαθιά κι αν είναι. Η ίδια η ιδέα ότι μπορεί κανείς να «εξασκηθεί στον διαλογισμό» όπως εξασκείται κάποιος σε γκάμες στο πιάνο αποκαλύπτει μια θεμελιώδη παρεξήγηση της φύσης αυτού που αναζητείται. Γιατί ο διαλογισμός, με την αληθέστερη έννοιά του, δεν είναι τεχνική που κατακτάται αλλά άνθισμα που συμβαίνει όταν όλες οι τεχνικές έχουν εγκαταλειφθεί, όταν ο ίδιος ο ασκούμενος έχει εξαφανιστεί σαν πρωινή ομίχλη μπροστά στον ήλιο.

Το προγραμματισμένο ραντεβού με το θείο — είκοσι λεπτά το πρωί, τριάντα το βράδυ — αντιπροσωπεύει ίσως την πιο λεπτή μορφή πνευματικού υλισμού, την τελευταία απεγνωσμένη απόπειρα του εγώ να αποικιοποιήσει ακόμα και εκείνο το έδαφος όπου δεν μπορεί να υπάρξει. Το να ορίσει κανείς μια «περίοδο διαλογισμού» σημαίνει ότι έχει ήδη χάσει το ουσιώδες: δημιουργεί όριο ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό, ανάμεσα στον χρόνο που «διαλογίζεται» και στον χρόνο που απλώς ζει. Αλλά η αλήθεια κινείται σαν υπόγεια νερά, ρέει κάτω από όλες αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, δεν αναγνωρίζει σάββατο ξεχωριστό από τις καθημερινές, ούτε ναό πιο ιερό από το κοινό χώμα κάτω από τα πόδια μας.

Το Αδύνατο Άνοιγμα της Καρδιάς

Οι δάσκαλοι μιλούν για το άνοιγμα της καρδιάς, και οι μαθητές τους επιμελώς βάζουν τα δυνατά τους να παραβιάσουν αυτό το πιο απόκρυφο δωμάτιο, χρησιμοποιώντας το λοστό της συγκέντρωσης ή το κλειδί της ορατοποίησης. Φαντάζονται την καρδιά σαν κλειδωμένο σεντούκι που περιέχει θησαυρούς και κοπιάζουν να βρουν τον σωστό συνδυασμό, το σωστό μάντρα, την τέλεια τεχνική αναπνοής που θα ανοίξει το λουκέτο και θα αποκαλύψει τα κοσμήματα.

Αλλά η καρδιά που ανοίγει στο θείο δεν ανοίγει με προσπάθεια. Δεν είναι πόρτα που περιστρέφεται σε μεντεσέδες εγκατεστημένους από τη θέληση, ούτε λουλούδι που μπορεί να εξαναγκαστεί να ανθίσει τραβώντας τα πέταλά του. Το άνοιγμα για το οποίο μιλούν όσοι έχουν ρίξει μια ματιά πέρα από το πέπλο είναι τελείως διαφορετικής τάξης — όχι δράση αλλά παύση, όχι πράξη αλλά αναίρεση, όχι άνοιγμα αλλά διάλυση όλων όσων την κρατούσαν κλειστή.

Όταν η καρδιά περιγράφεται ως «ανοιχτή σαν ουρανός χωρίς σύννεφο», αυτό δεν είναι απλή ποιητική υπερβολή αλλά ακριβής περιγραφή μιας κατάστασης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί. Ο ουρανός δεν ανοίγει· είναι το ίδιο το άνοιγμα. Δεν περιέχει χώρο· είναι χώρος, απεριόριστος και χωρίς περίμετρο. Παρομοίως, η καρδιά που δέχεται την αφή του ιερού έχει πάψει να είναι δοχείο και έχει γίνει απέραντη έκταση όπου όλα τα πράγματα αναδύονται και διαλύονται χωρίς να αφήνουν ίχνος ή μνήμη.

Ο νους, αυτός ο πιστός υπηρέτης που μας έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά στην πλοήγηση του κόσμου των αντικειμένων και των αιτιών, των προβλημάτων και των λύσεων, βρίσκεται εντελώς ηττημένος μπροστά σε αυτό το κατώφλι. Μπορεί να καταγράψει εμπειρίες, να δημιουργήσει περίπλοκους χάρτες πνευματικών εδαφών, να κατασκευάσει δαιδαλώδεις φιλοσοφίες υπέρβασης. Αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τον δρόμο του προς αυτό που βρίσκεται πέρα από κάθε σκέψη. Ο νους μπορεί να κάνει την καρδιά ασφαλή, να χτίσει τείχη από έννοιες και δόγματα γύρω της, να εγκαταστήσει συστήματα ασφαλείας από πεποιθήσεις και δόγματα. Με αυτόν τον τρόπο όμως εξασφαλίζει ότι η καρδιά θα μείνει για πάντα κλειστή σε αυτό που έρχεται μόνο μέσα σε απόλυτη ευαλωτότητα, στη γύμνια που έρχεται όταν όλες οι άμυνες έχουν καταρρεύσει.

Η Έλευση του Απροσκάλεστου

Υπάρχουν στιγμές — και έρχονται χωρίς αναγγελία, χωρίς κήρυκα ή προετοιμασία — που η μεμβράνη ανάμεσα στους κόσμους γίνεται ξαφνικά λεπτή. Ίσως συμβαίνει ενώ πλένουμε πιάτα, με τα χέρια βυθισμένα σε αφρώδες νερό, όταν το παιχνίδι του φωτός πάνω στις φυσαλίδες παγώνει κάθε σκέψη. Ίσως συμβαίνει ενώ περπατάμε σε έναν γνώριμο δρόμο, όταν κάτι στην ποιότητα του απογευματινού φωτός σταματά την καρδιά στη μέση του χτύπου. Ίσως έρχεται στα βάθη της θλίψης, όταν ο πόνος έχει ξύσει την ψυχή από κάθε προσποίηση.

Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που ήταν πάντα παρόν αλλά αόρατο αποκαλύπτεται — όχι σαν κάτι καινούργιο που ήρθε, αλλά σαν αυτό που ποτέ δεν έλειπε. Αυτή είναι η ευλογία που έρχεται όταν λιγότερο την περιμένουμε, όταν κανείς δεν την περιμένει, όταν ο νους έχει επιτέλους εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει σε μια σιωπή όχι επιτευγμένη αλλά ανακαλυφμένη, όχι δημιουργημένη αλλά προσκρούσασα τυχαία.

Αυτή η χάρη δεν αναγνωρίζει σύστημα αξιών. Δεν έρχεται πιο εύκολα στον πειθαρχημένο παρά στον παραστρατημένο, στον ενάρετο παρά στον σπασμένο, στον πιστό παρά στον αμφιβάλωντα. Υπάρχει μάλιστα μια παράξενη δημοκρατία στη διανομή της, γιατί φαίνεται να ευνοεί τις στιγμές που η προσεκτικά δομημένη ταυτότητα έχει για λίγο αποτύχει, όταν η ιστορία που λέει κανείς για τον εαυτό του έχει διακοπεί, όταν ο φύλακας στην πύλη του εαυτού έχει αποκοιμηθεί στη θέση του.

Αυτός που συστηματοποιεί τη ζωή του, που ακολουθεί προσεκτικά προδιαγεγραμμένες ρουτίνες ηθικής και άσκησης, μπορεί να διαπιστώσει ότι αυτές ακριβώς οι δομές γίνονται εμπόδια, τείχη πίσω από τα οποία προφυλάσσεται από τον άγριο άνεμο του ιερού. Γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι ήμερο, δεν είναι εξημερωμένο, δεν περιορίζεται μέσα σε κανένα σύστημα όσο εκλεπτυσμένο ή αρχαίο κι αν είναι. Φυσά όπου θέλει, αυτός ο άνεμος από άγνωστες ακτές, και δεν μπορεί να κατευθυνθεί ή να διοχετευθεί από ανθρώπινη πρόθεση.

Η Φτώχεια της Κατοχής

Πόσο απεγνωσμένα ο πνευματικός αναζητητής επιθυμεί να αιχμαλωτίσει αυτό που έχει για λίγο αντικρίσει, να το κρατήσει κοντά του, να το κάνει μόνιμο. Αφού γεύτηκε μια φορά το νέκταρ της υπέρβασης, ο νους αμέσως αρχίζει το έργο της διατήρησης, προσπαθώντας να φυλάξει αυτόν τον θησαυρό, να τον λατρέψει, να χτίσει ιερό γύρω του. Αλλά ακριβώς σε αυτή την αρπαγή, το αρπαγμένο εξαφανίζεται σαν νερό που σφίγγεται ανάμεσα στα δάχτυλα.

Ο διαλογισμός που είναι πραγματικά διαλογισμός — η ατέρμονη κίνηση για την οποία μιλούν οι μυστικοί με χαμηλωμένη φωνή — δεν μπορεί να κατεχθεί επειδή δεν είναι πράγμα. Μοιάζει περισσότερο με αεράκι που φυσά από ανοιχτό παράθυρο, δροσίζοντας τον μπαγιάτικο αέρα της αυτο-ανησυχίας, φέρνοντας μαζί του άρωμα αδύνατων αποστάσεων. Τη στιγμή που απλώνει κανείς το χέρι να το πιάσει, να το ακινητοποιήσει, να το κάνει δικό του, έχει ήδη χαθεί· μένει μόνο η ανάμνηση, μόνο το φάντασμα της παρουσίας, μόνο ο πόνος της απουσίας.

Γι’ αυτό οι πνευματικές παραδόσεις μιλούν τόσο συχνά με αρνήσεις, με αποκηρύξεις, με αφήσεις. Όχι επειδή είναι αρνητικές της ζωής ή απαισιόδοξες, αλλά επειδή έχουν ανακαλύψει μέσα από αιώνες εξερεύνησης ότι το ιερό αποκαλύπτεται μόνο στον χώρο που δημιουργείται από την παραίτηση. Κάθε απόπειρα αρπαγής, διατήρησης, λατρείας αυτού που έχει βιωθεί σε στιγμές ανοίγματος εξασφαλίζει ότι «δεν θα ξανάρθει ποτέ». Όποιες τεχνικές κι αν εφαρμοστούν, όποιες ασκήσεις κι αν αναληφθούν, όποιες προσευχές κι αν προσφερθούν — αν γίνονται με την ελπίδα να διαταχθεί ή να ελεγχθεί η επίσκεψη της χάρης, γίνονται εμπόδια αντί για βοηθήματα.

Η ομορφιά αυτού του διαλογισμού, όταν ανθίζει απροσδόκητα στο προετοιμασμένο έδαφος μιας αφύλαχτης στιγμής, δεν είναι η ομορφιά αυτού που τον βιώνει. Αυτή είναι μια κρίσιμη διάκριση που το εγώ δυσκολεύεται υπερβολικά να δεχτεί. Γιατί το εγώ θέλει να διεκδικήσει ιδιοκτησία, να πει «εγώ διαλογίζομαι», «εγώ πέτυχα φώτιση», «εγώ κατέχω πνευματική διορατικότητα». Αλλά στη γνήσια στιγμή υπέρβασης δεν υπάρχει «εγώ» για να κάνει τέτοιες αξιώσεις. Η ομορφιά ανήκει στον ίδιο τον διαλογισμό, όχι στον διαλογιζόμενο. Το φως που λάμπει δεν είναι φως κάποιας ατομικής ψυχής αλλά το φως που φωτίζει όλες τις ψυχές, το άκτιστο φως που υπάρχει πριν και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε παρατηρητή.

Σε αυτή την ομορφιά τίποτα δεν μπορεί να προστεθεί. Είναι πλήρης από μόνη της, τέλεια από μόνη της, δεν χρειάζεται βελτίωση ή ενίσχυση. Ο νους θέλει να επεξεργαστεί, να στολίσει, να χτίσει πάνω στο θεμέλιο μιας γνήσιας διορατικότητας, δημιουργώντας τεράστια οικοδομήματα ερμηνείας και νοήματος. Αλλά όλες αυτές οι προσθήκες είναι αφαιρέσεις από την καθαρή απλότητα αυτού που είναι. Μοιάζουν με πίνακες που κρεμιούνται μπροστά σε παράθυρο, εμποδίζοντας τη θέα που υποτίθεται ότι ενισχύουν.

Η Αγρυπνία που Αυτοαναιρείται

Ο πνευματικός αναζητητής σταθμεύει δίπλα στο παράθυρο της συνείδησης, παρακολουθώντας, περιμένοντας, ελπίζοντας να συλλάβει την προσέγγιση του θείου. Κάθεται σε σκοτεινά δωμάτια, καλλιεργώντας σιωπή, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για την άφιξη της χάρης. Παρακολουθεί τις σκέψεις του, την αναπνοή του, τη στάση του, πιστεύοντας ότι με την επαγρύπνηση μπορεί να παραμείνει έτοιμος για τη στιγμή της ανακάλυψης.

Αλλά αυτή ακριβώς η παρακολούθηση είναι που εμποδίζει το βλέπειν. Αυτός που κοιτάζει «ελπίζοντας να το πιάσει εξαπίνης» έχει ήδη νηστεύσει τον σκοπό του, γιατί με την ελπίδα έχει δημιουργήσει διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και σε αυτό που ελπίζει. Έχει τοποθετηθεί ως υποκείμενο που ψάχνει αντικείμενο, ως αναζητητής που κυνηγά στόχο, ως κάποιος που στερείται και προσπαθεί να γεμίσει το κενό. Και μέσα σε αυτή τη δυϊκότητα, η μη-δυαδική πραγματικότητα που αναζητά μένει για πάντα απρόσιτη.

Ο διαλογισμός που περιγράφεται εδώ — η ατέρμονη κίνηση — έρχεται «μόνο όταν δεν είσαι καθόλου εκεί». Αυτή δεν είναι μεταφορική απουσία αλλά κυριολεκτική. Όχι η απουσία του σώματος ή ακόμα και η ησυχία των νοητικών φλυαριών, αλλά η απουσία αυτού που ισχυρίζεται ότι διαλογίζεται, η απουσία της οντότητας που αναζητά, που ελπίζει, που περιμένει. Όταν αυτή η απουσία είναι πλήρης, όταν πραγματικά δεν έχει μείνει κανείς για να δεχτεί την ευλογία, τότε η ευλογία πλημμυρίζει σαν ηλιακό φως από ανοιχτή πόρτα.

Αυτό είναι το υπέρτατο παράδοξο που κατατροπώνει κάθε πνευματική φιλοδοξία: ο αναζητητής δεν μπορεί ποτέ να βρει αυτό που ψάχνει, επειδή ο ίδιος ο αναζητητής είναι το εμπόδιο. Κι όμως ο αναζητητής δεν μπορεί να αυτοεξαλειφθεί σκόπιμα με πράξη θέλησης, γιατί μια τέτοια πράξη θα ενίσχυε μόνο την ψευδαίσθηση ενός εαυτού που πράττει. Η διάλυση του αναζητητή δεν συμβαίνει με πράξη αλλά με όραση — με την ξαφνική αναγνώριση ότι ο αναζητητής ποτέ δεν υπήρξε ως ξεχωριστή οντότητα, ότι η ίδια η αναζήτηση ήταν όνειρο, ότι αυτό που αναζητούνταν ποτέ δεν έλειπε.

Η Ασυνεχής Ευδαιμονία

Είμαστε εκπαιδευμένοι να θεωρούμε την πνευματική επίτευξη ως κάτι που, όταν επιτευχθεί, γίνεται μόνιμη κατοχή. Ο φωτισμός φαντάζεται ως κατάσταση που, όταν εισέλθει κανείς, συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Αλλά η ευδαιμονία για την οποία μιλάμε εδώ — η ευδαιμονία που συνοδεύει τον διαλογισμό που είναι διαλογισμός — «δεν έχει συνέχεια». Δεν μπορεί να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί. Έρχεται και φεύγει χωρίς κανέναν νόμο που ο ανθρώπινος νους μπορεί να διακρίνει.

Αυτή η ασυνέχεια δεν είναι ελάττωμα αλλά ουσιώδες χαρακτηριστικό της εμπειρίας. Γιατί αν μια τέτοια ευδαιμονία ήταν συνεχής, ο νους γρήγορα θα προσαρμοζόταν, θα την κατηγοριοποιούσε, θα την έκανε συνηθισμένη. Το γεγονός ότι έρχεται και φεύγει, ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να ελεγχθεί, την κρατά για πάντα φρέσκια, για πάντα καινούργια, για πάντα ικανή να συντρίψει τις απολιθωμένες δομές της αυτογνωσίας.

Υπάρχει βαθιά ταπείνωση στο να αποδεχτεί κανείς αυτή την ασυνέχεια. Σημαίνει παραίτηση από την επιθυμία για πνευματική ασφάλεια, από την επιθυμία να επιτύχει μια κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να πέσει ποτέ. Σημαίνει να ζει με ριζική αβεβαιότητα, χωρίς να ξέρει ποτέ πότε θα σχιστεί το πέπλο, χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που έχει αντικριστεί μια φορά θα ξαναντικριστεί. Αυτή η αβεβαιότητα κρατά την καρδιά τρυφερή, την ψυχή εύπλαστη, εμποδίζει την απολίθωση που έρχεται όταν πιστεύει κανείς ότι έχει φτάσει σε τελικό προορισμό.

Οι μυστικοί διαφόρων παραδόσεων έχουν παρατηρήσει το ίδιο χαρακτηριστικό. Η θεία παρουσία, αναφέρουν, έρχεται και φεύγει σαν μυστηριώδης επισκέπτης που φτάνει χωρίς πρόσκληση και φεύγει χωρίς εξήγηση. Το μόνο που μπορεί να κάνει η ψυχή είναι να παραμένει σε μια ετοιμότητα που δεν είναι ετοιμότητα, σε μια αναμονή που δεν είναι αναμονή, σε ένα άνοιγμα που δεν αγωνίζεται να είναι ανοιχτό. Είναι η ετοιμότητα ενός χωραφιού που έχει οργωθεί και σπαρθεί αλλά που δεν μπορεί να κάνει τον σπόρο να βλαστήσει ή τη βροχή να πέσει. Όλη η απαραίτητη προετοιμασία έχει γίνει, και τώρα δεν μένει τίποτα άλλο παρά να συνεχίσει κανείς την κανονική ζωή, χωρίς προσδοκία, χωρίς ατζέντα.

Η Άρνηση της Σημασίας

Ίσως η πιο καταστροφική συνειδητοποίηση για τον πνευματικό υποψήφιο είναι αυτή: «Στον διαλογισμό, εσύ δεν είσαι σημαντικός, δεν έχεις θέση μέσα του». Όλα στην ανθρώπινη ψυχή επαναστατούν ενάντια σε αυτή την αλήθεια. Δεν μας έχουν διδάξει από τη γέννησή μας να κάνουμε κάτι από τον εαυτό μας, να είμαστε σημαντικοί, να μετράμε; Και ο πνευματικός δρόμος δεν φαίνεται να υπόσχεται την υπέρτατη σημασία — να γίνει κανείς φωτισμένος, συνειδητοποιημένος, ένα με το Θείο;

Αλλά αυτή η υπόσχεση είναι αποπλάνηση, παγίδα στολισμένη με τις ίδιες τις επιθυμίες του εγώ. Ο γνήσιος διαλογισμός, το πραγματικό άνοιγμα στην υπέρβαση, απαιτεί την πλήρη εγκατάλειψη της προσωπικής σημασίας. Όχι ψεύτικη ταπείνωση που κρυφά πιστεύει τον εαυτό της σημαντικό επειδή είναι τόσο ταπεινός, αλλά γνήσια εξαφάνιση, διάλυση της οπτικής γωνίας που λέει «είμαι εδώ, και βιώνω κάτι σημαντικό».

Όταν το ιερό αποκαλύπτεται — και το κάνει μόνο σε στιγμές που ο φύλακας της προσωπικής ταυτότητας έχει απουσιάσει — υπάρχει απλώς η αποκάλυψη, χωρίς κανέναν στον οποίο αποκαλύπτεται. Υπάρχει βλέπειν χωρίς βλέποντα, γνώση χωρίς γνωρίζοντα, εμπειρία χωρίς βιωτή. Γι’ αυτό οι μεγάλοι μυστικοί, όταν επιστρέφουν από τις συναντήσεις τους με το Άπειρο, συχνά μένουν άφωνοι. Πώς να περιγράψει κανείς μια εμπειρία στην οποία ο βιωτής έλειπε; Ποιος υπάρχει για να αναφέρει τι συνέβη όταν κανείς δεν ήταν εκεί να το δει;

Αυτή η απουσία του προσωπικού δεν είναι απώλεια αλλά η πιο βαθιά απελευθέρωση. Γιατί το βάρος της διατήρησης της ιστορίας του «εγώ» — της πνευματικής μου προόδου, των επιτευγμάτων μου, των αποτυχιών μου, των ερωτημάτων μου, των διορατικοτήτων μου — επιτέλους αφήνεται κάτω. Στη θέση του έρχεται ελαφρότητα, ευκολία, αίσθηση κίνησης μαζί με το ρεύμα της ύπαρξης αντί εναντίον του.

Η Επιστροφή στο Θαύμα

Τι μένει, λοιπόν, σε αυτόν που έχει κατανοήσει αυτό το παράδοξο; Αν ο διαλογισμός δεν μπορεί να εξασκηθεί, αν η καρδιά δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να ανοίξει, αν το θείο δεν μπορεί να κληθεί, αν ο εαυτός πρέπει να απουσιάζει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια — τι μένει να γίνει;

Ίσως τίποτα. Ή μάλλον, να ζει κανείς χωρίς το βάρος της πνευματικής φιλοδοξίας, να κινείται μέσα στον κόσμο χωρίς τη συνεχή αυτοπαρακολούθηση που ρωτά «Κάνω πρόοδο; Πλησιάζω; Είμαι πιο φωτισμένος από χτες;» Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός συμβαίνει από μόνος του όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όπως τα λουλούδια ανθίζουν όταν έρχεται η άνοιξη, όχι επειδή έχουν εξασκηθεί στο άνθισμα αλλά επειδή είναι στη φύση τους να ανταποκριθούν στη ζέστη και στο φως.

Η πρόσκληση — αν μπορεί να ονομαστεί πρόσκληση — είναι να επιστρέψει κανείς στο θαύμα — όχι το θαύμα του παιδιού που ποτέ δεν έχει αμφισβητήσει, αλλά το δεύτερο θαύμα, το βαθύτερο θαύμα, που έρχεται αφού όλα τα ερωτήματα έχουν εξαντληθεί και βρεθεί ανεπαρκή. Είναι το θαύμα που αναδύεται όταν ο νους επιτέλους παραδέχεται την ήττα του στην προσπάθεια να συλλάβει το μυστήριο της ύπαρξης, όταν αναγνωρίζει ότι οι πιο βαθιές αλήθειες δεν μπορούν να συλληφθούν αλλά μόνο να βιωθούν, δεν μπορούν να κατανοηθούν αλλά μόνο να παραδοθούν.

Αυτό το θαύμα δεν αγωνίζεται να δει πέρα από το πέπλο αλλά ανακαλύπτει το ιερό σε αυτό που είναι άμεσα παρόν — στο βάρος του σώματος, στον ρυθμό της αναπνοής, στο πέρασμα των νεφών σε έναν φθινοπωρινό ουρανό. Δεν αναζητά εξαιρετικές εμπειρίες αλλά βρίσκει το εξαιρετικό στο συνηθισμένο, όχι με καμία τεχνική ή άσκηση αλλά με μια απλότητα προσοχής που έρχεται όταν η προσοχή δεν κατευθύνεται πλέον από ατζέντα ή σκοπό.

Η Σιωπή που Τραγουδά

Τελικά — αν και δεν υπάρχει τέλος σε αυτή την ατέρμονη κίνηση — αυτό που μένει είναι ένα είδος σιωπής. Όχι η σιωπή ενός άδειου δωματίου ή η σιωπή ανάμεσα σε ήχους, αλλά η σιωπή που υπάρχει πριν και κάτω από κάθε ήχο, η σιωπή από την οποία αναδύεται η μουσική και στην οποία επιστρέφει. Αυτή η σιωπή δεν είναι απουσία κάτι αλλά πληρότητα των πάντων, το έγκυο κενό που περιέχει όλες τις δυνατότητες χωρίς να εκδηλώνει καμία.

Είναι η σιωπή της καρδιάς που έχει επιτέλους σταματήσει την κραυγή της, τις απαιτήσεις της, τις διαπραγματεύσεις της με το Θείο. Είναι η σιωπή που έρχεται όταν όλα τα ερωτήματα έχουν διαλυθεί, όχι επειδή έχουν απαντηθεί αλλά επειδή ο ερωτών έχει αναγνωρίσει ότι τα βαθύτερα ερωτήματα δεν δείχνουν προς απαντήσεις αλλά προς μυστήριο. Είναι η σιωπή του νου που έχει εξαντληθεί από την αναζήτηση και έχει καταρρεύσει στην ύπαρξη.

Και μέσα σε αυτή τη σιωπή, παραδόξως, υπάρχει ένα τραγούδι — αν και κανείς δεν το τραγουδά, κανείς δεν το ακούει. Είναι το τραγούδι της ίδιας της ύπαρξης, η αιώνια συμφωνία που παίζει είτε κάποιος ακούει είτε όχι. Ο διαλογισμός που είναι διαλογισμός είναι απλώς η απομάκρυνση όλων όσων εμποδίζουν την ακρόαση αυτού του τραγουδιού που πάντα τραγουδούσε, το βλέπειν αυτού του φωτός που πάντα έλαμπε, το αισθάνεσθαι αυτής της παρουσίας που ποτέ δεν έλειπε.

Η ευλογία, όταν έρχεται — και έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα χωρίς αναγγελία — είναι η αναγνώριση ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει κανείς, τίποτα να επιτύχει, κανείς να γίνει. Ο ανοιχτός ουρανός ήταν πάντα εδώ. Η απέραντη καρδιά πάντα χτυπούσε. Το άπειρο ήταν πάντα απείρως παρόν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η διάλυση του αναζητητή, κι ακόμα κι αυτή η διάλυση δεν ήταν ποτέ κάτι που μπορούσε να γίνει, μόνο κάτι που συνέβη όταν ο καιρός ήταν κατάλληλος, όταν ο καρπός ωρίμασε, όταν η εποχή γύρισε.

Και έτσι ο μυστικός — πια όχι αναζητών, πια όχι περιμένων, πια όχι ελπίζων — συνεχίζει να περπατά μέσα στον κόσμο, συνηθισμένος ανάμεσα στους συνηθισμένους, κουβαλώντας αυτό το μυστικό που δεν μπορεί να κρατηθεί ούτε να μοιραστεί: ότι το ιερό δεν είναι αλλού, ότι ο διαλογισμός δεν είναι άσκηση, ότι η πόρτα δεν ήταν ποτέ κλειστή. ...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
16. The Sacred Ground: A Journey to Objective Reality
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~