CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Sunday, December 3, 2017

ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Ο Ιησούς στο Ευαγγέλιο
Πρέπει να το πούμε εξαρχής και να γίνει κατανοητό ότι το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο έχει ένα εσωτερικό κρυφό νόημα που δεν γίνεται αντιληπτό από όσους αντιμετωπίζουν το Κείμενο εξωτερικά, δηλαδή μέσα από μια διανοητική θεώρηση και σαν μια διανοητική περιγραφή. Για να αντιληφθείς το κρυφό περιεχόμενο του Ευαγγελίου, εσύ ο αναγνώστης (ο καθένας μας), πρέπει καταρχήν να γνωρίζεις να «διαβάζεις» και μετά «πως» να διαβάζεις. Όλα αυτά θα διευκρινιστούν παρακάτω.
Το Κείμενο μιλά για τον Ιησού. Ποιόν Ιησού; Τον Αληθινό Ιησού, Αυτόν που Ήταν Αυτός ο Ίδιος; Ή τον Ψεύτικο Ιησού, την εικόνα που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι για Αυτόν; Ποιος ήταν ο Πραγματικός Ιησούς; Για να κατανοήσουμε ποιος ήταν ο Ιησούς, για ποιον Ιησού μιλά το Ευαγγέλιο και τι «διδάσκουν» τελικά τα Ευαγγέλια, πρέπει καταρχήν να κατανοήσουμε ότι ο Ιησούς ήταν ένας Άνθρωπος. Κι ο οντολογικός φιλοσοφικός όρος «Άνθρωπος» μπορεί να σημαίνει πολλά, αλλά πάντως δηλώνει ότι ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους εμάς τους ανθρώπους, ένας από εμάς. Ο Ιησούς Αντιλαμβάνεται (κατά τα «Λεγόμενά» του και κατά το Ευαγγέλιο) την Ύπαρξη Βιωματικά. Ζούσε. Και μέσα από την Δράση του υποδείκνυε ποια είναι η Αληθινή Ζωή. Δεν ήταν ένας διανοούμενος ή ένας φιλόσοφος ή ένας επαγγελματίας ιερέας, που προσπαθούσε να εξηγήσει θεωρητικά την ύπαρξη, την ζωή, την εμπειρία του κόσμου. Ό,τι έλεγε ήταν μέσα από την Εμπειρία του. Μαρτυρούσε, κατά τα λεγόμενά του, αυτό που κατανοούσε, που ζούσε, χωρίς ερμηνείες, σχόλια ή άλλες επεξεργασίες, (Ιωάννης, 3, 11).
Το Ευαγγέλιο λοιπόν μιλά για τον Ιησού που Βιώνει την Αλήθεια, για τον Ιησού που Μιλά για αυτό που «Οίδε» («Γνώρισε») και μαρτυρά για αυτό που «Εώρακε» (που «Έχει Δει»), για τον Ιησού που Καταθέτει την Βιωματική Αλήθεια του. Κι αυτό που μαρτυρούσε ο Ιησούς ήταν ακριβώς ότι «Όλα Είναι Θεός». Ο Θεός Είναι Πνεύμα, ο Θεός Είναι Ελευθερία, Είναι Ενότητα, Είναι Αγάπη, Είναι Ζωή, Είναι Αιωνιότητα. Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι όροι περιγράφουν την ίδια Βιωματική Εμπειρία (από την δική μας ανθρώπινη πλευρά), δεν είναι Ιδιότητες του Θεού (όπως τα αντιλαμβάνεται η διανόηση, σαν «κατηγορούμενα» ενός διανοητικού «αντικειμένου»). Πέρα από όλες τις περιγραφές Είναι «Αυτό», το Ζωντανό, που Είναι Όλα. Για τον Ιησού ο Θεός Είναι η Μία Πραγματικότητα. Είναι Παρουσία, Εδώ. Και σε Αυτό το Εδώ Υπάρχουν Όλα, η Ελευθερία και τα Φαινόμενα κι όλες οι καταστάσεις, υποκειμενικές εμπειρίες κι «αντικείμενα». Κι ανάλογα με την «Θέση» που κατέχει η «Συνείδηση» και «κοιτάζει» την πραγματικότητα μπορεί να έχει μια διαφορετική εικόνα της πραγματικότητας.
Αν θέλουμε λοιπόν να συλλάβουμε το Αληθινό Νόημα του Ευαγγελίου, να κατανοήσουμε τι λέει πραγματικά, ο μόνος τρόπος να το αποκωδικοποιήσουμε  είναι να το αντιληφθούμε βιωματικά, να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε βιωματικά όλα αυτά που λέει σαν βιωματική εμπειρία και σαν γεγονότα, να τα «πραγματοποιήσουμε» όλα αυτά. Τι εννοούμε με αυτό; Ο Ιησούς ήταν ξεκάθαρος, τουλάχιστον στους κοντινούς αδελφούς του. Αυτό που Βίωνε, από την Εποχή ακόμα της Ερήμου (κοντά στους Εσσαίους) Εσωτερικά ήταν Αντικειμενικές Καταστάσεις της Ψυχής (του Ανθρώπου), όχι προσωπικές εμπειρίες κάποιου περιορισμένου όντος. Κι όταν Ενώθηκε (μέσα στην Πνευματική Εμπειρία, μέσα στην Πνευματική Περισυλλογή, για την οποία μιλούσε στον Νικόδημο) με τον Πατέρα στους Ουρανούς, Βίωνε Μια Κατάσταση Πέρα από τον Χρόνο, πέρα από τον Χώρο, μια κατάσταση Απροσδιόριστη που γινόταν «αντιληπτή» σαν Ολότητα, Πληρότητα, Αιωνιότητα, Τελείως Αγνή κι Ανέγγιχτη από οποιαδήποτε αντιληπτική επεξεργασία κι από οποιοδήποτε περιορισμό. Σε αυτή την Κατάσταση Βίωνε το Αιώνιο Παρόν που Ρέει, την Αιωνιότητα της Παρουσίας, και σε αυτή την Κατάσταση δεν υπάρχει χρόνος, μνήμη, επεξεργασία του βιώματος, γιατί η Ροή είναι Συνεχής. Είναι ο ανθρώπινος περιορισμένος νους που εισέρχεται στην φανταστική πραγματικότητα του χρόνου, των εικόνων, της μνήμης κι έχει όλο τον «χρόνο» να σκέφτεται και να επεξεργάζεται όλα τα περιεχόμενα της περιορισμένης αντίληψής του. Αυτή η Κατάσταση είναι μια Ολότητα Εντός της Οποίας υπάρχουν όλα τα φαινόμενα κι οι καταστάσεις. Υπάρχουν τα «όντα» κι οι προσωπικές εμπειρίες, οι διαφορετικές εμπειρίες της πραγματικότητας, κι οι κόσμοι, κι οι εμπειρίες μέσα στους κόσμους. Όλα αυτά λοιπόν που Βίωνε ο Ιησούς Είναι Αντικειμενικές Καταστάσεις, δεν είναι προσωπικές εμπειρίες κάποιου «όντος». Για να Εισέλθουμε σε αυτές τις Αντικειμενικές Καταστάσεις και να «βγούμε» τελείως έξω από την Δημιουργία (πιο σωστά για να σταματήσει η ψευδαίσθηση ότι είμαστε σε κάποια δημιουργία εκτός του Θεού) πρέπει να εγκαταλείψουμε τους περιορισμούς, το εγώ κι όλες τις προσωπικές εμπειρίες. Για τον άνθρωπο που βιώνει την ύπαρξη μέσα στους περιορισμούς του εγώ είναι ασύλληπτο, αδιανόητο. Αυτές οι καταστάσεις είναι έξω από το φυσιολογικό, όπως το αντιλαμβάνονται. Για αυτούς το «πρόσωπο» είναι δημιούργημα της Θείας Δύναμης, είναι κάτι αιώνιο κι ο προορισμός του (κατ’ αυτούς) είναι να ζει μέσα σε ένα σώμα. Προφανώς όλα αυτά είναι προϊόντα της φαντασίας τους όσο κι αν τα ονομάζουν θεολογία, θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου (της «εικόνας» του Θεού), κλπ.
Όταν λοιπόν ο Ιησούς μιλούσε μετά την Ένωσή του με τον Πατέρα, για τον εαυτό του, κι έλεγε «εγώ», μιλούσε σαν Αντικειμενική Υπόσταση, σαν Αυτό που Υπάρχει στο Βάθος όλων των Ψυχών, όλων των υπάρξεων. Κι όταν έλεγε «εγώ κι ο Πατέρας είμαστε Ένα», μιλούσε σαν ο Αντικειμενικός Αληθινός Ζωντανός Θεός, όχι σαν κάποιο προσωπικό ον. Αυτό, για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να σπάσουν τα όρια του εγώ είναι σκάνδαλο. Πως μπορεί κάποιος του οποίου γνωρίζουμε την ιστορία, τον τόπο γέννησης (την Ναζαρέτ) και την κατοικία του και τους συγγενείς του να ισχυρίζεται τέτοια πράγματα; Ότι δηλαδή δεν είναι αυτό που «βλέπουμε», ένας άνθρωπος, ένα πρόσωπο, αλλά μια Αντικειμενική Κατάσταση της Ψυχής, κάτι Υπερβατικό που εκδηλώνεται εδώ, τώρα, μέσα από αυτό το σώμα; Αυτοί οι άνθρωποι έβλεπαν την εικόνα που μπορούσαν να συλλάβουν από τον Ιησού (το δικό τους διανοητικό δημιούργημα, το δικό τους κατασκεύασμα) κι όχι αυτό που Βίωνε ο Ιησούς, την Αντικειμενική Ύπαρξη, τον Χωρίς Όρια Θεό. Κι από εδώ πηγάζουν όλες οι παρεξηγήσεις.
Στην πραγματικότητα όχι μόνο οι άνθρωποι της Σκιάς (της διανόησης) δεν κατανοούσαν τον Ιησού αλλά ούτε καν οι «δικοί» του, όταν τον έβλεπαν σαν «Θεό», έξω από αυτούς, αντικειμενικά. Όσο κι αν διαισθάνονταν ότι ο Ιησούς είναι «Θεός» δεν κατανοούσαν ότι έπρεπε να εισέλθουν «μέσα» τους, με την προσευχή για να νοιώσουν εσωτερικά τον Ιησού, αυτό που Εκπροσωπούσε, τον Θεό. Γνώριζαν τον Ιησού «εξωτερικά» αλλά δεν τον βίωναν εσωτερικά σαν Αντικειμενική Κατάσταση της Συνείδησής τους. Ίσως μονάχα ο Ιωάννης είχε προχωρήσει «μέσα». Κι ίσως για αυτό ήταν ο «αγαπημένος μαθητής» του Ιησού. Και τελικά ήταν ο μόνος που διέσωσε κάτι από το Εσωτερικό Περιεχόμενο της Διδασκαλίας και της Δράσης του Ιησού. Κ αυτό το λέμε γιατί και στον Ιωάννη, τον μόνο Εσωτερικό Ευαγγελιστή, υπάρχουν «ασάφειες».
Όταν ο Ιησούς λέει στους ανθρώπους «εγώ ειμί»  εννοεί την Αντικειμενική Φύση της Ψυχής, κι ότι Αυτή την Αντικειμενική Φύση που μιλάει εδώ, τώρα, στους ανθρώπους, μπορεί ο καθένας να την «Αναγνωρίσει» Εσωτερικά, μέσα του, σαν Θεία Φύση, σαν Εμπειρία Θεού, σαν Βασιλεία των Ουρανών. Είναι η Μόνη Οδός, η Αλήθεια, η Ζωή. Ο Ιησούς, στην πραγματικότητα, έλεγε Είμαι Αυτό που θα Βρείτε Μέσα σας, με την Περισυλλογή, με την Αληθινή Προσευχή της Απόσυρσης, μέσα στην σιωπή των λογισμών. Ο Ιησούς όταν έλεγε «εγώ ειμί» εννοούσε ότι είναι Αυτό που όλοι μπορούν να Βιώσουν Μέσα τους σαν Αντικειμενική Φύση τους, χωρίς εγώ. Κι Αυτή είναι η Χριστική Συνείδηση (ή η Συνείδηση Χριστός, ο Ουράνιος Λόγος, η Εικόνα του Πατέρα του Αιώνιου). Ο Ιησούς, εφόσον Βίωνε την Θεότητα, κι ήταν Ένα με τον Πατέρα, είχε κάθε δικαίωμα να Μιλά για τον Θεό και να Ταυτίζει τον εαυτό του με όλες τις Αντικειμενικές Καταστάσεις της Ψυχής και με τον Πατέρα. Εγώ (η Αντικειμενική Κατάσταση της Ψυχής, που εκδηλώνεται εξωτερικά σαν Ιησούς) Είμαι η Οδός, η Αλήθεια, η Ζωή. Εγώ είμαι η Πύλη, εγώ είμαι Όλα, εγώ είμαι η Βασιλεία των Ουρανών, όχι σαν κάτι έξω από εσάς (τους ανθρώπους) αλλά ακριβώς Μέσα σας, πιο κοντά σε εσάς από τον ίδιο σας τον εαυτό (από ό,τι νομίζετε για εαυτό), η Ίδια σας η Ουσία, γιατί Όλα Είναι Ένα. Κατανοήστε το, Βιώστε το. Εγώ είμαι η Ελευθερία, εγώ είμαι η Απόλυτη Αγάπη που Μέσα της Λιώνουν Όλα σε Ένα. Εγώ είμαι Όλα. Ο Ιησούς Είναι ο Θεός. Αλλά όχι ένας εξωτερικός Θεός, Είναι ο Θεός που Βρίσκουμε Μέσα μας. Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε;
 
Η Ανάγνωση του Ευαγγελίου
Αν λοιπόν κάποιος θέλει να κατανοήσει πραγματικά, βαθιά κι αληθινά ποιος είναι ο Ιησούς του Ιωάννη, πρέπει να Νοιώσει τον Ιησού σαν την Αντικειμενική Κατάσταση της Ίδιας του της Ψυχής, να Βρει τον Ιησού του, σαν την Θεία Ουσία που Είναι στο Βάθος Όλων των Υπάρξεων. Τότε μόνο θα καταλάβει τι εννοούσε ο Ιησούς με το «εγώ ειμί», τότε θα κατανοήσει τι σημαίνει εγώ κι ο Πατέρας είμαστε Ένα, τότε θα Νοιώσει ότι Υπάρχει Μόνο Θεός, και δεν υπάρχει τίποτα άλλο έξω από τον Θεό, ότι Όλα Είναι Θεός, και τότε θα αγκαλιάσει την δημιουργία με Αληθινή Αγάπη.
Το λάθος που κάνουν οι άνθρωποι που είναι περιορισμένοι στο εγώ είναι ότι λειτουργούν μέσα από την διανόηση, ότι σκέφτονται τα πάντα, ότι αντικειμενοποιούν τα πάντα. Για αυτούς που είναι περιορισμένοι στο εγώ ο Θεός είναι ένα «Αντικείμενο» (της αντίληψής τους), ο Ιησούς είναι ένα «αντικείμενο» έξω από αυτούς. Όλα όσα γράφουν τα Ευαγγέλια είναι όχι Εσωτερικές Καταστάσεις, Εσωτερικά Βιώματα του Ιησού, Αντικειμενικές Καταστάσεις, αλλά αντικειμενικά γεγονότα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν την Βιωματική Εμπειρία του Ιησού από την Ύπαρξη, από την Ζωή, από τον κόσμο κι όχι  απλά εξωτερικά γεγονότα. Ο Ιησούς τα Βίωνε όλα αυτά. Οι θεατές απλά βλέπουν τα εξωτερικά γεγονότα. Αλλά ποτέ κάποιος που βλέπει εξωτερικά και δεν συμμετέχει στα βιώματα δεν μπορεί να έχει πραγματική βαθιά κι αληθινή εικόνα της πραγματικότητας. Αντιλαμβάνεται μόνο όσα μπορεί να δει, να σκεφτεί, να κατανοήσει.
Αν λοιπόν κάποιος θέλει πραγματικά να κατανοήσει τα Ευαγγέλια, τον Ιωάννη, πρέπει να εγκαταλείψει το εγώ και, σαν μικρό παιδί, με καθαρό νου, με Αγνή Καρδιά, να αρχίσει να κατανοεί ότι ο Ιησούς μιλά για τον Εσωτερικό Κόσμο, για την Πραγματικότητα που Βιώνουμε Μέσα μας (Λουκάς, 17, 20-21). Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι ψάχνουν εδώ ή εκεί ή εξωτερικά; Ιδού! Αφήνοντας όλους τους λάθους εξωτερικούς τρόπους, μένοντας ήσυχοι, Αποσυρόμενοι μέσα τους θα Βρουν την Αλήθεια, την Βασιλεία των Ουρανών. Άδικα οι άνθρωποι ψάχνουν με τον νου, άδικα ερευνούν τον εξωτερικό κόσμο. Όπως Δίδαξε ο Ιησούς η Αλήθεια Είναι Μέσα Μας, είναι η Εσωτερική Εμπειρία της Θείας Ουσίας που Είναι το Βάθρο των πάντων. Αυτό που μας εμποδίζει να το Νοιώσουμε είναι μονάχα η ανθρώπινη ανοησία.

Απομύθευση, αντικειμενική απομυθοποίηση του Ευαγγελίου
Μπορεί η εξωτερική εκκλησία να ακολουθεί την δική της παράδοση σχετικά με τον Ιησού, τα ευαγγέλια, την θρησκευτική ζωή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλα αυτά είναι αλήθεια. Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αποδίδεται στον Ιωάννη, τον «αγαπημένο μαθητή» του Ιησού. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ποιος έγραψε το Ευαγγέλιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το Κείμενο «περιέχει» ένα μέρος της Διδασκαλίας του Ιησού και της Παράδοσης του Ιωάννη, αλλά χρειάζεται προσοχή στην «ανάγνωση». Τα «Λόγια» του Ιησού πρέπει να βιωθούν στο εσωτερικό τους νόημα και περιεχόμενο κι όχι σαν εξωτερικές δηλώσεις ή σαν αντικειμενικά εξωτερικά γεγονότα. Μερικές φορές κι ο ίδιος ο Ιωάννης (ο συγγραφέας) δεν φαίνεται να κατανοεί το βαθύτερο περιεχόμενο των δηλώσεών του ή τις μεταφυσικές προεκτάσεις των περιγραφών του. Όμως και η γενική «τοποθέτηση (ή η υπαρκτική θέαση των πραγμάτων) και η χρήση των θεολογικών, μεταφυσικών και φιλοσοφικών όρων, δείχνουν τον Βιωματικό Χαρακτήρα του Κειμένου κι υποδεικνύουν το Απέραντο Βάθος της Εσωτερικής Εμπειρίας. Επίσης είναι σίγουρο ότι οι «Επιστολές» ανήκουν όχι σε ένα συγγραφέα αλλά μάλλον σε κάποια «Ιωάννεια Σχολή». Η «Αποκάλυψη» δεν έχει καμιά σχέση με τον Ιωάννη ή την «Ιωάννεια Σχολή.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν Βιωματικά Κείμενα, που μπορεί να εκφράζονται με απλούς βιωματικούς όρους κι όχι με βαθιές φιλοσοφικές αναλύσεις και Διανοητικά Κείμενα που να αναλύουν με βαθυστόχαστο τρόπο τα πιο βαθιά ή πιο υψηλά θεολογικά θέματα χωρίς όμως να περιέχουν βιωματικό περιεχόμενο. Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ανήκει στα Βιωματικά Κείμενα. Η ανάγνωση τέτοιων κειμένων πρέπει να είναι «βιωματική» κι όχι «διανοητική».
Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου δεν μετέφερε απλά τα «Λόγια» του Ιησού, ή την «Παράδοση» του Ιωάννη. Έγραψε ένα κείμενο για να κηρύξει την αλήθεια (κατά την αντίληψή του). Είναι προβληματικό το ότι (για τις ανάγκες του κηρύγματος) ενέταξε στην διήγησή του, θαύματα, πεποιθήσεις της εκκλησίας και γεγονότα που δεν έχουν σχέση με το Αληθινό Μήνυμα του Ιησού. Ο Ιησούς δεν χρειαζόταν να κάνει θαύματα, να κάνει το νερό κρασί, να γιατρέψει αρρώστους ή να αναστήσει νεκρούς. Όλα αυτά ανήκουν στην μυθολογία του Ιησού, σε θρύλους και παραδόσεις και δεν έχουν σχέση με τα αληθινά γεγονότα.
Χρειάζεται επίσης προσοχή στο πως θα «ερμηνεύσουμε» την Σταύρωση και την «Ανάσταση» του Ιησού. Η Αληθινή Ανάσταση της Ψυχής Συμβαίνει όταν η Ψυχή Συνειδητοποιεί την Πνευματική Φύση της κι Απελευθερώνεται από τους περιορισμούς Μέσα στην Εσωτερική (για την αντίληψή μας) Θεία Ουσία, Μέσα στον Θεό που Βρίσκουμε Μέσα μας. Η ανάσταση του σώματος δεν έχει νόημα σε μια τέτοια Διδασκαλία, σαν αυτή, την Διδασκαλία του Ιησού. Οι εξωτερικοί άνθρωποι που θεωρούν τον άνθρωπο ψυχόσωμα και θέλουν να ζήσουν αιώνια στην γη (έστω, μια μετουσιωμένη γη) είναι αυτοί που μιλούν για την ανάσταση του σώματος. Απλά οι άνθρωποι ζουν μέσα στην φαντασία τους.
Επίσης χρειάζεται πολύ προσοχή για να μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε σωστά την αντίληψη του κόσμου που «συμπεραίνεται» από την διήγηση του Κειμένου. Ο Ιησούς μιλά για τον Πατέρα Θεό, για τους Ουρανούς (το Κόσμο του Φωτός, όπου όλα Διακρίνονται), για το Κόσμο της Σκιάς (τους κατώτερους κόσμους) και τους «κατοίκους» τους και για την Εσωτερική Οδό της Αλήθειας και της Ζωής και της Αιωνιότητας. Η Χαρμόσυνη Αγγελία της Βασιλείας είναι στην πραγματικότητα το πιο απλό, το πιο προσιτό και το πιο εύκολο πράγμα στο κόσμο. Αυτό που μας εμποδίζει να Νοιώσουμε τον Θεό Μέσα μας, να Βιώσουμε την Αληθινή Φύση μας, να Ενωθούμε με την Πραγματικότητα είναι μονάχα η δική μας θέληση. Το πρόβλημά μας δεν είναι φυσικό, είναι ηθικό. Είναι πρόβλημα «επιλογής». Όποιος θέλει να Βρει τον Θεό τον Βρίσκει Μέσα του, σύμφωνα με τις Υποδείξεις και την Διδασκαλία του Ιησού. Όποιος δεν θέλει απλά υφίσταται τις συνέπειες των επιλογών του και μόνος του καταδικάζει τον εαυτό του στους κόσμους της Σκιάς. Μακάρι ο Θεός να Φωτίσει όλους τους ανθρώπους, ή αλλιώς μακάρι να ανοίξουν οι άνθρωποι την Πόρτα της Καρδιάς τους για να Μπει το Φως.

 
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~