CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Sunday, March 25, 2018

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ): Οι "Γιορτές"

Το Αθηναϊκό ημερολόγιο

(Τα στοιχεία που παραθέτουμε παρακάτω είναι παρμένα από την εργασία του Άγγελου Λιβαθινού, «Το Ημερολόγιο των Αρχαίων Ελλήνων»)

Η Μαθηματική βάση τού Ελληνικού Ημερολογίου
Οι   Έλληνες   χώριζαν το έτος   σε 12 σεληνιακούς (συνοδικούς) μήνες  και, επειδή γνώριζαν, ότι  ο κάθε συνοδικός μήνας δεν είχε ακέραιο πλήθος ημερών ( 29  ½ ημέρες    περίπου  ),  έδιναν      στους  μήνες    διάρκεια  30 ημερών ( τέλειοι μήνες)  και 29 ημερών (κοίλοι μήνες) εναλλάξ ( κανένας μήνας δεν είχε 31 ή 28 ημέρες όπως σήμερα), και φρόντιζαν ώστε η πρώτη ημέρα εκάστου μηνός να   συμπίπτει,   κατά   το   δυνατόν,   με   την   Νέα   Σελήνη   (Νουμηνία).
Έτσι, όμως, το  (σεληνιακό ) έτος, δηλαδή  οι 12 σεληνιακοί μήνες, ισοδυναμούσε με άθροισμα 354  ημερών, δηλαδή  ήτανε μικρότερο  κατά 11 ¼  ημέρες από την πραγματική διάρκεια  τού (ηλιακού ) έτους.
Για να  καλύψουν αυτήν την διαφορά, προχώρησαν στην εξής διόρθωση: υπολόγισαν, ότι σε κάθε  οκτώ (8) σεληνιακά έτη προέκυπτε έλλειμμα  ενενήντα (90) ημερών, δηλαδή ένα έλλειμμα τριών (3) μηνών  των  30 ημερών έκαστος ( 11 ¼  Χ 8= 90 ). Γι΄ αυτό, στην διάρκεια των   οκτώ   (σεληνιακών ) ετών, παρενέβαλλαν  τρείς (3) εμβόλιμους μήνες:
 - έναν στην διάρκεια τού τρίτου έτους,
- δεύτερο  στην διάρκεια τού πέμπτου έτους
-και τρίτο  στην διάρκεια τού  όγδοου έτους (πλήρης οκτωχρονιά, εννεαετηρίς).
Ο μήνας αυτός, συνήθως, έμπαινε εμβόλιμος αμέσως μετά τον μήνα Ποσειδαιώνα (περίπου, 16 Δεκεμβρίου - 15 Ιανουαρίου), και ονομαζότανε: Ποσειδαιών Β΄.
Έτσι, μέσα σε  8 ηλιακά έτη, προέκυπτε εξίσωση τού χρόνου  μεταξύ των  8 σεληνιακών ετών και των 8 ηλιακών ετών!
Με αυτόν τον τρόπο οι  Αρχαίοι Έλληνες  δημιούργησαν το δικό τους     ημερολόγιο, το οποίο, επειδή στηριζότανε  κατά κύριο λόγο  στους σεληνιακούς (συνοδικούς ) μήνες  και διορθωτικά  στο ηλιακό έτος , λέγεται           σεληνοηλιακό  ημερολόγιο (υπάρχει  και το ηλιακό ημερολόγιο,  καθώς και το γνησίως σεληνιακό ημερολόγιο).
Το Αττικό Σεληνοηλιακό Ημερολόγιο
Στην Αρχαία Ελλάδα  κάθε Πόλις – Κράτος  είχε το δικό της ημερολόγιο, δηλαδή είχε τις δικές της ονομασίες   στους   12 μήνες   τού έτους, και είχε τις δικές της γιορτές   κατά την διάρκεια κάθε μήνα.  Η δομή, όμως, όλων των ημερολογίων  στην Ελλάδα  ήταν  ίδια. Οι περισσότερες Πόλεις είχαν υιοθετήσει το Αττικό  ημερολόγιο, στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Ο πρώτος μήνας τού έτους  άρχιζε το καλοκαίρι, μετά το θερινό Ηλιοστάσιο, και συγκεκριμένα περίπου την αντίστοιχη σημερινή 16η   Ιουλίου, και είχε 30 ημέρες.
Καθώς στην Αρχαία Ελλάδα η έννοια της Εβδομάδας  ήταν άγνωστη, χώριζαν τον κάθε μήνα σε τρία  δεκαήμερα ( ή δύο δεκαήμερα και ένα εννεαήμερο):
1ο    δεκαήμερο: λεγόταν  μήν ιστάμενος, ή μήν αρχόμενος, ή μήν εισιών.
2ο   δεκαήμερο:  λεγόταν μήν μεσών
3ο   δεκαήμερο: λεγόταν  μήν  φθίνων, ή μήν απιών..
Η εκφώνηση  των  ημερών  του μήνα γίνονταν ως εξής : «εβδόμη αρχομένου» (= 7η τού συγκεκριμένου   μηνός ), «δωδεκάτη  μεσούντος» (= 12η   τού μηνός ), «23η   φθίνοντος» (= 23η   τού μηνός). Κάποιες φορές, οι μέρες του 3ου δεκαημέρου εκφωνούνταν οπισθοβατικώς (ανάποδα): «δεκάτη  απιόντος» (=10η  από τού τέλους τού  μηνός, δηλαδή  20ή  τού μηνός ).
Η ημέρα, δηλαδή το ημερονύκτιο, αρχίζει και τελειώνει με την δύση τού Ηλίου.
Το επίσημο  πολιτικό  και θρησκευτικό  Αττικό Ημερολόγιο  είχε τους παρακάτω 12 μήνες ( για σωστή   ανάγνωση   όλοι   οι   μήνες   τονίζονται   στην λήγουσα   και   είναι αρσενικού γένους).
1ος : ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ  (διάστημα  περίπου 16 Ιουλίου - 15 Αυγούστου, ημέρες 30)
Ο 1ος   μήνας τού πολιτικού και θρησκευτικού έτους στην Αττική.  Η ονομασία του μήνα  αυτού προέρχεται  από την Εκατόμβη, η οποία σημαίνει  την  θυσία 100 βοδιών  ή κάθε δημόσια θυσία ισάξια μ’ αυτήν.
Στην Ακρόπολη, μπροστά στον  παλαιό ναό της Αθηνάς (προστάτιδας της Πόλης), κατά την γιορτή των   Παναθηναίων, θυσίαζαν   όσες αγελάδες χρειάζονταν για να  σιτισθούν όλοι  οι κάτοικοι της Πόλης. Τα Παναθήναια ήταν  μια μεγάλη γιορτή, που πραγματοποιούνταν  προς τιμήν της Θεάς Αθηνάς, στο τέλος του μήνα  και κάθε 4  έτη. Παλιότερα, ο μήνας αυτός ονομάζονταν  Κρονίων, από το όνομα τού θεού Κρόνου. Τότε, εόρταζαν τα Κρόνια, γιορτή προς τιμήν τού   Κρόνου, Πατέρα των θεών. Η γιορτή αυτή  εύρισκε μαζί κυρίους και δούλους  σε ένα  ξεφάντωμα χαράς και συμποσίων. Άλλη γιορτή  κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα ήταν τα Συνοίκια , στις «16  μεσούντος μηνός».
2ος : ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ  (διάστημα  περίπου  16 Αυγούστου-15 Σεπτεμβρίο, ημέρες 29)
Κατά  τον  Πλούταρχο,  ο  μήνας  αυτός  ονομάσθηκε  έτσι,  επειδή  κατά  το  διάστημα  αυτό    οι άνθρωποι μετοικούσαν, άλλαζαν δηλαδή κατοικία, άρα και γείτονες.   Κατ’ αυτόν τον μήνα πραγματοποιούνταν μια μικρή σχετικά  γιορτή, τα  Μεταγείτνια, με  γυμνικούς αθλητικούς αγώνες. Ο μήνας αυτός σήμαινε και το τέλος  τού  υποχρεωτικού στρατιωτικού έτους .
3ος: ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (διάστημα περίπου:16  Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου, ημέρες 30)
Η λέξη   βοηδρόμος σημαίνει τον σπεύδοντα προς βοήθεια  (βοή + δρόμος ).  Στις 6 και 7 του μήνα («6 και 7  αρχομένου») τελούνταν τα Βοηδρόμια, γιορτή  σε ανάμνηση της βοήθειας τού θεού Απόλλωνα προς  τον Θησέα, στον πόλεμο που έκαμε κατά των Αμαζόνων.  Μετά από λίγες ημέρες τελούνταν τα   πολύ γνωστά   Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια   (15-23 τού μηνός), προς τιμήν της Δήμητρας , θεάς της Γεωργίας.
4ος:   ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ  (διάστημα περίπου : 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου , ημέρες 29)
Ο τέταρτος μήνας  τού Αττικού Ημερολογίου. Η λέξη Πυανεψιών είναι σύνθετη  (πύανος = κουκί, έψω=βράζω), προήλθε δε  από ένα  έδεσμα ( φαγητό), που συνηθιζότανε κατά την περίοδο αυτή και  αποτελούνταν  από    βρασμένους  κυάμους  (κουκιά)  ή,  σύμφωνα  με  άλλην  εκδοχή,  από αποφλοιωμένο  κριθάρι και όσπρια.
Ο μήνας  Πυανεψιών   είχε τις περισσότερες γιορτές:
α) Τα Πυανέψια , στις  7 τού μήνα, προς τιμήν τού Απόλλωνα, για την προστασία των σπαρτών. Στην γιορτή  αυτήν πραγματοποιούνταν αρκετές τελετές  με αρχαία προέλευση:  πρόσφεραν στον θεό  ένα πιάτο με κουκιά (πυάνους) και πολλά άλλα χόρτα, αναμεμιγμένα με αλεύρι και στάρι.
β) Τα  Οσχοφόρια (Όσχος =  νέον κλήμα αμπέλου ), γιορτή προς τιμήν τού Θεού  Διονύσου.  Έφηβοι    σε    χορό,  που  οδηγούσαν  δύο  από αυτούς, αμφιθαλείς (που είχαν, δηλαδή, στην ζωή και τους δύο γονείς τους),   έφερναν κλαδιά από αμπέλι, φορτωμένα με σταφύλια. Ακολουθούσαν  χοροί και αγώνες δρόμου μεταξύ των εφήβων.
γ)  Τα  Θεσμοφόρια, (στις 11, 12, και 13  του μήνα), γιορτή προς τιμήν της  Δήμητρας, θεάς της Γεωργίας, που φροντίζει για την γονιμότητα  των σπαρτών και των γυναικών. Η λέξη Θεσμοφόρος  ( θεσμός +φέρω)   σημαίνει αυτόν, που φέρει (ορίζει) θεσμούς και νομοθεσίες. Τα Θεσμοφόρια   ήταν   γιορτή   μόνον των παντρεμένων γυναικών (απαγορεύονταν η συμμετοχή στους άνδρες, στις ανύπανδρες   γυναίκες   και στις εταίρες). Οι γυναίκες  ετοιμάζονταν για την συμμετοχή τους στην γιορτή , απέχοντας  για μερικές ημέρες από κάθε σεξουαλική σχέση.   Κατά τις μέρες της γιορτής γυναικοκρατούνταν  η δραστηριότητα και λειτουργία της Αττικής Κοινωνίας. Εμπνευσμένη από την γιορτή αυτή είναι η γνωστή Κωμωδία  τού Αριστοφάνη  «Θεσμοφοριάζουσες», όπου με σκωπτικό τρόπο  εξιστορούνταν τα δρώμενα στη Αρχαία Αθήνα.
δ)  Τα  Απατούρια ( πιθανώς εκ τού : απάτωρ = ορφανός), πολιτική γιορτή  των  φατριών (οικογενειακών δένδρων), διαρκείας τριών ημερών, κατά την οποία οι Αθηναίοι πολίτες,  έκαναν θυσίες  και  συμπόσια κατά τις δύο πρώτες μέρες, ενώ κατά την τρίτη και τελευταία μέρα (που λέγονταν  Κουρεώτις) οι  αρχηγοί των οικογενειών  παρουσίαζαν στα υπόλοιπα μέλη της φατρίας τα νόμιμα παιδιά  τους, που γεννήθηκαν  στο έτος αυτό, για να τα  γράψουν  εν  συνεχεία  στους καταλόγους  των πολιτών.
ε)   Τα  Χαλκεία , γιορτή προς τιμήν της Αθηνάς (Εργάνης), προστάτιδας των τεχνιτών, και τού θεού Ήφαιστου, προστάτη των σιδηρουργών. Η  γιορτή γίνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα (29η). 
5ος : ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Νοεμβρίου-15 Δεκεμβρίου, ημέρες 30)
Την περίοδο αυτή γιορτάζονταν  ο « Ζεύς  Μαιμάκτης».  Η λέξη Μαιμάκτης  προέρχεται ίσως από το ρήμα «μαιμάσσω » , που σημαίνει: επιθυμώ πολύ (με πάθος) κάτι ή κάποιον, δηλαδή ποθώ.
6ος: ΠΟΣΕΙΔΑΙΩΝ  (διάστημα περίπου: 16 Δεκεμβρίου -15 Ιανουαρίου, ημέρες 29)
Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφιλεγόμενη. Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  όνομα τού Θεού Ποσειδώνα, ενώ κατ’ άλλους έχει την ίδια ρίζα με το επίθετο πόσιμος (δηλαδή, αυτό που μπορεί να πιεί κάποιος, δηλαδή τον οίνο).
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν  οι εξής  γιορτές :
α) Τα  Αλώα (: η  άλως= το αλώνι  ή το καλλιεργημένο  χωράφι ).  Γιορτή  προς τιμήν της Δήμητρας, για να προστατεύσει την βλάστηση (όπως τα  Θεσμοφόρια, για την προστασία της σποράς). Προσφέρονταν θυσίες  στην θεά  Δήμητρα  και στην κόρη της,  Περσεφόνη.  Δεν επιτρέπονταν, οι  άνδρες να  λάβουν μέρος  στα  Αλώα (εκτός  από μερικούς άρχοντες, που επέβλεπαν τις τελετές). Ελεύθερη ήταν όμως η συμμετοχή   για τις εταίρες (η συμμετοχή των οποίων απαγορεύονταν στα  Θεσμοφόρια).
β) Τα  κατ’  αγρούς  Διονύσια (ή   Μικρά  Διονύσια), σε διάκριση  από τα  κατ’ Άστυ  (ή εν Άστει ) Διονύσια, γιορτή προς τιμήν του Θεού  Διονύσου. Μια αγροτική πομπή  μετέφερε ένα κάνιστρο (κανηφόροι)   και πίσω της ακολουθούσε μια άλλη πομπή   μεταφέροντας ένα φαλλό (φαλλοφόρια). Ακολουθούσαν  λαϊκές  διασκεδάσεις, χοροί, τραγούδια,  πειράγματα κλπ.   
Από την αρχή τού 5ου αι. οι πλούσιοι  Δήμοι, παράλληλα με αυτές τις εκδηλώσεις, διοργάνωναν  και δραματικές παραστάσεις.
7ος: ΓΑΜΗΛΙΩΝ  (διάστημα περίπου:  16 Ιανουαρίου–15 Φεβρουαρίου, ημέρες 30)
Ο μήνας, κατά τον οποίον τελούνταν συνήθως οι γάμοι. Κατ’ αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές:
α) Τα Γαμήλια   (ή Θεογάμια), γιορτή αφιερωμένη στις θεότητες, που προστάτευαν τον γάμο: Δία, Ήρα, Αφροδίτη, Αρτέμιδα, Πειθώ .
β) Τα Λήναια, γιορτή της οποίας το όνομα οφείλονταν σε τοπωνύμιο περιοχής της Αθήνας, με το όνομα «Λήναιον», και αφιερωμένη  στον Βάκχο ( Διόνυσο ).  Κατά την γιορτή αυτή  τελούνταν μια οργιαστική εκδήλωση   των Ληνών (Ληναί  =  άλλο όνομα των Μαινάδων, γυναικών, που τις καταλαμβάνει βακχική «μανία»).  Αυτές  οι  γυναίκες  χόρευαν,  αναμαλλιασμένες  και σε έκδηλη  έκσταση, διάφορους  χορούς στην ιερή θέση Λήναιον.
Ακόμα πραγματοποιούνταν  δραματικές και λυρικές θεατρικές παραστάσεις, μια και ο Βάκχος ήτο ο Θεός τού Διθυράμβου. Στα Λήναια  είχε  παρουσιάσει  ο Αριστοφάνης τα γνωστά έργα του: Αχαρνείς , Ιππείς , Σφήκες .
8ος: ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Φεβρουαρίου–15 Μαρτίου,  ημέρες 29 )
Η ετυμολογία της λέξης Ανθεστηριών είναι αμφιλεγόμενη . Μία ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται  από το  ρήμα «ανθεστιώ», που σημαίνει «ανταποδίδω φιλοξενία»… Κατά τον Παναγή Λεκατσά το όνομα βγαίνει από το «ανθέω», (όπως φαίνεται από το παράλληλο «ανθεστηριάδες», αυτές που είναι ώριμες να παντρευτούν)… Για τον Νίλσσον Ανθεστήρια είναι η «γιορτή των λουλουδιών»…
 Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν οι εξής γιορτές :
α)  Τα  Ανθεστήρια, τριήμερη γιορτή (11, 12, και 13 του μήνα) προς τιμήν τού Βάκχου. Την πρώτη μέρα, που λέγονταν Πιθοιγία, άνοιγαν τους πίθους, όπου φύλαγαν τον οίνο. Την δεύτερη μέρα που λέγονταν Χόες γίνονταν διαγωνισμοί  ανάμεσα σε πότες οίνου. Η τρίτη μέρα της γιορτής, που είχε την ονομασία Χύτροι, ήταν αφιερωμένη  στους νεκρούς και  στους ετοιμοθάνατους.  Πίστευαν ότι, με το τέλος των Ανθεστηρίων, έφευγαν μαζί και τα κακά πνεύματα, και γι’ αυτό φώναζαν: «θύραζε Κήρες, ουκ έτ’ Ανθεστήρια » (= έξω από την θύρα φύγετε, Κήρες – Δυνάμεις του θανάτου -. τα Ανθεστήρια – δηλαδή η φιλοξενία-τελείωσαν !).
β) Τα  Χλοία, γιορτή της  Δήμητρας.
γ) Τα Διάσια, προς τιμήν τού Διός.
9ος:  ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαρτίου–15Απριλίου, ημέρες 30)
Ετυμολογικά  η ονομασία Ελαφηβολιών  προέρχεται από το ουσιαστικό Ελαφηβόλια (έλαφος+βάλλω), γιορτή προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας (προστάτιδας τού κυνηγίου ).
Τα Μεγάλα  Διονύσια (ή αλλιώς : τα εν  Άστει  ή κατ΄ Άστυ Διονύσια,  προς διάκριση από τα « κατ΄αγρούς Διονύσια ») ήταν η μεγαλύτερη γιορτή της αρχαιότητας (και θα την αναλύσουμε αλλού).
Τα  Ελαφηβόλια, άλλη ονομασία για τα Μεγάλα  Διονύσια ήταν η δεύτερη θεατρική περίοδος, μετά τα Λήναια, και προσήλκυαν πολλούς ξένους. Διαρκούσαν πέντε μέρες, στην διάρκεια των οποίων  παρουσιάζονταν στην Αθήνα διάφορα θεατρικά έργα σε διαγωνισμό. Στις 9 του μήνα παρουσίαζαν τους Διθυράμβους, στις 10 του μήνα τις Κωμωδίες, και, από τις 11 μέχρι τις  13 τού μήνα, τις Τριλογίες (Τραγωδίες).
Μόνο κατά τον μήνα αυτόν  επέτρεπε η θεά Άρτεμις  το κυνήγι του ελαφιού .
10ος: ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Απριλίου–15 Μαΐου, ημέρες 29)
Η ονομασία Μουνυχιών προέρχεται από την Μουνυχία, το όνομα δηλαδή τού λιμανιού μεταξύ του Πειραιά και  του Φαλήρου  (ο κόλπος της Μουνυχίας, το λιμάνι της Μουνυχίας, το επιλεγόμενο  επί Τουρκοκρατίας και «Τουρκολίμανο» ).
Κατά τον μήνα αυτόν τελούνταν γιορτή προς τιμήν της  θεάς Αρτέμιδας, ναός της οποίας  υπήρχε στην Μουνυχία, όπου και λατρευόταν.
11ος: ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (διάστημα περίπου: 16 Μαΐου–15 Ιουνίου, ημέρες 30 )
Κατά τον μήνα αυτόν πραγματοποιούνταν ο θερισμός.
Στις αρχές του μήνα γίνονταν εκδηλώσεις- γιορτές, τα Θαργήλια, προς τιμήν τού Απόλλωνα. Την πρώτη μέρα των γιορτών (6η αρχομένου μηνός ) η πόλη καθαριζόταν με την τελετή Φαρμακοί. Κατ’ αυτήν δύο άνθρωποι, διέσχιζαν τρέχοντας τους δρόμους της πόλης, ενώ οι περαστικοί  τούς κυνηγούσαν και τούς κτυπούσαν με σκιλλοκρέμμυδα (σκίλλα)  και με κλαδιά συκιάς για να τους διώξουν από την πόλη, δείγμα της επιθυμίας τους να απομακρύνουν μαζί με αυτούς τα μιάσματα  που είχαν εισχωρήσει στην πόλη. Την δεύτερη μέρα των γιορτών (στις 7 τού μηνός)  πρόσφεραν στον Απόλλωνα τον  «Θάργηλον άρτον»,  δηλαδή  άρτο από    τα  πρώτα στάχυα, που έκοβαν πριν από τον θερισμό, ο οποίος θα ακολουθούσε σε λίγες μέρες.
Στις 25  του μήνα γιόρταζαν τα  Ιερά πλυντήρια, τελετή κατά την οποίαν μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα (ξόανον) της Αθηνάς μαζί με το πέπλο  του χρυσελεφάντινου αγάλματος  στο Φάληρο, τα έριχναν στην θάλασσα  για να πλυθούν και να καθαρθούν, πρόσφεραν δε στην θεά γλυκά από σύκα.
Οι γιορτές, δηλαδή, κατά τον μήνα Θαργηλιώνα, αποσκοπούσαν στον     εν γένει εξαγνισμό της πόλης, προ της συγκομιδής των καρπών.
12ος : ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (διάστημα περίπου:  16 Ιουνίου–15 Ιουλίου, ημέρες 29)
Οι κύριες γιορτές κατά τον μήνα αυτόν ήταν :
α)  Τα Σκιροφόρια:  γιορτή προς τιμήν  της Αθηνάς. Το λευκό υφαντό πέπλο της θεάς Αθηνάς  το ονόμαζαν σκίρον. Το σκίρον, το οποίο είχαν πλύνει κατά τον προηγούμενο μήνα, το  μετέφεραν τεντωμένο πάνω  από το κεφάλι τους  οι Ιέρειες της Αθηνάς (Αρρηφόροι ) και το  πήγαιναν στην περιοχή  «Σκίρον» (Κακιά σκάλα, Σκιρωνίδες πέτρες),  από όπου εν συνεχεία  το  επέστρεφαν στην Ακρόπολη .
β) Τα Διπόλια ή Διπόλεια (=Διΐ + πόλις), γιορτή προς τιμήν τού Διός  με ιππικές επιδείξεις.
γ) Τα Βουφόνια,  η τελευταία γιορτή τού  έτους, αφιερωμένη στον Δία, Πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Κατά την γιορτή αυτήν θυσίαζαν  βόδια στον Δία (Βουφόνος = βούς + φόνος).
Η χρονολόγηση τών ιστορικών γεγονότων στην Αρχαία Ελλάδα:
Η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων, αρχικά, δεν ήταν ενιαία στην Αρχαία Ελλάδα. Κάθε Πόλις-Κράτος είχε τον δικό της τρόπο να τοποθετεί χρονικά ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Για τον σκοπό αυτόν, πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί και σημαντικά αστρονομικά γεγονότα, όπως οι εκλείψεις τού Ηλίου.
Στην Αρχαία Αθήνα, αρχικά, χρονολογούσαν με ενιαίο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα με βάση τον  Κατάλογο  των  Επωνύμων  Αρχόντων.  Έτσι,  για  παράδειγμα,  αναφέρεται,  ότι  ο Πεισίστρατος έγινε Τύραννος των Αθηνών επί Άρχοντος Κωμέου. Αυτή η αναφορά, με την βοήθεια και άλλων πληροφοριών, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός έλαβε χώρα στην Αθήνα το έτος 560 π.Χ., κατά την χριστιανική χρονολόγηση.
Αργότερα, ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, το   οποίο, εκ των πραγμάτων, αποδέχθηκαν όλοι οι Έλληνες στην Αρχαία Ελλάδα ως χρονικό σημείο αναφοράς  για την χρονολόγηση των  ιστορικών γεγονότων, ήταν  η πρώτη  γραπτή  χρονική αναφορά για την πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία με την ευθύνη τού Κράτους της Ήλιδος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που τελούνταν στην Ολυμπία προς τιμήν τού Διός, πατέρα των θεών, άρχισαν, σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, πολύ πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ., και ιδρυτής τους στην  Μυθολογία  αναφέρεται  ο  Ηρακλής.  Αλλά  η  πρώτη  γραπτή  καταχώριση    Ολυμπιακών Αγώνων έγινε  για τους Αγώνες τού έτους 776 π.Χ. Η καταγραφή έγινε τον 5ο  αιώνα π.Χ., από τον Σοφιστή, Ιππία τον Ηλείο, ο οποίος πρώτος συνέταξε κατάλογο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκεί καταγράφεται ως πρώτος Ολυμπιονίκης ο Ηλείος δρομέας Κόροιβος.
Οι  Ολυμπιακοί  Αγώνες, πραγματοποιούνταν  κάθε  4  έτη, και για την ακρίβεια κάθε 49 ή 50 μήνες εναλλάξ, δεδομένου ότι, όπως είπαμε  παραπάνω, μία πλήρης  οκτωχρονιά ( εννεαετηρίς ) είχε  99 μήνες ( 8Χ12 =96  μήνες και 3 εμβόλιμους  μήνες =99 μήνες =49+50).
Ο μήνας  τού Κράτους τής Ήλιδος, κατά τον οποίον  ετελούντο  οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν  την μία  φορά ο μήνας Μεταγειτνιών  (Απολλώνιος) , και την επόμενη φορά ο  μήνας Βοηδρομιών (Παρθένιος). Με άλλα λόγια, οι Αγώνες  τελούνταν το Καλοκαίρι  προς το Φθινόπωρο (Αύγουστος–Σεπτέμβριος).


Οι Γιορτές

Το Άχρονο, η Αιωνιότητα, είναι ο Χώρος μέσα στον Οποίο συμβαίνουν όλα, συμβαίνουν τα θεϊκά γεγονότα, η «δημιουργία», ο κοσμικός κύκλος, η ετήσια ανανέωση της φύσης, ή άλλα σημαντικά (για τους ανθρώπους) γεγονότα…
Γιορτές για την «γέννηση» του Δημιουργού Θεού (του Ζαγρέα), για την «δημιουργία» (που εντάσσονται στον κύκλο των «Διονυσιακών γιορτών»), για το πέρασμα της ψυχής από τον φωτεινό κόσμο του υπερπέραν στον υλικό κόσμο…  κι ακόμα γιορτές που αναφέρονται σε γεγονότα που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινότητας, του ανθρώπου, του καθενός… καθιερώθηκαν από πολύ νωρίς και υιοθετήθηκαν στα χρόνια της Δημοκρατίας…
Τέτοιες γιορτές είτε τελούνταν από λίγους, σχεδόν μυστικά (στα πλαίσια της λειτουργίας ονομαστών θρησκευτικών κέντρων, όπως οι Δελφοί…), είτε τελούνταν από την κοινότητα, (όπως τα Μικρά Διονύσια), ή ακόμα με την εποπτεία του δήμου, ή της Πόλης, (όπως τα Λήναια, τα Ανθεστήρια, τα Μεγάλα Διονύσια…)…
Γιορτές γίνονταν όχι μόνο προς τιμήν του Διονύσου, αλλά και άλλων θεϊκών δυνάμεων…


Η Θυσία του Θεού κι οι θυσίες των ανθρώπων

(Προκοσμική Θυσία, Κοσμική ή Γονιμοποιός Θυσία, Τελετουργική ωμοφαγία, Μετάληψη οίνου)

Η «Θυσία», στην πανάρχαια θρησκευτική σημασία της, είναι γενικά η «στέρηση του δικού μας» χάριν του «άλλου», η «προσφορά» υπέρ του άλλου.
Η Πρωταρχική Θυσία (το «Αρχέτυπο» της Θυσίας) είναι η Θυσία του Θεού, που έφερε σε ύπαρξη την δημιουργία και τα όντα. Από την Ουσία του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο… Ενώ όμως η Ουσία του Θεού προσφέρεται «Θυσία» για να δημιουργηθεί ο κόσμος, την ίδια στιγμή Αυτή η Ουσία (εξαιτίας της «Φύσης» της) Διατηρείται και Αποκαθίσταται χωρίς δηλαδή να Αλλοιώνεται, Προσφέρεται χωρίς να «Μειώνεται» ή να «Εξαντλείται». Είναι το «Είναι» που δημιουργεί τα πάντα, που παραμένει «Ακέραιο Είναι», Διακρίνεται από όλα, αλλά τα αγκαλιάζει και τα στηρίζει (τους δίνει ουσία), από Αυτό πηγάζουν και σε Αυτό στηρίζονται όλα τα «επιμέρους είναι»…
Έτσι στο «Μύθο» του Ζαγρέα μολονότι ο Ζαγρέας «διασπαράσσεται» από τους Τιτάνες (τις δυνάμεις της πολλαπλότητας) ταυτόχρονα η «καρδιά» του (δηλαδή η «Ουσία» του η «ύπαρξή» του) «διασώζεται», κι ο Ζαγρέας «Ξαναγεννιέται»… Καταλαβαίνουμε ποιο είναι το νόημα του «Μύθου»…
Με αυτή την Πρωταρχική Θυσία «συνδέεται» συμβολικά, σε άλλο κοσμικό επίπεδο (αυτό του ξεδιπλώματος της δημιουργίας), η Κοσμική (στην Αρχή της δημιουργίας) κι Ετήσια Θυσία του Διονύσου, σαν Πνεύματος της Φύσης, Γεννουσιουργού, και Γονιμοποιού Θεϊκής Δύναμης, (της «γέννησης», της «βλάστησης», της «ζωής», κλπ…)… Το κατ’ εξοχήν σύμβολο (ζώο) του Διονύσου είναι ο «ταύρος» (εξ’ αιτίας της γονιμοποιού δύναμής του), αλλά και η νεβρίδα (μικρό ελάφι), και (στην βλαστική όψη του) ο κισσός και η άγρια άμπελος, και ο οίνος (αίμα της αμπέλου)… Ο Διόνυσος Θυσιάζεται σε Κοσμική και Ετήσια βάση για να «Ζωογονήσει» την «φύση»… Η «θυσία του ταύρου» (ή άλλου ζώου), κι η «φυτική» θυσία του κισσού σχετίζεται άμεσα με την κοσμογονική (κι ετήσια) θυσία..
Οι τελετές της «ωμοφαγίας» από τις μαινάδες στον Παρνασσό, κι αλλού, σαν «μιμήσεις» της ετήσιας θυσίας, εντάσσονται στον λατρευτικό κύκλο (σε ένα κατώτερο επίπεδο)… το ίδιο και οι τελετές των γυναικών στα Λήναια, (στην Αθήνα κι αλλού)…
Με την ίδια κοσμική (κι ετήσια) θυσία σχετίζονται ακόμα (σε ένα εξωτερικό επίπεδο) κι οι «γιορτές του κρασιού» (η μετάληψη του οίνου, στις διάφορες γιορτές, στα Ανθεστήρια, αλλά και σε άλλες γιορτές…
Όλες αυτές οι Θυσίες (που ανάγονται στην Αρχέτυπη Θυσία), είναι του Θεού, αναφέρονται στο Θεό, στην Θυσία του Θεού… κι είναι ιδιαίτερα ιερές… Τα αρχαιοελληνικά «όργια» είναι τα ιερά έργα, οι ιερουργίες… Χάρις στους χριστιανούς και στη κατασυκοφάντηση της αρχαίας θρησκείας, η λέξη «όργια» πήρε μία αντίθετη αρνητική σημασία.. Τα «αρχαίο όργια» όμως, όλοι το γνωρίζουν, (κι ας συνεχίζουν κάποιοι να ψεύδονται συνειδητά, ακόμα και σήμερα) ήταν «ιερές πράξεις»…
Εκτός όμως από αυτά τα είδη της «θυσίας» (του Θεού) υπήρχαν και θυσίες που προσφέρονταν από την μεριά των ανθρώπων..
Η πιο ιερή θυσία του ανθρώπου είναι η «προσευχή»… Τι είναι στην ουσία της η «προσευχή»; Είναι η θυσία του «οικείου χώρου» (του κόσμου), η «αποξένωση» του ανθρώπου από τον κόσμο, και η ανύψωσή του νοερά στον ιερό χώρο του Θεού (στον Υπέρκοσμο, πέραν του κόσμου). Αυτό σημαίνει απόσυρση της προσοχής από το εξωτερικό περιβάλλον, ησυχία των αισθήσεων, εσωτερική συγκέντρωση στο Θεό (με απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο), νοερή ανύψωση στο άλλο (ανώτερο) υπαρξιακό επίπεδο (του Θεού)… Βέβαια δεν κατανοούν όλοι οι άνθρωποι την «προσευχή» με αυτόν τον τρόπο και δεν την εφαρμόζουν έτσι… αλλά αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο, και το νόημα, και η σημασία, της «προσευχής»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι «προσευχή της κοινότητας» και τότε «αναδύεται» σε «Ύμνο» (ο Διθύραμβος προς τιμήν του Διονύσου, ο Παιάνας προς τιμήν του Απόλλωνα, η απλά ο «Ύμνος» προς τιμήν του θεού)… και κατ’ επέκταση το «ιερό δράμα», «μίμηση ιερών γεγονότων» (και όχι μόνο)… κι από εδω γεννιέται το «θέατρο»…
Η «προσευχή» μπορεί να είναι ατομική και τότε καθίσταται «περισυλλογή», εσωτερική συγκέντρωση, εσωτερική προσοχή, και εσωτερική μεταμόρφωση (διεύρυνση της συνείδησης κι άνοδος σε ανώτερα υπαρξιακά επίπεδα)…
Εκτός όμως από την «προσευχή» (την πνευματική θυσία) γίνονταν κι άλλες προσφορές (συμβολικές, μαγικοθρησκευτικές, ή από ευγνωμοσύνη) στον Θεό και στις θεϊκές δυνάμεις (Θείες Όψεις, Θεότητες…), προσφορές καρπών, αντικειμένων, κλπ… τέτοιες προσφορές γίνονταν σε όλες τις Θείες Όψεις, θεότητες, και στον Διόνυσο, και στον Απόλλωνα, και στην Άρτεμι,  και στην Δήμητρα, και  σε άλλους…
Από την Αρχαιοελληνική Θυσία, που λειτουργεί σε πολλά υπαρξιακά επίπεδα (την Προκοσμική Θυσία, την Γενεσιουργό Θυσία, τις τελετές ωμοφαγίας, την μετάληψη του οίνου…), οι χριστιανοί πήραν («έκλεψαν», «μιμήθηκαν»…) την δική τους «Θυσία» στο μυστήριο της «θείας κοινωνίας», την «θεία μετάληψη, την μετάληψη του «σώματος και του αίματος» του Χριστού… Η διαφορά είναι ότι, ενώ στα Αρχαία Μυστήρια (Θυσίες, μυήσεις, τελετές, γιορτές, κλπ…) ο άνθρωπος οδηγείται στον Θεό (στην Ομοίωση με τον Θεό) με εσωτερική μεταμόρφωση (που αποτυπώνουν και περιγράφουν οι διάφορες Μυητικές Βαθμίδες των Μυστηρίων), οι χριστιανοί, (στο μεγαλύτερο μέρος τους), πιστεύουν, ακόμα και σήμερα, ότι μπορούν (χωρίς εσωτερική πνευματική προσπάθεια αλλά) μόνο με μία εξωτερική τελετή και πράξη, την μετάληψη του καθαγιασμένου άρτου και οίνου, (εντελώς μαγικά), να σωθούν… Τέτοια τυφλότητα (παραγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας), τέτοια υποκρισία (να θέλουν να σωθούν χωρίς εσωτερική αλλαγή), και τέτοια ανοησία (να πιστεύουν πως μαγικά, με εξωτερικές πράξεις, μπορούν να σωθούν), δεν είναι κατανοητή. Πρέπει να είναι κάποιος ηλίθιος για να πιστεύει τέτοια πράγματα…
Από την Αρχαία Προσευχή (αλλά και τις εβραϊκές καταβολές τους), οι χριστιανοί πήραν την δημόσια προσευχή… Η ατομική προσευχή (όπως ασκήθηκε από τους μυστικούς πατέρες, τους νηπτικούς, η «νοερά προσευχή» προέρχεται από την «ελληνική παράδοση», της «περισυλλογής»…)…


Η αμφισημία της Φύσης

Ενώ σύμφωνα με την Βασική Διδασκαλία του Ορφισμού, και των Αρχαίων Ελλήνων (φιλοσόφων, και μη) η Φύση είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, και τα περιλαμβάνει όλα… κι είναι κι η δική μας «φύση»… ταυτόχρονα αυτή η Αληθινή Φύση υποκρύπτεται κάτω από το ανθρώπινο «προσωπείο»…
Ενώ η Αληθινή Φύση είναι η Ουσία της Ύπαρξής μας, ταυτόχρονα είναι δύσκολο να αποκαλυφτεί…
Ενώ η Φύση μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ταυτόχρονα το αγνοούμε, και νομίζουμε άλλα πράγματα…
Αυτό δεν οφείλεται στην Ίδια την Φύση, ή σε κάποια εγγενή ατέλεια… οφείλεται στην δική μας επιλογή, να τραβήξουμε τον δρόμο της ατομικής ύπαρξης, της προσωπικής δραστηριότητας…
Αν ο Βάκχος δίνει την μανία της ατομικής βούλησης και της προσωπικής επιλογής, παραχωρώντας έτσι, στον Χώρο της Δυνατότητας, την δυνατότητα οποιασδήποτε επιλογής, ταυτόχρονα είναι ο Ίδιος (Θεός) που μπορεί να μας οδηγήσει πέρα από το «προσωπείο» στο Αληθινό Πρόσωπο του Θεού μέσα μας, στην Ενότητα του Όντος, στην Θεότητα…


Ο Θεός κι η πολλαπλότητα

Κατά το Πρότυπο της Προκοσμικής Θυσίας (Διασπαραγμός) του Ζαγρέα, που θα γεννήσει την δημιουργία, είναι η Κοσμική Θυσία του Διονύσου (σαν Πνεύματος της Φύσης), με την μορφή του ταύρου (αν και όχι πάντα), που αποτυπώνεται και στον τελετουργικό διασπαραγμό του Θεού στην «θιασιακή λατρεία»… Είναι ο «Ένας Θεός που γίνεται πολλά»… κι είναι αυτά τα «πολλά» που υπάρχουν και λειτουργούν μέσα στην Θεία Ενότητα…
Γράφει ο Παναγής Λεκατσάς (στον «Διόνυσό» του, παράγραφος 61): «Ατόφιος (ο Διόνυσος) στην ενότητά του θεός, διαφορίζεται αέναα στην πολλαπλότητα, αναγυρίζοντάς τη στην ενότητα πάλι»… κι ακόμα «Η ανθρωπομορφική παράστασή του που συμπιάνει σ’ ένα σχήμα την πολυμορφία του, είναι ένα άδειο προσωπείο: Η παρουσία του θεού στην απουσία του, κι η απουσία του στην παρουσία»…
Το κατ’ εξοχήν σύμβολο του Διονύσου, στο ανθρώπινο επίπεδο, είναι το «προσωπείο», ένα «άδειο προσωπείο»… Πίσω από το «προσωπείο» Είναι ο Θεός Παρών, αλλά αυτό που «βλέπουμε» είναι ένα άδειο προσωπείο, η απουσία… Κι από την άλλη μεριά, όταν κοιτάμε το παρόν προσωπείο, σ’ αυτό το προσωπείο ο Θεός απουσιάζει (αφού ο χαρακτήρας κι οι ιδιότητες του προσωπείου δεν έχουν τίποτα θεϊκό…)… Ο Θεός είναι πίσω από το προσωπείο..
Το «Άδειο Προσωπείο του Θεού» είναι το «σύμβολο του όντος», το «σύμβολο του ανθρώπου»… μπορεί να το «φορέσει» (μέσα στην λατρεία, στην τελετή, κι αυτό σημαίνει ότι είναι ιερή πράξη…) ο κάθε άνθρωπος, ταυτιζόμενος έτσι με τον Θεό… ενώ εξωτερικά το προσωπείο μπορεί να πάρει όποια μορφή «θέλουμε»… είναι η ψεύτικη προσωπικότητα του ανθρώπου, το εγώ, η σκέψη του, οι πράξεις του, η ζωή του…
Το «προσωπείο» λοιπόν, λειτουργεί και σε (πραγματικό) οντολογικό επίπεδο (είμαστε ο Θεός με προσωπείο, ένα προσωπείο στην ατομικότητά μας, σαν προσωπικότητες...), και σε συμβολικό επίπεδο (ο οντολογικός χαρακτήρας, το εγώ, η προσωπικότητα, είναι προσωπείο…), και σε πρακτικό (υλικό) επίπεδο, στην τελετουργία, στις γιορτές, στο θέατρο…
Το Θέατρο, προερχόμενο από την Διονυσιακή Λατρεία, είναι στην αρχαιότητα μία «ιερή πράξη»… γι’ αυτό «γίνεται χρήση» προσωπείου… Το Θέατρο παραμένει ιερό σε ολόκληρη την κλασσική αρχαιότητα.. παρ’ όλους τους «νεωτερισμούς» των τραγικών (Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη…)  και τις «ακροβασίες» του Αριστοφάνη…


Το «προσωπείο»

Το Προσωπείο (τα προσωπεία) είναι οι παροδικές μορφές του Θεού, (οι άνθρωποι, οι προσωπικότητες των ανθρώπων…)…
Την Ιερή Νύχτα (στις 22 Δεκεμβρίου, συμβολικά…), ή την καθιερωμένη γιορτή της «πρωτοχρονιάς», είτε κάποια σημαντική γιορτή, όπου όλα «καταλύονται» κι όλα «ξαναγεννιούνται» (συμβολικά), ο Θεός «παίρνει» ξανά μυριάδες προσωπεία… και ξαναγεννιέται ο κόσμος…
Ο «θίασος των μεταμφιεσμένων» (στις γιορτές) είναι ο Θεός με τα μυριάδες προσωπεία του, είμαστε εμείς (ταυτισμένοι με το Θεό) με προσωπεία (σύμβολα της ψεύτικης προσωπικότητας)… που ακολουθάμε το Θεό στην κοσμική πορεία του (στην μανία μέσα στους κόσμους και στην λύση της μανίας με την έξοδο από τους κόσμους…)… Αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα (οντολογικά), «επαναλαμβάνεται» (μίμησις) στις τελετές, στις γιορτές, στο θέατρο… ακριβώς για να «συνειδητοποιήσουμε» το «τι συμβαίνει»…


Οι «αρχαίοι θίασοι»

Σύμφωνα με την πατροπαράδοτη πίστη, από τον Γενεσιουργό Θεό (τον Διόνυσο), που «ανανεώνεται» κάθε χρόνο (ξαναγεννιέται) προέρχονται όλα τα όντα. Όλα τα όντα είναι μορφές του Θεού. Ενώ η Ουσία είναι η Ίδια, Μία, οι εξωτερικές μορφές είναι πολλές…
Όσοι ακολουθούν το Θεό, τον Διόνυσο, τον Βάκχο, (τον Λατρευτό), γίνονται όλοι ένθεοι, βάκχοι… Ενώ όμως εσωτερικά (βιωματικά) μεταμορφώνονται στο Θεό (γίνονται βάκχοι), εξωτερικά διαφέρουν ως προς την «ατομικότητα» (την προσωπικότητα)… Αυτοί που όντως ανέρχονται στις ανώτερες βαθμίδες μύησης, κατανοούν ότι η ατομικότητα είναι ψεύτικη, ένα προσωπείο… Όσοι ομοιώνονται με τον Θεό Βιώνουν την Ενότητα του Όντος, κι όχι το ψεύτικο προσωπείο… Στην Λατρεία (στα Μυστήρια, στις Τελετές, στις γιορτές) αυτοί που «βιώνουν» πραγματικά το Θεό (την Ενότητα του Όντος) χρησιμοποιούν ακριβώς το προσωπείο για να υποδηλώσουν ότι βιώνουν την Ενότητα πίσω από οποιαδήποτε ψεύτικη ατομικότητα… Το οντολογικό γεγονός μεταφέρεται στο συμβολικό επίπεδο της Λατρείας με την χρήση του προσωπείου (της μάσκας)…
Έτσι, το Προσωπείο συμβολίζει την ψεύτικη ατομικότητα (προσωπικότητα)… Όπως στην πραγματικότητα είμαστε ο Θεός με το προσωπείο της ατομικότητας, έτσι και στην Λατρεία (και στις γιορτές) «ταυτιζόμαστε» με τον Θεό και χρησιμοποιούμε το προσωπείο (τη μάσκα, την μεταμφίεση… Η «συμβολική» επανάληψη, μίμηση, ενός πραγματικού γεγονότος βοηθά την συνείδηση να κατανοήσει και να αφομοιώσει το ίδιο το πραγματικό γεγονός…
Όλοι οι οπαδοί του Θεού στον θίασο, στην πομπή, στην «τελετουργία, στον κώμο, ενώ «είναι» ο Θεός (Βάκχος) μετέχουν με τις ψεύτικες προσωπικότητες, τις μάσκες… Η συνειδητή λατρεία, κι η συνειδητή χρήση του προσωπείου, βοηθούσε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι η Ουσία τους είναι θεϊκή, διονυσιακή, (και στην πραγματικότητα, και στη λατρεία…)… αλλά η ατομικότητα τους (και στην πραγματικότητα και το λατρευτικό προσωπείο) είναι ψεύτικη, «τιτανική»…
Έτσι, όσοι συμμετείχαν σε αυτή την λατρεία, σε αυτές τις γιορτές ακολουθούσαν τον Θεό στην Πορεία του μέσα στον Χώρο της ζωής, του ά-λογου, στη παραφροσύνη (της ατομικότητας), στην μανία (της προσωπικής δράσης), της μέθης (των πράξεων), κλπ… 
Στην πραγματικότητα (όχι στις ιερουργίες αλλά) στις γιορτές, που ξεπερνιούνται τα «όρια», και γίνονται πράγματα που κανονικά δεν γίνονταν λόγω των κοινωνικών αναστολών (της «ευπρέπειας» και της «τάξης»)… «ξεγυμνωνόταν» η αληθινή παράλογη φύση του κοσμικού ανθρώπου… Η «μανία» δεν δίνονταν από τον Θεό… η «μανία» είναι εγγενής ιδιότητα της ατομικότητας και της ζωής στον κόσμο, στην κοινωνία… που είναι ένας χώρος ά-λογος, ένας χώρος παραφροσύνης, προσωπικής διεκδίκησης, διαμάχης, σύγκρουσης… Όσοι έρχονταν στον κόσμο της ατομικότητας, στην κοσμική ζωή, αναγκαστικά γίνονται και είναι ά-λογοι, μανιακοί… Γι’ αυτό κι αυτός ο κόσμος (της γης), από τους Ορφικούς θεωρούνταν σαν ο Αληθινός Άδης…
Οι Ορφικοί είχαν κάνει μία πλήρη αναστροφή στην «τάξη» των κόσμων… Ο κόσμος των «νεκρών» (αλλά πραγματικά ζωντανών) ήταν η Αληθινή (Υπερκόσμια) Γη (που σύμφωνα με τις αστρολογικές αντιλήψεις της εποχής, τοποθετούνταν, συμβολική ή πραγματικά, στην «σελήνη»…), κι ο κόσμος των ανθρώπων στη γη, ήταν ο Άδης, ο σκοτεινός κόσμος των νεκροζώντανων ανθρώπων… Ο παλιός («ομηρικός» κόσμος των σκιών, ο παλιός) Άδης, στην ορφική αντίληψη ήταν ο κόσμος των (αμύητων) σκιών (που περίμεναν για να «ενσωματωθούν» ξανά…)…
Αλλά ο «μανιοδότης» Θεός, ο Οδηγός μας στον χώρο του ά-λογου, ήταν ταυτόχρονα αυτός που μας οδηγεί, μέσω της (λατρευτικής) παραφροσύνης στην Αλήθεια, και στο Φως… γι’ αυτό κι ο Βάκχος ο «μανιοδότης» (ήταν ταυτόχρονα «μανιολύτης» Θεός και) ταυτιζόταν με τον Οδηγό των Μυστηρίων (της Ελευσίνας, και όχι μόνο), τον Ίακχο, τον «μανιολύτη» (μέσω των Μυστηρίων), που μας οδηγεί στην Αληθινή Γη, στην Αληθινή (Υπερκόσμια) Ζωή…
Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις διονυσιακές (τελετουργίες και) γιορτές ήταν (αν όχι πνευματικά, τουλάχιστον ψυχολογικά) λυτρωτικές, κι αποκαθιστούσαν την ισορροπία, απομάκρυναν τις εντάσεις που δημιουργούσε η κοινωνική ζωή…
Με άλλα λόγια, οι γιορτές λειτουργούσαν σε πολλά επίπεδα, κι ο καθένας, ανάλογα με το επίπεδο εξέλιξής του, λάβαινε το ανάλογο μήνυμα… μυστικό, μυστηριακό, ψυχολογικό, ψυχοσωματικό…


Το Θέατρο

Το γεγονός ότι το Αρχαίο Θέατρο γεννήθηκε μέσα από τις διονυσιακές γιορτές είναι ιστορικά αποδεδειγμένο…
Ο Διθύραμβος (η εξύμνηση του Θεού, ο ύμνος προς τιμήν του Θεού Διονύσου), το σατυρικό δράμα, η τραγωδία, η κωμωδία, μολονότι διαφοροποιούνταν ως προς τον σκοπό τους και το περιεχόμενό τους, προέρχονταν από την ίδια βασική δομή της μίμησης, της αναπαράστασης του Θεϊκού, κι ανθρώπινου δράματος…
Σε πολλά έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, αλλά και του Αριστοφάνη, «ήρωες» είναι ο Θεός (Διόνυσος κατ’ εξοχήν) αλλά κι άνθρωποι, που είναι «μορφές» του Θεού…
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη είναι το κατ’ εξοχήν έργο όπου μπλέκονται η Θεϊκή κι οι ανθρώπινες «μορφές»… Αλλά ακόμα και σε έργα όπου υπάρχουν μόνο άνθρωποι (ο Θεός είναι «Παρών» κι) ο σκοπός παραμένει ο ίδιος…
Η χρήση του προσωπείου έδειχνε στους θεατές πρώτα ότι ο άνθρωπος (σαν ατομικότητα) είναι «προσωπείο», κάτι ψεύτικο… και μετά, τον ατομικό ήρωα, την «προσωπικότητα»…
Η ίδια η ζωή είναι ένα θέατρο, κι όλοι είμαστε «ήρωες» στο θέατρο της ζωής…
Η συμμετοχή, με όποιο τρόπο (δημιουργός, ηθοποιός, θεατής…) σε μία θεατρική παράσταση, η μίμηση ανθρώπων και πράξεων (με την χρήση προσωπείων πάντα), έδειχνε ακριβώς στον θεατή (με τον ταυτισμό του θεατή με τους ήρωες), ότι όλοι ζούμε στο θέατρο (της ζωής) κι ότι όλοι μπορούμε να βρεθούμε στην μία ή στην άλλη κατάσταση (και πάντως οπωσδήποτε στην θέση του χορού που αντιπροσώπευε την κοινότητα)…
Το γεγονός ότι το θέατρο ήταν κάτω από την προστασία του Διονύσου, επέβαλε στους μεγάλους δραματουργούς να υιοθετήσουν και να τηρούν την Θεϊκή Τάξη, να υπηρετούν Αιώνιες Αξίες, όπως η Δικαιοσύνη, η Αλήθεια, κλπ…
Ο κόσμος του θεάτρου ήταν ένας ισορροπημένος, θεϊκός κόσμος, με αξίες, με προσανατολισμό, και με λύσεις… Η «λύση» δεν ήταν πάντα καλή (κατά τους ανθρώπους, το ανθρώπινο ατομικό συμφέρον), αλλά ήταν πάντα Δίκαιη και Αληθινή…
Βέβαια, το όλο πλαίσιο λειτουργίας του Θεάτρου στην Αρχαία Αθήνα, δεν απαγόρευε σε μεγαλοφυίες σαν τον Αριστοφάνη, να είναι ακόμα και «ασεβείς» (φαινομενικά), οξείς, ανατρεπτικοί… Όλα όμως εντάσσονται στην ζωή, ακόμα και η «ανατροπή»… όλα όμως λειτουργούν προς όφελος της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης… κι έτσι «λειτουργικά» (συμπερασματικά) η θεϊκή τάξη παραμένει ασάλευτη…
Το Θέατρο (στην Αρχαία Αθήνα) ήταν πρώτα παιδαγωγικό, δίδασκε, λύτρωνε… και μετά ήταν οτιδήποτε άλλο… Οι θεατρικές παραστάσεις που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια, και κρατούσαν κοντά μία εβδομάδα, ήταν μεγάλο γεγονός, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για όλη την Ελλάδα… Τα αριστουργήματα των Ελλήνων (τραγωδίες και κωμωδίες) διατηρούν ακέραιο το «λειτουργικό» περιεχόμενο και την βαθύτερη ανθρώπινη σημασία τους ακόμα και για τους σημερινούς ανθρώπους… και την ανθρωπότητα, που έχει πολλά να διδαχτεί από τους Μεγάλους Έλληνες… Δικαιοσύνη, Αλήθεια, Αιώνιες Αξίες, που δυστυχώς όλοι μας έχουμε λησμονήσει…


Θεός και Άδης

Ο Διόνυσος σαν Προκοσμικός, Υπερβατικός, Υπερφυσικός, Θεός (του Υπερπέραν) ταυτίζεται, όπως είναι φυσικό, με τον Άδη, σαν Θεία Όψη, Κοσμικό Επίπεδο, κι Χώρο των «νεκρών»…
Στα πλαίσια όμως της Ορφικής Θεολογίας και της Θιασικής ιδεολογίας (που αναφέρεται στις ορφικές κοσμοαντιλήψεις)), ο Διόνυσος είναι ο Φωτεινός Άδης, ο Χώρος των Μυημένων και των Λυτρωμένων, που θα ζουν στους Κόλπους του Θεού, στα Ηλύσια Πεδία, στους Νήσους των Μακάρων, στην Αληθινή Γη…
Η ιδέα του παλιού άδη που γνωρίζουμε από τα Ομηρικά Έπη (στα έγκατα της γης, και στα τάρταρα), «διατηρείται» αλλά παίρνει νέο περιεχόμενο… είναι ο σκοτεινός χώρος των αμύητων ίσκιων… που περιμένουν στην σκιά της ζωής, για να ενσωματωθούν ξανά και να «επιστρέψουν» στη γη…


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~