CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Sunday, July 9, 2017

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΠΤΑ ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ


 

(Ομιλία στην Ακαδημία, Τρίτη Περίοδος)

Εισαγωγή

Οι Επτά Δράσεις της Συνείδησης

Ο Εσωτερικός Συμβολισμός

Η Γλώσσα των Συμβόλων της άμεσης αντίληψης της πραγματικότητας

Η διανοητική γλώσσα, της σκέψης, των εννοιών, των «σκιών»

Η Απελευθέρωση

Η Απελευθέρωση του Γιόγκα (νιρόντχα)

Ο Αληθινός Διαλογισμός

Η Ερμητική Μύηση

Η Οδός των Μυστικών (Μάιστερ Έκκαρτ)

Η Αληθινή Δράση

Τελικά!

 

Εισαγωγή


Υπάρχει Ένα Μοναδικό Θεμέλιο των Πάντων, που είναι το Βαθύτερο Μέρος Κάθε Όντος. Για την «Ύπαρξή» Του «Μαρτυρεί» Αυτό το Ίδιο (και το διαπιστώνουν όσοι το βιώνουν). Αυτό είναι μια εμπειρική διαπίστωση κι αλήθεια κι όχι ένα διανόημα. Αυτό το Μοναδικό Θεμέλιο Είναι Χωρίς Ιδιότητες, χωρίς εμπειρία, ή παρατηρητή. Είναι μια Άβυσσος Αντίληψης, Απόλυτα Πραγματική, Ζωντανή. Γίνεται Αντιληπτή από τις Δράσεις Της. Αυτό Είναι η Ουσία της Ψυχής των Αρχαίων, του Άτμαν των Ανατολικών. Είναι η Συνείδηση της Σύγχρονης Φιλοσοφίας και της Σύγχρονης Ψυχολογίας.

Η Ψυχή (η Συνείδηση) μπορεί να Αντιλαμβάνεται με διάφορους και διαφορετικούς τρόπους ή αλλιώς να αντιλαμβάνεται σε πολλά «επίπεδα». Να έχει διαφορετικές δράσεις. Έτσι μιλάμε για διάφορες δράσεις ή διαστάσεις της Συνείδησης, για πολλά πεδία δραστηριότητας, ή επίπεδα λειτουργίας. Από εδώ προκύπτουν σε μεταφυσικό επίπεδο οι κόσμοι και οι διάφορες καταστάσεις του όντος. Έτσι η Συνείδηση μπορεί να Αντιλαμβάνεται με διάφορους τρόπους κι όλες οι αντιληπτικές δράσεις της (που μπορεί να είναι Αντικειμενικές Καταστάσεις ή Υποκειμενικές Αντιλήψεις, Θεωρήσεις της Πραγματικότητας) είναι «εξωτερικές» ως προς την Ουσία. Είναι Δραστηριότητες Αυτής της Άγνωστης Ουσίας.

Έτσι, η Συνείδηση μπορεί να Αντιλαμβάνεται Εσωτερικά, με μια Άμεση Εσωτερική Αίσθηση αυτό που είναι, το Είναι, σαν Χώρο, σαν Παρουσία, σαν Εδώ. Αυτή Εσωτερική Αντίληψη του Ίδιου του Είναι, σαν Χώρου, είναι Μια Αντικειμενική Κατάσταση της Συνείδησης. Υπάρχει μόνο Αντίληψη. Δεν υπάρχει αντιλαμβανόμενος, παρατηρητής, διάκριση υποκειμένου, αντικειμένου, τίποτα από αυτά που βιώνει ο συνηθισμένος άνθρωπος. Αυτή η Εσωτερική Αίσθηση (η Ενόραση των Φιλοσόφων) διαβαθμίζεται από την Απόλυτη Καθαρότητα που Αντανακλά το Χωρίς Ιδιότητες σαν Αδιαφοροποίητο Είναι, μέχρι την Αντίληψη του Είναι σαν Χώρου και την Πανταχού Παρουσία που Αγκαλιάζει τα Πάντα σε μια Ενότητα όπου δεν «διακρίνονται» ακόμα «υποκείμενο και αντικείμενο». Όλα αυτά είναι Αντικειμενικές Καταστάσεις της Συνείδησης. Είναι Άμεση Αντίληψη του Είναι σαν Χώρου. Πρόκειται για μια Άχρονη Κατάσταση, μια Αιωνιότητα που Ρέει, που είναι Ζωντανή και Εκδηλώνεται σαν Παρουσία, σαν Αίσθηση του Εδώ που Αγκαλιάζει τα Πάντα.

Η Συνείδηση μπορεί ακόμα μέσα από εξωτερικές δραστηριότητες να έχει εμπειρία του «εξωτερικού κόσμου», των φαινομένων που αλλάζουν συνεχώς. Αυτός ο κόσμος των φαινομένων προβάλλεται αντικειμενικά από την δραστηριότητα της Παγκόσμιας Συνείδησης και γίνεται αντιληπτός από τα διάφορα υποκείμενα που δημιουργούνται από την Συνείδηση όταν γίνεται τοπική και συνδέεται με κάποιο φορέα του πεδίου στο οποίο εκδηλώνεται. Στην πραγματικότητα ο Εξωτερικός Κόσμος των Φαινομένων είναι προϊόν μιας δραστηριότητας, είναι δραστηριότητα, κίνηση, ροή φαινομένων, που αλλάζει συνεχώς. Όλα ρέουν, είναι παροδικά και αντικειμενικά αλλά και το ίδιο το υποκείμενο, οποιοδήποτε υποκείμενο. Στην πραγματικότητα το υποκείμενο δεν είναι παρά μια ροή αντίληψης που ρέει μαζί με όλα και παρακολουθεί την ροή των φαινομένων. Αυτή η συνεχής ροή της αντίληψης μαζί με την ροή των φαινομένων, η συνεχής «επαφή» με την ροή των φαινομένων δείχνει τον πραγματικό χαρακτήρα του υποκειμένου. Ζούμε στο Απόλυτο Παρόν, εδώ (σε σύνδεση με τον φορέα εκδήλωσης), τώρα, στην Στιγμή που Ρέει. Αυτή είναι η πραγματική εμπειρία του Χρόνου, ή η εμπειρία του απόλυτου παρόντος, του Τώρα, που ρέει συνεχώς.

Έτσι η Συνείδηση Βιώνει Άμεσα Εσωτερικά το Είναι σαν Άχρονο Χώρο, σαν μια Αιώνια Αντικειμενική Παρουσία και Βιώνει Έμμεσα (μέσω δραστηριοτήτων, εννόησης, συναίσθησης, αίσθησης, μέσω κάποιου φορέα εκδήλωσης) την Ροή των Φαινομένων. Στην Εξωτερική Εμπειρία Βιώνει τον Χρόνο, την Ροή, την Στιγμή που Ρέει, την συνεχή αλλαγή, όσο διαρκεί (όσο διαρκεί η σύνδεση με τον φορέα εκδήλωσης).

Οι Επτά Δράσεις της Συνείδησης


Όταν το Ον Βιώνει την Πραγματικότητα, αυτό που είναι, αυτό που συμβαίνει, τότε μπορεί Στηριζόμενο στο Άγνωστο Βάθος της Ύπαρξής του να Αντιλαμβάνεται Εσωτερικά το Αιώνιο Είναι του, σαν Παρουσία, σαν Εσωτερικό Άχρονο Χώρο και επίσης να Αντιλαμβάνεται, μέσω δραστηριοτήτων την τοπική παρουσία του, μέσω του φορέα εκδήλωσης, σε ένα εξωτερικό κόσμο, να ζει την ρέουσα ιστορική πραγματικότητά του. Με άλλα λόγια αυτό το ον δρα, δραστηριοποιείται, λειτουργεί, εκδηλώνεται σε διάφορα «επίπεδα». Από την Φύση του έχει την Δυνατότητα να εκδηλώνεται σε διάφορα επίπεδα, να αντιλαμβάνεται όλο το Βάθος, της Ύπαρξής του, όλη την έκταση της εμπειρίας του. Με αυτή την έννοια μιλάμε για διάφορες «λειτουργίες» του ανθρώπου, για εσωτερικές κι εξωτερικές δραστηριότητες, για ανώτερες και κατώτερες λειτουργίες. Και με αυτή την έννοια μιλάμε για διάφορες θεωρήσεις της πραγματικότητας, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο λειτουργούμε.

Κι ασφαλώς όταν μιλάμε για ένα ον συνδεδεμένο με κάποιο φορέα εκδήλωσης υπάρχει ακριβής αντιστοιχία ανάμεσα στις δράσεις, δραστηριότητες, λειτουργίες της συνείδησης και τα αντίστοιχα μέρη του φορέα. Η «Σύνδεση» της Συνείδησης με τον φορέα δεν είναι ακριβώς σύνδεση. Είναι Παρουσία κι έλεγχος του σώματος. Στην πραγματικότητα η Συνείδηση είναι Ανεξάρτητη από τον φορέα, το σώμα. Μπορεί να βιώνει αυτή την ανεξαρτησία και μέσα από την Πνευματική Άσκηση και στον οριστικό διαχωρισμό της από τον φορέα, σώμα. Είναι και Έξω από το σώμα και εδώ στο σώμα. Η εσωτερική Αίσθηση του Είναι είναι «κρυμμένη» στον εσωτερικό εγκέφαλο, στην «καρδιά» του νευρικού συστήματος, ενώ οι εξωτερικές δραστηριότητες της εννόησης, της συναίσθησης και της αίσθησης εντοπίζονται στον εξωτερικό εγκέφαλο. Το «πέρασμα» από την εξωτερική εμπειρία της χρονικής ροής στον εσωτερικό άχρονο χώρο (ή αλλιώς από τις κατώτερες εξωτερικές λειτουργίες στις ανώτερες εσωτερικές αντιλήψεις) βρίσκεται ακριβώς στο μέρος του εγκεφάλου που συνδέει την εξωτερική πληροφόρηση με την εσωτερική συνειδητοποίηση. Όταν στην Εσωτερική Παράδοση μιλούν για κέντρα λειτουργίας του ανθρώπου («κέντρα», πάντμας, τσάκρας, λατάιφ, κλπ.) στην πραγματικότητα αναφέρονται σε δραστηριότητες της Συνείδησης που συνδέονται με κάποια «περιοχή» του φορέα. Έτσι, με αυτή την έννοια, αφύπνιση των κέντρων, αφύπνιση ενός κέντρου, σημαίνει αφύπνιση μιας λειτουργίας της Συνείδησης.

Τελικά ο άνθρωπος μπορεί να λειτουργεί σε Επτά Πεδία, σε Επτά Επίπεδα. Το Θεμέλιο που Στηρίζει τα Πάντα (κάθε Εμπειρία), τα Τρία Εσωτερικά Επίπεδα της Αίσθησης του Είναι και τα Τρία Εξωτερικά Επίπεδα της εξωτερικής δραστηριότητας, της εννόησης, της συναίσθησης και της αίσθησης, που μας φέρνουν σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο στον οποίο εκδηλωνόμαστε (τον υλικό κόσμο στην συγκεκριμένη περίπτωση).

Ένα ον, ένας ενσαρκωμένος άνθρωπος, που λειτουργεί έτσι, ολοκληρωμένα και με πλήρη έλεγχο και ελευθερία, είναι ασφαλώς ένας ιδανικός άνθρωπος, ένας Ελεύθερος, Αναγεννημένος, ή Αφυπνισμένος (Φωτισμένος) άνθρωπος. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν λειτουργούν έτσι. Ο Φωτισμένος άνθρωπος δεν είναι παρά ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται πλήρως, αυτό που είναι, αυτό που συμβαίνει. Μπορεί να Έχει Αίσθηση της Πραγματικής Φύσης και της Ανεξαρτησίας της Συνείδησης (να Νοιώσει το Απέραντο Εσωτερικό Βάθος του Είναι) και ταυτόχρονα να είναι εδώ, στο σώμα, στο κόσμο. Η Ψυχική ενέργεια Ρέει Ελεύθερα, σε Όλα τα Επίπεδα και σε όποιο επίπεδο κρίνεται απαραίτητο, χωρίς να «κρατιέται» ή να μπλοκάρεται πουθενά. Όπως και να έχει, ο Φωτισμένος άνθρωπος έχει Πλήρη Αντίληψη της Ύπαρξης, και είναι Πλήρως Λειτουργικός. Ζει ταυτόχρονα το Άχρονο Είναι και την χρονική παροδικότητα, την ροή της ζωής, εδώ, τώρα.

Όταν ο ενσαρκωμένος άνθρωπος δεν έχει Πλήρη Αντίληψη, γιατί δεν έχει «εκπαιδευθεί», είτε γιατί έχει εκπαιδευθεί από την κοινωνία με ένα διαφορετικό τρόπο και διοχετεύει όλη του την Ψυχική Ενέργεια, την προσοχή του, στην διάνοια, που εννοεί κι αναπαριστάνει εσωτερικά (διανοητικά) την πραγματικότητα, τότε έχει μια διαφορετική εικόνα για την πραγματικότητα, από αυτή του Πλήρως Λειτουργικού ανθρώπου.

Καταρχήν αυτή η εμμονή σε μία συγκεκριμένη λειτουργία μας αποκλείει την δυνατότητα να λειτουργήσουμε σε ένα άλλο επίπεδο, να έχουμε και μια άλλη θέαση της πραγματικότητας. Μας αποκλείει εντελώς από την Εσωτερική Εμπειρία. Μας απομονώνει στον διανοητικό χώρο. Αυτό οδηγεί στο να ταυτίζουμε αυτό που αντιλαμβανόμαστε, μέσω της διανόησης, με την πραγματικότητα. Είμαστε πεπεισμένοι πως αυτό αντιλαμβανόμαστε είναι το πραγματικό, αφού δεν έχουμε εμπειρία μιας άλλης θέασης. Κι αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν προέρχεται από την άμεση επαφή μας με την ροή (αφού δεν ρέουμε μαζί με την ροή των φαινομένων) αλλά δομείται με την αναπαραστατική δύναμη της διάνοιας και με την βοήθεια της μνήμης από την εμπειρία. Είναι ο,τι αντιληφθήκαμε, το καταστάλαγμα της εμπειρίας, η αποκρυστάλλωσή της σε «έννοιες», είναι «μνήμη», κάτι μόνιμο στη διάνοια (μέχρι να τροποποιηθεί από καινούργιες εμπειρίες). Όλα αυτά που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι τα ζωντανά πράγματα που ρέουν αλλά οι «σκιές» των πραγμάτων. Ζούμε σε ένα κόσμο «σκιών». Ενώ ο Φωτισμένος άνθρωπος μπορεί να έχει εμπειρία και του Ανώτερου Εσωτερικού Κόσμου του Είναι και του χρονικού παροδικού φαινομένου (ακριβώς σαν παροδικού φαινομένου, από το οποίο δεν εξαρτάται) χωρίς να «κρατιέται» πουθενά, ο διανοητικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται μόνο μέσω της διάνοιας και πιστεύει όχι μόνο πως ο κόσμος που αντιλαμβάνεται (των εννοιών, των «σκιών» των πραγμάτων) είναι πραγματικός αλλά και πως είναι ο μόνος υπαρκτός κόσμος.

Με αυτόν τον τρόπο, μέσω της διανόησης, δομούμε μια αντίληψη ενός εαυτού, απομονωμένου, μέσα σε ένα εξωτερικό κόσμο. Αυτό μας εισάγει αυτόματα στην δυαδική αντίληψη της πραγματικότητας. Αντιλαμβανόμαστε σαν υποκείμενα διαχωρισμένα από τον κόσμο, έναν αντικειμενικό κόσμο απέναντί μας. Ενώ ο Φωτισμένος άνθρωπος χρησιμοποιεί επίσης την υποκειμενική θέαση, μέσα από τον φορέα του, εντούτοις δεν της δίνει απόλυτη αξία, γνωρίζοντας από εμπειρία ότι είναι μια περιορισμένη (κι αναγκαία ως το σημείο που μας εξυπηρετεί) θέαση, ενώ από εμπειρία μπορεί να ανυψωθεί πάνω από αυτό το επίπεδο λειτουργίας ως την Θέαση της Παγκόσμιας Συνείδησης. Ο διανοητικός άνθρωπος όμως, ταυτισμένος με αυτό που αντιλαμβάνεται είναι εγκλωβισμένος στην δική του υποκειμενική θέαση. Δεν μπορεί να βγει έξω από αυτή την θέαση.  Ό,τι κι αν αντιλαμβάνεται, ό,τι κι αν προσπαθεί, ό,τι κι αν κάνει είναι διανόηση. Ακόμα κι η αντίληψη του Εσωτερικού Κόσμου, ή ενός κόσμου πέρα από τον άνθρωπο και την δημιουργία, δεν είναι παρά μια έννοια, μια «σκιά». Ακόμα κι ο Θεός για τον διανοητικό άνθρωπο είναι έννοια, «σκιά». Μπορεί να χρησιμοποιεί λέξεις όπως αδημιούργητο, υπερβατικό, απόλυτο, ακατάληπτο, παντοδύναμο, αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά έννοιες, συλλήψεις της διανόησης που αποδίδονται σε ένα αντικείμενο. Τα Ζωντανά πράγματα προσεγγίζονται μόνο βιωματικά. Εδώ εγκαταλείπεται όλη η διανοητική θεολογία και δικαιώνεται ο μυστικισμός και το μυστικό βίωμα.

Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος, σαν Ζωντανός, πραγματικός άνθρωπος, από την Φύση του είναι αυτό που είναι. Είναι το Θεμέλιο, που βρίσκεται στο Βάθος της Συνείδησης και έχει από την Φύση του την δυνατότητα της Εσωτερικής Αίσθησης του Είναι κι ασφαλώς την δυνατότητα μέσω του φορέα του να έχει εμπειρία του εξωτερικού κόσμου. Το πρόβλημα με τον άνθρωπο είναι ότι μαθαίνει να λειτουργεί ιδιαίτερα και πολλές φορές κατ’ αποκλειστικότητα στο διανοητικό επίπεδο. Γιατί; Για πολλούς λόγους. Καταρχήν η κοινωνία, για την διατήρησή της, δεν απαιτεί τίποτα περισσότερο. Ούτε κι άνθρωπος για την υλική επιβίωσή του χρειάζεται κάτι παραπάνω. Μετά η διανοητική εμπειρία και γνώση είναι πληροφορίες διαχειρίσιμες που μπορούν να μεταδοθούν, μέσω της κοινωνικοποίησης, στις επόμενες γενιές. Επιπρόσθετα οι πληροφορίες ελέγχονται και «διαμορφώνονται», για την χειραγώγηση των ανθρώπων. Αν οι άνθρωποι ανέπτυξαν ένα διανοητικό, τεχνολογικό, πολιτισμό είναι γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα περισσότερο.

Η εκπαίδευση του πραγματικού ανθρώπου ήταν πάντα στο περιθώριο, έργο της Εσωτερικής Παράδοσης και των μυστικών κινημάτων, που δεν έχουν βέβαια καμία σχέση με τις εξωτερικές θρησκείες. Οι αληθινοί άνθρωποι ζούσαν πάντα έξω από την κοινωνία, είναι οι «κρυμμένοι σοφοί». Η διαφορά ανάμεσα σε ένα Πραγματικό Αναζητητή κι ένα απλό θρησκευόμενο είναι ότι ο Πραγματικός Αναζητητής ενεργοποιεί την Εσωτερική Άμεση Αίσθηση του Είναι κι Ανυψώνεται Ως το Άγνωστο Βάθος της Ύπαρξής του, ενώ ο θρησκευόμενος διανοητικός άνθρωπος κινείται στον κόσμο των «σκιών» κι η εξέλιξή του συμβαίνει πάντα μέσα στον περιορισμένο διανοητικό χώρο των «σκιών».

Ο Εσωτερικός Συμβολισμός


Να διευκρινίσουμε καταρχήν ότι η Εσωτερική Παράδοση εκφράζεται στην Γλώσσα των Συμβόλων. Όταν η Εσωτερική Παράδοση χρησιμοποιεί λέξεις τις χρησιμοποιεί για πράγματα που έχουν βιωθεί ή μπορούν και πρέπει να βιωθούν. Υποδεικνύει την ενεργοποίηση της Εσωτερικής Αίσθησης των πραγμάτων και την άμεση βιωματική αντίληψη των πραγμάτων. Δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν έννοιες για να μεταφέρει διανοητικές πληροφορίες και μηνύματα. Η Εσωτερική Παράδοση κινείται στον Βιωματικό Χώρο κι οι λέξεις της περιέχουν βιώματα, κι απευθύνονται στην Εσωτερική Διάσταση του ανθρώπου δεν είναι έννοιες που περιέχουν πληροφορίες, άλλες έννοιες κι απευθύνονται στην διανόηση.

Σε όλες τις Παραδόσεις και τις Εσωτερικές Διδασκαλίες μιλούν για το Θεμέλιο. Είναι το Χάος των Ορφικών, η Άβυσσος της Ερμητικής Παράδοσης, το Ασαμσκρίτα του Βούδα ή το Βάθρο του Χούι-Νεγκ, το Άτμαν των Βεδαντιστών ή το «I am» του Νισαργκατάτα, το Γκρουντ ή Θεότητα, του Μάιστερ Εκκαρτ. Αυτό είναι Κάτι που πρέπει να Βιώσει κάποιος στο Βάθος της Ύπαρξής του, να το Βιώσει Πραγματικά. Οι διανοητικοί άνθρωποι μπορεί να το εκλάβουν σα την έννοια της Αρχής στα πλαίσια μιας διανοητικής θεώρησης. Προφανώς αυτό δεν έχει σχέση με την Εσωτερική Παράδοση. Είναι μια κάκιστη μεταφορά της Βιωματικής Αλήθειας στο διανοητικό επίπεδο των εννοιών, των «σκιών» των πραγμάτων. Όσο κι αν οι διανοούμενοι επιστήμονες θέλουν να πιστεύουν και να υποστηρίζουν ότι ερμηνεύουν τα πράγματα στην πραγματικότητα εκθέτουν απλά τις διανοητικές απόψεις τους περί των πραγμάτων. Ο Εσωτερισμός δεν έχει καμιά σχέση με την ακαδημαϊκή διανοητική θεολογία.

Ο Κόσμος που Αποκαλύπτεται στην Άμεση Εσωτερική Αίσθηση του Είναι, εφόσον αυτή η Αίσθηση λειτουργεί ή αφυπνίζεται είναι ο Αιώνιος Κόσμος του Φωτός. Εδώ όπου όλα είναι Φανερά πηγαία, αυθόρμητα, άμεσα και χωρίς καμιά διαδικασία. Ο Εξωτερικός Κόσμος είναι αποτέλεσμα δραστηριότητας, κίνησης κι υπάρχει μόνο στο απόλυτο παρόν, την στιγμή που εκδηλώνεται. Είναι ένας Κόσμος Σκιάς. Ο Ελεύθερος Φωτισμένος Άνθρωπος μπορεί να υπάρχει και να δρα τόσο στον Άχρονο Χώρο του Εσωτερικού Είναι όσο και στον παροδικό κόσμο των φαινομένων, στον Κόσμο της Σκιάς. Δεν παραπλανάται. Οι περισσότεροι άνθρωποι λειτουργώντας αποκλειστικά με την διανόηση, μέσα στην διανόηση γνωρίζουν μόνο τον κόσμο της Σκιάς και με την διανοητική λειτουργία γνωρίζουν τα πράγματα του κόσμου της σκιάς όχι σαν παροδικά φαινόμενα που υφίστανται μόνο στην Στιγμή που ρέει αλλά σαν υπολείμματα της Σκιάς, σαν μνήμες, σαν στάχτες της ζωής.

Συχνά το Εσωτερικό Είναι του Ανθρώπου χαρακτηρίζεται σαν ο Άνω Κόσμος κι ο εξωτερικός κόσμος σαν ο κάτω ή κατώτερος κόσμος που αλλάζει και φθείρεται.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Πλήρης Αντίληψη που Εδράζεται στην Αληθινή Φύση μας είναι Πλήρως Λειτουργική σε όλη την Έκταση της Ύπαρξης. Περιλαμβάνει τόσο τον Χώρο του Είναι όσο και την εμπειρία του χρόνου, της παροδικής ζωής στους κατώτερους κόσμους. Ο περιορισμός στην διανοητική λειτουργία κι η θέαση της πραγματικότητας μέσα από την διάνοια τα μετατρέπει όλα σε αντιλήψεις της διάνοιας, σε έννοιες, σε «σκιές» των πραγμάτων. Όσο κι αν η διάνοια θέλει να κατανοήσει τα πάντα, να επιτύχει τα πάντα, το μόνο που κάνει είναι να προεκτείνει τον εαυτό της, να επεκτείνει τις συλλήψεις της.

Η Γλώσσα των Συμβόλων της άμεσης αντίληψης της πραγματικότητας


Η Συνείδηση Μοιάζει να είναι το Απόλυτο Άγνωστο Υπόβαθρο κάθε παρουσίας, κάθε κατάστασης, κάθε δραστηριότητας ή φαινομένου. Αυτή η έκφραση «Απόλυτο Άγνωστο Υπόβαθρο» στην ουσία δεν λέει τίποτα (δεν δίνει καμία «πληροφορία»). Εδώ υπονοείται ότι Αυτό, ενώ Είναι Ζωντανό, εμφανίζεται από τις συνέπειές του. Μοιάζει με το Κενό Εντός του Οποίου εμφανίζονται τα πάντα. Πρέπει να υπάρχει το Κενό για να εμφανισθεί οτιδήποτε. Υπάρχει μόνο Αυτή η Μοναδική Πραγματικότητα. Δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός. Έτσι όλες οι λέξεις που αναφέρονται εδώ, Συνείδηση, Θεός Ψυχή, υπονοούν το ίδιο πράγμα. Μια Τέτοια Συνείδηση Είναι Χωρίς Ιδιότητες, Άχρονη, Υπερβατική, Ανεξάρτητη από οποιοδήποτε περιεχόμενο. Η Βίωση Αυτού του Βάθους της Συνείδησης είναι η Μόνη Αληθινή Εμπειρία. Με αυτή την έννοια οποιαδήποτε λέξη αναφέρεται σε Αυτό δεν έχει στην πραγματικότητα περιεχόμενο. Είναι ένα απλό σύμβολο που υπονοεί την βιωματική προσέγγιση του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το «γνωρίσεις». Πρέπει να το αγγίξεις, να έρθεις σε «επαφή» μαζί του.

Τα Σύμβολα υπονοούν Καταστάσεις ή Δράσεις της Συνείδησης που πρέπει να βιώσουμε. Η αλήθεια (του πράγματος) πρέπει να γίνει αντιληπτή με αυτή την Βαθύτερη Αντίληψη (την Ενόραση) κι όχι μέσα από τις εξωτερικές δραστηριότητες της Συνείδησης, όπως η διανόηση. Με άλλα λόγια η Συνειδητοποίηση, η Κατανόηση της αλήθειας πρέπει να γίνει στο Φυσικό Επίπεδο, με πραγματική δράση. Η πληροφόρηση στο διανοητικό επίπεδο, η διανοητική κατανόηση, δεν είναι αληθινή κατανόηση αφού τροφοδοτεί και συνεχίζει την διανοητική δραστηριότητα.

Με άλλα λόγια τα Σύμβολα αναφέρονται σε Φυσικά Υπάρχοντα και σε Φυσικά Συμβαίνοντα. Δεν είναι διανοητικές συλλήψεις που μεταφέρουν ένα διανοητικό νόημα ή μήνυμα. Πρέπει να χρησιμοποιούνται σαν «οδοδείκτες» που οδηγούν στην άμεση, απευθείας, αντίληψη κι όχι σαν «γνώση». Η αληθινή γνώση είναι μόνο η βιωματική γνώση και μάλιστα όταν είναι ζωντανή, όχι η ανάμνησή της. Με αυτή την έννοια ολόκληρη η Μυστική Γλώσσα είναι Γλώσσα Συμβόλων που υποδεικνύουν Υπάρχοντα και Συμβαίνοντα.. Είναι μια Γλώσσα Βαθύτερη και Ουσιαστικότερη από την διανοητική γλώσσα των εννοιών.

Στην πραγματικότητα δεν είναι το Σύμβολο που περιέχει κάτι ή λέει κάτι. Είναι η δική μας δράση που πρέπει να μας αποκαλύψει αυτό που υποδεικνύει το Σύμβολο. Αν δεν γίνει αυτή η πράξη κατανόησης, προσέγγισης της πραγματικότητας, των αληθινών πραγμάτων και συμβαινόντων τότε το Σύμβολο μένει ανενεργό, κενό, χωρίς χρησιμότητα.

Η Μυστική Γλώσσα των Συμβόλων επεκτείνει την Κατανόηση πέρα από τα στενά όρια της διανόησης και μας εισάγει στην «Καρδιά» της Πραγματικότητας.

Η διανοητική γλώσσα, της σκέψης, των εννοιών, των «σκιών»


Ενώ η Αντίληψη είναι μια ζωντανή δραστηριότητα, λειτουργία, που ακολουθεί την συνεχή ροή των φαινομένων, στο απόλυτο παρόν, η διανόηση χρησιμοποιεί σαν βάση το πρωτογενές βίωμα της επαφής με την πραγματικότητα για να δημιουργήσει μια πιο σύνθετη αντίληψη της πραγματικότητας. Δεν ακολουθεί, σαν την Αντίληψη, την ροή των φαινομένων που εισέρχονται στην επίγνωσή μας αλλά προσπαθεί να συλλάβει την «Κίνηση» την ροή σαν μια «σταθερή πραγματικότητα» με σταθερά πράγματα των οποίων αλλάζουν μόνο οι σχέσεις. Ενώ η  διανόηση, σαν δραστηριότητα, σαν λειτουργία, ανήκει στην πραγματικότητα (στον κόσμο της πραγματικότητας) εν τούτοις αυτό που δομεί είναι μια κατασκευή. Ακινητοποιεί την πραγματικότητα σε μια σταθερή αναπροσαρμοζόμενη εικόνα και βλέπει σταθερά πράγματα εκεί που υπάρχουν μόνο ροές φαινομένων. Αυτό δίνει βέβαια την ευκαιρία για καλύτερη οργάνωση του υλικού της εμπειρίας για σχεδιασμό της δράσης μας αλλά μας έχει βγάλει τελείως έξω από την ζωντανή ρέουσα πραγματικότητα και μας έχει εισάγει σε μια εικονική πραγματικότητα. Το ότι μπορεί πολλοί άνθρωποι μαζί να υιοθετούν την ίδια εικόνα της πραγματικότητας ή να συντονίζουν την δράση τους (με βάση κοινές πεποιθήσεις) δεν αποδεικνύει τίποτα πέρα από το συμβάν της συμβατικής συμφωνίας τους.Αυτό καθεαυτό το γεγονός δεν αναβαθμίζει την νοητική κατάσταση αυτών των ανθρώπων (αυτό που αντιλαμβάνονται) σε πραγματικότητα.

Αυτές οι νοητικές συλλήψεις της όλης πραγματικότητας, των στοιχείων της, των όντων, οι σταθερές αντιλήψεις, είναι οι απογυμνωμένες κι αφηρημένες παραστάσεις που έχουν εσωτερικοποιηθεί σε έννοιες. Οι έννοιες δεν είναι απλά σύμβολα της πραγματικότητας. Είναι σταθερές κατασκευές της νόησης, με προσδιορισμένο περιεχόμενο (που ορίζεται στις εγκυκλοπαίδειες και τα λεξικά), αφηρημένες νοητικές πληροφορίες, που μπορούν να απομνημονευθούν, να καταγραφούν, να μεταδοθούν, να διδαχτούν, να υπάρχουν αντικειμενικά σαν πληροφορίες.

Στην πραγματικότητα ο κόσμος των φαινομένων, της ροής των φαινομένων, είναι ένας κόσμος αντανάκλασης μιας βαθύτερης δράσης. Η Αντίληψη μπορεί να παρακολουθεί αυτόν τον κόσμο της ροής σαν ζωντανή λειτουργία. Η σκέψη από αυτόν τον κόσμο της αντανάκλασης συγκρατεί μόνο τα κατάλοιπα της κίνησης, τα ίχνη που αφήνει η κίνηση στην μνήμη. Είναι ίχνη μνήμης. Είναι στάχτες της αντίληψης. Οι άνθρωποι, έτσι, δεν ζουν στον αληθινό κόσμο της ροής με ζωντανή αντίληψη. Ζουν στον κόσμο της σκέψης, της μνήμης, της διανοητικής πληροφορίας. Ζουν σε ένα ψεύτικο κατασκευασμένο κόσμο. Με την κοινωνικοποίηση εισερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο της κοινωνικής σύμβασης που διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία. Με την γλώσσα και την εκπαίδευση προσδιορίζουμε καλύτερα αυτόν τον κόσμο. Επικοινωνούμε σε διανοητικό-λεκτικό επίπεδο. Η γλώσσα της διανόησης είναι ακριβώς η γλώσσα των κατασκευασμένων εννοιών για όλα τα πράγματα που εισέρχονται στην εμπειρία μας.

Ο αληθινός κόσμος της ροής των φαινομένων είναι τελείως έξω από όλη αυτή την (διανοητική) δράση μας, τις αντιλήψεις μας και τα βιώματά μας. Η αφύπνιση στον κόσμο της ζωντανής αντίληψης είναι πραγματικά μια νέα γέννηση σε ένα νέο κόσμο. Κι ασφαλώς η Εμβάθυνση στον Κόσμο της Αιώνιας Πραγματικότητας είναι μια εμπειρία τελείως διαφορετική από τον σταθερό κόσμο της σκέψης που είναι μια κατασκευή, ένα όνειρο, ένα ψέμα.

Η Απελευθέρωση


Όταν μιλάμε για Πραγματική Απελευθέρωση, Πραγματική Φώτιση, για Πνευματική Αναγέννηση, Βίωση της Ανώτερης Πραγματικότητας, μιλάμε για ενεργοποίηση των ανώτερων εσωτερικών δυνάμεων του ανθρώπου ή αλλιώς για δράση στα ανώτερα κέντρα δράσης του ανθρώπου.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Πραγματικότητα, το Απόλυτο, η Δυνατότητα Βίωσης του Απολύτου είναι έμφυτη στον Άνθρωπο, βρίσκεται στην Ίδια την Φύση του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βιώσει κάτι αν δεν έχει εξαρχής, από την φύση του, την δυνατότητα να το βιώσει. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ενεργοποίηση της Ίδιας της Φύσης μας, ή για συνειδητοποίηση των ίδιων μας των δυνάμεων. Δεν υπάρχει κάποια εξωτερική αλλαγή ή εξέλιξη, ούτε έξωθεν βοήθεια για να ζήσουμε κάτι.

Μετά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατή, η ενεργοποίηση σε ένα ανώτερο κέντρο αντίληψης με την επιθυμία, την επιδίωξη, ή την προσπάθεια. Αντίθετα πρέπει να ξεπερασθεί η δραστηριότητα στο κατώτερο κέντρο για να μετατοπιστεί η δραστηριότητα στην ανώτερη περιοχή δράσης. Δεν μπορείς να επιδιώξεις την καθαρότητα ή την καλή λειτουργία, πρέπει να απομακρύνεις τα σκουπίδια ή τα εμπόδια, για να συμβεί αυτό.

Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μετατόπιση πρέπει να είναι πραγματική. Το να συλλαμβάνουμε, θεωρητικά, διανοητικά, ή διαισθητικά, μια κατάσταση και να προσπαθούμε μέσα από την προσωπική προσπάθεια να «αναδυθούμε» κάπου είναι υποκειμενική αυταπάτη. Ούτε η απομόνωση στο υποκείμενο, η «απομάκρυνση» από το αντικείμενο, ή η αποκοπή από τις πληροφορίες του εξωτερικού κόσμου, οδηγεί στον πραγματικό πνευματικό χώρο. Αντίθετα μας απομονώνει στο υποκείμενο, οδηγεί στον απόλυτο υποκειμενισμό (σολιψισμός). Αυτό είναι αυτοΰπνωση, όχι πνευματική πραγματοποίηση. Στην πραγματικότητα η πνευματική ανύψωση οδηγεί πέρα από την διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου, πέρα από το υποκείμενο, σε μια Ανώτερη Αντικειμενική Πραγματικότητα, που τα περιλαμβάνει όλα σε μια ενότητα. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό.

Ακόμα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μετατόπιση σε ανώτερα κέντρα λειτουργίας ή δράσης, με το ταυτόχρονο ξεπέρασμα των κατώτερων λειτουργιών, δεν είναι «ποιοτική» αλλά «ποσοτική». Θέλουμε να πούμε ότι η ενεργοποίηση μιας ανώτερης λειτουργίας, η μετατόπισή μας σε μια ανώτερη περιοχή δράσης, δεν καταργεί τελείως τις κατώτερες λειτουργίες. Απλά μεταφέρεται η κύρια δράση σε μια ανώτερη περιοχή ενώ οι κατώτερες λειτουργίες είναι σε πλήρη ετοιμότητα, λειτουργούν αμυδρά ή ανεπαίσθητα ή κατ’ ελάχιστο, μέχρι οι ανάγκες της ζωής να μεταφέρουν την προσοχή μας εκεί. Με άλλα λόγια μιλάμε για μια μετατόπιση της προσοχής και της ενασχόλησής μας κι όχι για μια ολοκληρωτική μετατόπιση. Βεβαίως όταν λειτουργούμε στα ανώτερα εσωτερικά κέντρα, στον πνευματικό χώρο, είναι δυνατή η απομόνωση, η αποκοπή της ροής των πληροφοριών από τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό μπορεί να γίνει για να μπορέσουμε να βιώσουμε πιο έντονα τις εσωτερικές καταστάσεις, αλλά και πάλι η επανασύνδεση με τον εξωτερικό κόσμο είναι πάντα δυνατή κι αυτόματη, χωρίς χρόνο. Όμως αυτή η εμπειρία δεν έχει καμία σχέση με την αποκοπή του υποκειμένου που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο.

Τέλος πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το ξεπέρασμα των κατώτερων λειτουργιών και της σκέψης που κατασκευάζει τον παρατηρητή, τον διχασμό υποκειμένου-αντικειμένου κι όλη αυτή την ονειρική ζωή που βιώνουν οι άνθρωποι, οδηγεί, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, σε μια Ανώτερη Αντικειμενική Πραγματικότητα, στον Αιώνιο Χώρο του Είναι που τα Αγκαλιάζει Όλα, Εδώ. Και τον Άχρονο Χώρο και την χρονική ροή των φαινομένων. Αυτή η Αιώνια Παρουσία που τα Περιλαμβάνει Όλα δεν είναι παρατήρηση από κάποιο «κέντρο», ούτε υποκειμενική εμπειρία. Είναι μια κατάσταση τελείως έξω από κάθε τι υποκειμενικό ή περιορισμένο. Δεν υπάρχει κανένα «κέντρο» παρατήρησης κι επομένως κανενός είδους υποκειμενική εμπειρία.

Κι ακόμα αυτή η Ανώτερη Πνευματική Κατάσταση στην οποία βιώνουμε την Εσωτερική Ελευθερία της Ψυχής ή την Αντικειμενική Συνείδηση, δεν είναι η Τελική Κατάσταση. Πέρα από όλα υπάρχει Μια Κατάσταση χωρίς κανένα απολύτως αντιληπτικό περιεχόμενο. Είναι η Αληθινή Πραγματικότητα, το Θεμέλιο, η Άβυσσος των Αρχαίων Γνωστικών. Είναι Μια Κατάσταση Όπου Αυτό Ανασαίνει Σιωπηλά.

Η Απελευθέρωση, του Γιόγκα (νιρόντχα)


Ο Πανταζάλι ορίζει το Γιόγκα σαν κατάπαυση των διακυμάνσεων του νου («Γιόγκα, τσιττά βρίττι νιρόντχα», στο Κεφάλαιο 1 Σαμάντι Πάντα, σούτρα 2, των Γιόγκα Σούτρας). Μιλά για μια κατάσταση της Συνείδησης Αντικειμενική, όπου η Αντίληψη απλά συμβαίνει, πηγαία, αυθόρμητα, φυσικά, ανεμπόδιστα, αγκαλιάζοντας όλα όσα εισέρχονται στην επίγνωση σε μια ενότητα. Δεν υπάρχουν δραστηριότητες, διαδικασίες (σκέψη, κλπ.) που να δημιουργούν ένα κέντρο αντίληψης, ένα υποκείμενο που να αλλοιώνει ην αντίληψη της πραγματικότητας δημιουργώντας διαχωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου ή αντίληψη δυαδικότητας. Δεν υπάρχει υποκειμενική εμπειρία, υποκειμενική μνήμη, υποκειμενική ζωή. Το «νιρόντχα», η κατάπαυση όλων των δραστηριοτήτων σημαίνει την μετάβαση σε μια κατάσταση αντικειμενική, διαφορετική από την κατάσταση της υποκειμενικής βίωσης της πραγματικότητας. Η Αντίληψη, απελευθερώνεται κι απλά συμβαίνει. Η σκέψη, η υποκειμενική εμπειρία, η υποκειμενική βίωση της πραγματικότητας είναι κάτι που κάνουμε. Αν θέλουμε λοιπόν, πραγματικά, να αντιληφθούμε την πραγματικότητα πρέπει να αφήσουμε την αντίληψη να συμβαίνει ανεμπόδιστα, να σταματήσουμε να παρεμβαίνουμε και να αλλοιώνουμε την αντίληψή μας. Η μετάβαση σε αυτή την Κατάσταση είναι μια φυσική δράση, μια αλλαγή της συνείδησης από μια υποκειμενική κατάσταση-δράση σε μια Αντικειμενική Κατάσταση. Είναι μια πραγματική Μετάβαση, μια μετάβαση τελείως έξω από το υποκειμενικό βίωμα. Δεν είναι υποκειμενική εμπειρία, βίωμα μέσα από ένα κέντρο αντίληψης, ούτε αλλαγή ή εξέλιξη των βιωμάτων του υποκειμένου. Δεν είναι δραστηριότητα του υποκειμένου, ούτε εμπειρία του υποκειμένου. Κι αυτό γιατί σταματούν ακριβώς όλες οι δραστηριότητες που παράγουν την υποκειμενική αντίληψη, την υποκειμενική εμπειρία, την υποκειμενική μνήμη. Όταν υπάρχει δραστηριότητα δημιουργείται κέντρο αντίληψης, υποκείμενο, υποκειμενική εμπειρία και οποιαδήποτε εμπειρία, εξέλιξη, αλλαγή, είναι υποκειμενική, εντός των δραστηριοτήτων του υποκειμένου.

Με άλλα λόγια αυτό που πολύ απλά λέει ο Πανταζάλι είναι ότι το το «νιρόντχα» είναι μια η φυσική δράση της μετάβασης από την υποκειμενική δραστηριότητα σε μια αντικειμενική ανοιχτή συνείδηση, ενώ σε οποιαδήποτε υποκειμενική δραστηριότητα, αλλαγή ή εξέλιξη η φυσική δράση είναι πάντα η υποκειμενική δραστηριότητα, δηλαδή αυτό που «κάνουμε», η σκέψη, κλπ. Στην δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει καμιά πραγματική αλλαγή, σε φυσικό επίπεδο. Συνεπώς η μόνη πραγματική έξοδος προς την ελευθερία είναι το «νιρόντχα», το σταμάτημα της παρέμβασής μας, η απόλυτη ηρεμία, η πλήρης διάλυση όλων των διαδικασιών που δημιουργούν οποιοδήποτε υποκείμενο, οποιαδήποτε υποκειμενική εμπειρία. Στο Αληθινό Γιόγκα, στο Αληθινό Σαμάντι, στο Αληθινό Νιρόντχα δεν υπάρχει υποκειμενική εμπειρία, απλά όλα συμβαίνουν. Γιόγκα είναι η έξοδος (η ολοκληρωτική έξοδος) από όλη την υποκειμενική δραστηριότητα. Δεν είναι ούτε δράση του υποκειμένου, ούτε εξέλιξη του υποκειμένου αλλά υπέρβαση του υποκειμένου σε μια Αντικειμενική Κατάσταση, στην Παγκόσμια Συνείδηση.

Όταν  βιώνεται η Αντικειμενική Κατάσταση της Συνείδησης (κι επειδή ακριβώς δεν υπάρχει διαδικασία δημιουργίας υποκειμενικής αντίληψης, διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου, δυαδικότητας) βιώνεται μια Κατάσταση Ενότητας της Επίγνωσης που τα περιλαμβάνει όλα. Σε αυτή την Κατάσταση η Αντίληψη είναι Πηγαία Αυθόρμητη Φυσική Ανεμπόδιστη Ανοιχτή. Στην πραγματικότητα λειτουργούμε σε μια Ανώτερη Περιοχή της Ύπαρξης, της Άμεσης Αντικειμενικής Αντίληψης που Συμβαίνει, σε ένα Ανώτερο Κέντρο Λειτουργίας της ύπαρξής μας. Αντιλαμβανόμαστε από μια Ανώτερη Σκοπιά, με μια Ανώτερη Όραση. Η Αντίληψη είναι Ενεργός και καλύπτει και τις κατώτερες περιοχές της αντίληψης, τις κατώτερες λειτουργίες της σκέψης, της συναίσθησης, της αίσθησης και της επαφής με τον εξωτερικό κόσμο, αλλά όλα γίνονται από το ανώτερο κέντρο ελέγχου κι η εμπειρία είναι αντικειμενική, χωρίς να χρωματίζεται από καμία υποκειμενική δραστηριότητα ή αντίληψη ή «αίσθηση». Τελικά η Μετάβαση από την υποκειμενική εμπειρία της ύπαρξης στην Αντικειμενική Αντίληψη της Ζωής είναι μια «λειτουργική μετάβαση». Κι αποτελεί μια Νέα Εμπειρία της ζωής.

Αυτή η Κατάσταση που περιγράφουμε (Δράση, Εμπειρία Ζωής) είναι ακριβώς το Αληθινό Σαμάντι, το Σαμάντι χωρίς υποστήριγμα. Μια Κατάσταση όπου δεν υπάρχει υποκείμενο, αντίληψη διαχωρισμού. Μια Επίγνωση ενότητας που δεν κρατιέται πουθενά και ρέει ελεύθερα. Μια κατάσταση επίγνωσης χωρίς κέντρο που τα περιλαμβάνει όλα (όλα όσα εισέρχονται στο πεδίο της). Είναι μια Κατάσταση όπου βιώνεται το Απόλυτο Παρόν, η Στιγμή που Ρέει. Ρέουμε μαζί με όλα. Εδώ. Τώρα. Κι αυτή η Εμπειρία (αυτό το Εδώ, Τώρα) περιλαμβάνει τα Πάντα κι όχι μόνο τον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων. Αυτή η Αίσθηση Παρουσίας Εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα κι αν δεν υπάρχουν μηνύματα από τον εξωτερικό κόσμο ή δεν υπάρχει καθόλου εξωτερικός κόσμος. Η Αληθινή Ύπαρξη Στηρίζεται μόνο στον Εαυτό της, όχι στην Αντίληψη, ή στην δημιουργία του κόσμου των φαινομένων.

Όταν δεν έχει επιτευχθεί αυτή η Κατάσταση της Απελευθέρωσης αυτό σημαίνει ότι λειτουργούμε ακόμα μέσα στην υποκειμενική συνείδηση, μέσα από ένα κέντρο αντίληψης και βιώνουμε τον διαχωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου, βιώνουμε την δυαδικότητα. Μόνο σε μια τέτοια κατάσταση έχει νόημα η άσκηση του γιόγκα, το σαμάντι με υποστήριγμα που έρχεται σαν ωρίμανση και ολοκλήρωση του σαμγιάμα, η συγκέντρωση, η διαδικασία η επίτευξη, κλπ. Στην πραγματικότητα όλη αυτή η άσκηση που περιγράφεται στα Γιόγκα Σούτρας, σαν ασάνα, πραναγιάμα, σαμγιάμα (νταράνα, ντυάνα, σαμάντι), είναι προπαρασκευαστική. Όλα αυτά είναι ένας έμμεσος τρόπος, ένας πλάγιος τρόπος να επιτευχθεί το «νιρόντχα». Από αυτή την άποψη το Σαμάντι με υποστήριγμα (με συγκέντρωση, κλπ) δεν διαφέρει από το Σαμάντι χωρίς υποστήριγμα. Γιατί την στιγμή που το Σαμάντι με τποστήριγμα ολοκληρώνεται , διαλύεται η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου κι έχουμε εμπειρία μιας ενιαίας επίγνωσης της πραγματικότητας, μιας αντικειμενικής εμπειρίας της πραγματικότητας. Τότε το Σαμάντι με υποστήριγμα γίνεται Σαμάντι χωρίς υποστήριγμα, «νιρόντχα», Καϊβαλγία. Έτσι ενώ με την άσκηση του Σαμάντι με υποστήριγμα φαίνεται ότι η εξέλιξη είναι «βαθμιαία» (γιατί κινούμαστε ακόμα μέσα στην υποκειμενική εμπειρία) την στιγμά ακριβώς που «επιτυγχάνουμε» το Αληθινό Σαμάντι και παύουν τελείως οι υποκειμενικές παρεμβολές στην αντίληψη, οι διακυμάνσεις της υποκειμενικής εμπειρίας (οι δικές μας δραστηριότητες) συμβαίνει μια «αιφνίδια» μεταβολή, εισερχόμαστε στην αντικειμενική εμπειρία της πραγματικότητας.  Με αυτή την έννοια διδάσκεται ότι η «Φώτιση» είναι και βαθμιαία και αιφνίδια.

Στην πραγματικότητα όλα αυτά που ήθελε να πει ο Πανταζάλι και που προσπαθούμε να περιγράψουμε εδώ είναι πολύ απλά, αν δώσουμε λίγη προσοχή. Η Ύπαρξη, η Συνείδηση λειτουργεί στο Βαθύτερο Υπαρξιακό Επίπεδο της Αληθινής Ύπαρξης, στο Επίπεδο της Φυσικής Ανόθευτης Αντίληψης που είναι μια Άμεση Σύλληψη της Πραγματικότητας, Ελεύθερη, Ανοιχτή Ανεμπόδιστη και Χωρίς Κέντρο και στο Επίπεδο της Εξωτερικής Δραστηριότητας όπου βιώνεται η υποκειμενική εμπειρία. Με άλλα λόγια η Συνείδηση Είναι Μέσα στο Αντικειμενικό (Πηγάζει και Στηρίζεται στο Αντικειμενικό), Αντιλαμβάνεται Φυσικά και Δρα Υποκειμενικά. Είναι, Αντιλαμβάνεται, Δρα. Πρέπει, σύμφωνα με τον Πανταζάλι να σταματήσει η εξωτερική υποκειμενική δραστηριότητα (που διαχωρίζει την ύπαρξη σε υποκείμενο-αντικείμενο) για να Αντιληφθούμε το Εσωτερικό Είναι σαν μια Ενότητα που τα περιλαμβάνει όλα. Αυτή η Αντικειμενική Συνείδηση, η Παγκόσμια Συνείδηση είναι μια Ανώτερη Κατάσταση σε σχέση με την περιορισμένη υποκειμενική εμπειρία. Εμβαθύνοντας στο Εσωτερικό Βίωμα του Είναι, διατρέχοντας τις Τρεις Εσωτερικές Περιοχές της Εμπειρίας του Είναι, εισερχόμαστε στην Περιοχή της Απόλυτης Σιωπής της Αληθινής Ύπαρξης, όπου κάθε αντίληψη καταπαύει (κι αυτό είναι το Αληθινό Καϊβαλγία). Εδώ η Ύπαρξη Αναπαύεται σον Εαυτό της, Απλά Ζει. Αυτή είναι η Οδός του Γιόγκα.

Ο Αληθινός Διαλογισμός


Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι αυθόρμητη φυσική αντίληψη, άμεση ανεμπόδιστη σύλληψη της πραγματικότητας, ανοιχτή επίγνωση χωρίς «κέντρο» που τα αγκαλιάζει όλα. Είναι με άλλα λόγια τρόπος αντίληψης, τρόπος όρασης της πραγματικότητας. Είναι η εμπειρία της πραγματικότητας, η πραγματικότητα, η αλήθεια. Εξορισμού είναι κάτι που βιώνεται αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να «επιτευχθεί», δεν είναι διαδικασία. Οποιαδήποτε δραστηριότητα, διαμόρφωση της φυσικής αντίληψης, αυτόματα είναι υποκειμενική δράση, δράση μέσω ενός κέντρου αντίληψης, είναι υποκειμενική εμπειρία. Μια τέτοια δράση δεν οδηγεί πέρα από το υποκείμενο. Συνεπώς δεν είναι αυτή η Οδός, αφού κάθε δράση είναι μια αδιέξοδη δραστηριότητα. Ούτε η «παραίτηση», απάρνηση ή απόρριψη, οδηγεί κάπου. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει δρόμος να οδηγεί στην ελευθερία. Γιατί; Επειδή κάθε προσπάθεια είναι υποκειμενική προσπάθεια, είναι προσπάθεια του υποκειμένου να βιώσει την ελευθερία. Προφανώς η Ελευθερία δεν μπορεί να είναι υποκειμενική εμπειρία, δεν μπορεί να επιτευχθεί από ένα υποκείμενο. Ο Αληθινός Διαλογισμός, η Βίωση της Πραγματικότητας, η Ελευθερία είναι μια Αντικειμενική Δράση που υπερβαίνει το υποκείμενο, απαιτεί την πλήρη διάλυση της υποκειμενικής αντίληψης, κάτι πέρα από την υποκειμενική εμπειρία.

Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα αυτά μπορούμε να κατανοήσουμε ότι δεν τίθεται θέμα διαλογιστικής προσπάθειας. Γιατί, ποιος θα διαλογιστεί; Από την στιγμή που αναδύεται η πρόθεση του διαλογισμού γίνεται φανερό ότι αναδύεται μέσα από μια υποκειμενική αντίληψη, βρισκόμαστε σε κατάσταση υποκειμενικής δραστηριότητας. Είναι μάταιο. Άρα η παραίτηση από όλα αυτά πρέπει να είναι αποτέλεσμα κατανόησης αυτού που συμβαίνει κι όχι να είναι «πρόθεση» ή «προσπάθεια». Και πρέπει να είναι πλήρης, ολοκληρωτική κι αμετάκλητη. Στην πραγματικότητα τι ακριβώς λέμε; Ότι πρέπει ακριβώς να ξεριζώσουμε το ίδιο το εγώ. Κι αυτό είναι τόσο πιο δύσκολο όσο περισσότερο ταυτίζουμε την ύπαρξή μας με την υποκειμενική αντίληψη, την υποκειμενική εμπειρία, την υποκειμενική ζωή.

Στην πραγματικότητα εμείς οι ίδιοι κρατιόμαστε μέσα στην αντίληψη του υποκειμένου και στην υποκειμενική δραστηριότητα κι εμπειρία. Είναι κάτι που εμείς κάνουμε. Δεν μας το επιβάλλει ούτε η μεταφυσική άγνοια, ούτε το κάρμα, ούτε οτιδήποτε άλλο. Είναι θέμα καθαρής θέλησης, επιθυμίας. Εμείς γατζωνόμαστε σε αυτού του είδους την εμπειρία και ζωή. Τελικά το τι ζούμε, πως ζούμε είναι καθαρά θέμα ηθικής.

Τελικά ο Αληθινός Διαλογισμός είναι μη-διαλογισμός, απόρριψη κάθε υποκειμενικής δραστηριότητας. Να είμαστε ήσυχοι, να αντιλαμβανόμαστε, φυσικά κι ανεμπόδιστα, κατανοώντας ότι όλα συμβαίνουν εδώ, τώρα, καθώς πρέπει να συμβαίνουν. Ο Αληθινός Διαλογισμός, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την ζωή, από την πλήρη αποδοχή της ζωής, όπως είναι, όπως συμβαίνει, μια ροή φαινομένων, εμπειρία της ροής. Εμπειρία στην οποία σημασία έχει «αυτός που βιώνει» κι όχι τα φαινόμενα. Κι αυτός που βιώνει δεν είναι κάποιος, κάποιο υποκείμενο, είναι η ίδια η  Αντικειμενική Συνείδηση, η ίδια η Ζωή, η ίδια η Ύπαρξη, Αυτό που Υπάρχει.

Η Ερμητική Μύηση


Ο Ερμητισμός της Ύστερης Αρχαιότητας αποτελεί αποκρυστάλλωση  της Ελληνικής Σοφίας που πηγαίνει τουλάχιστον 10 αιώνες πίσω. Έχοντας σαν αφετηρία τη Ορφική Μύηση και τα Μυστήρια κι έχοντας αφομοιώσει την Διδασκαλία όλων τω Διδασκάλων της Φιλοσοφίας, του Πλάτωνα, των Στωικών αναδύθηκε μέσα από το Γνωστικό Κίνημα (που ξεκίνησε ήδη τον 2ο π.Χ. αιώνα) σαν η κορύφωση της Ελληνικής Σοφίας (τους πρώτους μ.Χ. αιώνες). Αποτελεί ουσιαστικά τη τελική διατύπωση της Ελληνικής Σοφίας. Πολύ περισσότερο από μια διδασκαλία για την ύπαρξη, το άνθρωπο, την οδό, είναι μια πρακτική λύτρωσης, που δεν απομακρύνεται από την Πρακτική όπως την διατύπωσε ο Πλάτωνας στον Τίμαιο ή Περί Ψυχής, (67, c, d), αλλά την φωτίζει περισσότερο και την κάνει πιο συγκεκριμένη. Η Απελευθέρωση της Ψυχής νοείται σα Εμπειρία του Απολύτου, σαν Ανύψωση στην Τελική Πραγματικότητα κι όχι σαν πρόθεση ή προσπάθεια λύτρωσης μιας προσωπικής ψυχής, ενός υποκειμένου. Η Απελευθέρωση προσδιορίζεται σαν μια υπερυποκειμενική Αντικειμενική Εμπειρία της Συνείδησης. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της Εσωτερικής Κατανόησης που βαθαίνει ως την Αληθινή Ύπαρξη, ως το Κοινό Υπόβαθρο των πάντων.

Σύμφωνα με το Ερμητικό Κίνημα η Πραγματικότητα Είναι Μία. Δεν γίνεται αντιληπτή στην Βαθύτερη Ενότητά της που Υποστηρίζει τα πάντα, κάθε δραστηριότητα αντίληψης, κάθε εμπειρία ύπαρξης ή ζωής, κάθε φαινόμενο που αποτελεί περιεχόμενο επίγνωσης. Από Αυτή την Ζωντανή Πραγματικότητα (που συμβολικά ονομάζεται Πρώτος Νους ή Πατέρας, ή Άβυσσος) μπορεί να γίνει αντιληπτή μονάχα η Φωτεινή Παρουσία, σαν Αδιαίρετη Νοητική Ουσία που Αντανακλά το Βάθος της Πραγματικότητας. Είναι ο Δεύτερος Νους, ο Λόγος που γίνεται Πνεύμα Ενότητας και Ζωογόνος Ψυχή (στην Δημιουργική Εξέλιξή του). Ο Λόγος είναι Μια Αιώνια Φωτεινή Παρουσία του Είναι (το «Αιθέριο Φως») που αντανακλάται σαν Σταθερή Πραγματικότητα στον κόσμο του γίγνεσθαι, της κίνησης. Αυτή η δεύτερη αντανάκλαση είναι ο Δημιουργός Νους, ο «Δημιουργός», (το «Πυρ της Δημιουργίας»), το Στήριγμα όλων των παροδικών φαινομένων, των κόσμων και των όντων τους, δηλαδή του κατώτερου νοητικού κόσμου της δυαδικότητας, (του «αέρινου» κόσμου»), του κόσμου της ψυχικής πραγματικότητας (του «υδάτινου» κόσμου») και του εξωτερικού κόσμου που συντίθεται από την κατώτερη μορφή των Τεσσάρων Στοιχείων, του πυρός, του αέρα, του ύδατος και της γης, (ο «υλικός κόσμος»). Η Πραγματική Ουσία του Όντος, ο Λόγος που μετουσιώνεται σε Πνεύμα και Ψυχή μπορεί να αποκτήσει εμπειρία των κατώτερων κόσμων και της εξωτερικής ζωής όταν «ατομικοποιείται», όταν περιορίζεται σε ένα «κέντρο αντίληψης», όταν γίνεται υποκείμενο. Αυτή η υποκειμενική εμπειρία, ασφαλώς εδράζεται στην Αντικειμενική Πραγματικότητα κι είναι σαν γεγονός κάτι αντικειμενικό αλλά το περιεχόμενο της υποκειμενικής εμπειρίας (ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε κι ερμηνεύουμε τα πράγματα) είναι μια δική μας κατασκευή. Η Ανώτερη Ουσία, σαν ατομική ψυχή, υποκείμενο, είναι εδώ, στον εξωτερικό φορέα της και χρησιμοποιεί τις κατώτερες λειτουργίες (που αποτελούν ταυτόχρονα φορείς εκδήλωσης στα κατώτερα πεδία) του νου, της σκέψης δηλαδή, της ψυχικής συναίσθησης και των σωματικών αισθήσεων (με την χρήση του υλικού σώματος), που μας φέρνουν σε άμεση επαφή με τον εξωτερικό υλικό κόσμο.

Έτσι ο Άνθρωπος, σαν Ον, σαν είδος, και κατ’ επέκταση κάθε άνθρωπος, δεν είναι παρά η Αιώνια Αιθέρια Φωτεινή Ουσία που εκδηλώνεται ατομικά και συνδέεται μέσω των κατώτερων λειτουργιών με το σώμα και τον εξωτερικό υλικό κόσμο. Η «Σύνδεση» ανιχνεύεται εμπειρικά από τον Μυούμενο και δεν είναι μια θεωρητική γνώση ή νοητικές πληροφορίες. Με άλλα λόγια ο Μυούμενος «λειτουργεί», μαθαίνει να «λειτουργεί» στο σώμα και να χρησιμοποιεί ορθά τις δυνάμεις του. Αυτό που γίνεται τελικά κατανοητό είναι ότι ο Άνθρωπος είναι μια Παρουσία, Εδώ, στο σώμα, στις αισθήσεις, στις εμπειρίες της ζωής και του κόσμου. Αυτό συμβαίνει Τώρα, στην Στιγμή που Ρέει. Ο άνθρωπος όμως επεξεργάζεται αυτό το πρωταρχικό βίωμα της ζωής και δημιουργεί μια πιο πολύπλοκη αντίληψη της πραγματικότητας, που συχνά όμως γίνεται αναληθής, ψεύτικη. Τελικά, ο Άνθρωπος «Είναι» (η Αιώνια Ουσία). Κι αυτό μπορεί να το βιώσει εσωτερικά σαν μια Αιώνια Σταθερή Πραγματικότητα, πέρα από εξωτερικές εμπειρίες. Ταυτόχρονα ο άνθρωπος «λειτουργεί», ενεργεί,, σκέπτεται, συναισθάνεται, αισθάνεται, πράττει, ζει στον κόσμο (όλα αυτά είναι δράσεις, λειτουργίες).

Η Απελευθέρωση μπορεί να βιωθεί σαν απόσυρση της Ψυχής, της Ψυχικής Ενέργειας, της Προσοχής και δραστηριότητας από τις εξωτερικές λειτουργίες. Σταδιακά, από το σώμα, την ψυχική λειτουργία, την σκέψη, την αντίληψη του χωριστού υποκειμένου. Με άλλα λόγια η Απελευθέρωση βιώνεται σαν παύση όλων των εξωτερικών δράσεων, σαν βίωση της Εσωτερικής Πραγματικότητας. Η Απελευθέρωση της Ψυχής από τον εξωτερικό φορέα, σημαίνει την ανεξαρτησία της από την «σύνδεση», τις εμπειρίες, τις πληροφορίες. Δεν σημαίνει ότι όλες αυτές οι λειτουργίες δεν χρησιμοποιούνται. Απλά μπορούμε και χωρίς όλες αυτές τις δραστηριότητες.

Η Στροφή Έσω, η Απελευθέρωση της Ψυχής από τις εξωτερικές δραστηριότητες είναι στην πραγματικότητα καθαρά θέμα κατανόησης και θέλησης, απόφασης. Η Ψυχή απλά σταματά να κάνει αυτό που έκανε, να διοχετεύει ενέργεια στην σκέψη (δηλαδή στην «διαμόρφωση» της αντίληψης, των εισερχομένων πληροφοριών) και στις εξωτερικές δραστηριότητες. Αυτή η μετατόπιση προς το Εσωτερικό Είναι, που βιώνεται μέσα στην Ησυχία, στην παύση των εξωτερικών δραστηριοτήτων, αποτελεί μια Νέα Εμπειρία της Ύπαρξης, μια Νέα Αντίληψη της Ζωής, μια Νέα Όραση της Πραγματικότητας. Καθώς διαλύονται όλες οι παρεμβάσεις της σκέψης που αλλοιώνουν την αντίληψη, περιορίζοντάς την σε ένα «κέντρο», σε μια υποκειμενική αντίληψη, η αντίληψη, απελευθερωμένη, είναι πλέον αντικειμενική, ανοιχτή και ενοποιημένη, αγκαλιάζει τα πάντα, σε μια ενότητα. Αυτή η Νέα Εμπειρία της Ύπαρξης είναι μια Νέα Ύπαρξη, μια Νέα Γέννηση, Συνειδητοποίηση της Αιώνιας Φύσης μας. Αυτό είναι το περιεχόμενο της Ερμητικής «Παλλιγγενεσίας». Όσο η Ψυχή εξακολουθεί να συνδέεται με το σώμα βιώνεται η Ενότητα της Πραγματικότητας, η Αιώνια Παρουσία κι η ροή των παροδικών φαινομένων. Η «αποκοπή» από τις «εξωτερικές πληροφορίες» βιώνεται σαν πραγματική ανεξαρτησία της Ψυχής. Αυτό που βιώνεται εδώ, μέσα στην Περισυλλογή, γίνεται άμεση πραγματικότητα με τον οριστικό αποχωρισμό από το σώμα. Τότε, δεν έχουμε απλά Εμπειρία της Εσωτερικής Αιώνιας Πραγματικότητάς μας, αλλά εισερχόμαστε πραγματικά στο Φωτεινό Κόσμο της Ψυχής, του Πνεύματος, του Λόγου, και τελικά στο Άγνωστο Βασίλειο του Πατέρα.

Αυτό που θέλει να μεταδώσει τελικά η Ερμητική Παράδοση δεν είναι μια θεωρητική γνώση, διανοητικές πληροφορίες, έννοιες που προσπαθούν να περιγράψουν την πραγματικότητα. Όλα αυτά είναι στην πραγματικότητα σκουπίδια της σκέψης. Η Γνώση για την οποία μιλάμε εδώ, είναι η Άμεση Σύλληψη του Εσωτερικού Όντος, η Άμεση Βίωση της Εσωτερικής Πραγματικότητας και τελικά ή Άμεση Εμπειρία του Θεού μέσα στην απόλυτη ακινησία της αντίληψης. Εδώ, στο Αληθινό Βασίλειο του Πατέρα Νου Μονάχα η Ζωή Ανασαίνει, χωρίς διακριτικά σημάδια ή οτιδήποτε μπορεί να περιγραφεί.

Η Οδός των Μυστικών (Μάιστερ Έκκαρτ)


Μιλώντας για τους Μυστικούς του Χριστιανισμού, ιδιαίτερα για τον Μάιστερ Έκκαρτ, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτός ο άνθρωπος όταν αναφέρεται στην διάκριση του Θεού από την Θεότητα, στην Αληθινή Φύση της Ψυχής, στην Μυστική Ένωση με τον Θεό, αναφέρεται σε βιωματικές εμπειρίες του, σε πράγματα που βίωσε ο ίδιος, όχι σε θεολογικές έννοιες που συλλαμβάνονται με την διανόηση, σε πραγματικότητες που επεξεργάζεται η σκέψη. Ο Έκκαρτ ζούσε στον Πραγματικό Κόσμο των εμπειριών, όχι στον διανοητικό κόσμο των θεολόγων, των φιλοσόφων και των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος που, όλοι αυτοί, ούτε τον «κατάλαβαν», ούτε μπορούσαν να τον δεχθούν σαν «δικό» τους. Ο Έκκαρτ παραμένει ακόμα σήμερα «αιρετικός». Ίσως αυτός να είναι και ο σοβαρότερος λόγος για να ενδιαφερθεί κάποιος για την Βιωματική Διδασκαλία του και να βαδίσει μαζί του μέχρι την Άμεση Εμπειρία της Θεότητας.

Υπάρχει (για τον Έκκαρτ) Μια και Μόνο Πραγματικότητα που τα περιλαμβάνει όλα. Αυτή η Μία Πραγματικότητα δεν μπορεί να ανιχνευθεί στην Βαθύτερη Ενότητά Της. Είναι η Ζωντανή Ακίνητη Θεία Ουσία που Πάλλει από Ζωή. Είναι το Βάθος της Θεότητας (Grund der Gottheit), το Θεμέλιο, η Ουσία κι η Ζωή όλων. Το Grund είναι το «Έδαφος», το Θεμέλιο, το Βάθος, η Πρώτη Αιτία κι Αρχή, η Βαθύτερη Κρυμμένη Ουσία, το Ανεξερεύνητο Βάθος της Θεότητας, η Πρωταρχική Αδιαφοροποίητη Ενότητα που Υποστηρίζει κάθε εκδήλωση ύπαρξης. Με άλλα λόγια η Θεότητα είναι το Απόλυτο Βάθρο που Περιέχει τα πάντα. Κι είναι η Ουσία των Πάντων, το Βάθος όλων των υπάρξεων. Όλες οι άλλες καταστάσεις του Όντος δεν είναι παρά «εξωτερικές εκδηλώσεις». Αυτό που μπορεί να γίνει αντιληπτό από το Άγνωστο Βάθος είναι ο «Θεός», Αυτό που συλλαμβάνεται σαν Αληθινό Είναι, Αιώνια Νοητική Ουσία που Αντανακλά το Βάθος της Θεότητας και Μεταδίδει το Είναι μέσα στην «Δημιουργία». Όλα τα όντα υπάρχουν εκ του Πατρός (Εδράζονται στην Θεία Ουσία), δια του Υιού (Ταυτίζονται με την Θεία Ουσία), εν Αγίω Πνεύματι (Αποτελούν Μια Ενότητα). Η Εξωτερική Δημιουργία δεν έχει αληθινή ουσία, («αληθινό είναι»), είναι μονάχα κίνηση μέσα στον χρόνο που ρέει, κίνηση που δεν αφήνει ίχνη.

Η Θεότητα, το Βάθος της Θείας Ουσίας, είναι ξ Άρρητη Ενότητα των Πάντων. Εδώ Ταυτίζονται όλα. Το Βάθος του Θεού, το Βάθος των όντων, το Βάθος του ανθρώπου είναι η Ίδια Ουσία. Σύμφωνα με τον Έκκαρτ «Θεός κι Άνθρωπος έχουν το ίδιο Βάθος».  Αυτό δεν είναι μια θεωρητική διαπίστωση ή μια απλή πεποίθηση για τον Έκκαρτ. Είναι κάτι που βίωσε και κατανόησε και προσπάθησε να μεταδώσει. Αυτή ακριβώς η εμπειρική διαπίστωση που την εξέφρασε δημόσια τον οδήγησε στην καταδίκη από την επίσημη εκκλησία.

Η Ψυχή (η Ουσία του Ανθρώπου), ταυτιζόμενη με το Βάθος του Θεού είναι κάτι αδημιούργητο. Ταυτόχρονα, καθώς η Ψυχή αναδύεται στην Ύπαρξη είναι κάτι που Αντανακλά το Βάθος της Θεότητας, Μια Εικόνα της Θεότητας, που Αντανακλά την Θεότητα σε διάφορους βαθμούς, που αντιστοιχούν στην Αποκάλυψη του Θεού σαν Πατέρα, Υιού και Πνεύματος και συνιστούν τις Τρεις Ανώτερες Λειτουργίες του Εσωτερικού Ανθρώπου (την Εσωτερική Αντίληψη του Είναι, τον «εσωτερικό οφθαλμό» του ανθρώπου). Η Ψυχή έχει Εμπειρία της Ενότητας στο Φωτεινό Βασίλειο του Είναι. Παράλληλα η Ψυχή εκδηλώνεται στους κατώτερους κόσμους της δημιουργίας, (κατώτερο νοητικό, ψυχικό και υλικό) με ανάλογες δυνάμεις φορείς. Η Ψυχή, στον εξωτερικό υλικό κόσμο εκδηλώνεται με τις Τρεις Κατώτερες Λειτουργίες του Εξωτερικού Ανθρώπου (την διανόηση-σκέψη, την συναίσθηση και τις αισθήσεις του σώματος, που μας φέρνουν σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, τον «εξωτερικό οφθαλμό» του ανθρώπου). Η εξωτερική εμπειρία και ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά σύνδεση με φαινόμενα που συνεχώς αλλάζουν κι αναλώνονται χωρίς να αφήνουν τίποτα.

Η Αληθινή Ουσία της Ψυχής, ο «Σπινθήρας» όπως το ονομάζει ο Έκκαρτ, είναι ταυτόχρονα, το Βάθος του Θεού, κάτι αδημιούργητο που γίνεται αντιληπτό σαν Αντανάκλαση του Θεού, Εικόνα του Θεού, κάτι που «δίδεται» κατά Χάριν. Η Αληθινή Ουσία της Ψυχής βρίσκεται στο Εσώτερο Βάθος μας, Αδημιούργητη και δημιουργημένη ταυτόχρονα. Κάτι που ο Έκκαρτ βίωσε εμπειρικά, αλλά όλοι όσοι δεν είχαν αυτή την εμπειρία δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν διανοητικά και να ερμηνεύσουν θεολογικά. Έτσι ο Έκκαρτ παρέμεινε, μέχρι σήμερα, παρεξηγημένος. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία, κατά τον Έκκαρτ, για τον άνθρωπο, είναι να αποσπασθούμε από τον εξωτερικό παροδικό φαινομενικό κόσμο και να βιώσουμε εσωτερικά την Πνευματική Ενότητα, την Μοναδικότητα του Λόγου, την Αληθινή Φύση του Πατέρα, που Εδράζονται στην Μοναδική Θεία Ουσία, στην Θεότητα.

Η Πλήρης κι Ολοκληρωτική Απόσπαση (Abgeschiedenheit) είναι η Αληθινή Οδός του Ανθρώπου, που μπορεί να μας Οδηγήσει στο Φωτεινό Βασίλειο του Είναι, πέρα από τον κόσμο των παροδικών φαινομένων. Η Απόσπαση έχει το νόημα της εσωτερικής απελευθέρωσης, την μη εξάρτηση. Η χρήση των κατωτέρων λειτουργιών, όπου κρίνεται αναγκαίο, γίνεται απρόσκοπτα και χωρίς περιπλοκές. Στην πραγματικότητα, για τον Έκκαρτ, αυτή η «απόσπαση» είναι θέμα θέλησης, «ηθικής» κι όχι μια μέθοδος ή μια αυστηρή πρακτική. Παρόλα αυτά ο Έκκαρτ, για παιδαγωγικούς λόγους, μιλά για τον άνθρωπο, την «σύνθεση» του ανθρώπου, τις Επτά Δυνάμεις του ανθρώπου (τον Θείο «Σπινθήρα», τις Τρεις Ανώτερες Εσωτερικές Δυνάμεις Αντίληψης της Ενότητας του Είναι, τις τρεις κατώτερες εξωτερικές δυνάμεις της σκέψης που συνθέτει το ψεύτικο εγώ του ανθρώπου, της συναίσθησης και της σωματικής αίσθησης) και τα Έξη Σκαλοπάτια της πνευματικής προόδου που οδηγούν ως την Τελική Ένωση με τον Θεό, στην Βίωση του Εσώτερου Βάθους της Ψυχής, που Ταυτίζεται με το Βάθος της Θεότητας. Αυτό το Βίωσε ο Έκκαρτ για αυτό και ομολόγησε ότι «Στο Βάθος της Ψυχής, εκεί το Βάθος του Θεού και το Βάθος της Ψυχής είναι Ένα Βάθος». Για όσους ανέρχονται βιωματικά Ως τον Θεό, Θεός και Ψυχή αποτελούν μια Τέλεια Αδιάρρηκτη Ενότητα-Ταυτότητα. Όλα τα άλλα που λέγονται προέρχονται από την ταπεινή σκέψη των ανθρώπων που σέρνεται στις σκιές των πραγμάτων και κονταροχτυπιέται με τις λέξεις.

Ο Έκκαρτ είχε Άμεση Εμπειρία του Θεού, πέρα από κάθε αντίληψη, είχε εισχωρήσει με τον θάνατο του εγώ και την Πλήρη Παράδοση στον Θεό, στο Μεγάλο μυστήριο της Θεότητας. Δεν ήταν δυνατόν να τον καταλάβουν αυτοί που σέρνονται στις εξωτερικές δραστηριότητες κι αισθήσεις. Ο Έκκαρτ μιλούσε για το Φωτεινό Βασίλειο της Ενότητας του Είναι, για την Ουσία των πάντων κι οι άλλοι φλυαρούσαν θεολογικές ανοησίες. Ίσως αυτό που εξόργισε τους διώκτες του ήταν η απόλυτη ειλικρίνειά του. Είπε, «Λέγω ότι υπάρχει κάτι το οποίο είναι υπεράνω της δημιουργημένης φύσης της ψυχής, κι όμως μερικοί ιερείς δεν καταλαβαίνουν ότι υπάρχει κάτι το οποίο είναι τόσο συγγενές με τον Θεό και τόσο ένα (με τον Θεό)». Στον πλανήτη των ανθρώπων (των homo simian) κανένας δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Η ΑληθινήΔράση


Αυτοί που κατανόησαν, ίσως περισσότερο και καλύτερα, τι είναι πραγματικότητα και που ο άνθρωπος «ξεφεύγει» είναι οι ταοϊστές σοφοί που ακολουθούσαν απλά το Ρεύμα της Ζωής. Πολύτιμη σοφία που πέρασε ήσυχα στους δασκάλους του Τσαν και τους γνήσιους ακόλουθους του Ζεν.

Η Ζωή είναι αυτό το Συνολικό Φαινόμενο που εκδηλώνεται εδώ, τώρα (το σύνολο της πραγματικότητας κι όχι ό,τι αντιλαμβάνεται ο κάθε ανόητος). Η Ζωή απλά εκδηλώνεται, ρέει. Δεν χρειάζεται ούτε ερμηνείες, ούτε καθοδήγηση. Συμβαίνει από μόνη της κι ακολουθεί πάντα τον ορθότερο δρόμο. Δεν χρειάζεται να νοιάζεται κανένας για τίποτα. Δεν χρειάζεται διδασκαλία, δεν χρειάζονται γνώσεις ή μνήμες, στάχτες του παρελθόντος. Η αληθινή ζωή βρίσκεται στην άμεση επαφή με αυτό που συμβαίνει. Η πραγματική ζωή δεν έχει να κάνει ούτε με σκέψεις, ούτε με πεποιθήσεις, ούτε με πράξεις. Όταν όλα συμβαίνουν, όπως πρέπει να συμβούν, οποιοδήποτε σχόλιο είναι περιττό. Η αληθινή ζωή (ή η ζωή του ζεν) είναι πραγματική δράση, δεν έχει καμιά σχέση με τον διανοητικό κόσμο των ανθρώπων, με την σκέψη τους και τις λέξεις τους. Την ζωή απλά την ζεις. Δεν την περιγράφεις, δεν την διδάσκεις. Και το μόνο που μπορείς να υποδείξεις είναι η ανθρώπινη ανοησία.

Ε! Ξύπνα! Δες, πόσο ήσυχα είναι όλα! Λειτουργεί!

Τελικά!


Τελικά; Τελικά τι; Μπορείς να Μείνεις Ήσυχος; Να αφουγκραστείς την Ζωή; Να Είσαι Εδώ, Τώρα; Όχι μόνο σε αυτά που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις. Όχι μόνο στα χωρίς ίχνη φτερουγίσματα της φαντασίας. Όχι μόνο σε  Ό,τι μπορεί να γίνει αντιληπτό. Μπορείς να Είσαι Εδώ, Τώρα, στο Απέραντο Βάθος που δεν είναι ούτε ύπαρξη, ούτε παρατηρητής, ούτε εμπειρία. Εδώ. Τώρα! Εδώ, που Σβήνουν Όλα, Τώρα, που δεν Τελειώνει Ποτέ!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~