CIRCLE OF LIGHT

CIRCLE OF LIGHT
18. The Sound of Pure Presence: A Mystical Journey into Undifferentiated Existence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM STUDIES

ESOTERISM STUDIES
*BOOKS*
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE

ESOTERISM ACADEMY NEW ARTICLE
Suturday, 13 December, 2025

Monday, October 12, 2015

Η Ιερή Πρακτική

 By Unseen


Είναι διαπιστωμένο, από ιστορικές έρευνες αλλά και ιστορικά ευρήματα, ότι ο άνθρωπος είχε «θρησκεία», θρησκευτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, εδώ και, τουλάχιστον, 30.000 χρόνια. Τελείως φυσιολογικά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε παρά να στρέψει την προσοχή του στο περιβάλλον του και να αναζητήσει την Πηγή της Ύπαρξης στην Ίδια την Φύση. Όχι απλά την Φύση που ένοιωθε με τις αισθήσεις, αλλά το Άγνωστο Βάθος της, την Μυστηριώδη Φύση που τα Αγκαλιάζει όλα. Ο άνθρωπος λάτρεψε την Μητέρα Φύση, με τις αισθήσεις αποδεχόμενος τα αγαθά της Τροφοδότριας Μάνας και νοιώθοντας ευγνωμοσύνη. Την λάτρεψε με την δύναμη της ψυχής του νοιώθοντας τον βαθύτερο δεσμό του με την Φύση. Κι όσο αναπτυσσόταν ο άνθρωπος σε νοημοσύνη κι αντίληψη προσπάθησε να διερευνήσει την Φύση με την σκέψη. Κι έφτασε, τουλάχιστον αποδεδειγμένα, πριν 4.000 χρόνια, να συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε Κάτι Πραγματικό πίσω από αυτά που συνελάμβανε με την σκέψη κι ονομάτιζε με λέξεις. Η Αλήθεια είναι πέρα από την περιγραφή της Αλήθειας. Κάποιοι άνθρωποι προχώρησαν τα τελευταία 3.000 χρόνια ακόμα πιο μακριά. Η Πραγματικότητα βρίσκεται Πέραν κάθε αντίληψης.
Παράλληλα με την πρόοδο της ανθρώπινης θρησκευτικής αντίληψης έγινε κατανοητό ότι η Ύπαρξη μπορούσε να εκδηλωθεί σε Πέντε Πεδία, ότι υπάρχουν Πέντε Κοσμικοί Χώροι Εκδήλωσης, Πέντε Κόσμοι. Αυτό ισχύει βέβαια όσο ένα περιορισμένο ον που σαν Βαθύτερη Ουσία πηγάζει από το Μεγάλο Άγνωστο βρίσκεται στον Σχετικό Χώρο της Εξέλιξης. Γιατί όπως μαρτύρησαν κάποιοι Σοφοί Άνθρωποι, όταν Βιώνει κάποιος την Πραγματικότητα Βλέπει ότι η Πραγματικότητα Είναι Μία και ενώ τα Περιλαμβάνει Όλα ταυτόχρονα δεν υπάρχει Μέσα στην Φωτισμένη Αντίληψη καμία διάκριση.
Έτσι, από πολύ νωρίς, εφόσον το ζητούμενο από τον άνθρωπο ήταν πάντα η Ανύψωση ως την Πραγματικότητα, η Βίωση της Πραγματικότητας, δημιουργήθηκαν διάφορες πρακτικές Πνευματικής Ανύψωσης. Στην πραγματικότητα, εφόσον ο σκοπός είναι η Βίωση της Πραγματικότητας, όλες οι πρακτικές δεν έχουν άλλο έργο από το να μας οδηγήσουν πέρα από τους περιορισμούς, του κόσμου, των αισθήσεων, της ψυχής, της σκέψης, της ίδιας της αντίληψης. Στην πραγματικότητα, μέσα στην Παγκόσμια Θρησκευτική Παράδοση η Θρησκεία είναι Μία, η Θρησκεία της Πραγματικότητας. Οι επιμέρους περιγραφές και διαφοροποιήσεις είναι εξωτερικές και χωρίς σημασία. Το ίδιο και οι περιγραφές των Κόσμων μέσα στις διάφορες θρησκείες είναι σχεδόν όμοιες. Και η Ιερή Τεχνική, η Πρακτική της Πνευματικής Ανύψωσης είναι η Μία Τεχνική της Βίωσης της Πραγματικότητας με την Απελευθέρωση της Συνείδησης από τους εξωτερικούς περιορισμούς. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνο ένας Δρόμος που Οδηγεί στην Πραγματικότητα στην Αλήθεια, ό,τι κι αν λένε οι αμαθείς. Την Υπέρτατη Πραγματικότητα δεν μπορούμε να την βρούμε ούτε με τις αισθήσεις, έξω στον κόσμο, ούτε με τα συναισθήματα, ούτε με την σκέψη, τις διδασκαλίες, τις θεολογίες. Πρέπει να πάμε πέρα από όλα αυτά, πέρα κι από την σκέψη, Βαθιά Μέσα μας, στην Καρδιά της Ύπαρξής μας. Να έρθουμε σε Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, να Βιώσουμε την Ενότητα της Ύπαρξης. Πρέπει, ακόμα Πιο Βαθιά να Βγούμε στο Άγνωστο Όπου καμία αντίληψη δεν εισχωρεί, καμία ιδιότητα δεν μπορεί να ανιχνευθεί, ένα Πλήρες Κενό για τις δικές μας μικρές δυνάμεις. Ένα Κενό όμως που δεν είναι το κενό του τίποτα, αλλά ένα Άγνωστο Ζωντανό Πλήρες από το Οποίο Πηγάζουν Όλα. Η Άγνωστη Φύση, η Αληθινή Ουσία, που οι άνθρωποι λάτρευαν εδώ και 30.000 χρόνια κι οι σημερινοί χριστιανοί ταυτίζουν με την Πλατυτέρα των Ουρανών, που δεν είναι βέβαια το μικρό ανθρώπινο κορίτσι, η Αγαπημένη Γλυκιά Μαρία, αλλά Κάτι Πολύ-Πολύ Πλατύτερο.
Όταν λοιπόν Ο Ορφέας, ο Μύστης του Ολύμπου, περπατούσε στη γη, λίγο μετά τους Ποιητές, λίγο πριν τους Φιλοσόφους, όπως λέει ο Αριστοτέλης, υπήρχε ήδη μια Πανάρχαια Παγκόσμια Θρησκευτική Παράδοση. Ο Ορφέας δεν τα δημιούργησε όλα μόνος του. Όμως αναμόρφωσε βαθιά την θρησκεία των προγόνων του και της έδωσε ένα βαθύτερο νόημα και μια πιο πρακτική οργάνωση. Ακόμα κι αν οι δήθεν ιστορικοί κι οι προκατειλημμένοι χριστιανοί αρνούνται την ιστορική ύπαρξη του Ορφέα, το μαρτυρούν τα Ορφικά Μυστήρια, οι Ορφικοί Θίασοι, που χρησιμοποίησε σαν πρότυπο ο Πυθαγόρας κι οι πυθαγόρειοι και γενικά το Έργο που άφησε ο Ορφέας. Απλά η αποδοχή της ιστορικής ύπαρξης του Ορφέα και του Ορφισμού αποδεικνύει ότι ο χριστιανισμός που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Αυτοκρατορία (όχι ο χριστιανισμός του Ιησού, αλλά ο χριστιανισμός των μεταχριστιανικών αιώνων) είναι κακό αντίγραφο του Ορφισμού. Ο Ορφέας λοιπόν ήταν αυτός που όχι μόνο αναμόρφωσε την Διονυσιακή Θρησκεία, δίνοντάς της ένα Βαθύτερο περιεχόμενο κι όχι καταστρέφοντάς την, αλλά και Εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια την Ιερή Πρακτική της πνευματικής Ανύψωσης ως το Θείο.
Η Ιερή Πρακτική του Ορφέα μιλούσε βέβαια για την Μια και Μοναδική Πραγματικότητα Εντός της Οποίας Συμβαίνουν Όλα. Υπάρχει Μόνο Μια Ψυχή κι όλες οι Ψυχές Είναι Αυτή η Μία Ψυχή. Αλλά για να Φτάσει μια περιορισμένη Ψυχή να Βιώσει αυτή την Πραγματικότητα έπρεπε να υπερβεί τους περιορισμούς μέσα στους οποίους την είχε οδηγήσει η ύπαρξη, το ταξίδι στα διάφορα Πεδία, στους διάφορους Κόσμους. Κι εδώ υπήρχε η ανάγκη να μιλήσουμε για τις Βαθμίδες της Απελευθέρωσης. Με αυτή την έννοια υπάρχουν βαθμίδες. Κι οι Βαθμίδες είναι Πέντε γιατί σε Πέντε Πεδία λειτουργεί η Συνείδηση, γιατί γίνονται αντιληπτοί Πέντε Κόσμοι Εμπειρίας και αναγνωρίζονται Μία Πραγματικότητα και τέσσερα είδη περιορισμών (σύνολο Πέντε). Οι Πέντε Βαθμίδες της Ιερής Πρακτικής που Δίδαξε ο Ορφέας, πηγάζουν από την Πανάρχαια Παγκόσμια Θρησκευτική Αντίληψη κι από την Πανάρχαια Παγκόσμια Θρησκευτική Εμπειρία στην Οδό της Απελευθέρωσης. Αυτή την πρακτική παρέδωσε ο Ορφέας στην ανθρωπότητα και την διατήρησαν οι Ορφικοί Θίασοι και 100 περίπου χρόνια μετά τον Ορφέα ο Πυθαγόρας της έδωσε νέα πνοή. Οι Πυθαγόρειοι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τους νεότερους φιλοσόφους. Όλοι σχεδόν οι Φιλόσοφοι δύο πηγές της Αληθινής Γνώσης αναγνωρίζουν τους Ορφικούς και τους Πυθαγόρειους (που είναι το ίδιο). Η Ορφική Διδασκαλία αναζωογόνησε τα Ελευσίνια Μυστήρια που (όπως εξηγούμε σε ειδικό άρθρο) είχαν Πέντε Μυητικές Βαθμίδες κι όχι τρεις όπως γνωρίζουν και υποστηρίζουν οι αμαθείς. Η Παραδοχή των Πέντε Βαθμίδων συμφωνεί με την Παγκόσμια Εσωτερική Παράδοση, ενώ οι τρεις βαθμίδες δεν οδηγούν στην έξοδο από τον κόσμο του γίγνεσθαι, των φαινομένων.  Η Ορφική Διδασκαλία επηρέασε βαθιά και την Δελφική Λατρεία. Η Ιερή Πρακτική λοιπόν ήταν κάτι που Γνώριζαν οι Μύστες σε όλα τα Μυητικά Κέντρα.
Κι ο ίδιος ο Πλάτωνας είχε γνωρίσει την Διδασκαλία αλλά και την Πρακτική Βίωση της Αλήθειας και από την γενικότερη παιδεία του και από την επαφή του με τον Σωκράτη που ήταν Μυημένος κι ασφαλώς και από τους πυθαγόρειους κύκλους με τους οποίους σχετιζόταν από νέος. Στην Ακαδημία που ο Πλάτωνας ίδρυσε κατά το πρότυπο των πυθαγόρειων συλλόγων, ένα κοινόβιο μυημένων στην πραγματικότητα, διδάσκονταν η Ιερή Πρακτική. Ο Πλάτωνας στα βιβλία του έλεγε πολύ λίγα, όχι μόνο γιατί δεν επιτρεπόταν στους Μύστες να μιλούν φανερά για τα Μυστήρια αλλά και γιατί επρόκειτο εδώ για κάτι που ήταν καθαρά πρακτικό κι η θεωρητική περιγραφή του δεν θα είχε και τόση σημασία. Πάντως στον Φαίδωνα ο Πλάτωνας κάνει μια σαφή αναφορά στην Ιερή Πρακτική:
- Κάθαρσις δε είναι άρα ου τούτο ξυμβαίνει, όπερ πάλαι εν τω λόγω λέγεται, το χωρίζειν ότι μάλιστα από του σώ­ματος την ψυχήν και εθίσαι αυτήν καθ’ αυτήν πανταχόθεν εκ του σώματος συναγείρεσθαί τε και αθροίζεσθαι, και οικείν κατά το δυ­νατόν και εν τω νυν παρόντι και εν τω έπειτα μόνην καθ’ αυτήν, εκλυομένην ώσπερ εκ δεσμών εκ του σώματος;
- Πάνυ μεν ουν, έφη.
- Ουκούν τούτό γε θάνατος ονομάζεται, λύσις και χωρισμός ψυχής από σώματος;
- Παντάπασί γε, ή δ’ ος.
- Λύειν δε γε αυτήν, ώς φαμεν, προθυμούνται αεί μάλιστα και μόνοι οί φιλοσοφούντες ορθώς, και το μελέτημα αύτο τούτό εστιν των φιλοσόφων, λύσις και χωρισμός ψυχής από σώματος ή ου;
- Φαίνεται.
- Κάθαρσις δε δεν συμβαίνει να είναι άραγε αυτό, πού από πα­λιά λέγεται, δηλαδή ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα όσον το δυνατόν και ο εθισμός της να χωρίζεται από το σώμα, να κλείνεται στον εαυτό της, να αυτοσυγκεντρώνεται και να ζει και τώρα και έπειτα ανεξάρτητη, απελευθερωμένη από το σώμα σαν από φυλα­κή;
- Βέβαια, είπε ό Σιμμίας.
- Μα αυτό δεν λέμε πώς είναι ό θάνατος, δηλαδή μια απελευθέ­ρωση και χωρισμός ψυχής από το σώμα;
- Οπωσδήποτε, είπε αυτός.
- Αυτή την απελευθέρωση, όπως λέμε, την επιδιώκουν με προθυμία πάντα μόνον όσοι φιλοσοφούν σωστά, και αυτή η έννοια απασχολεί τούς φιλοσόφους, η απελευθέρωση και ό χωρι­σμός ψυχής και σώματος ή όχι;
- Είναι φανερό.
Εδώ βέβαια ο Πλάτωνας μιλά γενικά για την Ιερή Πρακτική αλλά σε κάθε ευκαιρία, στα γραπτά του, αναφέρεται στις Πέντε Μυητικές Βαθμίδες. Το υποδηλώνει άλλωστε η όλη φιλοσοφική αντίληψή του για την Πραγματικότητα. Η Μόνη Πραγματικότητα, για τον Πλάτωνα Είναι το Ένα, το Αγαθόν. Ο Κόσμος του Γίγνεσθαι δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της Δραστηριότητας του Ενός, ένας Κόσμος Αντίληψης, ένα κόσμος φαινομένων, που αντλεί την ύπαρξή του από το Αληθινό Είναι και Συμμετέχει στο Είναι για να υπάρξει και δεν διαθέτει δική του ανεξάρτητη ουσία. Κι όλα τα υλικά φαινόμενα δεν έχουν δική τους ουσία παρά αντλούν την ύπαρξή τους από την Συμμετοχή τους στο Είναι και τις αιώνιες ιδέες.
Έτσι για τον Πλάτωνα ο Κόσμος (σαν Συνολική Πραγματικότητα) έχει Πέντε Πεδία (έτσι φαίνεται στα περιορισμένα όντα):
Το Αγαθόν , το Τελείως Είναι, το Όντως Ον.
Το Είναι, το Ον.
Ο Αιώνιος Κόσμος των Ιδεών, των Αληθινών Όντων.
Ο κόσμος της Ψυχής, η ψυχή, οι ψυχές.
Ο κόσμος των υλικών φαινομένων.
Συχνά ο Πλάτωνας και γενικότερα οι Αρχαίοι Σοφοί χρησιμοποιούσαν τον όρο «Ψυχή», με διάφορες σημασίες. Η αληθινή σημασία βγαίνει από τα λεγόμενα. Έτσι Ψυχή μπορεί να σημαίνει (όπως στο απόσπασμα του Φαίδωνα που αναφέραμε) το Πνευματικό Στοιχείο που ενσωματώνεται. Μπορεί να σημαίνει την αστρική ψυχή που είναι  ο κόσμος των συναισθημάτων και των βουλήσεων καθώς κι ο μεταθανάτιο φορέας μας. Μπορεί να σημαίνει την υλική ψυχή που εγκαθιδρύεται κατά την ενσωμάτωση σαν αντιστοιχία ανάμεσα στην δράση του Πνευματικού Στοιχείου και του εγκεφάλου, του νευρικού συστήματος, του σώματος γενικότερα.
Έτσι κατά αντιστοιχία της «Κοσμοαντίληψης» του Πλάτωνα και της Διδασκαλίας της Ακαδημίας οι Πέντε Βαθμίδες της Ιερής Πρακτικής είναι:
Η Βίωση της Μιας Μοναδικής Πραγματικότητας.
Η Βίωση της Ενότητας της Ύπαρξης, η Καθαρή Νόηση, η Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα του Κόσμου.
Η Υπέρβαση της κατώτερης διανόησης, δηλαδή της σκεπτοδιαδικασίας, της μέσω της σκέψης διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.
Η κάθαρση της κατώτερης (αστρικής) ψυχής και του συναισθηματικού κόσμου μας.
Η κάθαρση της υλικής ψυχής, των σωματικών δραστηριοτήτων και των εξωτερικών πράξεων, έξω, στον κόσμο.
Τελικά, όπως είπαμε και στην αρχή η Ιερή Πρακτική δεν έχει μόνο Πανάρχαια και Παγκόσμια Καταγωγή αλλά την συναντάμε επίσης σε όλες τις παραδόσεις. Βεβαίως όπως το αποδεικνύουν έμπρακτα όλοι οι Σοφοί, Παγκόσμια αλλά και στην Αρχαία Ελλάδα, αυτός είναι ένας πρακτικός δρόμος Απελευθέρωσης. Πρέπει να τον Βαδίσουμε. Πρέπει να Απελευθερωθούμε. Πρέπει να το κάνουμε. Ούτε η θεωρητική γνώση, ούτε οι συζητήσεις περί τους Οδού έχουν κανένα νόημα. Είναι ένας Καθαρά Βιωματικός Δρόμος. Την Αλήθεια την Ζούμε. Δεν αρκούμαστε στην νοητική περιγραφή της, γιατί αυτό δεν είναι Αλήθεια, είναι απλά πληροφορίες για την Αλήθεια. Δεν ξεδιψάς περιγράφοντας το νερό ή λέγοντας νερό, νερό, νερό, ούτε χορταίνεις βλέποντας σε φωτογραφίες νόστιμα φρούτα.
Η Αλήθεια Είναι Εδώ. Κι ο Μόνος Δρόμος για να την Βιώσουμε είναι Μέσα μας. Ο Πλάτωνας όπως όλοι οι Δάσκαλοι αναφέρεται απλά στην Οδό. Αλλά πρέπει καθένας, μόνος του, αυτός ο ίδιος, να Βαδίσει την Οδό της Κατανόησης, να ξεπεράσει τους εξωτερικούς περιορισμούς να Κατακτήσει την Αληθινή Αυτογνωσία, να Έρθει σε Άμεση Επαφή με το Θείο Μέσα του, Μέσα μας, Μέσα σε Όλα.
Στην πραγματικότητα η Ιερή Πρακτική έχει σκοπό, ενόσω ζούμε να στραφούμε Έσω κι αποσύροντας την συνειδητότητα από τον εξωτερικό κόσμο και τις κατώτερες λειτουργίες να Βιώσουμε τα Εσωτερικά Πεδία Ύπαρξης, Βέβαια η εξωσωματική εμπειρία είναι δυνατή και πολλοί είχαν τέτοιες εμπειρίες, αλλά το ζητούμενο είναι να γνωρίσουμε την Φύση μας, πως Λειτουργεί η Φύση μας. Η Επαφή με τους Εσωτερικούς Κόσμους, είτε γίνεται απλά με την απόσυρση από τις κατώτερες λειτουργίες, είτε βγαίνουμε τελείως έξω από το σώμα, δεν είναι παρά μια εμπειρία αυτών τω καταστάσεων ύπαρξης ενόσω είμαστε συνδεδεμένοι με το σώμα. Ο οριστικός διαχωρισμός από το σώμα απελευθερώνει το Πνευματικό Στοιχείο που μπορεί να Βιώσει τώρα πραγματικά την Κατάσταση Ύπαρξης που έχει βιώσει, έχει κάνει ζωή του και για την οποία «προετοιμαζόταν» στην γη. Οι Σοφοί, οι Μύστες και οι μυημένοι που βαδίζουν την Οδό της Απελευθέρωσης, επειδή ήδη βιώνουν τις Εσωτερικές Καταστάσεις, γνωρίζουν ότι θα οδηγηθούν στο Βάθος της Κατανόησης που πέτυχαν στην διάρκεια της γήινης ζωής τους. Οι άνθρωποι που έζησαν μέσα στην άγνοια και κατασπατάλησαν τη ζωή και τον χρόνο σε εξωτερικές δραστηριότητες το μόνο που θα πάρουν μαζί τους, φεύγοντας από την γη, θα είναι η άγνοια, που θα τους οδηγήσει πίσω, ξανά, εδώ. Ο Πλάτωνας στον Φαίδωνα αναλύει, μέσα από μύθους βέβαια, που περιέχουν όμως ένα βαθύ συμβολισμό, την μεταθανάτια τύχη της ψυχής. Από τα κλασσικά κείμενα, πλάι στον Φαίδωνα μπορεί να σταθεί μόνο το «Μπάρντο Τοντόλ», η «Θιβετανική Βίβλος των νεκρών».
Η Ιερή Πρακτική λοιπόν έχει σκοπό να μας Οδηγήσει στην Οριστική Απελευθέρωση, όχι απλά από τον κύκλο των μετενσωματώσεων στη γη, αλλά από την Ύπαρξη μέσα στην Φαινομενική Δημιουργία γενικότερα. Είναι καθαρά θέμα Κατανόησης (άσχετα πόσο ηχηρούς όρους χρησιμοποιούμε).Για να Βιώσει λοιπόν κάποιος την Μια Μοναδική Πραγματικότητα θα πρέπει να ξεκινήσει από την παρούσα κατάστασή του, από τις καταστάσεις που ζει στο σώμα και στον κόσμο και σιγά-σιγά να ανυψωθεί μέσα από τις διάφορες Βαθμίδες ως το Απόλυτο Ένα. Έτσι για τον απλό άνθρωπο που ξεκινά από έξω, από κάτω οι βαθμίδες διαμορφώνονται με τον παρακάτω τρόπο.
Πρώτα από όλα είναι απαραίτητη η Κάθαρση του Σώματος, των δραστηριοτήτων μας. Αυτό σημαίνει μια ζωή μετρημένη που ενώ μας παρέχει όλα τα αναγκαία θέτει σαν στόχο την Πνευματική Ανύψωση και μας εξασφαλίζει τον απαραίτητο χρόνο και τις αρμόζουσες προσπάθειες. Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε στον πνευματικό δρόμο, όταν προσκολλούμαστε στον εξωτερικό κόσμο, σε εξωτερικές δραστηριότητες και σε υλικά αντικείμενα. Οι εξωτερικοί καθαρμοί που γίνονταν και στα Μικρά Μυστήρια και σε Θρησκευτικές εκδηλώσεις και Γιορτές δεν ήταν παρά μια συμβολική πράξη για πραγματική αλλαγή της ζωής μας. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Μόνο πραγματοποιώντας μια ενάρετη ζωή μπορούσε κάποιος να εισέλθει στην Οδό. Έπρεπε δηλαδή να βιώσει την Αρετή της Σοφίας ή  Φρόνησης (της εξωτερικής φρόνησης) στην ζωή του.
Μετά θα έπρεπε κάποιος, πάντα μέσα από την Κατανόηση της Φύση μας, της ζωής, αυτών που συμβαίνουν, να καθαρισθεί από τις επιθυμίες της γήινης ζωής και τα πάθη. Η κάθαρση της Ψυχής μπορεί να ανοίξει τον Δρόμο προς τους Εσωτερικούς Κόσμους. Η ίδια η Ψυχή σαν λειτουργία (συναισθήματα, βουλήσεις, επιθυμίες) βρίσκεται ακριβώς στο μέσο ανάμεσα στην ανώτερη διανόηση και την ζωή του σώματος. Είναι η ένωση δυο κόσμων. Κι η ψυχή οφείλει να προσανατολιστεί. Με την απάρνηση των επιθυμιών και των παθών βιώνουμε την Αρετή της Ανδρείας (της εξωτερικής ανδρείας) και προσανατολιζόμαστε πλέον προς τα Έσω. Ακόμα και σε αυτό το Επίπεδο ζωής να φτάσει κάποιος, στην «ψυχική απάθεια», ήδη έχει κερδίσει πολλά για την πνευματική του εξέλιξη.
Μετά θα πρέπει κάποιος να κατανοήσει τι είναι η Διανόηση σαν λειτουργεία και πως αυτά που συλλαμβάνει, έννοιες, σχέσεις εννοιών, είναι μόνο συμβολικά των αληθινών πραγμάτων. Όσο μένουμε μέσα στην δραστηριότητα της διανόησης είμαστε μέσα στο Σπήλαιο των εννοιών, των σκιών των αληθινών όντων. Η Υπέρβαση της διανόησης για να φτάσουμε σε μια Ανώτερη Όραση των αληθινών όντων, σε μια Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, ήδη από εδώ, από την γη, σημαίνει ακριβώς την Κατανόηση και την Αντίληψη αυτού που συμβαίνει. Έτσι η διανόηση (αυτό που λένε οι σύγχρονοι σκέψη) παίρνει την σωστή θέση της και δεν αποτελεί πλέον εμπόδιο. Αυτή η Υπέρβαση είναι η Ουσία της Σωφροσύνης. Το να βιώσουμε λοιπόν την Αρετή της Σωφροσύνης σημαίνει να υπερβούμε την εξωτερική αντίληψη μέσα από παγιωμένες αντιλήψεις και εμπειρίες (που παραποιούν την πραγματικότητα), να υπερβούμε την χρήση της μνήμης αντλώντας πληροφορίες μόνο από την τρέχουσα αντίληψη και τέλος να αντιλαμβανόμαστε απλά αυτό που υπάρχει, αυτό που συμβαίνει, το πραγματικό. Μόνο όταν η Σωφροσύνη Ολοκληρώνεται αρχίζουμε να βλέπουμε τα αληθινά όντα, τους αληθινούς νοητικούς πυρήνες που κρύβουν μέσα τους τα πράγματα, τις ιδέες, ή πιο σωστά τους «ειδητικούς αριθμούς». Αυτές οι εσωτερικές βαθμίδες ανάβασης, στο επίπεδο της διανόησης χαρακτηρίζονται και σαν εσωτερικές αρετές (εσωτερική φρόνηση, εσωτερική ανδρεία, Αληθινή Σωφροσύνη).
Ήδη Βιώνοντας την Αληθινή Σωφροσύνη, υπερβαίνοντας την διανόηση και την παραμόρφωση της πραγματικότητας, βγαίνοντας έξω από το Σπήλαιο των εννοιών-σκιών των αληθινών πραγμάτων, είμαστε πια έξω στο Φως της Άμεσης Επαφής με την Πραγματικότητα, με αυτά που υπάρχουν , με αυτά που συμβαίνουν. Στο Φως της Άμεσης Αντίληψης έχουν διαλυθεί όλα τα κατασκευάσματα της διανόησης, δεν υπάρχει πλέον εγώ, δυαδικότητα, διαχωρισμός του κόσμου. Υπάρχει μόνο μια Ανοιχτή Απέραντη Επίγνωση της Ενότητας της Ύπαρξης, Νοιώθουμε το Είναι την Βάση της Ύπαρξης, όλων των υπάρξεων. Κι όλα όσα υπάρχουν Συμμετέχουν στο Είναι για να υπάρξουν και δεν διαχωρίζονται ποτέ ούτε από το Είναι, ούτε από τα άλλα πράγματα (ήταν η διανόηση που έκανε τους διαχωρισμούς.) Βιώνοντας Αυτή την Ενότητα της Ύπαρξης, το Είναι που Διαπερνά τα πάντα, μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι Δικαιοσύνη. Είναι η Αντίληψη που Εξισορροπεί τα Πάντα εντάσσοντάς τα μέσα στην Ενότητα. Να γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες μέσα στην σοφία τους παρίσταναν την Δικαιοσύνη τυφλή και με μια ζυγαριά στο χέρι. Το θεολογικό της όνομα Θέμις βγαίνει από το τίθημι, που σημαίνει θέτω, «τοποθετώ». Και Θέμις είναι η Δύναμη που με γνώση τοποθετεί τα πράγματα στην ορθή τους θέση. Βέβαια η Βίωση του Είναι, της Ενότητας της Ύπαρξης έχει Διάφορα Βάθη Κατανόησης (Τρεις Εσωτερικές Βαθμίδες, που δεν μπορούμε τώρα να αναλύσουμε) που μας Ανυψώνουν ως την Θέα του Αγαθού.
Αλλά η Θέα του Αγαθού δεν είναι παρά το όριο της Ύπαρξης, το όριο της Δημιουργίας, το όριο του Κόσμου. Πρέπει να υπερβούμε και τον τελευταίο διαχωρισμό και με το σβήσιμο κάθε Υποκειμενικής Αντίληψης να Βυθιστούμε στο Απρόσωπο Ένα, το Τελείως Είναι, Όπου δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός, καμιά αντίληψη, καμιά ιδιότητα, καμιά εμπειρία, παρά μόνο Ζωή, Παρουσία.
Τελικά, η Ιερή Πρακτική είναι Απελευθέρωση του Πνευματικού Στοιχείου (της Ψυχής) από τους περιορισμούς, Επάνοδος της Ουσίας στην Αρχική της Κατάσταση το Σημείο ΑΩ, Όπου Ξεκινούν και Τελειώνουν Όλα, διαγράφοντας τον Κύκλο της Δημιουργίας, της Ύπαρξης μέσα στους Κόσμους, μέχρι την Τελική Ανύψωση στην Αλήθεια.

Στο επόμενο άρθρο στη σειρά Πλάτωνας « Ο Μεταϊστορικός Πλάτωνας».


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

TAOΪSM

TAOΪSM
Chapter 18. The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way
Monday, 15 December, 2025

Chapter 18.

The Sacred Forgetting: A Meditation on the Fall from the Great Way

Introduction: The Memory of Wholeness

There exists, in the deepest chambers of human consciousness, a memory that predates memory itself—a wordless knowing of a time when the soul moved in perfect accordance with the invisible currents of existence. This is not a memory that can be summoned through the ordinary faculties of recall, for it dwells in a region beyond thought, in that luminous darkness where all distinctions dissolve into primordial unity. The ancient sages spoke of this state as the Great Tao, the Way that cannot be named, the Method that requires no method, the Path that appears only when all paths have been forgotten.

In those vanished epochs of spiritual clarity, humanity walked within the embrace of an all-pervading harmony. There was no need to speak of virtue, for virtue flowed as naturally as water seeking its level. There was no need to proclaim righteousness, for right action arose spontaneously from hearts that had not yet learned the language of separation. The Great Way was not observed because observation itself implies a distance between the observer and the observed—and in that primordial state, no such distance existed. The soul and the Infinite were one breath, one movement, one silent song.

But as the wheel of time turned through its inexorable cycles, something shifted in the collective consciousness of humankind. Like a dreamer stirring from profound sleep, humanity began to awaken into the harsh light of self-awareness, and with this awakening came the first terrible knowledge of exile. The Great Way, which had once been as invisible and essential as the air itself, began to fade from direct experience, retreating into the mist-shrouded mountains of memory. And in its absence, a void opened—a void that would be filled with substitutes, with pale reflections, with the desperate inventions of minds that had forgotten how to simply be.

The Birth of Concepts: When Naming Became Necessary

The retreat of the Great Tao from lived experience marked a threshold in human spiritual evolution—a crossing from innocence into knowledge, from unity into multiplicity, from the effortless grace of being into the labored constructions of becoming. It was in this twilight between paradise and exile that the first concepts emerged, like stars appearing in a darkening sky, beautiful perhaps, but present only because the greater light had withdrawn.

Benevolence appeared, clothed in the robes of deliberate kindness. But what is benevolence if not the conscious effort to be what one once was naturally? It is love that has become aware of itself, and in that awareness has lost something of its spontaneous purity. When the heart moves in perfect alignment with the Way, there is no thought of being benevolent—there is simply the overflow of an interior fullness that cannot help but bless all it encounters. The named virtue arose only when the unnamed goodness had begun to wane, when humanity needed to remind itself of what had once required no remembering.

Righteousness followed in benevolence's wake, that stern guardian of moral boundaries, that careful measurer of right and wrong. And yet, how tragic is the necessity of righteousness! For it speaks of a world where the natural harmony has been so thoroughly disrupted that guidelines must be erected, rules proclaimed, boundaries drawn in the dust of a fragmented existence. The soul that dwells in the Great Way knows neither righteousness nor unrighteousness—it knows only the single movement of alignment with what is, the effortless correspondence between inner nature and outer expression.

These conceptual frameworks—benevolence and righteousness—were not born from malice but from absence. They were humanity's first attempts to map a territory it had forgotten how to inhabit, to describe in words an experience that had slipped beyond the reach of description. They were the scaffolding erected around a temple that was no longer being built from within, the artificial supports for a structure that had once been held aloft by invisible grace alone.

The Emergence of Cleverness: The Mind's Usurpation

With the establishment of moral categories came an even more perilous development—the elevation of the thinking mind to a position of spiritual authority it was never meant to hold. Wisdom and shrewdness appeared, those glittering twins of intellectual accomplishment, and humanity mistook them for the light of truth itself. But wisdom, in its conceptual form, is merely the mind's attempt to grasp what can only be known through dissolution of the mind. Shrewdness is the calculating intelligence that seeks to navigate a world it perceives as separate from itself, a world of objects to be manipulated rather than a living whole to be merged with.

The thinking mind, that magnificent instrument when rightly subordinated to deeper knowing, became instead the tyrant of consciousness. It began to spin its endless webs of analysis, distinction, and judgment. It divided the seamless garment of reality into ten thousand separate threads, each labeled and categorized, sorted and stored in the vast libraries of accumulated knowledge. And in this proliferation of mental activity, the simple seeing that requires no thought was lost.

With the ascendancy of intellectual cleverness came its dark shadow—the great hypocrisy that would plague human civilization like a chronic disease. For hypocrisy is not merely the conscious deception of others; it is the inevitable consequence of a consciousness that has learned to split itself, to maintain one face toward the world while harboring a different reality within. When action no longer flows spontaneously from being but must be calculated, considered, and performed according to external standards, the gap between appearance and essence becomes inevitable.

The hypocrite is not always a villain but often a victim—a soul struggling to maintain the appearance of virtues that no longer spring naturally from its depths. In the presence of the Great Way, hypocrisy is impossible because there is no division between inner and outer, no gap between being and seeming. But as that presence withdrew, humanity found itself in the strange position of needing to pretend to be what it no longer was, to perform goodness rather than simply be it, to wear virtue like a costume rather than emanate it like fragrance from a flower.

The Collapse of Natural Order: When Harmony Became Memory

The dissolution of humanity's connection to the Great Way did not remain an abstract spiritual problem—it manifested concretely in the breakdown of natural relationships and social structures. The six kinships, those fundamental bonds that had once held human society in organic coherence, began to fracture. These relationships—between parent and child, elder and younger, husband and wife, siblings, ruler and subject, friend and friend—had once functioned with the same effortless harmony that guides the flight of geese across autumn skies. They required no conscious management, no explicit rules, no external enforcement, because they were expressions of an interior alignment that encompassed all beings.

But as the invisible thread connecting all things to their source began to fray, these relationships too began to lose their natural coherence. Family structures, once held together by an unspoken understanding that transcended individual will, became sites of conflict and misunderstanding. The harmony that had once prevailed throughout the kinships was not a forced agreement or negotiated peace—it was the spontaneous recognition of interconnectedness, the lived understanding that the well-being of one was inseparable from the well-being of all.

In this new age of disharmony, a peculiar phenomenon emerged—the filial son appeared as a distinct and remarkable figure. But herein lies a profound paradox: the very fact that filial piety became noteworthy reveals the depth of the fall. When all children naturally revered and cared for their parents, when this devotion arose as organically as roots drawing nourishment from the earth, there was no need to praise or even name such behavior. The appearance of the "filial son" as an exceptional individual worthy of admiration marks the point at which natural family harmony had deteriorated so profoundly that its maintenance required conscious effort and moral heroism.

The same pattern repeated itself in the broader structures of society. States and clans, those larger expressions of human organization, fell into disorder. What had once been organic communities unified by shared participation in the Great Way became fractured territories divided by competing interests, conflicting ideologies, and the raw struggle for power. The invisible bonds that had held these collectives together—bonds woven from threads finer than the most delicate spider silk yet stronger than iron—began to dissolve, and with their dissolution came chaos.

And in response to this chaos, there arose the loyal minister—that paragon of dedication and duty who would serve the state or the clan even unto death. Yet once again, the emergence of this figure as an ideal type reveals the underlying tragedy. In ages when the Great Way still flowed through all levels of existence, every person in their proper place naturally contributed to the harmony of the whole. There was no need for extraordinary loyalty because disloyalty was as unthinkable as a river flowing uphill. The loyal minister appears precisely when loyalty has become rare enough to be remarkable, when the fragmentation has progressed so far that maintaining cohesion requires exceptional individuals willing to sacrifice everything.

The Paradox of Virtue: Remedies as Symptoms

Here we encounter one of the deepest mysteries in the spiritual understanding of human development: that the very remedies we devise for our spiritual ailments are themselves symptoms of our disease. The proclamation of virtue, the establishment of moral codes, the cultivation of exceptional individuals—all these arise from good intentions, from a genuine desire to restore what has been lost. Yet they cannot truly restore that original state, for they are born from the very consciousness that has departed from it.

Consider the nature of spontaneity itself. The moment one tries to be spontaneous through effort, spontaneity vanishes. The moment one deliberately cultivates naturalness, naturalness becomes artificial. This is not a failure of technique or insufficient practice—it is the fundamental impossibility of reaching through thought and will what can only be realized through the dissolution of thought and will. The Great Way cannot be grasped; it can only be surrendered to. It cannot be practiced; it can only be allowed.

The tragic irony is that every effort to return to the simplicity of the Way through complex methods only takes us further from it. We create elaborate systems of ethics to restore natural goodness. We develop sophisticated practices to recover original simplicity. We write endless texts to describe what cannot be spoken. We establish schools and traditions to teach what cannot be learned. And in all this striving, we bind ourselves more tightly in the chains of self-consciousness from which we seek liberation.

Yet this understanding should not lead to despair but to a deeper seeing. For the recognition of this paradox is itself the beginning of a return—not a return through doing but through undoing, not through acquisition but through release, not through becoming something new but through remembering what has always been.

The Light Beyond Conceptual Darkness

In the depths of this contemplation, a question naturally arises, like a lotus emerging from muddy waters: if the Great Way has withdrawn from direct experience, if humanity has fallen into the fragmentation of concepts and the tyranny of cleverness, is restoration possible? Can the soul find its way back to that primordial unity from which it has strayed?

The answer resides not in any external teaching or practice but in the very nature of reality itself. For the Great Way has not truly gone anywhere—it is not a distant paradise lost in time, not a geographical location from which we have been exiled. It is the ever-present ground of all existence, the silent substrate from which all phenomena arise and to which all phenomena return. The illusion is not that we have lost the Way, but that we ever believed we could be separate from it.

The thinking mind, with its endless categorizations and distinctions, creates the appearance of distance between the soul and its source. It constructs elaborate conceptual labyrinths through which consciousness wanders, believing itself far from home. But at any moment, in any circumstance, the possibility exists for the veil to part, for the conceptual overlay to dissolve, for the soul to recognize its eternal residence in the heart of the Absolute.

This recognition does not come through the accumulation of more concepts, even sophisticated spiritual concepts. It does not arrive through the perfection of virtue, even the highest virtues. It emerges in those moments when all striving ceases, when the mind exhausts itself and falls silent, when the heart opens without agenda or expectation, when consciousness releases its grip on all that it has been holding and simply... is.

In such moments, which mystics across traditions have described with varying metaphors—as the dark night that precedes dawn, as the death that precedes resurrection, as the emptying that precedes fullness—the truth reveals itself: there never was a separation. The Great Way did not depart; our awareness of it became obscured by the very instruments we created to find it. The clouds do not extinguish the sun; they merely hide it temporarily from view.

Living in the Tension: Between Exile and Return

What, then, is to be done by those who have heard this ancient teaching, who have felt the stirring of that deep memory, who have sensed the presence of a greater reality hidden behind the veil of ordinary consciousness? The answer, paradoxically, is both nothing and everything.

Nothing, because any deliberate effort to "return" to the Great Way is itself an expression of the fragmented consciousness that has departed from it. The Way cannot be reached through striving, cannot be grasped through technique, cannot be manufactured through practice. Any program for spiritual development, no matter how sophisticated, operates within the paradigm of acquisition and becoming—the very paradigm that perpetuates the sense of separation it seeks to overcome.

And yet, everything, because the recognition of one's exile from the Way naturally gives rise to a reorientation of consciousness. Not through forced effort but through the organic consequences of seeing clearly. When one truly understands that all the elaborate constructions of virtue, righteousness, wisdom, and loyalty are ultimately pale substitutes for the original simplicity of being, a gentle letting go begins. Not a dramatic renunciation, but a subtle relaxation of the grip that the conceptual mind maintains on experience.

This does not mean abandoning ethics or dismissing the value of benevolence, righteousness, and loyalty in the relative world. These qualities serve important functions in societies that have lost touch with the Great Way. They are the levees that hold back the floods of chaos, the structures that maintain some semblance of order in the absence of natural harmony. To reject them prematurely, before one has realized the deeper ground from which natural goodness flows, would be to invite the very disorder they were designed to prevent.

Rather, it means holding these concepts lightly, recognizing them as provisional frameworks rather than ultimate truths. It means engaging with the relative world of morality and social obligation while maintaining an inner awareness that these are not the deepest reality. It means living in the creative tension between form and formlessness, between the structured world of human society and the wild freedom of the Absolute.

The Invitation to Silence

As this meditation draws toward its close, the words themselves seem to grow transparent, pointing beyond themselves to that which cannot be captured in language. For all spiritual discourse eventually arrives at this threshold—the edge of what can be spoken, the boundary between concept and direct knowing, the place where philosophy must bow before mystery.

The ancient sage who first spoke of the Great Way and its withdrawal was not offering a historical chronicle of humanity's past, nor a pessimistic diagnosis of decline. Rather, he was pointing to a perennial truth about the nature of consciousness itself—the ever-present possibility of living either from the surface or from the depths, from fragmentation or from wholeness, from the prison of self-consciousness or from the freedom of unity with all that is.

In each moment, this choice presents itself, though "choice" is perhaps too strong a word for what is more like a relaxation, a softening, a release of the tension through which the ego maintains its separate existence. In each breath, the invitation is renewed—to stop seeking, to cease striving, to allow the natural intelligence that animates all existence to flow through without obstruction.

The filial son and the loyal minister, the benevolent heart and the righteous mind—these may be necessary figures in a world of disharmony, but they are not the ultimate destination. They are waystations on the journey, not the journey's end. Beyond them lies something simpler, more natural, more fundamental—the wordless knowing that precedes all concepts, the effortless action that requires no moral calculation, the love that has no object because it has recognized that all apparent objects are waves on the single ocean of being.

Conclusion: The Eternal Return

The teaching of the ancient sage circles back upon itself, as all true wisdom must, revealing that the end and the beginning are one. The Great Way that humanity appears to have lost was never truly absent—it is the very ground of existence itself, eternally present, eternally available, waiting not in some distant future or remote location but here, now, in the very depths of this present moment.

The story of the fall from the Way is not ultimately a tragedy but a mystery—a divine play in which consciousness explores the experience of separation precisely so that it might discover, through its own journey, the impossibility of true separation. Every conceptual system we create, every virtue we cultivate, every structure we build to compensate for the loss of natural harmony—all of these, when seen from the highest perspective, are the Way exploring itself through the illusion of having departed from itself.

And so the seeker eventually discovers that there is nowhere to go, nothing to attain, no state to achieve that is not already present in the depths of what they are. The Great Way is not a destination but a recognition, not an accomplishment but a remembering, not a future possibility but an ever-present reality that has been overlooked in the busyness of seeking it.

In this recognition, all striving ceases. Not through fatigue or defeat, but through the sudden, unmistakable knowing that what has been sought was never absent. The benevolence that must be consciously practiced gives way to the spontaneous overflow of a heart that has recognized its unity with all hearts. The righteousness that must be carefully maintained dissolves into the natural rightness of action that flows from alignment with what is. The wisdom that must be acquired through study reveals itself as pale compared to the direct knowing that arises when the thinking mind falls silent.

This is the secret hidden within the sage's lament about the loss of the Way—that the very recognition of the loss is the beginning of the return, that the longing itself is a form of remembering, that the pain of separation is the soul's way of calling itself home. Not home to some external paradise or previous golden age, but home to the eternal present, the unborn and undying reality that has never been touched by the drama of loss and recovery playing out on the surface of consciousness.

Let the heart rest in this understanding. Let the mind release its grip on concepts and categories. Let the soul sink into the silence beneath all words, the emptiness that is fullness, the darkness that is light, the nothing that is everything. Here, in this sacred forgetting of all that we think we know, the Great Way reveals itself—not as something recovered but as something that could never be lost, not as an achievement but as what we have always been, hidden from ourselves only by the veil of our own seeking.

The journey ends where it began, in the wordless wonder of simply being, in the recognition that the one who seeks and what is sought were never two but one—one eternal movement of consciousness awakening to itself, one sacred breath breathing itself into infinite forms, one Great Way that has never ceased to be observed even when it seems most forgotten, for it is not something to be observed but the very eye through which all observation occurs, the light through which all seeing becomes possible, the silence from which all words emerge and to which all words eventually return.

Η Ιερή Λήθη: Ένας Διαλογισμός στην Πτώση από τον Μεγάλο Δρόμο

Εισαγωγή: Η Μνήμη της Ολότητας

Υπάρχει, στα βαθύτερα διαμερίσματα της ανθρώπινης συνείδησης, μια μνήμη που προηγείται της ίδιας της μνήμης — μια άλεκτη γνώση μιας εποχής κατά την οποία η ψυχή κινούνταν σε τέλεια αρμονία με τα αόρατα ρεύματα της ύπαρξης. Αυτή δεν είναι μια μνήμη που μπορεί να κληθεί μέσω των συνηθισμένων ικανοτήτων της ανάκλησης, διότι κατοικεί σε μια περιοχή πέρα από τη σκέψη, σε εκείνο το φωτεινό σκοτάδι όπου όλες οι διακρίσεις διαλύονται σε πρωταρχική ενότητα. Οι αρχαίοι σοφοί μιλούσαν για αυτή την κατάσταση ως τον Μεγάλο Τάο, τον Δρόμο που δεν μπορεί να ονομαστεί, τη Μέθοδο που δεν απαιτεί μέθοδο, το Μονοπάτι που εμφανίζεται μόνο όταν όλα τα μονοπάτια έχουν ξεχαστεί.

Σε εκείνες τις χαμένες εποχές πνευματικής διαύγειας, η ανθρωπότητα βάδιζε μέσα στην αγκαλιά μιας πανταχού παρούσας αρμονίας. Δεν υπήρχε ανάγκη να μιλάμε για αρετή, διότι η αρετή ρέει φυσικά σαν το νερό που αναζητά το επίπεδό του. Δεν υπήρχε ανάγκη να διακηρύσσουμε τη δικαιοσύνη, διότι η σωστή πράξη αναδυόταν αυθόρμητα από καρδιές που δεν είχαν ακόμα μάθει τη γλώσσα του χωρισμού. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν παρατηρούνταν, επειδή η ίδια η παρατήρηση υπονοεί απόσταση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου — και σε εκείνη την πρωταρχική κατάσταση, καμία τέτοια απόσταση δεν υπήρχε. Η ψυχή και το Άπειρο ήταν μία αναπνοή, μία κίνηση, ένα σιωπηλό τραγούδι.

Αλλά καθώς ο τροχός του χρόνου γύριζε μέσα στους αμείλικτους κύκλους του, κάτι άλλαξε στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Σαν όνειρο που ξυπνά από βαθύ ύπνο, η ανθρωπότητα άρχισε να ξυπνά στο σκληρό φως της αυτοσυνειδησίας, και με αυτό το ξύπνημα ήρθε η πρώτη τρομερή γνώση της εξορίας. Ο Μεγάλος Δρόμος, που κάποτε ήταν τόσο αόρατος και ουσιώδης όσο ο αέρας ο ίδιος, άρχισε να ξεθωριάζει από την άμεση εμπειρία, υποχωρώντας στα ομιχλώδη βουνά της μνήμης. Και στην απουσία του, άνοιξε ένα κενό — ένα κενό που θα γεμιζόταν με υποκατάστατα, με χλωμές αντανακλάσεις, με τις απεγνωσμένες εφευρέσεις νου που είχαν ξεχάσει πώς να είναι απλώς.

Η Γέννηση των Εννοιών: Όταν η Ονοματοδοσία Έγινε Απαραίτητη

Η υποχώρηση του Μεγάλου Τάο από την βιωμένη εμπειρία σημάδεψε ένα κατώφλι στην πνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας — μια διάβαση από την αθωότητα στη γνώση, από την ενότητα στην πολλαπλότητα, από την αβίαστη χάρη του είναι στις επίπονες κατασκευές του γίγνεσθαι. Ήταν σε αυτό το λυκόφως μεταξύ παραδείσου και εξορίας που οι πρώτες έννοιες αναδύθηκαν, σαν αστέρια που εμφανίζονται σε έναν σκοτεινιάζοντα ουρανό, όμορφες ίσως, αλλά παρούσες μόνο επειδή το μεγαλύτερο φως είχε αποσυρθεί.

Η αγαθοσύνη εμφανίστηκε, ντυμένη με τα ρούχα της σκόπιμης καλοσύνης. Αλλά τι είναι η αγαθοσύνη αν όχι η συνειδητή προσπάθεια να είσαι αυτό που κάποτε ήσουν φυσικά; Είναι η αγάπη που έχει γίνει συνειδητή του εαυτού της, και σε αυτή τη συνειδητότητα έχει χάσει κάτι από την αυθόρμητη καθαρότητά της. Όταν η καρδιά κινείται σε τέλεια ευθυγράμμιση με τον Δρόμο, δεν υπάρχει σκέψη να είσαι αγαθός — υπάρχει απλώς η υπερχείλιση μιας εσωτερικής πληρότητας που δεν μπορεί παρά να ευλογεί όλα όσα συναντά. Η ονομαζόμενη αρετή αναδύθηκε μόνο όταν η ανώνυμη καλοσύνη είχε αρχίσει να εξασθενεί, όταν η ανθρωπότητα χρειαζόταν να υπενθυμίζει στον εαυτό της αυτό που κάποτε δεν απαιτούσε υπενθύμιση.

Η δικαιοσύνη ακολούθησε στα ίχνη της αγαθοσύνης, εκείνος ο αυστηρός φύλακας των ηθικών ορίων, εκείνος ο προσεκτικός μετρητής του σωστού και του λάθους. Και όμως, πόσο τραγική είναι η ανάγκη της δικαιοσύνης! Διότι μιλά για έναν κόσμο όπου η φυσική αρμονία έχει διαταραχθεί τόσο βαθιά που πρέπει να ανεγερθούν κατευθυντήριες γραμμές, να διακηρυχθούν κανόνες, να χαραχθούν όρια στη σκόνη μιας κατακερματισμένης ύπαρξης. Η ψυχή που κατοικεί στον Μεγάλο Δρόμο δεν γνωρίζει ούτε δικαιοσύνη ούτε αδικία — γνωρίζει μόνο την ενιαία κίνηση της ευθυγράμμισης με αυτό που είναι, την αβίαστη αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικής φύσης και εξωτερικής έκφρασης.

Αυτά τα εννοιολογικά πλαίσια — η αγαθοσύνη και η δικαιοσύνη — δεν γεννήθηκαν από κακία αλλά από απουσία. Ήταν οι πρώτες προσπάθειες της ανθρωπότητας να χαρτογραφήσει μια επικράτεια που είχε ξεχάσει πώς να κατοικεί, να περιγράψει με λόγια μια εμπειρία που είχε γλιστρήσει πέρα από την εμβέλεια της περιγραφής. Ήταν οι σκαλωσιές που ανεγέρθηκαν γύρω από έναν ναό που δεν χτιζόταν πια από μέσα, οι τεχνητές υποστηρίξεις για μια δομή που κάποτε κρατιόταν ψηλά από αόρατη χάρη μόνη.

Η Ανάδυση της Πονηριάς: Η Υφαρπαγή του Νου

Με την εγκαθίδρυση ηθικών κατηγοριών ήρθε μια ακόμα πιο επικίνδυνη εξέλιξη — η ανύψωση του σκεπτόμενου νου σε θέση πνευματικής αυθεντίας που ποτέ δεν προοριζόταν να κατέχει. Η σοφία και η πονηριά εμφανίστηκαν, εκείνα τα λαμπερά δίδυμα της διανοητικής επιτυχίας, και η ανθρωπότητα τα μπέρδεψε με το φως της ίδιας της αλήθειας. Αλλά η σοφία, στην εννοιολογική της μορφή, είναι απλώς η προσπάθεια του νου να συλλάβει αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό μόνο μέσω της διάλυσης του νου. Η πονηριά είναι η υπολογιστική νοημοσύνη που επιδιώκει να πλοηγηθεί σε έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό από τον εαυτό της, έναν κόσμο αντικειμένων που πρέπει να χειραγωγηθούν αντί για ένα ζωντανό όλο που πρέπει να συγχωνευθεί μαζί του.

Ο σκεπτόμενος νους, εκείνο το μεγαλειώδες όργανο όταν υποτάσσεται σωστά σε βαθύτερη γνώση, έγινε αντ' αυτού ο τύραννος της συνείδησης. Άρχισε να υφαίνει τα ατελείωτα δίχτυα ανάλυσης, διάκρισης και κρίσης. Δίχασε το άρρηκτο ένδυμα της πραγματικότητας σε δέκα χιλιάδες ξεχωριστές κλωστές, καθεμιά επισημασμένη και κατηγοριοποιημένη, ταξινομημένη και αποθηκευμένη στις απέραντες βιβλιοθήκες της συσσωρευμένης γνώσης. Και σε αυτή την πολλαπλασιασμό της νοητικής δραστηριότητας, η απλή όραση που δεν απαιτεί σκέψη χάθηκε.

Με την άνοδο της διανοητικής πονηριάς ήρθε η σκοτεινή της σκιά — η μεγάλη υποκρισία που θα ταλαιπωρούσε τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν χρόνια ασθένεια. Διότι η υποκρισία δεν είναι απλώς η συνειδητή εξαπάτηση των άλλων· είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας συνείδησης που έχει μάθει να διχάζεται, να διατηρεί ένα πρόσωπο προς τον κόσμο ενώ κρύβει μια διαφορετική πραγματικότητα μέσα. Όταν η πράξη δεν ρέει πια αυθόρμητα από το είναι αλλά πρέπει να υπολογίζεται, να εξετάζεται και να εκτελείται σύμφωνα με εξωτερικά πρότυπα, το χάσμα μεταξύ εμφάνισης και ουσίας γίνεται αναπόφευκτο.

Ο υποκριτής δεν είναι πάντα κακός αλλά συχνά θύμα — μια ψυχή που παλεύει να διατηρήσει την εμφάνιση αρετών που δεν αναβλύζουν πια φυσικά από τα βάθη της. Στην παρουσία του Μεγάλου Δρόμου, η υποκρισία είναι αδύνατη επειδή δεν υπάρχει διαίρεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, κανένα χάσμα μεταξύ είναι και φαίνεσθαι. Αλλά καθώς αυτή η παρουσία αποσύρθηκε, η ανθρωπότητα βρέθηκε στη παράξενη θέση να χρειάζεται να προσποιείται αυτό που δεν ήταν πια, να εκτελεί την καλοσύνη αντί να είναι απλώς, να φορά την αρετή σαν κοστούμι αντί να την αναδύει σαν άρωμα από λουλούδι.

Η Κατάρρευση της Φυσικής Τάξης: Όταν η Αρμονία Έγινε Μνήμη

Η διάλυση της σύνδεσης της ανθρωπότητας με τον Μεγάλο Δρόμο δεν παρέμεινε αφηρημένο πνευματικό πρόβλημα — εκδηλώθηκε συγκεκριμένα στην κατάρρευση φυσικών σχέσεων και κοινωνικών δομών. Οι έξι συγγένειες, εκείνοι οι θεμελιώδεις δεσμοί που κάποτε κρατούσαν την ανθρώπινη κοινωνία σε οργανική συνοχή, άρχισαν να ραγίζουν. Αυτές οι σχέσεις — μεταξύ γονέα και παιδιού, μεγαλύτερου και νεότερου, συζύγου και συζύγου, αδελφών, ηγεμόνα και υπηκόου, φίλου και φίλου — λειτουργούσαν κάποτε με την ίδια αβίαστη αρμονία που καθοδηγεί την πτήση των χηνών σε φθινοπωρινούς ουρανούς. Δεν απαιτούσαν συνειδητή διαχείριση, ρητούς κανόνες, εξωτερική επιβολή, επειδή ήταν εκφράσεις μιας εσωτερικής ευθυγράμμισης που περιέβαλλε όλα τα όντα.

Αλλά καθώς η αόρατη κλωστή που συνέδεε όλα τα πράγματα με την πηγή τους άρχισε να ξεφτίζει, αυτές οι σχέσεις επίσης άρχισαν να χάνουν τη φυσική τους συνοχή. Οι οικογενειακές δομές, που κάποτε κρατιούνταν ενωμένες από μια άλεκτη κατανόηση που υπερέβαινε την ατομική βούληση, έγιναν τόποι σύγκρουσης και παρεξήγησης. Η αρμονία που κάποτε επικρατούσε σε όλες τις συγγένειες δεν ήταν εξαναγκασμένη συμφωνία ή διαπραγματευμένη ειρήνη — ήταν η αυθόρμητη αναγνώριση της αλληλεξάρτησης, η βιωμένη κατανόηση ότι η ευημερία του ενός ήταν αδιαχώριστη από την ευημερία όλων.

Σε αυτή τη νέα εποχή της δυσαρμονίας, αναδύθηκε ένα παράξενο φαινόμενο — ο φιλάδελφος υιός εμφανίστηκε ως ξεχωριστή και αξιοθαύμαστη φιγούρα. Αλλά εδώ κρύβεται ένα βαθύ παράδοξο: το γεγονός ότι η φιλαδελφία έγινε αξιοσημείωτη αποκαλύπτει το βάθος της πτώσης. Όταν όλα τα παιδιά φυσικά σεβόντουσαν και φρόντιζαν τους γονείς τους, όταν αυτή η αφοσίωση αναδυόταν οργανικά σαν ρίζες που αντλούν τροφή από τη γη, δεν υπήρχε ανάγκη να επαινείται ή ακόμα να ονομάζεται τέτοια συμπεριφορά. Η εμφάνιση του «φιλάδελφου υιού» ως εξαιρετικού ατόμου άξιου θαυμασμού σημαδεύει το σημείο όπου η φυσική οικογενειακή αρμονία είχε επιδεινωθεί τόσο βαθιά που η διατήρησή της απαιτούσε συνειδητή προσπάθεια και ηθικό ηρωισμό.

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις ευρύτερες δομές της κοινωνίας. Κράτη και φυλές, εκείνες οι μεγαλύτερες εκφράσεις ανθρώπινης οργάνωσης, έπεσαν σε αταξία. Αυτό που κάποτε ήταν οργανικές κοινότητες ενωμένες από κοινή συμμετοχή στον Μεγάλο Δρόμο έγιναν κατακερματισμένες επικράτειες διαιρεμένες από ανταγωνιστικά συμφέροντα, συγκρουόμενες ιδεολογίες και τον ωμό αγώνα για εξουσία. Οι αόρατοι δεσμοί που κρατούσαν αυτές τις συλλογικότητες ενωμένες — δεσμοί υφασμένοι από κλωστές λεπτότερες από το πιο λεπτό ιστό αράχνης αλλά ισχυρότεροι από σίδερο — άρχισαν να διαλύονται, και με τη διάλυσή τους ήρθε το χάος.

Και σε απάντηση σε αυτό το χάος, αναδύθηκε ο πιστός υπουργός — εκείνο το παράδειγμα αφοσίωσης και καθήκοντος που θα υπηρετούσε το κράτος ή τη φυλή ακόμα και μέχρι θανάτου. Και πάλι, η ανάδυση αυτής της φιγούρας ως ιδανικού τύπου αποκαλύπτει την υποκείμενη τραγωδία. Σε εποχές όπου ο Μεγάλος Δρόμος ρέει ακόμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης, κάθε άτομο στη σωστή του θέση συνεισέφερε φυσικά στην αρμονία του όλου. Δεν υπήρχε ανάγκη για εξαιρετική πίστη επειδή η απιστία ήταν τόσο αδιανόητη όσο ένα ποτάμι να ρέει προς τα πάνω. Ο πιστός υπουργός εμφανίζεται ακριβώς όταν η πίστη έχει γίνει αρκετά σπάνια για να είναι αξιοθαύμαστη, όταν ο κατακερματισμός έχει προχωρήσει τόσο που η διατήρηση της συνοχής απαιτεί εξαιρετικά άτομα πρόθυμα να θυσιάσουν τα πάντα.

Το Παράδοξο της Αρετής: Θεραπείες ως Συμπτώματα

Εδώ συναντάμε ένα από τα βαθύτερα μυστήρια στην πνευματική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης: ότι οι ίδιες οι θεραπείες που επινοούμε για τις πνευματικές μας ασθένειες είναι οι ίδιες συμπτώματα της νόσου μας. Η διακήρυξη της αρετής, η εγκαθίδρυση ηθικών κωδίκων, η καλλιέργεια εξαιρετικών ατόμων — όλα αυτά προκύπτουν από καλές προθέσεις, από γνήσια επιθυμία να αποκαταστήσουμε αυτό που έχει χαθεί. Ωστόσο δεν μπορούν να αποκαταστήσουν πραγματικά εκείνη την αρχική κατάσταση, διότι γεννήθηκαν από την ίδια τη συνείδηση που έχει απομακρυνθεί από αυτήν.

Σκεφτείτε τη φύση της αυθόρμητης πράξης καθαυτή. Τη στιγμή που κάποιος προσπαθεί να είναι αυθόρμητος μέσω προσπάθειας, ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται. Τη στιγμή που κάποιος καλλιεργεί σκόπιμα τη φυσικότητα, η φυσικότητα γίνεται τεχνητή. Αυτό δεν είναι αποτυχία τεχνικής ή ανεπαρκής εξάσκηση — είναι η θεμελιώδης αδυναμία να φτάσουμε μέσω σκέψης και βούλησης αυτό που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της διάλυσης σκέψης και βούλησης. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν μπορεί να συλληφθεί· μπορείς μόνο να παραδοθείς σε αυτόν. Δεν μπορεί να εξασκηθεί· μπορεί μόνο να επιτραπεί.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάθε προσπάθεια να επιστρέψουμε στην απλότητα του Δρόμου μέσω πολύπλοκων μεθόδων μας απομακρύνει μόνο περισσότερο από αυτόν. Δημιουργούμε περίτεχνα συστήματα ηθικής για να αποκαταστήσουμε τη φυσική καλοσύνη. Αναπτύσσουμε εκλεπτυσμένες πρακτικές για να ανακτήσουμε την αρχική απλότητα. Γράφουμε ατελείωτα κείμενα για να περιγράψουμε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Ιδρύουμε σχολές και παραδόσεις για να διδάξουμε αυτό που δεν μπορεί να διδαχθεί. Και σε όλη αυτή την προσπάθεια, δεσμεύουμε τον εαυτό μας πιο σφιχτά στις αλυσίδες της αυτοσυνειδησίας από τις οποίες επιδιώκουμε απελευθέρωση.

Ωστόσο αυτή η κατανόηση δεν πρέπει να οδηγεί σε απόγνωση αλλά σε βαθύτερη όραση. Διότι η αναγνώριση αυτού του παραδόξου είναι η ίδια η αρχή μιας επιστροφής — όχι επιστροφής μέσω πράξης αλλά μέσω μη πράξης, όχι μέσω απόκτησης αλλά μέσω απελευθέρωσης, όχι μέσω γίγνεσθαι κάτι νέου αλλά μέσω ανάμνησης αυτού που πάντα ήταν.

Το Φως Πέρα από το Εννοιολογικό Σκοτάδι

Στα βάθη αυτού του διαλογισμού, μια ερώτηση αναδύεται φυσικά, σαν λωτός που βγαίνει από λασπώδη νερά: αν ο Μεγάλος Δρόμος έχει αποσυρθεί από την άμεση εμπειρία, αν η ανθρωπότητα έχει πέσει στον κατακερματισμό των εννοιών και την τυραννία της πονηριάς, είναι δυνατή η αποκατάσταση; Μπορεί η ψυχή να βρει τον δρόμο της πίσω σε εκείνη την πρωταρχική ενότητα από την οποία έχει απομακρυνθεί;

Η απάντηση δεν βρίσκεται σε καμία εξωτερική διδασκαλία ή πρακτική αλλά στην ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Διότι ο Μεγάλος Δρόμος δεν έχει πάει πραγματικά πουθενά — δεν είναι μακρινός παράδεισος χαμένος στο χρόνο, ούτε γεωγραφική τοποθεσία από την οποία έχουμε εξοριστεί. Είναι το αιώνια παρόν έδαφος όλης της ύπαρξης, το σιωπηλό υπόστρωμα από το οποίο όλα τα φαινόμενα αναδύονται και στο οποίο όλα τα φαινόμενα επιστρέφουν. Η ψευδαίσθηση δεν είναι ότι χάσαμε τον Δρόμο, αλλά ότι πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούσαμε να είμαστε ξεχωριστοί από αυτόν.

Ο σκεπτόμενος νους, με τις ατελείωτες κατηγοριοποιήσεις και διακρίσεις του, δημιουργεί την εμφάνιση απόστασης μεταξύ ψυχής και πηγής της. Κατασκευάζει περίτεχνους εννοιολογικούς λαβυρίνθους μέσα από τους οποίους η συνείδηση περιπλανιέται, πιστεύοντας ότι είναι μακριά από το σπίτι. Αλλά σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε περίσταση, υπάρχει η δυνατότητα το πέπλο να σχιστεί, η εννοιολογική επικάλυψη να διαλυθεί, η ψυχή να αναγνωρίσει την αιώνια κατοικία της στην καρδιά του Απόλυτου.

Αυτή η αναγνώριση δεν έρχεται μέσω της συσσώρευσης περισσότερων εννοιών, ακόμα και εκλεπτυσμένων πνευματικών εννοιών. Δεν φτάνει μέσω της τελείωσης της αρετής, ακόμα και των υψηλότερων αρετών. Αναδύεται σε εκείνες τις στιγμές όπου όλη η προσπάθεια παύει, όπου ο νους εξαντλείται και πέφτει σιωπηλός, όπου η καρδιά ανοίγει χωρίς ατζέντα ή προσδοκία, όπου η συνείδηση απελευθερώνει την λαβή της σε όλα όσα κρατούσε και απλώς... είναι.

Σε τέτοιες στιγμές, που μυστικοί από όλες τις παραδόσεις έχουν περιγράψει με ποικίλες μεταφορές — ως τη σκοτεινή νύχτα που προηγείται της αυγής, ως τον θάνατο που προηγείται της ανάστασης, ως το άδειασμα που προηγείται της πληρότητας — η αλήθεια αποκαλύπτεται: ποτέ δεν υπήρξε χωρισμός. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν έφυγε· η επίγνωσή μας γι' αυτόν θόλωσε από τα ίδια τα όργανα που δημιουργήσαμε για να τον βρούμε. Τα σύννεφα δεν σβήνουν τον ήλιο· απλώς τον κρύβουν προσωρινά από την όραση.

Ζώντας στην Ένταση: Μεταξύ Εξορίας και Επιστροφής

Τι, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε εμείς που έχουμε ακούσει αυτή την αρχαία διδασκαλία, που έχουμε νιώσει την ανάδευση εκείνης της βαθιάς μνήμης, που έχουμε αισθανθεί την παρουσία μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας κρυμμένης πίσω από το πέπλο της συνηθισμένης συνείδησης; Η απάντηση, παραδόξως, είναι ταυτόχρονα τίποτα και τα πάντα.

Τίποτα, επειδή οποιαδήποτε σκόπιμη προσπάθεια να «επιστρέψουμε» στον Μεγάλο Δρόμο είναι η ίδια έκφραση της κατακερματισμένης συνείδησης που έχει απομακρυνθεί από αυτόν. Ο Δρόμος δεν μπορεί να φταστεί μέσω προσπάθειας, δεν μπορεί να συλληφθεί μέσω τεχνικής, δεν μπορεί να κατασκευαστεί μέσω πρακτικής. Οποιοδήποτε πρόγραμμα πνευματικής ανάπτυξης, όσο εκλεπτυσμένο και αν είναι, λειτουργεί μέσα στο παράδειγμα της απόκτησης και του γίγνεσθαι — το ίδιο παράδειγμα που διαιωνίζει την αίσθηση του χωρισμού που επιδιώκει να υπερβεί.

Και όμως, τα πάντα, επειδή η αναγνώριση της εξορίας κάποιου από τον Δρόμο φυσικά γεννά μια επαναπροσανατολισμό της συνείδησης. Όχι μέσω εξαναγκαστικής προσπάθειας αλλά μέσω των οργανικών συνεπειών της καθαρής όρασης. Όταν κάποιος κατανοεί πραγματικά ότι όλες οι περίτεχνες κατασκευές αρετής, δικαιοσύνης, σοφίας και πίστης είναι τελικά χλωμά υποκατάστατα για την αρχική απλότητα του είναι, αρχίζει μια ήπια απελευθέρωση. Όχι δραματική αποκήρυξη, αλλά μια λεπτή χαλάρωση της λαβής που ο εννοιολογικός νους διατηρεί στην εμπειρία.

Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ηθικής ή απόρριψη της αξίας της αγαθοσύνης, της δικαιοσύνης και της πίστης στον σχετικό κόσμο. Αυτές οι ιδιότητες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες σε κοινωνίες που έχουν χάσει την επαφή με τον Μεγάλο Δρόμο. Είναι τα αναχώματα που συγκρατούν τα πλημμυρίσματα του χάους, οι δομές που διατηρούν κάποια εμφάνιση τάξης στην απουσία φυσικής αρμονίας. Να τις απορρίψουμε πρόωρα, πριν κάποιος έχει πραγματοποιήσει το βαθύτερο έδαφος από το οποίο ρέει η φυσική καλοσύνη, θα ήταν να προσκαλέσουμε την ίδια την αταξία που σχεδιάστηκαν να αποτρέψουν.

Μάλλον, σημαίνει να κρατάμε αυτές τις έννοιες ελαφρά, να τις αναγνωρίζουμε ως προσωρινά πλαίσια αντί για απόλυτες αλήθειες. Σημαίνει να εμπλεκόμαστε με τον σχετικό κόσμο της ηθικής και της κοινωνικής υποχρέωσης ενώ διατηρούμε μια εσωτερική επίγνωση ότι αυτές δεν είναι η βαθύτερη πραγματικότητα. Σημαίνει να ζούμε στην δημιουργική ένταση μεταξύ μορφής και αμορφίας, μεταξύ του δομημένου κόσμου της ανθρώπινης κοινωνίας και της άγριας ελευθερίας του Απόλυτου.

Η Πρόσκληση στη Σιωπή

Καθώς αυτός ο διαλογισμός πλησιάζει προς το τέλος του, οι ίδιες οι λέξεις φαίνονται να γίνονται διαφανείς, δείχνοντας πέρα από τον εαυτό τους σε αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί στη γλώσσα. Διότι όλος ο πνευματικός λόγος τελικά φτάνει σε αυτό το κατώφλι — την άκρη αυτού που μπορεί να ειπωθεί, το όριο μεταξύ έννοιας και άμεσης γνώσης, το μέρος όπου η φιλοσοφία πρέπει να υποκλιθεί στο μυστήριο.

Ο αρχαίος σοφός που πρώτος μίλησε για τον Μεγάλο Δρόμο και την αποχώρησή του δεν πρόσφερε ιστορική χρονική καταγραφή του παρελθόντος της ανθρωπότητας, ούτε απαισιόδοξη διάγνωση παρακμής. Μάλλον, έδειχνε μια αιώνια αλήθεια για τη φύση της ίδιας της συνείδησης — την αιώνια παρούσα δυνατότητα να ζει κάποιος είτε από την επιφάνεια είτε από τα βάθη, από τον κατακερματισμό είτε από την ολότητα, από τη φυλακή της αυτοσυνειδησίας είτε από την ελευθερία της ενότητας με όλα όσα είναι.

Σε κάθε στιγμή, αυτή η επιλογή παρουσιάζεται, αν και η «επιλογή» είναι ίσως πολύ ισχυρή λέξη για αυτό που μοιάζει περισσότερο με χαλάρωση, μαλάκωμα, απελευθέρωση της έντασης μέσω της οποίας το εγώ διατηρεί την ξεχωριστή του ύπαρξη. Σε κάθε αναπνοή, η πρόσκληση ανανεώνεται — να σταματήσουμε την αναζήτηση, να παύσουμε την προσπάθεια, να επιτρέψουμε στη φυσική νοημοσύνη που εμψυχώνει όλη την ύπαρξη να ρέει χωρίς εμπόδιο.

Ο φιλάδελφος υιός και ο πιστός υπουργός, η αγαθή καρδιά και ο δίκαιος νους — αυτά μπορεί να είναι απαραίτητες φιγούρες σε έναν κόσμο δυσαρμονίας, αλλά δεν είναι ο τελικός προορισμός. Είναι σταθμοί στο ταξίδι, όχι το τέλος του ταξιδιού. Πέρα από αυτά βρίσκεται κάτι απλούστερο, πιο φυσικό, πιο θεμελιώδες — η άλεκτη γνώση που προηγείται όλων των εννοιών, η αβίαστη πράξη που δεν απαιτεί ηθικό υπολογισμό, η αγάπη που δεν έχει αντικείμενο επειδή έχει αναγνωρίσει ότι όλα τα φαινομενικά αντικείμενα είναι κύματα στον ενιαίο ωκεανό του είναι.

Συμπέρασμα: Η Αιώνια Επιστροφή

Η διδασκαλία του αρχαίου σοφού κυκλώνει πίσω στον εαυτό της, όπως όλη η αληθινή σοφία πρέπει, αποκαλύπτοντας ότι το τέλος και η αρχή είναι ένα. Ο Μεγάλος Δρόμος που η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει χάσει δεν ήταν ποτέ πραγματικά απών — είναι το ίδιο το έδαφος της ύπαρξης, αιώνια παρόν, αιώνια διαθέσιμο, περιμένοντας όχι σε κάποιο μακρινό μέλλον ή απομακρυσμένη τοποθεσία αλλά εδώ, τώρα, στα ίδια τα βάθη αυτής της παρούσας στιγμής.

Η ιστορία της πτώσης από τον Δρόμο δεν είναι τελικά τραγωδία αλλά μυστήριο — ένα θεϊκό παιχνίδι στο οποίο η συνείδηση εξερευνά την εμπειρία του χωρισμού ακριβώς για να ανακαλύψει, μέσα από το δικό της ταξίδι, την αδυναμία πραγματικού χωρισμού. Κάθε εννοιολογικό σύστημα που δημιουργούμε, κάθε αρετή που καλλιεργούμε, κάθε δομή που χτίζουμε για να αντισταθμίσουμε την απώλεια της φυσικής αρμονίας — όλα αυτά, όταν τα βλέπουμε από την υψηλότερη προοπτική, είναι ο Δρόμος που εξερευνά τον εαυτό του μέσα από την ψευδαίσθηση ότι έχει απομακρυνθεί από τον εαυτό του.

Και έτσι ο αναζητητής τελικά ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει πουθενά να πάει, τίποτα να αποκτήσει, καμία κατάσταση να επιτύχει που δεν είναι ήδη παρούσα στα βάθη αυτού που είναι. Ο Μεγάλος Δρόμος δεν είναι προορισμός αλλά αναγνώριση, όχι επίτευγμα αλλά ανάμνηση, όχι μελλοντική δυνατότητα αλλά αιώνια παρούσα πραγματικότητα που έχει παραβλεφθεί στη φασαρία της αναζήτησής της.

Σε αυτή την αναγνώριση, όλη η προσπάθεια παύει. Όχι από κούραση ή ήττα, αλλά από την ξαφνική, αδιαμφισβήτητη γνώση ότι αυτό που αναζητούνταν δεν ήταν ποτέ απόν. Η αγαθοσύνη που πρέπει να εξασκείται συνειδητά δίνει τη θέση της στην αυθόρμητη υπερχείλιση μιας καρδιάς που έχει αναγνωρίσει την ενότητά της με όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη που πρέπει να διατηρείται προσεκτικά διαλύεται στη φυσική ορθότητα της πράξης που ρέει από ευθυγράμμιση με αυτό που είναι. Η σοφία που πρέπει να αποκτηθεί μέσω μελέτης αποκαλύπτεται χλωμή σε σύγκριση με την άμεση γνώση που αναδύεται όταν ο σκεπτόμενος νους πέφτει σιωπηλός.

Αυτό είναι το μυστικό κρυμμένο μέσα στον θρήνο του σοφού για την απώλεια του Δρόμου — ότι η ίδια η αναγνώριση της απώλειας είναι η αρχή της επιστροφής, ότι η λαχτάρα η ίδια είναι μορφή ανάμνησης, ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ο τρόπος της ψυχής να καλεί τον εαυτό της σπίτι. Όχι σπίτι σε κάποιο εξωτερικό παράδεισο ή προηγούμενη χρυσή εποχή, αλλά σπίτι στην αιώνια παρουσία, την αγέννητη και αθάνατη πραγματικότητα που δεν έχει αγγιχτεί ποτέ από το δράμα της απώλειας και της ανάκτησης που παίζεται στην επιφάνεια της συνείδησης.

Ας αναπαυθεί η καρδιά σε αυτή την κατανόηση. Ας απελευθερώσει ο νους τη λαβή του σε έννοιες και κατηγορίες. Ας βυθιστεί η ψυχή στη σιωπή κάτω από όλες τις λέξεις, στο κενό που είναι πληρότητα, στο σκοτάδι που είναι φως, στο τίποτα που είναι τα πάντα. Εδώ, σε αυτή την ιερή λήθη όλων όσων νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, ο Μεγάλος Δρόμος αποκαλύπτεται — όχι ως κάτι που ανακτήθηκε αλλά ως κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να χαθεί, όχι ως επίτευγμα αλλά ως αυτό που πάντα ήμασταν, κρυμμένο από τον εαυτό μας μόνο από το πέπλο της δικής μας αναζήτησης.

Το ταξίδι τελειώνει εκεί που άρχισε, στον άλεκτο θαυμασμό του απλού είναι, στην αναγνώριση ότι αυτός που αναζητά και αυτό που αναζητείται δεν ήταν ποτέ δύο αλλά ένα — μία αιώνια κίνηση συνείδησης που ξυπνά στον εαυτό της, μία ιερή αναπνοή που αναπνέει τον εαυτό της σε άπειρες μορφές, ένας Μεγάλος Δρόμος που δεν έχει παύσει ποτέ να παρατηρείται ακόμα και όταν φαίνεται πιο ξεχασμένος, διότι δεν είναι κάτι που παρατηρείται αλλά το ίδιο το μάτι μέσω του οποίου όλη η παρατήρηση γίνεται δυνατή, το φως μέσω του οποίου όλη η όραση γίνεται εφικτή, η σιωπή από την οποία όλες οι λέξεις αναδύονται και στην οποία όλες οι λέξεις τελικά επιστρέφουν. ...

 

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

BUDDHISM

BUDDHISM
Chapter 17. Anger
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

VEDANTA

VEDANTA
Viveka Chudamani, by Adi Sankaracharya, 11-15 / 3.The Path Beyond Action: A Journey to the Luminous Self
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

jKRISHNAMURTI

jKRISHNAMURTI
The Only Revolution / California: 2. The Unbidden Grace: A Meditation on the Pathless Path
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

RELIGION

RELIGION
17. The Unveiling: A Journey to the Shores of Transcendence
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Quotes

Constantinos’s quotes


"A "Soul" that out of ignorance keeps making mistakes is like a wounded bird with helpless wings that cannot fly high in the sky."— Constantinos Prokopiou

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Copyright

Copyright © Esoterism Academy 2010-2025. All Rights Reserved .

Intellectual property rights


The entire content of our website, including, but not limited to, texts, news, graphics, photographs, diagrams, illustrations, services provided and generally any kind of files, is subject to intellectual property (copyright) and is governed by the national and international provisions on Intellectual Property, with the exception of the expressly recognized rights of third parties.
Therefore, it is expressly prohibited to reproduce, republish, copy, store, sell, transmit, distribute, publish, perform, "download", translate, modify in any way, in part or in summary, without the express prior written consent of the Foundation. It is known that in case the Foundation consents, the applicant is obliged to explicitly refer via links (hyperlinks) to the relevant content of the Foundation's website. This obligation of the applicant exists even if it is not explicitly stated in the written consent of the Foundation.
Exceptionally, it is permitted to individually store and copy parts of the content on a simple personal computer for strictly personal use (private study or research, educational purposes), without the intention of commercial or other exploitation and always under the condition of indicating the source of its origin, without this in any way implies a grant of intellectual property rights.
It is also permitted to republish material for purposes of promoting the events and activities of the Foundation, provided that the source is mentioned and that no intellectual property rights are infringed, no trademarks are modified, altered or deleted.
Everything else that is included on the electronic pages of our website and constitutes registered trademarks and intellectual property products of third parties is their own sphere of responsibility and has nothing to do with the website of the Foundation.

Δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

Το σύνολο του περιεχομένου του Δικτυακού μας τόπου, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, των κειμένων, ειδήσεων, γραφικών, φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, απεικονίσεων, παρεχόμενων υπηρεσιών και γενικά κάθε είδους αρχείων, αποτελεί αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) και διέπεται από τις εθνικές και διεθνείς διατάξεις περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, με εξαίρεση τα ρητώς αναγνωρισμένα δικαιώματα τρίτων.

Συνεπώς, απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «λήψη» (download), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά η περιληπτικά χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Γίνεται γνωστό ότι σε περίπτωση κατά την οποία το Ίδρυμα συναινέσει, ο αιτών υποχρεούται για την ρητή παραπομπή μέσω συνδέσμων (hyperlinks) στο σχετικό περιεχόμενο του Δικτυακού τόπου του Ιδρύματος. Η υποχρέωση αυτή του αιτούντος υφίσταται ακόμα και αν δεν αναγραφεί ρητά στην έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος.

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η μεμονωμένη αποθήκευση και αντιγραφή τμημάτων του περιεχομένου σε απλό προσωπικό υπολογιστή για αυστηρά προσωπική χρήση (ιδιωτική μελέτη ή έρευνα, εκπαιδευτικούς σκοπούς), χωρίς πρόθεση εμπορικής ή άλλης εκμετάλλευσης και πάντα υπό την προϋπόθεση της αναγραφής της πηγής προέλευσής του, χωρίς αυτό να σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Επίσης, επιτρέπεται η αναδημοσίευση υλικού για λόγους προβολής των γεγονότων και δραστηριοτήτων του Ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή και δεν θα θίγονται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν θα τροποποιούνται, αλλοιώνονται ή διαγράφονται εμπορικά σήματα.

Ό,τι άλλο περιλαμβάνεται στις ηλεκτρονικές σελίδες του Δικτυακού μας τόπου και αποτελεί κατοχυρωμένα σήματα και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτων ανάγεται στη δική τους σφαίρα ευθύνης και ουδόλως έχει να κάνει με τον Δικτυακό τόπο του Ιδρύματος.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~